Ο Παντελής Πρεβελάκης (1909-1986) είναι μια μεγάλη μορφή των νεοελληνικών Γραμμάτων, από «τους σημαντικότερους συγγραφείς της γενιάς του ’30… ο κατ’ εξοχήν εκπρόσωπος της Κρήτης»1, όπως λέγεται από τους μελετητές και ιστορικούς της λογοτεχνίας.
Πολύπλευρη και πληθωρική προσωπικότητα, μυθιστοριογράφος, ποιητής, θεατρικός συγγραφέας, δοκιμιογράφος, ιστορικός της Τέχνης και μεταφραστής. Πάνω από όλα, όμως, μυθιστοριογράφος, με ένα πεζογραφικό έργο υψηλής τεχνικής, κυρίως της πρώτης φάσης της συγγραφικής του ζωής, κατά την οποία ο τόπος και οι ήρωες των έργων του λαμβάνονται από την Κρήτη: «Το χρονικό μιας Πολιτείας» δημοσιεύθηκε το 1938 και μ’ αυτό επιβλήθηκε σχεδόν αμέσως ο Πρεβελάκης ως μια πολύ σημαντική καινούρια δύναμη στον τόπο μας»2.
Την περίοδο της Κατοχής συγγράφει το μυθιστόρημά του «Παντέρμη Κρήτη», δημοσιεύθηκε το 1945, καθώς και την τριλογία «Ο Κρητικός», που δημοσιεύθηκε ως «Το Δέντρο» (1948), «Η Πρώτη Λευτεριά» (1949) και «Η Πολιτεία» (1950), στα οποία «ιστορούνται με δύναμη και με τεχνική οι αγώνες της Κρήτης για την ελευθερία στα χρόνια του Βενιζέλου, του οποίου η μορφή προβάλλεται μέσα στο έργο»3.
Είχε προηγηθεί, βέβαια, των μυθιστορημάτων του η νουβέλα του «Ο θάνατος του Μέδικου» (1939), που αναφέρεται στη δολοφονία του Τζουλιάνο των Μεδίκων από τους πολιτικούς του αντιπάλους. Ένα έργο που διαδραματίζεται στη Φλωρεντία.
Το υπόλοιπο πεζογραφικό έργο του, όπως «Ο Ήλιος του θανάτου» (1959), «Η Κεφαλή της Μέδουσας» (1963), «Ο Άρτος των Αγγέλων» (1966), «Ο Άγγελος στο Πηγάδι (1970) και «Η Αντίστροφη Μέτρηση» (1974), κατά την άποψή μας, δεν έχουν την δύναμη της γραφής και τη σφριγηλότητα των πρώτων πεζογραφημάτων. Πολλοί ίσως αναζητήσουν αυτή τη διαφορά στο ότι ασχολήθηκε περισσότερο με την Ιστορία της Τέχνης και τα διδακτικά του καθήκοντα στη Σχολή Καλών Τεχνών ή ανάλωσε τον χρόνο του στην Ακαδημία Αθηνών.
Κατά την άποψή μου, το εν γένει έργο του, ιδίως της πρώτης περιόδου και η μη υψηλή απόδοση της δευτέρας περιόδου οφείλονται στο ότι έμεινε ο ίδιος στη φιλική σκιά του Νίκου Καζαντζάκη, θέλοντας πιθανόν να καταξιωθεί και να μείνει ως «μαθητής» του μεγάλου Κρητικού. Με τον τρόπο αυτό, μη επιδιώκοντας να γίνει «πατροκτόνος» και μη ακολουθώντας ένα δρόμο απολύτως δικό του, αλλά επιθυμώντας να παραμείνει ως ο «πεφιλημένος μαθητής» του Καζαντζάκη και «γιος», όπως ο Καζαντζάκης τον αποκαλεί, αδίκησε το έργο του.
Μέσα από τα «Τετρακόσια Γράμματα» του Καζαντζάκη προς τον Πρεβελάκη και τη μελέτη του Πρεβελάκη «Καζαντζάκης, ο ποιητής και το ποίημα της Οδύσσειας», ο Πρεβελάκης ο ίδιος εξομολογείται την λατρευτική προσκόλλησή του στον Καζαντζάκη: «Τον έχω μπροστά μου τριάντα ένα χρόνια… Τον αγάπησα…Ταξιδέψαμε μαζί, φάγαμε ψωμί κι αλάτι μαζί, νηστέψαμε μαζί… Θα μπορούσα να τον αφηγηθώ μέρα με τη μέρα σε ένα Απομνημόνευμα. Να του ρίχνω κάθε τόσο μια ματιά, ν’ ακούω τη φωνή του, να καταγράφω καμιά πράξη ή κάποια από τις αντιδράσεις του…»4.
Αλλού πάλι η φιλική ταύτισή του με τον Καζαντζάκη είναι σαν ερωτική: «η αμεροληψία της γνώμης μου φαίνεται σαν αμάρτημα. σαν προδοσία της καρδιάς»5. Όπως λέει, μάλιστα, αλλού: «Η φιλοτιμία το καλούσε να προσαρμοστείς στην ιδέα που έκανε για σένα. Αυτό του αρκούσε για να σε ονομάσει σύντροφο και αδερφό του»6.
Στη φιλική σχέση αυτή του Πρεβελάκη με τον Καζαντζάκη βλέπουμε μια αμοιβαιότητα. Βεβαίως, ο Πρεβελάκης ως νεότερος συγγραφέας ωφελήθηκε, σχετικώς, από τη γνωριμία του με τον Καζαντζάκη, για την προβολή του έργου του στο εξωτερικό, ιδίως του ποιητικού, που δεν είναι όμως και το καλύτερό του. Αντιθέτως, ο Καζαντζάκης ωφελήθηκε και βοηθήθηκε ποικιλόμορφα, κυρίως στα μυθιστορήματά του, από τον Πρεβελάκη.
Συγκεκριμένα, ο Καζαντζάκης ασχολήθηκε σοβαρά με το μυθιστόρημα και την πεζογραφία από τις αρχές του 1940, κυρίως όμως στο τέλος της δεκαετίας αυτής ως τα μέσα της επόμενης του 1950.
Γράφει και δημοσιεύεται «Ο Ζορμπάς» (1943), «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» (1948), «Ο Καπετάν Μιχάλης» (1950), «Ο τελευταίος πειρασμός» (1951), «Ο Φτωχούλης του Θεού» (1952-53) και «Αδερφοφάδες» (1954).
Βεβαίως, ο Καζαντζάκης είχε επιχειρήσει προ του 1940 να γράψει και μυθιστόρημα, αλλά χωρίς επιτυχία, όπως π.χ. το «Όφις και κρίνο» (1906) που δεν θεωρείται μυθιστόρημα, ο «Kapetan Elias» που το τελειώνει το 1926 («Τετρακόσια Γράμματα» του Καζαντζάκη προς τον Πρεβελάκη, αριθμ. επιστ. 90, της 14-8-29) και ο Toda Raba, που δεν είναι ακριβώς μυθιστόρημα, και τα οποία ο ίδιος ο Καζαντζάκης δεν τα εκτιμά: «Τέλεψα τις μικρές πρόχειρες δουλειές μου: Toda Raba και Kapetan Elia» (αριθμ. επιστ. 91, 20-8-29 προς Πρεβελάκη). Γι’ αυτό και τον Kapetan Elia που γράφηκε στα γαλλικά ούτε καν τον διέσωσε.
Όλο το διάστημα, μέχρι τις αρχές του 1943, περί άλλα ασχολείται. Κυρίως επιδιώκει να γίνει ο νέος Σαίξπηρ γράφοντας τραγωδίες, ενώ γράφει και ξαναγράφει την «Οδύσσεια», πιστεύοντας ότι είναι το αριστούργημά του.
Όλη αυτή την περίοδο, κατά την Έλλη Αλεξίου, διακρίνεται ο Καζαντζάκης για «τη σοφία του. Την αξεδίψαστη δίψα των ταξιδιών. Την πρωτοείδωτη εργατικότητα. Τη λιτότητα. Τα έργα ξεπηδούν από μέσα του με την ευφορία δίδυμων, τρίδυμων, τετράδυμων και πεντάδυμων παιδιών.. «Δούλεψα πολύ τον καιρό τούτο: (Αύγουστος του 1943) έδωκα την τελική μορφή σε ό,τι έχω γράψει, ξανάγραψα δυο φορές τον Ντάντε, τέλεψα τον Γιαγκ-Τσε…». Αισθάνεται κανείς την ανάγκη να παρακαλέσει τον Ύψιστο να τον κάμει εκατόγχειρα, για να προλαβαίνουν τα χέρια του, να συμβαδίζουν με το ρυθμό των εμπνεύσεων»7.
Μυθιστόρημα, όμως, σοβαρό θα γράψει, κατά την άποψή μου, αφού διάβασε τα πρώτα έργα του Πρεβελάκη (1935-1944), τα οποία ζητά να του τα στείλει στο εξωτερικό που βρισκόταν. Ορισμένα, μάλιστα, πιθανόν όλα, τα διάβασε στο χειρόγραφο, ενώ ζητά να του στείλει και υλικό για την Κρήτη και τους Κρητικούς.
Όχι πως ο Καζαντζάκης αντέγραψε ή έκλεψε το έργο του Πρεβελάκη. Εδώ, απλώς, ο δάσκαλος συνέβη να εμπνευστεί και να διδαχθεί από τον μαθητή του, σύμφωνα με το σωκρατικό «γηράσκω αεί διδασκόμενος».
Ειδικότερα, ο «Καπετάν Μιχάλης» εξεταζόμενος, διαπιστώνεται από τον ερευνητή ότι είναι λογοτεχνικός συγκερασμός του «Χρονικού μιας Πολιτείας», της «Παντέρμης Κρήτης» και της τριλογίας «Ο Κρητικός» του Πρεβελάκη, σε ένα βιβλίο, χρονικού του Ηρακλείου και ιστορικού(;) μυθιστορήματος του Ηρακλείου.
Δεν πρέπει να παραβλέψουμε, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, ότι ο Καζαντζάκης είχε πάντα κατά νου να γράψει μυθιστόρημα (εξού και οι δοκιμές του) και ότι επίσης τα μυθιστορήματά του έχουν άλλη δύναμη και χάρη από εκείνα του Πρεβελάκη.
Το ότι ο Καζαντζάκης διάβαζε τα μυθιστορήματα του Πρεβελάκη προ της εκδόσεώς τους, όταν ήταν ακόμα στα χειρόγραφα, φαίνεται από τις επιστολές του προς Πρεβελάκη: Από το Παρίσι στις 7-7-47 γράφει προς τον Πρεβελάκη, που δουλεύει ξανά για να εκδώσει την τριλογία «Κρητικός» που είχε γράψει την Κατοχή: «Χαίρομαι που δουλεύετε τον Κρητικό. Κρατάτε τον μαζί Σας, να χαρώ πάλι με την ένταση που μου δίνει κάθε Σας γραμμή» (αριθμ. επιστολής 326).
Στις 30-4-1948 πάλι από το Παρίσι γράφει στον Πρεβελάκη: «Περιτριγύριζα κάμποσες μέρες τον Κρητικό [Το Δέντρο], τον περιχαίρουμουν με συγκίνηση κι όλο το ανέβαλα… Θάμα είναι η απλή συναξαρική πλοκή και η επική στόρηση… Θάμα ο πλούτος, η αδρότητα και συνάμα η αρμονία κι η γλύκα της γλώσσας. Τέλεια. Κι εξαίσιες οι σύντομες, στην ακρότητα συμπυκνωμένες περιγραφές του τοπίου» (αριθμ. επιστολής 338).
Στις 20-6-48 από τις Antibes γράφει στον Πρεβελάκη: «Ξαναδιαβάζω, τον πήρα μαζί μου τον Κρητικό. Τι ψυχή, η γλώσσα, τι δύναμη συγκρατημένη, τι πράξη!», ενώ στην ίδια επιστολή τον ενημερώνει ότι «Μεθαύριο θ’ αρχίσω ένα μυθιστόρημα που μ’ έχει κάμει κατοχή και πρέπει να λευτερωθώ» (αριθμ. επιστολής 339). Το ότι διαβάζει και μελετά τα βιβλία του Πρεβελάκη φαίνεται στις επιστολές του: «Έλαβα το βιβλίο Σας [Ο Κρητικός- Η Πρώτη Λευτεριά], το διάβασα και το ξαναδιάβασα με απόλυτη ευδαιμονία, κι ήταν σαν να περνούσα με μεγάλες δρασκελιές γίγαντα, από τη μιαν άκρα ως την άλλη, την Κρήτη. Συχνά τις μέρες τούτες, όταν θέλω να πάρω κουράγιο και ν’ ανασάνω ένα αγέρα κορφής, ανοίγω το βιβλίο αυτό και παρηγοριέμαι» (αριθμ. επιστ. 347).
Ειδικότερα για το μυθιστόρημα «Καπετάν Μιχάλης» και τη συγγραφή του είναι αποκαλυπτικά όσα γράφει ο Καζαντζάκης στον Πρεβελάκη στις 3-12-49 από τις Antibes και τη σχέση του με τα ιστορικά μυθιστορήματα του Πρεβελάκη: «Είμαι βυθισμένος στον Καπετάν Μιχάλη. Μάχουμαι ν’ αναστήσω το Ηράκλειο της παιδικής μου ηλικίας. Τι συγκίνηση, τι χαρά και συνάμα ευθύνη… Πριν αρχίσω να γράφω, ξαναδιάβασα τα τρία βιβλία Σας για την Κρήτη, με ολοένα μεγαλύτερη χαρά και θαμασμό. Τι γλώσσα, τι στέρεο ύφος, τι χτίσιμο χωρίς παραγεμίσματα -σαν τον τοίχο του Απόλλωνα στους Δελφούς! Καθόμουν στον ήλιο, εξαίσιες λιακάδες εδώ, και Σας ξαναδιάβαζα» (αριθμ. επιστ. 359). Και ο Πρεβελάκης σε σημείωσή του ενημερώνει ότι με τα τρία βιβλία «θέλει να πει την Παντέρμη Κρήτη, τον Α΄ και Β΄ τόμο του Κρητικού».
Ταυτόχρονα, τρεις μήνες αργότερα (28-3-50), για τον ίδιο σκοπό, όπως συνήθιζε ο Καζαντζάκης να ζητά λέξεις και πηγές, ζητά από τον Πρεβελάκη: «Να μου δανείσετε, αν έχετε, καμιά ιστορία της Κρήτης σχετικά με την επανάσταση του 1889. Ο καπετάν Μιχάλης ζει και δρα τότε, και δεν έχω εδώ κανένα βοήθημα».
Το ότι και ο ίδιος ο Καζαντζάκης έχει πλέον καταπιαστεί με τη συγγραφή μυθιστορημάτων φαίνεται στην επιστολή του προς Πρεβελάκη, της 24-7-1950 (αριθμ. επιστ. 363).
«…χαίρομαι που ρίχτηκα σε νέο είδος, το μυθιστόρημα, γιατί με αυτό «περνάει η ώρα μου» και θαρρώ που ξανανιώνω…».
«Περνά την ώρα» του με το μυθιστόρημα, αλλά μ’ αυτό κυρίως κατέστη γνωστός και καθιερώθηκε παγκοσμίως.
Είναι χαρακτηριστικά όσα γράφει η Έλλη Αλεξίου για τη συμβολή του Πρεβελάκη στο έργο του Καζαντζάκη: «Πιστεύαμε πως μεγάλο ποσοστό της επιβολής του Καζαντζάκη μέσα κι έξω από την Ελλάδα χρωστιόταν στην Ελένη. Τώρα καλά γνωρίζομε πως ηρωικός συμπαραστάτης του -ηρωικός γιατί του παραστάθηκε άνευ αμοιβής, μόνο με θυσίες- υπήρξε ο Πρεβελάκης»8.
Η συμβολή, όμως, του Πρεβελάκη, ειδικότερα στο μυθιστορηματικό έργο του Καζαντζάκη, χρήζει μιας μελλοντικής, ακόμη εκτενέστερης μελέτης και έρευνας.