Δημήτρης Μπουρνούς* - "Όλη μέρα δουλεύω όπως ένας καλόγερος και τη νύχτα σε γύρες, όπως ένας βρωμόγατος, αναζητώντας τον έρωτα. Θα προτείνω στη Σύνοδο να με ανακηρύξει άγιο". Εν αρχή ην ο Λόγος: Η μητέρα, την οποία ο μικρός Πιερ θα αγαπήσει παράφορα, ενώ από την άλλη θα προσπαθήσει να αρνηθεί τον αυταρχικό πατέρα, Κάρλο Παζολίνι, υπολοχαγό του πεζικού, που πάνω απ' όλα βάζει την καριέρα του, Οι πατρικές σκηνές είναι και ο πρώτος του εφιάλτης. "Ολα τα βράδια περίμενα με τρόμο την ώρα του δείπνου γιατί ήξερα ότι θα δημιουργούνταν σκηνές" θα γράψει χρόνια αργότερα.
.
Ο Πιέρ Πάολο Παζολίνι, γεννημένος στις 4 Μαρτίου του 1922 στην Μπολόνια, χρονιά που ανεβαίνει στην εξουσία ο Μουσολίνι, γράφει τα πρώτα του ποιήματα στο δημοτικό σχολείο του Σάτσιλε. Ντροπαλός, χωρίς καμία επιθετικότητα, γοητεύεται με πι διάλεκτο του Φριούλι, της επαρχίας όπου καταφεύγει με τη μητέρα του, στο σπίτι της στο χωριό Καζάρσα. Βιώνει ερεθιστικά, χαρούμενα αλλά και ενοχικά την ομοφυλοφιλία στα χωράφια και τους αγρούς της Καζάρσα μέσα από τον έρωτά του για τον Σβεν.
Χρόνος: 1942. Χρόνια πολέμου, που ο πατέρας του βρίσκεται αιχμάλωτος στην Κένυα. Έχει τελειώσει το γυμνάσιο στην Μπολόνια, το Λύκειο Γκαλβάνι και το πανεπιστήμιο. Το 1943 κάνει τη θητεία του, αλλά λιποτακτεί και ξαναγυρίζει στην Καζάρσα. Εκτός από ποιητής είναι πια και φιλόλογος. Παρά τη δολοφονία του αδελφού του Γκουίντο από αντάρτες Γιουγκοσλάβους, με νεανική ορμητικότητα μπαίνει στις γραμμές του ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Είναι το ίδιο κόμμα που θα τον διαγράψει για την «ιδιαιτερότητα» του, την ομοφυλοφιλία. Ποτέ ο Παζολίνι στις πάμπολλες συνεντεύξεις του δεν θα αναφερθεί ο' αυτή την περίοδο, που αποτελεί και την αρχή της κατοπινής του τραγωδίας...
Ο Τζόρτζιο Ρ. θεώρησε αμαρτία να κυλιστεί με τον καθηγητή του για πέντε λεπτά πάνω στα σκουπίδια. Αποκαλύπτει τις περιπτύξεις του με τον Παζολίνι στο εξομολογητήριο, στον εφημέριο του Βαλβαζόνε. Ο εφημέριος βρίσκει ευκαιρία να καταγγείλει τον νεαρό κομμουνιστή στους καραμπινιέρους. Το έγγραφο της τοπικής Λεγεώνας Καραμπινιέρων της
Πάντοβα γράφει στις 15/10/1949: «Εκ των διαδόσεων, δεδομένου ότι αυταί προκάλεσαν σκάνδαλο στο Σώμα, τούτο έλαβε γνώση ότι ο ονομαζόμενος Πιερ Πάολο Παζολίνι από την Καζάρσα, πριν δέκα μέρες περίπου αφίχθη εις Ραμουσέλο όπου καλοπιάνοντας τους ανηλίκους(...) κι οδηγώντας τους με δόλο στην ύπαιθρο(...)». Παρά τις προσπάθειες των Καραμπινιέρων οι γονείς του ανήλικου παιδιού αρνούνται να κάνουν μήνυση. Ο Παζολίνι δικάζεται από τον πρωτοδίκη του Σαν Βίτο αλ Ταλιαμέντο με την κατηγορία της «αποπλάνησης ανηλίκων και άσεμνων πράξεων διαπραχθεισών σε δημόσιο χώρο».
Στη δίκη ο Παζολίνι λέει ότι «δοκίμασε μια ερωτική εμπειρία λογοτεχνικού χαρακτήρα και προέλευσης, τονισμένη από την ανάγνωση ενός μυθιστορήματος του Ζιντ με θέμα την ομοφυλοφιλία». Στις 28/12/1950 καταδικάζεται μόνο για την κατηγορία των άσεμνων πράξεων, και μετά από δύο χρόνια αθωώνεται και από αυτήν με έφεση. Άμεση συνέπεια της δίκης είναι να χάσει τη δουλειά του στο σχολείο. Τον διαγράφει και το Κομμουνιστικό Κόμμα. Μετά το πρώτο σεξουαλικό και πολιτικό σκάνδαλο η οικογένεια Παζολίνι φεύγει
για τη Ρώμη γιατί δεν τους «σηκώνει» πια η Καζάρσα.
Η ωρίμανση
Τα πρώτα χρόνια είναι γεμάτα ανασφάλεια, φτώχεια και φόβο. Οι ενοχές από τη δίκη της Καζάρσα τον βασανίζουν. Γράφει στην παλιά του συντρόφισσα Σιλβάνα στις αρχές του1950: «Υπέφερα, δεν αποδέχτηκα ποτέ το αμάρτημά μου, δεν συνθηκολόγησα ποτέ με τη φύση μου και ούτε ποτέ τη συνήθισα. Εγώ γεννήθηκα για να είμαι ήρεμος, ισορροπημένος και φυσιολογικός: η ομοφυλοφιλία μου ήταν παραπανίσια, ήταν έξω, δεν είχε σχέση με μένα»
Σιγά σιγά. όμως, οι τύψεις και οι ενοχές χάνουν πια σημασία τους με τη γνωριμία του υποπρολεταριάτου στις συνοικίες της
Ρώμης. Πολύ πιο χριστιανός από την Εκκλησία που αδιαφορεί, πλησιάζει το υποπρολεταριάτο των φτωχών γειτονιών της Ρώμης. Μαθαίνει να είναι «σκληρός και σβέλτος». Γνωρίζει την κόλαση των ανέργων, των κλεφτών, των λούμπεν, των ψιλικατζήδων της Πιάτσα ντε Σπάνια...Ανακαλύπτει τον έρωτα με τα αγόρια των «μποργκάτε».
Ποτέ δεν φτιάχνει σχέση σαν κι αυτή με τον Σβεν στο Φιούρλι. Στο Πόντε Μάμολο, στη συνοικία που μετακομίζει, η σεξουαλική ελευθερία έχει δύο προϋποθέσεις: Η πρώτη, να μην έχεις κανένα «φίλο» αποκλειστικό, καμία «σχέση», ακόμα καλύτερα να μην κάνεις δυο φορές έρωτα με το ίδιο πρόσωπο. Και η δεύτερη είναι να μην κλείνεσαι ποτέ σε ένα δωμάτιο.
Ο πόνος και ο έρωτας μεταφέρονται στο πρώτο του μυθιστόρημα «Τα παιδιά της Ζωής» στις αρχές του 1955. σε «διάλεκτο» συνοικιών του υποπρολεταριάτου. Ξεκινά η πρώτη δίωξη των λογοτεχνικών έργων του, δίωξη που προωθήθηκε από την προεδρία της χριστιανοδημοκρατικής κυβέρνησης Σένι, με την κατηγορία της «προσβολής κατά των χρηστών ηθών». Η δίκη, έπειτα ατό πολλές αναβολές, γίνεται στις 4 Ιουλίου 1956. Ο Παζολίνι λέει: «Δίνοντας ανθρώπινη μορφή στη σκύλα, ήθελα να πω ότι δυστυχώς πολλές φορές τα παιδιά ζουν σαν ζώα. Περιγράφοντας τα τρία παιδιά που κάνουν τη φυσική τους ανάγκη, θέλησα να επικαλεστώ εκείνο το πρόσχημα που κάθε παιδί που συλλαμβάνεται να κλέβει στα περιβόλια προβάλλει, ότι δηλαδή βρισκόταν εκεί από ανάγκη και μόνο». Αθωώνεται τελικά και το βιβλίο του επιστρέφει στα βιβλιοπωλεία από τα οποία είχε κατασχεθεί για ένα χρόνο. Ο σπόρος του μάρτυρα, ο σπόρος του καταδιωκόμενου νάρκισσου είχε αρχίσει να μπαίνει στο μυαλό του. Εξάλλου, αυτή η δεύτερη δίκη δεν ήταν παρά η αρχή του μαρτυρίου.
Η σταύρωση
Από το 1949 έως το 1977. θα περάσει από 33 περίπου δίκες, χωρίς να λάβουμε υπόψη τις καταγγελίες. Εκκλησία, Αριστερά και Δεξιά τον απωθούν, τον καταδιώκουν. Μαζί με την επιτυχία ή τα βραβεία της κάθε του ταινίας έρχεται και η δίκη για διαφθορά και χυδαιότητα. Στις 17 Νοεμβρίου 1959 ο λογιστής Βιτσέντσο Μανκουζο, δήμαρχος του χωριού Κούτρο, κάνει μήνυση στον Παζολίνι για το άρθρο του «Ο μακρύς αμμόδρομος» στο μηνιαίο περιοδικό του Μιλάνου «Succeso», στο οποίο ο Παζολίνι γράφει ρεπορτάζ για τις ιταλικές ακτές. Προκαλεί αγανάκτηση με την περιγραφή των κοριτσιών. «Βλέπω τις γυναίκες. μικρούλες μικρούλες, μαύρες σαν σκουληκάκια, όμως, γεμάτες. κιόλας, κάμποσο στους γοφούς, αν και πιθανόν είναι ακόμη κορίτσια, με τα μαύρα, θολά, μυστηριώδη και ανούσια μάτια..» Λίγους μήνες αργότερα πηγαίνει στο Άντζιο. ψαράδικο λιμάνι της Ρώμης. Εκεί, από ό.τι φαίνεται, ρώτησε κάτι παιδιά που κάθονταν δίπλα σε ένα μώλο, δείχνοντας άλλα παιδιά που ήταν πάνω σε μια βάρκα, πόσων χρονών είναι. Στην απάντησή τους «δώδεκα χρονών», είπε: «Θα έχουν, όμως, ωραία... πουλάκια» Αυτές του οι φράσεις του στοιχίζουν μια νέα δίκη με την κατηγορία της «απόπειρας αποπλάνησης ανηλίκων». Όπως αποδείχθηκε, τα παιδιά τα πλησίασαν δυο δημοσιογράφοι που προφανώς παρακολουθούσαν τον Παζολίνι και τους υποσχέθηκαν: «θα σας δώσουμε 100 λιρέτες αλλά θα μας τα πείτε όλα». Στις 14 Δεκεμβρίου 1960 η μήνυση μπαίνει στο αρχείο «διότι δεν θεμελιώνεται κατηγορία».
Κωμικοτραγική είναι η περίπτωση της μήνυσης του δικηγόρου Σαλβατόρε Παλιούκα, πρώην βουλευτή του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος, που στις 24 Φεβρουαρίου του 1962 μηνύει τον Παζολίνι γιατί το όνομά του έχει ένας ήρωας του «Ακατόνε», της πρώτης του ταινίας, ένας τύπος «του υποκόσμου, κλέφτης, εκμεταλλευτής ελευθερίων γυναικών και αρχηγός μιας ομάδας έκλυτων, οι οποίοι για εκδίκηση οδηγούν σε ερημικό μέρος μια πόρνη και αφού τη βιάσουν, της επιτίθενται και την χτυπούν μέχρι αίματος, παρ' όλο που έχει το ένα πόδι στο γύψο». Οι δικηγόροι του Παζολίνι υποστηρίζουν ότι το όνομα «Παλιούκα», που τυχαία δόθηκε στον ήρωα της ταινίας, το έχουν στον τηλεφωνικό κατάλογο της Νάπολης 21 συνδρομητές και στον κατάλογο της Ρώμης, 25.0 δικαστής, στις 2 Φεβρουαρίου του 1965 απορρίπτει το αίτημα για ηθική αποζημίωση αλλά υποχρεώνει το σκηνοθέτη ν' απαλείψει το όνομα του Παλιούκα από την ηχητική μπάνια της ταινίας. Είναι η αρχή της λογοκρισίας για το κινηματογραφικό του έργο.
Πρώτη φορά στην ιστορία των διεθνών κινηματογραφικών διαγωνισμών καταγγέλλεται ταινία στη Μόστρα της Βενετίας. Ο (αντισυνταγματάρχης Τζούλιο Φάμπι, διοικητής των καραμπινιέρων της Βενετίας, στις 13 Αυγούστου καταγγέλλει στην εισαγγελία την ταινία του Παζολίνι «Μάμα Ρομα», γιατί «προσβάλλει τα χρηστά ήθη και για το ανήθικο περιεχόμενό της». Όπως αποδεικνύεται δεν τον ενοχλούν τόσο οι λαϊκές εκφράσεις της Άννα Μανιάνι αλλά το φινάλε της ταινίας, όπου ένα παιδί πεθαίνει στη φυλακή, δεμένο με ανοιχτά τα χέρια πάνω σε έναν πάγκο. Δεξιά και αριστερή κριτική αντιμετωπίζει αρνητικά την ταινία. Στο τέλος της προβολής ακούγονται σφυρίγματα και διαμαρτυρίες. Ο Παζολίνι πικραμένος, λέει: «Εγώ δεν έχω το δικαίωμα να κάνω λάθη σ' ένα έργο. Σ' αυτό το σημείο έφτασα. Στο να μην κάνω λάθη είναι μια υποχρέωση που έχω απέναντι σε εχθρούς και φίλους: οι πρώτοι θα με κατασπάραζαν, οι δεύτεροι θα έπαυαν αμέσως να είναι ένα αμυντικό όπλο για μένα. Νιώθω ότι το τέλος του "Μάμα Ρόμα" θα μπορούσε να είναι λίγο και το δικό μου τέλος...»
Φτάνει πια. Φωνάζουν οι Βενετσιάνοι νεοφασίστες με τους σεξουαλικά διεστραμμένους, τις πόρνες, τα καταγώγια, τους κλέφτες. Ανώνυμα γράμματα στέλνονται στην Μπιενάλε, γράμματα διαμαρτυρίας ενάντια στο «Μάμα Ρόμα», γεμάτα βωμολοχίες. Παρά τις πιέσεις και το σάλο που προκαλείται, ο δικαστής αποφασίζει ότι δεν πρέπει να ασκηθεί ποινική δίωξη.
Τα ίδια επαναλαμβάνονται στην προβολή του «Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο», το Σεπτέμβριο του 1964. που παίρνει και... το βραβείο του Γραφείου του Καθολικού Κινηματογράφοι! Σφυρίγματα, βρισιές, βωμολοχίες. Ρίχνουν κλούβια αυγά στον κινηματογράφο όπου προβάλλεται η ταινία.
Το μαρτύριο με τις δίκες συνεχίζεται. Το «Θεώρημα» καταδιώκεται για «ακατανόητο κλίμα ομοφυλοφιλίας». Η ταινία, το 1969. προβάλλεται στη Μόστρα της Βενετίας χωρίς το σκηνοθέτη. Για το «Χοιροστάσιο» (1969) κατηγορούνται ο σκηνοθέτης και ο παραγωγός»; έμμεσα υπεύθυνοι για το θάνατο πενήντα προβάτων. Φτάνουμε στα άρια της παράνοιας με το «Δεκαήμερο» (1971) που προβάλλεται πρώτη φορά στην πόλη Τρέντο. Την προηγούμενη μέρα τη προβολής της γίνεται ειδική προβολή σε κοινό για να δει και να εξετάσει «αν υπάρχουν χυδαίες και άσεμνες ακρότητες ή άλλα αδικήματα». Ουσιαστικά όλες οι δίκες αποτελούν μία δίκη. Τη δίκη που θέλει να καταδικάσει τον σκηνοθέτη ως ·το άθροισμα όλων των βίτσιων, την ενσάρκωση του Κακού».
Τετέλεσται
Είναι πια ο Νάρκισσος Μάρτυρας όπως. τον κατηγορούν και οι κριτικοί. Πώς όμως να μην ταυτιστείς με αυτό το ρόλο αν είσαι συνέχεια στο εδώλιο του κατηγορουμένου; Με την αίσθηση του ξένου πια με όλους, κάνει στις αρχές του '71 την κίνηση που τελειωτικά τον απομονώνει από όλους. Αυτοκαταστροφικά, με ένα ποίημά του. παίρνει ουσιαστικά τη θέση των αστυνομικών, γράφοντας για τις συγκρούσεις των φοιτητών της Αρχιτεκτονικής, στη Βάλε Τζούλια: « Όταν εχθές «τη Βάλε Τζούλια πολεμούσατε με τους αστυνομικούς, στους αστυνομικούς στρεφόταν η συμπάθεια μου! Γιατί οι αστυνομικοί είναι παιδιά των φτωχών...» Δίνει μόνος του πια τα στοιχεία γιο το σκάνδαλο στον Τύπο. Τα τεκμήρια της «αμαρτωλής» του ζωής. Για μήνες και για εβδομάδες δέχεται ανώνυμες βρισιές από το τηλέφωνο: «Κάθαρμα, δειλέ, πουλημένε».
Η ελευθερία του είναι πια ταυτισμένη με το να αρνείται τα πάντα. Αντιδρά και στο νόμο για την ελευθερία των εκτρώσεων, και στο νόμο του "73 που καθιστά πιο ελεύθερα τα διαζύγια. «Μέσα σε μια κοινωνία που πολλαπλασιάζει τις απαγορεύσεις, όλες οι δυνατότητες είναι ανοιχτές. Μέσα σε μια κοινωνία που παραχωρεί μια ελευθερία, όλες οι άλλες δυνατότητες ελευθερίας είναι κλειστές».
Κρύβεται σχεδόν από τον κόσμο αγοράζοντας έναν πανάκριβο και απρόσιτο πύργο στα βόρεια της Ρώμης. Στις 2 Νοεμβρίου 1975 βάζει στην Άλφα Ρομέο 2000 GT τον Πελόζι. Μερικές ώρες αργότερα βρίσκεται δολοφονημένος σε μια αμμώδη περιοχή κοντά στο Φιουμιτσίνο, με παραμορφωμένο πρόσωπο, κόκκινα από το αίμα χέρια και ξεριζωμένο το αριστερό του αυτί.
Η RAI, στα πεταχτά ανακοινώνει ότι ο Παζολίνι δολοφονήθηκε από ένα «παιδί της ζωής» που την τελευταία στιγμή επαναστάτησε μπροστά στη βία του άγνωστου και ευκαιριακού του παρτενέρ. Υποβιβάζει τη δολοφονία σε μια υπόθεση ομοφυλόφιλων. Η Οριάνα Φαλάτσι. δημοσιογράφος του «L Europeo”, που πρώτη υποστηρίζει δημόσια την άποψη περί δολοφονίας του από περισσότερα πρόσωπα, χωρίς όμως να αναφέρει τους πληροφοριοδότες της, καταδικάζεται σε «παρασιώπηση μαρτυρίας». Στις 26 Απριλίου 1976 το δικαστήριο της Ρώμης κηρύσσει τον Πελόζι «ένοχο ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως με τη συνεργία αγνώστων»... Ένα χρόνο αργότερα το Εφετείο της Ρώμης επικυρώνει την καταδίκη για την «ανθρωποκτονία εκ προθέσεως», αλλά δεν θεωρεί ότι έγινε με τη βοήθεια και άλλων ατόμων.
Ο Παζολίνι είναι ο λούμπεν προλετάριος, ο αμαρτωλός διανοούμενος, ο απόβλητος της κοινωνίας, ο προκλητικός ποιητής, ο αληθινός, ο ποιητής... «Προφήτης» του ίδιου του θανάτου του που αν δεν τον γνώριζε, τον «επιδίωξε», εξαγοράζοντας μαζί με τις δικές μας αμαρτίες και τις αμαρτίες της ανθρωπότητας.
* Ο Δημήτρης Μπουρνούς είναι σκηνοθέτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου