Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2014

Η Φυλλάδα του Μεγαλέξανδρου



Λαϊκές αφηγήσεις

Εκτός από τα ιπποτικά-ερωτικά μυθιστορήματα έχουμε την εποχή αυτή και διάφορες διηγήσεις. Μια από αυτές είναι και η Διήγησις Αλεξάνδρου του Μακεδόνος έμμετρη διασκευή του 1388, σε αρχαία γλώσσα, του ελληνιστικού μυθιστορήματος του Ψευδο-Καλλισθένη. Της έμμετρης αυτής διασκευής έχουμε μια παραλλαγή στη δημοτική (1529) και μια πεζή διασκευή την ίδια περίπου εποχή. Η Φυλλάδα του Μεγαλέξανδρου είναι η τελευταία πεζή διασκευή, δημοτικότερη στο ύφος και τη γλώσσα, που κυκλοφορούσε σε φτηνές λαϊκές εκδόσεις από το 1680 περίπου ως τις μέρες μας και έγινε εξαιρετικά αγαπητό λαϊκό ανάγνωσμα. Περιέχει τις πιο περίεργες και θαυμαστές διηγήσεις γύρω από τη μορφή του Μακεδόνα βασιλιά που τα κατορθώματά του πέρασαν στη σφαίρα της λαϊκής μυθολογίας.
«Ο Αλέξανδρος του μύθου αυτού», γράφει ο Α. Α. Πάλλης, «δε μοιάζει πια παρά πολύ αμυδρά με τον Αλέξανδρο της ιστορίας. Τα πραγματικά περιστατικά της ζωής του πνίγονται μέσα σε πυκνό και φοβερό ρουμάνι φανταστικών άθλων και περιπετειών. Ο στρατηλάτης Αλέξανδρος μεταβάλλεται σ' ένα μυθολογικό ήρωα που συνενώνει τα χαρακτηριστικά πολλών μυθικών προσώπων παλαιότερων και νεοτέρων εποχών».
Περί των τόπων του σκότους
Μισεύοντας δε από το νησί των Μακάρων επερπατούσαν ημέρες δέκα. Και ηύραν έναν κάμπον πλατύν και μέγαν και εις την μέσην του ήτον ένα χάος βαθύ και πλατύ, οπού εκρατούσεν από μίαν άκραν έως την άλλην, και δεν ημπορούσαν να απεράσουν. Και επρόσταξεν ο Αλέξανδρος και έκαμεν ένα γεφύρι πολλά μεγάλον και εδιάβηκεν με ταφουσάτα του, εις την μέσην δε του γεφυριού έγραψεν τα παρόντα γράμματα: «Διά προσταγής Αλεξάνδρου του βασιλέως εκτίσθη το παρόν, και εδιάβη με τα φουσάτα του,όντας εξήλθεν εκ της γης των Μακάρων».



 Ύστερον δε από εκεί επεριπατούσαν ημέρες τέσσαρες και ήλθαν εις την σκοτεινήν γην. Και εκεί όρισεν ο Αλέξανδρος και ήφεραν φοράδες οπού είχαν πουλάρια μικρά. Και άφηκαν τα πουλάρια έξω και εσέβησαν εις το σκότος και επεριπάτησαν έως είκοσι τέσσαρες ώρες. Και εκεί εδιαλάλησαν εις όλον το φουσάτον ότι πας εις να πεζεύσει να πάρει από το χώμα της γης εκείνης. Και όσοι επήραν όταν εξέβησαν έξω, είδαν το χώμα και ήτον όλον χρυσάφι. Και επικράνθηκαν πως δεν επήραν περισσόν. Και απ' αυτού επεριπάτησεν ημέρας τεσσάρας. Και εσυναπάντησεν ο Αλέξανδρος δύο πουλία ανθρωποπρόσωπα, κατά πολλά εύμορφα, τα οποία του εμίλησαν με ανθρωπίνην φωνήν και είπαν: Αλέξανδρε, διατί πειράζεις τον Θεόν; Και θέλει σε οργισθεί εις τον έρημον τόπον να χαθείς και εσύ και το φουσάτον σου όλον. Μόνον κάμε ετούτο οπού σου λέγομεν και γύρισε οπίσω δεξιά και σύρε πάλιν να ακολουθήσεις τους συνηθισμένους σου πολέμους, ότι καρτερεί σε και ο βασιλεύς της Ινδίας να πολεμήσετε. Και εγύρισε δεξιά ο Αλέξανδρος και επεριπάτησεν ημέρας οκτώ. Και φθάνοντας εις μίαν λίμνην ετέντωσε να αναπαυθεί. Και οι μάγειροι άρχισαν διά να μαγειρεύσουν και επήραν και έβαλαν στεγνά οψάρια πολλά εις την λίμνην και άφηκάν τα ολίγον να βραχούν και αυτά ανέζησαν και έφυγαν εις την λίμνην.
Και ως ήκουσεν ο Αλέξανδρος πως ανέζησαν τα οψάρια, εθαύμασε και εξεπλάγη. Και όρισε και εκολύμβησαν όλα τα φουσάτα του με τα άλογα τους μέσα εις την λίμνην και εδυναμώθησαν από τον κόπον τον πολύν. Και απ' αυτού επεριπάτησεν ημέρας δύο και ήλθεν εις άλλην λίμνην, οπού είχε το νερόν γλυκύ ωσάν ζάχαρη. Και εσέβη ο Αλέξανδρος να κολυμβήσει και ήλθεν επάνω του ένα οψάρι μέγα. Και αυτός έφυγεν έξω και το οψάριον κυνηγώντας τον εξέβη έξω. Και αυτός το εκαβαλίκευσε και εσκότωσέ το. Και είπε και έσχισάν το και ευρήκεν μέσα του ένα λιθάρι πολύτιμον· και ήτον ωσάν χηνάριον αυγόκαι έλαμπεν ώσπερ τον ήλιον. Και όρισε και έβαλάν το εις το φλάμπουρόν του και εβαστούσαν το εις τον Αλέξανδρον ομπροστά ωσάν φανάρι. Και απ' εκεί ήλθαν εις άλλην λίμνην και έπεσαν να αναπαυθούν. Και όταν εβραδίασεν εξέβησαν από εκείνην την λίμνην γυναίκες και έλεγαν τραγούδια πολλά εύμορφα, εις τόσον οπού ο νους του ανθρώπου επαίρνετο. Και ως ομοιάζει, εκείνες ήτον οι αναράιδες, οπού λέγουν την σήμερον. Και απ' αυτού επεριπάτησαν ημέρας εξ και ήλθον εις έναν τόπον οπού ήτον λόγκος μέγας. Και εκεί εξέβησαν αλογάνθρωποι πολλοί κατεπάνω του φουσάτου, οι οποίοι από την μέσην και απάνω ήτον άνθρωποι, από δε την μέσην και κάτω ήτον άλογα. Και ήτον όλοι τοξότες και το ξιφάρι της σαΐτας ήτον από λίθον αδαμάντινον. Και σίδερον δεν είχαν παντελώς και ήτον πολλά ογλήγοροι ωσάν πετούμενα. Και ως τους είδεν ο Αλέξανδρος, είπε των Μακεδόνων: Ας κάμομεν μίαν πονηρίαν, να πιάσομεν απ' αυτούς να τους πάρομεν εις την Μακεδονίαν δια θαύμα. Και επρόσταξε να κάμουν λάκκους, να τους σκεπάσουν με καλάμι χοντρό. Και απέστειλεν ανθρώπους να τους παρακινήσουν εις πόλεμον, και αυτοί μην ηξεύροντες την πονηρίαν των ανθρώπων έπεσαν εις τους λάκκους. Και εσκότωσαν δώδεκα χιλιάδες και επήραν και ζωντανούς και τους ημέρωσαν άλλες έξι χιλιάδες. Και ηθέλησαν να τους εβγάλουν εις τον κόσμον. Και τόσον ήτον ογλήγοροι, ότι δεν τους εγλίτωνε τίποτας. Και όπου και αν ετόξευαν, δεν αστοχούσαν. Και τους έδωκεν ολωνών άρματα ο Αλέξανδρος και τους ετοίμαζεν, διά να τους έχει βοηθούς εις τους ερχόμενους πολέμους. Οπόταν δε εξέβησαν εις τον κόσμον, κατά τύχην εφύσησεν άνεμος κρύος και απόθαναν όλοι. Μετά δε εξήντα ημέρας ήλθαν εις την Ηλιούπολιν και εσέβηκαν εις ένα ναόν και επροσκύνησαν εις τον οποίον ευρήκεν ο Αλέξανδρος γράμματα οπού έδειχναν τον θάνατον του και ελυπήθη πολλά. Και απ' αυτού εσηκώθησαν και επεριπάτησαν ημέρας δέκα. Και ηύραν ανθρώπους μονοπόδαρους και είχαν ουράν ωσάν πρόβατα. Και επίασαν πολλούς απ' αυτούς και ήφεράν τους εις τον Αλέξανδρον. Και ο Αλέξανδρος τους ερώτησε λέγων: Πώς είστε αυτού; Και αυτοί του είπαν: Αλέξανδρε βασιλεύ, ελεημονήσουκαι άφες μας, ότι διά αδυναμίαν μας ήλθαμεν εδώ και εκρύφθημεν. Και ακούοντας ταύτα τα λόγια ο Αλέξανδρος τους άφησε διά να πηγαίνουν. Και επηδούσαν από λιθάρι εις λιθάρι και άρχισαν να περιγελούν τον Αλέξανδρον και έλεγαν: Ο Αλέξανδρος όλον τον κόσμον επήρε τον με την φρονιμάδα του και ημείς τον εγελάσαμεν και μας άφηκεν, οπού το κρέας μας είναι νοστιμότερον από όλα τα πετούμενα και τετράποδα και το κουφάρι μας γέμει πολύτιμα λιθαρόπουλα και χοντρό μαργαριτάρι και το πετζί μας σίδερον δεν το απερνά. Και ως ήκουσεν ο Αλέξανδρος, εγέλασεν και είπε: Ο άνθρωπος από την γλώσσαν του χάνει το κεφάλι του. Και ευθύς όρισε και αρματώθηκαν διακόσιες χιλιάδες καβαλαραίοι με λαγωνικά και πάρδους και ζαγάρια. Και ετριγύρισαν όλον το βουνί και απόλυσαν τα ζαγάρια και τους πάρδους και τα λαγωνικά και επίασάν τους και τους ήφεραν όλους εις τον Αλέξανδρον. Και όρισε και έσφαξαν τους. Και τους έγδαραν και εστέγνωσαν τα πετζία τους και ευρήκαν εις το σκάφος τους πλούτον αναρίθμητον από πολύτιμα λιθαρόπουλα και μαργαριτάρι. Και όρισε τους Πέρσας και έφαγαν το κρέας τους. Και έλεγαν ότι να ήτον νοστιμότερον από όλα τα πετεινά και τετράποδα. Και απ' αυτού επεριπάτησεν ημέρας εξ και ήλθεν εις το σύνορον της Ινδίας και εξέβη εις τον κόσμον. Είχε δε μήνας εξ αφού είδεν τα γράμματα εις την Ηλιούπολιν οπού έδειχναν διά τον θάνατον του, και πάντοτε ήτον λυπημένος. Και εκεί εθυμήθη τους μονοποδάρους και εγέλασε. Και είδαν οι Μακεδόνες και εχάρησαν και εγέλασαν και αυτοί. Και την πίκραν οπού είχεν ο Αλέξανδρος δεν την ήξευραν. 'Εμαθεν δε ο Πώρος, ο βασιλεύς της Ινδίας, ότι ήλθεν ο Αλέξανδρος εις το σύνορόν του και του έγραψεν επιστολήν.

φουσάτο: στράτευμα.
όντας: όταν.
πας εις: καθένας.
θέλει σε οργισθεί: θα οργιστεί μαζί σου.
τεντώνω: κατασκηνώνω (για στράτευμα).
χηνάριο αυγό: αυγό χήνας.
ξιφάρι της σαΐτας: η αιχμή του βέλους.
ελεημονήσου μας: λυπήσου μας.
ζαγάρι: κυνηγετικό σκυλί.
πάρδος: λεοπάρδαλη.
σκάφος: κουφάρι.

Το αγαπημένο μυθιστόρημα του Γκαίτε!

Δαφνις και Χλοη , c.1870. Raphael Collin

ΔΑΦΝΗΣ ΚΑΙ ΧΛΟΗ
ΛΟΓΓΟΥ
ΔΑΦΝΗΣ ΚΑΙ ΧΛΟΗ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΜΑ
ΗΛΙΑ Π. ΒΟΥΤΙΕΡΙΔΗ
ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ "ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΔΑΚΗΣ"
ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ 1921
Όταν ο ξεπεσμός των αρχαίων Ελληνικών γραμμάτων σ' όλα τα είδη του
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ
Όταν ο ξεπεσμός των αρχαίων Ελληνικών γραμμάτων σ' όλα τα είδη του λόγου, στην ποίηση, στο δράμα και στην πεζογραφία, είχε προχωρήσει τόσο, που κάθε προσπάθεια για τη δημιουργία έργων σαν τα αρχαιότερα έδειχνε περισσότερο τις αδυναμίες των μιμητών, οι σοφιστές στοχαστήκανε να μορφώσουνε καινούργιο είδος λόγου: να διατυπώνουνε δηλαδή ποιητικά νοήματα σε πεζογραφήματα. Και για να εφαρμόσουν το στοχασμό τους αυτόν έπλασαν το μυθιστόρημα ή, όπως έλεγαν τότε την τέτοια πεζογραφία, τους «ερωτικούς λόγους», όπου τα πλάσματα της φαντασίας μπορούσανε να πάρουνε την κάπως ποιητική μορφή του λόγου χωρίς να μένουνε προσηλωμένα στους κανόνες της ποιητικής τέχνης κι ακόμη και στην ιστορική αλήθεια ή και στην παράδοση. Τέτοια, απάνω-κάτω, είναι η γραμματολογική εξήγηση του πώς γεννήθηκε το μυθιστόρημα. Ένα από τα πρώτα-πρώτα δημιουργήματα του καινούργιου αυτού είδους του λόγου είναι και το μυθιστόρημα του Λόγγου «Δάφνης και Χλόη».
Για την εποχή που εγράφηκε το έργο τούτο και για το συγγραφέα του
Αλκίφρονα η εποχή είναι κάπως δυσκολοπροσδιόριστη, επειδή και γι' φιλόλογοι νομίζουν, ότι ο Λόγγος δε μπορεί να έζησε ύστερ' από το Β' αιώνα μ. Χ. στηρίζοντας τη γνώμη τους τούτη πιο πολύ στο ότι τον εμιμήθηκεν ο Αλκίφρονας στις «Επιστολές» του· μα και του
της γνώμης του το ότι ο Αλκίφρονας εμιμήθηκε το Λουκιανό και τον αυτόνε δεν υπάρχει τίποτα θετικό, που να βεβαιώνη τον καιρόν, όπου έζησε κ' έγραψε, δηλαδή το χρονικό διάστημα ανάμεσα στα 170 και 229 μ. Χ. όπως θέλει π. χ. ο Herman Reich, φέρνοντας γι' απόδειξη Λέσβο· γνώμη ίσως όχι παράλογη κι αδικαιολόγητη. Αλκίφρονα ο Αιλιανός. Πιο θετικά μπορεί να προσδιοριστή η πατρίδα του Λόγγου. Επειδή στο μυθιστόρημά του περιγράφονται ζωηρά και πιστά τοποθεσίες και συνήθειες της Λέσβος και ξεχωριστά της
Μιτυλήνης, πολλοί φιλόλογοι υποστηρίζουν, ότι ο Λόγγος ήταν από τη
σαν αληθινό γέννημα της μούσας του Θεόκριτου. Όλοι οι κριτικοί της Ένα όμως είναι θετικό και βέβαιο: Ότι το μυθιστόρημα «Δάφνης και Χλόη» είναι το καλλίτερο κι ομορφότερο από όσα εγράφηκαν πριν κ' ύστερα απ' αυτό και ότι φαίνεται σαν την πιο ευτυχισμένη εξακολούθηση της βουκολικής ποίησης — αν και σε πεζό λόγο — και αρχαίας φιλολογίας παινεύουν τη αφηγηματική χάρη, τη ζωηρότητα της
μεριά τούτη το μυθιστόρημα του Λόγγου να συγκριθή αζημίωτα με τον περιγραφής, τις ζωντανές εικόνες των τόπων και των προσώπων, τη δροσιά και την απλότητα του ύφους, τη σύντομη φρασεολογία — σαν το πιο όμορφο δείγμα εκείνου, που οι αρχαίοι το έλεγαν «αφελής λέξις» και που ταιριάζει τόσο στα τέτοιου είδους έργα. Μπορεί από τη περίφημο «Ευβοϊκό ή Κυνηγό» του Δίωνα του Χρυσόστομου, αφού του Λόγγου, ότι κι 
αυτό έχει καθέκαστα και περιγραφές μάλιστα έχει και το προτέρημα να μην είναι γεμάτο ουτοπία, όπως είναι το τελευταίο τούτο έργο κι άλλα όμοια του.
Το μυθιστόρημα στην εποχή του Λόγγου το εχαρακτήριζε ο πολύς νεοπλατωνισμός. Μα ο συγγραφέας του «Δάφνη και της Χλόης» μπόρεσε να τον ξεφύγη και να δώση στο έργο του καθαρά βουκολική μορφή, ενώ το εγέμιζε και με λεπτή ερωτική πνοή. Κατηγορήθηκε το μυθιστόρημα
και φυσικότητα, είναι χαριτωμένες ζωγραφιές αγροτικής ζωής και μας ξαδιάντροπες, όπως είναι το επεισόδιο της Λυκαίνιο και το άλλο του Γνάθωνα. Μα όταν θυμηθούμε ποιες ξαδιαντροπιές κλειούνε τα μυθιστορήματα της εποχής εκείνης — εξόν από το «Χαιρέα και Καλλιρρόη» του Χαρίτωνα του Αφροδισιέα — βλέπουμε πόσο μετρημένος εστάθηκε ο Λόγγος στο σημείο τούτο. Οι σκηνές, που ξετυλίγονται σε κάθε κεφάλαιο και παρουσιάζονται με την πιο καλλιτεχνική αφέλεια όλη τη γητεία του μύθου: Ο Δάφνης κ' η Χλόη, παιδιά παραρριγμένα δείχνουν καθαρά πόσο βασιλεύει σ' αυτές το αίσθημα της ομορφιάς και της αλήθειας μαζί. Δεν πλέκονται στο έργο τούτο περιστατικά βγαλμένα από ζωή πολυτάραχη, όπως γίνεται στο νεώτερο μυθιστόρημα. Η υπόθεση είναι απλή, ήρεμη στο μεγαλείτερο μέρος της και δίχως πολύμορφες και πολυσύνθετες σκηνογραφίες. Είναι κάποιο παραμύθι, σαν εκείνα που τ' ακούμε μ' όλη της παρθενιάς τους τη χάρη και μ'
Η ιστορία του Δάφνη και της Χλόης έχει μερικά επεισόδια, που δεν πό τους γονέους τους, είχαν την τύχη να περιμαζευτούν από καλούς κι απλοϊκούς ανθρώπους, που ζούσανε στην εξοχή· τα παιδιά αυτά μεγαλώσανε μαζί, έβοσκαν όλη τη μέρα μαζί, εγνώρισαν ο ένας τον άλλο πολύ και φυσικά αγαπήθηκαν τόσο, που η ζωή του ενός ήτανε ζωή του άλλου. Για τούτο και βασιλεύει τόσο μέσα σ' όλο το μυθιστόρημα
ο έρωτας, ο ανίκητος και βασανιστής, μα και δημιουργός, και τίποτε άλλο.
Δάφνη και στη Χλόη, βρίσκουμε και την αμίμητη εκείνη σκηνή, όπου η τα σηκώνει η σημερινή αίσθησή μας· μα αυτά είναι το παραγέμισμα για να φανερωθή πιο πολύ και πιο έντονα η δύναμη του έρωτα των δυο παιδιών· είναι τα χαριτωμένα κινήματα της φαντασίας του συγγραφέα για να δείξη την αντίθεση της αθωότητας και της πονηριάς. Ο Λόγγος
ζωγραφίζει πιστά τη φύση και τη ζωή· για τούτο δίπλα στη θαυμάσια κάθε τόσο περιγραφή της φύσης, που άνθιζε και γελούσε γύρω στο Λυκαίνιο πρωτομαθαίνει το Δάφνη να νοιώση, ότι είναι άντρας. Η
ο Λόγγος στο νου μας καιρό για να στοχαστή το ξαδιάντροπο, όσο σκηνή τούτη μας λέει κάτι περισσότερο από ό,τι γίνεται αφορμή να διαμαρτυρηθή η νεώτερη σεμνοτυφία· δεν πρέπει να βλέπουμε στο επεισόδιο αυτό μόνο τη σαρκική όρεξη της Λυκαίνιο· περισσότερο πρέπει να ιδούμε με πόση τέχνη θέλησε ο Λόγγος να μπάση τον ήρωά του στα γνωρίσματα της ζωής για να δώση κατόπι ο ίδιος τον ιδεαλισμό στον έρωτά του. Η γυμνή αυτή σκηνή μας προετοιμάζει ν' αντικρύσουμε τον ανώτερο βαθμό της ηθικής ομορφιάς. Μα μήτε αφίνει προχωρούμε στα καθέκαστα του περιστατικού, που έκαμε τον αθώο σε περιγραφές σαν αυτές που μας παρουσιάζουν τα καμώματα του Δάφνη να μάθη τα έργα του έρωτα, επειδή ακολουθούν οι δισταγμοί του, που υψώνουν τον έρωτά του σε ανώτερο κόσμο. Μπορούμε να ειπούμε, ότι και η σκηνή αυτή έχει το μυστήριο της αρχαίας Ελληνικής τέχνης, που μας αναγκάζει να θαυμάζουμε σε κάθε γυμνό την ομορφιά μονάχα, δίχως να προφταίνη ο νους μας να στοχαστή και το ταπεινό. Το επεισόδιο του Γνάθωνα είναι βέβαια πιο ξαδιάντροπο και μας σκανδαλίζει σήμερα με την αισχρότητά του. Οι αποκρυσταλλωμένες ιδέες μας για κάποιες συνήθειες των αρχαίων εξαγριώνονται εμπρός ομορφιά. Με το αναστάτωμα, που φέρνουνε στο Δάφνη και στον Εύδρομο Γνάθωνα. Μα για το επεισόδιο τούτο χωράει κάποια δικαιολογημένη εξήγηση: Ο Λόγγος ζωγραφίζει πιστά τη ζωή του τόπου του και ίσως και την εποχή του. Ο Γνάθωνας είναι τύπος, που αντιπροσωπεύει ωρισμένη τάξη ανθρώπων του αρχαίου κόσμου και ωρισμένη ελληνική συνήθεια, και μαζί και την προστυχεμένη αντίληψη για το θαυμασμό προς την ομορφιά. Όπως περιγράφει ο Λόγγος το Γνάθωνα και όπως τον κάνει να μιλή, μας δείχνει το συχαμερό τύπο του ακόλαστου άνθρωπου και σοφιστή, που εστρέβλωσε και την πλατωνική ιδέα για την και στην οικογένεια του Λάμωνα τα καμώματα και οι πιθυμιές του
Το μυθιστόρημα του Λόγγου διαβαζότανε πολύ στα κατοπινά χρόνια και Γνάθωνα, μας φανερώνεται καθαρά και του Λόγγου η αποδοκιμασία στις τέτοιες συνήθειες και στους τέτοιους ανθρώπους. Από τα καθέκαστα, που έρχονται κατόπι για να γεννήσουνε στην ψυχή του ακόλαστου Γνάθωνα το φόβο για ό,τι έκαμε, βγαίνει το νόημα — χωρίς να υπάρχη ανάγκη κι από λόγια για να δειχτή — ότι ο συγγραφέας φανερώνει την
αποστροφή του σε κάτι τέτοιες ακολασίες των συγκαιρινών του. Το επεισόδιο έχει φυσικά το ηθικό συμπέρασμά του. Με όλα αυτά θέλω να ειπώ, ότι στο έργο του Λόγγου δεν υπάρχει καμιά — οποιαδήποτε — ασχήμια. *** μάλιστα στην εποχή της «Αναγέννησης.» Και δε θάτανε ίσως
του πρώτου βιβλίου, που το εζημίωνε αρκετά. Όμως ο Γάλλος σοφός παράτολμο, αν έλεγε κανείς, ότι τούτο εστάθηκε το κυριώτερο αχνάρια γραφούν απάνω του τα τόσα και τόσα βουκολικά και ειδυλλιακά μυθιστορήματα, που εφάνηκαν ύστερ' από τα 1500 μ. Χ. στην Ιταλία, Ισπανία, Γαλλία, Γερμανία και που το τελειότερό τους είναι η περίφημη «Αστραία» του Ονώριου ντ' Ουρφέ, ως που παρουσιάστηκε στο τέλος του ΙΗ' αιώνα το έργο του Bernardin de Saint-Pierre «Παύλος και Βιργινία» για να σκεπάση όλα τ' άλλα.
«Ο Δάφνης και η Χλόη» είχε μεταφραστή στις περισσότερες Ευρωπαϊκές γλώσσες, ύστερα μάλιστα από τη Γαλλική μετάφραση του Αμυό. Μα το αρχαίο κείμενο δεν ήταν ολάκαιρο· έλειπε κάποιο μέρος από την αρχή
«Κυρία, μαζί με το γραμματάκι μου τούτο θα λάβετε κ' ένα φυλλάδιο, και ελληνιστής Paul-Louis Courier είχε την ευτυχία στα 1808, όταν ήτανε στη Φλωρεντία, ν' ανακαλύψη κάποιο χειρόγραφο του μυθιστορήματος του Λόγγου του ΙΓ' αιώνα, όπου βρισκότανε και το μέρος που έλειπε. Κ' έτσι το κείμενο τόχουμε πια σωστό. Στα διάφορα γράμματα, που έστελνε ο Courier (1) σε φίλους του πότε για να τους ειπή για την ανακάλυψι των σελίδων που έλειπαν ως τότε από το Λόγγο και πότε για το τύπωμα των σελίδων τούτων κι όλου του έργου, υπάρχουνε μερικές γνώμες του για το μυθιστόρημα, που είναι σαν χαρακτηρισμοί του. Στην πριγκηπέσσα π. χ. de Salm-Dyck (2) έγραφε από τη Φλωρεντία στις 3 του Μάρτη 1808: όπου υπάρχουνε μερικές σελίδες δικής μου κατασκευής· δηλαδή Clavier (4): «Διαβάστε κυρία, το «Δάφνη και τη Χλόη»· είναι το κατασκευής μεταφραστή. Είναι ένα μυθιστόρημα όχι καινούργιο· απεναντίας μάλιστα πολύ παλαιό και σεβάσμιο. Εξέθαψα κατά τύχη κάποιο κομμάτι του, που είχε χαθή: το μετάφρασα και με την ευκαιρία τούτη εδιόρθωσα και την παλιά μετάφραση, που, καθώς θα ιδήτε, Μέσα στο παλιό της ύφος έχει ακόμη χάρες νέες (3) Εάν σας διασκεδάζη, να μη διστάξετε καθόλου, εξαιτίας μερικών σημείων λίγο απλοϊκών, να εξακολουθήστε το διάβασμα. Ο Αμυό, ο επίσκοπος και ένας από τους πατέρες της Σύνοδος του Τριδέντου είναι ο αληθινός εργάτης της μετάφρασης αυτής, που εγώ την απόσωσα μόνο· δε θα κάμετε αμαρτία, αν διαβάσετε ό,τι έγραψεν εκείνος». Από τη Φλωρεντία πάλι τις 13 του Μάρτη 1808 έγραφε στην κυρία Τριδέντου· ό,τι έγραψε είναι άρθρο πίστης. Τώρα κάμετε τρόπο να καλλίτερο βουκολικό, που έγραψε ποτέ ένας επίσκοπος. Ο άρχοντας Ιάκωβος (5) το μετάφρασε, όσο μπορούσε καλλίτερα, για τους πιστούς της επισκοπής του· μα ο καλός άνθρωπος έκαμε στην εργασία του τούτη αλλόκοτες απροσεξίες, που εγώ τις αποδίδω στο θέμα και σε μερικά καθέκαστα σπάνιας αφέλειας. Εμένα, καθώς ξέρετε, με κατηγορούν, ότι προσέχω πιο πολύ στις λέξες παρά στα πράγματα· μα σας βεβαιόνω, ότι ζητώντας λέξες για τους δυο μικρούς αυτούς αχρείους, εστοχαζόμουνα συχνά τα πράγματα. Συχωρέστε μου την & αστειότητα& τούτη, όπως έλεγε η Κα Σεβινιέ, και να μην έχετε ποτέ αμφιβολία για το βαθύ σεβασμό μου. Έχω όμως κάτι περισσότερο να σας ειπώ: Ο Αμυό ήταν ένας από τους πατέρες της Σύνοδος του κάμουν κάποια όμορφη έκδοση για τις μαθήτριες της κυρίας Campan». διαβάστε το Λόγγο του. Αλήθεια, δεν υπάρχει καθόλου καλλίτερο διάβασμα: είναι βιβλίο για να το βάλετε στα χέρια των δεσποινίδων θυγατέρων σας αμέσως ύστερα από την κατήχησή τους». Με το ίδιο νόημα έγραφε και στην κυρία Pigalle τις 30 του Γενάρη 1811 από τη Ρώμη: «Έπρεπε να διαβάστε το «Δάφνη και Χλόη» όταν ήσαστε δέκα πέντε χρονών. Τι δε θα μαθαίνατε τότε! Αν έσμιγαν τα φώτα μου με τη φυσική σας εξυπνάδα θα είχε, θαρρώ, το βιβλίο τούτο λίγα μέρη σκοτεινά για σας· μα ύστερ' από πέντε παιδιά, που εκάματε, τι μπορεί να σας μάθη παρόμοιο έργο; έτσι, το αντίτυπο, που σας στέλνω, είναι για τη διδαχή των κοριτσιών σας. Αλήθεια· δεν υπάρχει καλλίτερο βιβλίο για τις νέες, που δε θέλουνε, να είναι — όταν παντρευτούνε — μεγάλες ανίδεες· και περιμένω να
— Το μέτρο, που κλείνει μέσα του ολάκαιρο το έργο, μου φάνηκε
Την πραγματική όμως ιδέα της αξίας του έργου μας τη δίνει ο Γκαίτε. Στο βιβλίο του Έκερμαν «Συνομιλίες του Έκερμαν με το Γκαίτε» βρίσκουμε την πολύτιμη κρίση του ποιητή του Φάουστ. Την αντιγράφω εδώ: «20 του Μάρτη 1831. Ο Γκαίτε επάνω στο δείπνο μου είπε, πως τις ημέρες αυτές εδιάβασε το βιβλίο «Δάφνης και Χλόη.» — Είναι τόσο όμορφο το ποίημα, είπε, ώστε στους άθλιους καιρούς όπου ζούμε δε μας είναι βολετό να κρατήσουμε την εσωτερική εντύπωση, που μας δίνει· και κάθε φορά, που το ξαναδιαβάζει κανείς, δοκιμάζει και καινούργιο πάντα σάστιμα. Είναι γεμάτο από καθαρότατο φως· θαρρεί κανένας πως ολούθε βλέπει εικόνες του Ερκουλάνου και οι εικόνες αυτές βοηθούνε τη φαντασία μας όταν το διαβάζουμε. θαυμάσιο, είπα· δύσκολα μπορεί κανείς να βρη υπαινιγμό για
γραμμές και με τόση ακρίβεια, ώστε πίσω από τα πρόσωπα βλέπουμε πράγματα έξω από το θέμα, που θα μας έσπρωχναν έξω από τον ευτυχισμένο κύκλο. Οι μόνες θεότητες που ενεργούν είναι ο Πάνας και οι Νύμφες· δεν κάνει λόγο γι' άλλες και βλέπουμε, αλήθεια, ότι οι θεότητες αυτές είναι αρκετές για τις ανάγκες των βοσκών.
— Κι όμως, είπε ο Γκαίτε, μέσα στο αυστηρό αυτό μέτρο ξεδιπλώνεται ολάκαιρος κόσμος! Βλέπουμε κάθε είδους βοσκούς, ζευγολάτες, κηπουρούς, τρυγητάδες, ναύτες, κουρσάρους, στρατιώτες, νοικοκυραίους από την πολιτεία, δυνατούς αφεντάδες, σκλάβους. — Υπάρχουν ακόμη, είπα, όλοι οι βαθμοί της ανθρώπινης ζωής· από τη γέννηση ίσαμε τα γεράματα· κ' οι διάφορες οικιακές εικόνες, που φέρνουνε μαζί τους οι εποχές του χρόνου, περνούνε μία-μία εμπρός από τα μάτια μας. — Κ' οι τοποθεσίες! είπεν ο Γκαίτε, είναι ζωγραφισμένες με λίγες
πόλεμοι, που ταράζουν την ευτυχία της κυρίας ιστορίας,στα ψηλά μέρη τα βουναλάκια τα γεμάτα από αμπέλια, τα λιβάδια, τους λαχανόκηπους, και πιο χαμηλά τις βοσκές, το ποτάμι, τα μικρούτσικα δάση και πέρα μακριά την ατέλειωτη θάλασσα. Δεν υπάρχει μια μέρα σκοτεινιασμένη, συννεφιασμένη, με καταχνιά κ' υγρασία· ο ουρανός είναι πάντα καθαρότατα γαλανός, το αγέρι γλυκό και το χώμα παντού στεγνό και μπορείς να ξαπλωθής γυμνός επάνω σ' αυτό. Όλο το ποίημα αναδίνει κάποια λεπτότατη τέχνη και μόρφωση. Όλα έχουνε μετρηθή με ακρίβεια και τα περιστατικά είναι προετοιμασμένα και εξηγούνται θαυμάσια, όπως είναι π. χ. ο θησαυρός που βρέθηκε κοντά σ' ένα δελφίνι σαπισμένο στην ακρογιαλιά. Και ποια καλαισθησία, ποια τελειότητα, ποια ευγένεια αισθήματος, που μπορεί να συγκριθή μονάχα με τα καλλίτερα έργα. Όλα τα δυσάρεστα επεισόδια, τα ξαφνιάσματα, οι κλεψιές, οι
ανακινήση τις πιο αψηλές ιδέες. Πρέπει να γράψη κανένας ολάκαιρο ανιστορούνται πολύ γλήγορα και περνούν αμέσως χωρίς ν' αφίνουνε ξοπίσω τους καμιά θύμηση. Η κακία παρουσιάζεται σαν συνοδεία των κατοίκων της πολιτείας και δε φανερώνεται σε κανένα από τους πρώτους ήρωες, παρά σ' ένα πρόσωπο κατώτερης τάξης και που δεν παίζει κύριο μέρος. Όλα αυτά είναι πολύ όμορφα.
— Μ' άρεσαν ακόμη, είπα, οι σχέσες των αφεντικών με τους δούλους. Τ' αφεντικά φέρνονται με μεγάλη καλωσύνη, οι δούλοι, μ' απλοϊκή ελευθερία μα και με βαθύ σεβασμό και με τον πόθο ν' αρέσουνε στ' αφεντικά. — Αυτό είναι απόδειξη μεγάλης εξυπνάδας, είπε ο Γκαίτε· ακόμη έκαμε θαυμάσια ο συγγραφέας, που εφύλαξε την παρθενιά της Χλόης ίσαμε το τέλος της ιστορίας, αφού οι ερωτευμένοι δεν ήξεραν τίποτα πιο όμορφο από το να ξαπλώνουνται γυμνοί ο ένας κοντά στον άλλο· η εξήγηση της διαγωγής τούτης δίνει αφορμή στο συγγραφέα να
εκδοτών. Ένα αρχαίο Έλληνα συγγραφέα όχι και τόσο δύσκολο και που βιβλίο για να δείξη όλες τις ομορφιές του έργου αυτού. Καλό είναι να το διαβάζουμε μια φορά το χρόνο· πάντα κάτι μαθαίνουμε και νοιώθουμε όλη τη δροσερή εντύπωση της σπάνιας ομορφιάς του». *** Για τη μετάφραση του Λόγγου ακολούθησα την έκδοση του Μ. Β. G. L. Boden, Λειψία 1777, και του P. L. Courier, Παρίσια 1829. Ο χωρισμός των κεφαλαίων έγινε σύμφωνα με την έκδοση του Courier. Πρέπει να σημειώσω ότι πολλές φορές δεν ακολούθησα στη διόρθωση του κειμένου μήτε τον ένα, μήτε τον άλλο εκδότη, αφίνοντας τη λέξη ή τη φράση όπως είχε από την αρχή, όταν η αρχική γραφή μού εφαίνονταν πιο σωστή και μ' εβοηθούσε καλλίτερα για τη μετάφραση. Μεταφράζοντας επροσπάθησα να κρατήσω όσο μπορούσα περισσότερο το ύφος του συγγραφέα χωρίς να προδίνω και το νόημα. Και τούτο μ' έκανε πολλές φορές να μη προσέχω και στις ερμηνείες των ξένων μιλάει για πράγματα που τα βλέπουμε και τα ζούμε ίδια κι βοσκοί που τα σήκωναν· νέοι που έσμιγαν, ληστάδων διαγούμισμα, απαράλλακτα και οι σημερινοί Έλληνες, μπορούμε, θαρρώ, να τον νοιώθουμε και να τον εξηγούμε εμείς καλλίτερα και σωστότερα από κάθε ξένο ερμηνευτή. Αθήνα Δεκέβρης 1920. Ηλ. Π. Βουτιερίδης Δ Α Φ Ν Η Σ ΚΑΙ Χ Λ Ο Η ΠΡΟΛΟΓΟΣ Κυνηγώντας στη Λέσβο, μέσα σε δάσος, που ήταν αφιερωμένο στις Νύμφες, είδα το πιο ωραίο πράγμα από όσα έχω ιδή. Ζωγραφιά, εξιστόρηση έρωτα. Όμορφο ήταν και το δάσος, πολύδενδρο, ανθισμένο, καλοποτιζούμενο· μια πηγή τάθρεφε όλα, και τα άνθη και τα δέντρα. Μα η ζωγραφιά ήταν πιο ευχάριστη, επειδή και τύχη είχε παραπανιστή και τέχνη ερωτιάρικη, ως που πολλοί ξένοι, έχοντας ακουστά γι' αυτή, επήγαιναν να παρακαλέσουν τις Νύμφες και να ιδούν την εικόνα. Ήτανε σ' αυτή γυναίκες που εγεννούσαν κι άλλες που ετύλιγαν σε σπάργανα μωρά παραρριγμένα· κοπάδια που τάθρεφαν· εχθρών έμπασμα. Αφού κι άλλα πολλά κι όλα ερωτιάρικα είδα κ' εθαύμασα, μου
χωράφια, λόφοι γεμάτοι αμπέλια, βοσκοτόπια κοπαδιών· κ' η θάλασσα γεννήθηκε πιθυμιά ναντιγράψω τη ζωγραφιά. Κι αφού εζήτησα εξηγητή της εικόνας, έγραψα τέσσερα βιβλία, τάμα στον Έρωτα, στις Νύμφες και στον Πάνα κι απόχτημα ευχάριστο για όλους τους ανθρώπους, που και τον άρρωστο θα γιατρέψη και το λυπημένο θα παρηγορήση και τον ερωτευμένο θα τον κάνη να θυμηθή και τον ανερώτευτο θα διδάξη.
Επειδή βέβαια κανένας δεν ξέφυγε τον έρωτα, μήτε θα τον ξεφύγη όσο που υπάρχει ομορφιά και τα μάτια βλέπουν. Κ' εμάς ας μας βοηθήση ο θεός σαν φρόνιμοι να γράψουμε την ιστορία των άλλων. ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ 1. Η Μιτυλήνη είναι της Λέσβος πολιτεία, μεγάλη κι' όμορφη, επειδή χωρίζεται από περάματα, γιατί η θάλασσα σιγομπαίνει στην ξηρά, κ' είναι στολισμένη με γεφύρια από πελεκητή και λευκή πέτρα. Θα νόμιζες πώς δε βλέπεις πολιτεία παρά νησί. Μακριά από την πολιτεία αυτή, τη Μιτυλήνη, ίσαμε διακόσια στάδια ήταν υποστατικό ανθρώπου πλούσιου, χτήμα ωραιότατο· βουνά που έθρεφαν αγρίμια, κάμποι όλο
3. Στην αρχή στοχάστηκε, αφού πάρη μοναχά τα σημάδια, ν'
σιγοχτυπούσε στην ακρογιαλιά, που απλωνότανε σε μαλακή αμμουδιά. 2. Στο χτήμα αυτό βόσκοντας κάποιος γιδάρης, που τον έλεγαν Λάμωνα, βρήκε παιδί, που τόθρεφε μια γίδα. Ήτανε δάσος και κάτω χαμόδεντρα και κισσός απλωμένος και χορτάρι μαλακό, που απάνω του κείτονταν το παιδί. Στο μέρος αυτό τρέχοντας η γίδα ταχτικά γινόταν πολλές φορές άφαντη· κι αφίνοντας το κατσικάκι της έμενε κοντά στο μωρό. Παραφυλάει τα περάσματα ο Λάμωνας, επειδή λυπήθηκε το παραμελούμενο κατσικάκι, κι απάνω στο καταμεσήμερο, αφού πήρε κατά πόδι τη γίδα, τη βλέπει να στέκεται μ' ανοιχτά τα πόδια προσεχτικά μήπως πατώντας με τα νύχια της το μωρό του κάνει κανένα κακό, και τούτο σαν από μάννας βυζί να βυζαίνη το γάλα. Σαστισμένος, καθώς ήτανε φυσικό, πλησιάζει και βρίσκει παιδί αρσενικό, μεγάλο κ' όμορφο και μέσα σε σπάργανα, που δεν ταίριαζαν με την τύχη του να είναι παραρριγμένο. Εφορούσε δηλαδή πανωφοράκι κόκκινο με θηλυκωτήρι χρυσό κ' ήταν κοντά του και σπαθάκι με χέρι φιλντισένιο.
φωνάζουνε Δάφνη. αδιαφορήση για το μωρό. Μα ύστερα από ντροπή να μη μιμηθή μήτε της γίδας τη φιλανθρωπία, αφού περίμενε να βραδυάση, τα φέρνει όλα στη γυναίκα του τη Μυρτάλη, και τα σημάδια και το παιδί και τη γίδα.
Κ' επειδή εκείνη απορούσε, πώς μπορούν οι γίδες να γεννούνε παιδιά, της τα ιστορεί όλα: πως το βρήκε πεταμένο, πως το είδε να θρέφεται, πως ντράπηκε να το αφίση να πεθάνη. Κι αφού παραδέχτηκε κ' εκείνη, κρύβουν τα πράγματα, που ήταν βαλμένα κοντά του, κάνουν το παιδί δικό τους κι αφίνουν τη γίδα να το αναθρέφη· και για να
φαίνεται και τ' όνομα του παιδιού ποιμενικό, αποφάσισαν να το φωνάζουνε Δάφνη.
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ

Πέμπτη 6 Νοεμβρίου 2014

ΗΛΙΟΔΩΡΟΣ "Αἰθιοπικὰ" 1, 1, 1 – 1, 2, 6

Ο Ηλιόδωρος από την Έμεσα. της Συρίας είναι ο συγγραφέας του τελευταίου σωζόμενου μυθιστορήματος της αρχαιότητας, των Αιθιοπικών,με τα οποία κορυφώνεται η παράδοση του μυθιστορηματικού είδους. Η συγγραφή του έργου τοποθετείται από άλλους μελετητές στον 3ο και από άλλους στον 4ο αι. μ.Χ. Η πλοκή των Αιθιοπικών είναι η συνήθης συμβατική μυθιστορηματική πλοκή: η Χαρίκλεια, κόρη των βασιλέων της Αιθιοπίας, που έχει εκτεθεί από την μητέρα της, μεταφέρεται από έναν Έλληνα στους Δελφούς, όπου γίνεται ιέρεια της Αρτέμιδος. Εκεί, κατά την διάρκεια εορτής, γνωρίζει τον Θεαγένη, ευγενή Θεσσαλό, και ερωτεύονται αμέσως. Με την συνοδεία του Καλάσιρη, Αιγυπτίου ιερέα, και ακολουθώντας ένα σκοτεινό χρησμό φεύγουν και, αφού ζήσουν πλήθος περιπετειών, φθάνουν στην Αιθιοπία, όπου η ηρωίδα αναγνωρίζεται από τους γονείς της, παντρεύεται τον Θεαγένη και αναλαμβάνουν και οι δύο ιερατικό αξίωμα. Το στοιχείο ωστόσο που διαφοροποιεί τα Αιθιοπικά από τα υπόλοιπα μυθιστορήματα είναι η περίτεχνη αφηγηματική τεχνική.
Το απόσπασμα που ακολουθεί, από την αρχή των Αιθιοπικών,αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της ιδιαίτερης επιδεξιότητας με την οποία χειρίζεται ο Ηλιόδωρος δύο στοιχεία αφηγηματικής τεχνικής, τον αφηγηματικό χρόνο και την οπτική γωνία. Το μυθιστόρημα αρχίζει, όπως και η Οδύσσεια, in medias res. Αντί να περιγράψει όμως την εναρκτήρια σκηνή ως παντογνώστης αφηγητής, ο Ηλιόδωρος επιλέγει να την παρουσιάσει μέσα από τα έκπληκτα μάτια των ληστών, επιτυγχάνοντας κατ᾽ αυτό τον τρόπο να προκαλέσει από την αρχή την αγωνία του αναγνώστη. Πιο συγκεκριμένα μια συμμορία ληστών βλέπει από ψηλά την παραλία γεμάτη νεκρά ή ημιθανή σώματα αλλά και τα απομεινάρια ενός συμποσίου που πρέπει να έλαβε χώρα ταυτόχρονα με τον θάνατό τους. Κατερχόμενοι οι ληστές προς την παραλία βλέπουν έκθαμβοι μια κόρη εξαιρετικής ωραιότητας καθισμένη σε παρακείμενο λόφο και ένα νέο που κείτεται μπροστά της. Ο αναγνώστης, που απορεί όσο και οι ληστές, θα πληροφορηθεί τα ονόματα των δύο ηρώων, καθώς επίσης τι πράγματι συνέβη, πολύ αργότερα από την διήγηση σε πρώτο πρόσωπο του Καλάσιρη, ο οποίος πιάνει το νήμα της ιστορίας από την αρχή και διηγείται όλα τα γεγονότα που έχουν προηγηθεί μέχρι να ξαναβρεθούμε στην εναρκτήρια σκηνή με τους ληστές στον Νείλο.
[1,1,1] Η μέρα μόλις που χαμογελούσε και ο ήλιος καταύγαζε τις κορυφογραμμές, όταν κάποιοι άνδρες με ληστρικό οπλισμό ξεπρόβαλαν από τους λόφους που υψώνονται πάνω από τις εκβολές του Νείλου στο στόμιο το καλούμενο Ηρακλεωτικό.1 Στάθηκαν λίγο εκεί και βάλθηκαν να ψάχνουν με τα μάτια τη θάλασσα κάτω. Πρώτα άφησαν το βλέμμα τους να πλανηθεί στο πέλαγος και, καθώς κανένα πλεούμενο δεν υποσχόταν άγρα ληστρική, έριξαν τη ματιά τους στην κοντινή παραλία. [2] Και να τι είδαν:2ένα καράβι δεμένο από τα σχοινιά της πρύμης, έρημο εντελώς και φορτωμένο ώς τα μπούνια. Το πράγμα φαινόταν και από μακριά: από το βάρος του φορτίου το νερό είχε ανέβει ώς το τρίτο ζωνάρι του πλοίου. [3] Η παραλία, γεμάτη σώματα ανθρώπων που είχαν πρόσφατα σφαγιαστεί, άλλα νεκρά και άλλα μισοπεθαμένα με κάποια μέλη τους να σπαράζουν ακόμα, μαρτυρούσε ότι η μάχη μόλις είχε τελειώσει. [4] Κι όμως δεν θα μπορούσες να πεις πως ήταν μάχη καθαρή αυτό που είχε γίνει: μαζί με τα πτώματα ήταν ανακατεμένα θλιβερά απομεινάρια από κάποιο κακότυχο φαγοπότι που είχε αυτή τη φρικτή κατάληξη· μερικά τραπέζια ήταν ακόμα γεμάτα φαγητά κι άλλα κείτονταν καταγής πλάι στα χέρια των νεκρών που τα είχαν χρησιμοποιήσει αντί για όπλα στην απρόβλεπτη εκείνη μάχη· άλλα σκέπαζαν σώματα ανθρώπων που είχαν νομίσει πως θα ᾽βρισκαν κάτω από αυτά καταφύγιο· έβλεπες κρατήρες αναποδογυρισμένους να κρέμονται από τα χέρια των νεκρών που είτε έπιναν είτε ετοιμάζονταν να τους χρησιμοποιήσουν αντί για πέτρες· η αιφνίδια συμφορά τους είχε διδάξει καινούργιες χρήσεις, αναγκάζοντάς τους να χρησιμοποιούν τα ποτήρια για βέλη. [5] Άλλος κειτόταν πληγωμένος από τσεκούρι, άλλος χτυπημένος με αιχμηρό χαλίκι από την ίδια εκείνη παραλία, άλλος είχε τα μέλη τσακισμένα από δοκάρι, άλλος ήταν πυρπολημένος με δαυλό, άλλος αλλιώς θανατωμένος, και οι περισσότεροι είχαν χτυπηθεί με βέλη από τοξότες. [6]Σε τόπο μικρό, μύρια όσα είχε σκηνοθετήσει η τύχη: με αίμα είχε μολύνει το κρασί, το γλέντι είχε αναμείξει με τη μάχη, το φονικό με το πιοτό, τις σπονδές με τις σφαγές -να ποιο ήταν το δράμα που παρουσίαζε στους Αιγύπτιους ληστές. [7] Κι εκείνοι, καθισμένοι στην πλαγιά σαν θεατές σε θέατρο, έβλεπαν τη σκηνή3 και δεν μπορούσαν να την καταλάβουν: οι νικημένοι ήταν μπροστά στα μάτια τους και πουθενά δεν έβλεπαν τους νικητές· η νίκη φαινόταν λαμπρή, τα λάφυρα όμως ασκύλευτα· το πλοίο, μόνο κι έρημο κι όμως απείραχτο σαν να το φύλαγαν πλήθος φρουροί, σαν σε ειρήνη να λικνίζεται στο κύμα. [8] Όση όμως κι αν ήταν η απορία τους για το συμβάν, το κέρδος τους τραβούσε και η λεία· και σαν να ήταν αυτοί που κέρδισαν τη νίκη, όρμησαν.

[1,2,1] Ήδη πλησίαζαν το πλοίο και τα πτώματα, όταν είδαν ένα θέαμα ακόμα πιο παράξενο. Μια κόρη καθόταν πάνω σ᾽ ένα βράχο, όμορφη τόσο που θα την έλεγες θεά,4 βαθιά πονεμένη για το κακό κι όμως μ᾽ έναν αέρα ευγένειας και περηφάνιας. [2] Φορούσε δάφνινο στεφάνι στο κεφάλι και είχε στον ώμο κρεμασμένη μια φαρέτρα· το αριστερό της μπράτσο ακουμπούσε στο τόξο, ενώ το χέρι της κρεμόταν χαλαρό.5 Με τον αγκώνα του άλλου χεριού ακουμπισμένο στον δεξιό μηρό της και με το πρόσωποαφημένο στην παλάμη, πότε έσκυβε να κοιτάξει έναν νέο που κειτόταν μπροστά της και πότε σήκωνε το κεφάλι για να κοιτάξει ολόγυρα.[3] Ο δε νέος φαινόταν μεν σοβαρά τραυματισμένος και σαν μόλις να συνερχόταν από τον βαθύ ύπνο του παρ᾽ ολίγον θανάτου του, αλλ᾽ ακόμα κι έτσι άνθιζε η αρρενωπή ομορφιά του και το πορφυρό αίμα που κυλούσε ποτάμι στα μάγουλά του έκανε να λάμπει ακόμα περισσότερο η λευκότητα του προσώπου του. Ο πόνος βάραινε τα βλέφαρά του, αλλά η όψη της κόρης τον έκανε να σηκώνει το βλέμμα σ᾽ αυτήν και το μόνο που ανάγκαζε τα μάτια του να βλέπουν ήταν ότι έβλεπαν εκείνην. [4] Καθώς σιγά σιγά ξαναρχόταν στη ζωή, στέναξε βαθιά και ψιθύρισε αδύναμα λέγοντας «Γλυκιά μου, στ᾽ αλήθεια έχεις σωθεί ή μήπως, θύμα του πολέμου κι εσύ, δεν στέργεις ούτε και νεκρή να αποσπαστείς από μένα και η ψυχή σου σαν φάντασμα με ακολουθεί στη δυστυχία μου;» Και η κόρη «Από σένα», είπε, «εξαρτάται η σωτηρία μου και ο χαμός μου· το βλέπεις αυτό;» και δείχνοντας ένα ξίφος πάνω στα γόνατά της, «ώς τώρα», είπε, «έμεινε αργό γιατί η αναπνοή σου το συγκρατούσε». [5] Και με τα λόγια αυτά εκείνη μεν τινάχτηκε από το βράχο, οι δε ληστές που στέκονταν στο λόφο, σαν να τους χτύπησε στη θέα της κεραυνός, έτρεξαν θαμπωμένοι και περίτρομοι να κρυφτούν άλλος κάτω από άλλο θάμνο· πιο μεγάλη ακόμα και πιο θεϊκή φάνταζε τώρα που ήταν όρθια, καθώς τα βέλη βρόντησαν στην ξαφνική κίνησή της, το χρυσοΰφαντο φόρεμά της άστραφτε στον ήλιο και τα μαλλιά της, λυτά κάτω από το βακχικό στεφάνι, κατρακυλούσαν ώς τη μέση της σχεδόν. [6] Μα περισσότερο απ᾽ όσα έβλεπαν τους τρόμαζε η άγνοια για όσα γίνονταν· άλλοι απ᾽ αυτούς νόμιζαν πως είναι κάποια θεά, η Άρτεμη ή η εντόπια Ίσις, άλλοι την περνούσαν για ιέρεια που είχε καταληφθεί από θεϊκή μανία και είχε διαπράξει όλο εκείνο το φονικό. Αυτά έβαζαν εκείνοι με το νου τους, αλλά δεν γνώριζαν ακόμα την αλήθεια. Και η κόρη χύθηκε ξαφνικά πάνω στο κορμί του νέου, τον έσφιγγε στην αγκαλιά της και τον καταφιλούσε, του σκούπιζε τα αίματα, στέναζε και δεν πίστευε πως ήταν ζωντανός.

(μετάφραση Αλόη Σιδέρη)

Αιθιοπικά

Ηλιόδωρος[1]
«Αιθιοπικά ή τα περί Θεαγένην και Χαρίκλειαν»[2]

Η μέρα μόλις που χαμογελούσε και ο ήλιος καταύγαζε τις κορυφογραμμές, όταν κάποιοι άνδρες με ληστρικό οπλισμό ξεπρόβαλαν από τους λόφους που υψώνονται πάνω από τις εκβολές του Νείλου στο στόμιο το καλούμενο Ηρακλεωτικό. Στάθηκαν λίγο εκεί και βάλθηκαν να ψάχνουν με τα μάτια τη θάλασσα κάτω. Πρώτα άφησαν το βλέμμα τους να πλανηθεί στο πέλαγος και, καθώς κανένα πλεούμενο δεν υποσχόταν άγρα ληστρική, έριξαν τη ματιά τους στην κοντινή παραλία. Και να τί είδαν : ένα καράβι δεμένο από τα σχοινιά της πρύμνης, έρημο εντελώς και φορτωμένο ως τα μπούνια. Το πράγμα φαινόταν και από μακριά : από το βάρος του φορτίου το νερό είχε ανέβει ως το τρίτο ζωνάρι του πλοίου. Η παραλία, γεμάτη σώματα ανθρώπων που είχαν πρόσφατα σφαγιαστεί, άλλα νεκρά και άλλα μισοπεθαμένα με κάποια μέλη τους να σπαράζουν ακόμα, μαρτυρούσε ότι η μάχη μόλις είχε τελειώσει. Κι όμως δεν θα μπορούσες να πεις πως ήταν μάχη καθαρή αυτό που είχε γίνει : μαζί με τα πτώματα ήταν ανακατεμένα θλιβερά απομεινάρια από κάποιο κακότυχο φαγοπότι που είχε αυτή τη φρικτή κατάληξη. Μερικά τραπέζια ήταν ακόμα γεμάτα φαγητά κι άλλα κείτονταν καταγής πλάι στα χέρια των νεκρών που τα είχαν χρησιμοποιήσει αντί για όπλα στην απρόβλεπτη εκείνη μάχη. Άλλα σκέπαζαν σώματα ανθρώπων που είχαν νομίσει πως θα ‘βρισκαν κάτω από αυτά καταφύγιο. Έβλεπες κρατήρες αναποδογυρισμένους να κρέμονται από τα χέρια των νεκρών που είτε έπιναν είτε ετοιμάζονταν να τους χρησιμοποιήσουν αντί για πέτρες. Η αιφνίδια συμφορά τους είχε διδάξει καινούργιες χρήσεις, αναγκάζοντάς τους να χρησιμοποιούν τα ποτήρια για βέλη. Άλλος κειτόταν πληγωμένος από τσεκούρι, άλλος χτυπημένος με αιχμηρό χαλίκι από την ίδια εκείνη παραλία, άλλος είχε τα μέλη τσακισμένα από δοκάρι, άλλος ήταν πυρπολημένος με δαυλό, άλλος αλλιώς θανατωμένος, και οι περισσότεροι είχαν χτυπηθεί με βέλη από τοξότες. Σε τόπο μικρό, μύρια όσα είχε σκηνοθετήσει η τύχη : με αίμα είχε μολύνει το κρασί, το γλέντι είχε αναμείξει με τη μάχη, το φονικό με το πιοτό, τις σπονδές με τις σφαγές – να ποιο ήταν το δράμα που παρουσίαζε στους Αιγύπτιους ληστές. Κι εκείνοι, καθισμένοι στην πλαγιά σαν θεατές σε θέατρο, έβλεπαν τη σκηνή και δεν μπορούσαν να την καταλάβουν : οι νικημένοι ήταν μπροστά στα μάτια τους και πουθενά δεν έβλεπαν τους νικητές. Η νίκη φαινόταν λαμπρή, τα λάφυρα όμως ασκύλευτα. Το πλοίο, μόνο κι έρημο κι όμως απείραχτο σαν να το φύλαγαν πλήθος φρουροί, σαν σε ειρήνη να λικνίζεται στο κύμα. Όση όμως κι αν ήταν η απορία τους για το συμβάν, το κέρδος τους τραβούσε και η λεία. Και σαν να ήταν αυτοί που κέρδισαν τη νίκη, όρμησαν.

Ήδη πλησίαζαν το πλοίο και τα πτώματα, όταν είδαν ένα θέαμα ακόμα πιο παράξενο. Μια κόρη καθόταν πάνω σ’ ένα βράχο, όμορφη τόσο που θα την έλεγες θεά, βαθιά πονεμένη για το κακό κι όμως μ’ έναν αέρα ευγένειας και περηφάνιας. Φορούσε δάφνινο στεφάνι στο κεφάλι και είχε στον ώμο κρεμασμένη μια φαρέτρα. Το αριστερό της μπράτσο ακουμπούσε στο τόξο, ενώ το χέρι της κρεμόταν χαλαρό. Με τον αγκώνα του άλλου του χεριού ακουμπισμένο στον δεξιό μηρό της και με το πρόσωπο αφημένο στην παλάμη, πότε έσκυβε να κοιτάξει ένα νέο που κειτόταν μπροστά της και πότε σήκωνε το κεφάλι για να κοιτάξει ολόγυρα. Ο δε νέος φαινόταν μεν σοβαρά τραυματισμένος και σαν μόλις να συνερχόταν από τον βαθύ ύπνο τού παρ’ ολίγον θανάτου του, αλλ’ ακόμα κι έτσι άνθιζε η αρρενωπή ομορφιά του και το πορφυρό αίμα που κυλούσε ποτάμι στα μάγουλά του έκανε να λάμπει ακόμα περισσότερο η λευκότητα του προσώπου του. Ο πόνος βάραινε τα βλέφαρά του, αλλά η όψη της κόρης τον έκανε να σηκώνει το βλέμμα σ’ αυτήν και το μόνο που ανάγκαζε τα μάτια του να βλέπουν ήταν ότι έβλεπαν εκείνην. Καθώς σιγά, σιγά ξαναρχόταν στη ζωή, στέναζε βαθιά και ψιθύρισε αδύναμα λέγοντας «Γλυκιά μου, στ’ αλήθεια έχεις σωθεί ή μήπως, θύμα του πολέμου κι εσύ, δεν στέργεις ούτε και νεκρή να αποσπαστείς από μένα και η ψυχή σου σαν φάντασμα με ακολουθεί στη δυστυχία μου ;» Και η κόρη «Από σένα», είπε, «εξαρτάται η σωτηρία μου και ο χαμός μου. Το βλέπεις αυτό ;» και δείχνοντας ένα ξίφος πάνω στα γόνατά της, «ως τώρα», είπε, «έμεινε αργό γιατί η αναπνοή σου το συγκρατούσε». Και με τα λόγια αυτά εκείνη μεν τινάχτηκε από το βράχο, οι δε ληστές που στέκονταν στο λόφο, σαν να τους χτύπησε στη θέα της κεραυνός, έτρεξαν θαμπωμένοι και περίτρομοι να κρυφτούν άλλος κάτω από άλλο θάμνο. Πιο μεγάλη ακόμα και πιο θεϊκή φάνταζε τώρα όρθια, καθώς τα βέλη βρόντησαν στην ξαφνική κίνησή της, το χρυσοΰφαντο φόρεμά της άστραφτε στον ήλιο και τα μαλλιά της, λυτά κάτω από το βακχικό στεφάνι, κατρακυλούσαν ως τη μέση της σχεδόν. Μα περισσότερο απ’ όσα έβλεπαν τους τρόμαζε η άγνοια για όσα γίνονταν. Άλλοι απ’ αυτούς νόμιζαν πως είναι κάποια θεά, η Άρτεμη ή η εντόπια Ίσις, άλλοι την περνούσαν για ιέρεια που είχε καταληφθεί από θεϊκή μανία και είχε διαπράξει όλο εκείνο το φονικό. Αυτά έβαζαν με το νου τους, αλλά δεν γνώριζαν ακόμα την αλήθεια. …
______________________

*εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 1997
________________________
[1] «Όμηρος, Βιργίλιος και Ηλιόδωρος – οι τρεις μεγάλοι επικοί ποιητές της αρχαιότητας …» Μόνο κατάπληξη θα προκαλούσε σήμερα μια τέτοια αξιολόγηση : Τί ζητά αυτός ο Ηλιόδωρος (3ος μ.Χ. αιώνας) στη χορεία των μεγάλων κλασικών ; Στον κόσμο της Αναγέννησης όμως, παρόμοιες αξιολογήσεις δεν προκαλούσαν την παραμικρή αντίδραση : Ο Ηλιόδωρος συγκραφέας του ογκώδους μυθιστορήματος που φέρει τον τίτλο Αιθιοπικά, ήταν τότε πολύ της μόδας. Ο Αλόνσο Λοπέζ Πινθιάνο, κορυφαίος θεωρητικός της λογοτεχνίας κατά τον ισπανικό χρυσό αιώνα, υποστηρίζει με παθος ότι ο Ηλιόδωρος έχει δικαιωματικά μια θέση δίπλα στον Όμηρο και τον Βιργίλιο. Και στο έργο του Philosophia Antiqua Poetica (1596), αποδεικνύει ότι ο Ηλιόδωρος πληροί, μία προς μία, τις προϋποθέσεις που έθεσε ο Αριστοτέλης για το έπος και την τραγωδία.
Απόσπασμα από την Εισαγωγή του Γιώργη Γιατρομανωλάκη
[2] Το τελευταίο «σοφιστικό» [Τα Ποιμενικά του Λόγγου, Τα κατά Λευκίππην και Κλειτοφώντα του Τάτιου και τα Αιθιοπικά αποκαλούνται «σοφιστικά» μυθιστορήματα επειδή φαίνεται να επηρεάζονται σαφέστερα από τη «Δεύτερη Σοφοστική», δηλαδή από τη γνωστή κίνηση της Αυτοκρατορικής Εποχής], κατά τα φαινόμενα, και οπωσδήποτε το εκτενέστερο και περισσότερο σύνθετο Αρχαίο Ελληνικό Μυθιστόρημα [τα πρώτα, αβέβαια «πρωτο-μυθιστορήματα» αρχίζουν να εμφανίζονται προς το τέλος της ελληνιστικής περιόδου].

Σάββατο 1 Νοεμβρίου 2014

"Δάφνις και Χλόη" Λόγγου



Δάφνις και Χλόη είναι μία ιστορία αγάπης που έγραψε ένας εκ των πρώτων μυθιστοριογράφων του κόσμου, ο Έλληνας Λόγγοςσυγγραφέας του 3ου μ.Χ. αιώνα.

Το έργο

Στην εποχή μας δεν έχουν διασωθεί άλλα έργα του Λόγγου, αλλά το Δάφνις και Χλόη διασώθηκε πλήρες και αποτελείται από 4 βιβλία. Το έργο αυτό ήταν γνωστό από την περίοδο της Αναγέννησης στην Κεντρική Ευρώπη. Πριν όμως γίνει γνωστό στην Ευρώπη, αγαπήθηκε και διασκέδαζε τις δέσποινες και τις αρχόντισσες της Μήθυμνας, από τον 3ο μ.Χ. αιώνα.
Στο βουκολικό αυτό μυθιστόρημα, η φύση, οι ήρωες του και ο ταπεινός κόσμος των αγροτών και των δούλων που τους περιβάλλει εξιδανικεύονται από τον συγγραφέα. Το ύφος του έργου είναι μοναδικό για την εκλεπτυσμένη περιγραφή του έρωτα και της φύσης. Τίποτα δεν καλύπτεται με πέπλο κι όμως το κάθε τι είναι γεμάτο μυστήριο.
Δάφνις και Χλόη, γλυπτό του Γάλλου Ζαν-Πιέρ Κορτό (1824).

Η υπόθεση

Η υπόθεση διαδραματίζεται σε μία παραλία της Λέσβου, όπου οι δύο βοσκοί Λάμων και Δρύας βρίσκουν, υιοθετούν κι ανατρέφουν μαζί δύο έκθετα παιδιά, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Τα παιδιά φορούν πολλά κοσμήματα, δείγμα της καταγωγής τους. Οι θετοί τους γονείς, οι βοσκοί Λάμων και Δρύας, τους δίνουν τα ονόματα Δάφνις και Χλόη. Όταν μεγαλώνουν τα παιδιά, αναλαμβάνουν τη βοσκή των κοπαδιών (κατσικιών και προβάτων) από τους θετούς γονείς τους, ενώ η φλόγα της αγάπης αρχίζει να διαφαίνεται στις νεανικές τους καρδιές.

Δάφνις και Χλόη στην τέχνη

Από το θέμα του εμπνεύστηκαν ζωγράφοι, όπως ο Μπουρντόν (Εθνική Πινακοθήκη Λονδίνου), ο Ζεράρ (Μουσείο Λούβρου), ο Μαρκ Σαγκάλ, γλύπτες όπως ο Νταλού και ο Κορτό (Μουσείο Λούβρου). Γνωστή είναι και η ομώνυμη χορογραφική συμφωνία του Μωρίς Ραβέλ σε 3 μέρη με χορικά.
Το μυθιστόρημα για πρώτη φορά μεταφράστηκε στη γαλλική γλώσσα από τον επίσκοπο Ωξέρ Αμνώ το 1551 και η πρώτη ολοκληρωμένη έκδοση έγινε το 1810 από τον Πωλ-Λουΐ Κουριέ. Ακολούθησαν πολλές εκδόσεις με σχόλια και διορθώσεις. Στα γερμανικά η καλύτερη έκδοση θεωρείται του εκδοτικού οίκου Prestel – Verlag (1994) εμπλουτισμένη με 42 λιθογραφίες του Σαγκάλ.

Η ταινία

Το 1931 γυρίστηκε βουβή ταινία του ελληνικού κινηματογράφου υπό τον ίδιο τίτλο (Δάφνις και Χλόη) βασισμένη στο Ειδύλλιον του Λόγγουσε σενάριο και σκηνοθεσία του Ορέστη Λάσκου.


Βιβλιογραφία



Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2014

ΧΑΡΙΤΩΝ

Τὰ περὶ Χαιρέαν καὶ Καλλιρρόην 8, 1, 1-15

Πηγή: http://www.greek-language.gr/Resources/ancient_greek/anthology/literature/browse.html?text_id=567



Πρόκειται κατά πάσα πιθανότητα για το αρχαιότερο σωζόμενο μυθιστόρημα, αφού η συγγραφή του τοποθετείται μεταξύ του 1ου αι. π.Χ. και του 1ου αι. μ.Χ. Το λογοτεχνικό είδος του μυθιστορήματος ακμάζει από τον 1ο αι. π.Χ ώς τον 4ο αι. μ.Χ., και παρουσιάζει την ακόλουθη τυπική πλοκή: δύο νέοι ερωτεύονται κεραυνοβόλα, αλλά ποικίλα εμπόδια τους εξαναγκάζουν να αποχωριστούν και να περιπλανηθούν σ ολόκληρη σχεδόν την ανατολική Μεσόγειο, δοκιμάζοντας πλήθος περιπετειών, διατηρώντας όμως την αγνότητά τους μέχρι την οριστική επανένωση.
Για τον συγγραφέα γνωρίζουμε μόνο ότι καταγόταν από την Αφροδισιάδα της Καρίας και ότι υπήρξε γραμματέας του δικηγόρου Αθηναγόρα. Ο Χαρίτων επιλέγει ως σκηνικό του έργου του το κλασικό παρελθόν: τοποθετεί την δράση στα τέλη του 5ου/αρχές του 4ου αι. π.Χ. και χρησιμοποιεί επιπλέον γνωστά ιστορικά πρόσωπα, αν και με αναχρονισμούς (ο Ερμοκράτης π.χ. ταυτίζεται με τον στρατηγό που κατατρόπωσε τον Αθηναϊκό στόλο στις Συρακούσες το 413 π.Χ., ο Αρταξέρξης ο Β᾽ και οι σατράπες του είναι επίσης υπαρκτά πρόσωπα). Το ψευδο-ιστορικό αυτό πλαίσιο όμως λειτουργεί μόνο ως φόντο για να εκτυλιχθεί μια ερωτική ιστορία, η οποία αντανακλά την ευαισθησία της ελληνιστικής εποχής, όσον αφορά την έμφαση στο ιδιωτικό στοιχείο και την απόδοση της ψυχολογίας των ηρώων. Τα νήματα της αφήγησης κινεί η ίδια η θεά Αφροδίτη· ο κεραυνοβόλος έρωτας και ο γάμος των δύο νέων αποτελούν δικό της έργο. Αλλά και όσα ακολουθούν. δηλ. ο χωρισμός και οι περιπέτειες που θα οδηγήσουν τους ήρωες ώς την αυλή του Πέρση βασιλιά, την δίκη κτλ., αποτελούν την τιμωρία της θεάς για τον φαινομενικό θάνατο της Καλλιρόης, που προκάλεσε ο Χαιρέας από ζήλεια. Η επανένωση θα επέλθει μόνον όταν ο ήρωας θα έχει πλήρως εξαγνισθεί μέσα από τις δοκιμασίες. Κομβικό επίσης ρόλο στην εξέλιξη της πλοκής παίζει η θεϊκή ομορφιά της Καλλιρόης. που προκαλεί την εμφάνιση ερωτικών αντιζήλων με τις συνακόλουθες περιπλοκές. Στο απόσπασμα που ανθολογείται, εξιστορούνται η συνάντηση, η περιπαθής "αναγνώριση", και η οριστική ένωση των δύο ηρώων.

[8,1,1] Πώς λοιπόν ο Χαιρέας, που νόμιζε ότι η Καλλιρρόη είχε δοθεί στον Διονύσιο,1 αυτομόλησε στον Αιγύπτιο, για να εκδικηθεί το Βασιλέα· πώς, αφού διορίστηκε ναύαρχος, έγινε κυρίαρχος στη θάλασσα· και τέλος πώς, μετά τη νίκη, κατέλαβε την Άραδο,2 όπου ο Βασιλέας είχε μεταφέρει τη γυναίκα του και όλη του την ακολουθία, μαζί με την Καλλιρρόη: αυτά τα διαβάσατε στο προηγούμενο μέρος της ιστορίας μου.3 [2] Η Τύχη4 όμως σκόπευε να κάνει άλλο ένα κατόρθωμα, όχι μόνο παράδοξο, αλλά και, θλιβερό αυτή τη φορά: να αγνοήσει δηλαδή ο Χαιρέας την Καλλιρρόη, ενώ την είχε μέσα στα χέρια του, και να κάνει πανιά, παίρνοντας όλες τις ξένες γυναίκες κι αφήνονταςεκεί μόνο τη δική του, όχι σαν αποκοιμισμένη Αριάδνη,5 ούτε για τον μυθικό νυμφίο, τον Διόνυσο, αλλά για να την κερδίσουν λάφυρο οι εχθροί. Η Αφροδίτη, όμως, ήταν αντίθετη σ᾽ αυτή τη φοβερή πράξη. [3] Πίστευε, βλέπετε, πως είχε φτάσει πια η ώρα της συμφιλίωσης με τον ήρωά μας, μολονότι στο παρελθόν είχε οργισθεί άγρια μαζί του για την αδικαιολόγητη ζηλοτυπία του: πήρε από κείνη το πιο όμορφο δώρο, ένα δώρο ανώτερο κι απ᾽ αυτό που είχε προσφέρει στον Πάρη, κι αυτός το ατίμασε. Δεν περιφρονούνται έτσι τα δώρα των θεών. Επειδή όμως ο Χαιρέας ξεπλήρωσε στο ακέραιο το χρέος του στον Έρωτα -περιπλανήθηκε με μύρια πάθη από τη Δύση μέχρι την Ανατολή- η Αφροδίτη τον λυπήθηκε. Το ζευγάρι λοιπόν που η ίδια ταίριαξε από τα πιο όμορφα πλάσματα της οικουμένης, αφού το γύμνασε σε στεριά και σε θάλασσα, αποφάσισε να το ξαναενώσει. [4] Νομίζω πως αυτό το τελευταίο κεφάλαιο θα είναι το πιο ευχάριστο στον αναγνώστη, γιατί θα φέρει την κάθαρση απ᾽ όλα τα θλιβερά συμβάντα που προηγήθηκαν. Φτάνουν πια οι πειρατείες, η σκλαβιά, τα δικαστήρια, οι απόπειρες αυτοκτονίας, ο πόλεμος, οι μάχες, οι αλώσεις· τώρα έχουμε δίκαιους έρωτες και νόμιμους γάμους. [5] Πώς λοιπόν η θεά αποκάλυψε άξαφνα την αλήθεια κι έκανε τους δυο εραστές ν᾽ αναγνωρίσουν ο ένας τον άλλον, θα σας το περιγράψω αμέσως.
Ήταν απόγευμα, και οι περισσότεροι αιχμάλωτοι δεν είχαν φορτωθεί ακόμη στα καράβια. Κουρασμένος ο Χαιρέας σηκώνεται για να ρυθμίσει τα θέματα του απόπλου. [6] Καθώς διέσχιζε την αγορά, τον πλησιάζει ο Αιγύπτιος και του λέει:
«Αφέντη μου, εδώ βρίσκεται αυτή που αρνιέται να μας ακολουθήσει. Προτιμά να μείνει μόνη, χωρίς νερό, χωρίς φαΐ. Θα πεθάνει στα σίγουρα. Ίσως εσύ την πείσεις να σηκωθεί. Είναι άλλωστε το ωραιότερο λάφυρο -γιατί να το αφήσεις;» Συνηγόρησε και ο Πολύχαρμος,6 μήπως και τον έριχνε σε κάποιον καινούριον έρωτα και ξεχνούσε την Καλλιρρόη: - «Ας μπούμε, Χαιρέα.»

1] Πώς λοιπόν ο Χαιρέας, που νόμιζε ότι η Καλλιρρόη είχε δοθεί στον Διονύσιο,1 αυτομόλησε στον Αιγύπτιο, για να εκδικηθεί το Βασιλέα· πώς, αφού διορίστηκε ναύαρχος, έγινε κυρίαρχος στη θάλασσα· και τέλος πώς, μετά τη νίκη, κατέλαβε την Άραδο,2 όπου ο Βασιλέας είχε μεταφέρει τη γυναίκα του και όλη του την ακολουθία, μαζί με την Καλλιρρόη: αυτά τα διαβάσατε στο προηγούμενο μέρος της ιστορίας μου.3 [2] Η Τύχη4 όμως σκόπευε να κάνει άλλο ένα κατόρθωμα, όχι μόνο παράδοξο, αλλά και, θλιβερό αυτή τη φορά: να αγνοήσει δηλαδή ο Χαιρέας την Καλλιρρόη, ενώ την είχε μέσα στα χέρια του, και να κάνει πανιά, παίρνοντας όλες τις ξένες γυναίκες κι αφήνονταςεκεί μόνο τη δική του, όχι σαν αποκοιμισμένη Αριάδνη,5 ούτε για τον μυθικό νυμφίο, τον Διόνυσο, αλλά για να την κερδίσουν λάφυρο οι εχθροί. Η Αφροδίτη, όμως, ήταν αντίθετη σ᾽ αυτή τη φοβερή πράξη. [3] Πίστευε, βλέπετε, πως είχε φτάσει πια η ώρα της συμφιλίωσης με τον ήρωά μας, μολονότι στο παρελθόν είχε οργισθεί άγρια μαζί του για την αδικαιολόγητη ζηλοτυπία του: πήρε από κείνη το πιο όμορφο δώρο, ένα δώρο ανώτερο κι απ᾽ αυτό που είχε προσφέρει στον Πάρη, κι αυτός το ατίμασε. Δεν περιφρονούνται έτσι τα δώρα των θεών. Επειδή όμως ο Χαιρέας ξεπλήρωσε στο ακέραιο το χρέος του στον Έρωτα -περιπλανήθηκε με μύρια πάθη από τη Δύση μέχρι την Ανατολή- η Αφροδίτη τον λυπήθηκε. Το ζευγάρι λοιπόν που η ίδια ταίριαξε από τα πιο όμορφα πλάσματα της οικουμένης, αφού το γύμνασε σε στεριά και σε θάλασσα, αποφάσισε να το ξαναενώσει. [4] Νομίζω πως αυτό το τελευταίο κεφάλαιο θα είναι το πιο ευχάριστο στον αναγνώστη, γιατί θα φέρει την κάθαρση απ᾽ όλα τα θλιβερά συμβάντα που προηγήθηκαν. Φτάνουν πια οι πειρατείες, η σκλαβιά, τα δικαστήρια, οι απόπειρες αυτοκτονίας, ο πόλεμος, οι μάχες, οι αλώσεις· τώρα έχουμε δίκαιους έρωτες και νόμιμους γάμους. [5] Πώς λοιπόν η θεά αποκάλυψε άξαφνα την αλήθεια κι έκανε τους δυο εραστές ν᾽ αναγνωρίσουν ο ένας τον άλλον, θα σας το περιγράψω αμέσως.
Ήταν απόγευμα, και οι περισσότεροι αιχμάλωτοι δεν είχαν φορτωθεί ακόμη στα καράβια. Κουρασμένος ο Χαιρέας σηκώνεται για να ρυθμίσει τα θέματα του απόπλου. [6] Καθώς διέσχιζε την αγορά, τον πλησιάζει ο Αιγύπτιος και του λέει:
«Αφέντη μου, εδώ βρίσκεται αυτή που αρνιέται να μας ακολουθήσει. Προτιμά να μείνει μόνη, χωρίς νερό, χωρίς φαΐ. Θα πεθάνει στα σίγουρα. Ίσως εσύ την πείσεις να σηκωθεί. Είναι άλλωστε το ωραιότερο λάφυρο -γιατί να το αφήσεις;» Συνηγόρησε και ο Πολύχαρμος,6 μήπως και τον έριχνε σε κάποιον καινούριον έρωτα και ξεχνούσε την Καλλιρρόη: - «Ας μπούμε, Χαιρέα.»
[7] Σαν πέρασε το κατώφλι και την αντίκρισε ριγμένη καταγής και καλυμμένη με το πέπλο της, αμέσως από την ανάσα της και τη στάση του σώματός της ένιωσε κάποια αναστάτωση. Και σίγουρα θα την αναγνώριζε, αν δεν ήταν πεπεισμένος πως η Καλλιρρόη βρισκόταν στα χέρια του Διονύσιου. [8] Την πλησίασε ήρεμα και της είπε:
«Μη φοβάσαι, γυναίκα, όποια κι αν είσαι. Δεν θα σε ζορίσουμε. Θα αποκτήσεις τον άντρα που επιθυμείς.» Ενώ ακόμα μιλούσε, η Καλλιρρόη, αναγνωρίζοντας τη φωνή του, αποκαλύφθηκε. Τότε κι οι δυο μαζί αναφώνησαν.7
- «Χαιρέα!»
- «Καλλιρρόη!»
Ο ένας έπεσε στην αγκαλιά του άλλου και σωριάστηκαν λιπόθυμοι στη γη. [9] Ο Πολύχαρμος, που δεν πίστευε στα μάτια του, είχε μείνει άναυδος. Μόνο αφού πέρασε κάμποση ώρα, τους είπε: «Σηκωθείτε. Ξαναβρήκατε ο ένας τον άλλον. Οι θεοί εισάκουσαν τις προσευχές σας. Θυμηθείτε όμως ότι δεν είσαστε στην πατρίδα, αλλά σε εχθρικό έδαφος. Οφείλετε πρώτα ν᾽ αντιμετωπίσετε αυτή τη δυσκολία, ώστε να μη σας ξαναχωρίσει κανείς.»[10] Αυτά τους φώναζε ξανά και ξανά. Μα τα λόγια του έφταναν στ᾽ αυτιά τους, απόμακρα, σαν να βρίσκονταν στο βάθος ενός πηγαδιού. Κάποια στιγμή ανέβηκαν στην επιφάνεια. Ξανακοιτάχτηκαν, ξαναφιλήθηκαν, κι αφέθηκαν πάλι στο βυθό. Το ίδιο έγινε για δεύτερη και τρίτη φορά, μα το μόνο που έλεγαν ήταν:
«Σε έχω, αν είσαι στ᾽ αλήθεια η Καλλιρρόη!»
- «Σε έχω, αν είσαι στ᾽ αλήθεια ο Χαιρέας!»
[11] Η Φήμη δεν άργησε να διαδώσει ότι ο ναύαρχος βρήκε τη γυναίκα του. Στρατιώτης δεν έμεινε σε σκηνή ούτε ναύτης σε τριήρη· ακόμα κι οι φρουροί των σπιτιών εγκατέλειψαν τις θέσεις τους. Απ᾽ όλα τα μέρη έτρεχαν εκεί διαλαλώντας την είδηση: «Τι ευτυχισμένη γυναίκα: Τον πιο όμορφο άντρα τον έχει δικό της!» Σαν όμως φανερώθηκε η Καλλιρρόη, κανείς πια δεν παίνευε τον Χαιρέα, αλλά όλων τα μάτια ήταν καρφωμένα πάνω της, σαν να υπήρχε μόνο εκείνη. [12] Προχωρούσε λοιπόν περήφανη, ανάμεσα στον Χαιρέα και τον Πολύχαρμο. Τους έραναν με άνθη, τους πετούσαν στεφάνια, και μπροστά στα πόδια τους χύνονταν μύρα και κρασί. Ό,τι πιο γλυκό δίνει η ειρήνη και ό,τι πιο χαρμόσυνο φέρνει ο πόλεμος υπήρχαν μαζί: τα επινίκια και οι γάμοι. [13] Ο Χαιρέας, που συνήθιζε να κοιμάται στην τριήρη και να ασχολείται με χίλια δυο ζητήματα μέρα-νύχτα, τα άφησε όλα στον Πολύχαρμο, και χωρίς καν να περιμένει να νυχτώσει, μπήκε στο βασιλικό κοιτώνα. (Σε κάθε πόλη υπάρχει μια έπαυλη στη διάθεση του Μεγάλου Βασιλέα.) [14] Το κρεβάτι είχε επένδυση χρυσού. Τα στρωσίδια ήταν βαμμένα με πορφύρα από την Τύρο και το ύφασμά τους είχε έρθει από τη Βαβυλώνα. Ποιος θα μπορούσε να περιγράψει τη νύχτα εκείνη; Με πόσες αφηγήσεις δεν ήταν γεμάτη, με πόσα δάκρυα και φιλιά μαζί! Πρώτη άρχισε την ιστορία της η Καλλιρρόη: πώς αναστήθηκε μέσα στον τάφο, πώς την έβγαλε ο Θήρων,8 το ταξίδι, την αγοραπωλησία ... [15]Μέχρι εδώ ο Χαιρέας έκλαιγε ακούγοντας τα πάθη της. Όταν όμως η εξιστόρηση έφτασε στη Μίλητο,9 η Καλλιρρόη ντράπηκε να συνεχίσει, ενώ ο Χαιρέας ξαναθυμήθηκε την έμφυτη ζηλοτυπία του. Τον παρηγόρησε , ωστόσο, η αφήγηση για το παιδί του.

(μετάφραση Βασίλης Λεντάκης)