Αναδημοσίευση
από το ιστολόγιο Στο μυαλό ενός φιλολόγου
Επιμελείται η Ρένα Πετροπούλου Κουντούρη
Το Συμπόσιο είναι
ένα έργο του Πλάτωνα που περιέχει μία φιλοσοφική ανάλυση του έρωτα. Αυτό που ελκύει
όμως περισσότερο είναι ένας ανολοκλήρωτος έρωτας που περιέχει: ο
έρωτας του Αλκιβιάδη απέναντι στο Σωκράτη. Ο Αλκιβιάδης περιγράφει την ερωτική
του επιθυμία απέναντι στο Σωκράτη! Κατά πόσο άραγε ακόμη και ένα σύγχρονο κοινό
είναι σε θέση να δεχτεί μια τέτοια στάση; Βέβαια ο σκοπός του έργου στο σύνολό
του είναι να μας αποκαταστήσει την εικόνα του φιλοσόφου Σωκράτη, ως ανθρώπου
ανώτερου των σαρκικών πόθων και εραστή της ομορφιάς. Παρόλα αυτά και ως πρόθεση
να διαβάσει κανείς την ερωτική εξομολόγηση του Αλκιβιάδη, αξίζει τον κόπο...
Στηρίχτηκα κυρίως
στην έκδοση Ζήτρος, αλλά και στο μνημειώδες έργο του Ιωάννη Συκουτρή.
ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ
ΕΡΓΟΥ: Το Συμπόσιο που περιγράφει ο Πλάτωνας διαδραματίζεται όταν ο
νεαρός Αγάθωνας κέρδισε την πρώτη του νίκη σε δραματικό αγώνα στα Λήναια το 416
π.Χ. Συγκεκριμένα βρισκόμαστε την επομένη της επινικίου τελετής στο σπίτι
του Αγάθωνα. Ο ανδρών λοιπόν του σπιτιού του Αγάθωνα είναι το κύριο σκηνικό του
διαλόγου.
Ο Πλάτωνας μας
μεταφέρει σε μία εποχή δόξας και ακμής της πόλης. Η Αθήνα του 416 έχει βγει
νικήτρια από τον Αρχιδάμειο πόλεμο (την πρώτη περίοδο του πελοποννησιακού
πολέμου). Τα λίγα χρόνια της Νικιείου ειρήνης (421) επούλωσαν αρκετά τις πληγές
του πολέμου.
Ο χρόνος της
συγγραφής όμως του έργου είναι διαφορετικός, με πιθανότερο το 385 π.Χ. Το έτος
αυτό μάλιστα όλα τα πρόσωπα που συμμετέχουν στο διάλογο είναι όλα νεκρά.
Ο αφηγητής
Απολλόδωρος σύμφωνα με όσα διαβάζουμε στον πρόλογο του έργου δεν ήταν παρών στο
συμπόσιο του Αγάθωνα, αλλά το περιεχόμενο της αφήγησης το οφείλει στη μαρτυρία
ενός από τους συμπότες, του Αριστόδημου.
ΣΚΟΠΟΣ ΤΟΥ
ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ: Ο σκοπός του Πλάτωνα όταν συνέλαβε την ιδέα της συγγραφής του
Συμποσίου είναι να διερευνηθεί στην ουσία του το φαινόμενο έρως. Ο έρωτας στην
αρχαία ελληνική γραμματεία δεν περιγράφεται ως μια κατάσταση ή ένα συναίσθημα,
αλλά αποτελεί μια ορμή κίνησης προς ένα αντικείμενο επιθυμίας. Και είναι μια
ορμή που δεν προϋποθέτει απαραίτητα αμοιβαιότητα: οι ρόλοι του εραστή και του
ερωμένου προσώπου παραμένουν σαφώς διακριτοί.
Στις
προθέσεις του ήταν και η ταυτόχρονη φιλοτέχνηση, για τους αιώνες που θα
ακολουθούσαν, του πορτρέτου του Σωκράτη. Να στήσει μνημείο για το μεγάλο
δάσκαλο, να αναδείξει τη μοναδικότητά του, την ανωτερότητά του, την υπέρβαση
της ανθρώπινης κατάστασης. Βέβαια και σε προηγούμενα έργα τον υπερασπίστηκε και
τον προέβαλε, ιδιαίτερα στην Απολογία. Σ΄ αυτά όμως η στάση του ήταν κυρίως
αμυντική: ν΄ αποσείσει την άδικη κατηγορία που διατυπώθηκε εναντίον του Σωκράτη
και τον οδήγησε στο θάνατο και μάλιστα τον εξέθετε στην κοινή γνώμη ακόμα
και μετά το θάνατό του. Με το Συμπόσιο όμως επιχειρεί να κάνει και κάτι
σπουδαιότερο. Προχωρεί σε επιθετική, θα λέγαμε, αποκατάσταση της μνήμης του
Σωκράτη. Τον παρουσιάζει ηθικά και πνευματικά ανώτερο τόσο από τους εταίρους
του όσο και από τους αντιπάλους του, ιδίως από τους πιο φημισμένους
πνευματικούς ανθρώπους.
ΠΡΟΣΩΠΑ: Τα
πρόσωπα που πήραν μέρος στο Συμπόσιο σαν καλεσμένοι του Αγάθωνα και κατέθεσαν
τις απόψεις τους για τον έρωτα είναι ο Φαίδρος, ο Παυσανίας, ο Ερυξίμαχος, ο
Αριστοφάνης. Στο τελευταίο μέρος εμφανίζεται και ο Αλκιβιάδης. Το πρόσωπο όμως
που βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος μέχρι και την τελευταία
γραμμή του Συμποσίου είναι ο Σωκράτης.
Ευδιάκριτη
είναι η διαίρεση του Συμποσίου σε δύο μέρη: το πρώτο μέρος περιέχει τις
προσεγγίσεις των πέντε συμποτών σχετικά με το θέμα του έρωτα και αφορούν είτε
απόψεις αποδεκτές από το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο είτε απόψεις των
διανοουμένων (σοφιστών, ρητόρων, επιστημόνων, ποιητών και καλλιτεχνών). Στο
δεύτερο μέρος εκτίθεται η σύλληψη του ίδιου του Πλάτωνα.
Ο Φαίδρος
μέσα από το λόγο του ανακηρύσσει το έρωτα ως τον πιο αρχαίο από τους
θεούς και τον αναδεικνύει χορηγό των μεγαλύτερων ευεργετημάτων, καθώς
δημιουργεί μέσα στην ψυχή την επιθυμία για αρετή.
Ο Παυσανίας αναλύει
τον έρωτα σε σχέση με την θεά Αφροδίτη, και υποστηρίζει ότι όπως η Αφροδίτη
έχει δύο φύσεις, την ανθρώπινη και την θεϊκή, έτσι και ο έρωτας έχει δύο
μορφές. Ο σαρκικός έρωτας αποσκοπεί στην απλή ικανοποίηση, ενώ ο ανώτερος
έρωτας επιφέρει την παντοτινή ένωση με τον αγαπημένο ή την αγαπημένη.
Ο Εριξύμαχος
εκπροσωπεί το επιστημονικό πνεύμα και παρουσιάζει την παντοδυναμία του
έρωτα σε όλη την κοσμολογική περιοχή.
Ο Αριστοφάνης
αισθητά διαφοροποιείται από τους υπόλοιπους με τον ευφάνταστο γενεαλογικό μύθο
για την πρώτη κατάσταση του ανθρώπου και την κατάτμηση του αρχικού ενιαίου
διπλού ανθρώπινου όντος.
Ο Αγάθωνας αποδίδει
στον έρωτα όλες τις υπέρτατες αρετές στον ανώτατο βαθμό και είναι απαλλαγμένος
από καθετί το μίζερο και αρνητικό.
Ακολουθεί η ομιλία
του Σωκράτη. Ο Σωκράτης θα μας οδηγήσει στην περιοχή του δαιμονικού κόσμου μέσα
από μια αναδιήγηση της διδασκαλίας που του έκανε η ιέρεια Διοτίμα. Έρωτας είναι
η τάση της θνητής ψυχής να ανεβάσει τον εαυτό της στον ορίζοντα της αθανασίας.
Στο
τέλος εμφανίζεται, στεφανωμένος με μενεξέδες και κισσούς και ήδη αρκετά
μεθυσμένος, ο Αλκιβιάδης, και ο δικός του λόγος είναι ένα εγκώμιο για τον
Σωκράτη.
Η ομιλία του
Σωκράτη-Διοτίμας αποτελεί τη θεωρητική σύλληψη του φαινομένου Έρως, ενώ η
ομιλία του Αλκιβιάδη είναι η βιωματική πραγμάτωσή του.
ΑΛΚΙΒΙΑΔΗΣ Το πρόσωπο
που επέλεξε ο Πλάτων για να διεκπεραιώσει αυτή τη δεύτερη αποστολή είναι ένα
από τα πιο γνωστά της ιστορίας της κλασικής Αθήνας, ο ΑΛΚΙΒΙΑΔΗΣ ίσως η πιο αντιφατική
μορφή της αρχαίας ελληνικής ιστορίας. Βρίσκεται στην ακμή του, τόσο από άποψη
ηλικίας όσο και πολιτικής δραστηριότητας. Ανήκε στη μεγάλη αριστοκρατική
οικογένεια των Αλκμεωνιδών (όπως και ο Περικλής); ήταν γιος του στρατηγού
Κλεινία που σκοτώθηκε στη μάχη της Κορώνειας (447 π.Χ.) και άφησε τον Αλκιβιάδη
ορφανό σε πολύ μικρής ηλικία. Τότε ανέλαβε την ανατροφή του ο Περικλής. Από
πολύ νέος συνδέθηκε με τον Σωκράτη, του οποίου υπήρξε για πολλά χρόνια μαθητής.
Βέβαια, εξαιτίας της ιδιορρυθμίας του χαρακτήρα του και της βιασύνης του να
κάνει λαμπρή πολιτική καριέρα, δεν αφομοίωσε τα όσα εγγυόταν να του μεταδώσει ο
Σωκράτης και ήταν σε θέση να κάνει κτήμα του ο χαρισματικός μαθητής, που
μάλιστα επιδίωξε μαθητεία και κοντά στους σοφιστές. Έτσι, με στέρεο στήριγμα
την κοινωνική και πολιτική προβολή της οικογένειας του, με το ασύγκριτο
σωματικό του κάλλος (που ενέπνευσε καλλιτέχνες όπως τους ζωγράφους Αριστοφώντα
και Νικήρατο και τους γλύπτες Πολυκλή και Πυρίμαχο), γρήγορα ξεχώρισε ανάμεσα
στους πολιτικούς τής μετά τον Περικλή γενιάς κι αναδείχτηκε
επιτυχημένος δημαγωγός,γοητεύοντας τον αθηναϊκό δήμο με τα μεγαλεπήβολα
σχέδια του, που θα οδηγούσαν σε πρωτάκουστο μεγαλείο την Αθήνα. Η πολιτική του
επιρροή έφτασε στο απόγειο της, όταν πέτυχε τον εξοστρακισμό του αντιπάλου του
δημαγωγού Υπερβόλου και στέφτηκε ολυμπιονίκης σε αρματοδρομί-ες (416 π.Χ.).
Άρα, κατά τον «δραματικό χρόνο» του Συμποσίου είναι τόσο
προβεβλημένος και γεμάτος αυτοπεποίθηση, ώστε να σχεδιάζει την παράτολμη
εκστρατεία εναντίον της Σικελίας, ενώ οι φιλοδοξίες του προχωρούσαν
περισσότερο, ως και την Καρχηδόνα, την κυρίαρχο της δυτικής Μεσογείου, ως
τα όρια του δυτικού κόσμου. Κανένα νέφος δε σκίαζε τη λαμπρή πολιτική
σταδιοδρομία του.
Αργότερα όμως
θα έρθει η τίσις λόγω της ύβρεώς του, που θα ξεκινήσει με
την υπόθεση των ερμοκοπιδών, την εξορία του, την απόδοση της καταστροφής
στη Σικελία σ' αυτόν, τις τυχοδιωκτικές, ανάξιες της φήμης του, περιπέτειες
στην τελευταία δεκαετία του 5ου π.Χ. αι., και θα έρθει το τραγικό τέλος με
τη δολοφονία του, το 404 π.Χ., στη Μέλισσα της Φρυγίας, από ανθρώπους του
Φαρναβάζου, που υποκινήθηκε από τον Λύσανδρο και τους Τριάκοντα. τυράννους.
ΓΙΑΤΙ Ο
ΑΛΚΙΒΙΑΔΗΣ Η εικόνα που συνθέτουμε από τα παραπάνω μάς πείθει ότι ο
Πλάτων δεν μπορούσε να κάνει ευτυχέστερη επιλογή του προσώπου, στο στόμα του
οποίου θα έβαζε τον Σωκράτους επαινον, το αποκαλυπτικό αυτό κείμενο
για την δαιμονίαν προσωπικότητα του μεγάλου φιλοσόφου. Κανείς άλλος
δεν είχε, όσο κι αν φαίνονται χαοτικές οι διαφορές των φύσεων τους
τόση ψυχική συγγένεια με τον Σωκράτη, αφού και ο Αλκιβιάδης ήταν δαιμόνιος,με
διαφορετική βέβαια φόρτιση. Κανείς άλλος δεν είχε συνδεθεί τόσο στενά με τον
Σωκράτη στη ζωή (μαθητεία κοντά του και εταιρικά ι σχέσεις, που
μάλιστα ενισχύθηκαν με τη συνυπηρέτηση στα εκστρατευτικά σώματα της Ποτείδαιας
και του Δηλίου, όπου δεν ήταν απλώς συστρατιώτες αλλά και σύσσιτοι). Κανείς
άλλος από τους συμποσιαστές δεν είχε τα πνευματικά χαρίσματα και την ικανότητα
να εισδύσει στα μύχια της ψυχής του συνομιλητή του όσο ο Αλκιβιάδης, ώστε να
φτάσει, σε τέτοιο βάθος κατανόησης της σωκρατικής ατοπίαςκαι κανείς άλλος
δε διέθετε την παρρησίαν που θα τον καθιστούσε ικανό να περιγράψει
ανερυθρίαστα και παράτολμα με σκανδαλιστικές λεπτομέρειες παραστατικά τις
ιδιάζουσες στενές σχέσεις με τον Σωκράτη, που δεν προσφέρονταν και τόσο για κοινοποίηση
τους σε ευρύτερο κύκλο. Και κανείς άλλος δεν είχε το απαιτούμενο κύρος να
επιβάλει τους κανόνες του παιχνιδιού στην ομήγυρη, που του επέτρεψαν με άνεση
και πληρότητα ν' ακουστεί με απόλυτη προσοχή η πέρα από τα εσκαμμένα ομιλία
του. Και αποδίδοντας την ομιλία αυτή ο Πλάτων στον Αλκιβιάδη αξιοποιεί τη
μοναδική του ηθοποιία, έτσι που, με όσες πληροφορίες διαθέτουμε για
τα έργα και τις ημέρες του Αλκιβιάδη σε κανένα σημείο να μην υποπτευόμαστε ότι
παραποιείται η προσωπικότητα του όλα τα χαρακτηριστικά του Αλκιβιάδη
αποτυπώθηκαν πειστικά στο κείμενο. Και μάλιστα ενός Αλκιβιάδη στη «γλυκιά και
την καλή του ώρα», αλλά και μεθυσμένον (πρόσχημα για την υπερβολή
της παρρησίας του, που καταντά αδιαντροπιά).
ΕΙΣΟΔΟΣ ΤΟΥ
ΑΛΚΙΒΙΑΔΗ: Τις επιδοκιμασίες των συμποτών για την ομιλία του Σωκράτη -
οπωσδήποτε πολύ λιγότερο ενθουσιαστικές από εκείνες που ξεσήκωσε η ομιλία του
Αγάθωνα - και μια προσπάθεια του Αριστοφάνη να διατυπώσει κάποια ένσταση
διακόπτει βίαια η θορυβώδης εμφάνιση του Αλκιβιάδη, που, μεθυσμένος, φορτωμένος
με εορταστικές ταινίες και υποβασταζόμενος από μια αυλητρίδα, απαιτεί να γίνει
δεκτός, αυτός και η συνοδεία του, στο τραπέζι του Αγάθωνα. Την ψυχική ευφορία
του από τη θερμή υποδοχή που του επιφύλαξαν ο Αγάθων και οι λοιποί συμπότες
αναστέλλει, όπως τουλάχιστον ο ίδιος προσποιείται, η αποκάλυψη ότι τοποθετήθηκε
δίπλα από τον Σωκράτη, τον οποίο εισερχόμενος δεν είχε δει. Ακολουθεί μια
στιχομυθία με φαρμακερούς διαξιφισμούς ανάμεσα στον Αλκιβιάδη και Σωκράτη, που
λήγει με την απόθεση μερικών από τις ταινίες, που ο Αλκιβιάδης προόριζε για τον
Αγάθωνα, στην θαυμαστήν κεφαλήν του ακαταμάχητου στους λόγους Σωκράτη.
Στη συνέχεια, ορίζοντας αυταρχικά τον εαυτό του άρχοντα της πόσεως, ο
Αλκιβιάδης υποχρεώνει την ομήγυρη σε νέα γενική οινοποσία, αλλά παρεμβαίνει ο
Ερυξίμαχος, που θυμίζει τους όρους που τέθηκαν αρχικά για τη μορφή του
συμποσίου τους και τις ομιλίες που προηγήθηκαν και απαιτεί από τον Αλκιβιάδη
να καταθέσει κι αυτός την εισφορά του στον έρανο για τον έπαινον
έρωτος. Ο Αλκιβιάδης αρνείται, έβδομος πια αυτός, να συνθέσει εγκώμιο του
Έρωτα, γιατί φοβάται μήπως προκαλέσει τον φθόνο του Σωκράτη, αν επαινέσει άλλον
κι όχι αυτόν! Ύστερα από κάποιους διαξιφισμούς με τον Σωκράτη, αξιοποιώντας
μια ευτυχή έμπνευση του Ερυξιμάχου, δηλώνει την πρόθεση του να
συνθέσει επαινον Σωκράτου, ορίζοντας μάλιστα ελεγκτή της αλήθειας
των λεγομένων του τον ίδιο τον Σωκράτη.
ΛΟΓΟΣ ΑΛΚΙΒΙΑΔΗ
: Στον πρόλογο της ομιλίας του δηλώνει ότι, για να επαινέσει τον
Σωκράτη θα χρησιμοποιήσει τη συνηθισμένη στα συμπόσια μέθοδο της
παραβολής {δι' εικόνων) κι ότι σκοπεύει όχι στη γελοιοποίηση του
Σωκράτη (όπως θα ήταν δυνατό να εκλάβουν πολλά απ΄ τα λεγόμενα του όσοι
δεν ήταν εξοικειωμένοι με την άτοπίαν του Σωκράτη), αλλά στην
ανάδειξη της αλήθειας.
Τη βάση του επαίνου
του Σωκράτη αποτελεί η περιγραφή και η διεξοδική ερμηνεία μιας διπλής
παραβολής: ο Αλκιβιάδης παραβάλλει τον Σωκράτη α) με τα αγάλματα των Σιληνών
και β) με τον σάτυρο Μαρσύα. (Στην ελληνική μυθολογία ο Μαρσύας ήταν
ένας Σάτυρος από τη Φρυγία. Λέγεται πως η θεά Αθηνά όταν εφεύρε τον αυλό και
δοκίμασε να παίξει είδε τον εαυτόν της στα νερά του Μαίανδρου με φουσκωμένα
μάγουλα και το πρόσωπό της παραμορφωμένο και με βδελυγμία το απέρριψε. Τότε
άρπαξε τον αυλό ο Μαρσύας έγινε δεξιοτέχνης και προκάλεσε τον Θεό Απόλλωνα σε σύγκριση της μουσικής τους τέχνης. Ο Απόλλωνας έπαιξε Λύρα και οι Μούσες και ο Μίδας,
που ήταν κριτές της μονομαχίας, ανέδειξαν νικητή τον θεό. Ο Μαρσύας γδάρθηκε
ζωντανός Στον μύθο έχουμε τον αντίκτυπο του ανταγωνισμού της μετρημένης
αριστοκρατικής μουσικής της κιθάρας και των άλλων εγχόρδων με τη μουσική του
αυλού, την ασιατική και εκστατική μουσική, που οι έλληνες θεωρούσαν κατώτερη,
αν και εκστατική.
α) Η παραβολή με
τον Σιληνό ή μάλλον με τα πολύ γνωστά αγάλματα των δύσμορφων Σιληνών (που έχουν
κοινό χαρακτηριστικό με τον Σωκράτη και το ότι είναι σκώπται), που
ήταν ένα είδος ξύλινων ερμαρίων και στο εσωτερικό τους κρύβουν υπέροχα
καλλιτεχνήματα στηρίζεται στην αντίθεση ανάμεσα στην άσκημη εξωτερική μορφή
τους και την ομορφιά πoυ πλούσια κρύβουν μέσα τους: όπως και των Σιληνών, η
εξωτερική μορφή του Σωκράτη χαρακτηρίζεται από ασκήμια και χοντροκοπιά, όμως
στο εσωτερικό του κρύβει ανεκτίμητο ηθικό και πνευματικό πλούτο και ομορφιά.
Μπορεί βέβαια ο Σωκράτης να καλλιεργεί την εντύπωση ότι δεν είναι παρά ένας
επίμονος κυνηγός της σωματικής ομορφιάς των νεαρών, όμως στο βάθος περιφρονεί
αυτή την εξωτερική ομορφιά (όπως και τον πλούτο), κάτι που το δίδαξε
στον Αλκιβιάδη η οδυνηρή προσωπική εμπειρία του: πιστεύοντας ότι ο Σωκράτης
εκστασιάστηκε μπροστά στη νεανική ομορφιά του και αιχμαλωτίστηκε απ' αυτήν,
έλπισε ότι θα μπορούσε να κάνει κτήμα του τον εσωτερικό πλούτο του Σωκράτη,
δίνοντας του ως αντάλλαγμα τα νεανικά του κάλλη. Έτσι, προσπάθησε επίμονα,
κλιμακώνοντας τις δελεαστικές προσπάθειες του, να συνδεθεί μαζί του με τη
σχέση παιδικών προς τον εραστή επιδίωξε ιδιωτικές
συνομιλίες, κοινή άσκηση στα γυμναστήρια, πρόσκληση σε δείπνο που παρατάθηκε
για πολλές νυκτερινές ώρες -μόνοι οι δυο τους- και, τέλος, μετά από νέο
δείπνο, κατάκλιση στο ίδιο κρεβάτι. Όσο κι αν οι ελπίδες του φούντωσαν, ότι θα
πετύχει το σκοπό του, το αποτέλεσμα ήταν απογοητευτικό και βγήκε βαριά
τραυματισμένος απ΄ αυτή τη δοκιμασία.
Αυτή την αντίθεση
ανάμεσα στην εξωτερική εμφάνιση και τον εσωτερικό πλούτο παρουσιάζουν και τα
λόγια του Σωκράτη: εξωτερικά είναι τιποτένια, με χαμηλού επιπέδου λεξιλόγιο,
κοινότυπο, μονότονο, όμως το περιεχόμενο τους είναι θαυμάσιο και μεγαλειώδες,
πραγματικός θησαυρός γνώσεων και αρετής.
β) Η παραβολή του
με τον σάτυρο Μαρσύα έχει να κάνει όχι μόνο με την προκλητική τους
συμπεριφορά (ύβρισταϊ και οι δύο, ο καθένας με τον τρόπο του), αλλά
και με τη μεγάλη, ακατανίκητη και μεγάλης διάρκειας γοητεία που ασκούν, ο
Μαρσύας με τα αυλήματά του και ο Σωκράτης απλώς με τους λόγους.
Κανενός φημισμένου ρήτορα οι αγορεύσεις δεν συγκλονίζουν τον ακροατή, όπως τα
λόγια του Σωκράτη, που, πειστικά και ακαταμάχητα, κάνουν σκλάβους πνευματικά
τους εταίρους του και τους οδηγούν ακόμα και σε ακραίες καταστάσεις,
όπως η απαξίωση του εαυτού τους και της ζωής τους.
Πέρα όμως απ' αυτή
τη σαφώς διατυπωμένη παραβολή του Σωκράτη με τους σατύρους (και πίσω απ' αυτήν),
η προσεκτική μελέτη της ομιλίας του Αλκιβιάδη αναδεικνύει και μια άλλη,
λανθάνουσα, παραβολή του περιγραφόμενου από τον Αλκιβιάδη Σωκράτη: η παραβολή
του με τον Έρωτα, όπως τον περιέγραψε η Διοτίμα - και η παραβολή αυτή γίνεται
πειστικότερη, αφού ο Πλάτων φρόντισε να εμφανίσει τις αντιστοιχίες του λόγου
του Αλκιβιάδη με εκείνου της Διοτίμας ως μη προκατασκευασμένες («σικέ») - αφού
ο Αλκιβιάδης δεν ήταν παρών, όταν ο Σωκράτης αναδιηγόταν τη διδαχή της
Διοτίμας. Μάλιστα αυτή η παραβολή λειτουργεί ως ισχυρός συνεκτικός δεσμός ανάμεσα
στις δύο πτυχές του δεύτερου μέρους του Συμποσίου, καθώς τα
χαρακτηριστικά του μυθικού Έρωτα της Διοτίμας τα ξανασυναντούμε στον πραγματικό
και ζωντανό μπροστά στα μάτια των συμποτών Σωκράτη: ανυπόδητος, επίβουλος
τοις καλοις, , ανδρείος, ίτης, θηρευτής δεινός, φιλοσόφων διά παντός τοϋ
βίου, και προπάντων, όπως ο Έρως είναι δαίμων, δαιμόνιος είναι
και ο Σωκράτης κι έτσι αφήνει πολύ πίσω του όχι μόνο τον κάθε τυχόντα, κοινό
άνθρωπο, αλλά και τους πιο χαρισματικούς, με την αντοχή του στους μόχθους και
τις αντιξοότητες, την_καρτερικότητα την πολεμική του αρετή ιδιαίτερα με
την άτοπον αυτοσυγκέντρωσή του και την απόλυτη, την
ανεπανάληπτη μοναδικότητα του, σε βαθμό που να μη μπορεί να παραβληθεί με
κανένα ανθρώπινο πρότυπο, παρά μόνο με τους δαιμονικούς σιληνούς και σατύρους.
ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ
ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ: Μετά προχωρά ο Αλκιβιάδης σε προσωπικές αναμνήσεις,
προσωπικές εξομολογήσεις για τον έρωτα, τον έρωτά του απέναντι στο Σωκράτη. Τον
μέντορα και δάσκαλό του Σωκράτη. Τον έρωτα βλέπει ο Αλκιβιάδης ως ένα είδος
ανταλλαγής: θα προσφέρει τα θέλγητρά του, τη νεανική του ομορφιά και θα λάβει
τους εσωτερικούς θησαυρούς του Σωκράτη.
Και βέβαια ο έρωτας
είναι ένα μυστήριο, μυστήριο της ανθρώπινης ψυχής. Πόσο η ομήγυρις του
συμποσίου είναι σε θέση να συλλάβει και να κατανοήσει αυτή την ερωτική
εξομολόγηση; Και κατά πόσο ένα σύγχρονο κοινό είναι σε θέση να συλλάβει
και αυτό και να κατανοήσει τις θέσεις και διαθέσεις του Αλκιβιάδη;
Γι΄ αυτό και ο Αλκιβιάδης, όταν πρόκειται να υπεισέλθει σε κάποιες πιο
λεπτομερείς περιγραφές λέει: «και τα λέω αυτά έχοντας μπροστά μου άτομα
σαν το Φαίδρο, τον Αγάθωνα, τον Εριξύμαχο, τον Παυσανία, τον Αριστόδημο, τον
Αριστοφάνη (χρειάζεται να αναφέρω και τον ίδιο το Σωκράτη;) και τόσους άλλους –
γιατί όλοι σας δοκιμάσατε την έκσταση και τον διονυσιασμό της φιλοσοφίας. Έτσι
θα δείξετε συγκατάβαση για όσα διαδραματίστηκαν τότε και για όσα λέγονται τώρα.
Όσο για σας, υπηρετικό προσωπικό και όποιοι άλλοι βρίσκεστε εδώ, αμύητοι και
ακαλλιέργητοι, βάλτε πάρα πολύ μεγάλα θυρόφυλλα στ΄ αυτιά σας». (ανάλογη
έκφραση χρησιμοποιούσε και ο ιεροφάντης των ελευσίνιων μυστηρίων
όταν έφτανε η ώρα να προχωρήσει στην έκθεση του ιερού λόγου μόνο στους
μυημένους).
Ο Πλάτων διηγείται
με λεπτομέρειες τις προθέσεις και τις πράξεις του Αλκιβιάδη. Κατορθώνει όμως να
στρέψουμε την προσοχή μας στην δυστυχία και την τραγικότητα του
Αλκιβιάδη. Χωρίς σεμνότυφες παρασιωπήσεις μας έκανε να λησμονήσουμε αυτά που
πήγε να κάνει ο Αλκιβιάδης, αλλά περισσότερο να θυμούμαστε τα ελατήρια
των πράξεών του.
Και ο Σωκράτης; Πως
αντιδρά; Εφόσον του είναι δυνατόν, σιωπά. Όταν δεν είναι δυνατό παρά να
μιλήσει, απαντά με ευτραπελία, με φιλοφροσύνη, χωρίς με ένα κατηγορηματικό ΟΧΙ
που θα πλήγωνε την αξιοπρέπεια του νέου. Ο Σωκράτης δεν είναι ένας σεμνότυφος
ηθικολόγος. Είναι ένας βαθύς γνώστης της ανθρώπινης ψυχής. Και ο απέραντος
θαυμασμός του Αλκιβιάδη αποκαλύπτεται ζωηρότατα και σε αυτή ακόμη την αγανάκτησή
του από την άρνηση του Σωκράτη.
Ἐπειδὴ
γὰρ οὖν, ὦ ἄνδρες, ὅ τε λύχνος ἀπεσβήκει καὶ οἱ παῖδες ἔξω ἦσαν, ἔδοξέ μοι
χρῆναι μηδὲν ποικίλλειν πρὸς αὐτόν, ἀλλ᾽ ἐλευθέρως εἰπεῖν ἅ μοι ἐδόκει· καὶ
εἶπον κινήσας αὐτόν, Σώκρατες, καθεύδεις; Οὐ δῆτα, ἦ δ᾽ ὅς. Οἶσθα οὖν ἅ μοι
δέδοκται; Τί μάλιστα, ἔφη. Σὺ ἐμοὶ δοκεῖς, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἐμοῦ ἐραστὴς ἄξιος
γεγονέναι μόνος, καί μοι φαίνει ὀκνεῖν μνησθῆναι πρός με· ἐγὼ δὲ οὑτωσὶ ἔχω·
πάνυ ἀνόητον ἡγοῦμαι εἶναι σοὶ μὴ οὐ καὶ τοῦτο χαρίζεσθαι καὶ εἴ τι ἄλλο ἢ τῆς
οὐσίας τῆς ἐμῆς δέοιο ἢ τῶν φίλων τῶν ἐμῶν. ἐμοὶ μὲν γὰρ οὐδέν ἐστι πρεσβύτερον
τοῦ ὡς ὅ τι βέλτιστον ἐμὲ γενέσθαι, τούτου δὲ οἶμαί μοι συλλήπτορα οὐδένα
κυριώτερον εἶναι σοῦ. ἐγὼ δὴ τοιούτῳ ἀνδρὶ πολὺ μᾶλλον ἂν μὴ χαριζόμενος
αἰσχυνοίμην τοὺς φρονίμους, ἢ χαριζόμενος τούς τε πολλοὺς καὶ ἄφρονας. καὶ
οὗτος ἀκούσας μάλα εἰρωνικῶς καὶ σφόδρα ἑαυτοῦ τε καὶ εἰωθότως
ἔλεξεν· Ὦ φίλε Ἀλκιβιάδη, κινδυνεύεις τῷ ὄντι οὐ φαῦλος εἶναι, εἴπερ
ἀληθῆ τυγχάνει ὄντα ἃ λέγεις περὶ ἐμοῦ, καί τις ἔστ᾽ ἐν ἐμοὶ δύναμις δι᾽ ἧς ἂν
σὺ γένοιο ἀμείνων· ἀμήχανόν τοι κάλλος ὁρῴης ἂν ἐν ἐμοὶ καὶ τῆς παρὰ σοὶ
εὐμορφίας πάμπολυ διαφέρον. εἰ δὴ καθορῶν αὐτὸ κοινώσασθαί τέ μοι ἐπιχειρεῖς
καὶ ἀλλάξασθαι κάλλος ἀντὶ κάλλους, οὐκ ὀλίγῳ μου πλεονεκτεῖν διανοεῖ, ἀλλ᾽
ἀντὶ δόξης ἀλήθειαν καλῶν κτᾶσθαι ἐπιχειρεῖς καὶ τῷ ὄντι “χρύσεα
χαλκείων„ διαμείβεσθαι νοεῖς. ἀλλ᾽, ὦ μακάριε, ἄμεινον σκόπει, μή σε
λανθάνω οὐδὲν ὤν. ἥ τοι τῆς διανοίας ὄψις ἄρχεται ὀξὺ βλέπειν ὅταν ἡ τῶν
ὀμμάτων τῆς ἀκμῆς λήγειν ἐπιχειρῇ· σὺ δὲ τούτων ἔτι πόρρω. κἀγὼ ἀκούσας· Τὰ μὲν
παρ᾽ ἐμοῦ, ἔφην, ταῦτά ἐστιν, ὧν οὐδὲν ἄλλως εἴρηται ἢ ὡς διανοοῦμαι· σὺ δὲ
αὐτὸς οὕτω βουλεύου ὅτι σοί τε ἄριστον καὶ ἐμοὶ ἡγεῖ. Ἀλλ᾽, ἔφη, τοῦτό γ᾽ εὖ
λέγεις· ἐν γὰρ τῷ ἐπιόντι χρόνῳ βουλευόμενοι πράξομεν ὃ ἂν φαίνηται νῷν περί τε
τούτων καὶ περὶ τῶν ἄλλων ἄριστον. ἐγὼ μὲν δὴ ταῦτα ἀκούσας τε καὶ εἰπών, καὶ
ἀφεὶς ὥσπερ βέλη, τετρῶσθαι αὐτὸν ᾤμην· καὶ ἀναστάς γε, οὐδ᾽ ἐπιτρέψας τούτῳ
εἰπεῖν οὐδὲν ἔτι, ἀμφιέσας τὸ ἱμάτιον τὸ ἐμαυτοῦ τοῦτον—καὶ γὰρ ἦν χειμών—ὑπὸ
τὸν τρίβωνα κατακλινεὶς τὸν τούτου, περιβαλὼν τὼ χεῖρε τούτῳ τῷ δαιμονίῳ ὡς
ἀληθῶς καὶ θαυμαστῷ, κατεκείμην τὴν νύκτα ὅλην. καὶ οὐδὲ ταῦτα αὖ, ὦ Σώκρατες,
ἐρεῖς ὅτι ψεύδομαι. ποιήσαντος δὲ δὴ ταῦτα ἐμοῦ οὗτος τοσοῦτον περιεγένετό τε
καὶ κατεφρόνησεν καὶ κατεγέλασεν τῆς ἐμῆς ὥρας καὶ ὕβρισεν· καὶ περὶ ἐκεῖνό
γε ᾤμην τὶ εἶναι, ὦ ἄνδρες δικασταί· δικασταὶ γάρ ἐστε τῆς Σωκράτους
ὑπερηφανίας. εὖ γὰρ ἴστε μὰ θεούς, μὰ θεάς, οὐδὲν περιττότερον
καταδεδαρθηκὼς ἀνέστην μετὰ Σωκράτους, ἢ εἰ μετὰ πατρὸς καθηῦδον ἢ ἀδελφοῦ
πρεσβυτέρου.