Τρίτη 13 Ιανουαρίου 2015

Πιερ Πάολο Παζολίνι - Ο Αμαρτωλός `Αγιος

Δημήτρης Μπουρνούς* - "Όλη μέρα δουλεύω όπως ένας καλόγερος και τη νύχτα σε γύρες, όπως ένας βρωμόγατος, αναζητώντας τον έρωτα. Θα προτείνω στη Σύνοδο να με ανακηρύξει άγιο". Εν αρχή ην ο Λόγος: Η μητέρα, την οποία ο μικρός Πιερ θα αγαπήσει παράφορα, ενώ από την άλλη θα προσπαθήσει να αρνηθεί τον αυταρχικό πατέρα, Κάρλο Παζολίνι, υπολοχαγό του πεζικού, που πάνω απ' όλα βάζει την καριέρα του, Οι πατρικές σκηνές είναι και ο πρώτος του εφιάλτης. "Ολα τα βράδια περίμενα με τρόμο την ώρα του δείπνου γιατί ήξερα ότι θα δημιουργούνταν σκηνές" θα γράψει χρόνια αργότερα. 
.
Ο Πιέρ Πάολο Παζολίνι, γεννημένος στις 4 Μαρτίου του 1922 στην Μπολόνια, χρονιά που ανεβαίνει στην εξουσία ο Μουσολίνι, γράφει τα πρώτα του ποιήματα στο δημοτικό σχολείο του Σάτσιλε. Ντροπαλός, χωρίς καμία επιθετικότητα, γοητεύεται με πι διάλεκτο του Φριούλι, της επαρχίας όπου καταφεύγει με τη μητέρα του, στο σπίτι της στο χωριό Καζάρσα. Βιώνει ερεθιστικά, χαρούμενα αλλά και ενοχικά την ομοφυλοφιλία στα χωράφια και τους αγρούς της Καζάρσα μέσα από τον έρωτά του για τον Σβεν.


Χρόνος: 1942. Χρόνια πολέμου, που ο πατέρας του βρίσκεται αιχμάλωτος στην Κένυα. Έχει τελειώσει το γυμνάσιο στην Μπολόνια,  το Λύκειο Γκαλβάνι και το πανεπιστήμιο. Το 1943 κάνει τη θητεία του, αλλά λιποτακτεί και ξαναγυρίζει στην Καζάρσα. Εκτός από ποιητής είναι πια και φιλόλογος. Παρά τη δολοφονία του αδελφού του Γκουίντο από αντάρτες Γιουγκοσλάβους, με νεανική ορμητικότητα μπαίνει στις γραμμές του ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Είναι το ίδιο κόμμα που θα τον διαγράψει για την «ιδιαιτερότητα» του, την ομοφυλοφιλία. Ποτέ ο Παζολίνι στις πάμπολλες συνεντεύξεις του δεν θα αναφερθεί ο' αυτή την περίοδο, που αποτελεί και την αρχή της κατοπινής του τραγωδίας...




Ο Τζόρτζιο Ρ. θεώρησε αμαρτία να κυλιστεί με τον καθηγητή του για πέντε λεπτά πάνω στα σκουπίδια.  Αποκαλύπτει τις περιπτύξεις του με τον Παζολίνι  στο εξομολογητήριο, στον εφημέριο του Βαλβαζόνε. Ο εφημέριος βρίσκει ευκαιρία να καταγγείλει τον νεαρό κομμουνιστή στους καραμπινιέρους. Το έγγραφο της τοπικής Λεγεώνας Καραμπινιέρων της
Πάντοβα γράφει στις 15/10/1949: «Εκ των διαδόσεων, δεδομένου ότι αυταί προκάλεσαν σκάνδαλο στο Σώμα, τούτο έλαβε γνώση ότι ο ονομαζόμενος Πιερ Πάολο Παζολίνι από την Καζάρσα, πριν δέκα μέρες περίπου αφίχθη εις Ραμουσέλο όπου καλοπιάνοντας τους ανηλίκους(...) κι οδηγώντας τους με δόλο στην ύπαιθρο(...)». Παρά τις προσπάθειες των Καραμπινιέρων οι γονείς του ανήλικου παιδιού αρνούνται να κάνουν μήνυση. Ο Παζολίνι δικάζεται από τον πρωτοδίκη του Σαν Βίτο αλ Ταλιαμέντο με την κατηγορία της «αποπλάνησης ανηλίκων και άσεμνων πράξεων διαπραχθεισών σε δημόσιο χώρο».



Στη δίκη ο Παζολίνι λέει ότι «δοκίμασε μια ερωτική εμπειρία λογοτεχνικού χαρακτήρα και προέλευσης, τονισμένη από την ανάγνωση ενός μυθιστορήματος του Ζιντ με θέμα την ομοφυλοφιλία». Στις 28/12/1950 καταδικάζεται μόνο για την κατηγορία των άσεμνων πράξεων, και μετά από δύο χρόνια αθωώνεται και από αυτήν με έφεση. Άμεση συνέπεια της δίκης είναι να χάσει τη δουλειά του στο σχολείο. Τον διαγράφει και το Κομμουνιστικό Κόμμα. Μετά το πρώτο σεξουαλικό και πολιτικό σκάνδαλο η οικογένεια Παζολίνι φεύγει
για τη Ρώμη γιατί δεν τους «σηκώνει» πια η Καζάρσα.

Η ωρίμανση
Τα πρώτα χρόνια είναι γεμάτα ανασφάλεια, φτώχεια  και φόβο. Οι ενοχές από τη δίκη της Καζάρσα τον βασανίζουν. Γράφει στην παλιά του συντρόφισσα Σιλβάνα στις αρχές του1950: «Υπέφερα, δεν αποδέχτηκα ποτέ το αμάρτημά μου, δεν συνθηκολόγησα ποτέ με τη φύση μου και ούτε ποτέ τη συνήθισα. Εγώ γεννήθηκα για να είμαι ήρεμος, ισορροπημένος και φυσιολογικός: η ομοφυλοφιλία μου ήταν παραπανίσια, ήταν έξω, δεν είχε σχέση με μένα»
Σιγά σιγά. όμως, οι τύψεις και οι ενοχές χάνουν πια σημασία τους με τη  γνωριμία του υποπρολεταριάτου στις συνοικίες της
Ρώμης. Πολύ πιο χριστιανός από την Εκκλησία που αδιαφορεί, πλησιάζει το υποπρολεταριάτο των φτωχών  γειτονιών της Ρώμης. Μαθαίνει να είναι «σκληρός και σβέλτος». Γνωρίζει την κόλαση των ανέργων, των κλεφτών, των λούμπεν, των ψιλικατζήδων της Πιάτσα ντε Σπάνια...Ανακαλύπτει τον έρωτα με τα αγόρια των «μποργκάτε».
Ποτέ δεν φτιάχνει σχέση σαν κι αυτή με τον Σβεν στο Φιούρλι. Στο Πόντε Μάμολο, στη συνοικία που μετακομίζει, η σεξουαλική ελευθερία έχει δύο προϋποθέσεις: Η πρώτη, να μην έχεις κανένα «φίλο» αποκλειστικό, καμία «σχέση», ακόμα καλύτερα να μην κάνεις δυο φορές έρωτα με το ίδιο πρόσωπο. Και η δεύτερη είναι να μην κλείνεσαι ποτέ σε ένα δωμάτιο.
Ο πόνος και ο έρωτας μεταφέρονται στο πρώτο του μυθιστόρημα «Τα παιδιά της Ζωής» στις  αρχές του 1955. σε «διάλεκτο» συνοικιών του υποπρολεταριάτου. Ξεκινά η πρώτη δίωξη των λογοτεχνικών έργων του, δίωξη που προωθήθηκε από την προεδρία της χριστιανοδημοκρατικής κυβέρνησης Σένι, με την κατηγορία της «προσβολής κατά των χρηστών ηθών». Η δίκη, έπειτα ατό πολλές αναβολές, γίνεται στις 4 Ιουλίου 1956. Ο Παζολίνι λέει: «Δίνοντας ανθρώπινη μορφή στη σκύλα, ήθελα να πω ότι δυστυχώς πολλές φορές τα παιδιά ζουν σαν ζώα. Περιγράφοντας τα τρία παιδιά που κάνουν τη φυσική τους ανάγκη, θέλησα να επικαλεστώ εκείνο το πρόσχημα που κάθε παιδί που συλλαμβάνεται να κλέβει στα περιβόλια προβάλλει, ότι δηλαδή βρισκόταν εκεί από ανάγκη και μόνο». Αθωώνεται τελικά και το βιβλίο του επιστρέφει στα βιβλιοπωλεία από τα οποία είχε κατασχεθεί για ένα χρόνο. Ο σπόρος του μάρτυρα, ο σπόρος του καταδιωκόμενου νάρκισσου είχε αρχίσει να μπαίνει στο μυαλό του. Εξάλλου, αυτή η δεύτερη δίκη δεν ήταν παρά η αρχή του μαρτυρίου.


Η σταύρωση
Από το 1949 έως το  1977. θα περάσει από 33 περίπου δίκες, χωρίς να λάβουμε υπόψη τις καταγγελίες. Εκκλησία, Αριστερά και Δεξιά τον απωθούν, τον καταδιώκουν. Μαζί με την επιτυχία ή τα βραβεία της κάθε του ταινίας έρχεται και η δίκη για διαφθορά και χυδαιότητα. Στις 17 Νοεμβρίου 1959 ο λογιστής Βιτσέντσο Μανκουζο, δήμαρχος του χωριού Κούτρο, κάνει μήνυση στον Παζολίνι για το άρθρο του «Ο μακρύς αμμόδρομος» στο μηνιαίο περιοδικό του Μιλάνου «Succeso», στο οποίο ο Παζολίνι γράφει ρεπορτάζ για τις ιταλικές ακτές. Προκαλεί αγανάκτηση με την περιγραφή των κοριτσιών. «Βλέπω τις γυναίκες. μικρούλες μικρούλες, μαύρες σαν σκουληκάκια, όμως, γεμάτες. κιόλας, κάμποσο στους γοφούς, αν και πιθανόν είναι ακόμη κορίτσια, με τα μαύρα, θολά, μυστηριώδη και ανούσια μάτια..» Λίγους μήνες αργότερα πηγαίνει στο Άντζιο. ψαράδικο λιμάνι της Ρώμης. Εκεί, από ό.τι φαίνεται, ρώτησε κάτι παιδιά που κάθονταν δίπλα σε ένα μώλο, δείχνοντας άλλα παιδιά που ήταν πάνω σε μια βάρκα, πόσων χρονών είναι. Στην απάντησή τους «δώδεκα χρονών», είπε: «Θα έχουν, όμως, ωραία... πουλάκια» Αυτές του οι φράσεις του στοιχίζουν μια νέα δίκη με την κατηγορία της «απόπειρας αποπλάνησης ανηλίκων». Όπως αποδείχθηκε, τα παιδιά τα πλησίασαν δυο δημοσιογράφοι που προφανώς παρακολουθούσαν τον  Παζολίνι και τους υποσχέθηκαν: «θα σας δώσουμε 100 λιρέτες αλλά θα μας τα πείτε όλα». Στις 14 Δεκεμβρίου 1960 η μήνυση μπαίνει στο αρχείο «διότι δεν θεμελιώνεται κατηγορία».
Κωμικοτραγική είναι η περίπτωση της μήνυσης του δικηγόρου Σαλβατόρε Παλιούκα, πρώην βουλευτή του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος, που στις 24 Φεβρουαρίου του 1962 μηνύει τον Παζολίνι γιατί το όνομά του έχει ένας ήρωας του «Ακατόνε», της πρώτης του ταινίας, ένας τύπος «του υποκόσμου, κλέφτης, εκμεταλλευτής ελευθερίων γυναικών και αρχηγός μιας ομάδας έκλυτων, οι οποίοι για εκδίκηση οδηγούν σε ερημικό μέρος μια πόρνη και αφού τη βιάσουν, της επιτίθενται και την χτυπούν μέχρι αίματος, παρ' όλο που έχει το ένα πόδι στο γύψο». Οι δικηγόροι του Παζολίνι υποστηρίζουν ότι το όνομα «Παλιούκα», που τυχαία δόθηκε στον ήρωα της ταινίας, το έχουν στον τηλεφωνικό κατάλογο της Νάπολης 21 συνδρομητές και στον κατάλογο της Ρώμης, 25.0 δικαστής, στις 2 Φεβρουαρίου του 1965 απορρίπτει το αίτημα για ηθική αποζημίωση αλλά υποχρεώνει το σκηνοθέτη ν' απαλείψει το όνομα του Παλιούκα από την ηχητική μπάνια της ταινίας. Είναι η αρχή της λογοκρισίας για το κινηματογραφικό του έργο.


Πρώτη φορά στην ιστορία των διεθνών κινηματογραφικών διαγωνισμών καταγγέλλεται ταινία στη Μόστρα της Βενετίας. Ο (αντισυνταγματάρχης Τζούλιο Φάμπι, διοικητής των καραμπινιέρων της Βενετίας, στις 13 Αυγούστου καταγγέλλει στην εισαγγελία την ταινία του Παζολίνι «Μάμα Ρομα», γιατί «προσβάλλει  τα χρηστά ήθη και για το ανήθικο περιεχόμενό της». Όπως αποδεικνύεται δεν τον ενοχλούν τόσο οι λαϊκές εκφράσεις της Άννα Μανιάνι αλλά το φινάλε της ταινίας, όπου ένα παιδί πεθαίνει στη φυλακή, δεμένο με ανοιχτά τα χέρια πάνω σε έναν πάγκο. Δεξιά και αριστερή κριτική αντιμετωπίζει αρνητικά την ταινία. Στο τέλος της προβολής ακούγονται σφυρίγματα και διαμαρτυρίες. Ο Παζολίνι  πικραμένος, λέει: «Εγώ δεν έχω το  δικαίωμα  να κάνω λάθη σ' ένα έργο. Σ' αυτό  το σημείο έφτασα.  Στο  να μην κάνω λάθη είναι μια υποχρέωση που έχω απέναντι  σε εχθρούς και φίλους:  οι πρώτοι  θα με κατασπάραζαν, οι δεύτεροι θα έπαυαν  αμέσως να είναι ένα αμυντικό όπλο για μένα. Νιώθω ότι το τέλος του "Μάμα Ρόμα" θα μπορούσε να είναι λίγο και το δικό μου τέλος...»


Φτάνει  πια. Φωνάζουν  οι Βενετσιάνοι νεοφασίστες με τους σεξουαλικά διεστραμμένους, τις πόρνες, τα καταγώγια, τους κλέφτες. Ανώνυμα γράμματα στέλνονται στην Μπιενάλε, γράμματα  διαμαρτυρίας  ενάντια στο «Μάμα Ρόμα», γεμάτα βωμολοχίες. Παρά τις πιέσεις και το σάλο που προκαλείται, ο δικαστής αποφασίζει  ότι δεν πρέπει να ασκηθεί ποινική δίωξη.
Τα ίδια επαναλαμβάνονται στην προβολή του «Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο», το Σεπτέμβριο του 1964. που παίρνει και... το βραβείο του Γραφείου του Καθολικού Κινηματογράφοι!  Σφυρίγματα, βρισιές, βωμολοχίες. Ρίχνουν κλούβια αυγά στον  κινηματογράφο όπου προβάλλεται η ταινία.
Το μαρτύριο με τις δίκες συνεχίζεται. Το «Θεώρημα» καταδιώκεται για «ακατανόητο κλίμα ομοφυλοφιλίας». Η ταινία, το 1969. προβάλλεται στη Μόστρα της Βενετίας χωρίς το σκηνοθέτη. Για το «Χοιροστάσιο» (1969) κατηγορούνται ο σκηνοθέτης και ο παραγωγός»; έμμεσα υπεύθυνοι για το θάνατο πενήντα προβάτων. Φτάνουμε στα άρια της παράνοιας με το «Δεκαήμερο» (1971) που προβάλλεται πρώτη φορά στην πόλη Τρέντο. Την προηγούμενη μέρα τη προβολής της γίνεται ειδική προβολή σε κοινό για να δει και να εξετάσει «αν υπάρχουν χυδαίες και άσεμνες ακρότητες ή  άλλα αδικήματα». Ουσιαστικά όλες οι δίκες αποτελούν μία δίκη. Τη δίκη που θέλει να καταδικάσει τον σκηνοθέτη ως ·το άθροισμα όλων των βίτσιων, την ενσάρκωση του Κακού».
Τετέλεσται
Είναι πια ο Νάρκισσος Μάρτυρας όπως. τον κατηγορούν και οι κριτικοί. Πώς όμως να μην ταυτιστείς με αυτό το ρόλο αν είσαι συνέχεια στο  εδώλιο του κατηγορουμένου; Με την αίσθηση του ξένου πια με όλους, κάνει στις  αρχές του '71 την κίνηση που τελειωτικά τον απομονώνει  από όλους. Αυτοκαταστροφικά, με ένα ποίημά του. παίρνει ουσιαστικά τη θέση των  αστυνομικών, γράφοντας για τις συγκρούσεις των φοιτητών της Αρχιτεκτονικής, στη Βάλε Τζούλια: « Όταν εχθές «τη Βάλε Τζούλια πολεμούσατε με τους αστυνομικούς, στους αστυνομικούς στρεφόταν η συμπάθεια μου! Γιατί οι αστυνομικοί είναι παιδιά των φτωχών...» Δίνει μόνος του πια τα στοιχεία γιο το σκάνδαλο στον Τύπο. Τα τεκμήρια της «αμαρτωλής» του ζωής. Για μήνες και για εβδομάδες δέχεται ανώνυμες βρισιές από το τηλέφωνο: «Κάθαρμα, δειλέ, πουλημένε».
 Η ελευθερία του είναι πια ταυτισμένη με το να αρνείται τα πάντα. Αντιδρά και στο νόμο για την ελευθερία των εκτρώσεων, και στο νόμο του "73 που καθιστά πιο ελεύθερα τα διαζύγια. «Μέσα σε μια κοινωνία που πολλαπλασιάζει τις απαγορεύσεις, όλες οι δυνατότητες είναι ανοιχτές. Μέσα σε μια κοινωνία που παραχωρεί μια ελευθερία, όλες οι άλλες δυνατότητες ελευθερίας είναι κλειστές».
Κρύβεται σχεδόν από  τον κόσμο αγοράζοντας έναν πανάκριβο και απρόσιτο πύργο στα βόρεια της Ρώμης. Στις 2 Νοεμβρίου 1975 βάζει στην Άλφα Ρομέο 2000 GT  τον  Πελόζι. Μερικές ώρες αργότερα βρίσκεται δολοφονημένος σε μια αμμώδη περιοχή κοντά στο Φιουμιτσίνο,  με παραμορφωμένο πρόσωπο, κόκκινα από το αίμα χέρια και ξεριζωμένο το αριστερό του αυτί.
Η RAI, στα πεταχτά ανακοινώνει ότι ο Παζολίνι δολοφονήθηκε από ένα «παιδί της ζωής» που την τελευταία στιγμή επαναστάτησε μπροστά  στη βία του άγνωστου και ευκαιριακού του παρτενέρ. Υποβιβάζει τη δολοφονία σε μια υπόθεση ομοφυλόφιλων.  Η Οριάνα Φαλάτσι. δημοσιογράφος του «L Europeo”, που πρώτη υποστηρίζει δημόσια την άποψη περί δολοφονίας του από περισσότερα πρόσωπα, χωρίς όμως να αναφέρει τους πληροφοριοδότες της, καταδικάζεται σε «παρασιώπηση μαρτυρίας». Στις 26 Απριλίου 1976 το δικαστήριο  της Ρώμης κηρύσσει τον Πελόζι  «ένοχο ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως με τη συνεργία αγνώστων»... Ένα χρόνο αργότερα το Εφετείο της Ρώμης επικυρώνει την καταδίκη  για την «ανθρωποκτονία εκ προθέσεως», αλλά δεν θεωρεί ότι έγινε με τη  βοήθεια και άλλων ατόμων.


Ο Παζολίνι είναι ο λούμπεν προλετάριος, ο αμαρτωλός διανοούμενος,  ο απόβλητος της κοινωνίας,  ο προκλητικός ποιητής, ο αληθινός, ο ποιητής... «Προφήτης» του ίδιου του θανάτου του που αν δεν τον γνώριζε, τον «επιδίωξε», εξαγοράζοντας  μαζί με τις δικές μας αμαρτίες και τις αμαρτίες της ανθρωπότητας.
 * Ο Δημήτρης Μπουρνούς είναι σκηνοθέτης

ΠΩΛ ΚΛΩΝΤΕΛ - ΠΟΙΗΜΑΤΑ




Στίχοι εξορίας

ΙΙΙΣτίχοι εξορίας

ΙΙΙ



Μ' έφτασε η σκιάν· η μέρα μου η επίγεια όλο αποσώνεται τώρα·
τα περασμένα, περασμένα μένουν, μέλλοντα δεν υπάρχουν πια:
Χαίρετε, παιδικά μου! Χαίρετε, τα όσα πέρασα νεανικά.
Το φτωχό χέρι τον ώμο μου εγγίζει, και ιδού την η γυμνή μου ώρα.



Έζησα. Των ανθρώπων ο θόρυβος μού είναι κάτι πράγμα ξένο.
Τετέλεσται τα πάντα: είμαι ολομόναχος. Τώρα αγρύπνια, προσμονή.
Μαζί μου μόνο το φως σου απομένει το τριανταφυλλένιο,
Λύχνε! και κάθομαι στο εδώλιο, σαν άνθρωπος που έχει κριθεί.



Μακρότατες η έγνοια μου στάθηκαν και η ανία μου,
μακρότατη η εξορία μου! Μακρότατος ο δρόμος μου ως εδώ.
Αλλά μου ανήκει το τέρμα, είναι δικό μου· ό,τι έχω εκλέξει σταθερό,
το βλέπω τώρα μέσα στην κούραση και την αδυναμία μου.



Έπαψα τώρα να λαλώ· μόνος μου, δέσμιος, βαρυποινίτης,
καθώς το ποίμνιο που πιπράσκεται, στα χέρια αυτού που περιλαβαίνει,
μονάχα ακροάζομαι, απεκδέχομαι, πανέτοιμος: ας έρθει να με συντυχαίνει
η έσχατη ώρα με την αμετάκλητη στιγμή της.



μετάφραση: Τ.Κ.Παπατσώνης




Το εσωτερικό τείχος του Τόκιο

ΙΙ



Όπως, όταν ένας άνθρωπος κοιτάζει ένα φύλλο χαρτί στο φως του ήλιου και το
    ρωτάει,
τα μάτια του βλέπουν το κείμενο που είναι στην εμπρός του όψη, όμως μαντεύει
    συγχρόνως και το τοπίο που έχουν ζωγραφίσει στο πίσω μέρος,
έτσι, όταν η Βραζιλία η Γενεβιέβη εμπρός μου περνούσε από τη μια στην
    άλλη σελίδα
(Ενώ τα γεφύρια του Μάρνη έλιωναν και οι οβίδες έπεφταν στο χωριό μου),
κιόλας από το άλλο μέρος του χαρτιού, όπου οι λέξεις αλλόκοτον ίσκιο
    σχεδιάζουν,
το μελλοντικό τοπίο ξημέρωνε μέσ' από μια λευκή καταχνιά.



ΙΙΙ



Η μοίρα από το ένα σημείο στο άλλο με παίρνει χωρίς κανενός είδους σέβας ή
    προετοιμασία.
Πρέπει να βολευτώ όπως μ' αυτή τη Βραζιλία που έρχεται και
    απιθώνεται πάνω στην Ιαπωνία.
Η ζωή αλλονών τραβάει το δρόμο της στο συνεχόμενο τοπίο·
η δική μου ακολουθάει τη γραμμή της σε φύλλα που κόβονται στη μέση.
Κι ανάμεσα στις περιστάσεις που σα να 'ταν τοίχοι από χαρτί τους αλλάζουν
    θέση μονομιάς για μένα,
η ψυχή μου κλεφτά κρυφοπερνάει μέσ' από τους ξεκολλημένους κόσμους.



μετάφραση: Νάσος Δετζώρτζης



από το βιβλίο "Ανθολογία Γαλλικής Ποίησης" Χριστόφορος Λιοντάκης





Ο Πωλ Κλωντέλ για τον "Κλήρο του Μεσημεριού"

Στις 4 Νοεμβρίου του 1916 η Γαλλοβελγική Εστία οργάνωσε μια εκδήλωση

αφιερωμένη στον Κλωντέλ. Ο ποιητής, στην ομιλία του, αναφέρθηκε στον Κλήρο του
Μεσημεριού ως εξής :

    « Ο Κλήρος του Μεσημεριού είναι ένα δράμα που έγραψα πριν δέκα χρόνια,
και που, όπως σας προανέφερα, παραμένει ανέκδοτο. Το θέμα του είναι ίσως από τα
πιο αιχμηρά, τουλάχιστον για τις ψυχές που μπορούν ακόμη να νιώσουν τη γεύση από  το άλας του Ευαγγελίου  και να κάνουν τη διάκριση ανάμεσα στο Καλό και το Κακό. Αυτό το θέμα είναι η Αμαρτία. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη δυστυχία στον κόσμο από το βλέπεις το Καλό και να κάνεις το Κακό. Φαντάζομαι έναν άντρα ( Είναι ο Μεζά, ο ήρωας του έργου μου ) που η ζωή του, είναι γεμάτη περιπλανήσεις και ασχολίες τις οποίες ο ίδιος έβρισκε ενδιαφέρουσες μέχρι το μεσημέρι της ύπαρξής του, μέχρι το τέλος της νιότης του, τον είχε αποκόψει όχι μόνο από το συναίσθημα αλλά και από κάθε σκέψη ανθρώπινης αγάπης. Όταν η αυλαία ανοίγει, βρίσκεται πάνω σε ένα
καράβι στη μέση του ωκεανού πηγαίνοντας προ την Κίνα. Μετά από τόσες περιπέτειες, μόλις έχει βιώσει την υπέρτατη, τη κλίση προς τη θρησκεία, την Κατάκτηση του Ήλιου, τον παράτολμο αιφνιδιασμό του Θεού. Εισπράττει την απόρριψη. Η αλαζονία του, η σκληρότητά του, η αδυναμία του να απεκδυθεί τον εαυτό του, τον έχουν απομακρύνει από το ύψιστο Αγαθό. Βρίσκεται, λοιπόν, εκεί εντελώς ανίσχυρος, εξαντλημένος από μια μεγάλη προσπάθεια, έχοντας για πρώτη
φορά συνειδητοποιήσει το μέγεθος της αδυναμίας του, χωρίς άλλη προοπτική εκτός
από μια ζωή ανούσια και άσκοπη στην άλλη άκρη της γης μέσα σε μια απέραντη μοναξιά. Πάνω στο ίδιο καράβι, όμως, βρίσκεται μια γυναίκα, η Υζέ, παντρεμένη με έναν από εκείνους τους αδύναμους και ανέμελους άντρες, αντιπροσωπευτικό τύπο τυχοδιώκτη, έναν άντρα ανίκανο να αντισταθεί στις φαντασιώσεις του, έναν άντρα που δεν έχει τη δύναμη να αφοσιωθεί με προσήλωση σε οτιδήποτε. Άρα, η Υζέ δεν διαθέτει ακριβώς αυτό που είναι η βασική  ανάγκη κάθε γυναίκας, κάθε μητέρας όπως εκείνη, την ασφάλεια. Ο Κλήρος του Μεσημεριού διαδραματίζεται κάτω από τον βαρύ ήλιο της Ασίας, στην πρώτη πράξη πάνω στη γέφυρα ενός υπερωκεάνειου στη μέση του Ινδικού Ωκεανού, στη δεύτερη στο νεκροταφείο του Χονγκ-Κονγκ, όπου, ενώ μέσα στο πυκνό σκοτάδι που σκεπάζει τα μνήματα των πολλών λάμπουν εδώ κι εκεί τ’ αναμμένα καντήλια στους τάφους των Παρσήδων, συμβαίνει το δράμα της αναγνώρισης και του έρωτα του Μεζά και της Υζέ. Διευκρινίζω ότι εκείνο που σπρώχνει τον Μεζά προς την Υζέ δεν είναι οι αισθήσεις, είναι κάτι πάνω από τις αισθήσεις και πιο ισχυρό από εκείνες, αυτή η μεγάλη λαχτάρα για ευτυχία που συνιστά το βάθος της ανθρώπινης φύσης, και που κάποιες φορές σβήνει κάθε άλλο συναίσθημα, είναι η ακατανίκητη ορμή για κάποιον άλλον που είναι φτιαγμένος για σένα και που τον αναγνωρίζεις. Ωστόσο, αυτό που δίνει στο δράμα το πλήρες νόημά του, αυτό που θα προκαλέσει αργότερα την τρίτη πράξη, αυτό που θα χωρίσει με τρόπο φοβερό την Υζέ από τον εραστή της, είναι η ανικανότητα του ανθρώπου ο οποίος παραβαίνει τον Νόμο να δοθεί απόλυτα, να δώσει την ψυχή του. Το απεγνωσμένο σφιχταγκάλιασμα ενώ πασχίζει για την υπέρτατη ένωση, καταλήγει, παρ’ όλα αυτά, στην αμοιβαία εξουδετέρωση : δεν μπορεί να συμβεί γάμος, με τη βαθιά έννοια του όρου. « Δεν έχω τρόπο να σου προσφέρω την ψυχή μου Υζέ !».


                                                                                            Μετάφραση Στρατής Πασχάλης


Μ' έφτασε η σκιάν· η μέρα μου η επίγεια όλο αποσώνεται τώρα·
τα περασμένα, περασμένα μένουν, μέλλοντα δεν υπάρχουν πια:
Χαίρετε, παιδικά μου! Χαίρετε, τα όσα πέρασα νεανικά.
Το φτωχό χέρι τον ώμο μου εγγίζει, και ιδού την η γυμνή μου ώρα.



Έζησα. Των ανθρώπων ο θόρυβος μού είναι κάτι πράγμα ξένο.
Τετέλεσται τα πάντα: είμαι ολομόναχος. Τώρα αγρύπνια, προσμονή.
Μαζί μου μόνο το φως σου απομένει το τριανταφυλλένιο,
Λύχνε! και κάθομαι στο εδώλιο, σαν άνθρωπος που έχει κριθεί.



Μακρότατες η έγνοια μου στάθηκαν και η ανία μου,
μακρότατη η εξορία μου! Μακρότατος ο δρόμος μου ως εδώ.
Αλλά μου ανήκει το τέρμα, είναι δικό μου· ό,τι έχω εκλέξει σταθερό,
το βλέπω τώρα μέσα στην κούραση και την αδυναμία μου.



Έπαψα τώρα να λαλώ· μόνος μου, δέσμιος, βαρυποινίτης,
καθώς το ποίμνιο που πιπράσκεται, στα χέρια αυτού που περιλαβαίνει,
μονάχα ακροάζομαι, απεκδέχομαι, πανέτοιμος: ας έρθει να με συντυχαίνει
η έσχατη ώρα με την αμετάκλητη στιγμή της.



μετάφραση: Τ.Κ.Παπατσώνης




Το εσωτερικό τείχος του Τόκιο

ΙΙ



Όπως, όταν ένας άνθρωπος κοιτάζει ένα φύλλο χαρτί στο φως του ήλιου και το
    ρωτάει,
τα μάτια του βλέπουν το κείμενο που είναι στην εμπρός του όψη, όμως μαντεύει
    συγχρόνως και το τοπίο που έχουν ζωγραφίσει στο πίσω μέρος,
έτσι, όταν η Βραζιλία η Γενεβιέβη εμπρός μου περνούσε από τη μια στην
    άλλη σελίδα
(Ενώ τα γεφύρια του Μάρνη έλιωναν και οι οβίδες έπεφταν στο χωριό μου),
κιόλας από το άλλο μέρος του χαρτιού, όπου οι λέξεις αλλόκοτον ίσκιο
    σχεδιάζουν,
το μελλοντικό τοπίο ξημέρωνε μέσ' από μια λευκή καταχνιά.



ΙΙΙ



Η μοίρα από το ένα σημείο στο άλλο με παίρνει χωρίς κανενός είδους σέβας ή
    προετοιμασία.
Πρέπει να βολευτώ όπως μ' αυτή τη Βραζιλία που έρχεται και
    απιθώνεται πάνω στην Ιαπωνία.
Η ζωή αλλονών τραβάει το δρόμο της στο συνεχόμενο τοπίο·
η δική μου ακολουθάει τη γραμμή της σε φύλλα που κόβονται στη μέση.
Κι ανάμεσα στις περιστάσεις που σα να 'ταν τοίχοι από χαρτί τους αλλάζουν
    θέση μονομιάς για μένα,
η ψυχή μου κλεφτά κρυφοπερνάει μέσ' από τους ξεκολλημένους κόσμους.



μετάφραση: Νάσος Δετζώρτζης



από το βιβλίο "Ανθολογία Γαλλικής Ποίησης" Χριστόφορος Λιοντάκης





Ο Πωλ Κλωντέλ για τον "Κλήρο του Μεσημεριού"

Στις 4 Νοεμβρίου του 1916 η Γαλλοβελγική Εστία οργάνωσε μια εκδήλωση

αφιερωμένη στον Κλωντέλ. Ο ποιητής, στην ομιλία του, αναφέρθηκε στον Κλήρο του
Μεσημεριού ως εξής :

    « Ο Κλήρος του Μεσημεριού είναι ένα δράμα που έγραψα πριν δέκα χρόνια,
και που, όπως σας προανέφερα, παραμένει ανέκδοτο. Το θέμα του είναι ίσως από τα
πιο αιχμηρά, τουλάχιστον για τις ψυχές που μπορούν ακόμη να νιώσουν τη γεύση από  το άλας του Ευαγγελίου  και να κάνουν τη διάκριση ανάμεσα στο Καλό και το Κακό. Αυτό το θέμα είναι η Αμαρτία. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη δυστυχία στον κόσμο από το βλέπεις το Καλό και να κάνεις το Κακό. Φαντάζομαι έναν άντρα ( Είναι ο Μεζά, ο ήρωας του έργου μου ) που η ζωή του, είναι γεμάτη περιπλανήσεις και ασχολίες τις οποίες ο ίδιος έβρισκε ενδιαφέρουσες μέχρι το μεσημέρι της ύπαρξής του, μέχρι το τέλος της νιότης του, τον είχε αποκόψει όχι μόνο από το συναίσθημα αλλά και από κάθε σκέψη ανθρώπινης αγάπης. Όταν η αυλαία ανοίγει, βρίσκεται πάνω σε ένα
καράβι στη μέση του ωκεανού πηγαίνοντας προς την Κίνα. Μετά από τόσες περιπέτειες, μόλις έχει βιώσει την υπέρτατη, τη κλίση προς τη θρησκεία, την Κατάκτηση του Ήλιου, τον παράτολμο αιφνιδιασμό του Θεού. Εισπράττει την απόρριψη. Η αλαζονία του, η σκληρότητά του, η αδυναμία του να απεκδυθεί τον εαυτό του, τον έχουν απομακρύνει από το ύψιστο Αγαθό. Βρίσκεται, λοιπόν, εκεί εντελώς ανίσχυρος, εξαντλημένος από μια μεγάλη προσπάθεια, έχοντας για πρώτη
φορά συνειδητοποιήσει το μέγεθος της αδυναμίας του, χωρίς άλλη προοπτική εκτός
από μια ζωή ανούσια και άσκοπη στην άλλη άκρη της γης μέσα σε μια απέραντη μοναξιά. Πάνω στο ίδιο καράβι, όμως, βρίσκεται μια γυναίκα, η Υζέ, παντρεμένη με έναν από εκείνους τους αδύναμους και ανέμελους άντρες, αντιπροσωπευτικό τύπο τυχοδιώκτη, έναν άντρα ανίκανο να αντισταθεί στις φαντασιώσεις του, έναν άντρα που δεν έχει τη δύναμη να αφοσιωθεί με προσήλωση σε οτιδήποτε. Άρα, η Υζέ δεν διαθέτει ακριβώς αυτό που είναι η βασική  ανάγκη κάθε γυναίκας, κάθε μητέρας όπως εκείνη, την ασφάλεια. Ο Κλήρος του Μεσημεριού διαδραματίζεται κάτω από τον βαρύ ήλιο της Ασίας, στην πρώτη πράξη πάνω στη γέφυρα ενός υπερωκεάνειου στη μέση του Ινδικού Ωκεανού, στη δεύτερη στο νεκροταφείο του Χονγκ-Κονγκ, όπου, ενώ μέσα στο πυκνό σκοτάδι που σκεπάζει τα μνήματα των πολλών λάμπουν εδώ κι εκεί τ’ αναμμένα καντήλια στους τάφους των Παρσήδων, συμβαίνει το δράμα της αναγνώρισης και του έρωτα του Μεζά και της Υζέ. Διευκρινίζω ότι εκείνο που σπρώχνει τον Μεζά προς την Υζέ δεν είναι οι αισθήσεις, είναι κάτι πάνω από τις αισθήσεις και πιο ισχυρό από εκείνες, αυτή η μεγάλη λαχτάρα για ευτυχία που συνιστά το βάθος της ανθρώπινης φύσης, και που κάποιες φορές σβήνει κάθε άλλο συναίσθημα, είναι η ακατανίκητη ορμή για κάποιον άλλον που είναι φτιαγμένος για σένα και που τον αναγνωρίζεις. Ωστόσο, αυτό που δίνει στο δράμα το πλήρες νόημά του, αυτό που θα προκαλέσει αργότερα την τρίτη πράξη, αυτό που θα χωρίσει με τρόπο φοβερό την Υζέ από τον εραστή της, είναι η ανικανότητα του ανθρώπου ο οποίος παραβαίνει τον Νόμο να δοθεί απόλυτα, να δώσει την ψυχή του. Το απεγνωσμένο σφιχταγκάλιασμα ενώ πασχίζει για την υπέρτατη ένωση, καταλήγει, παρ’ όλα αυτά, στην αμοιβαία εξουδετέρωση : δεν μπορεί να συμβεί γάμος, με τη βαθιά έννοια του όρου. « Δεν έχω τρόπο να σου προσφέρω την ψυχή μου Υζέ !».


                                                                                            Μετάφραση Στρατής Πασχάλης


Δευτέρα 12 Ιανουαρίου 2015

"Χιού Σέλγουϊν Μώμπερλυ", Εζρα Πάουντ (Πατάκης)




    της Μαρίας Δαμολή
    Το 1987 εκδόθηκε στα Ελληνικά από την «Εστία», το εκπληκτικό ποίημα του «Έζρα Πάουντ: Xιου Σελγουιν Mωμπερλυ», σε μετάφραση Χάρη Βλαβιανού- θυμάμαι, είχα σπεύσει τότε να το αγοράσω την πρώτη μέρα που κυκλοφόρησε. Κρατώ στα χέρια μου σήμερα τη δίγλωσση φρέσκια επανέκδοσή του από τις εκδόσεις Πατάκη, με τη χαρά και τη συγκίνηση που ένοιωσα τότε, αναθεωρημένη , εμπλουτισμένη κι επαυξημένη! 


    Ξεκινώντας καινούρια διαδρομή ανάγνωσης, από τις πρώτες στροφές του ποιήματος βρήκα στο στίχο Ανεπηρέαστος από «των γεγονότων την πορεία», το ίδιο οικείο σκαλί –πάτησα και πάλι πάνω του για να συνεχίσω. Αυτή τη φορά, με συνόδεψε η φωνή του Πάουντ, ηχογραφημένη το 1960, πεντακάθαρη, εμφατική. Στο CD που περιέχεται, ο ποιητής διαβάζει το ποίημα, με τα έντονα Ρ του, ορμητικό νερό, πάνω στις πέτρες των λέξεων που αναδύονται και αναδεικνύονται μία μία στο ποτάμι.



    Η ποίηση, όχι ως καταφυγή αλλά ως μονοπάτι, είναι μια αξία και μια σταθερά που δεν με άφησε ποτέ μόνη ή ανυπεράσπιστη στις εποχές των επικαίρων και των κρίσεων.



    Διαβάζω: «…επέστρεψαν σε αμέτρητες απάτες,/επέστρεψαν σε παλιά ψέματα και νέους εξευτελισμούς ∙/ τοκογλυφία πωρωμένη και πανάρχαιη/και στις δημόσιες θέσεις συκοφάντες…».

    Ο ποιητής Χάρης Βλαβιανός, που στην Εισαγωγή του προσφέρει έναν αξιόπιστο φακό/οδηγό για την πορεία επί του ποιήματος -και του ποιητή και του ίδιου του αναγνώστη-, γράφει(για το πορτρέτο του ποιητή ως Οδυσσέα) : «…που επιχειρεί να παρουσιάσει τη ρηχότητα των παραδεδεγμένων αξιών, που προτιμά να θαυμάζει και να αγαπά ενεργητικά αυτή καθ’ εαυτήν την ομορφιά, όσο επικίνδυνη και αν είναι, παρά να επικροτεί τις χαραγμένες στα ηλιακά ρολόγια κοινοτοπίες ή τα κλισέ τις δημόσιας ζωής…».


    Στις σελίδες 177-184 του βιβλίου«Διπλό Όνειρο της Γραφής» -που κυκλοφόρησε αυτές τις μέρες, ταυτόχρονα με το προηγούμενο από τον ίδιο εκδοτικό οίκο-, χαρίζονται σκέψεις-αντικλείδια, για όποιον το «ζήτημα Πάουντ» συνιστά πόρτα που δεν διανοήθηκε να περάσει, επηρεασμένος από την ακανθώδη ταμπέλα που αναρτήθηκε πάνω της. Αναμφίβολα η «πολιτική στάση» του ποιητή ήταν εκείνη που παραχώρησε και τα γράμματα και τα καρφιά για το στήσιμό της, αλλά πόσο άραγε η άνεση με την οποία είμαστε έτοιμοι να αρκεστούμε στην ευκολία της πρόσοψης του προφανούς, δεν οδηγεί εν τέλει στον ίδιο μας τον αποκλεισμό από τα παράθυρα του αναστοχασμού και της ίδιας της σκέψης;



    Ο Χάρης Βλαβιανός και ο Χρήστος Χρυσόπουλος γράφοντας από κοινού αλλά ως ένας στο βιβλίο αυτό, το κοινωνούν ως «προϊόν μιας ουσιαστικής και αδιάρρηκτης φιλίας σ’ έναν περίγυρο που συνήθως αδιαφορεί ή αποφεύγει να υπερασπιστεί ιδέες, θέσεις και πρόσωπα».



    Αντιγράφω από το κεφάλαιο 23, την παρατιθέμενη παρατήρηση του Τσέστερτον: 23.2 «Υπάρχει στο πίσω μέρος του μυαλού κάθε καλλιτέχνη κάτι σαν μοτίβο, ένα είδος αρχιτεκτονικής δομής. Είναι το τοπίο των ονείρων του.»



    Παρακολουθώ την ακολουθία των σκέψεων των συγγραφέων: 23.5.2 «Μπωντριγιάρ: «Η ψυχή δεν είναι παρά μια σπείρωση του εγκεφάλου» που καταλήγει 23.5.2: « Το ζήτημα είναι πόσο μακριά θα μπορέσει να προχωρήσει κανείς, προτού βγει από το μονοπάτι του ονείρου».



    Σκέφτομαι: διαβάζοντας αυτό το βιβλίο, σημειώνεις τα δικά σου χνάρια ανάμεσα στα σημάδια που συναντάς. Είναι λοιπόν ένα πολλαπλό βιβλίο: συνεχίζει να γράφεται-διαφορετικό κάθε φορά- ανάλογα με τους συνειρμούς του κάθε αναγνώστη



    Γράφω: Ο εγκέφαλος συνιστά ένα εργαστήριο όπου βρίσκονται όλα τα υλικά του ονείρου. Σαν εργαλεία για να χτίσει ο καθένας το δικό του. Το οποίο πραγματώνεται, αν χρησιμοποιεί κανείς ως ασφαλή οδηγό το συναίσθημά του.



    Επιστρέφω στον Πάουντ: «Η αληθινή του Πηνελόπη/ήταν ο Φλωμπέρ»,/και το εργαλείο του/ εκείνο του χαράκτη».



    «Vacuos exercet in aera morsus»; η εξήγηση βρίσκεται στη σελίδα 100 του βιβλίου Χιου Σέλγουιν Μώμπερλυ. Μέσω των διαφωτιστικών σχολίων που παραθέτει ο Χάρης Βλαβιανός στο τέλος του, μπορεί κανείς να αποκωδικοποιήσει τα σύμβολα που χρησιμοποιεί το όνειρο της Ποίησης προκειμένου να μας δείξει την Αλήθεια του.



    ένα άρθρο των πρωταγωνιστών

    Ο ΕΠΙΜΟΝΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ

    Ο καθηγητής Γιώργης Γιατρομανωλάκης παρουσιάζει την ποιητική σύνθεση του Εζρα Πάουντ «Χιου Σέλγουιν Μώμπερλυ», ένα είδος αυτοβιογραφίας με θέμα τον ποιητή  αγωνιστή απέναντι τόσο στην ποιητική αναξιότητα όσο και στην κοινωνική διαφθορά και υποκρισία 


    Διαβάζοντας κανείς σήμερα το συνθετικό ποίημα Χιου Σέλγουιν Μώμπερλυ - κυκλοφορεί στο Λονδίνο τo 1920, την ίδια χρονιά που κυκλοφορούν στο Παρίσι τα Μαγνητικά Πεδία του Μπρετόν -, αφενός αντιλαμβάνεται τον καταλυτικό ρόλο του Εζρα Πάουντ (1885-1972) στην εμφάνιση και εξέλιξη του αγγλοσαξονικού μοντερνισμού, αφετέρου διαπιστώνει για άλλη μια φορά πως ένας ποιητής αυτού του διαμετρήματος δεν γράφει μόνο και μόνο για «να εμφυσήσει ζωή στη νεκρή τέχνη της ποιήσεως», κάτι που ούτως ή άλλως πέτυχε. Η ποίησή του προτάσσει κυριότατα την εικόνα του ποιητή-αγωνιστή απέναντι τόσο στην ποιητική αναξιότητα όσο και στην κοινωνική διαφθορά και υποκρισία. Ωστόσο οι σκανδαλώδεις πολιτικές επιλογές του ποιητή τού κόστισαν την ατιμωτική καταδίκη και το ανάθεμα των νικητών του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Πάντως αυτό ούτε στο ελάχιστο μείωσε τη λάμψη του πνεύματός του. Δείγμα τελικά πως η υψηλή τέχνη υπερβαίνει κάποτε το θεωρούμενο κοινωνικά και πολιτικά «ορθό». Για τον ρόλο που έπαιξε ο Πάουντ ως ποιητής στον αιώνα του δεν χρειάζεται να λεχθούν πολλά. Αρκεί ωστόσο να θυμηθούμε πως δύο χρόνια μετά το Μώμπερλυ (1922) κυκλοφορεί η Ερημη Χώρα, αφιερωμένη «στον Εzra Ρound, il miglior fabbro [del parlar materno, Καθαρτήριο, xxvi,17]».Αλλωστε αυτός έδωσε το τελικό σχήμα στο ελιοτικό Ποίημα και «σαν τη μαμή», όπως λέει ο ίδιος, βοήθησε στη γέννησή του. Ο Σεφέρης, στην Εισαγωγή του για τον «Θ.Σ. Ελιοτ», 1936, φαίνεται να εντυπωσιάζεται από αυτή την ελιοτική γενναιοδωρία. Αργότερα όμως θα έχει και ο ίδιος σε πολλά οδηγό τον Πάουντ και είναι προφανές, όπως έχει επισημανθεί, ότι ο «ηδονιστής» (hedonist) ποιητής Μώμπερλυ συγγενεύει στενά με τον ηδονικό Ελπήνορα


    Ποιος όμως είναι ο Χιου Σέλγουιν Μώμπερλυ/Ελπήνορας; Ο Μώμπερλυ, ένας φανταστικός εστέτ ποιητής, είναι εφεύρημα του Πάουντ προκειμένου, σύμφωνα με τους κριτικούς, να δημιουργήσει «ένα ποίημα που πραγματεύεται τη θέση του ποιητή σε μια κοινωνία που παραβλέπει το ατομικό σθένος και πάθος για χάρη της κοινωνικής εντιμότητας και ηθικής». Αυτό το εφεύρημα του Πάουντ (όπως ανάλογα ο ελιοτικός Προύφροκ και ο σεφερικός Στράτης Θαλασσινός) του δίνει τη δυνατότητα να αφηγηθεί μια οιονεί αυτοβιογραφία ως εν εσόπτρω. Ο Μώμπερλυ είναι εκείνο που ο Πάουντ φοβάται πως είναι ο ίδιος, ή αυτό που μπορεί να γίνει. Για τούτο και εξορκίζει τον ήρωά του. Αυτή η αναγκαστικά απλοποιημένη, ίσως και απλοϊκή, εικόνα του ποιήματος αποκτά βάθος αν περιηγηθούμε το Μώμπερλυ έστω γραμματολογικά. 



    Το Μώμπερλυ θεωρείται μαζί με την Ερημη Χώρα το μανιφέστο του αγγλοσαξονικού μοντερνισμού. 



    Ειδικότερα ο ιδιοφυής ποιητής/τεχνίτης διαστίζει το Μώμπερλυ - εκτός των άλλων- με πλήθος αρχαιοελληνικές και λατινικές φράσεις και λέξεις, όμως το κυριότερο είναι άλλο: η δεσπόζουσα εικονοποιία του ποιήματος είναι ο απειλούμενος από εξωτερικούς κινδύνους και εσωτερικούς δαίμονες ποιητής Μώμπερλυ/Οδυσσέας και Πάουντ/Οδυσσέας. Οι περιπέτειες του Μώμπερλυ εκτίθενται ως τριτοπρόσωπη αυτοβιογραφία σε δύο Μέρη. Το πρώτο, που ξεκινά από αυτοσαρκαστική «Ωδή για την επιλογή του τάφου» του ποιητή, συγκροτείται από 13 αυτοαναφορικά ποιήματα όπου ανιστορούνται οι προσπάθειες του ποιητή, ενός ξεροκέφαλου Καπανέα, καθώς μάχεται, αναποτελεσματικά, την ανεπάρκεια των συνετών «κριτών» του. Συνάμα, καταγγέλλει, ως μέρος του έργου του, τη φρίκη του Πολέμου και τη διαφθορά της μεταπολεμικής κοινωνίας. Το 2ο Μέρος συγκροτείται από 5 ποιήματα και είναι εδώ που πρωτοσυστήνεται ο ομώνυμος ήρωας Μώμπερλυ, ως οβιδιακός σκύλος, που «δαγκώνει μάταια τον αέρα». Οι υποτιθέμενες 


    Ο Εζρα Πάουντ στη Βενετία το 1963

    ιστορίες του ποιητή Πάουντ και οι υποτιθέμενες ιστορίες του ποιητή Μώμπερλυ/Ελπήνορα συνδέονται στη βάση των προθέσεών τους: και για τους δύο η αληθινή Πηνελόπη, η αληθινή τέχνη είναι ο Φλωμπέρ, δηλαδή η ακριβής τέχνη. Ομως το αποτέλεσμα, δηλαδή το εκτελεσμένο ποίημα, δείχνει πως ενώ ο ελάσσων ποιητής Μώμπερλυ/Ελπήνορας ουδέποτε μπόρεσε να συναντήσει την Πηνελόπη του, νικημένος από την κούφια γοητεία της Κίρκης, ο Οδυσσέας/Πάουντ ολοκληρώνει την αναζήτησή του. 



    Χαιρόμαστε που αυτό το αριστούργημα κυκλοφορεί στα ελληνικά φροντισμένο από τον Χάρη Βλαβιανό που γνωρίζει όσο λίγοι την αγγλοσαξονική ποίηση. Γεγονός ωστόσο παραμένει ότι αυτό το λιτό και συνάμα σκοτεινό ποίημα, με την απαράμιλλη μουσικότητα και τις ευφάνταστες ρίμες του, με τα σπάνια λογοπαίγνια και τα λογοτεχνικά υπονοούμενα αποδεικνύεται ιδιαζόντως επικίνδυνο για μετάφραση. Ο Βλαβιανός αποδεικνύεται «πιστός» και «τίμιος» μεταφραστής. 



    Το 1965 ο Πάουντ φωτογραφίζεται στο σπίτι του νομπελίστα πλέον Σεφέρη. Είναι όρθιοι και οι δύο. Ο Σεφέρης, 15 χρόνια μικρότερος από τον Πάουντ, μένει διακριτικά μισό βήμα πίσω από τον επισκέπτη του. Εκείνος έχει το χέρι στην τσέπη του παλτού και, φλογερός και λιονταρίσιος ακόμη, ατενίζει τον κόσμο ανελέητα. Δίπλα ο Σεφέρης μοιάζει να έχει αποδεχτεί ό,τι βλέπει.