Dante Gabriel Rossetti (1828-1882)
Beata Beatrix
Είδα τη Βεατρίκη μου στο δρόμο, κι ευθύς ο δρόμος έγινε δρόμος ονείρου.
Αντιπαρήλθα πλάι της, σα διαβάτης, και όλη η ψυχή μου άνθισε ως σε άνοιξη.
Χαθήκαμε κι’ οι δυο στην κίνηση της πόλης, αλλά πλουτίσαν οι ανάμνησές μας
με την εικόνα του άλλου ζωντανή, και συντροφιά τα δυο του μάτια φωτοβόλα.
Στο πλάι μου, Φύλακες Άγγελοι, αιωρούμενα τα βλέμματα της αγάπης.
Άστρα εξαιρετικά στ΄ολόμαυρο Στερέωμα του γύρω μου κενού, έρημου χώρου.
Μας εδάμασε και τους δυο το μυστήριο που καλύπτει την ψυχή του πλησίον.
Μας έφερε αντιμέτωπους, στο χάος του εγκόσμιου βίου, πρόσωπο προς πρόσωπο.
Η κοινότατη γένηκε με μιας ζωή, για μας, θαύμα ονείρου.
Και τέφρα πολλή συγκάλυψε την πριν ανόητη φωτοχυσία.
Με μεγαλοπρέπειαν ανάτειλε για μας ο φλογερός ο Ήλιος των Μεσονυχτίων,
που συγκρατεί στην αγκαλιά του όλα τα πλήθη των Αστερισμών του Στερεώματος,
και ουδέποτε αναζήτησε τον όλεθρό τους στη γαλανή εξαφάνιση.
Μας εσυγκάλυψαν με μιας τα πυκνά νυχτερινά σύννεφα.
Επερπατήσαμε νυχτερινά σε δασώδη βουνά, σε συννεφιές μουντές, σαν θεοί·
χανόνταν οι συνομιλίες μας σε αιώνιες εκτάσεις,
κινούσαμε το ενδιαφέρον όλης της πλάσης, αγαπημένοι καθώς διαβαίναμε.
Σκοπός κανένας ή επιθυμία δε μας οδηγούσε σ’ αυτούς τους περιπάτους.
Ήταν η ξενοιασιά κι’ η αμεριμνησία των σκοτεινών κόσμων.
Η ευτυχία του μυστηρίου, που κρατώντας μας απ’ το χέρι, μας οδηγούσε.
Δε μας ετάρασσε η συνάντηση των ρυακιών, των πουλιών τα πετάγματα,
ούτε το φύσημα των ανέμων, ούτε ο θόλος της υγρασίας.
Όλα ήταν γοητεία, και δώρα ουράνια, και ανάπαυση παρά πολλή.
Αλλά ήρθε ο Χρόνος να σημάνει, ο γήινος, με τους μεταλλικούς τους ήχους,
που, αυτοί, περνούνε αλάθητα, σα σφαίρες, τα διαστήματα
και φθάνουν ως εμάς. Ήρθαν τα ρόδινα σύννεφα της Αυγής.
Ήρθεν ο Ήλιος. Να βγαίνει από τη θάλασσα και να φωτίζει.
Ήρθεν η Μέρα. Και η σφραγίδα των πλανήσεών μας.
Και οι δρόμοι να πληθαίνουνε από κίνηση, περίσκεψη πολλή, ασχολίες εγκόσμιες.
Μόνος προς την Ανάμνηση ανυψώνω τώρα τα χέρια ικετευτικά,
να μου χαρίζει κάποτε με όλη τη δύναμη τις στιγμές των ονείρων,
τώρα, που εφυγαδεύθηκαν, ίσως για πάντα, οι τέτοιες απέραντες νύχτες.
Αντιπαρήλθα πλάι της, σα διαβάτης, και όλη η ψυχή μου άνθισε ως σε άνοιξη.
Χαθήκαμε κι’ οι δυο στην κίνηση της πόλης, αλλά πλουτίσαν οι ανάμνησές μας
με την εικόνα του άλλου ζωντανή, και συντροφιά τα δυο του μάτια φωτοβόλα.
Στο πλάι μου, Φύλακες Άγγελοι, αιωρούμενα τα βλέμματα της αγάπης.
Άστρα εξαιρετικά στ΄ολόμαυρο Στερέωμα του γύρω μου κενού, έρημου χώρου.
Μας εδάμασε και τους δυο το μυστήριο που καλύπτει την ψυχή του πλησίον.
Μας έφερε αντιμέτωπους, στο χάος του εγκόσμιου βίου, πρόσωπο προς πρόσωπο.
Η κοινότατη γένηκε με μιας ζωή, για μας, θαύμα ονείρου.
Και τέφρα πολλή συγκάλυψε την πριν ανόητη φωτοχυσία.
Με μεγαλοπρέπειαν ανάτειλε για μας ο φλογερός ο Ήλιος των Μεσονυχτίων,
που συγκρατεί στην αγκαλιά του όλα τα πλήθη των Αστερισμών του Στερεώματος,
και ουδέποτε αναζήτησε τον όλεθρό τους στη γαλανή εξαφάνιση.
Μας εσυγκάλυψαν με μιας τα πυκνά νυχτερινά σύννεφα.
Επερπατήσαμε νυχτερινά σε δασώδη βουνά, σε συννεφιές μουντές, σαν θεοί·
χανόνταν οι συνομιλίες μας σε αιώνιες εκτάσεις,
κινούσαμε το ενδιαφέρον όλης της πλάσης, αγαπημένοι καθώς διαβαίναμε.
Σκοπός κανένας ή επιθυμία δε μας οδηγούσε σ’ αυτούς τους περιπάτους.
Ήταν η ξενοιασιά κι’ η αμεριμνησία των σκοτεινών κόσμων.
Η ευτυχία του μυστηρίου, που κρατώντας μας απ’ το χέρι, μας οδηγούσε.
Δε μας ετάρασσε η συνάντηση των ρυακιών, των πουλιών τα πετάγματα,
ούτε το φύσημα των ανέμων, ούτε ο θόλος της υγρασίας.
Όλα ήταν γοητεία, και δώρα ουράνια, και ανάπαυση παρά πολλή.
Αλλά ήρθε ο Χρόνος να σημάνει, ο γήινος, με τους μεταλλικούς τους ήχους,
που, αυτοί, περνούνε αλάθητα, σα σφαίρες, τα διαστήματα
και φθάνουν ως εμάς. Ήρθαν τα ρόδινα σύννεφα της Αυγής.
Ήρθεν ο Ήλιος. Να βγαίνει από τη θάλασσα και να φωτίζει.
Ήρθεν η Μέρα. Και η σφραγίδα των πλανήσεών μας.
Και οι δρόμοι να πληθαίνουνε από κίνηση, περίσκεψη πολλή, ασχολίες εγκόσμιες.
Μόνος προς την Ανάμνηση ανυψώνω τώρα τα χέρια ικετευτικά,
να μου χαρίζει κάποτε με όλη τη δύναμη τις στιγμές των ονείρων,
τώρα, που εφυγαδεύθηκαν, ίσως για πάντα, οι τέτοιες απέραντες νύχτες.
Ο Ν. Βαγενάς, με αφορμή την ανθολογία του Τέλλου Αγρα «Οι νέοι», αναφέρεται στα άσχημα παιχνίδια που μπορούν να παίξουν στους νέους ποιητές οι συλλογές και αναφέρει ως εξέχον παράδειγμα αυτό του μοντερνιστικού ποιητή Τάκη Παπατσώνη
Οι ανθολογίες και οι ξεχασμένοι ποιητές
Τύχη αγαθή μια απρογραμμάτιστη επίσκεψή μου σ' ένα νέο παλαιοβιβλιοπωλείο έφερε στα χέρια μου την περίφημη ανθολογία «Οι νέοι» του Τέλλου Αγρα (1922). Την αποκαλώ περίφημη κυριολεκτικά, γιατί είναι πολύ περισσότερο γνωστή εκ φήμης κυρίως από την περιγραφή της στην εισαγωγή της ανθολογίας Νεωτερικοί ποιητές του μεσοπολέμου του Αλέξ. Αργυρίου (1979) παρά εξ αυτοψίας. Συλλεκτικό «κομμάτι» σήμερα το βιβλίο αυτό μαζί με την ετέρα σύγχρονή του Ανθολογία των νέων ποιητών μας (1922), που επιμελητής της φέρεται ο Φώτος Γιοφύλλης, είναι, απ' όσο γνωρίζω, οι πρώτες ανθολογίες νέων ποιητών στον ελληνικό χώρο, εισηγητικές εκείνου του τύπου της ανθολογίας, που τείνει στις μέρες μας να γίνει λογοτεχνικό «είδος».
Η διαχρονικότητα των συλλογών
Η ανάγνωση της ανθολογίας του Αγρα μ' έκανε να σκεφτώ τις αντιδράσεις ορισμένων νέων ποιητών στην πρόσφατη Ανθολογία νεότερης ελληνικής ποίησης 1980-1997 του Ευριπίδη Γαραντούδη· αντιδράσεις εύλογες, αφού η ανθολογία αυτή πάσχει ακριβώς από το αντίθετο εκείνου από το οποίο πάσχει η ανθολογία του Αγρα: από υπερβολική τόλμη. ΟΑγρας ανθολόγησε εβδομήντα ποιητές που εμφανίστηκαν μέσα σε μια δεκαπενταετία· οΓαραντούδης δεκατέσσερις που δημοσίευσαν στο διάστημα δεκαοχτώ χρόνων. Η επιλεκτικότητα, που είναι απαραίτητη σ' αυτού του είδους τις ανθολογήσεις, υπήρξε στην περίπτωση της πρόσφατης ανθολογίας, πιστεύω, μεγαλύτερη απ' ό,τι θα έπρεπε, με αποτέλεσμα να μην περιέχονται σ' αυτήν ορισμένοι ποιητές που θα έπρεπε να είχαν περιληφθεί.
Ωστόσο, οι νέοι ποιητές δεν θα πρέπει να δίνουν υπερβολική σημασία στις ανθολογίες νέων ποιητών. Γιατί αν ο χρόνος παίζει άσχημα παιχνίδια σε ποιητές και σε ανθολόγους, παίζει παιχνίδια ασχημότερα στις ανθολογίες νέων ποιητών, όπως δείχνει η ως τώρα εμπειρία αλλά και η κοινή λογική. Θέλω να πω ότι οι ανθολογίες αυτές είναι οι λιγότερο ανθεκτικές στο πέρασμα του χρόνου. Θέλω, ακόμη, να πω ότι η ανθεκτική ποίηση των νέων (αλλά και των ποιητών κάθε ηλικίας) θα επιβιώσει και ερήμην των ανθολογήσεων της εποχής της, γιατί στην τέχνη, μακροπρόθεσμα, τίποτε το σημαντικό δεν χάνεται, εκτός βέβαια αν μείνει αθέατο για μη καλλιτεχνικούς λόγους ή αφανιστεί από φυσική καταστροφή. Ελάχιστα πράγματα σώζονται σήμερα ως ζωντανή ποίηση από τους στίχους του πλήθους των νέων ποιητών που συνωστίζονται στην ανθολογία του Αγρα (ο «Ορέστης» του Βάρναλη, ο «Hidalgo» του Φιλύρα, το «Εκάτης πάθη» του Λαπαθιώτη, το «Αθήνα» του Καρυωτάκη, και ίσως ένα-δύο ακόμη άλλων ποιητών). Ομως σ' αυτά τα ελάχιστα ένα ποίημα ξεχωρίζει, οι στίχοι ενός ποιητή που η κριτική του τύχη είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα.
Ενας ανατρεπτικός δημιουργός
Το ποίημα είναι το «Beata Beatrix» του Τάκη Παπατσώνη, ενός από τους λίγους ποιητές που ο Αγρας ανθολογεί με ένα μόνο ποίημα. Μέσα στο πυκνό, απολιθωμένο σήμερα, δάσος της ανθολογίας, και ανάμεσα στα ευάριθμα ζωντανά ποιήματα που αναφέραμε, το ποίημα αυτό εμφανίζεται σαν ένα ξέφωτο, που ξαφνιάζει με την απροσδόκητη παρουσία του. Το απροσδόκητο έγκειται στη μοναδικότητά του, γιατί το ποίημα αυτό είναι εντελώς διαφορετικό από τα άλλα ποιήματα της ανθολογίας, τα οποία παρά τις προσωδιακές αναζητήσεις ορισμένων κινούνται όλα στον χώρο εκείνης της ποίησης που για λόγους ευκολίας ονομάζουμε παραδοσιακή. Γραμμένο σε πραγματικόν ελεύθερο στίχο, με γλώσσα που αψηφά τις επιταγές του ορθόδοξου και μαχητικού εκείνα τα χρόνια δημοτικισμού, με έκφραση ασύμβατη προς την ισχύουσα τεχνοτροπία, το «Beata Beatrix», που γράφεται το 1920, αποτυπώνει το αίσθημα μιας νέας για την ποίησή μας εποχής, της νεοτερικής εποχής, της οποίας σημαδεύει την έναρξη αποτελώντας το πρώτο της φανέρωμα.
Από το 1920 ως το 1930 ο Παπατσώνης θα δημοσιεύσει σε περιοδικά περισσότερα νεοτερικά ποιήματα (με μεγαλύτερο συνολικά αριθμό στίχων) απ' όσα συγκροτούν τη συλλογή Στου γλιτωμού το χάζι (1930) του Θεόδωρου Ντόρρου, η οποία θεωρείται το πρώτο βιβλίο της ελληνικής νεοτερικής ποίησης. Και όμως. Ο ποιητής αυτός, που εγκαινιάζει στη χώρα μας και καλλιεργεί μόνος του τη μοντερνιστική ποίηση επί μιαν ολόκληρη δεκαετία (με την εξαίρεση του Καβάφη που έχει ήδη χαράξει τον δρόμο του δικού του, ιδιότυπου, μοντερνισμού), θα δεινοπαθήσει από την κριτική, όχι μόνο της υποτιθέμενης γενιάς του, της γενιάς του '20, στην οποία μόνο ηλικιακώς θα μπορούσε να συγκαταλεγεί, αλλά και της γενιάς του '30, στην οποία ουσιαστικά (δηλαδή από την άποψη της τεχνοτροπίας) ανήκει και της οποίας είναι συνάμα πρόδρομος και σύγχρονος. Οι συνομήλικοί του δεν θα το καταλάβουν, ή θ' αρχίσουν να τον καταλαβαίνουν αργά: Ο Αγρας θα μείνει πάντοτε αμήχανος απέναντί του, και στο μοναδικό κείμενό του γι' αυτόν, στο λήμμα «Παπατσώνης» της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαιδείας (1932), θ' αποφύγει την αξιολόγηση. Ο Παράσχος(1940) θα τον κατατάξει στην «τέταρτη μεταπαλαμική γενιά», δηλαδή πριν από την («πέμπτη μεταπαλαμική») γενιά του Αγρα και του Καρυωτάκη. Μόνο αργότερα, το 1947, θ' αντιληφθεί το νεοτερικό στοιχείο της ποίησής του και θα τον συναριθμήσει ανάμεσα στους πρωτοπόρους ποιητές των προηγούμενων δεκαετιών. Οι της γενιάς του '30 θα τον αγνοήσουν ή θα τον εξοστρακίσουν ή θα τον θεωρήσουν παλαιότερο: ο Σεφέρης δεν εκφέρει γνώμη για την ποίησή του· ο Καραντώνης θα του αφιερώσει μόνο μισό κριτικό σημείωμα (1958)· ο Ελύτης (1945) επαινεί κυρίως τη «δύναμη προσαρμογής» του στα ποιητικά δεδομένα της δεκαετίας του '30 (!)· ο (ελαφρώς μεταγενέστερος της γενιάς) Λορεντζάτος θα παραβλέψει τις ριζοσπαστικές προσωδιακές καινοτομίες του και θα θεωρήσει μοναδικό δίαυλο της μετάβασης από τις έμμετρες μορφές στον ελεύθερο στίχο τον στιχουργικά συντηρητικό για τα δεδομένα της εποχής του Καρυωτάκη (1961, 1988).
Η αναγνώριση έρχεται αργά...
Θα πρέπει να σταθούμε περισσότερο στην αξιολόγηση του Παπατσώνη από τονΚαραντώνη, γιατί αποτελεί μιαν υπέρογκη και, ως ένα βαθμό, απίστευτη κριτική αστοχία, η οποία σημαδεύει βαθιά το έργο αυτού του χαρισματικού και σπουδαίου κριτικού, που ήταν ο θεωρητικός κωδικοποιός της ελληνικής νεοτερικής ποίησης. Στο βιβλίο του Ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης (1931) θα χαρακτηρίσει την ποίηση του Παπατσώνη προϊόν «ασυναρτησίας και συνεστραμμένου παραληρήματος» (η φράση θα απαλειφθεί από τις μετέπειτα εκδόσεις του βιβλίου), και λίγο αργότερα «εκφυλισμένη πόζα της καβαφολογίας» (1933). Οι κρίσεις αυτές θα πρέπει να παρέμειναν ουσιαστικά αμετάβλητες, αφού στηνΕισαγωγή στη νεώτερη ποίηση το σημαντικότερο βιβλίο του Καραντώνη (1958) το όνομα του Παπατσώνη απουσιάζει, ακόμη και από τις σελίδες όπου γίνεται λόγος για τους προδρόμους της ελληνικής νεοτερικής ποίησης, η εμφάνιση της οποίας τοποθετείται στο 1935 (για τον Καραντώνη πρόδρομοι είναι ο Ντόρρος και ο Κάλας). Αλλά ακόμη και η σελίδα (1958) που ο Καραντώνης εδέησε να γράψει για τον Παπατσώνη (καταλαμβάνει το δεύτερο μέρος του κριτικού σημειώματος που ανέφερα, το πρώτο μέρος του οποίου αναφέρεται στη συλλογή ενός άλλου ποιητή) είναι ουσιαστικά λιγότερο από μισή κριτική, αφού δεν μιλά για την ποίηση του Παπατσώνη, αλλά για μια ποιητική μετάφρασή του.
Ο μόνος από τη γενιά του '30 που θα αναγνωρίσει τη νεοτερική σημασία του Παπατσώνη θα είναι ο Κάλας (1935). Αλλά η αναγνώριση αυτή θα είναι πολύ μοναχική για να μπορέσει να βγάλει τον Παπατσώνη από το ποιητικό λίμπο στο οποίο είχε απωθηθεί. Ο ποιητής τού «Προ της Ελεύσεως» (1925) έπρεπε να περιμένει ως τα μέσα της δεκαετίας του 1960 για να νιώσει να απαλύνεται η πικρία του από την κριτική αστοχία των συγκαιρινών του, με τις εκτιμήσεις των ανθρώπων μιας νεότερης γενεάς. Η αποκατάστασή του αρχίζει με κείμενα των Κ.Στεργιόπουλου (1963) και Αλέξ. Αργυρίου (1964), που επισημαίνουν τη νεοτερική προπόρευσή του· ενισχύεται με τον θάνατό του (1976· αφιερώματα της Ευθύνης και τωνΚριτικών Φύλλων) και επισημοποιείται τρία χρόνια αργότερα με τη νεοτερική ανθολογία του Αργυρίου που αρχίζει με τον Παπατσώνη.
Η ποιητική τύχη του Παπατσώνη θα μπορούσε ν' αποτελέσει πηγή αισιοδοξίας για τους σημερινούς νέους ποιητές. Οσοι δεν περιέχονται στην ανθολογία του Γαραντούδη μπορούν να προσδοκούν σε μια μελλοντική αποκατάστασή τους. Οσοι έχουν περιληφθεί μπορούν να ελπίζουν ότι τα ποιήματά τους σ' αυτήν θα λάμπουν και έπειτα από εβδομήντα χρόνια, όπως λάμπει σήμερα το «Beata Beatrix».
Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.