Ο Τίτος Πατρίκιος, φίλος και συνεργάτης του Λειβαδίτη, έχει πει ότι ήταν τόσο αφοσιωμένος στην ποίηση ώστε όσα ποιήματα του έστελναν «τα διάβαζε όλα ως το κόκαλο και όσο μεγαλύτερη αξία τους έβρισκε, τόσο την αναγνώριζε και τη διακήρυσσε».
O Τάσος Λειβαδίτης τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο ποίησης στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας στη Βαρσοβία (1953 για τη συλλογή του «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου»), έλαβε το πρώτο βραβείο ποίησης του Δήμου Αθηναίων (1957 για τη συλλογή του «Συμφωνία αρ.Ι»), το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1976 για τη συλλογή «Βιολί για μονόχειρα»), και το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1979 για το «Εγχειρίδιο ευθανασίας»).
Ακούμε τον ίδιο τον ποιητή να απαγγέλλει τον Ερωτικό. Στην κιθάρα ο Δημήτρης Φάμπας.
Ναι αγαπημένη μου. Πολύ πριν να σε συναντήσω, εγώ σε περίμενα. Πάντοτε σε περίμενα. Σαν ήμουνα παιδί και μ’ έβλεπε λυπημένο η μητέρα μου, έσκυβε και με ρωτούσε: τι έχεις αγόρι μου; Δε μίλαγα. Μονάχα κοίταζα πίσω απ’ τον ώμο της έναν κόσμο άδειο από σένα, και καθώς πηγαινόφερνα το παιδικό κοντύλι ήταν για να μάθω να σου γράφω τραγούδια…
Όταν ακούμπαγα στο τζάμι της βροχής ήταν που αργούσες ακόμα. Όταν τη νύχτα κοίταζα τ’ αστέρια ήταν γιατί μου λείπανε τα μάτια σου. Κι όταν χτύπαγε η πόρτα μου κι άνοιγα δεν ήτανε κανείς. Κάπου όμως μες στον κόσμο ήταν η καρδιά σου που χτυπούσε. Έτσι έζησα, πάντοτε.
Κι όταν βρεθήκαμε για πρώτη φορά, θυμάσαι; Μου άπλωσες τα χέρια τόσο τρυφερά σα να με γνώριζες από χρόνια. Μα και βέβαια με γνώριζες. Γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωή μου, είχες πολύ ζήσει μέσα στα όνειρά μου, αγαπημένη μου…
…Αλήθεια εκείνη η άνοιξη, εκείνο το πρωινό, εκείνη η απλή κάμαρα της ευτυχίας, αυτό το σώμα σου που κράταγα πρώτη φορά γυμνό, αυτά τα δάκρυα που δε μπόρεσα στο τέλος να κρατήσω, πόσο σου πήγαιναν.
Κι ύστερα ξαφνικά εκείνο το βράδυ… έβρεχε. Ανέβηκα τέσσερα-τέσσερα τα σκαλιά, κανείς στην κάμαρα. Έτρεμε στ’ ανοιχτό παράθυρο η κουρτίνα. “Φεύγω, μη ζητήσεις να με βρεις”, έγραφε. Η χτένα της ξεχασμένη πάνω στο τραπέζι ανάμεσα στις χυμένες πούδρες, σαν ένα μικρό παιδικό φέρετρο μέσα στη σκόνη.
Πού είσαι λοιπόν; πες μου, πού είσαι; σ’ αναζητάω σαν τον τυφλό που ψάχνει να βρει το πόμολο της πόρτας σ’ ένα σπίτι που ‘πιασε φωτιά.
Τις νύχτες σηκώνομαι αλαφιασμένος, ντύνομαι και σε περιμένω. Δε θα χτυπούσες καν την πόρτα. Θα πέταγες με βιάση το παλτό σου στην καρέκλα. Η κάμαρα όλη θα λιποθυμούσε όπως θα ‘λυνες ξαφνικά εκείνα τ’ ασύγκριτα τυραννικά μαλλιά σου. Η παλιά ντουλάπα θα ‘τρεχε και σαν μια ταπεινή υπηρέτρια θα σου ‘βγαζε τα παπούτσια. Θα γελούσαν οι καθρέφτες, θα ξυπνούσαν οι γείτονες… Όλα έχουν μείνει όπως τα ‘φησες θα σου ‘λεγα.
Κι η χτένα σου, να τη εκεί. Η μαύρη μεγάλη χτένα σου, σαν ένας έρημος κατασκότεινος δρόμος που τον περνάω κάθε νύχτα.
Άσε με τώρα να κοιτάζω τα παράθυρά σου ξέροντας πως μέσα ένας άλλος σε παίρνει. Ένας άλλος βυθίζεται μες στη μεγάλη σου άνοιξη. Εγώ και ποδοπατημένη από χιλιάδες άντρες σ’ αγαπώ.
Άσε με εδώ στη γωνιά, δεν πειράζει ας χιονίζει. Αυτό το μικρό τετράγωνο φως που ρίχνει το παράθυρο σου πάνω στο χιόνι, εμένα είναι ο κόσμος μου. Δε θα σου πω τίποτα μόλις βγεις. Θα περπατάω δίπλα σου αμίλητος, κι αν αυτό σε πειράζει μπορώ να ‘ρχομαι πίσω σου σα σκυλί. Κι όταν πεθάνω, το χώμα που θα με σκεπάζει δε θα ‘ναι για μένα το σκληρό χώμα των νεκρών, μα η απαλή τρυφερή γη, που κάποτε πλαγιάσαμε γυμνοί πάνω της. Ποδοπάτησέ με να ‘χω τουλάχιστον την ευτυχία να μ’ αγγίζεις…
Ο Τίτος Πατρίκιος, φίλος και συνεργάτης του Λειβαδίτη, έχει πει ότι ήταν τόσο αφοσιωμένος στην ποίηση ώστε όσα ποιήματα του έστελναν «τα διάβαζε όλα ως το κόκαλο και όσο μεγαλύτερη αξία τους έβρισκε, τόσο την αναγνώριζε και τη διακήρυσσε».
O Τάσος Λειβαδίτης τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο ποίησης στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας στη Βαρσοβία (1953 για τη συλλογή του «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου»), έλαβε το πρώτο βραβείο ποίησης του Δήμου Αθηναίων (1957 για τη συλλογή του «Συμφωνία αρ.Ι»), το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1976 για τη συλλογή «Βιολί για μονόχειρα»), και το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1979 για το «Εγχειρίδιο ευθανασίας»).
Ακούμε τον ίδιο τον ποιητή να απαγγέλλει τον Ερωτικό. Στην κιθάρα ο Δημήτρης Φάμπας.
Ναι αγαπημένη μου. Πολύ πριν να σε συναντήσω, εγώ σε περίμενα. Πάντοτε σε περίμενα. Σαν ήμουνα παιδί και μ’ έβλεπε λυπημένο η μητέρα μου, έσκυβε και με ρωτούσε: τι έχεις αγόρι μου; Δε μίλαγα. Μονάχα κοίταζα πίσω απ’ τον ώμο της έναν κόσμο άδειο από σένα, και καθώς πηγαινόφερνα το παιδικό κοντύλι ήταν για να μάθω να σου γράφω τραγούδια…
Όταν ακούμπαγα στο τζάμι της βροχής ήταν που αργούσες ακόμα. Όταν τη νύχτα κοίταζα τ’ αστέρια ήταν γιατί μου λείπανε τα μάτια σου. Κι όταν χτύπαγε η πόρτα μου κι άνοιγα δεν ήτανε κανείς. Κάπου όμως μες στον κόσμο ήταν η καρδιά σου που χτυπούσε. Έτσι έζησα, πάντοτε.
Κι όταν βρεθήκαμε για πρώτη φορά, θυμάσαι; Μου άπλωσες τα χέρια τόσο τρυφερά σα να με γνώριζες από χρόνια. Μα και βέβαια με γνώριζες. Γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωή μου, είχες πολύ ζήσει μέσα στα όνειρά μου, αγαπημένη μου…
Όταν ακούμπαγα στο τζάμι της βροχής ήταν που αργούσες ακόμα. Όταν τη νύχτα κοίταζα τ’ αστέρια ήταν γιατί μου λείπανε τα μάτια σου. Κι όταν χτύπαγε η πόρτα μου κι άνοιγα δεν ήτανε κανείς. Κάπου όμως μες στον κόσμο ήταν η καρδιά σου που χτυπούσε. Έτσι έζησα, πάντοτε.
Κι όταν βρεθήκαμε για πρώτη φορά, θυμάσαι; Μου άπλωσες τα χέρια τόσο τρυφερά σα να με γνώριζες από χρόνια. Μα και βέβαια με γνώριζες. Γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωή μου, είχες πολύ ζήσει μέσα στα όνειρά μου, αγαπημένη μου…
…Αλήθεια εκείνη η άνοιξη, εκείνο το πρωινό, εκείνη η απλή κάμαρα της ευτυχίας, αυτό το σώμα σου που κράταγα πρώτη φορά γυμνό, αυτά τα δάκρυα που δε μπόρεσα στο τέλος να κρατήσω, πόσο σου πήγαιναν.
Κι ύστερα ξαφνικά εκείνο το βράδυ… έβρεχε. Ανέβηκα τέσσερα-τέσσερα τα σκαλιά, κανείς στην κάμαρα. Έτρεμε στ’ ανοιχτό παράθυρο η κουρτίνα. “Φεύγω, μη ζητήσεις να με βρεις”, έγραφε. Η χτένα της ξεχασμένη πάνω στο τραπέζι ανάμεσα στις χυμένες πούδρες, σαν ένα μικρό παιδικό φέρετρο μέσα στη σκόνη.
Πού είσαι λοιπόν; πες μου, πού είσαι; σ’ αναζητάω σαν τον τυφλό που ψάχνει να βρει το πόμολο της πόρτας σ’ ένα σπίτι που ‘πιασε φωτιά.
Τις νύχτες σηκώνομαι αλαφιασμένος, ντύνομαι και σε περιμένω. Δε θα χτυπούσες καν την πόρτα. Θα πέταγες με βιάση το παλτό σου στην καρέκλα. Η κάμαρα όλη θα λιποθυμούσε όπως θα ‘λυνες ξαφνικά εκείνα τ’ ασύγκριτα τυραννικά μαλλιά σου. Η παλιά ντουλάπα θα ‘τρεχε και σαν μια ταπεινή υπηρέτρια θα σου ‘βγαζε τα παπούτσια. Θα γελούσαν οι καθρέφτες, θα ξυπνούσαν οι γείτονες… Όλα έχουν μείνει όπως τα ‘φησες θα σου ‘λεγα.
Κι η χτένα σου, να τη εκεί. Η μαύρη μεγάλη χτένα σου, σαν ένας έρημος κατασκότεινος δρόμος που τον περνάω κάθε νύχτα.
Άσε με τώρα να κοιτάζω τα παράθυρά σου ξέροντας πως μέσα ένας άλλος σε παίρνει. Ένας άλλος βυθίζεται μες στη μεγάλη σου άνοιξη. Εγώ και ποδοπατημένη από χιλιάδες άντρες σ’ αγαπώ.
Άσε με εδώ στη γωνιά, δεν πειράζει ας χιονίζει. Αυτό το μικρό τετράγωνο φως που ρίχνει το παράθυρο σου πάνω στο χιόνι, εμένα είναι ο κόσμος μου. Δε θα σου πω τίποτα μόλις βγεις. Θα περπατάω δίπλα σου αμίλητος, κι αν αυτό σε πειράζει μπορώ να ‘ρχομαι πίσω σου σα σκυλί. Κι όταν πεθάνω, το χώμα που θα με σκεπάζει δε θα ‘ναι για μένα το σκληρό χώμα των νεκρών, μα η απαλή τρυφερή γη, που κάποτε πλαγιάσαμε γυμνοί πάνω της. Ποδοπάτησέ με να ‘χω τουλάχιστον την ευτυχία να μ’ αγγίζεις…
Κι ύστερα ξαφνικά εκείνο το βράδυ… έβρεχε. Ανέβηκα τέσσερα-τέσσερα τα σκαλιά, κανείς στην κάμαρα. Έτρεμε στ’ ανοιχτό παράθυρο η κουρτίνα. “Φεύγω, μη ζητήσεις να με βρεις”, έγραφε. Η χτένα της ξεχασμένη πάνω στο τραπέζι ανάμεσα στις χυμένες πούδρες, σαν ένα μικρό παιδικό φέρετρο μέσα στη σκόνη.
Πού είσαι λοιπόν; πες μου, πού είσαι; σ’ αναζητάω σαν τον τυφλό που ψάχνει να βρει το πόμολο της πόρτας σ’ ένα σπίτι που ‘πιασε φωτιά.
Τις νύχτες σηκώνομαι αλαφιασμένος, ντύνομαι και σε περιμένω. Δε θα χτυπούσες καν την πόρτα. Θα πέταγες με βιάση το παλτό σου στην καρέκλα. Η κάμαρα όλη θα λιποθυμούσε όπως θα ‘λυνες ξαφνικά εκείνα τ’ ασύγκριτα τυραννικά μαλλιά σου. Η παλιά ντουλάπα θα ‘τρεχε και σαν μια ταπεινή υπηρέτρια θα σου ‘βγαζε τα παπούτσια. Θα γελούσαν οι καθρέφτες, θα ξυπνούσαν οι γείτονες… Όλα έχουν μείνει όπως τα ‘φησες θα σου ‘λεγα.
Κι η χτένα σου, να τη εκεί. Η μαύρη μεγάλη χτένα σου, σαν ένας έρημος κατασκότεινος δρόμος που τον περνάω κάθε νύχτα.
Άσε με τώρα να κοιτάζω τα παράθυρά σου ξέροντας πως μέσα ένας άλλος σε παίρνει. Ένας άλλος βυθίζεται μες στη μεγάλη σου άνοιξη. Εγώ και ποδοπατημένη από χιλιάδες άντρες σ’ αγαπώ.
Άσε με εδώ στη γωνιά, δεν πειράζει ας χιονίζει. Αυτό το μικρό τετράγωνο φως που ρίχνει το παράθυρο σου πάνω στο χιόνι, εμένα είναι ο κόσμος μου. Δε θα σου πω τίποτα μόλις βγεις. Θα περπατάω δίπλα σου αμίλητος, κι αν αυτό σε πειράζει μπορώ να ‘ρχομαι πίσω σου σα σκυλί. Κι όταν πεθάνω, το χώμα που θα με σκεπάζει δε θα ‘ναι για μένα το σκληρό χώμα των νεκρών, μα η απαλή τρυφερή γη, που κάποτε πλαγιάσαμε γυμνοί πάνω της. Ποδοπάτησέ με να ‘χω τουλάχιστον την ευτυχία να μ’ αγγίζεις…