Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΕΣΑΙΩΝΑΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΕΣΑΙΩΝΑΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2016

Διγενής Ακρίτης.



Οι βυζαντινοαραβικές συγκρούσεις αποτελούν το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο κινείται η σωζόμενη ηρωική ποίηση των Βυζαντινών και πιο συγκεκριμένα τα τραγούδια του λεγόμενου ακριτικού κύκλου (Άσμα του Αρμούρη). Στο 12ο αιώνα τοποθετούν επίσης οι περισσότεροι μελετητές τη σύνταξη του επικού έργου Διγενής Ακρίτης.



νήκει στην επική-ηρωική ποίηση. Σώζεται σε πολλαπλά χειρόγραφα και διασκευές. Τα σημαντικότερα χειρόγραφα Escorial και Grottaferrata διασώζουν διαφορετικές συντάξεις του κειμένου, την Ε και G αντίστοιχα. 
Στο πρώτο μέρος του έργου, που έχει έντονο επικό χαρακτήρα, ένας άραβας εμίρης αρπάζει την κόρη ενός βυζαντινού στρατηγού. Μετά από μονομαχία με τον αδελφό της δέχεται να γίνει χριστιανός για χάρη της και να μετοικήσει στη Ρωμανία μαζί με το λαό του. Από την ένωσή τους γεννιέται ο Βασίλειος Διγενής Ακρίτης. Το όνομα του ήρωα, εκτός από τη διπλή του καταγωγή, δηλώνει την ιδιότητά του. Οι ακρίτες ήταν στρατιωτικοί που κατοικούσαν σε μεθοριακές περιοχές και είχαν ως έργο τη φύλαξη των συνόρων, την επιβολή της τάξης και την πάταξη των ανταρτών και των ληστών.
Το δεύτερο μέρος του έργου αφηγείται την ενηλικίωση και τα εξαιρετικής ανδρείας κατορθώματα του Βασιλείου, ο οποίος αρπάζει, όπως ο πατέρας του, την κόρη ενός στρατηγού και τη νυμφεύεται, αναμετριέται με ένα δράκοντα, με τους ξακουστούς αρχηγούς των απελατών (σώματα άτακτων στρατιωτικών, με ληστρικό χαρακτήρα), με την υπερφυσικής ανδρείας αμαζόνα Μαξιμού και τους νικά όλους. Ο Διγενής χτίζει ένα θαυμαστό παλάτι στην περιοχή του Ευφράτη και στο τέλος πεθαίνει από φυσική αιτία. 
Στη διασκευή G προστίθενται δύο επεισόδια. Το πρώτο αφορά τη συνάντηση και αναμέτρηση του Διγενή με τον αυτοκράτορα, στον οποίο δείχνει σεβασμό και υποταγή, αποδεικνύει όμως την ανωτερότητά του. Το δεύτερο, αφηγείται μια εξωσυζυγική περιπέτεια του Διγενή με μία κόρη που έχει εγκαταλειφθεί από τον εραστή της στην έρημο. 
Ο κοινός πυρήνας συντάξεων Escorial και Grottaferrata ανάγεται στο 12ο αιώνα, σύμφωνα με τους περισσότερους μελετητές. Η συστηματική εξέταση των αφηγηματικών-θεματικών και γλωσσικών-υφολογικών στοιχείων πιστοποιεί τη συγγένεια των δύο κειμένων και την καταγωγή τους από ένα κοινό αρχέτυπο. Το ακριβές χρονικό σημείο του διαχωρισμού των δύο παραδόσεων, Ε και G, δεν είναι δυνατό να προσδιοριστεί. ΟΔιγενής Ακρίτης ήταν γνωστός στο συγγραφέα των Πτωχοπροδρομικών ποιημάτων που κάνει αναφορές στο Διγενή και παρωδεί το επικό ύφος
Ο Διγενής Ακρίτης του Escorial είναι έργο που έχει συντεθεί γραπτώς. Ωστόσο, κατάγεται από ένα απώτερο προφορικό αρχέτυπο ή έναν κύκλο συγγενών δημοτικών τραγουδιών. Παρότι δεν αποτελεί, στη μορφή που μας σώζεται, προϊόν προφορικής σύνθεσης, έχει διατηρήσει σε μεγάλο βαθμό κάποια σημάδια της καταγωγής του. Το κείμενο της Grottaferrata είναι λογιότερο. Σε πολλά σημεία χρωματίζεται από έντονο γνωμικό και ηθικοδιδακτικό χαρακτήρα, ενώ σε άλλα δίνεται έμφαση σε ιδεολογικά στοιχεία, που χαρακτηρίζουν το αριστοκρατικό ήθος του 12ου αιώνα. Έντονη είναι η επίδραση του ερωτικού μυθιστορήματος. Από το κείμενο αυτό δε λείπουν και μεταγενέστερες αλλαγές και προσθήκες. 
Μια μεταγενέστερη διασκευή, η αποκαλούμενη Z, που παραδίδεται από δύο χειρόγραφα και συντάχθηκε κατά το 14ο ή 15ο αιώνα, αποτελεί συμπίληση και επεξεργασία των παλαιότερων διασκευών. Πολλά από τα ιστορικά στοιχεία αλλοιώνονται ή εξαφανίζονται, η πλοκή τροποποιείται, ενώ διαφοροποιείται ο χαρακτήρας του κειμένου, καθώς υιοθετούνται θεματικά και ρητορικά στοιχεία του ερωτικού μυθιστορήματος (για παράδειγμα, λυρικές αναπτύξεις πάνω στο θέμα της παντοδυναμίας του έρωτα και στερεότυπες εκφράσεις). Ακόμη, νεότερες διασκευές του Διγενή Ακρίτη, μία ομοιοκατάληκτη και μία πεζή




[Η αναμέτρηση του αμιρά με τον Κωνσταντή, αδελφό της κόρης] 

Ευθύς εκαβαλίκευσαν, 'ς τον κάμπον κατεβαίνουν·/
ως δράκοντες εσύριζαν* και ως λέοντες εβρυχούντα/ 
και ως αετοί επέτουντα και εσμίξασιν οι δύο./ 
Και τότε να ιδής πόλεμον καλών παληκαρίων/ 
και από της μάχης της πολλής κρούσιν διασυντόμως*/ 
και από τον κτύπον τον πολύν και από το δός και λάβε,/ 
οι κάμποι φόβον είχασιν και τα βουνιά αηδονούσαν*,/
τα δέντρη εξεριζώνοντα και ο ήλιος εσκοτίσθη·/ 
το αίμαν εκατέρρεεν εις τα σκαλόλουρά* των/ 
και ο ίδρος* τους εξέβαινεν απάνω απ' τα λουρίκια*./ 
ήτον και γαρ του Κωνσταντή γοργότερος ο μαύρος,/ 
και θαυμαστός νεώτερος ήτον ο καβαλάρης:/ 
κατέβηκε εις τον αμιρά* και κρούει του ραβδέα*/ 
και εχέρισεν ο αμιράς να τρέμη και να φεύγη./ *Σαρακηνός ελάλησεν τον αμιράν της γλώσσης:/ 
"Πίασε, μούλε*, τον άγουρον*, ταχέως να τον νικήσης,/ 
μη εις σύντομόν του γύρισμα* πάρη την κεφαλήν σου./ Αυτός καλά σ' εσέβηκεν* τώρα να σε γκρεμνίση./ 
Εγώ ουδέν το εγνοιάζομαι να τον καταπονέσης*,/ 
αλλά μη το καυχάσεται* ότι έτρεψεν* φουσάτα*"./ 
Και ο αμιράς ως το ήκουσεν, μακρέα τον απεξέβην*,/ 
έριψεν* το κοντάριν του και δάκτυλον του δείχνει*/ 
και μετά του δακτύλου του τοιούτον λόγον λέγει:/ 
"Να χαρής, καλέ νεώτερε*, εδικόν σου έναι το νίκος*".

*συρίζω: σφυρίζω
*διασυντόμως: σύντομα |
*αηδονώ: αντηχώ |
*σκαλόλουρα: αναβολείς και*χαλινάρια του αλόγου |
*ίδρος: ιδρώτας 
*λουρίκιν: θώρακας μαύρος: μαύρο άλογο 
*ραβδέα: χτύπημα με ραβδί 
*χερίζω: αρχίζω 
*αμιράς: εμίρης, στρατιωτικός αρχηγός 
*Σαρακηνός ελάλησεν τον αμιράν της γλώσσης: ένας Σαρακηνός μίλησε στον αμιρά στη γλώσσα του (δηλ. σε ξένη γλώσσα) 
*μούλε: κύριε (αραβ.)
*άγουρος: νέος, πολεμιστής 
*γύρισμα: γρήγορη στροφή του εφίππου 
*σ' εσέβηκεν: σου επιτέθηκε 
*καταπονώ: καταβάλλω 
*καυχάσεται: καυχηθεί 
*τρέπω: τρέπω σε φυγή 
*φουσάτον: στράτευμα 
*απεξέβην: απομακρύνθηκε
*δάκτυλον του δείχνει: του κάνει σημάδι με το δάκτυλο σε ένδειξη ήττας 
*έριψεν: έριξε
*νεώτερος: νέος πολεμιστής, παλικάρι 
*νίκος: νίκη







[από το επεισόδιο της συνάντησης του Διγενή με τον αυτοκράτορα] 

Υποχωρείν βουλόμενος, λέων τις εκ του άλσους/ 
εξελθών διεπτόησε τους μετ' αυτού παρόντας/ [. . .]
και προς φυγήν δε και αυτός ο βασιλεύς ετράπη./ 
Ο δε παις προς τον λέοντα υποδραμών ευθέως,/ 
ποδός αυτού δραξάμενος ενός των οπισθίων,/ 
αποτινάξας ισχυρώς και τη γη καταρράξας/ 
νεκρόν απέδειξε πάντων ομού βλεπόντων./ 
Τούτον κρατών εν τη χειρί, καθάπερ τις τον πτώκα,/ προς βασιλέα ήνεγκε "Δέξαι", λέγων "κυνήγιν/ 
του σου οικέτου, δέσποτα, δια σου θηρευθέντα"./ 
Και πάντες εξεπλάγησαν έντρομοι γεγονότες,/ 
την υπεράνθρωπον αυτού ισχύν κατανοούντες./ 
Και τας χείρας ο βασιλεύς προς ουρανόν εκτείνας,/ "Δόξα σοι", έφη, "δέσποτα, ποιητά των απάντων,/ 
ότι με κατηξίωσας τοιούτον άνδρα βλέψαι/ εν τη παρούση γενεά ισχυρόν παρά πάντας".

Μετάφραση
Ένα λιοντάρι που ήθελε να κρυφτεί βγήκε από το δάσος και τρομοκράτησε όλους όσους βρίσκονταν εκεί. Μάλιστα, ακόμη και ο ίδιος ο αυτοκράτορας τράπηκε σε φυγή. Ο νεαρός όμως (ο Διγενής) έτρεξε πίσω από το λιοντάρι, το άρπαξε από το πισινό πόδι, το τίναξε με δύναμη ψηλά, το χτύπησε στο έδαφος και το σκότωσε μπροστά στα μάτια όλων. Κρατώντας το στο χέρι, όπως κρατάει κανείς κρεμασμένο το λαγό, το έφερε στον αυτοκράτορα λέγοντάς του: "Πάρε, δέσποτα, το κυνήγι που πιάστηκε για σένα από τον δούλο σου". Και όλοι τρόμαξαν και έμειναν έκπληκτοι συνειδητοποιώντας την υπεράνθρωπη δύναμή του. Ο αυτοκράτορας σήκωσε τα χέρια προς τον ουρανό λέγοντας: "Δόξα σοι, δέσποτα, δημιουργέ των πάντων, που με αξίωσες στη γενιά αυτή να δω έναν τέτοιο άντρα που τους ξεπερνάει όλους στη δύναμη".


       

λάχιστα δείγματα δημοτικών τραγουδιών έχουν επιβιώσει από τους Βυζαντινούς χρόνους. Οι γνώσεις μας σχετικά με τη διάδοση και την αξιοποίηση του δημοτικού τραγουδιού στο Βυζάντιο είναι περιορισμένες. 
Τα περισσότερα δημοτικά τραγούδια, που στις καθιερωμένες συλλογές χαρακτηρίζονται ακριτικά, η αρχική σύνθεση των οποίων υποτίθεται ότι ανάγεται στους Βυζαντινούς χρόνους, είναι πολύ μεταγενέστερες συνθέσεις που ελάχιστη σχέση έχουν με τη θεματολογία του ακριτικού κύκλου. Ωστόσο, το διαθέσιμο υλικό και οι διασκευές του ηρωικού-επικού ποιήματος Διγενής Ακρίτης πιστοποιούν την ύπαρξη μιας ζωντανής προφορικής παράδοσης που αποτέλεσε το υπόβαθρο της δημιουργίας τους. 
Οι βυζαντινο-αραβικές συγκρούσεις αποτελούν το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο κινείται η σωζόμενη ηρωική ποίηση των Βυζαντινών, και πιο συγκεκριμένα τα τραγούδια του λεγόμενου ακριτικού κύκλου. Το άσμα του Αρμούρη αφηγείται τις προσπάθειες του ανήλικου γιου ενός βυζαντινού πολεμιστή να σώσει τον πατέρα του από την αραβική αιχμαλωσία. Παρουσιάζει όλα τα γνωρίσματα της ηρωικής μεσαιωνικής ποίησης που είναι: η σχέση με τα ιστορικά γεγονότα και πρόσωπα (αντιστοιχία του Αρέστη του ποιήματος με το βυζαντινό στρατηγό Ορέστη και τις συγκρούσεις με τους Άραβες της περιοχής του Ευφράτη στις αρχές του 10ου αιώνα), η μυθοποίηση που συνδυάζεται με ζωηρή αίσθηση της πραγματικότητας και η λογοτυπική έκφραση. 
Η αρχική σύνθεση του κειμένου (διαφορετική από τη σωζόμενη) θα πρέπει να θεωρηθεί προγενέστερη του Διγενή Ακρίτηκαι με κριτήριο το ύφος και το περιεχόμενο φέρει εντονότερα χαρακτηριστικά επικής σύνθεσης. Η διαμάχη Βυζαντινών και Αράβων αποτελεί το ιστορικό παρόν του ποιήματος, ενώ στο Διγενή η πλοκή διαδραματίζεται με φόντο τη συμφιλίωση και συνύπαρξη των δύο λαών. 
Τα τραγούδια του Αρμούρη και του Υιού του Ανδρονίκου (που αφηγείται την επιδρομή Αράβων, την απαγωγή της εγκύου συζύγου του στρατηγού Ανδρονίκου και την απόδειξη της υπερφυσικής ανδρείας του γιου του που γεννιέται στην αιχμαλωσία) αποτελούν τα αρχαιότερα σωζόμενα δείγματα της βυζαντινής ηρωικής ποίησης. Εμφανίζουν σαφή χαρακτηριστικά του ύφους των δημοτικών τραγουδιών, αν και δεν μπορεί να ταυτιστεί απόλυτα με αυτό των νεότερων δημοτικών τραγουδιών. Παραδίδονται σε χειρόγραφα, τα οποία πιθανότατα καταγράφουν την προφορική παράδοση της βυζαντινής ηρωικής ποίησης. Ίσως όμως η προφορική αυτή παράδοση δεν ήταν πια ενεργή, όταν έγινε η καταγραφή των κειμένων.

Το Άσμα του Αρμούρη. Στ. Αλεξίου (έκδ.), Βασίλειος Διγενής Ακρίτης και το Άσμα του Αρμούρη, εκδ. Ερμής, Αθήνα 1985, σ. 173.
Πτερνιστηρίαν* τον μαύρον του κ' επέρασέν τον πέρα./ Ουχί ν' αφήση καν τα ρούχα του ο νέος να στεγνώσουν,/ πτερνιστηρίαν τον μαύρον του εις τον Σαρακηνόν υπάγει/
και σφόνδυλον* τον έδωκε κ' εξεσαγόνιασέ τον:/
"Ειπέ, μωρέ Σαρακηνέ, πού έναι τα φουσάτα;"/
"Θεέ μου, σαλά* ρωτήματα τα έχουν οι ανδρειωμένοι,/ πρώτα να κρουν* τες σφονδυλές* και τότε να ρωτούσιν!/
Μα τον κυρ Ήλιον τον γλυκύν, μα την γλυκέαν του μάναν,/ εψές εξεδιαλέχθημεν καν εκατόν χιλιάδες,/
όλοι καλοί και εκλεκτοί, πρασινοσκουταράτοι*:/
ένι και τέτοιοι από εκεινούς, ουδέ χιλίους φοβούνται,/
ουδέ χιλίους, ουδέ μυρίους, ουδέ όσους απαντήσουν!"/
Πτερνιστηρία τον μαύρον του, άνω εις βουνίν ανέβη:/
φουσάτα* είδε κ' εγνώμιασεν*, αριφνισμόν* ουκ είχαν./
Και τότε πάλε το παιδίν ανανογάται*, λέγει:/
"Αν τους πηδήσω* αρμάτωτους*, πάντα καυχάσθαι θέλουν,/
ότι τους ηύρα αρμάτωτους και επήρα τους την πρόβαν*"./ Στριγγίαν* φωνήν ελάλησεν, όση κι αν εδυνέτον:/ "Σαρακηνοί, αρματώνεσθε, σκυλιά, λουρικωθήτε*:/ λουρικωθήτε γλήγορα, σκυλιά μαγαρισμένα:/
εις απιστίαν μην το 'χετε ότι απέρασεν ο Αρμούρης,/
ο Αρμούρης, ο Αρμουρόπουλος, ο Αρέστης ο ανδρειωμένος".


*πτερνιστηρία: σπιρούνισμα
*σφόνδυλος: γροθιά ή χτύπημα στους τραχηλικούς σφονδύλους
*κρουν: γ' πληθ. του ρ. κρούω, χτυπώ
*σαλός: ανόητος
*πρασινοσκουταράτος: με πράσινη ασπίδα (το χρώμα του Ισλάμ)
*φουσάτον: στράτευμα
*γνωμιάζω: υπολογίζω, μετρώ
*
αριφνισμός: αρίθμηση
*ανανογούμαι: σκέπτομαι
*πηδώ (+αιτ.): επιτίθεμαι
*αρμάτωτος: άοπλος
*επήρα την πρόβαν: δοκίμασα κάποιον σε προκριματικό αγώνα και κέρδισα, νίκησα
*στριγγία (θηλ.): σε οξύ, υψηλό τόνο
*λουρικώνομαι: βάζω το θώρακα


Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2014

Τα Μεσαιωνικά Δημώδη Κείμενα


Συμβολή στη μελέτη και στην έκδοσή τους
ΠΗΓΗ: 

Τα Μεσαιωνικά Δημώδη Κείμενα
Βιβλίο το οποίο αναφέρεται στα Δημώδη Μεσαιωνικά Κείμενα. Τα έμμετρα αυτά κείμενα αποτελούν ένα σημαντικό τμήμα της σύνολης εθνικής Γραμματείας, πολλά από τα οποία έχουν, εκτός από γλωσσική, και αυτόνομη λογοτεχνική αξία. Ανήκουν στο ύστερο Βυζάντιο και στην πρώιμη νεοελληνική περίοδο, ενώ σώζονται σε χειρόγραφα, τα περισσότερα από τα οποία χρονολογούνται στα αμέσως μετά την Άλωση χρόνια, στα χρόνια της Μεγάλης Σιωπής του Ελληνισμού (β΄μισό 15ου – 16ος αι.). Το κυριότερο πρόβλημα σ΄ αυτά είναι η κριτική τους αποκατάσταση και η έγκυρη φιλολογική επανέκδοσή τους. Είναι ακριβώς το πρόβλημα που πραγματεύεται το Βιβλίο (όπως δηλώνει ο διευκρινιστικός υπότιτλος «Συμβολή στη μελέτη και στην έκδοσή τους»). Αναφέρεται, ως Α΄ τόμος, σε τρία κείμενα από τα πιο χαρακτηριστικά, με τους τίτλους: «Λίβιστρος και Ροδάμνη», «Καλλίμαχος και Χρυσορρόη», «Βέλθανδρος και Χρυσάντζα». Και στα τρία εξετάζονται, με απόλυτη αναλυτική μέθοδο, τα χειρόγραφα, οι εκδόσεις, σχολιάζονται δυσερμήνευτα χωρία και προτείνονται πάμπολλες (και απροσδόκητες) διορθώσεις. Μέσω αυτών συνάγονται γενικά συμπεράσματα για την υφή και την ιστορική διαδρομή, γενικότερα, των Μεσαιωνικών Κειμένων, και διατυπώνονται θεμελιώδεις αρχές για την έκδοσή τους, οι οποίες αποτελούν βασική προϋπόθεση για την ορθή προσέγγιση και την έκδοση των κειμένων αυτών. Το βιβλίο εξακολουθεί να διατηρεί ακέραια τη σημασία του, ειδικά σήμερα που το ανανεωμένο φιλολογικό ενδιαφέρον για τα κείμενα αυτά τα έχει φέρει εκ νέου στην επικαιρότητα.

[ Από το Βιβλίο αναδημοσιεύονται εδώ δειγματοληπτικά α) η αναλυτική περιγραφή, και αποκατάσταση, του χειρογράφου Ψ ΙV 22 του «Λίβιστρου» της βιβλιοθήκης του Escorial, β) ορισμένες χαρακτηριστικές διορθώσεις, γ) οι προτάσεις-αρχές για την «οριστική» έκδοση του «Λίβιστρου», ενός από τα δυσκολότερα εκδοτικά προβλήματα της Νεοελληνικής Φιλολογίας, και οι οποίες εφαρμόζονται στην πρόσφατη χρηστική έκδοση του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, Αθήνα 2006, και δ) τα «Επιλεγόμενα», ως γενικές επισημάνσεις και εκδοτικές υποδείξεις για το σύνολο των Δημωδών Μεσαιωνικών Κειμένων.]

α. Το χειρόγραφο Ψ ΙV 22 του «Λίβιστρου» (σ. 69-75)

Το υπ΄ αρ. Ψ IV 22 χειρόγραφο της βιβλιοθήκης του Εscorial έχει γίνει επανειλημμένα μέχρι σήμερα αντικείμενο μελέτης και περιγραφής. Ο κυριότερος λόγος γι΄ αυτή την ειδική μεταχείριση υπήρξε το παλαιότερο αυξημένο ενδιαφέρον για τον «Διγενή» που περιέχεται επίσης στο ίδιο χειρόγραφο (η γνωστή λαϊκή διασκευή του Escorial). Οι περισσότερες από τις περιγραφές αυτές στηρίζονται ή σε φωτογραφικά πανομοιότυπα, και μάλιστα στα ίδια (σειρά της Βιβλιοθήκης του Leiden), ή, το συνηθέστερο, η μια στην άλλη, με συγκεκριμένη αναγωγή στην περιγραφή προπάντων του Krumbacher. Το χειρόγραφο αναφέρεται ήδη στον παλαιότατο κατάλογο της βιβλιοθήκης του Escorial (l848), αλλά κατά τρόπον ασαφή και αόριστο. Ακριβώς αυτή η ασαφής και λειψή παρουσίαση οδήγησε στο να παραμείνει για πολύ αδύνατη η ταύτιση του «Λίβιστρου» (στην περιγραφή είχαν δοθεί μόνο οι δυο αρχικοί στίχοι) και η επισήμανση του «Διγενή». Αναλυτικότερα το χειρόγραφο παρουσιάστηκε προς το τέλος του περασμένου αιώνα (1897) από τον R.Wünsch, οπότε και έγινε γνωστό ότι πρόκειται για νέο κείμενο του «Λίβιστρου» (υπήρχαν ήδη εκδεδομένα του Μαυροφρύδη και του Wagner). Συστηματικότερα ωστόσο μελετήθηκε λίγο αργότερα (1903-1904) από τον ίδιο τον Krumbacher , στον οποίο άλλωστε οφείλεται και η ταύτιση του «Διγενή». Όλες οι μεταγενέστερες αναφορές σ΄ αυτό, από τη σύντομη περιγραφή του D.C.Hesseling ως τη συστηματική εκ νέου διερεύνηση του H.Schreiner και της Lambert, έχουν ως αφετηρία το τελευταίο μελέτημα του Krumbacher. Το ίδιο ισχύει και για την πρόσφατη (1960) ανάλυση του κώδικα στη νέα κριτική έκδοση του «Πουλολόγου» από την Stamatia Krawczynski. Πρέπει να σημειωθεί ωστόσο ότι από όλους αυτούς μόνο ο Schreiner και η Lambert, οι δυο κύριοι μελετητές του «Λίβιστρου», προσπαθούν ταυτόχρονα να αποκαταστήσουν, και να ερμηνεύσουν τη διαταραγμένη σειρά ορισμένων φύλλων και κυρίως ορισμένων τετραδίων.
Στην πραγματικότητα, πλήρες το χειρόγραφο δεν είναι παρά ένας σύμμικτος κώδικας ανομοιογενής στο είδος και στη γραφή. Αποτελείται από 228 φύλλα (η αρίθμηση είναι νεώτερη και, προφανώς, μεταγενέστερη της βιβλιοδεσίας). Από τη διπλή αυτή άποψη, της γραφής και του περιεχομένου, ολόκληρο το χειρόγραφο χωρίζεται σαφώς σε τρία μέρη. Στο πρώτο ( φ. 1r – 22v ) περιέχονται διάφορα θρησκευτικά και διδακτικά αφηγήματα, γραμμένα αν όχι από δύο χέρια, τουλάχιστον σε δύο διαφορετικά χρονικά διαστήματα. Στο δεύτερο ( φ. 22r – 213v ), το καθαυτό κύριο σώμα, βρίσκονται συγκεντρωμένα ορισμένα δημώδη μεσαιωνικά κείμενα ( ο «Λίβιστρος», ο «Διγενής», ο «Πωρικολόγος», ο «Οψαρολόγος» και ο «Πουλολόγος»), όλα καταγραμμένα από τον ίδιο γραφέα που είναι άλλος από εκείνον του αρχικού τμήματος. Τέλος, στο τρίτο ( φ. 214r – 228r ) επισημαίνονται και πάλι θρησκευτικά κομμάτια (εκκλησιαστικοί ύμνοι της Μ. Παρασκευής και ερμηνείες τροπαρίων σε λαϊκή γλώσσα) από δυό ευδιάκριτα χέρια που διαφέρουν αισθητικά απ΄ όλα τα προηγούμενα. Η παράξενη αυτή σύνθεση του κώδικα, με την ανομοιογένεια της γραφής και του περιεχομένου, οδηγεί στη βάσιμη υποψία ότι τα θρησκευτικά αποσπάσματα χρησιμοποιήθηκαν στην αρχή και στο τέλος ή για να εξυπηρετήσουν πρακτικές ανάγκες της βιβλιοδεσίας ή, το πιθανότερο, για να καλύψουν ως προπέτασμα το «επιλήψιμο» περιεχόμενο του καθαυτό κυρίου, και προφανώς αρχικά ανεξάρτητου, σώματος. Η υπόθεση ενισχύεται όχι μόνο από τη θέση αλλά και από την τυχαία συναρμολόγηση των θρησκευτικών κομματιών (π.χ. στο φ. 222v διακόπτεται απότομα η καταγραφή των ύμνων για να συνεχίσει από άλλο χέρι στην κορυφή του φ. 223r η λαϊκή ερμηνεία, ακέφαλου, του Σήμερον κρεμάται επί ξύλου). Το ίδιο ισχύει και για τα αρχικά φύλλα, τα οποία, από ένα σημείο και πέρα, φέρνουν ίχνη από προγενέστερη συνεχή αρίθμηση (π.χ. φ. 13-20 = 33-40). Η σκόπιμη αυτή συναρμολόγηση έδωσε φυσικά έναν καινούργιο σύμμικτο κώδικα, του οποίου ωστόσο η πολυτιμότερη προσφορά εξακολουθεί να παραμένει η αρχική συναγωγή των μεσαιωνικών κειμένων. Εντούτοις, το αρχικά ανεξάρτητο αυτό σώμα έχει υποστεί, πριν από τη σημερινή του βιβλιοδέτηση, μεγάλη διαταραχή όσον αφορά στην κανονική τάξη των φύλλων. Η οριστικοποίηση της διαταραχής αυτής με το δέσιμο είχεν ως αποτέλεσμα να παραδοθεί ένα κείμενο σχεδόν ασυνάρτητο και αυτό να αποβεί σε βάρος της καλής φήμης του κώδικα (και του γραφέα). Με άλλα λόγια, επαναλαμβάνεται και εδώ η περίπτωση του Ρ. Έτσι, η εξωτερική κατάσταση του χειρογράφου παρουσιάζει την ακόλουθη εικόνα.
Πρώτη διαπίστωση είναι το γεγονός ότι ανάμεσα στα φ. 27v - 28r έχει εκπέσει ένα φύλλο. Η πτώση εικάζεται καταρχήν από το απότομο χάσμα του κειμένου (και είδα αρματωμέ το τέλος του φ. 27v αν ουκ αιστάνου αρχή του φ. 28r ). Με τη βοήθεια του Ν, του Ρ και του V, οι οποίοι σώζουν το αρχικό τμήμα του έργου, υπολογίζεται ότι το χάσμα αυτό εκτείνεται περίπου σε 30 στίχους ( Ν 205- 235, P 2629-657, V 211-236). Αν τώρα ληφθεί υπόψη ότι στο σημείο αυτό κάθε φύλλο του Ε περιέχει από 20 έως και 35 στίχους (η μεγάλη διακύμανση οφείλεται στους κενούς χώρους, τους προορισμένους για εικονογραφικές παραστάσεις), τότε βεβαιώνεται οριστικά η πτώση του ενός φύλλου (ένα φύλλο ακριβώς πιάνει το παραλειπόμενο εδώ κομμάτι τόσο στον Ρ, φ. 84v – 85r, όσο και στον V, φ. 10v - 11r ). Η παρατήρηση αυτή οδηγεί, στη συνέχεια, σε μιαν άλλη, χρησιμότερη ίσως διαπίστωση. Από το το φ. 22r (όπου η αρχή του «Λίβιστρου») ως το φ. 27v (μετά το οποίο διαπιστώθηκε η πτώση του φύλλου), αριθμούνται συνολικά έξι φύλλα. Αν σ΄ αυτά προστεθεί το εκπεσόν, τότε δεν υπολείπεται παρά ακόμη ένα για να συμπληρωθεί ένα τετράδιο. Είναι όμως γνωστό ότι το κείμενο του «Λίβιστρου» εδώ πρέπει να σώθηκε ακέφαλο. Από τον Ν και τον V πάλι, που σώζουν επιπλέον μιαν έμμετρη εισαγωγή, βεβαιώνεται ότι προηγούνται του αρχικού στίχου του Ε (Αυτείνος ήτον ευγενής), που σημειωτέον βρίσκεται στην κορυφή του φ. 22r, αντίστοιχα 34 και 37 στίχοι (Ν 1-34, V 1-37), άρα κείμενο ενός ολόκληρου φύλλου. Πλήρες λοιπόν το τετράδιο είναι: 1 φύλλο που έχει εκπέσει + 6 αυτά που υπάρχουν ( φ. 22r – 27r ) + 1 που επίσης έχει εκπέσει. Έτσι όμως γίνεται φανερό ότι έχουν εκπέσει το αρχικό (το 1ο ) και το τελευταίο (το 8ο ), δηλαδή ολόκληρο το εξωτερικό από τα τέσσερα δίφυλλα του τετραδίου. Με άλλα λόγια, έχει συμβεί εδώ ό,τι ακριβώς και στην περίπτωση του Ρ (βλ. σελ. 62). Ύστερα από αυτά, όχι μόνο διαπιστώνεται πως ο Ε είναι ακέφαλος κατά κείμενο ίσο προς την έκταση ενός φύλλου (επομένως με αρχή ανάλογη προς εκείνην του Ν και του V), αλλά φαίνεται σχεδόν βέβαιη και η εκδοχή τα δημοτικά κείμενα να αποτελούσαν, προ της βιβλιοδεσίας, ανεξάρτητο σώμα (οπότε, φυσικά, το υπό εξέταση τετράδιο θα ήταν στη σειρά το πρώτο). Μόνο έτσι μπορεί ευκολότερα να εξηγηθεί μια παρόμοια πτώση. Από την άλλη πάλι, η διαπίστωση ότι το συμπληρωμένο αυτό τετράδιο ήταν το πρώτο του αρχικού σώματος, βοηθά αποφασιστικά στην περαιτέρω παλαιογραφική διερεύνηση του κώδικα.
Πράγματι, με αφετηρία το παρόν αριθμημένο τετράδιο (ως α΄) και με την επικουρική συνδρομή ορισμένων ενδιάμεσων παρατοποθετημένων φυλλαδίων ελέγχεται και τακτοποιείται, οριστικά πλέον, η ασυνάρτητη διαδοχή των φύλλων και των εμπεριεχομένων κειμένων. Καταρχήν έχει ήδη διαπιστωθεί, με δικλείδα την αφήγηση, ότι τα φ. 36r – 43v και 44r – 51v έχουν υποστεί αμοιβαία αντιμετάθεση και ότι η φυσιολογική τους θέση είναι ακριβώς η αντίστροφη, δηλαδή φ. 44r – 51v + 36r – 43v . Πρέπει όμως να παρατηρηθεί ότι τα φύλλα αυτά αποτελούν δυό πλήρη τετράδια (έτσι άλλωστε εξηγείται και η αντιμετάθεση) και ότι, ταυτόχρονα, τα εναπομένοντα προηγούμενα φύλλα 28r – 35v απαρτίζουν επίσης ένα άλλο ολοκληρωμένο τετράδιο. Επομένως, από το φ. 22r ως το φ. 51v αριθμούνται τέσσερα πλήρη τετράδια του αρχικού σώματος (α΄- δ΄). Στη συνέχεια, η συμπτωματική παρατοποθέτηση ενός άλλου πλήρους τετραδίου αποτελεί και πάλι ένα καινούργιο στίγμα προσανατολισμού. Πρόκειται για το τετράδιο των φ. 186r – 193v, του οποίου η πραγματική θέση είναι ανάμεσα στα φ. 88v και 89r. Mε βάση το στοιχείο αυτό διακριβώνεται πλέον ότι τα φ. 52r – 88v συναπαρτίζουν τέσσερα τετράδια + ένα τριάδιο (άρα τα ε΄- θ΄ του αρχικού σώματος). Το ανατοποθετημένο λοιπόν τετράδιο αποκτά τώρα και αυτό την κανονική του σειρά (ως ι΄). Ωστόσο πρέπει να σημειωθεί ότι στο τετράδιο έχει δημιουργηθεί, και αυτοτελώς, κάποια άλλη εμπλοκή. Παρατηρούμε δηλαδή ότι ανάμεσα στα φ. 186v και 188r, στα οποία η αφήγηση ανελίσσεται κανονικά (δένω το εις το κεφάλι μου πηδώ κα το τέλος του φ. 186v βαλλικεύω η αρχή του φ. 188r ), παρεμβάλλεται απόσπασμα ενός ολόκληρου φύλλου (του 187), του οποίου η κανονική ένταξη, σύμφωνα και πάλι με την αφήγηση, είναι μετά το φ. 193v. Στην ουσία πρόκειται για το τελευταίο φύλλο του τετραδίου, με άλλα λόγια για το φυσικό παραπλήρωμα του εξωτερικού διφύλλου, το οποίο αντί να τοποθετηθεί, ύστερα από πτώση, ανοικτό στη ράχη των τριών άλλων, τοποθετήθηκε διπλωμένο στην αρχή. Έτσι το τωρινό δεύτερο φύλλο (187) του τετραδίου πρέπει να γίνει τελευταίο (193), στα δε υπόλοιπα η αρίθμηση να μετακινηθεί κατά ένα προς τα εμπρός. Επανερχόμενοι τώρα στην προσπάθεια προσδιορισμού των τετραδίων, διαπιστώνομε ότι στα επόμενα επιτυγχάνεται σχεδόν αυτόματα. Πράγματι, από το φ. 89 ως το φ. 138 (αυτό το τελευταίο είναι λευκό), όπου τελειώνει το κείμενο του «Λίβιστρου», η αφήγηση ανελίσσεται χωρίς χάσματα και η διάταξη των φύλλων βαίνει ομαλά. Αν δε ληφθεί υπόψη ότι από το φ. 139r (όπου η αρχή του «Διγενή») έχομε νέο τετράδιο, τότε διαπιστώνεται εύκολα πως τα φ. 89r – 138v ισοδυναμούν προς έξι πλήρη τετράδια + ένα δυάδιο (και, κατά συνέπεια, αντιστοιχούν προς τα ια΄- ις΄ του αρχικού σώματος). Ολόκληρο επομένως το κείμενο του «Λίβιστρου» έπιανε στο αρχικό χειρόγραφο τα τετράδια α΄- ις΄. Ωστόσο, η πλήρης και ολοκληρωμένη διερεύνηση του κώδικα απαιτεί ορισμένα παρεκβατικά σχόλια για τα φύλλα που περιέχουν τον «Διγενή» και τα άλλα γνωστά κείμενα του ίδιου γραφέα. Με τον τρόπον αυτόν εξάλλου θα πραγματοποιηθεί ο εντοπισμός και θα συμπληρωθεί η καταμέτρηση των υπολειπομένων τετραδίων του αρχικού χειρογράφου. Και εδώ στίγμα προσανατολισμού γίνεται και πάλι το παρατοποθετημένο (και πλήρες) τετράδιο του «Λίβιστρου» (δηλαδή τα φ. 186r – 193v ). Έτσι, ο έλεγχος στρέφεται πρώτα στο ενδιάμεσο τμήμα των φ. 139r – 185v. Πρώτη αναγκαία εξακρίβωση είναι κατά πόσον τα φύλλα αυτά απαρτίζουν διαδοχικά ολοκληρωμένα τετράδια. Η καταμέτρηση εντούτοις δείχνει ότι χρειάζονται ακόμα ένα για να ισοδυναμούν προς έξι ακέραια. Επειδή όμως η αφήγηση του κειμένου ανελίσσεται ομαλά από φύλλο σε φύλλο (όλα τα χάσματα εντοπίζονται στις ανοικτές επιφάνειες, όχι στις αιχμές, και οφείλονται προφανώς ή σε εσκεμμένες συγκοπές ή σε πτώση φύλλων του αντιβόλου), πρέπει αναγκαστικά η πτώση του μονόφυλλου να αναζητηθεί στην αρχή, δηλαδή αμέσως πριν από το φύλλο 139r , εφόσον το κείμενο εδώ σώζεται ακέφαλο. Αλλά ήδη ο Schreiner παρατήρησε το ενδεχόμενο να έχει εκπέσει στο σημείο αυτό ένα φύλλο. Εντούτοις, με τα καινούργια δεδομένα (την προοδευτική αρίθμηση των τετραδίων και την έκταση του ελλείποντος κειμένου) μπορεί κανείς να υποδείξει, με όλες τις επιφυλάξεις που επιβάλλουν οι περιπτώσεις αυτές, την ύπαρξη ενός λανθάνοντος τετραδίου. Επί του προκειμένου θεωρούνται πολύ εποικοδομητικές δυό αλληλοσυμπληρούμενες παρατηρήσεις του Καλονάρου, ότι δηλαδή «η αρχή του διασωθέντος χειρογράφου της διασκευής Ε συμφωνεί [...] προς την διασκευήν Κ [ρυπτοφέρης]» και ότι «το παρόν κείμενον αρχίζει αποτόμως από το χωρίον το αντιστοιχούν προς [...] Κα 134 κεξ». Σύμφωνα με αυτά, από την αρχή του Ε λείπουν περίπου 130 στίχοι, με άλλα λόγια τρία ολόκληρα φύλλα (σημειωτέον ότι τα τρία φ. 139r – 141v περιέχουν 110 στίχους· η διαφορά των 20 στίχων δεν πρέπει να προβληματίζει και για άλλους λόγους και γιατί δικαιολογείται από τα διάσπαρτα κενά που έχουν αφεθεί προς εικονογράφηση). Ύστερα από την πολύτιμη αυτή διαπίστωση μπορούμε να ξαναπιάσομε το νήμα των τετραδίων. Είδαμε πως μετά το τελευταίο τετράδιο του «Λίβιστρου» (το ις΄) βρέθηκαν επιπλέον δύο φύλλα. Αν τώρα σ΄ αυτά προστεθούν τα δυο από τα τρία που φέρονται ως εκπεσόντα, τότε ανασυντίθεται, πράγματι, ένα ολόκληρο τετράδιο (το ιζ΄). Έτσι όμως το φύλλο που υπολείπεται, προστιθέμενο στα επόμενα [1] + (139r – 145v ), συμπληρώνει επίσης ένα, το λειψό, τετράδιο (που πρέπει να αριθμηθεί ως ιη΄), ενώ τα φ. 146r – 185v, τα οποία παρουσιάζονται χωρίς διαταραχές ή χάσματα, ισοδυναμούν ακριβώς προς πέντε πλήρη τετράδια (και τα οποία πρέπει, με τη σειρά τους, να ταυτιστούν προς τα ιθ΄- κγ΄ του αρχικού σώματος). Απεναντίας, στο υπολειπόμενο, μετά το παρατοποθετημένο τετράδιο του «Λίβιστρου», τμήμα (φ. 149r – 213v ) δεν υπάρχουν δυσχέρειες στη διακρίβωση των τετραδίων. Όπως γίνεται αμέσως φανερό τα τελευταία αυτά φύλλα καταλήγουν απρόσκοπτα σε δύο πλήρη τετράδια και ένα, νόμιμο παλαιογραφικά, τελικό δυάδιο (δηλαδή ανταποκρίνονται προς τα κδ΄- κς΄ του πρωτογενούς χειρογράφου). Εντούτοις, στο σημείο αυτό υπάρχει μια αλλόκοτη ακαταστασία στη διακίνηση του κειμένου. Καταρχήν, η φυσική συνέχεια του φ. 185v δεν είναι, όπως μπορεί να υποθέσει κανείς, στο φ. 194r αλλά στο φ. 198r (και έμπηξε τους αγκώνους του το τέλος του φ. 185v εις το προσκέφαλόν του η αρχή του φ. 198r). Στη συνέχεια, η αφήγηση ακολουθεί την επόμενη διαδρομή: φ. 198r – 201v → 194r – 197v → 202r κεξ, κανονικά πλέον. Έτσι όμως διαπιστώνεται εύκολα ότι το τετράδιο των τωρινών φ. 194r – 201v έχει, απλούστατα, διπλωθεί και βιβλιοδετηθεί ανάποδα, δηλαδή ότι τα τέσσερα πρώτα φύλλα του είναι ουσιαστικά τα τέσσερα τελευταία. Επομένως η φυσιολογική διάταξη είναι: (198r – 201v ) + (194r – 197v ). Με την αποκατάσταση αυτήν αίρεται τώρα και οποιαδήποτε άλλη σύγχυση έχει προκληθεί από την παρεπόμενη μείξη των εμπεριεχομένων έργων, ενώ γενικότερα αποδεικνύεται εντελώς αμέτοχος σ΄ αυτό το δαιδαλώδες μπέρδεμα ο κατά τα άλλα τυπικός και έμπειρος γραφέας.
Ύστερα από τις επιμέρους αυτές εξακριβώσεις, μπορεί πια τώρα να παρασταθεί, όσο γίνεται πιστότερα, η αρχική και γνήσια μορφή του όλου χειρογράφου, με πρώτη βάση τα τετράδια και με ταυτόχρονη αποκατάσταση της τωρινής μηχανικής σελιδαρίθμησης. Το πράγμα φαίνεται καθαρά στον αμέσως επόμενο πίνακα, όπου και η ακριβής αντιστοιχία φύλλων και τετραδίων (μέσα σε αγκύλες υπολογίζεται ο αριθμός των φύλλων που έχουν εκπέσει):
  • α = [1] + (22r - 27v ) + [1]
  • β = 28r - 35v
  • γ = 44r - 51v
  • δ = 36r - 43v
  • ε = 52r - 59v
  • ς = 60r - 67v
  • ζ = 67bis - 74v
  • η = 75r - 82v
  • θ = 83r - 88v [τριάδιο]
  • ι = 186r - 193v [187 ↔ 193]
  • ια = 89r - 96v
  • ιβ = 97r - 104v
  • ιγ = 105r - 112v
  • ιδ = 113r - 120v
  • ιε = 121r - 128v
  • ις = 129r - 136v
  • ιζ = (137r - 138v) + [2] [δυάδιο]
  • ιη = [1] + (139r - 145v)
  • ιθ = 146r - 153v
  • κ = 154r - 161v [το 155 λευκό]
  • κα = 162r - 169v
  • κβ = 170r - 177v
  • κγ = 178r - 185v
  • κδ = (198 - 201v) + (194r - 197v)
  • κε = 202r - 209v
  • κς = 210r - 213v [δυάδιο]
Όλη αυτή η διερεύνηση των παλαιογραφικών δεδομένων οδηγεί, πέρα από τη φυσική αποκατάσταση των κειμένων, και στη συναγωγή ορισμένων άλλων χρήσιμων συμπερασμάτων. Το πρώτο είναι ότι βεβαιώνεται οριστικά η αρχική αυτόνομη συγκρότηση σε ενιαίο χειρόγραφο των φ. 22r – 213v , τα οποία άλλωστε έχουν ομοιογένεια στη γραφή και στο περιεχόμενο. Το δεύτερο είναι ότι ακριβώς σ΄ αυτό το αυτοτελές και ανεξάρτητο χειρόγραφο έχει δημιουργηθεί μεγάλη διαταραχή στην κανονική σειρά των τετραδίων, με παρεπόμενη συνέπεια μάλιστα την πτώση μερικών φύλλων, πράγματα τα οποία οριστικοποιήθηκαν, ως συστατικά πλέον του χειρογράφου, με τη μεταγενέστερη, προφανώς μηχανική, βιβλιοδέτηση και την ακόμη πιο πρόσφατη σελιδαρίθμηση. Ότι τέλος η ασυναρτησία της γενικής αφηγηματικής δομής δεν οφείλεται στη λαϊκότροπη μορφή της εκδοχής Escorial ούτε, πολύ περισσότερο, στην «εγκληματική» αδιαφορία και την αμάθεια του γραφέα. Απεναντίας, οι φθορές αυτές μαρτυρούν έμμεσα ότι το χειρόγραφο αυτό είχε επανειλημμένα διαβαστεί και χρησιμοποιηθεί, πράγμα που δείχνει, επίσης με τη σειρά του, ότι οι λαϊκές αυτές διασκευές προορίζονταν να εξυπηρετήσουν την τρέχουσα ζήτηση ενός συγκεκριμένου αναγνωστικού κοινού.

β. Χαρακτηριστικές Διορθώσεις (σ. 147-60, 178-208, 228-41)


«Λίβιστρος»



Τα Μεσαιωνικά Δημώδη Κείμενα
(Ν 226)είχα τους αδιάκριτους, τους ερωτοδημίους
είχα τους αδικόκριτους, (αδικρίτους το χφ)
(Ν 443)το τόξον του είργεν εις εσέν
το τόξον του είχεν εις εσέν
(Ρ 279)σύζιοι να είτε δούλοι του
λίζιοι να είτε δούλοι του
(Ρ 300)πολλών πραγμάτων άνθρωπος, μέγας πολλών ανθρώπων
πολλών πραγμάτων άνθρωπος, ρήγας πολλών ανθρώπων
(Ε 942)ήταν ομπρός το σκήμανσις της καθεμίας φουδούλας
ήταν ομπρός εις το σκήμαν της (σήμανσις πρότεινε η Lambert)
(N 876)και ελεήσετε τους λέγοντας
και ελεήσετε τους κλαίγοντας
(Ν 967)και θέλει επίμονον σπουδήν και μη παρακινείσαι
και θέλει επίμονον σπουδήν και μη παραοκνείσαι
(S 535)να εξανεσπάσθην απεκεί, να εστάθην το πιττάκιν
να εξανεσπάσθην απεκεί, να ηστάνθην το πιττάκιν
(Ν 168)σφικτά να δράσσουν, να φιλούν, ποτέ να μη απολούνται
σφικτά να δράσσουν, να φιλούν, ποτέ να μη αποκολλούνται
(Ν 1854)τριοδίζεται άλλος άγωρος αμάθητος του τόπου
τριοδίζεται άλλος άγωρος αμάθητος του πόθου
(S 1047)έστεκον ως ένι το μάρμαρον, να είπες υπετάγην
έστεκον ως το μάρμαρον, να είπες επεπάγην
(1304)άνευ του ταξιδίου του μέχρι και θάνατόν του
άνευ του τάξαι ίδιον μέχρι και θάνατόν του
(S 1500)ως κάτι επροσεχαίρετον, ορέγετον ίνα πάθη / έλεγα
ως κάτι επροσεδέχετον, ορέγετον ίνα μάθει / έλεγα
(S 2164)ουκ έχεις χρόνον συστροφήν ουδ΄ ειμαρμένης μάναν
ουκ έχεις χρόνου συστροφήν ουδ΄ ειμαρμένης μάνην
(S 2700)πάλιν τον νουν αναζητούν κλονίζουνται καρδίας
πάλιν τον νουν αναισθητούν κλονίζουνται καρδίας
(S 2964)τας έπαθα, τας ήκουσα, τους είδα, τας εστάθην [τας συμφοράς]
τας έπαθα, τας ήκουσα, τας είδα, τας ηστάνθην

«Καλλίμαχος»



Τα Μεσαιωνικά Δημώδη Κείμενα
(310)αλλ΄ είναι υπερνέφελος η του καθίρπτου φύσις
αλλ΄ ην ως υπερνέφελος (όλοι οι χρόνοι του χωρίου στ.
304-15 παρατατικοί)
(437)και διακοσμούσας χάριτας τον ουρανόν εκείνον
και διακοσμούσαν χάριτες τον ουρανόν εκείνον
(598)το γένος, την αναγωγήν, την χώραν, τους προγόνους
το γένος, την ανατροφήν, την χώραν, τους προγόνους
(687)του παντοφάγου δράκοντος η δυσώδης κοιλία
του παντοφάγου δράκοντος η δυσειδής κοιλία
(849)αν δ΄ ήλθες εις ανατροφήν αυτού της ηλικίας
αν δ΄ ήλθες εις αναστροφήν αυτού της ηλικίας
(1064)ποίσε το θέλεις, ποίσε το και εξοπλήρωσέ το
ποίσε το θέλεις, ποίσε το, ως έξω πλήρωσέ το
(1662)ανεμασσόμην, έβλεπα, έδιδα θεραπείαν [ στα τραύματα ]
ανεκμασσόμην, έβλεπα, έδιδα θεραπείαν
(1706)αλλ΄ ότε παρακάθηται μόνον εγγύς της κόρης
άλλοτε παρακάθηται μόνον εγγύς της κόρης
(1939)εμπαίνει, πίπτει μόνη της και λέγει προς τους άλλους
εκβαίνει, κύπτει μόνη της και λέγει προς τους άλλους
(2165)εισέλευσις του μισθαργού ρητώς προς Χρυσορρόην
εισέλευσις του μισθαργού τρίτος προς Χρυσορρόην (τρίτη επίσκεψη
του μισθαργού)
(2222)άπαντα ταύτα προς αυτούς, άπαντα κεκρυμένως
είπεν τα ταύτα προς αυτούς, άπαντα κεκρυμένως
(2311-13)προστάσσω σας, σπουδάξετε να την αποπληρήτε.Έρως ταύτην ...
(έχετε) ως το πρότερον· αλλ΄ ουχ απλώς μη γένη.
προστάσσω σας, σπουδάξετε να την αποπληρήτε προς ταύτην
ως το πρότερον· αλλ΄ ουχ απλώς μη γένη.
(2369)και τώρα βλέπω, τύχη μου, πάλιν επρόβαλές με.
και τώρα βλέπω, τύχη μου, πάλιν επρόλαβές με.

«Βέλθανδρος»



Τα Μεσαιωνικά Δημώδη Κείμενα
(36)και εις αρμελοτόπλασιν εν ήσαν και οι δύο
και εις την ερωτόπλασιν εν ήσαν και οι δύο
(179)μή γουν άλλο προτιμηθείς, την δούλωσιν προκρίνου
μή γουν άλλω προτιμηθείς, την δούλωσιν προκρίνων
(410)σαϊτοερωτόξευτον εξ αέρος εισήλθεν [το βέλος]
σαϊτοερωτόξευτον εξ ου έρως εισήλθεν
(416)άπερ η φύσις των ανδρών τα όπλα να βαστάζη
ώσπερ η φύσις των ανδρών τα όπλα να βαστάζη
(950)ο ρήγας τούτον καθαρώς εφθέγξατο τοιάδε
ο ρήγας τούτον κατιδών εφθέγξατο τοιάδε [καθαρώς πρόταση Legrand και Κριαρά, το χειρόγραφο απλώς «κα» - η διόρθωση από τον όμοιο στ. 750 «ο ρήγας τούτον κατιδών πολλά γονυκλιτούντα»]

γ. Συμπεράσματα [για την έκδοση του «Λίβιστρου»] (σ. 161-163)


Η παρουσίαση των χειρογράφων, ο έλεγχος όλων των εκδόσεων και η επεξεργασία των κειμένων του «Λίβιστρου» έχουν οδηγήσει στη συναγωγή ορισμένων χρήσιμων συμπερασμάτων που αφορούν στην έκδοση και που μπορούν να συνοψιστούν στα εξής.
  1. Καταρχήν καμιά από τις υπάρχουσες δημοσιεύσεις των διαφόρων εκδοχών του «Λίβιστρου» δεν δίνει ένα κείμενο επαρκές και φιλολογικά έστω αναγνώσιμο. Του Μαυροφρύδη είναι παλαιωμένη και ασυνάρτητη. Του Wagner νοθεύει το κείμενο με την εκφραστική ομαλοποίηση που εισάγει και την αυθαίρετη, από ένα σημείο και πέρα, χρήση του S. Της Lambert, αν και πιστή στα χειρόγραφα, δημιουργεί εντούτοις μεγαλύτερη σύγχυση με το να θεωρεί απλώς, χωρίς και να λύνει, τα εκδοτικά προβλήματα. Έτσι εκατό τόσα χρόνια σήμερα, μετά την επισήμανση και την παρουσίαση του πρώτου (παρισινού) χειρογράφου, ο «Λίβιστρος», ένα από τα σημαντικότερα έργα της μεσαιωνικής λαϊκής φιλολογίας, παραμένει ακόμη χωρίς μια σωστή λύση του εκδοτικού του προβλήματος.
  2. Η δεύτερη παρατήρηση αφορά στα ίδια τα κείμενα. Από τα πέντε που σώζονται, τα τρία, του Ν, του Ρ και του S, έχουν μια μεγαλύτερη εκφραστική συγγένεια και ομοιογένεια μεταξύ τους. Ταυτόχρονα, φαίνεται ότι βρίσκονται εγγύτερα προς το πρωτότυπο. Πιο συγκεκριμένα. Ο S σώζει μάλλον την πιο αρχαϊκή και καθαρή διατύπωση, χωρίς μεγάλες φθορές ή αλλοιώσεις, με μοναδικό σοβαρό μειονέκτημα την ακέφαλη αρχή κατά χίλιους περίπου στίχους. Ο Ρ, παρόλα τα χάσματα και τις άλλες ασυναρτησίες, σώζει επίσης, εκτός του ότι είναι το παλαιότερο χειρόγραφο, ένα κείμενo που θα μπορούσε να τοποθετηθεί με μεγάλες πιθανότητες κοντά στο αρχέτυπο. Επισημαίνεται όμως παντού σ΄ αυτό μια αντιφατική εκφραστική κατάσταση. Άλλοτε δηλαδή αποδεικνύεται ότι λογιοποιεί συνειδητά τη φυσική διατύπωση και άλλοτε, το περισσότερο σπάνιο, ότι την απλοποιεί. Το ίδιο συμβαίνει και με τον Ν. Σώζεται εξίσου με χάσματα και πολλές, συνήθως επιμέρους, φθορές. Το κείμενο έχει περισσότερη ομοιογένεια εδώ, αλλά αποδεικνύεται και αυτό γλωσσικά μεταποιημένο, μόνο προς το λαϊκότροπο. Το κυριότερο ωστόσο πλεονέκτημά του είναι ότι σώζεται ακέραιο. Πάντως και τα τρία αυτά κείμενα αλληλοεξουδετερώνουν συχνά τα μειονεκτήματά τους.
  3. Διαφορετική είναι η κατάσταση για τα δυο κείμενα που υπολείπονται, τον V δηλαδή και τον Ε. Αυτά όχι μόνο διαφέρουν, ως προς τη διατύπωση, από τα τρία προηγούμενα, αλλά και αισθητά μεταξύ τους. Έτσι ο Ε, ενώ ακολουθεί πιστά, και στη γενική δομή και κατά στίχους σχεδόν, τα υπόλοιπα, εντούτοις η διατύπωση σ΄ αυτόν παρουσιάζεται αρκετά διαφορετική. Στην ουσία είναι ένα κείμενο λαϊκότροπο, μεταποιημένο και εκφραστικά και φωνητικά. Κάτι περισσότερο. Το κείμενο του Ε έχει μια σαφή απόκλιση προς κάποια νησιωτική ιδιωματική εκφορά. Η περίπτωση αυτή του «Λίβιστρου» πρέπει μάλλον να συσχετιστεί με την αντίστοιχη λαϊκότροπη εκδοχή του «Διγενή» που περιέχεται επίσης στο ίδιο χειρόγραφο. Το πιθανότερο μάλιστα είναι να κρύβεται πίσω από τα δυο αυτά κείμενα κοινός διασκευαστής. Το δυστύχημα ωστόσο για το κείμενο Ε του «Λίβιστρου» είναι ότι έχει παραδοθεί με μεγάλες φθορές, εκφραστικές ασυναρτησίες και άλλες λεκτικές αλλοιώσεις που σε πολλά σημεία το κάνουν να εξακολουθεί ακόμη να παραμένει ακατανόητο. Αντίθετα, ο V σώζεται καθαρός, σαφής και παντού σχεδόν νοητός. Πρόκειται όμως για μια διαφορετική, νεωτερική διατύπωση, σε βαθμό που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί όχι πια απλώς μια γλωσσική μεταποίηση, αλλά γενικότερα μια διασκευή. Με μόνη τη διαφορά ότι η παρατήρηση αφορά πάλι στο λεκτικό, με προσθήκη συχνά πολλών νέων ή διαφορετικών στίχων, και δεν αγγίζει καθόλου τη γενική δομή και διατύπωση. Οι περιπτώσεις επομένως του Ε και του V είναι ιδιάζουσες και χαρακτηριστικές μέσα στο σύνολο των κειμένων του «Λίβιστρου».
  4. Η ιδιότυπη αυτή κατάσταση των κειμένων επιβάλλει ασφαλώς και μιαν ιδιότυπη λύση του όλου εκδοτικού προβλήματος του «Λίβιστρου». Έτσι, ο καταρτισμός του αναγκαίου «οριστικού» κειμένου θα γίνει με βάση τα τρία περισσότερο ομοιογενή κείμενα, δηλαδή του S, του Ν και του Ρ. Μάλιστα ο S θα είναι ο κύριος σπόνδυλος, αφού συμπληρωθεί κατά την ακέφαλη αρχή από τον πλήρη σχεδόν Ν (τα δύο χάσματα του Ν στο τμήμα αυτό, στ. 280 – 81 και στ. 335 – 36, θα συμπληρωθούν από αντίστοιχα κομμάτια του Ρ). Ωστόσο, στον καταρτισμό του «οριστικού» κειμένου θα συμβάλουν, με το δικό τους τρόπο, και τα δυό άλλα κείμενα, δηλαδή του Ε και του V. Με άλλα λόγια θα βοηθήσουν προπάντων στην επιμέρους κάθαρση και αποκατάσταση των παραφθορών και των άλλων εκφραστικών αλλοιώσεων. Ειδικότερα η επικουρία του Ε θα είναι σημαντική: άμεση, με τις καλές γραφές που σώζει, ή έμμεση, επειδή αλλοιώνει αθέλητα χωρίς να κατανοεί. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση πάντως πρέπει να ληφθεί υπόψη η φωνητική και γλωσσική λαϊκοποίηση του κειμένου. Επομένως, οι γραφές που είναι αναγκαίο να εισαχθούν από τον Ε στο «οριστικό» κείμενο θα πρέπει να αποκτήσουν, αν δεν την έχουν, την αναγκαία προσαρμογή προς τα περισσότερο λογιότροπα δεδομένα των υπόλοιπων κειμένων. Τα ίδια, αλλά σε μικρότερη κλίμακα, ισχύουν και για την περίπτωση του V.
  5. Ανεξάρτητα από το ενιαίο «οριστικό» κείμενο που τελικά θα εκδοθεί, ανεξάρτητα ακόμη από τη μικρότερη ή μεγαλύτερη συμβολή στον καταρτισμό του, τα κείμενα του Ε και του V πρέπει να συνεκδοθούν και μεμονωμένα, ως παράρτημα, στην «οριστική» έκδοση. Αυτό επιβάλλεται από την εκφραστική τους ιδιομορφία. Προκειμένου μάλιστα για τον V το πράγμα είναι περισσότερο αναγκαίο, αφού το κείμενο αυτό παραμένει ακόμη αδημοσίευτο. Πάντως η αυτοτελής δημοσίευση του Ε είναι εκδοτική πράξη εξίσου δύσκολη με τον καταρτισμό του «οριστικού» κειμένου. Γιατί η δημοσίευση πρέπει να συνεπάγεται την αποκατάσταση του τόσον κατεστραμμένου αυτού κειμένου, αλλά αποκλειστικά και μόνο μέσα στα πλαίσια της λαϊκόμορφης εκδοχής του. Η αυτούσια υιοθέτηση τύπων, κατά την αντίστροφη τώρα τάξη, από τα άλλα χειρόγραφα πρέπει μόνο τότε να γίνει αποδεκτή, όταν οι τύποι αυτοί εναρμονίζονται σχετικά με τα γλωσσικά και φωνητικά δεδομένα του Ε. Διαφορετικά καλείται κανείς να συλλάβει έμμεσα τις αρχέτυπες μορφές του λαϊκού Escorial. Με τον V τα πράγματα είναι περισσότερο απλά. Δεν χρειάζεται παρά να μεταγραφεί το χειρόγραφο κείμενο με περιορισμένες επεμβάσεις εδώ κι εκεί για την αποκατάσταση τυχόν παραφθορών και άλλων μικροαλλοιώσεων.
  6. Οι γενικές αυτές προτάσεις δεν μπορούν να λύσουν, έτσι θεωρητικά, το μεγάλο εκδοτικό πρόβλημα του «Λίβιστρου». Πέρα από τη θετική ή αρνητική αξιολόγηση των κειμένων και τον καταρτισμό ενός βασικού εκδοτικού «στέμματος», προέχει ασφαλώς η τελική έκδοση. Και πρέπει να σημειωθεί ότι, ανεξάρτητα από την εκκαθάριση που έχει γίνει, οι δυσκολίες παραμένουν πάντοτε πολλές. Ακόμη και η επιλογή ανάμεσα στις ορθές εκφορές θα απαιτήσει ιδιαίτερη προσοχή και ικανότητα. Παρόλ΄ αυτά, τα βασικά προβλήματα έχουν τεθεί, λύσεις σχετικές έχουν προταθεί, δεν απομένει παρά να ευχηθεί κανείς να πραγματοποιηθεί, όσο γίνεται πιο γρήγορα, η τόσον απαραίτητη ενιαία «οριστική» έκδοση του έργου.

δ. Επιλεγόμενα (σ. 247-249)


Η έρευνα που προηγήθηκε στα κείμενα του «Λίβιστρου», του «Βέλθανδρου» και του «Καλλίμαχου», όπως και μια προέκταση σε άλλα μεσαιωνικά, έδωσε συχνά την αφορμή να διατυπωθούν παρατηρήσεις που θεωρείται σκόπιμο να ανακεφαλαιωθούν ξανά εδώ, τουλάχιστον οι πιο σημαντικές.
Μια πρώτη διαπίστωση είναι ότι, εκτός από λίγες εξαιρέσεις, τα περισσότερα χειρόγραφα των έργων αυτών χρονολογούνται προς το τέλος του 15ου ή στις αρχές του 16ου αιώνα. Η διαπίστωση υποδηλώνει ασφαλώς μια γενικότερη στροφή της εποχής προς ένα παλαιότερο ποιητικό υλικό, ιπποτικό και λαϊκό, παραμυθώδες θάλεγε κανείς, που για ορισμένους λόγους ξανάρθε τότε στην επικαιρότητα. Η ανακάλυψη παρόμοιων έργων, ξεχασμένων ίσως και αγνοημένων, πραγματοποιήθηκε, πιθανότατα, κάτω από τις ισχυρές απαιτήσεις ενός ευρύτερου αναγνωστικού κοινού. Όλη αυτή η κίνηση θα πρέπει μάλλον να σχετιστεί με ανάλογες τάσεις που παρουσιάζονται στη Δύση του όψιμου μεσαίωνα ή, ακόμη, και της πρώιμης αναγέννησης. Και δεν θα μπορούσε να θεωρήσει κανείς άσχετο το γεγονός ότι τα περισσότερα από τα χειρόγραφα αυτά βρίσκονται σήμερα σε βιβλιοθήκες της Ευρώπης, πράγμα που σημαίνει ότι ίσως έχουν γραφτεί εκεί μετά την Άλωση από έλληνες κωδικογράφους, πρόσφυγες στη Δύση.
Μια δεύτερη, εξίσου βασική παρατήρηση είναι ότι, σε πολλές περιπτώσεις, η μορφή και ο χαρακτήρας των έργων αυτών επηρεάστηκε από τις λαϊκίζουσες τάσεις αυτής της εποχής. Δηλαδή, πολλά από τα παλαιότερα αυτά έργα δεν αντιγράφονται ούτε και διαδίδονται αυτούσια, αλλά μεταποιούνται συνήθως γλωσσικά, κάποτε και εκφραστικά, προς το λαϊκό ή λαϊκότροπο. Τα παραδείγματα του «Λίβιστρου» (εκδοχή Escorial), του «Διγενή» (επίσης εκδοχή Escorial) και της «Διήγησης του Αχιλλέα» (κείμενο Λονδίνου) είναι από τα πιο χαρακτηριστικά. Η γλωσσική αυτή μεταποίηση (λεκτική, γραμματική, καμιά φορά και φωνητική) του παλαιότερου, και λογιότερου, ποιητικού υλικού πραγματοποιείται χωρίς να θίγεται σχεδόν ποτέ η γενική δομή ή η θεματογραφία του έργου, και επομένως δεν φτάνει, εκτός από σπάνιες εξαιρέσεις, ως τα όρια της ριζικής διασκευής. Με άλλα λόγια, μεταφράζονται συνήθως και απλουστεύονται οι αρχαϊκότερες γλωσσικές φόρμες του κανονικού κειμένου, προφανώς σύμφωνα με τις ανάγκες μιας άλλης, τρέχουσας ομιλητικής ή ακόμα και τις απαιτήσεις ενός γενικότερου λαϊκίζοντος συρμού. Η γλωσσική μεταποιητική αυτή προσπάθεια ωστόσο άλλοτε κατορθώνει να περαμείνει μέσα στα πλαίσια του τυπικού αρχικού μέτρου (του 15σύλλαβου), άλλοτε όμως, το περισσότερο συχνό, από αδιαφορία ή αδυναμία αστοχεί, με αποτέλεσμα την πλήρη καταστροφή της μετρικής φόρμας (βλ. π.χ. εδώ, εκτός από τα κεφάλαια του «Λίβιστρου», και τη σημείωση της σελ. 245). Το στάδιο πάντως αυτό της γλωσσικής μεταποίησης των κειμένων προς τον λαϊκό και άμετρο πολλές φορές λόγο πρέπει να συνδυαστεί με ένα άλλο, χρονικά υστερότερο, κατά το οποίο ορισμένα από τα έμμετρα αυτά κείμενα καταλήγουν σε πεζό («Διγενής»), ενώ άλλα, αντίθετα, ριμάρονται («Διγενής», «Ιμπέριος»). Γενικότερα, το φαινόμενο θα μπορούσε να συσχετιστεί ακόμη και με μιαν ανάλογη μετάπλαση του ποιητικού υλικού των δημοτικών τραγουδιών, ένα θέμα που παρουσιάζει πράγματι μεγάλο ενδιαφέρον.
Η σημασία των όσων έχουν ειπωθεί είναι θεμελιώδης. Στην ουσία οι παρατηρήσεις αυτές συνεπάγονται τον προσδιορισμό δύο αξιωματικών σχεδόν αρχών, με βάση τις οποίες πρέπει τώρα πια να αντιμετωπίζεται η έκδοση των μεσαιωνικών κειμένων. Σύμφωνα με την πρώτη, την ολιγότερο πάντως σημαντική, δεν πρέπει, όταν μια πολλαπλή χειρόγραφη παράδοση επιβάλλει αναγκαστικά τον καταρτισμό ενός ενιαίου κειμένου, να συμφύρονται αδιάκριτα σ΄ αυτό γραφές από τυχόν υπάρχουσες λογιότροπες και λαϊκότροπες εκδοχές. Διαφορετικά, η νόθευση του κειμένου είναι δεδομένη, γιατί ο εκδότης συνενώνει, χωρίς να το αντιληφθεί, υλικό που ανήκει σε διαφορετικά χρονικά επίπεδα, έστω και αν τα χειρόγραφα είναι καμιά φορά της ίδιας εποχής. Αν πάλι ο λαϊκότροπος χαρακτήρας μιας εκδοχής είναι αρκετά ισχυρός, τότε θα πρέπει χωρίς άλλο να εκδίδεται μεμονωμένα και όχι να εξαρθρώνεται συνήθως στα παραθέματα του κριτικού υπομνήματος. Η δεύτερη αρχή είναι η πιο αξιοπρόσεκτη. Δηλαδή, όσες τυχόν λαϊκότροπες, κυρίως, εκδοχές παρουσιάζονται με κατεστραμμένη, λιγότερο ή περισσότερο, τη στιχουργική τους φόρμα, δεν πρέπει να εκδίδονται με αποκλειστική φροντίδα την αποκατάσταση, σώνει και καλά, του 15σύλλαβου μέτρου. Και τούτο, γιατί στις περιπτώσεις αυτές η αποκατάσταση απλώς του μέτρου (συχνά μάλιστα με τρόπους ανεπίτρεπτους) δεν συνεπάγεται αυτόματα και την ορθή αποκατάσταση ενός αρχικά λαϊκότροπου κειμένου. Απλούστατα γιατί ένα τέτοιο κείμενο δεν είναι συνήθως το πρωτογενές, αλλά γλωσσικό μεταποίημα κάποιου λογιότερου που προηγείται. Η αντίληψη αυτή, ότι δηλαδή οι λαϊκότροπες εκδοχές ορισμένων έργων είναι δημιουργήματα πεποιημένα εξαρχής σ΄ αυτή τη γλωσσική μορφή, είναι τόσο ισχυρή ως σήμερα, ώστε όχι μόνο τα έχει παραποιήσει εκδοτικά αλλά έχει οδηγήσει ακόμη και στη διατύπωση θεωριών που πρέπει να θεωρούνται ανυπόστατες.
Με τέτοιες διαπιστώσεις θα πρέπει τώρα πια να αναθεωρηθεί η αντίληψη για πολλά από τα μεσαιωνικά κείμενα και, κυρίως, για τον τρόπο που πρέπει να εκδίδονται. Ωστόσο, πέρα από τις γενικές αυτές θεωρήσεις, το κάθε έργο έχει συνήθως τα δικά του προβλήματα, και η λύση θα πρέπει ακριβώς να αναζητείται σε συνδυασμό των γενικών και ειδικών δεδομένων. Οι αρχές που έχουν εφαρμοστεί ως τώρα δεν έχουν δώσει κείμενα στην αυθεντική και γνήσια μορφή τους. Και πρέπει να ειπωθεί, ως κατακλείδα, ότι η επανεξέταση του όλου εκδοτικού προβλήματος των μεσαιωνικών κειμένων είναι σήμερα, όπως απέδειξε η προηγούμενη έρευνα, ένα από τα πιο σοβαρά καθήκοντα της νεώτερης φιλολογικής επιστήμης.