Η ανάσταση του Μάικλ Τζάκσον
του Ηλία Κολοκούρη
Ο Μάικλ Τζάκσον ανεστήθη; Τι λέει τούτος; Ο Δημήτρης Σωτάκης στο τελευταίο, και καλύτερό του μυθιστόρημα, παρωδεί την ποπ λογοτεχνία τη βασιζόμενη στον βίο και τη πολιτεία διασήμων μουσικών ειδώλων. Αλήθεια, τι έκανε ο Έλβις όταν απολύθηκε από το στρατό; Πού ήταν ο Τζον όταν χώρισε με τη Γιόκο; Ποιες οι τελευταίες στιγμές του Τζιμ Μόρισον; Ιντριγκαδόρικα ερωτήματα. Συγγραφείς αποπειράθηκαν απάντησης, γράφοντας αληθοφανείς ευπώλητες εκδοχές. Ο Σωτάκης πάει πέρα από όλα αυτά. Τα αφομοιώνει, τα κοροϊδεύει.
Ο δικός του Μάικλ, ουδεμία σχέση έχει με τον Τζάκσον. Γράφει ποιήματα. Θέλει να εκδώσει μια ποιητική συλλογή. Συναντάται με τον εν δυνάμει διευθυντή εκδόσεων. Διοργανώνει συναυλία σε μια αυλή της Αθήνας. Βοηθά έναν υπερχρεωμένο Κινέζο. Παλαβά πράγματα.
Ο ίδιος ο Σωτάκης προσδιορίζει το είδος της γραφής του ως «αγέλαστη κωμωδία». Μα είναι τόσα τα αναγνώσιμα παράδοξα, που γελάμε. Με την μαυρίλα του άλλου, γιατί βλέπουμε τη δική μας μαυρίλα. Τα προβλήματα που θίγει; Καθημερινά. Η μοναξιά του ανθρώπου, η ανάγκη για παρέα, το αδιέξοδο της εύρεσης εργασίας, η αίσθηση που φροντίζει η ζωή να μας φορτώσει πως είμαστε άχρηστοι, πως τίποτε δεν μπορούμε να φέρουμε εις πέρας. Μια έξωθεν επιβεβλημένη, ανελέητη αργία. Όμως εδώ περιγράφονται δίχως κλισέ, χωρίς πολυφορεμένο δημοσιογραφικό λεξιλόγιο.
Γιατί ο Μάικλ Τζάκσον; Γιατί αναρτώντας στο facebook τα άσματα του θεϊκού αυτού αστέρος, μήπως δεν καμωνόμαστε ότι είμαστε για λίγο εκείνος; Θέλω να πω, ποιος λαμβάνει το Like; O κυρ Τάσος που ποστάρει το Beat it ή το άσμα; Οικειοποιούμαστε την ταυτότητα του εκάστοτε αναρτώμενου τραγουδιστού. Όχι; Ομοίως και ο ήρωας του μυθιστορήματος. Είναι καταθλιβόμενος, μα δεν χρησιμοποιεί καθόλου, λέει, υπολογιστή. Ναι καλά. Θαρρώ τον χρησιμοποιεί πολύ, γι' αυτό και τον επισκέπτεται ο Μάικλ ένα βροχερό καλοκαιρινό βράδυ, ολοζώντανος στο youtube.
Δηλαδή, ο ίδιος ο ήρωας, βυθισμένος σε μια δυστυχώς ρεαλιστική κατάθλιψη, ενδύεται τον Τζάκσον. Ως μη Μάικλ, ηδονή βρίσκει στην ενδεχόμενη έξοδό του από την ακατανόητη ζωή. Ως Μάικλ τα βλέπει λίγο καλύτερα. Ελπίζει. Σκοτεινά ένθετα κεφάλαια φωτίζουν τον ερεβώδη αυτόν ψυχισμό, ο οποίος βάζοντας τα πράγματα στην λογική τους σειρά, καταλήγει στο τίποτα: πώς μπορεί να γλιτώσει ένας άνθρωπος από τη θλίψη ενός απογεύματος, όπου τίποτα δε θα συμβεί, κανένα όνειρο δε θα παρεισφρήσει στο τίποτα εκείνων των δευτερολέπτων, που θα γκρεμίσουν όσα έφτιαξε; Κάθε αξιοπρέπεια χάνεται, αδύνατον να τα βγάλει πέρα μόνος του, οικονομικά και συναισθηματικά.
Μια οικογένεια υιοθετεί τον Μάικλ, μα εκείνος επιστρέφει στον φίλο του. Γυναίκες; Μυροφόρες να ψάλλουν; Υπάρχουν για τον απελπισμένο αφηγητή; Όχι. Δεν αφήνεται, καμιά παρηγοριά στα χάδια τους. Για τον Μάικλ όμως, ναι. Συνουσιάζεται με την κυρία Ντίνα, μαγείρισσα του αφηγητή, χήρα, μεγάλη γυναίκα. Η οποία αθώα έπλενε τα πιάτα, όταν της όρμησε.
Ο ήρωάς μας κάποια στιγμή «αυτοκτονεί». Και έπειτα απλώς επιστρέφει δριμύτερος. Τον εγκαταλείπει εντέλει ο Μάικλ και όλα λύνονται. Παράδοξη η λύση της θλίψης του αφηγητή; Όχι, γιατί όλοι ετούτοι οι ήρωες ήταν προσωπεία του ίδιου ανθρώπου. Όση συμπάθεια νιώθουμε για αυτόν τον μοναχικό άνθρωπο που εφευρίσκει τούτα τα δαιμόνια, τους φανταστικούς φίλους του (και τον Μάικλ) στην αρχή του αδιεξόδου, τόση συμπάθεια αισθανόμαστε και όταν τελικά το κενό γκρεμίζεται και ο άνθρωπος βγαίνει στο φως. Τελικά; Αισιοδοξία, όσο κι αν κάποτε βρεθείς στο Κομμωτήριο, ανάμεσα σε κρετίνους που γνωρίζουν τα πάντα. Γιατί; Γιατί μόνο αν κάνεις έναν άνθρωπο ευτυχισμένο αξίζει να λες ότι κάποτε βάδισες κι εσύ για λίγο πάνω σ' αυτόν τον πλανήτη, αφού έχεις ακούσει την καρδιά του μέσα στην άγρια νύχτα να χτυπάει δίπλα στην δική σου.
Η ανάσταση του Μάικλ Τζάκσον κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος