Να βγάλουμε την Πολυδούρη από τη σκιά του Καρυωτάκη
Της Παρής Σπίνου
Με μια έκδοση που περιλαμβάνει σχεδόν το σύνολο του ποιητικού έργου της, αλλά και μια εκτενή μελέτη, η αν. καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών αντιμετωπίζει τη γοητευτική, χειραφετημένη Καλαματιανή με το τραγικό τέλος σαν μια ανεξάρτητη, ισχυρή ποιητική φωνή με διαχρονική αξία
Πηγή
«Οι νέοι επιζητούν σήμερα τη φωνή της ειλικρίνειας, της συγκίνησης. Εχουν χορτάσει από ιδεολογικές κορόνες και ψεύτικες επαναστάσεις», μας λέει η Χριστίνα Ντουνιά, αν. καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, εξηγώντας το αναζωπυρωμένο ενδιαφέρον για το φαινόμενο Πολυδούρη. Οχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό, όπου η ισπανική έκδοση της πρώτης συλλογής της έχει εξαντληθεί.
Η νέα, προσεγμένη έκδοση περιλαμβάνει όλα τα ποιήματα από τις συλλογές «Οι τρίλλιες που σβήνουν», «Ηχώ στο χάος», αλλά και ανέκδοτα και αθησαύριστα: από τα πρώιμα του 1918, την περίοδο που έζησε στην Αθήνα και το Παρίσι στις αρχές της δεκαετίας του ’20, ώς τα τελευταία στο σανατόριο «Σωτηρία» (1928-30), καθώς και μεταφράσεις της (Μποντλέρ, Μπατάιγ, Ζαν Μορεάς κ.ά.). Παράλληλα, η εκτενής μελέτη της Χρ. Ντουνιά, που ξεδιπλώνει όλες τις πτυχές της προσωπικότητας και του έργου της Πολυδούρη, αποτελεί το «ορεκτικό»: ετοιμάζει την έκδοση των πεζών της ποιήτριας καθώς και μια πλήρη βιογραφία της.
Ο μύθος της Πολυδούρη, σύμβολο της πρόωρα χαμένης ομορφιάς και του μοιραίου έρωτα, εξακολουθεί να συγκινεί. Ομως η Χριστίνα Ντουνιά δεν αναπαράγει την εικόνα της μελλοθάνατης μούσας του Καρυωτάκη. Την αντιμετωπίζει ολοκληρωμένα. Την αποκαθιστά. «Ο έρωτας αυτός έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη ζωή και στην τέχνη της. Πράγματι, είναι αδύνατο να διαβάσουμε την ποίησή της έξω από τη βαριά σκιά του Καρυωτάκη, αλλά είναι επίσης άδικο να τη στενεύουμε σ’ αυτά τα όρια. Η Πολυδούρη έχει αφήσει το δικό της, ανεξάρτητο και ισχυρό ποιητικό αποτύπωμα στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας».
Ετσι, προβάλλει το έργο της όχι ως μνημείο του παρελθόντος, αλλά ως σύγχρονη ζωντανή τέχνη. Την οριοθετεί ανάμεσα στους ποιητές της εποχής της και παράλληλα τονίζει τη διαχρονική της αξία. Δεν είναι η απλοϊκή και γλυκερή γυναικεία γραφή, αλλά μια δυνατή φωνή που «διαθέτει βάθος και πολυσημία» και κερδίζει σταδιακά την κριτική. Σκιαγραφεί το πορτρέτο μιας γυναίκας του Μεσοπολέμου, γοητευτικής, διανοούμενης, αλλά και χειραφετημένης. Ζει ανεξάρτητα, φλερτάρει, καπνίζει, ξενυχτάει. Συγκρούεται με την οικογένειά της, εγκαταλείπει τις σπουδές και το Δημόσιο, διαλύει τον αρραβώνα της με τον δικηγόρο Αρ. Γεωργίου και φεύγει τυχοδιωκτικά στο Παρίσι.
«Είμασταν μιας γενιάς παιδιά. Η καρδιά μας αγάπαε με το πάθος που ζητά να πάρει», γράφει στο ποίημα «Η αγάπη του ποιητή». Η Πολυδούρη παθιάζεται με τον έρωτά της για τον Καρυωτάκη και υποφέρει με την αυτοκτονία του, ενώ αντιμετωπίζει με μοναδική αξιοπρέπεια τη μοιραία πορεία προς τον θάνατο. Το μικρό δωματιάκι του σανατορίου «Σωτηρία» μεταβάλλεται σε ανθοστόλιστο σαλόνι υποδοχής φίλων λογοτεχνών. Από τους διάσημους επισκέπτες της είναι και ο Κώστας Ουράνης, ο οποίος θέλει να κάνει έρανο για την άρρωστη φτωχή ποιήτρια, γεγονός που την κάνει έξαλλη.
Αναμφίβολα είναι η απόλυτη «καταραμένη» Ελληνίδα ποιήτρια. «Εχει απόλυτη επίγνωση του επερχόμενου τέλους, αλλά το αντιμετωπίζει επιμένοντας ποιητικά με μοναδική γενναιότητα και υψηλό αίσθημα ευθύνης απέναντι στο έργο που παραδίδει. Και όσο το σώμα της λιώνει από την αρρώστια, τόσο η ποίησή της λάμπει ολοένα και περισσότερο», τονίζει η ερευνήτρια.
Γι’ αυτήν την έκδοση αποφεύγει τον χαρακτηρισμό «άπαντα» επειδή λόγω των συνθηκών της ζωής και του θανάτου της Πολυδούρη τα χειρόγραφά της βρίσκονται διασκορπισμένα σε πολλά αρχεία. «Φυσικά, έχω αξιοποιήσει τα δύο σημαντικότερα αρχεία (ΕΛΙΑ και Ευάγγελου Πολυδούρη), αλλά λανθάνουν ακόμα ανέκδοτα κείμενά της σε ιδιωτικές συλλογές ή σε σελίδες δυσεύρετων εντύπων».
Παραδέχεται ότι την ανακάλυψε μέσα από τον δρόμο του Κώστα Καρυωτάκη, όταν έγραφε το βιβλίο «Η αντοχή μιας αδέσποτης τέχνης» (Καστανιώτης), πριν από 14 χρόνια, ενώ συνέχισε με την ανθολογία-ημερολόγιο «Μαρία Πολυδούρη, Μόνο γιατί μ’ αγάπησες» (Μεταίχμιο, 2004). «Εστω και αν ακούγεται κάπως μελοδραματικό, νιώθω πλέον ότι η ποίησή της με εμπνέει και με παρηγορεί».
……………………………………………………………………………………………………………………………..
Η σχέση έρωτα-θανάτου καθόρισε τη ζωή της
• Γιατί σας ελκύει η Μαρία Πολυδούρη; Πώς θα την περιγράφατε;
«Διέθετε μια συναρπαστική και ανυπότακτη προσωπικότητα. Από τα παιδικά της χρόνια ξεχώριζε για την εξυπνάδα, την τόλμη και τη δημιουργική της φαντασία, στοιχεία που τη χαρακτήριζαν και στην ενήλικη ζωή της. Εργαζόταν από τα δεκαεφτά της χρόνια στη Νομαρχία της Καλαμάτας, ενώ παράλληλα ετοίμαζε την πρώτη χειρόγραφη ποιητική της συλλογή, που δυστυχώς έχει χαθεί. Ορφανή και από τους δύο γονείς, στα 19 της χρόνια εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου γράφτηκε στη Νομική. Γρήγορα εντάχθηκε στους κύκλους νεαρών διανοουμένων και καλλιτεχνών, όπου έγινε περιζήτητη, λόγω της ισχυρής γοητείας που εξέπεμπε. Οι ιδέες της και κυρίως ο τρόπος ζωής της προκαλούσαν την αθηναϊκή κοινωνία του Μεσοπολέμου. Δεν άντεξε τη δουλειά στο Δημόσιο και απολύθηκε λόγω αδικαιολόγητων απουσιών. Είχε εξαίσια φωνή και ιδιαίτερη κλίση στον χορό, ενώ σπούδασε και σε σχολή θεάτρου, χωρίς τελικά να σταδιοδρομήσει ως ηθοποιός. Παρορμητική και ατρόμητη, τα παράτησε όλα στα 25 της και πήγε να ζήσει στο Παρίσι. Αντεξε περίπου ένα χρόνο τις στερήσεις και το υγρό κλίμα, τελικά όμως νικήθηκε από τη φυματίωση».
• Ποια είναι τα ξεχωριστά χαρακτηριστικά της ποίησής της που αντέχουν στον χρόνο;
«Η Πολυδούρη έχει την οξύνοια και την καλλιτεχνική ωριμότητα που της επιτρέπουν να στοχαστεί πάνω στα γεγονότα της ζωής και στις προσωπικές της επιλογές, να διεκδικήσει τον έλεγχο της μοίρας της και των εκφραστικών της μέσων. Οι ποιητικές εικόνες της συνήθως αναδύονται μέσα από σαφή περιγράμματα και δίνουν κάποτε την εντύπωση ρεαλιστικών περιγραφών μέσα σε συμβολιστικά τοπία. Ο “δημιουργικός πόνος”, που χρωματίζει τη φωνή της, τρέφεται από ένα βιωματικό υπόστρωμα εξαιρετικής ποιότητας και γνησιότητας. Ο σύγχρονος αναγνώστης συγκινείται, νιώθει οικεία μέσα σε αυτήν την ποίηση που είναι βαθιά συναισθηματική, αλλά χάρη στην αντιρητορικότητα του ύφους και σε μια υπόγεια ειρωνική διάθεση αντιστέκεται στη μελοδραματική θρηνωδία».
• Πιστεύετε πως έπεσε θύμα προκαταλήψεων και ιδεοληψιών από το κοινωνικό και φιλολογικό πλαίσιο της εποχής της;
«Εξέδωσε δύο ποιητικές συλλογές ενώ ήταν άρρωστη στο “Σωτηρία”, μέσα σε διάστημα περίπου ενός χρόνου. Η πρώτη μάλλον υποτιμήθηκε, ενώ η τελευταία και ωριμότερη αντιμετωπίστηκε -σε γενικές γραμμές- θετικά. Ομως οι περισσότεροι άντρες κριτικοί εστίασαν μόνο στον λυρισμό του ελεγείου, στη θρηνητική διάθεση για τον χαμό του Καρυωτάκη που εξέπεμπαν τα ποιήματά της. Αυτή η μονόπλευρη προσέγγιση, έστω και αν δεν είναι αρνητική, τελικά λειτούργησε υπονομευτικά στην πρόσληψη του έργου της. Ας μην ξεχνάμε ότι, προς το τέλος της δεκαετίας του τριάντα και στα μεταπολεμικά χρόνια, οι οπαδοί του μοντερνισμού αντιμετωπίζουν περιφρονητικά την έμμετρη ποίηση, ενώ παράλληλα η ανάγκη αναζήτησης συλλογικών οραμάτων σπρώχνει την προσωπική ποιητική πρόταση της Πολυδούρη στο περιθώριο. Αυτό θα αλλάξει στα χρόνια της μεταπολίτευσης και στην τελευταία δεκαετία η ποίησή της βγαίνει δυναμικά στο προσκήνιο».
• Θα τη χαρακτηρίζατε ποιήτρια του έρωτα; Ολοι έχουμε τη ρομαντική εικόνα της ποιήτριας που πεθαίνει από έρωτα…
«Στην Πολυδούρη χρωστάμε μερικά από τα ωραιότερα ερωτικά ποιήματα που έχουν γραφτεί στην ελληνική γλώσσα. Το ερωτικό πάθος στην ποίησή της είναι ταυτόχρονα μέσο και σκοπός, οδηγεί το υποκείμενο σε νέες συγκινήσεις, γίνεται δύναμη αναμόρφωσης της πραγματικότητας. Η καλλιτεχνική δημιουργία, ο έρωτας και η ζωή αποτελούν για αυτήν μια αξεδιάλυτη ενότητα. Ο “τρελός έρωτας”, για να θυμηθούμε τον υπερρεαλιστή Αντρέ Μπρετόν, αναδεικνύεται και στην Πολυδούρη ως απελευθερωτικός δρόμος προσωπικής έκφρασης, διαποτίζει ακόμα και στίχους της που δεν αναφέρονται άμεσα στην ερωτική εμπειρία. Και ναι, νομίζω ότι είναι η ποιήτρια που πεθαίνει από έρωτα – και δεν αναφέρομαι μόνο στους τελευταίους μήνες στο “Σωτηρία”, αλλά σε μια πιο σύνθετη σχέση έρωτα και θανάτου που ορίζει τη ζωή της».
• Πόσο ο Καρυωτάκης επέδρασε στην Πολυδούρη; Αν δεν τον γνώριζε, θα έγραφε αυτά τα υπέροχα ερωτικά ποιήματα;
«Οταν η Πολυδούρη γνώρισε τον Καρυωτάκη, εκείνος ήταν ήδη ένας καταξιωμένος ποιητής. Η ισχυρή του προσωπικότητα και ο θαυμασμός για το έργο του αναμφίβολα τη βοήθησαν να βρει τον δρόμο της και την ενέπνευσαν στη συγγραφή αρκετών θαυμάσιων ποιημάτων. Ομως η σύγκριση μαζί του αποβαίνει σε βάρος της, καθώς το έργο της τοποθετείται αποκλειστικά στο δικό του δημιουργικό πεδίο. Η Πολυδούρη ακολούθησε τελικά τη δική της πορεία στον χώρο της τέχνης και κατέκτησε ένα ιδιαίτερο προσωπικό ύφος. Ο Καρυωτάκης είναι πράγματι μια μορφή που στοιχειώνει την ποιητική της φωνή, κυρίως όμως για τον κορυφαίο ρόλο που διαδραματίζει στη συναισθηματική και ψυχική της κατάσταση».
• Από την άλλη, πόσο καθοριστική στάθηκε για τον Καρυωτάκη η σχέση του με τη νεαρή ποιήτρια;
«Ποιητικά δεν μπορεί να γίνει λόγος για επίδραση, αφού η Πολυδούρη ουσιαστικά γίνεται καλή ποιήτρια μετά τον θάνατό του. Είμαι σίγουρη ότι ο Καρυωτάκης την είχε ερωτευτεί, αλλά το στίγμα της ανίατης τότε ωχράς σπειροχαίτης που τον σημάδεψε πολύ νέο, το εκρηκτικό ταμπεραμέντο της εικοσάχρονης Πολυδούρη και το συντηρητικό οικογενειακό του περιβάλλον δεν του επέτρεψαν να διατηρήσει αυτή την ερωτική σχέση. Οπως προκύπτει από γνωστά και άγνωστα κείμενα της ποιήτριας και μαρτυρίες άλλων, η σχέση αυτή υπονομεύτηκε από μια σειρά μοιραίων γεγονότων και παρεξηγήσεων. Ο Καρυωτάκης θα πρέπει να πληγώθηκε βαθιά από την “απιστία” της, δηλαδή τον αρραβώνα της με τον Αριστοτέλη Γεωργίου, έστω και αν εκείνος ουσιαστικά την έσπρωξε σε αυτή την επιλογή. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον το γεγονός ότι, μετά τον οριστικό τους χωρισμό, ο Καρυωτάκης δεν ξαναγράφει κανένα ερωτικό ποίημα. Η ποίησή του μετά το 1925 εισέρχεται στον αστερισμό του “αδύνατου έρωτα”».
• Τολμώ να ρωτήσω, έχετε φανταστεί τι θα γινόταν αν αυτός ο έρωτας είχε αίσιο τέλος, αν η ζωή τους δεν τελείωνε τόσο νωρίς;
«Πιστεύω ότι ήταν και οι δύο ποιητικές ιδιοφυΐες και γι’ αυτό μας έδωσαν τόσο πρώιμα ένα σημαντικό έργο. Ο Καρυωτάκης βέβαια είχε ήδη γίνει μεγάλος ποιητής, όπως τον ανακήρυξε πρώτος ο Ανδρέας Εμπειρίκος στο συγκλονιστικό εκείνο “Οταν οι ευκάλυπτοι θροΐζουν στις αλέες”. Τώρα, αν η ζωή τους ήταν άλλη… Πιθανόν αν δεν πέθαιναν τόσο νέοι, ίσως να μας χάριζαν ακόμα πιο σπουδαία ποιήματα και μάλλον θα είχαν ορίσει κληρονόμους που θα διαχειρίζονταν “σωστά” τα αρχεία τους! Μου είναι όμως αδύνατο να τους φανταστώ παντρεμένους και γέρους…»