Αναδημοσίευση από:https://www.huffingtonpost.gr/entry/exorkismos-sten-anomia-solomos-eletes_gr_5a7e93dbe4b0c6726e1388aa
«Άμοιρε φίλε! Πονεμένον σε βλέπω να έρχεσαι, για να με ξαναϊδής, μα ο πόνος είναι ο πιο πιστός σύντροφος του καθενός μας εδώ στη γη, και ο θάνατος, πίστεψέ με, είναι το πιο καλό απ’ όλα. Εγώ έφτασα πια, ότι έκλεινα τα πενήντα δύο μου χρόνια, κι είναι πάνω από σαράντα που νιώθω να καίη μια φλόγα μέσα στο στενό στήθος, που πολέμησε πολλές φορές με ορμή να απλωθή. Αν δε φοβόμουν μήπως τέτοιες ώρες έρθη και με ταράξη η έπαρση, θα ’λεγα πως η φλόγα αυτή ήταν η Δικαιοσύνη.
Παιδί σαν ήμουν αυτή μ’ έσπρωχνε στη Ζάκυνθο να βυθίζομαι σε συλλογή στα ερημικά τ’ ακρογιάλια και τα βουνά. Αυτή μ’ έσπρωξε στην Ιταλία, και μέσα στο σπιτάκι μου συγκεντρώθηκα στη μοναξιά μου. Συχνά με βρήκε η αυγή πάνω στα χαρτιά εκείνων, που θέλησαν με το στοχασμό να δώσουν βοήθεια στους θνητούς, κι ούτε οι κακοτυχίες τους, ούτε οι κακίες του κόσμου, που διάβαζα σε κείνα τα χαρτιά, δε μ’ έκαμαν να χάσω το θάρρος μου. Κι αφού, με το διάβασμα, μου φαινόταν πως δυνάμωνε η φλόγα εκείνη, όλος χαρά με την ελπίδα να είμαι κι εγώ ένας από κείνους, παράτησα τη μοναξιά μου. Πρόβαλα στη δύσκολη κι ακατάπαυτη αναταραχή της ζωής και κοίταξα με προσοχή.
-Και είδα, ω, είδα εκείνο που φώναζε το στόμα της Σοφίας: ”Τα ματωμένα χέρια των πατέρων έσπειραν την αδικία που τώρα πια η γη δε δίνει άλλη σοδειά”.
-Είδα έναν άνθρωπο, που είχε ανεβή γοργά πάνω απ’ όλους τους άλλους, να γκρεμίζεται με τέτοια χλαπαταγή, ώστε να την πάρη και να την ξαναλέη ο αντίλαλος των αιώνων (αναφέρεται στη Γαλλία και τον Ναπολέοντα). Νόμιζα πως η χρήση του λόγου έπρεπε ν’ αντιζυγιάζη την εξουσία εκείνου που κυβερνά και τις γνώμες εκείνου που υπακούει, κι άρχισα να τον χρησιμοποιώ.
-Κι είδα από τη μια μεριά τους ισχυρούς να σκιάζωνται και να ταράζωνται,
-κι είδα από την άλλη καμιά εκατοστή τιποτένιους που μου στρωθήκαν πεισματικά στο δρόμο λιμασμένοι, και σα λυσσασμένοι για έπαινο, κι επειδή σκληρά εγώ τους τον αρνιόμουν, με μίσησαν τόσο που σε λίγο θα γελούν από τη χαρά τους.
-Είδα την τρέλα να παίρνη τη μορφή της φρονιμάδας στα σπίτια μέσα, στους δρόμους, στις αγορές, στα πανεπιστήμια, στα παλάτια, στις καλύβες, και τη στενοκεφαλιά να καμαρώνη και την καλωσύνη να την περιγελούν και την κακία να τη φοβούνται και τον πλούτο να τον λατρεύουν,
-είδα το βρωμερό το ψέμα και την αχαριστία και την προδοσία, κι έβαλα τις φωνές.
-Είδα τα γράμματα (τ′ αγιασμένα γράμματα) να μην καταφέρνουν τίποτ’ άλλο στους περισσότερους παρά ν’ αλλάζουν αντικείμενο στα πάθη τους, και ωστόσο να τα θρέφουν οι λόγιοι με μικρολογίες, με αγυρτείες και με τις αιώνες έχτρητες. Και παντού μια ταραχή, ένα στρίμωγμα, μια φασαρία, ένα κακό, μια φαγωμάρα που σαστίζουν το μυαλό οποιανού κάθεται και τα συλλογίζεται.
-Κοίταζα τον ήλιο, τον υπέρτατο λειτουργό της φύσης, και θωρώντας τη φωτοπλημμύρα που σκόρπιζε πάνω στις πολυάνθρωπες πολιτείες και στις ερημιές, έλεγα πώς ήταν η εικόνα της άγιας Ελευθερίας, όπως τη θέλησε ο Θεός».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου