[Ωδή εις τη σελήνη *]
Γλυκύτατη φωνή βγάν’ η κιθάρα,και σε τούτη την άφραστη αρμονίατης καρδιάς μου αποκρίνεται η λαχτάρα·
γλυκέ φίλε, είσαι συ, που με τη θεία5έκσταση του Οσσιάνου, εις τ’ ακρογιάλιτης νυχτός εμψυχείς την ησυχία.
Κάθισε για να πούμε ύμνον στα κάλλητης Σελήνης· αυτήν εσυνηθούσεο τυφλός ποιητής συχνά να ψάλλει.
10Μου φαίνεται τον βλέπω που ακουμβούσεσε μίαν ετιά, και το φεγγάρι ωστόσοστα γένια τα ιερά λαμποκοπούσε.
Απ’ το Σκοπό νά το προβαίνει· ω πόσοσυ την νύχτα τερπνά παρηγορίζεις!15Ύμνον παθητικόν θε να σου υψώσω·
παθητικό σα εσένα, όταν λαμπίζειςστρογγυλό, μεσουράνιο, και το φως σουσε ταφόπετρα ολόασπρη αποκοιμίζεις.
|
Διονύσιος Σολωμός (1798-1857)
___ |