Είναι
σχεδόν η ώρα της ερημιάς,
σχεδόν το
τέλος, στείρο, της επιφάνειας.
Δεν περνάς,
περπατάς.
Γι’ αυτό η
καρδιά δεν δημιουργεί τις μορφές,
μα τις
επιβάλλει, σε σένα που χαμογελάς.
*
Είναι αυτές
οι ηλικίες,
οι ηλικίες
που αρχίζουν, γίνονται
διαφορετικές,
δεν ακούν προσεκτικές κραυγές ή αντηχήσεις
μα αποκλίνουν,
ανοίγουν δρόμο μες στο πλήθος,
σε αυτό το
πλαίσιο όπου ζω,
ακουμπισμένη
μαζί σου σε ένα νήμα
που η ζωή
ύφανε προ ολίγου,
αφήνουμε
ξέφρενο ό,τι βρίσκεται λίγες στιγμές
μακριά από
εμάς, όταν τρώμε, πίνουμε,
τη φανέρωση
του θαύματος
χωρίς
συνέχεια, τη θέα
του άλλου
εφικτού προσώπου σε ένα πρόσωπο,
την ύπαρξη
στη φύση ενός νεκρού πράγματος
που η φύση
έχει ήδη ξεπεράσει.
Θα μου
πεις:
γίνε το
πρωινό σου,
γίνε η ψυχή
σου.
*
Αμπαρώστε
τα παράθυρα, όπως έκαναν
άλλοτε.
Κλείστε τα οστά μου
σε μια
δεσμίδα τσουκνίδες και θερίστε
το τέλος
της ύπαρξής μου, όπως άλλοτε.
Φύγετε πια για
άγνωστους τόπους
αποβιβαστείτε
σε αυτή την αναπηρία: τη φωνή μου.
Προτιμήστε να
είναι θηλυκή και μοναδική.
*
Χάνεται η
λιγότερο
ποιητική
μέρα της ζωής μου.
Για το
προνόμιο ενός
ακατοίκητου
πράγματος
δεν ξέρω αν
πρέπει να προσφέρω την σπατάλη
ή να
σιωπήσω.
*
Δες πώς
υποφέρει ή απογυμνωμένη προχωρά,
προσφέρεται
χωρίς ένταση.
Αν εκτείνει
το φέγγος της
ως έναν
συριγμό που δεν έχει ήχο.
*
Ο θρύλος
όλων των δείπνων
της ζωής
μου είναι τούτος.
Σαν θορυβώδεις
μπάντες χωριού
πέρασαν
πάνω σε τραπεζομάντηλα
και νερό
που έρεε σε νεκρά ποτήρια
που τον
μήνα εκείνου του ψεύτικου χρόνου
κάποιος
ήπιε.
*
Αγγίζει τον
αιώνα η νεκρή ατμόσφαιρα
αυτού του
σπιτιού που εγκαταλείφθηκε εσπευσμένα.
Κάποιος το
έχασε, ξεστρατίζοντας από την
πελώρια
καρδιά του.
*
Λένε για το
όραμα: μοναδικό, ουσιώδες.
Δείχνουν ένα
χωριό για αρχή.
Προσαρμόζομαι,
παίρνω χρόνο, παραμιλώ ίσως.
Αλλιώς ζητώ
εμπιστοσύνη: φτάνει ο περισπασμός
αλλοιώνω
τους τόπους, δεν υπάρχω.
Έχω την τέλεια
μορφή ενός οποιουδήποτε
δώρου
μου.
*
Ευτυχισμένη,
προχωρούσα στην απώλεια
μιας τύχης.
Είχα
ζωγραφιστά μάτια και πιγούνι
σαν νυχτερινό
ράμφος.
*
Ένα χωριό
που μοιάζει στη φωτιά
υπάρχει
όντως.
Το είδαν να
θορυβεί με φλεγόμενο ράμφος
και από πάνω
μια ράχη από λόφους να γίνονται στάχτη
την ώρα του
γεύματος, και τα χόρτα να κροταλίζουν.
*
Κατάγραψε
τον μικρό θάνατο κι εξήγησέ τον
στους
πελάτες.
Ρίξε τον στο
λικέρ μέντας ενώ
υπερχειλίζει
ο χειμώνας στα ημερολόγια
και τα φώτα
της εξοχής
είναι τα
μάτια
συγγενών
που σκορπίστηκαν στον κάμπο
των
αποπλανήσεων.
Εξήγησε
πόσοι είναι οι νεκροί των
περιστάσεών
μας και πόσες περιστάσεις πέθαναν.
Δεν υπάρχει
γαλήνη στα καφενεία της Κυριακής.
*
Μακάρι να θυμόμουν
αλλά δεν προσέχω
καθόλου ονόματα
και ημερομηνίες.
Μάλλον,
γνωρίζω τη φιλοξενία εκείνου που λησμονείται.
Την
αισθησιακότητα του καθρέφτη που αναποδογυρίζει
και
αντιγράφει το όνειρο του χθες, το προχθεσινό και το άλλο...
*
Θα ήθελα να
επιστρέψω σε ένα αδελφικό σπίτι
φιλόξενο, να
χαϊδέψω την ταπετσαρία
ή να καθίσω
στην κεφαλή του μεγάλου τραπεζιού από βελανιδιά
και να
τιμωρηθώ με την ορμή των πραγμάτων
που κείτονται
εξαντλημένα
αλλοιωμένα από
κατάχρηση ομορφιάς.
Ή θα ήθελα
αυτό να συνέβαινε σε τόπους
κάποιας
Ανατολής ανώτερης από εκείνη που σκέφτηκα.
Κάποια Ανατολή
που επανασυνδέθηκε με την καρδιά.
Το
αποκορύφωμα, το φέγγος.
Μετάφραση:
Μαρία Φραγκούλη
Η Carla Saracino (Maruggio, 1980) σπούδασε ιταλική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο του Lecce. Ζει και διδάσκει στο Μιλάνο, παράλληλα γράφει ποίηση και βιβλία για παιδιά. Κείμενά της έχουν δημοσιευτεί στα περιοδικά Nuovi Argomenti, l’Immaginazione, l’Almanacco dello Specchio, καθώς και σε ηλεκτρονικά έντυπα όπου και αρθρογραφεί. Τα μεταφρασμένα ποιήματα προέρχονται από τη συλλογή Il chiarore, με πρόλογο του Antonio Moresco (LietoColle, 2013). Η πρώτη της συλλογή I milioni di luoghi (LietoColle, 2007) απέσπασε το Βραβείο Umberto Saba για πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα.