Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιάννης Ρίτσος "Επιτάφιος". Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιάννης Ρίτσος "Επιτάφιος". Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 18 Απριλίου 2014

Γιάννης Ρίτσος "Επιτάφιος"


Ο "Επιτάφιος" του Γιάννη Ρίτσου με συγκινεί βαθιά όσες φορές και να τον διαβάσω γιατί βρίσκεται μέσα στην ψυχή του λαού. Ο θρήνος της μάνας για το παιδί της που χάθηκε από τον κόσμο σου "κόβει τα γόνατα". Θυμίζει τα μοιρολόγια της Μάνης αλλά και τους θρήνους που πρόφτασα να ακούσω στην  ολονυκτία συγγενών. Παιδάκι εγώ τότε αποχαιρέτισα ένα νεαρό θείο μου και ο πατέρας του του φώναζε σπαραχτικά "Σήκω παιδί μου...σήκω". Ο Ρίτσος είναι ο ποιητής που μπορεί να καθήσει στο τραπέζι δίπλα μου και νοερά να θρηνήσουμε μαζί τον Χριστό που θα αναστηθεί και να τραγουδήσουμε για αυτόν που δεν θα αναστηθεί αλλά που περιμένει εμάς να τον αναστήσουμε με τις πράξεις μας. Να συνεχίσουμε την ζωή. Αυτό είναι το μήνυμα του θρήνου που γίνεται κάθαρση και μας παραδίδει στην ζωή καινούριους και αναστημένους μέσα από την γνώση και κατανόηση της θνητότητας.
Νότα Χρυσίνα


Γιάννης Ρίτσος - Ἐπιτάφιος (ἀποσπάσματα)(Θεσσαλονίκη. Μάης τοῦ 1936. Μιὰ μάνα, καταμεσὶς τοῦ δρόμου,
μοιρολογάει τὸ σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της καὶ πάνω της,
βουΐζουν καὶ σπάζουν τὰ κύματα τῶν διαδηλωτῶν - τῶν ἀπερ-
γῶν καπνεργατῶν. Ἐκείνη συνεχίζει τὸ θρῆνο της):




"Γιέ μου, σπλάχνο τῶν σπλάχνων μου, καρδούλα τῆς καρδιᾶς μου,
πουλάκι τῆς φτωχιᾶς αὐλῆς, ἀνθὲ τῆς ἐρημιᾶς μου,

πῶς κλείσαν τὰ ματάκια σου καὶ δὲ θωρεῖς ποὺ κλαίω
καὶ δὲ σαλεύεις, δὲ γρικᾷς τὰ ποὺ πικρὰ σοῦ λέω;

Γιόκα μου, ἐσὺ ποὺ γιάτρευες κάθε παράπονό μου,
Ποὺ μάντευες τί πέρναγα κάτου ἀπ᾿ τὸ τσίνορό μου,

τώρα δὲ μὲ παρηγορᾶς καὶ δὲ μοῦ βγάζεις ἄχνα
καὶ δὲ μαντεύεις τὶς πληγὲς ποὺ τρῶνε μου τὰ σπλάχνα;

Πουλί μου, ἐσὺ ποὺ μοῦ ῾φερνες νεράκι στὴν παλάμη
πῶς δὲ θωρεῖς ποὺ δέρνουμαι καὶ τρέμω σὰν καλάμι;

Στὴ στράτα ἐδῶ καταμεσὶς τ᾿ ἄσπρα μαλλιά μου λύνω
καὶ σοῦ σκεπάζω τῆς μορφῆς τὸ μαραμένο κρίνο.

Φιλῶ τὸ παγωμένο σου χειλάκι ποὺ σωπαίνει
κι εἶναι σὰ νὰ μοῦ θύμωσε καὶ σφαλιγμένο μένει.

Δὲ μοῦ μιλεῖς κι ἡ δόλια ἐγὼ τὸν κόρφο δές, ἀνοίγω
καὶ στὰ βυζιὰ ποὺ βύζαξες τὰ νύχια, γιέ μου μπήγω."
[...]
Όλο το ποίημα εδώ