«Μένανδρος»ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΑ, Νωπογραφία (fresco)ΕΛΛΗΝΟΡΩΜΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ / τέλη 1ου αι. π.Χ.-1ο αι. μ.Χ.
ΠΟΜΠΗΙΑ, Casa del Menandro
|
Πηγή:http://www.greek-language.gr/Resources/ancient_greek/encyclopedia/hellenistic/page_067.html
Η κουλτούρα του βιβλίου
Σε αντίθεση με την αρχαϊκή και την κλασική εποχή όπου η προφορική απαγγελία και η παράσταση έπαιζαν πρωτεύοντα ρόλο στην πρόσληψη της ποίησης, στα ελληνιστικά χρόνια η γραφή γίνεται πλέον το κύριο μέσο παραγωγής και μετάδοσης της λογοτεχνίας. Βέβαια οι παραστάσεις στα φεστιβάλ που διοργάνωναν οι ελληνιστικοί μονάρχες ή οι απαγγελίες στον κλειστό κύκλο της αυλής και του συμποσίου μπορεί να προσέφεραν ακόμη το πλαίσιο για δημόσιες παρουσιάσεις ποιητών και ποιημάτων, ωστόσο φαίνεται ότι το βιβλίο (σε μορφή παπυρικού κυλίνδρου) είχε κυριαρχήσει στη συνείδηση δημιουργών και κοινού.
Ως φιλόλογοι οι Αλεξανδρινοί ποιητές κλήθηκαν να μελετήσουν τη λογοτεχνική παραγωγή του παρελθόντος —έπος, τραγωδία, χορική λυρική ποίηση— μέσα στη Βιβλιοθήκη∙ ως ποιητές αντιλήφθηκαν ότι η διακειμενικότητα, δηλαδή η ηθελημένη, λόγια παραπομπή σε άλλα έργα, απευθυνόταν πρωτίστως σε αναγνώστες. Ο Καλλίμαχος δίνει μια χαρακτηριστική εικόνα στον Πρόλογο των Αιτίων [Καλλίμαχος Αίτ.απ.1 μετάφραση Ε. Σιστάκου]:
Όταν για πρώτη φορά έβαλα το δελτίο στα γόνατά μου για να γράψω, ο Λύκιος Απόλλωνας μου είπε…
Ο επιγραμματοποιός Ποσείδιππος είναι ακόμη πιο γλαφυρός όταν συμφύρει την επίκληση στις Μούσες με την εικόνα της γραφής στη σφραγίδα της ποιητικής συλλογής του [Ποσείδιππος απ. 705 SH μετάφραση Ε. Σιστάκου]:
Μούσες, ψάλλετε τώρα μαζί με τον Ποσείδιππο τα σκληρά γηρατειά γράφοντας στις χρυσές σελίδες των δελτίων του…
Ο βιβλιακός χαρακτήρας της ελληνιστικής κουλτούρας είναι ένα αδιαμφισβήτητο γεγονός. Τα επιγράμματα δεν γράφονται πια για να χαραχθούν σε έναν τάφο ή σε ένα έργο τέχνης αλλά για να απολήξουν σε μια συλλογή∙ το θέατρο, όπως ο ιαμβικός μονόλογος Αλεξάνδρα του Λυκόφρονα, γίνεται δράμα ανάγνωσης (Lesedrama)∙ οι μιμητικοί ύμνοι του Καλλιμάχου αναπαριστούν πλασματικά τις συνθήκες της θρησκευτικής γιορτής στην οποία θα μπορούσαν να τραγουδηθούν. Οι ποιητές γίνονται οι ίδιοι εκδότες των έργων τους, με γνωστότερο παράδειγμα τον Καλλίμαχο που επέλεξε και ταξινόμησε τις ελεγείες του στα τέσσερα βιβλία των Αιτίων, προσθέτοντας εκδοτικό πρόλογο και επίλογο. Ακόμη και νέα λογοτεχνικά είδη γεννήθηκαν μέσα από την κουλτούρα του βιβλίου, όπως τα τεχνοπαίγνια, τα εικονιστικά δηλαδή ποιήματα, που η ανάγνωσή τους προϋποθέτει την οπτικοποίησή τους σε μια σελίδα βιβλίου (παράδειγμα ο Πέλεκυς του Σιμία και η Σῦριγξ του Θεοκρίτου). Βλ. «Ο Πέλεκυς του Σιμία» (από την έκδοση Loeb):
Του Παντελη Μπουκαλα
Δίχως την «Παλατινή» ή «Ελληνική Ανθολογία», όπως απαρτίστηκε σταδιακά από τον Μελέαγρο τον Γαδαρηνό τον 1ο αι. π.Χ. κι ώς τον Κωνσταντίνο Κεφαλά στα 900 μ.Χ., η γνώση μας για την αρχαία ελληνική ποίηση, από τα πρώτα της βήματα κι ώς τους τελευταίους της καρπούς, θα ήταν λειψή και τραυματισμένη: πλην των άλλων, θα είχαμε την εικόνα ενός ελάχιστου μόνο τμήματος της αλεξανδρινής ποίησης. Χάρη στα εκατοντάδες επιγράμματα που περιέχουν τα 16 βιβλία της «Ανθολογίας», και τα οποία καλύπτουν περίπου μια χιλιετία, γνωρίζουμε πώς μετρήθηκαν δεκάδες ποιητές, ονομαστοί και άσημοι, με το γεγονός του θανάτου, πώς δόξασαν ελευθερόστομα τον έρωτα, πώς ύμνησαν τον λυσιμέριμνο οίνο, πώς στιχούργησαν τη σκωπτική τους διάθεση για τις ανθρώπινες αδυναμίες, την αθλητική αναξιότητα ή τον σχολαστικισμό των γραμματικών.
Εχουμε επίσης στη διάθεσή μας ορισμένα ποιήματα που τεκμηριώνουν μια χαλαρότερη, πάντως όχι άπιστη σχέση με τις Μούσες, στα όρια του παιχνιδιού. Η σχέση αυτή αναπτύχθηκε πολύ πριν οι διάφοροι «-ισμοί» θεωρητικοποιήσουν ή και ιδεολογικοποιήσουν τάσεις, αποκλίσεις, ρεύματα ή απλά και εντέλει, όχι και τόσο σπουδαία συμβάντα στη μακρά ιστορία της λογοτεχνίας. Ετσι, το 14ο βιβλίο της «Παλατινής» σώζει κάμποσες δεκάδες ποιήματα-αινίγματα, ενώ στο 15ο αποθησαυρίζονται έξι ποιήματα στα οποία έχει αποδοθεί ο χαρακτηρισμός των τεχνοπαιγνίων (carmina figurata στα λατινικά και figure poems, visual poems ή, συνηθέστερα, pattern poems στα αγγλικά, όπως βλέπω και στο βιβλίο Greek Pastoral Poetry, των εκδόσεων Penguin, 1974, όπου ο Anthony Holden μεταφράζει και κατά σχήμα, γεγονός σπάνιο, τα ελληνιστικά τεχνοπαίγνια). Τα μισά «σχηματικά ποιήματα» τα συνέθεσε ο Σιμίας ο Ρόδιος, ένα ο Δωσιάδας, ένα ο Βησαντίνος, ενώ ένα αποδίδεται στον σπουδαίο βουκολικό ποιητή Θεόκριτο, πιθανόν γι' αυτό σε ορισμένες στερεότυπες εκδόσεις τα έξι τεχνοπαίγνια δημοσιεύονται, δίκην συμπληρώματος ή παραρτήματος, στον τόμο που φιλοξενεί τα ποιήματα των βουκολικών, του Θεόκριτου, του Μόσχου και του Βίωνος του Σμυρναίου.
Αιώνες πολλούς, λοιπόν, πριν από τις εικαστικοποιητικές αναζητήσεις του Ντύλαν Τόμας και του Στεφάν Μαλλαρμέ, με το γνωστό «Μία ριξιά ζαριών δεν καταργεί ποτέ την τύχη», που το έκανε ποίημα ο Ανδρέας Εμπειρίκος, και τα τυπογραφικά πειράματα του Εζρα Πάουντ και του e.e. cummings, πριν από τα «καλλιγραφήματα» του Γκυγιώμ Απολλιναίρ, όπως το ποίημα «Το λαβωμένο περιστέρι και το σιντριβάνι», μεταφρασμένο από τον Τάκη Βαρβιτσιώτη, το οποίο απεικονίζει με τη διάταξη των στίχων όσα υπαγορεύει ο τίτλος του, κι άλλα που απεικονίζουν καρδιές, μαντολίνα, ζώα, ανθρώπους ή τον πύργο του Αϊφελ, πριν από το «Καλλιγράφημα» του Γιώργου Σεφέρη, που πρωτοτυπώθηκε με τους στίχους να σχηματίζουν τις σιλουέτες τριών ιστιοφόρων του Νείλου, και πριν από τους πειραματισμούς της οπτικής ποίησης, κάποιοι φιλοπαίγμονες ποιητές της ελληνιστικής εποχής σκαρφίστηκαν τα τεχνοπαίγνια, όπως ονομάστηκαν αργότερα. Ο Θεόκριτος συνέθεσε μια «Σύριγγα», μουσικό όργανο (XV 21, όπου η κατά τα έπη πιστή Πηνελόπη εμφανίζεται σαν μητέρα του Πάνα, ύστερα από τη συνεύρεσή της με τον Ερμή ή με άπαντες τους μνηστήρες), ο Σιμίας έναν «Πέλεκυν» (XV 22, όπου τον πέλεκυν τον προσφέρει στην Αθηνά ο Επειός, ο κατασκευαστής του Δούρειου Ιππου), τις «Πτέρυγες Ερωτος» (XV 24) και ένα «Ωόν» (ΧV 27, με το ωόν αυτό, γέννημα αηδόνος, να συμβολίζει την ποίηση), και ο Δωσιάδας και ο Βησαντίνος από έναν «Βωμό». Ο βωμός του Δωσιάδα φέρεται κατασκευασμένος από τον Ιάσονα, στο δε ομώνυμο ποίημα του Βησαντίνου υπάρχει η ακροστιχίδα «πολλοίς έτεσι θυσείας».
Ορισμοί των λεξικών
Εστιν ουν τεχνοπαίγνιον, λέει το «Μέγα Λεξικόν όλης της Ελληνικής Γλώσσης» του Δ. Δημητράκου, «παίγνιον στιχουργικόν, μικρόν ποίημα συντιθέμενον εκ στίχων ποικίλλοντος μεγέθους κατά τρόπον, ώστε να σχηματίζηται γραφικώς η παράστασις του αντικειμένου τού αποτελούντος και το θέμα του ποιήματος». Από την πλευρά του το «Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης» του Henry G. Liddell και του Robert Scott σημειώνει: «τεχνοπαίγνιον: παίγνιον ή παιδιά τέχνης, μάλιστα δε τρόπος τού αποδεικνύειν την περί την στιχοποιίαν ικανότητα, επιγραφή ποιήματος τινός του Αυσονίου» (ο Αυσόνιος, που θεωρείται ο πρώτος Γάλλος ποιητής της παγκόσμιας λογοτεχνίας, έζησε τον 4ο αι. μ.Χ. και επιδόθηκε μέχρις άκρας επιτηδεύσεως στα φορμαλιστικά παίγνια και την κατασκευή μνημοτεχνικών στίχων και κεντρώνων).
Πλήρεις και διαυγείς οι ορισμοί των λεξικών, προσδιορίζουν τα γνωρίσματα, τη μέθοδο και τον σκοπό του τεχνοπαιγνίου, χωρίς βέβαια να υποδεικνύουν και την κινούσα ιδέα, για την οποία άλλωστε μόνο εικασίες είναι δυνατόν να γίνουν. Ας σημειωθεί πάντως εδώ ότι, ενδεχομένως και επειδή η ελληνιστική ποίηση έμεινε για πολύ καιρό στη σκιά της μεγάλης προδρομικής της ποίησης, των τραγωδών και των λυρικών, η θέση των τεχνοπαιγνίων δεν είναι εξασφαλισμένη στις Ιστορίες της λογοτεχνίας. Ετσι, στην «Ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας» της P.E. Easterling και του B.M. Knox (εκδ. Παπαδήμα, 1994) δεν αναφέρεται τίποτε για τα τεχνοπαίγνια ούτε για τον Σιμία, τον Δωσιάδα και τον Βησαντίνο, και τίποτε επίσης στο συνοπτικό «Λεξικό της ελληνικής λογοτεχνίας, αρχαίας και νέας» της Ζακλίν ντε Ρομιγύ (εκδ. Ι. Ζαχαρόπουλος, 2004).
Για τον Θεόκριτο τον Συρακόσιο, ποιητή του 3ου αιώνα π.Χ., τον εισηγητή και σπουδαιότερο εκπρόσωπο της βουκολικής ποίησης και σπορέα της ρωμαϊκής ερωτικής ελεγείας, δεν χρειάζεται να ειπωθούν πολλά. Για τους άλλους τρεις τεχνοπαιγνιογράφους, συνοψίζω εδώ όσες πληροφορίες άντλησα από τη «Σούδα», την «Ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας» του Αλμπιν Λέσκυ (εκδ. οίκος Αδελφών Κυριακίδη, 1988), το «Λεξικό αρχαίων συγγραφέων, Ελλήνων και Λατίνων» του Paul Kroh (University Studio Press, 1996), το βιβλίο «Ο Ελικώνας και το Μουσείο - Η ελληνιστική ποίηση από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου έως την εποχή του Αυγούστου», του Marco Farduzzi και του Richard Hunter (εκδ. Πατάκη, 2002), την «Ανθολογία ελληνιστικής ποίησης» του Neil Hopkinson (εκδ. Μεταίχμιο, 2005) και τον συλλογικό τόμο «Ελληνιστική Μούσα - Συνέχεια και νεωτερισμός στην ελληνιστική ποίηση» (Gutenberg, 2008), όπου, με την επιμέλεια της Φλώρας Π. Μανακίδου και του Κωνσταντίνου Σπανουδάκη, στεγάζονται, γεγονός ενθαρρυντικό, αποκλειστικά ελληνικές συμβολές.
Ο Δωσιάδας, ποιητής του 3ου αιώνα π.Χ., έγραψε σχηματογραφικά ποιήματα. Σώθηκε μόνο ο «Βωμός», σε δωρική διάλεκτο. Εικάζεται ότι ταυτίζεται με τον συγγραφέα των «Κρητικών», της πιο πρώιμης ιστορίας της Κρήτης, η οποία στάθηκε πηγή για τον Διόδωρο τον Σικελιώτη. Σύμφωνα με μια υπόθεση του Βιλαμόβιτς, ο Δωσιάδας κρύβεται στα «Θαλύσια» του Θεόκριτου κάτω από το ψευδώνυμο του Λυκίδα, του αιγοβοσκού δηλαδή με τον οποίο αναμετριέται σε ερωτικούς στίχους ο αφηγητής του ειδυλλίου, ο Σιμιχίδας, ψευδώνυμο αυτός του Θεόκριτου.
Τον 3ο αι. π.Χ. έζησε και ο γραμματικός και ποιητής Σιμίας ο Ρόδιος, που η «Σούδα» τον γενεαλογεί ως Σάμιο. Εκτός από τα σωζόμενα τεχνοπαίγνιά του, με τα οποία θεμελίωσε τη συγκεκριμένη εκδοχή ποίησης συναιρώντας τη μορφή με το νόημα, έγραψε επιγράμματα, λυρικά και επικά ποιήματα («Γοργώ», «Απόλλων») και μια πολύτομη συλλογή «Γλωσσών», ένα λεξικό δηλαδή σπάνιων και δυσνόητων λέξεων και διαλεκτικών τύπων που το μνημονεύει τετράκις ο Αθήναιος των «Δειπνοσοφιστών» (λ.χ. με τη φράση «η γαρ ακόνη κατά Κρήτας φάγρος, ώς φησι Σιμίας») και το οποίο λειτούργησε ως συμβουλευτικό εγχειρίδιο για τους ποιητές της εποχής. Ως παραδείγματα λειτούργησαν και τα ποικίλα μέτρα του, τα οποία και παραθέτει ο Ηφαιστίων ο Αλεξανδρινός, μετρικός και γραμματικός του 2ου αι. μ.Χ.
Σχήμα και γρίφος
Τέλος, τον Βησαντίνο, ποιητή που όπως πιθανολογείται έζησε την εποχή του Αδριανού, και του οποίου ακόμα και το όνομα δεν είναι οριστικά βεβαιωμένο (απαντά και ως Βησαντινός, ενώ ενίοτε ο ποιητής του «Βωμού» ονομάζεται Βηστίνος), ο Λέσκυ τον χαρακτηρίζει «στερνοπαίδι των ελληνιστικών παιχνιδιών για βιρτουόζους».
Στο «σχηματικό ποίημα» λοιπόν, όπως σημειώνουν στο βιβλίο «Ο Ελικώνας και το Μουσείο» ο Marco Fantuzzi και ο Richard Hunter (μτφρ. Δήμητρα Κουκουζίκα, Μαρία Νούσια, επιμέλεια Θεόδωρος Παπαγγελής, Αντώνης Ρεγκάκος), «η διαδοχή στίχων διαφορετικού μήκους έδινε ακριβώς στο περίγραμμα του ποιήματος τη μορφή ενός συγκεκριμένου αντικειμένου. Η ασαφής δομή τονιζόταν και γινόταν ακόμη πιο εγκεφαλική και με τις πάμπολλες σπάνιες λέξεις (που απαντούν σε όλα τα ποιήματα) και μερικές φορές με την πρόθεση να παρουσιαστεί το περιεχόμενο ως γρίφος. Στην πράξη επρόκειτο για μια νέα επινόηση του αρχαϊκού επιγραφικού κειμένου: στο εν λόγω κείμενο το μήκος/ύψος των γραμμών υπαγορευόταν από τη μορφή του αντικειμένου πάνω στο οποίο χαρασσόταν η επιγραφή, ενώ στο «σχηματικό ποίημα» η ίδια η γραφή υποκρινόταν ότι «δημιουργούσε» ένα αντικείμενο πάνω στο οποίο το κείμενο έλεγε ότι εγγραφόταν. Η χρησιμοποίηση της λυρικής πολυμετρίας σε αυτό το είδος των ποιημάτων σήμαινε πράγματι ένα άλλο είδος «προδοσίας» των μέτρων της αρχαίας λυρικής ποίησης».