Ο Παύλος Καλλιγάς, ελαιογραφία του Νικηφόρου Λύτρα |
Το αφήγημα Θάνος Βλέκας είναι το πρώτο νεοελληνικό μυθιστόρημα που αντλεί το θέμα του από τη σύγχρονη πραγματικότητα της πρώιμης οθωνικής περιόδου. Σε αντίθεση με τους συγχρόνους του συγγραφείς ρομαντικών μυθιστορημάτων, τόλμησε να παρουσιάσει ρεαλιστικά τα προβλήματα που μάστιζαν τη χώρα: την αναρχία, τη ληστοκρατία, την κακή οργάνωση της δικαιοσύνης και του φορολογικού συστήματος, την ανισοκατανομή των γαιών, την αγραμματοσύνη του λαού και του κλήρου κ.α.
Ο Παύλος Καλλιγάς (1814 - 16 Σεπτεμβρίου 1896[1]) ήταν Έλληνας νομικός, οικονομολόγος, ιστορικός, λογοτέχνης και πολιτικός. Κατά τη διάρκεια της πολιτικής σταδιοδρομίας του διετέλεσε βουλευτής, υπουργός σε αρκετές κυβερνήσεις, πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων και διοικητής της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος.
Γεννήθηκε στη Σμύρνη και ήταν γιος του Παναγή Άννινου,( Κεφαλλονίτης έμπορος) γόνου αρχοντικής οικογένειας από τα Καλλιγάτα της Κεφαλονιάς, και της Σοφίας Μαυρογορδάτου από τη Σμύρνη. Είχε μία αδελφή, τη Μαρία, σύζυγο τουΝικολάου Κωστή, η οποία διατήρησε το επώνυμο Άννινος, ενώ ο Παύλος προτίμησε το προσωνύμιο Καλλιγάς. Μεγάλωσε στην Τεργέστη, όπου κατέφυγε η οικογένειά του, μετά το ξέσπασμα της επανάστασης του 1821. Φοίτησε στην Φλαγγίνειο Σχολή της Βενετίας και στο Λύκειο Heyer της Γενεύης και το 1834 εγκαταστάθηκε στο Μόναχο για να σπουδάσει νομικά, φιλοσοφία και ιστορία στο τοπικό πανεπιστήμιο. Στη συνέχεια συμπλήρωσε τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης, του οποίου αναγορεύθηκε διδάκτωρ Νομικών Επιστημών.
Απεβίωσε τον Σεπτέμβριο του 1896 στο Νέο Φάληρο και ενταφιάστηκε στο Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών. Ήταν παντρεμένος με την Μαρία Μανούση από τη Σιάτιστα, την οποία γνώρισε στην Τεργέστη, και είχαν αποκτήσει τρεις γιους: τον Πέτρο Καλλιγά, πολεοδόμο & πολιτικό, τον Γεώργιο Καλλιγά, δικηγόρο, και τον Αλέξανδρο Καλλιγά, αξιωματικό του Ιππικού. Εγγονοί του ήταν ο βυζαντινολόγος Μαρίνος Καλλιγάς και ο ζωγράφος Παύλος Π. Καλλιγάς και τρισέγοννός του ο Παύλος Γερουλάνος.
Το 1838 εξελέγη υφηγητής του Φυσικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι το 1845, οπότε και απολύθηκε από τον Ιωάννη Κωλέττη. Κατά τη διάρκεια της μικρής αυτής θητείας δίδαξε διεθνές δίκαιο και το 1842 έγινε επίτιμος καθηγητής του Ρωμαϊκού Δικαίου. Μετά την απόλυσή του εισήλθε στον δικαστικό κλάδο διατελώντας αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου (1851 - 1854). Το 1854 επανήλθε στην θέση του στο Πανεπιστήμιο και το 1862 διορίστηκε τακτικός καθηγητής. Το 1879 μετά την συνταξιοδότησή του από το πανεπιστήμιο, η σύγκλητος τον αναγόρευσε σε επίτιμο καθηγητή. Χρημάτισε κοσμήτορας της Νομικής Σχολής Αθηνών (1844 - 1845, 1865 - 1866, 1872 - 1873, 1877 - 1878) ενώ την περίοδο 1869 - 1870 χρημάτισε πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ως νομικός συμμετείχε στην επιτροπή σύνταξης του Αστικού Κώδικα (1849).
Παράλληλα με την ακαδημαϊκή του καριέρα άσκησε το δικηγορικό επάγγλεμα αναλαμβάνοντας σημαντικές υποθέσεις της εποχής. Υπήρξε νομικός σύμβουλος της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος.
Είχε πλούσιο συγγραφικό έργο. Εξέδωσε μεταξύ άλλων το Σύστημα Ρωμαϊκού Δικαίου καθ' ά εν Ελλάδι πολιτεύεται (5 τόμοι, 1848 - 1855), τη Νεαρά περί εξυβρίσεων και περί τύπου, το Περί συντάξεως πολιτικού κώδικος εις την Ελλάδα και έγραψε ιστορικές και φιλοσοφικές μελέτες.
Το 1843 εξελέγη πληρεξούσιος του Πανεπιστημίου Αθηνών στην Εθνοσυνέλευση του 1843 και το 1862 πληρεξούσιος Αττικής στην Β΄ Εθνοσυνέλευση. Στις εκλογές του 1879 επανεξελέγη βουλευτής Αττικής, όπως και σε αυτές του 1881, απέτυχε όμως να εκλεγεί σε αυτές του 1885. Μετά την αποτυχία του στις εθνικές εκλογές αποσύρθηκε από την ενεργό πολιτική. Κατά τη διάρκεια της πολιτικής του σταδιοδρομίας κλήθηκε να αναλάβει αρκετές φορές υπουργικά χαρτοφυλάκια. Διετέλεσε υπουργός Δικαιοσύνης στις κυβερνήσεις Μαυροκορδάτου (1854) και Κουμουνδούρου (1865), υπουργός Εξωτερικών στις κυβερνήσεις του 1862, Μπενιζέλου Ρούφου (1863) και Ζηνοβίου Βάλβη (1864) καθώς και υπουργός Οικονομικών στην κυβέρνηση Τρικούπη (1882). Υπήρξε από τους στενότερους συνεργάτες του Χ. Τρικούπη.
Τον Νοέμβριο του 1883 εξελέγη πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων και επενεξελέγη το 1884 παραμένοντας μέχρι την λήξη της θητείας του, το 1885. Ως πληρεξούσιος της Εθνοσυνέλευσης του 1862 συνέβαλε σημαντικά στην διαμόρφωση του Συντάγματος του 1864, ανήκε δε στην παράταξη των Πεδινών. Μετά την αποτυχία του στις εκλογές του 1885 διορίστηκε το ίδιο έτος υποδιοικητής της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος ανερχόμενος το 1890 στην θώκο του διοικητή, στον οποίο και παρέμεινε μέχρι τον θάνατό του, το 1896.
Υπήρξε δραστήριο μέλος της αθηναϊκής κοινωνίας συμμετέχοντας σε φιλολογικούς και επιστημονικούς συλλόγους. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος και πρώτος πρόεδρος (1875 - 1881) της Αθηναϊκής Λέσχης, μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (1851 - 1885), αντεπιστέλλον μέλος της Εταιρείας των Φίλων της Επιστήμης (Κέρκυρα), πρόεδρος του σωματείου Εθνική Άμυνα καθώς και ιδρυτής, μαζί με τον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο, του Συλλόγου προς διάδοσιν των ελληνικών γραμμάτων. Με τον τελευταίο διαφωνούσε ως προς την ενότητα του Μεσαιωνικού και του Νέου Ελληνισμού. Ο Καλλιγάς εμφορούμενος απόπολιτειοκρατικές απόψεις σχετικά με τις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας, στη διαμάχη Φαρμακίδη και Οικονόμου υποστήριξε τον Φαρμακίδη. Μάλιστα στα προλεγόμενα της μετάφρασης του έργου του Φρειδερίκου Wiener Περί των συλλογών και κανόνων της Εκκλησίας, υποστήριξε την υπαγωγή της Εκκλησίας στην Πολιτεία όπως ενός κοινού σωματείου. Δεχόταν ως θεμελιώδες αξίωμα το αυτοκέφαλο, αλλά και την μη ανάμιξη της θρησκείας και της πολιτικής.[2]
Ο Παύλος Καλλιγάς παρ' όλη την πολιτική του δραστηριότητα, ανέπτυξε πλούσια συγγραφική δραστηριότητα στον τομέα της ιστορίας, του δικαίου και της λογοτεχνίας. Δημοσίευσε, μεταξύ άλλων, το «Οι τρεις ιεαρατικοί βαθμοί της Εκκλησίας» κ.ά. Στον τομέα της ιστορίας εξέδωσε το «Η εξάντλησις των κομμάτων, ήτοι ηθικά γεγονότα της κοινωνίας μας» (1842), «Μελέται βυζαντινής ιστορίας από της πρώτης μέχρις της τελευταίας αλώσεως 1204-1453» (1894) ενώ δημοσίευσε στο περιοδικό Πανδώρα το μυθιστόρημά του Θάνος Βλέκας το οποίο θεωρείται ως ένα από τα σημαντικότερα έργα της πεζογραφίας της περιόδου 1830-1880[3]. Υπήρξε πάντοτε στην ζωή του Φιλελεύθερος και Ευρωπαϊστής.
- ↑ Παναγιώτης Μπρατσιώτης, «Ο Παύλος Καλλιγάς ως χριστιανός επιστήμων (1814-1896)», Θεολογία τομ.22 (1951), σελ.34
- Παναγιώτης Μπρατσιώτης, «Ο Παύλος Καλλιγάς ως χριστιανός επιστήμων (1814-1896)», Θεολογία τομ.22 (1951), σελ.26-39
- Marie-Paule MASSON-VINCOURT, Paul Calligas (1814-1896) et la fondation de l'État grec (Paris, Éditions L'Harmattan, 2000).
- Κονιδάρης, Ι. Μ.,«Ο «Θάνος Βλέκας» του Παύλου Καλλιγά. Μια ιστορικονομική θεώρηση» στον τόμο Αφιέρωμα στον Ανδρέα Α. Γαζή, εκδ. Α. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή,1994, σελ. 291-312