Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 17 Φεβρουαρίου 2015

"Περὶ ποιητικῆς" ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ

Το Περὶ ποιητικῆς του Αριστοτέλη, έργο γραμμένο κατά τη "δεύτερη αθηναϊκή περίοδο" του φιλοσόφου (335-323 π.Χ.), αποτελεί αναμφισβήτητα το σημαντικότερο έργο θεωρίας της λογοτεχνίας της αρχαιότητας. Όπως όλα τα σωζόμενα συγγράμματα του Αριστοτέλη, δεν προοριζόταν από τον ίδιο για δημοσίευση, αλλά είχε χαρακτήρα σημειώσεων που θα υποστήριζαν την προφορική του διδασκαλία (για τα έργα αυτής της κατηγορίας χρησιμοποιείται συνήθως ο όρος ἀκροαματικά).Από τα δύο βιβλία που πιθανότατα αποτελούσαν αρχικά το έργο, έχει σωθεί το πρώτο βιβλίο που πραγματεύεται την τραγωδία και το έπος, όχι όμως το δεύτερο που ήταν αφιερωμένο στην κωμωδία. Στα πρώτα πέντε κεφάλαια του έργου εξετάζεται αδρομερώς η έννοια της ποίησης και η σημασία της μίμησης σ᾽ αυτήν (με τον όρο εννοείται όχι η πιστή αντιγραφή της πραγματικότητας αλλά η δημιουργική αναπαράσταση με καλλιτεχνικά μέσα πραγματικών ή δυνατών γεγονότων, καταστάσεων ή αντικειμένων). Ύστερα από το γενικό μέρος ακολουθεί η πραγμάτευση της τραγωδίας. Από τον ορισμό της τραγωδίας και των συστατικών της αναδεικνύεται ως σημαντικότερο στοιχείο ο μύθος, δηλαδή η πλοκή των γεγονότων. Ο μύθος πρέπει, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, να αποτελεί όλον με το απαραίτητο μέγεθος και με οργανική ενότητα. Με αφορμή την έννοια της εσωτερικής ενότητας, ο Αριστοτέλης εξετάζει συγκριτικά στο περίφημο κεφ. 9 την ποίηση και την ιστορία. Σύμφωνα με την άποψη που διατυπώνει στο ανθολογούμενο απόσπασμα, η ποίηση είναι "φιλοσοφικότερη" από την ιστορία, γιατί ασχολείται με πράγματα που έχουν γενική ισχύ, με τα καθόλου, όχι με τα συγκεκριμένα γεγονότα. Για τους αρχαίους όμως -συνεπώς και για τον Αριστοτέλη- ο μύθος αποτελεί ένα πρωιμότερο στάδιο της ιστορίας, που περιλαμβάνει εξίσου πραγματικά γεγονότα με τα μεταγενέστερα στάδια. Ο Αριστοτέλης προσπαθεί στη συνέχεια να άρει τη (φαινομενική) αντίφαση που δημιουργείται μεταξύ της δήλωσης ότι η ποίηση έχει ως θέμα της τα καθόλουκαι του γεγονότος ότι πραγματεύεται κατά κανόνα μυθικά (= ιστορικά) θέματα. Παραθέτει τρία επιχειρήματα για να στηρίξει την καθολικότητα της ποίησης: (α) Οι παραδεδομένοι μύθοι χρησιμοποιούνται γιατί είναι πιστευτοί. (β) Σε μερικές τραγωδίες είναι τα πιο πολλά ονόματα επινοημένα, ενώ υπάρχουν και άλλες, στις οποίες είναι όλα επινοημένα. (γ) Από το σύνολο του μυθικού υλικού ο ποιητής επιλέγει -αυτό άλλωστε τον καθιστά κατ᾽ ουσίαν ποιητή- εκείνο που ανταποκρίνεται στους κανόνες της πιθανοφάνειας και έχει καθολικότερο χαρακτήρα.
Στην κωμωδία αυτό έχει γίνει στις μέρες μας ήδη σαφές: οι ποιητές συνθέτουν πρώτα την πλοκή στηριζόμενοι στους κανόνες της πιθανοφάνειας και κατόπιν δίνουν στα πρόσωπα τυχαία ονόματα -όχι όπως οι ιαμβογράφοι, που συνθέτουν ποιήματα για συγκεκριμένα πρόσωπα. [15]Στην τραγωδία ωστόσο οι ποιητές διατηρούν τα παραδεδομένα ονόματα των προσώπων. Η αιτία έγκειται στο ότι πιστευτό είναι αυτό που είναι δυνατό· αυτά όμως που δεν έχουν πραγματικά συμβεί δεν πιστεύουμε εύκολα ότι είναι δυνατά, ενώ αντιθέτως όσα έχουν συμβεί είναι προφανές ότι είναι δυνατά (γιατί δεν θα είχαν συμβεί, εάν ήταν αδύνατα). Εντούτοις και μεταξύ των τραγωδιών υπάρχουν μερικές που διατηρούν ένα ή δύο γνωστά ονόματα, ενώ τα υπόλοιπα είναι επινοημένα· [20] σε μερικές μάλιστα ούτε ένα όνομα δεν είναι γνωστό, όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, στον Ανθέα του Αγάθωνα.1 Στο έργο αυτό είναι επινοημένη τόσο η υπόθεση όσο και τα ονόματα, και παρ᾽ όλα αυτά δεν προσφέρει μικρότερη ευχαρίστηση. Κατά συνέπεια δεν πρέπει να επιδιώκει κανείς πάση θυσία να μένει προσκολλημένος στους παραδεδομένους μύθους, από τους οποίους αντλούν το υλικό τους οι τραγωδίες. [25] Μια τέτοια επιδίωξη θα ήταν μάλιστα αστεία, αφού και οι γνωστοί μύθοι είναι μόνο σε λίγους γνωστοί, και παρ᾽ όλα αυτά προσφέρουν ευχαρίστηση σε όλους.
[1451a36] Από όσα έχουν λεχθεί προκύπτει επίσης σαφώς ότι έργο του ποιητή δεν είναι να παρουσιάζει τα πραγματικά γεγονότα, αλλά αυτά που θα μπορούσαν να συμβούν, δηλαδή τα δυνατά σύμφωνα με τους κανόνες της πιθανοφάνειας ή της αναγκαιότητας. [1451b] Ο ιστορικός και ο ποιητής δεν διαφοροποιούνται κατά το ότι γράφουν έμμετρα ή χωρίς μέτρο (το έργο του Ηροδότου θα μπορούσε να στιχουργηθεί, αλλά και με μέτρο δεν θα ήταν λιγότερο ιστορία από ό,τι χωρίς το μέτρο)· η διαφορά τους είναι η εξής: ο ένας παρουσιάζει αυτά που έγιναν, ο άλλος αυτά που θα μπορούσαν να γίνουν. [5] Συνεπώς η ποίηση είναι και φιλοσοφικότερη και σπουδαιότερη από την ιστοριογραφία. Γιατί η ποίηση έχει ως θέμα της πιο πολύ τα καθόλου, ενώ η ιστοριογραφία τα καθ᾽ έκαστον. Το καθόλου έγκειται στο ότι σ᾽ έναν τύπο ανθρώπου προσιδιάζει να λέει ή να πράττει σύμφωνα με την πιθανοφάνεια και την αναγκαιότητα κάποιου είδους πράγματα. Σε αυτό ακριβώς αποβλέπει η ποίηση, έστω και αν δίνει κύρια ονόματα στα πρόσωπα. [10] Το καθ᾽ έκαστον έγκειται, για παράδειγμα, στο τι έκανε ή τι έπαθε ο Αλκιβιάδης.


Από τα παραπάνω καθίσταται λοιπόν σαφές ότι ο ποιητής πρέπει να είναι περισσότερο ποιητής μύθων παρά στίχων, στο βαθμό που είναι ποιητής επειδή μιμείται και αντικείμενο της μίμησής του αποτελούν οι πράξεις. Ακόμη λοιπόν και αν ασχολείται στην ποίησή του με πραγματικά γεγονότα, δεν είναι λιγότερο ποιητής. [30] Διότι τίποτα δεν εμποδίζει κάποια από αυτά τα γεγονότα να συνάδουν προς το πιθανόν. Και βάσει αυτού του χαρακτηριστικού ο ποιητής τα επιλέγει για να τα πραγματευθεί.

(μετάφραση Σταύρος Τσιτσιρίδης)

Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2014

ΠΛΑΤΩΝ Ιων 533c–535a (ΠΛΑΤΩΝ, ΙΩΝ)

ΣΩ. Καὶ ὁρῶ, ὦ Ἴων, καὶ ἔρχομαί γέ σοι ἀποφανού-
[533d] μενος ὅ μοι δοκεῖ τοῦτο εἶναι. ἔστι γὰρ τοῦτο τέχνη μὲν
οὐκ ὂν παρὰ σοὶ περὶ Ὁμήρου εὖ λέγειν, ὃ νυνδὴ ἔλεγον,
θεία δὲ δύναμις ἥ σε κινεῖ, ὥσπερ ἐν τῇ λίθῳ ἣν Εὐρι-
πίδης μὲν Μαγνῆτιν ὠνόμασεν, οἱ δὲ πολλοὶ Ἡρακλείαν.
καὶ γὰρ αὕτη ἡ λίθος οὐ μόνον αὐτοὺς τοὺς δακτυλίους ἄγει
τοὺς σιδηροῦς, ἀλλὰ καὶ δύναμιν ἐντίθησι τοῖς δακτυλίοις
ὥστ’ αὖ δύνασθαι ταὐτὸν τοῦτο ποιεῖν ὅπερ ἡ λίθος, ἄλλους
[533e] ἄγειν δακτυλίους, ὥστ’ ἐνίοτε ὁρμαθὸς μακρὸς πάνυ σιδη-
ρίων καὶ δακτυλίων ἐξ ἀλλήλων ἤρτηται· πᾶσι δὲ τούτοις
ἐξ ἐκείνης τῆς λίθου ἡ δύναμις ἀνήρτηται. οὕτω δὲ καὶ ἡ
Μοῦσα ἐνθέους μὲν ποιεῖ αὐτή, διὰ δὲ τῶν ἐνθέων τούτων
ἄλλων ἐνθουσιαζόντων ὁρμαθὸς ἐξαρτᾶται. πάντες γὰρ οἵ
τε τῶν ἐπῶν ποιηταὶ οἱ ἀγαθοὶ οὐκ ἐκ τέχνης ἀλλ’ ἔνθεοι
ὄντες καὶ κατεχόμενοι πάντα ταῦτα τὰ καλὰ λέγουσι ποιή-
ματα, καὶ οἱ μελοποιοὶ οἱ ἀγαθοὶ ὡσαύτως, ὥσπερ οἱ κορυ-
[534a] βαντιῶντες οὐκ ἔμφρονες ὄντες ὀρχοῦνται, οὕτω καὶ οἱ μελο-
ποιοὶ οὐκ ἔμφρονες ὄντες τὰ καλὰ μέλη ταῦτα ποιοῦσιν,
ἀλλ’ ἐπειδὰν ἐμβῶσιν εἰς τὴν ἁρμονίαν καὶ εἰς τὸν ῥυθμόν,
βακχεύουσι καὶ κατεχόμενοι, ὥσπερ αἱ βάκχαι ἀρύονται ἐκ
τῶν ποταμῶν μέλι καὶ γάλα κατεχόμεναι, ἔμφρονες δὲ οὖσαι
οὔ, καὶ τῶν μελοποιῶν ἡ ψυχὴ τοῦτο ἐργάζεται, ὅπερ αὐτοὶ
λέγουσι. λέγουσι γὰρ δήπουθεν πρὸς ἡμᾶς οἱ ποιηταὶ ὅτι
[534b] ἀπὸ κρηνῶν μελιρρύτων ἐκ Μουσῶν κήπων τινῶν καὶ ναπῶν
δρεπόμενοι τὰ μέλη ἡμῖν φέρουσιν ὥσπερ αἱ μέλιτται, καὶ
αὐτοὶ οὕτω πετόμενοι· καὶ ἀληθῆ λέγουσι. κοῦφον γὰρ
χρῆμα ποιητής ἐστιν καὶ πτηνὸν καὶ ἱερόν, καὶ οὐ πρότερον
οἷός τε ποιεῖν πρὶν ἂν ἔνθεός τε γένηται καὶ ἔκφρων καὶ
ὁ νοῦς μηκέτι ἐν αὐτῷ ἐνῇ· ἕως δ’ ἂν τουτὶ ἔχῃ τὸ κτῆμα,
ἀδύνατος πᾶς ποιεῖν ἄνθρωπός ἐστιν καὶ χρησμῳδεῖν. ἅτε
οὖν οὐ τέχνῃ ποιοῦντες καὶ πολλὰ λέγοντες καὶ καλὰ περὶ
[534c] τῶν πραγμάτων, ὥσπερ σὺ περὶ Ὁμήρου, ἀλλὰ θείᾳ μοίρᾳ,
τοῦτο μόνον οἷός τε ἕκαστος ποιεῖν καλῶς ἐφ’ ὃ ἡ Μοῦσα
αὐτὸν ὥρμησεν, ὁ μὲν διθυράμβους, ὁ δὲ ἐγκώμια, ὁ δὲ
ὑπορχήματα, ὁ δ’ ἔπη, ὁ δ’ ἰάμβους· τὰ δ’ ἄλλα φαῦλος
αὐτῶν ἕκαστός ἐστιν. οὐ γὰρ τέχνῃ ταῦτα λέγουσιν ἀλλὰ
θείᾳ δυνάμει, ἐπεί, εἰ περὶ ἑνὸς τέχνῃ καλῶς ἠπίσταντο
λέγειν, κἂν περὶ τῶν ἄλλων ἁπάντων· διὰ ταῦτα δὲ ὁ θεὸς
ἐξαιρούμενος τούτων τὸν νοῦν τούτοις χρῆται ὑπηρέταις καὶ
[534d] τοῖς χρησμῳδοῖς καὶ τοῖς μάντεσι τοῖς θείοις, ἵνα ἡμεῖς οἱ
ἀκούοντες εἰδῶμεν ὅτι οὐχ οὗτοί εἰσιν οἱ ταῦτα λέγοντες
οὕτω πολλοῦ ἄξια, οἷς νοῦς μὴ πάρεστιν, ἀλλ’ ὁ θεὸς αὐτός
ἐστιν ὁ λέγων, διὰ τούτων δὲ φθέγγεται πρὸς ἡμᾶς. μέ-
γιστον δὲ τεκμήριον τῷ λόγῳ Τύννιχος ὁ Χαλκιδεύς, ὃς
ἄλλο μὲν οὐδὲν πώποτε ἐποίησε ποίημα ὅτου τις ἂν ἀξιώ-
σειεν μνησθῆναι, τὸν δὲ παίωνα ὃν πάντες ᾄδουσι, σχεδόν
τι πάντων μελῶν κάλλιστον, ἀτεχνῶς, ὅπερ αὐτὸς λέγει,
[534e] «εὕρημά τι Μοισᾶν». ἐν τούτῳ γὰρ δὴ μάλιστά μοι δοκεῖ
ὁ θεὸς ἐνδείξασθαι ἡμῖν, ἵνα μὴ διστάζωμεν, ὅτι οὐκ ἀνθρώ-
πινά ἐστιν τὰ καλὰ ταῦτα ποιήματα οὐδὲ ἀνθρώπων, ἀλλὰ
θεῖα καὶ θεῶν, οἱ δὲ ποιηταὶ οὐδὲν ἀλλ’ ἢ ἑρμηνῆς εἰσιν
τῶν θεῶν, κατεχόμενοι ἐξ ὅτου ἂν ἕκαστος κατέχηται.
ταῦτα ἐνδεικνύμενος ὁ θεὸς ἐξεπίτηδες διὰ τοῦ φαυλοτάτου
[535a] ποιητοῦ τὸ κάλλιστον μέλος ᾖσεν· ἢ οὐ δοκῶ σοι ἀληθῆ
λέγειν, ὦ Ἴων;
    ΙΩΝ. Ναὶ μὰ τὸν Δία, ἔμοιγε· ἅπτει γάρ πώς μου τοῖς
λόγοις τῆς ψυχῆς, ὦ Σώκρατες, καί μοι δοκοῦσι θείᾳ μοίρᾳ
ἡμῖν παρὰ τῶν θεῶν ταῦτα οἱ ἀγαθοὶ ποιηταὶ ἑρμηνεύειν.

Platonis Dialogi graece et latine



Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2014

Αριστοτέλους "Αθηναίων Πολιτεία"






ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ

ΑΘΗΝΑΙΩΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ


ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ ΙΩ. ΖΕΡΒΟΥ




ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΕΡΓΑ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ



Αν ως μέτρον αναγνωρίσεως του φιλοσόφου ετίθετο η φανερά και
άμεσος θεωρητική επίδρασις εκ του έργου του, ο Αριστοτέλης
αναντιρρήτως θα ανεγνωρίζετο ως ο μεγαλύτερος των φιλοσόφων και
των αρχαίων και των νεωτέρων. Διότι άλλαι κορυφαίαι διάνοιαι,
και μάλιστα ο φωτεινός και άφθαστος Πλάτων, επέδρασαν μεν
σημαντικά και βαθύτατα εις την καθόλου εξέλιξιν της σκέψεως και
εις την κοινωνικήν ταύτης εκδήλωσιν, εις την θρησκείαν δηλαδή
και την πολιτείαν, εις την φιλοσοφίαν και την τέχνην, αλλ' όμως
κανείς δεν εχρησίμευσεν ως ανεγνωρισμένος οδηγητής και
διδάσκαλος εις πάντα κλάδον της ανθρωπίνης επιστήμης ως ο
Αριστοτέλης. Διότι επί δύο και πλέον χιλιάδας έτη του φιλοσόφου
τούτου τα έργα — η Λογική ως αυτός την διερρύθμισεν, η πρακτική
φιλοσοφική αντίληψις, ως την εκανόνισεν, η μεθοδική και διά του
πειράματος επιστημονική γνώσις, ως την επιχείρησεν, η επί τη
βάσει όλως ωρισμένων κανόνων καλλιτεχνία, ως την διηυκρίνησε
και τέλος η δογματική και ωφελιμιστική ηθική, ως την
διετύπωσεν, υπήρξαν αφετηρίαι και γνώμονες της πρακτικής εν
μέρει ενεργείας και της θεωρητικής εν γένει παραγωγής.

Και κάτι πλέον τούτου ακόμη· η διδασκαλία του έπαυσε μεν από
της εποχής του Βάκωνος να είναι η από καθέδρας και επίσημος,
αλλ' ουχ ήττον παρέμεινεν αναγκαστικώς και οργανικώς ισχυρά και
σπουδαίως επιδρώσα επί της ανθρωπίνης σκέψεως μέχρι σήμερον.
Διότι, πλην ολίγων νεωτάτων φιλοσόφων, παραμένει εδραία και
αποκλειστική ακόμη η πίστις εις το πείραμα και μάλιστα η
υπαγωγή των γενικοτήτων εις τους επιστημονικούς νόμους, ήτοι
εις τα εκ μερικοτήτων δεδομένα πορίσματα. Μικράν δε παραλλαγήν
διά την πλειονότητα των σκεπτομένων υπέστη ο τρόπος του
συλλογίζεσθαι, ο διατυπωθείς υπό του Αριστοτέλους. Μέχρι
τοσούτου, ώστε ο βαθύτερον και ουσιαστικώτερον ερευνών και
διεισδύων να διακρίνη ότι οι δύο αντίθετοι φιλοσοφικοί τρόποι,
οι επικρατούντες ήδη, ήτοι η _Εγελειανή_ φιλοσοφική μέθοδος, ο
μεταφυσικισμός, και η αντίθετος _Θετική_ φιλοσοφία, ο
επιστημονισμός, έχουσιν επ' αυτών καταφανή και ουσιώδη την
Αριστοτελικήν επίδρασιν, ο μεν Εγελειανός τρόπος εκ των
μεταφυσικών του Αριστοτέλους, ο δε ποζιτιβιστικός εκ των
φυσικών αυτού. Και μόνον ίσως εργασίαι μερικαί, ως αι περί
groupes και ensembles μαθηματικαί θεωρίαι ή φιλοσοφικοί
υπαινιγμοί ασυστηματοποίητοι ακόμη, ως π.χ. αι αντιλήψεις του
Νίτσε και αι μελέται του Ποανκαρέ, δύνανται να θεωρηθώσιν
αποφυγούσαι κατά το πλείστον την αριστοτελικήν επίδρασιν. Τούτο
δε το κολοσσαίον όντως και μοναδικόν κατόρθωμα μιας μόνης
διανοίας δύναται να εξηγηθή, όταν αντιληφθή τις ορθώς τον
Αριστοτέλην όπως χαρακτηρίζει αυτόν ο Τζέλλερ ιδρυτήν της
«_φιλοσοφίας των αντιλήψεων_» ήτοι — καθαρώτερα και γενικώτερα
— ως συγκεφαλαιώσαντα και συστηματοποιήσαντα τα μέχρι των
χρόνων του δεδομένα της ανθρωπίνης γνώσεως και σοφίας. Κατά
τρόπον και δι' αιτίας αναλόγους προς τον τρόπον και τας αιτίας,
αι οποίαι ανέδειξαν θεμελιωτάς θρησκειών τους παρουσιάσαντας
εις πρακτικά πορίσματα ηθικά και εις δογματικά συμπεράσματα
καλλίτεχνα την συνολικήν επί της εποχής των επικρατούσαν
σκέψιν.

Τοιαύτη υπήρξεν η επίδρασις του Αριστοτέλους και τοιούτον το
έργον του κατά κεφαλαιώδη χαρακτηρισμόν.

Εγεννήθη δε ο Έλλην φιλόσοφος το 384 π. χ. εις τα Στάγειρα της
Μακεδονίας, ήτοι εις πόλιν Ελληνικήν αποικίαν των Χαλκιδέων.
Πατήρ του ήτον ο ιατρός Νικόμαχος, συγγραφεύς έργων τινών περί
φυσικής, φίλος δε στενός του βασιλέως των Μακεδόνων Αμύντα του
Β' εις την αυλήν του οποίου και έζησε μέχρι του θανάτου αυτού.
Μήτηρ δε αυτού ήτον η Βαιστιάς από παλαιάν και διαπρεπή
οικογένειαν αποίκων, αποθανούσα κατά την νηπιακήν ηλικίαν του
Αριστοτέλους. — Πριν ή γίνη έφηβος έχασε και τον πατέρα του ο
Αριστοτέλης, ανέλαβε δε τότε την κηδεμονίαν αυτού και των
αδελφών του ο πατρικός φίλος Πρόξενος ο Αταρνεύς, την δε
Ανατροφήν η σύζυγος τούτου. Εις τα έργα του ο Αριστοτέλης με
αγάπην κ' ευγνωμοσύνην αναφέρει συχνά τους κηδεμόνας του,
απορφανισθέντα δε τον υιόν αυτών υιοθέτησε και κατόπιν
ενύμφευσε με την θυγατέρα του Πυθιάδα. Και εις την διαθήκην του
τέλος, ως διασώζει αυτήν Διογένης ο Λαέρτιος, ορίζει να
στηθώσιν ανδριάντες εις εκείνους, προς ένδειξιν της
ευγνωμοσύνης του.

Κατά την νεανικήν ηλικίαν του ο Αριστοτέλης, ως λέγεται υπό
τινων μεταγενεστέρων, επέρασε ζωήν άσωτον, σπαταλήσας δε την
σημαντικήν πατρικήν περιουσίαν έγινε στρατιώτης ή κατ' άλλους
μυροπώλης προς συντήρησίν του. Εκ παραλλήλου όμως είναι
βεβαιωμένον ότι ανέκαθεν είχε φιλομάθειαν, επίδοσιν εις τας
θεωρητικάς μελέτας και θαυμασίαν αντίληψιν. Διά τούτο δε και
νεώτατος αυτός των μαθητών ή μάλλον ακροατών του Πλάτωνος —
διότι δεκαεπτά ετών προσήλθεν εις την Πλατωνικήν Ακαδημίαν —
διεκρίνετο υπέρ πάντας. Αναφέρεται δε ανεκδοτικώς διά την
φιλοπονίαν του ότι επειδή εμελέτα και την νύκτα εις την κλίνην
του, εκράτει εις την αριστεράν του χείρα χαλκίνην σφαίραν, είχε
δε κάτωθεν λεκάνην μεταλλίνην, ώστε, εάν εκ του κόπου και της
αγρυπνίας απεκοιμάτο να πίπτη η σφαίρα και ν' αφυπνίζεται αυτός
από τον κρότον. Και είναι μεν ίσως ταύτα και τα παρόμοια
υπερβολαί, εις τας οποίας ηρέσκοντο οι συγγραφείς της παρακμής,
βέβαιον όμως απομένει ότι από της νεανικής ηλικίας του ο
Αριστοτέλης επεδόθη με ζήλον και με εμβρίθειαν εις την μελέτην.
Λαμβάνοντες δε υπ' όψιν ότι εδείκνυε τότε τάσιν εις τον
υπερβολικόν του σώματος καλλωπισμόν και εις την επίδειξιν, δι'
όπερ και ο Πλάτων ο διδάσκαλός του δυσηρεστείτο «Αριστοτέλους
χρωμένου εσθήτι επισήμω και δακτυλίοις και κουρά» δυνάμεθα να
δεχθώμεν ότι νέος ο Αριστοτέλης επεδίδετο παραλλήλως εις την
κοσμικήν ζωήν και την φιλοσοφίαν.

Read this book online: HTML

Παρασκευή 3 Οκτωβρίου 2014

Θουκυδίδου Περικλέους Επιτάφιος (Β, 35)


Αρχαίο Κείμενο
[35] Οἱ μὲν πολλοὶ τῶν ἐνθάδε ἤδη εἰρηκότων ἐπαινοῦσι τὸν προσθέντα τῷ νόμῳ τὸν λόγον τόνδε, ὡς καλὸν ἐπὶ τοῖς ἐκ τῶν πολέμων θαπτομένοις ἀγορεύεσθαι αὐτόν. ἐμοὶ δὲ ἀρκοῦν ἂν ἐδόκει εἶναι ἀνδρῶν ἀγαθῶν ἔργῳ γενομένων ἔργῳ καὶ δηλοῦσθαι τὰς τιμάς, οἷα καὶ νῦν περὶ τὸν τάφον τόνδε δημοσίᾳ παρασκευασθέντα ὁρᾶτε, καὶ μὴ ἐν ἑνὶ ἀνδρὶ πολλῶν ἀρετὰς κινδυνεύεσθαι εὖ τε καὶ χεῖρον εἰπόντι πιστευθῆναι. χαλεπὸν γὰρ τὸ μετρίως εἰπεῖν ἐν ᾧ μόλις καὶ ἡ δόκησις τῆς ἀληθείας βεβαιοῦται. ὅ τε γὰρ ξυνειδὼς καὶ εὔνους ἀκροατὴς τάχ' ἄν τι ἐνδεεστέρως πρὸς ἃ βούλεταί τε καὶ ἐπίσταται νομίσειε δηλοῦσθαι, ὅ τε ἄπειρος ἔστιν ἃ καὶ πλεονάζεσθαι, διὰ φθόνον, εἴ τι ὑπὲρ τὴν αὑτοῦ φύσιν ἀκούοι. μέχρι γὰρ τοῦδε ἀνεκτοὶ οἱ ἔπαινοί εἰσι περὶ ἑτέρων λεγόμενοι, ἐς ὅσον ἂν καὶ αὐτὸς ἕκαστος οἴηται ἱκανὸς εἶναι δρᾶσαί τι ὧν ἤκουσεν· τῷ δὲ ὑπερβάλλοντι αὐτῶν φθονοῦντες ἤδη καὶ ἀπιστοῦσιν. ἐπειδὴ δὲ τοῖς πάλαι οὕτως ἐδοκιμάσθη ταῦτα καλῶς ἔχειν, χρὴ καὶ ἐμὲ ἑπόμενον τῷ νόμῳ πειρᾶσθαι ὑμῶν τῆς ἑκάστου βουλήσεώς τε καὶ δόξης τυχεῖν ὡς ἐπὶ πλεῖστον.

Μετάφραση από τον Ελευθέριο Βενιζελο
«Οι περισσότεροι που ωμίλησαν μέχρι τούδε από την θέσιν αυτήν επήνεσαν τον νομοθέτην, ο οποίος εις το έθιμον της δημοσία δαπάνη κηδείας επρόσθεσε την απαγγελίαν του επιταφίου λόγου, διότι έκρινεν ότι αρμόζει τοιαύτη ν' απονέμεται, τιμή κατά την ταφήν των νεκρών του πολέμου. Αλλ' εγώ θα ενόμιζα αρκετόν προς άνδρας, οι οποίοι δι' έργων εδείχθησαν γενναίοι, να εκδηλούνται και αι τιμαί δι' έργων, οποία είναι όσα βλέπετε παρομαρτούντα εις την υπό της πόλεως παρασκευασθείσαν επιτάφιον αυτήν τελετήν, και να μη εξαρτάται η υστεροφημία πολλών ανδρών από την ευγλωττίαν ή έλλειψιν ευγλωττίας του ρήτορος. Διότι δύσκολον είναι να ομιλήση κανείς με το προσήκον μέτρον εις περιστάσεις, κατά τας οποίας και αυτή η ακριβής παράστασις της αληθείας δυσκόλως γίνεται πιστευτή. Καθόσον και ο γνωρίζων εξ' ιδίας αντιλήψεως τα γεγονότα και ευνοϊκώς διατεθειμένος ακροατής, είναι πιθανόν να θεωρήση ότι οι λόγοι του ρήτορος είναι υποδεέστεροι της ιδικής του γνώσεως και ευνοίας, και ο μη επαρκώς γνωρίζων τα πράγματα, οσάκις ακούει κάτι τι που υπερβαίνει τας ιδικάς του δυνάμεις, είναι πιθανόν ένεκα φθόνου να πιστεύση ότι πρόκειται περί υποβολών. Διότι οι έπαινοι που λέγονται δι' άλλους επί τοσούτον μόνον είναι ανεκτοί, εφόσον έκαστος νομίζει ότι και ο ίδιος είναι ικανός να κατορθώση όμοια ή ανάλογα των επαινουμένων. Ό,τι δήποτε υπερβαίνει τούτο, προκαλεί αμέσως τον φθόνον και την δυσπιστίαν. Επειδή, εν τούτοις, οι πρόγονοί μας επεδοκίμασαν την συνήθειαν αυτήν ως καλώς έχουσαν, οφείλω και εγώ, συμμορφούμενος με τον νόμον, να δοκιμάσω να ανταποκριθώ όσον το δυνατόν περισσότερον προς την επιθυμίαν και τας πεποιθήσεις του καθενός από τους ακροατάς μου.

Σχόλια

Ο Περικλής αποτελεί την τέλεια έκφραση του ιδανικού ρήτορα.

Προοίμιο:
Ø Όπως όλοι οι ρήτορες έτσι και ο Περικλής ακολουθεί μια τυποποιημένη μορφή στο προοίμιο του λόγου του.
Ø Αναφέρεται στην καθιέρωση των επιταφίων λόγων επιδοκιμάζοντάς την.
Ø Τονίζει τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει (με αντικειμενικό στόχο να εξασφαλίσει την επιείκια των ακροατών captatio benevolentiae).
Ø Θεωρεί δεδομένη την αδυναμία του να ανταποκριθεί στο μέγεθος των κατορθωμάτων των νεκρών (τέχνασμα της ρητοροτεχνικής του προοιμίου).
Ø Τονίζει όμως ότι θα προσπαθήσει να φανεί άξιος των περιστάσεων.
Ø Ο τόνος μεγαλοπρεπής, συμβάλλει στην ψυχική ανάταση των ακροατών.
¨ Oι μέν πολλοί… : Άγνωστο ποιοι ήταν οι ομιλητές στον Κεραμεικό.

Σωζόμενοι Επιτάφιοι :
Περικλή: 431 ( Κεραμεικός )
Γοργία: Για τους νεκρούς του Πελ/κού πολέμου (σώζονται αποσπάσματα ) - Προτρέπει σε συμφιλίωση.
Λυσία: 392 – για τους νεκρούς Αθηναίους, που έπεσαν στο Λέχαιο της Κορινθίας.
Πλάτωνα: 362 στο διάλογο «Μενέξενος»= ειρωνικός Επιτάφιος για τους νεκρούς που έπεσαν πριν από την Ανταλκίδειο ειρήνη.
Δημοσθένη: 338 για τους Αθηναίους (μάχη της Χαιρώνειας – Κεραμεικός).
Υπερείδη: 322 (Λαμιακός πόλεμος – Κεραμεικός).
τον προθέντα…: Σόλωνας ή κατ’ άλλους η εκκλησία του δήμου με πρόταση του Θεμιστοκλή κατά τους Περσικούς.
ὡς καλὸν ἐπὶ τοῖς ἐκ τῶν πολέμων θαπτομένοις ἀγορεύεσθαι
αὐτόν.: Επιφυλακτικότητα του ρήτορα για την αξία του λόγου
(σε αντίθεση με τους παλαιότερους). Θεωρεί ότι είναι αρκετές οι έμπρακτες εκδηλώσεις.
«ἂν ἐδόκει» : εκφράζει μετριοπάθεια – υποτάσσεται στην παράδοση (ρητορικό τέχνασμα με στόχο την επιείκια ).
ἔργῳ γενομένων: η θυσία των νεκρών
ἔργῳ καὶ δηλοῦσθαι: οι έμπρακτες εκδηλώσεις της πολιτείας (η τελετή στο σύνολό της, τέλεση γυμνικών αγώνων, η προστασία των μελών της οικογένειας των νεκρών…).
Ο λόγος υστερεί απέναντι στην πράξη.
Η αντίθεση λόγου – έργου είναι κύριο χαρακτηριστικό της τεχνικής του Θουκυδίδη αλλά και της ζωής των Αθηναίων του 5ου αιώνα που απέδιδαν στο λόγο την ίδια βαρύτητα με τα έργα.