Longtemps je me suis couché de bonne heure *το σπίτιγεμάτο γρίλιες και δυσπιστία σαν το καλοκοιτάξεις στις σκοτεινές γωνιές«για χρόνια πλάγιαζα νωρίς» ψιθυρίζει«κοίταζα την εικόνα του Ύλα και την εικόνα της Μαγδαληνής5προτού καλονυχτίσω κοίταζα τον πολυέλαιο με τ’ άσπρο φωςτα μέταλλα που γυάλιζαν και δύσκολα άφηνατις τελευταίες φωνές της μέρας».Το σπίτι σαν το καλοκοιτάξεις μέσα από τις παλιές κορνίζεςξυπνά με τα πατήματα της μητέρας στα σκαλοπάτια10το χέρι που φτιάνει τα σκεπάσματα ή διορθώνει την κουνουπιέρατα χείλια που σβήνουν τη φλόγα του κεριού.
Κι όλα τούτα είναι παλιές ιστορίες που δεν ενδιαφέρουν πια κανένανδέσαμε την καρδιά μας και μεγαλώσαμε.Η δροσιά του βουνού δεν κατεβαίνει ποτέ χαμηλότερα από το καμπαναριό15που μετρά τις ώρες μονολογώντας και το βλέπουμεσαν έρχεται τ’ απόγεμα στην αυλήη θεία Ντάρια Ντιμιετρόβνα το γένος Τροφίμοβιτς.Η δροσιά του βουνού δεν αγγίζει ποτέ το στιβαρό χέρι του αϊ-Νικόλαμήτε το φαρμακοποιό που κοιτάζει ανάμεσα σε μια κόκκινη και μια πράσινη σφαίρα20σαν υπερωκεάνιο μαρμαρωμένο.Για να βρεις τη δροσιά του βουνού πρέπει ν’ ανέβεις ψηλότερα από το καμπαναριόκι από το χέρι του αϊ-Νικόλακάπου 70 ή 80 μέτρα δεν είναι πολύ.Κι όμως εκεί ψιθυρίζεις όπως σαν πλάγιαζες νωρίς25και μέσα στην ευκολία του ύπνου χάνονταν η πίκρα του αποχωρισμούόχι λέξεις πολλές δυο τρεις μονάχα και τούτο φτάνειαφού κυλάνε τα νερά και δε φοβούνται μη σταματήσουνψιθυρίζεις ακουμπώντας το κεφάλι στον ώμο ενός φίλουσα να μην είχες μεγαλώσει μέσα στο σπίτι το σιωπηλό30με φυσιογνωμίες που βάρυναν και μας έκαμαν αδέξιους ξένους.Κι όμως εκεί, λίγο ψηλότερα από το καμπαναριό, αλλάζει η ζωή σου.Δεν είναι μεγάλο πράγμα ν’ ανεβείς μα είναι πολύ δύσκολο ν’ αλλάξειςσαν είναι το σπίτι μέσα στην πέτρινη εκκλησιά κι η καρδιά σου μέσα στο σπίτι που σκοτεινιάζεικι όλες οι πόρτες κλειδωμένες από το μεγάλο χέρι τ’ αϊ-Νικόλα.
Πήλιο – Κορυτσά, καλοκαίρι – φθινόπωρο 1937
Το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης του μυθιστορήματος «Από τη μεριά του Σουάν». Είχε εκδοθεί από τον οίκο Γκρασέ με έξοδα του συγγραφέα. «Για χρόνια πλάγιαζα νωρίς». Δεν υπάρχει μέσος αναγνώστης, συγγραφέας ή κριτικός που να αγνοεί τη φράση με την οποία αρχίζει ο πρώτος τόμος του αριστουργήματος του Μαρσέλ Προυστ Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο. Την εντάσσει ο Σεφέρης στο ποίημά του Plazza San Nicolo και έτσι τη μεταφέρει στη μετάφραση του ογκώδους έργου, το οποίο υπερβαίνει τις 3.000 σελίδες, ο Παύλος Ζάννας, που την άρχισε στη φυλακή κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Δεν πρόλαβε να την αποπερατώσει γιατί τον πρόλαβε ο θάνατος. Εχουν συμπληρωθεί εκατό χρόνια από την έκδοση στη Γαλλία του πρώτου τόμου με τίτλο Από τη μεριά του Σουάν. Το έργο ολοκληρώθηκε το 1927 με την έκδοση του έβδομου τόμου, πέντε χρόνια μετά τον θάνατο του Προυστ.
Τέτοια έργα γράφονται κάθε δύο αιώνες - και δεν είναι υπερβολή. Αυτό σηματοδοτούν άλλωστε οι επετειακές εκδηλώσεις, τα κείμενα και οι αναλύσεις του έργου που δημοσιεύονται σε όλον τον κόσμο.
|
Τετάρτη 11 Ιουνίου 2014
"Piazza san Nicolò" Γιώργος Σεφέρης
Τρίτη 10 Ιουνίου 2014
ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΧΑΜΕΝΟ ΧΡΟΝΟ (ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ)
(. . .) Ξέρουμε σήμερα καλύτερα τις διεργασίες γέννησης αυτού του έργου ζωής, αυτού του απέραντου ποταμού λέξεων που συγκλόνισε τη λογοτεχνία του 20ου αιώνα, στη Γαλλία αλλά και σ' όλο τον κόσμο. Ο αναγνώστης έρχεται εδώ σ' επαφή συνάμα με μια εποποιία της σκέψης, μ' ένα ταξίδι στους λαβύρινθους του κοσμικού, καλλιτεχνικού και διανοητικού στερεώματος της εποχής του Προύστ, με μιαν αξιοθαύμαστη ψυχολογική μελέτη, κι όλα αυτά στην υπηρεσία μιας ανεπανάληπτης γλώσσας. Ξέρουμε επίσης τις περιστάσεις του θανάτου του Μαρσέλ Προύστ, την εγγραφή της λέξης "τέλος" και την υπαγόρευση των τελευταίων φράσεων, την εξάντληση του συγγραφέα από τούτη την αναζήτηση και ανακάλυψη του χαμένου χρόνου. Ξέρουμε ίσως λιγότερο τις περιστάσεις που οδήγησαν στην εμφάνιση της ελληνικής μετάφρασης του έργου: έχουμε να κάνουμε εδώ με τις δυσκολίες, την οξυδέρκεια και τη δύναμη ενός ανθρώπου, μέσα από τις οποίες γεννήθηκε και προσφέρεται σήμερα στους αναγνώστες το "Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο". (. . .) (ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΡΟΛΟΓΟ ΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ)
«Για χρόνια πλάγιαζα νωρίς». Δεν υπάρχει μέσος αναγνώστης, συγγραφέας ή κριτικός που να αγνοεί τη φράση με την οποία αρχίζει ο πρώτος τόμος του αριστουργήματος του Μαρσέλ Προυστ Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο. Την εντάσσει ο Σεφέρης στο ποίημά του Plazza San Nicolo και έτσι τη μεταφέρει στη μετάφραση του ογκώδους έργου, το οποίο υπερβαίνει τις 3.000 σελίδες, ο Παύλος Ζάννας, που την άρχισε στη φυλακή κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Δεν πρόλαβε να την αποπερατώσει γιατί τον πρόλαβε ο θάνατος.
Εχουν συμπληρωθεί εκατό χρόνια από την έκδοση στη Γαλλία του πρώτου τόμου με τίτλο Από τη μεριά του Σουάν. Το έργο ολοκληρώθηκε το 1927 με την έκδοση του έβδομου τόμου, πέντε χρόνια μετά τον θάνατο του Προυστ.
Τέτοια έργα γράφονται κάθε δύο αιώνες - και δεν είναι υπερβολή. Αυτό σηματοδοτούν άλλωστε οι επετειακές εκδηλώσεις, τα κείμενα και οι αναλύσεις του έργου που δημοσιεύονται σε όλον τον κόσμο.
Κοσμολογικό ποίημα
Κοσμολογικό ποίημα, δαντικό και σαιξπηρικό ταυτοχρόνως χαρακτηρίζει το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο ο Χάρολντ Μπλουμ στον Δυτικό κανόνα θεωρώντας το μεγαλύτερο επίτευγμα ακόμη και από τον Οδυσσέα του Τζόις. «Κανείς μυθιστοριογράφος του 20ού αιώνα δεν μπορεί να συναγωνιστεί την πληθώρα και τη ζωντάνια των χαρακτήρων του»αποφαίνεται. Και ένας σπουδαίος πεζογράφος, ο Γκράχαμ Γκριν, ο οποίος δεν παρουσιάζει καμία συγγένεια με τον Προυστ, έλεγε ότι, καθώς ο Τολστόι υπήρξε ο μεγαλύτερος μυθιστοριογράφος του 19ου αιώνα, ο Προυστ ήταν αντίστοιχα ο μεγαλύτερος του 20ού.
Οι έπαινοι αποκτούν πρόσθετη σημασία όχι μόνο όταν προέρχονται από τους κορυφαίους αλλά και όταν δεν υπάρχουν ενστάσεις σχεδόν ούτε για τα επί μέρους. Ακόμη και ο εξαιρετικά αυστηρός και συχνά ιδιότροπος στις κρίσεις του Ναμπόκοφ, ο οποίος δεν είχε σε μεγάλη εκτίμηση αναστήματα όπως του Μπαλζάκ ή του Ντοστογέφσκι, μόνο ύμνους είχε για τον Προυστ. Αν μάλιστα κάποιος αποφασίσει να προβεί σε συγκρίσεις, δεν θα δυσκολευτεί να εντοπίσει τις επιδράσεις του μεγάλου γάλλου συγγραφέα στο έργο του ιδιοφυούς Ρώσου, ιδίως στην πρώιμη αυτοβιογραφία του με τίτλο Μίλησε, μνήμη.
Ο Ζαν Ζενέ, όταν ήταν φυλακισμένος και έπεσε στα χέρια του ο πρώτος τόμος τού Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο, αποφάσισε μετά την ανάγνωσή του να γίνει ένα είδος Προυστ της υποκοινωνίας και έτσι έγραψε το μυθιστόρημά του Η Παναγία των λουλουδιών. Λέμε «έπεσε στα χέρια του» γιατί ήταν ένα βιβλίο που κανένας άλλος φυλακισμένος δεν ήθελε να δανειστεί από τη βιβλιοθήκη της φυλακής.
Το απέρριψε ο Ζιντ
Και όμως το αριστούργημα αυτό στην αρχή δεν είχε την υποδοχή που του άξιζε. Αρκετοί εκδότες απέρριψαν τον πρώτο τόμο. Ανάμεσά τους και ο νέος σχετικά - αλλά ήδη με μεγάλο κύρος - οίκος της Nouvelle Revue Francaise, ο οποίος ανέθεσε στον Ζιντ να το διαβάσει και να αποφανθεί. Ο τελευταίος το βρήκε επιφανειακό και το απέρριψε (έχουν μάλιστα διατυπωθεί εικασίες πως τον τρόμαξε ο όγκος του και δεν το διάβασε καν), για να μετανιώσει αργότερα και να ομολογήσει ότι ήταν ένα από τα μεγαλύτερα σφάλματα της ζωής του. Ο Προυστ ανέθεσε την έκδοση του πρώτου τόμου στον οίκο Γκρασέ και πλήρωσε ο ίδιος τα έξοδα της εκτύπωσης. Και όταν λίγο αργότερα ήλθε η επιτυχία - το 1919 ο συγγραφέας τιμήθηκε με το βραβείο Γκονκούρ -, εκείνος παρέμεινε πιστός στον Γκρασέ και απέρριψε τις δελεαστικές προτάσεις άλλων εκδοτών (ανάμεσά τους και του Γκαλιμάρ).
Η επίδραση του Προυστ ήταν σχεδόν καταλυτική στο έργο της Βιρτζίνια Γουλφ. «Αχ και να μπορούσα να γράφω έτσι» έλεγε - και αυτό δεν είναι κάτι που ομολογουν συχνά συγγραφείς του δικού της διαμετρήματος. Διάφοροι ψυχαναλυτές έχουν «ανακαλύψει» όψιμα φροϊδικές αναπτύξεις των επί μέρους ιστοριών που συνθέτουν το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο αλλά ούτε ο Φρόιντ ούτε ο Προυστ είχαν διαβάσει ο ένας το έργο του άλλου.
Οι υπερρεαλιστές πίστευαν ότι όλοι οι άνθρωποι θα μπορούσαν να γίνουν ποιητές, και αυτή η ιδέα όμως δεν ήταν νέα. Υπήρχε στον Προυστ που υποστήριζε πως υπό προϋποθέσεις οι πάντες μπορούν να παραγάγουν τέχνη. Με την έννοια αυτή το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο είναι ένα βιβλίο «ολιστικό» (για να χρησιμοποιήσω έναν όρο που είναι της μόδας ανάμεσα στους σημερινούς κοινωνιολόγους). Αλλά ταυτοχρόνως, πέραν της ανεπανάληπτης ατμόσφαιρας που δημιουργεί, δεν έχει καμία σχέση με τα κλασικά μυθιστορήματα του 19ου αιώνα. Το κάθε περιστατικό, η κάθε λεπτομέρεια, βαραίνει το ίδιο μέσα στην αφήγηση. Γι' αυτό και είναι ένα βιβλίο που δεν διαβάζεται «διαγωνίως». Αν ο αναγνώστης παρακάμψει σελίδες για να δει κατά το κοινώς λεγόμενο «τι γίνεται παρακάτω», θα χάσει κάθε επαφή με την ίδια την αφήγηση.
Ποιητική του χρόνου
Το έργο-ποταμός του Προυστ, που θέλησε να γράψει το απόλυτο μυθιστόρημα, προϋποθέτει και τον απόλυτο αναγνώστη. Δηλαδή για να ολοκληρώσει κανείς την ανάγνωσή του απαιτείται διάστημα τριών μηνών(!), στο οποίο θα ζήσει με τους ήρωες του Προυστ σαν να είναι μέρος μιας ζωής που θα μπορούσε να την έχει ζήσει και ο ίδιος. Η αισθητική θλίψη, η ειρωνεία, το κωμικοτραγικό στοιχείο, ο χειρισμός του θέματος του έρωτα και της ζήλιας, αλλά και της κουλτούρας στο σύνολό της, δεν έχουν παρουσιαστεί σε κανέναν άλλον συγγραφέα στην έκταση, στο βάθος και στην απειρία των αποχρώσεων που παρουσιάζει το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο. Θα τολμούσε, επιπλέον, κανείς να πει ότι ο χειρισμός της ακολουθίας και της ανάκλησης (δηλαδή του μυθιστορηματικού χρόνου) είναι πολύ πιο περίπλοκος και κατά τη γνώμη μου γοητευτικότερος από αυτόν που διαπιστώνει κανείς στα έργα του λεγόμενου «εσωτερικού μονολόγου».
Το έργο-ποταμός του Προυστ, που θέλησε να γράψει το απόλυτο μυθιστόρημα, προϋποθέτει και τον απόλυτο αναγνώστη. Δηλαδή για να ολοκληρώσει κανείς την ανάγνωσή του απαιτείται διάστημα τριών μηνών(!), στο οποίο θα ζήσει με τους ήρωες του Προυστ σαν να είναι μέρος μιας ζωής που θα μπορούσε να την έχει ζήσει και ο ίδιος. Η αισθητική θλίψη, η ειρωνεία, το κωμικοτραγικό στοιχείο, ο χειρισμός του θέματος του έρωτα και της ζήλιας, αλλά και της κουλτούρας στο σύνολό της, δεν έχουν παρουσιαστεί σε κανέναν άλλον συγγραφέα στην έκταση, στο βάθος και στην απειρία των αποχρώσεων που παρουσιάζει το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο. Θα τολμούσε, επιπλέον, κανείς να πει ότι ο χειρισμός της ακολουθίας και της ανάκλησης (δηλαδή του μυθιστορηματικού χρόνου) είναι πολύ πιο περίπλοκος και κατά τη γνώμη μου γοητευτικότερος από αυτόν που διαπιστώνει κανείς στα έργα του λεγόμενου «εσωτερικού μονολόγου».
Κανένα έργο δεν κατάφερε να μας δώσει την ποιητική του χρόνου, που μέσω της περίπλοκης και διαβρωτικής γραφής του Προυστ μεταμορφώνεται σε ποιητική της ίδιας της ζωής. Ας προσθέσω καταλήγοντας και την παρατήρηση του Ναμπόκοφ πως το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο είναι και ο απόλυτος ύμνος σε ό,τι αποτελεί το εκ των ων ουκ άνευ της μυθοπλασίας και της γοητείας: τη φαντασία, η οποία αναδεικνύοντας τα βαθύτερα κοιτάσματα της ευαισθησίας γίνεται στο τέλος πραγματική.
Μύθοι - Fables
Ο εκδότης Αμπρουάζ Βολάρ είχε ζητήσει το 1927 από τον Μαρκ Σαγκάλ να του εικονογραφήσει τους Μύθους του διάσημου Γάλλου συγγραφέα, Ζαν ντε Λα Φονταίν. Αν και ο Σαγκάλ το δούλευε επί τρία χρόνια, από το 1927 έως το 1930, ο Βολάρ τελικά δεν μπόρεσε να το δημοσιεύσει.
Το 1950, ο Τεριάντ εξασφάλισε τα δικαιώματα και το Μάρτιο του 1952, χάρη στη σχολαστική και υπομονετική δουλειά του, κατόρθωσε να φέρει στο φως της δημοσιότητας ένα ακόμα σημαντικό και όμορφο έργο τέχνης.
Οι Μύθοι του Ζαν ντε Λα Φονταίν, από τους πιο γνωστούς ‘μοντέρνους’ μύθους, θεωρούνται ένα από τα αριστουργήματα της γαλλικής λογοτεχνίας.
Ο Λα Φονταίν έγραψε μέσα σε 26 χρόνια 243 μύθους που εμπνεύστηκε από Έλληνες, Ινδούς, Πέρσες, Άραβες, και Κινέζους μυθοπλάστες.
Ο προφορικός αυτός θησαυρός της Ανατολής είχε ήδη γίνει γνωστός από την Αρχαιότητα μέσω της εκδοχής των μύθων του Αισώπου, πέρασε στον Μεσαίωνα και από τον 17ο αιώνα, συνέχισε να διαδίδεται, κατά τον ίδιο αποτελεσματικό τρόπο, χάρη στην απόδοση του Λα Φονταίν.
Οι περισσότεροι από τους Μύθους είναι δημιούργημα του ίδιου του Λα Φονταίν, ενώ οι υπόλοιποι, που είναι εμπνευσμένοι από τους μύθους του Αισώπου, έχουν διαφοροποιηθεί, ώστε να παρουσιάζουν ένα καινούργιο κείμενο. Ο ευφυής και ευρηματικός αυτός συγγραφέας, μέσα από τον πλούτο των μύθων του και με τη ζωηρή του αφήγηση, μεταδίδει στον κόσμο, με τον καλύτερο δυνατόν τρόπο, το αληθινό νόημα της ζωής.
Τόσο ο Βολάρ όσο και ο Τεριάντ θεώρησαν ιδανικό εικονογράφο του μνημειώδους αυτού έργου τον Ρώσο-Εβραίο Μαρκ Σαγκάλ, έναν από τους πιο παραγωγικούς και σημαντικούς καλλιτέχνες του 20ου αιώνα.
Ο Μαρκ Σαγκάλ, ξεπερνώντας τους δισταγμούς του, αφήνει τον δικό του χαρακτηριστικό κόσμο και εισβάλλει με ενθουσιασμό στον κόσμο του συγγραφέα. Έτσι, οι ασπρόμαυρες οξυγραφίες του εκφράζουν την ίδια φαντασία και αισθητική που χαρακτηρίζει τους Μύθους του Λα Φονταίν.
Ο καλλιτέχνης, εσωτερικεύοντας το κείμενο με αγάπη και σεβασμό, χωρίς να προσθέσει και να αφαιρέσει κανένα από τα στοιχεία του γραπτού λόγου, σχεδιάζει με τις λεπτές και ταυτόχρονα πυκνές του γραμμές, μια τέλεια αντιστοιχία. Αυτή η αρμονική συνύρπαξη κειμένου και εικονογράφησης οφείλεται και στην καταγωγή του, η οποία τον βοήθησε να μεταφέρει, με έναν αυθόρμητο και φυσικό τρόπο, όλη τη μαγεία της Ανατολής.
Με το έργο αυτό, σταθμός στην καλλιτεχνική του πορεία, ο Μαρκ Σαγκάλ δημιούργησε κάτι πολύ διαφορετικό από τεχνικής απόψεως, καθώς και όσον αφορά την απόδοση των θεμάτων του.
Η ανθρώπινη ομορφιά στο λαϊκό τραγούδι
«Ο έπαινος της γυναικείας ομορφιάς δόθηκε, σε σχέση με τον άνδρα, απλόχερα και με περισσότερη ποικιλία μοτίβων και συμβόλων», λέει στην «ΕτΔ» ο επ. καθηγητής Λαογραφίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου κ. Αριστείδης Δουλαβέρας
του Αποστόλη Ζώη
“Τις πρώτες θεωρητικές αναζητήσεις για την έννοια της ομορφιάς (του κάλλους) συναντούμε στον Πλάτωνα(427-347 π.Χ.). Μέχρι την εποχή του, οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν τις έννοιες της ομορφιάς και της ασχήμιας χωρίς εννοιολογικό προσδιορισμό του περιεχομένου τους. Στην πλατωνική φιλοσοφία γίνεται διάκριση του κάλλους σε δύο κατηγορίες: Η μία είναι η κατηγορία του αισθητού κάλλους, που είναι και η οντολογικά υποδεέστερη, και η άλλη του νοητού κάλλους, που υπέρκειται και υπερβαίνει το κάλλος του αισθητού κόσμου”. Αυτά επισημαίνει ανάμεσα σε άλλα στην «ΕτΔ» ο επίκουρος καθηγητής Λαογραφίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου κ. Αριστείδης Δουλαβέρας, με αφορμή την έκδοση του βιβλίου του «Η γυναικεία και η ανδρική ομορφιά στο δημοτικό τραγούδι».
Η συνέντευξη
* Στην παρούσα έκδοση, με τίτλο "Η γυναικεία και η ανδρική ομορφιά στο δημοτικό τραγούδι", που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Παπαζήση», τι ακριβώς ερευνάτε;
- Απαντώντας στο ερώτημά σας, επισημαίνω ότι στο εν λόγω βιβλίο μου, από τις καλαίσθητες και υπεύθυνες εκδόσεις «Παπαζήση», ερευνάται πώς ο λαός είδε και ύμνησε την ανθρώπινη ομορφιά στα τραγούδια του, που αποτελούν έκφραση της ψυχής του και της αισθητικής του. Μετά από μια πολύ ενδιαφέρουσα εισαγωγή στην έννοια της ομορφιάς, του κάλλους, από την αρχαιότητα έως τις μέρες μας, παρουσιάζονται και μελετώνται, μέσα από χαρακτηριστικούς στίχους δημοτικών τραγουδιών και με βάση τη σχετική βιβλιογραφία, η συνολική και η επιμέρους ομορφιά του γυναικείου και ανδρικού σώματος και η μεταφορική - συμβολική παράμετρός του, με παραδείγματα από τον κόσμο των φυτών και των δέντρων, των πτηνών, των ουρανίων σωμάτων, των πολύτιμων μετάλλων και λίθων και του κόσμου του θείου. Ακολουθεί στο οικείο μέρος το κεφάλαιο που έχει σχέση με τον στολισμό της γυναίκας και του άνδρα, με την ενδυμασία και με τα ενδυματολογικά εξαρτήματα και τα λοιπά διακοσμητικά στοιχεία τους και εξηγούνται τα κίνητρα του στολισμού τους. Επιπλέον, στο Β΄ Μέρος, εξετάζεται η σημασία και η ομορφιά των όπλων του άνδρα πολεμιστή.
* Πότε και πού θεωρούμε τις πρώτες θεωρητικές αναζητήσεις για την έννοια της ομορφιάς; Εκτιμάτε ότι η εξωτερική ομορφιά, η εικόνα, λειτουργούσε και λειτουργεί ιδιαίτερα σήμερα ως μέσο κοινωνικής καταξίωσης και αποδοχής;
- Τις πρώτες θεωρητικές αναζητήσεις για την έννοια της ομορφιάς (του κάλλους) συναντούμε στον Πλάτωνα(427-347 π.Χ.). Μέχρι την εποχή του, οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν τις έννοιες της ομορφιάς και της ασχήμιας χωρίς εννοιολογικό προσδιορισμό του περιεχομένου τους. Στην πλατωνική φιλοσοφία γίνεται διάκριση του κάλλους σε δύο κατηγορίες. Η μία είναι η κατηγορία του αισθητού κάλλους, που είναι και η οντολογικά υποδεέστερη, και η άλλη του νοητού κάλλους, που υπέρκειται και υπερβαίνει το κάλλος του αισθητού κόσμου. Στον «Φαίδρο» ιδιαίτερα επισημαίνει ότι το πραγματικό κάλλος, η πραγματική ομορφιά, ανήκει στον κόσμο των ιδεών και, όταν αντικρίζει ο άνθρωπος τις μορφές του ωραίου, καταλαμβάνεται υπό θείου έρωτος γι’ αυτές. Η ομορφιά που συναντά ο άνθρωπος στον φυσικό κόσμο είναι απείκασμα της αληθινής ομορφιάς που βρίσκεται στον κόσμο των ιδεών και, όταν την ανακαλεί ο άνθρωπος με τη μνήμη του, νιώθει ιδιαίτερη ευχαρίστηση. Με το θέμα αυτό ασχολήθηκε ο Πλάτων και στα έργα του «Συμπόσιον» και «Φίληβος».
΄Εκτοτε, χιλιάδες σελίδες γράφτηκαν, προκειμένου να προσδιοριστεί η έννοια του κάλλους, που βασίζονται κυρίως στην υποκειμενικότητα και στα αισθητικά, θρησκευτικά, κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά κάθε φορά δεδομένα.
Η εξωτερική ομορφιά, η εικόνα του καθενός, λειτουργούσε και λειτουργεί, ιδιαίτερα σήμερα, σε ένα μεγάλο βαθμό ως μέσον κοινωνικής καταξίωσης και αποδοχής. Το ωραίο αποτελεί βασικό γνώρισμα της εμφάνισης. Κατά τον Αριστοτέλη, το κάλλος είναι η καλύτερη συστατική επιστολή. Οι όμορφοι και οι όμορφες συνήθως προτιμώνται παντού. O Hickey θεωρεί ότι το «ωραίο» λειτουργεί σαν “οπτική ρητορική”, που στοχεύει να απορροφήσει τον θεατή και να τον καταστήσει θετικά διακείμενο προς το οποιοδήποτε μήνυμα θέλει να μεταδώσει η εικόνα. Η ομορφιά εξάλλου, η «ρητορική του κάλλους», αποτελεί το εισιτήριο της επιτυχίας. Επηρεάζει σε μεγάλο ποσοστό την πρόσβασή μας σε επαγγέλματα, ερωτικές σχέσεις, μόρφωση, φιλίες, όπως και σε όλες τις οικονομικές και κοινωνικές ευκαιρίες, που μπορούν να μας δοθούν, αλλά δημιουργεί και κοινωνικό φθόνο και ζήλεια, τα οποία προκαλούν το γνωστό «μάτιασμα» στην παραδοσιακή κοινωνία.
Η άσχημη ή ο άσχημος ζουν πάντα με τον καημό της ομορφιάς (ιδιαίτερα στο παρελθόν). Η απουσία της ομορφιάς ή η απώλειά της είναι πράγματι ένα διαρκές παράπονο εναντίον της ίδιας της φύσης ή της μοίρας. Σήμερα, πάντως, η βιομηχανία της ομορφιάς κάνει «θαύματα», παρεμβαίνει διορθωτικά σε όσα η φύση δεν υπήρξε απλόχερη και, με πρωτεργάτη την ιατρική, ανθεί όσο ποτέ.
ΣΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
* Στα δημοτικά τραγούδια πώς δηλώνεται η ομορφιά της κόρης, γυναίκας νύφης; Υπάρχει διαφορετική προσέγγιση σε κάθε περιοχή της χώρας; Ποια θέση κατέχει ο στολισμός;
- Η φιλοτέχνηση της εικόνας της ωραίας γυναίκας στο δημοτικό τραγούδι δεν απομακρύνεται από τις βασικές αρχές της επικής και αρχαϊκής τέχνης. Αναφέρεται μια γενική, συγκεντρωτική λέξη (όμορφη, λυγερή, ξανθή), για να προστεθεί στη συνέχεια και να προβληθεί μια χαρακτηριστική λεπτομέρεια της ομορφιάς: τα μάτια, η κόμη, το στήθος, η μύτη, τα χέρια, κ.λπ.
Ποιος παίρνει κόρη όμορφη, ξανθή και μαυρομάτα;
Μαύρα μάτια, μαύρα φρύδια, κατσαρόμαυρα μαλλιά,
κάνεις τις καρδιές κομμάτια και τρελαίνεις τα παιδιά.
Κάποτε όμως έχουμε και αναλυτικότερες περιγραφές, κυρίως στα παινέματα της κόρης ή όταν περιγράφεται το νεκρικό κάλλος:
Για ιδές κορμί για ντουλαμά, δάκτυλα για την πένα
Για ιδές αχείλη για φιλί κι ας είν’ και ματωμένα.
Στον τονισμό του στοιχείου της ομορφιάς συμβάλλει η αναφορά του χρώματος:
Άσπρη ’σαι κι άσπρα φορείς κι άσπρη είν’ η φορεσιά σου
κι άσπρα λουλούδια πέφτουνε, μικρή μου στην ποδιά σου.
Το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα ολοκληρώνεται, πάντως, χάρη στο πυκνό σύστημα παρομοιώσεων και μεταφορών, που σχηματίζεται από υλικό αντλούμενο από τη φύση (φυτικό βασίλειο, πτηνά του οικείου χώρου, αλλά και τον κόσμο των αγρών),(βασιλικέ πλατύφυλλε, μυγδαλιά λουλουδισμένη, πέρδικα πλουμιστή, αηδόνι του περιβολιού κ.λπ.), από προϊόντα της παραγωγικής δραστηριότητας του ανθρώπου (άσπρη φοντάνα του νερού, δαχτυλιδιού πετράδι, κασέλα μ’ ολοπλούμιστη, πράσινη πέτρα του γιαλού, κλπ.) Υπάρχει ακόμα η ιδιαίτερα μεγάλη χρήση της ύλης και του χρώματος των ευγενών μετάλλων, χρυσού, άργυρου, των πολύτιμων λίθων (μαργαριταριού), κ.λπ.:
Που ’ν’ το κορμί της μάλαμα κι μέση της ασήμι.
Κόρη μαλαματένια μου και μαργαριταρένια μου.
Ας σημειωθεί ότι οι επιλεγμένες καθαρά λεπτομέρειες στο ιδιότυπο αυτό ψηφιδωτό των πορτρέτων εξαίρονται ιδιαίτερα και με τη χρήση σύνθετων ή πολυσύνθετων:
Μοσχοκανελοκόκαλη, κανελοζυμωμένη,
γαρυφαλοχνωτάτη μου κι ακριβαναθρεμένη.
Από τον χώρο του θείου αντλούνται πολλά σύμβολα ομορφιάς, όπως η Παναγία και ο Χριστός, οι Άγγελοι, οι Άγιοι, ο Τίμιος Σταυρός, ιερά σκεύη και αντικείμενα : ( Παναγιά γραμμένη, Άγγελος είσαι στη θωριά, αγγελικό μου πρόσωπο, αγγελοστολισμένη μου, χρυσό μου δισκοπότηρο, διαμαντένιε μου σταυρέ, κ.λπ.).
Πολύ σημαντικό θέμα στα δημοτικά τραγούδια σε σχέση με τη γυναικεία ομορφιά είναι και ο στολισμός, που αποτελεί παρέμβαση στο φυσικό, για να πολλαπλασιασθεί το υφιστάμενο αισθητικό αποτέλεσμα για διάφορους σκοπούς. Ο ερωτικός στόχος έχει πάντα κυρίαρχη θέση (Της κουμπάρας-νύφης):
Τον ήλιο βάζει πρόσωπο και το φεγγάρι στήθος
και του κοράκου το φτερό βάζει καμαροφρύδι,
την όχεντρα την πλουμιστή κορδέλα στα μαλλιά της,
τον άμμο τον αμέτρητο ρίχνει μαργαριτάρια...
Η εξωκοσμική ομορφιά της Κουμπάρας που έγινε νύφη, επηρεάζει στο διάβα της τα πάντα, άψυχα και έμψυχα:
Στο δρόμο που πηγαίνανε τα μονοπάτια ανθούσαν.
Κι ωσάν την είδε η εκκλησιά, απ’ άκρη σ’ άκρη σείστη.
Παπάς την είδε κι έσφαλε, διάκος κι αποξεχάστη,
τα ψαλτικά τους έχασαν ψάλτες και καλανάρχοι.
Ωσάν την είδε ο νιόγαμπρος, έπεσε κι ελιγώθη...
Κάθε περιοχή της Ελλάδος επιδιώκει τον στολισμό ως ενισχυτικό και αποτελεσματικό μέσο του κάλλους, με τα δικά της στολίδια, που ξεκινούν κυρίως από την τοπική ενδυμασία αλλά και τα διάφορα τοπικά εξαρτήματα ομορφιάς, σε συνδυασμό βέβαια με τις τοπικές αισθητικές αντιλήψεις.
Ωστόσο, η ομορφιά της γυναίκας, όπως φαίνεται σε πολλά παραδείγματα παρουσιάζεται με ποικιλία κριτηρίων. Δεν υπάρχει ένα μόνο ιδεώδες της γυναικείας ομορφιάς. Όμορφη μπορεί να είναι και η ψηλή σαν κυπαρίσσι αλλά και η κοντούλα, η μαυρομάτα αλλά και η γαλανομάτα, η μαυρομαλλούσα αλλά και η ξανθομαλλούσα. Χαρακτηριστική του πνεύματος αυτού η παροιμία:
Άλλος αγαπά τη μαυρομάτα / κι άλλος την τσιμπλομάτα.
Η διαφορετικότητα αυτή των κριτηρίων για τη γυναικεία ομορφιά δεν υποδηλώνει αντιφάσεις στη λαϊκή αντίληψη γι' αυτήν, αλλά πιο πολύ εκφράζει μία πληθωρική κατάφαση της φυσικής ομορφιάς στις διάφορες εκδοχές και μορφές της, με τις ποικίλες επιθυμίες, τις προσωπικές προτιμήσεις και τις ιδιαιτερότητες των ανθρώπων, γεγονός που εμπλουτίζει την ίδια τη ζωή, της δίνει αρμονία και πλούτο και εξουδετερώνει τον ασφυκτικό περιορισμό προτιμήσεων σε ελάχιστα πρότυπα ομορφιάς.
* Πώς αποτυπώνεται μέσα στο δημοτικό τραγούδι η ομορφιά του νέου, του άντρα, του παλικαριού; Ακόμα και στο προχωρημένο γήρας, η νοσταλγική θύμηση της νιότης με την ομορφιά της, γράφετε, είναι βασανιστική... Μπορείτε να αναφερθείτε πιο αναλυτικά;
- Η λαϊκή μούσα θεωρεί την ανδρική ομορφιά, όπως άλλωστε και τη γυναικεία, ως αυταξία. Στους παρακάτω στίχους φαίνεται ο καημός του ηλικιωμένου άντρα, που πλέον έχει χάσει την ομορφιά του και που εκφράζει μια ευχή ανεκπλήρωτη:
Ήθελα να ήμουν όμορφος, να ήμουν και παλικάρι,
να ήμουν και τραγουδιστής, δεν ήθελα άλλη χάρη.
Εξάλλου, η λαϊκή σοφία συμβουλεύει τις νέες να μην ζηλέψουν πλούτη αλλά όμορφα παλικάρια, γιατί η ομορφιά είναι ανώτερη από τα υλικά αγαθά.:
Φλουριά να μη ζητήσετε, τα έρημα τα γρόσια,
μόν’ να ζηλέψτε λεβεντιά κι όμορφα παλικάρια.
Η λαϊκή μούσα επιλέγει πολλούς τρόπους να εκθειάσει την ανδρική ομορφιά, ανάλογους προς αυτούς της γυναίκας. Αυτό γίνεται με χαρακτηριστικά ουσιαστικά και επίθετα, που αναφέρονται συνολικά στην ομορφιά του άνδρα, όπως είναι οι λέξεις : λεβέντης, παλικάρι, όμορφος, μορφονιός, πανώριος, διωματάρης, πανέμορφος κ.ά. Κάποτε υπάρχουν και αναλυτικότερες περιγραφές:
Λεβέντης εροβόλαγε από τα κορφοβούνια,
με το μαντήλι στο λαιμό, το βαριοκεντημένο.
είχε το φέσι του στραβά και τα μαλλιά κλωσμένα
κι έστριφτε το μουστάκι του και ψιλοτραγουδούσε...
Πέρα, ωστόσο, από την παρουσίαση της ομορφιάς συνολικά, συχνός είναι και ο επιμέρους έπαινος διαφόρων μερών ή μελών του σώματος για την ομορφιά τους, σε μία προσπάθεια να εξαρθεί «το όλον διά του μέρους» (pars pro toto). Έτσι, επαινούνται το κορμί-η κορμοστασιά- το μπόι, η μέση, τα μαλλιά, το πρόσωπο, τα μάγουλα, τα γένια, το μουστάκι, τα μάτια, τα φρύδια, τα χέρια, και λιγότερο τα πόδια, το στόμα, η γλώσσα, τα χείλη, το μέτωπο, ο λαιμός, οι ώμοι, κ.ά.
Όμως, για την έξαρση του ανδρικού κάλλους γίνεται και χρήση συμβολισμών με την ομορφιά των ανθέων, των φυτών και των δέντρων. Τέτοια είναι ο βασιλικός, το γαρίφαλο, το ρόδο-τριαντάφυλλο, το γιασεμί, το δέντρο, το κυπαρίσσι, ο πλάτανος, το κλήμα, η μηλιά –μήλο, η λεμονιά -λεμονανθός κ.ά.
Γαμπρός ήταν γαρύφαλλο κι η νύφη μαντζουράνα.
Από τον κόσμο των πτηνών επιστρατεύεται, ο αϊτός και τα συναφή είδη (ο σταυραετός, το γεράκι, ο πετρίτης, το σαΐνι), το αηδόνι, το περιστέρι, το πουλί γενικά, το χελιδόνι, κ.ά. Από το ουράνιο στερέωμα το φεγγάρι, ο αυγερινός, τα αστέρια είναι τέτοια σύμβολα ομορφιάς.
Παντρεύεται ο Αυγερινός την Πούλια κάνει ταίρι.
Ανάλογη είναι η συμβολική και μεταφορική χρήση των πολύτιμων μετάλλων και λίθων : χρυσός (μάλαμα), ασήμι (άργυρος), διαμάντι, ρουμπίνι, μαργαριτάρι.
Γαμπρέ χρυσέ, γαμπρέ αργυρέ, γαμπρέ καμπανοφρύδη
Ο θρησκευτικός χώρος προσφέρει επίσης σύμβολα ανδρικής ομορφιάς, όπως ο Άγγελος, σταυρός, ασημοκάντηλο, χρυσοκάντηλο, χρυσή καμπάνα, της εκκλησιάς φανάρι, χρυσοπολυέλαιος, κ.ά.
Σα βασιλέας πορπατείς, σα ρήγας κατεβαίνεις,
σαν Άγγελος ζουγραφιστός και τσι καρδιές μαραίνεις.
Τα πολύτιμα αντικείμενα και ωραία δημιουργήματα του ανθρώπου γίνονται επίσης σύμβολα ομορφιάς: χρυσή κορόνα, σκρίνιε μου, καθρέφτη αδαμάντινε, σπαθί των αντρειωμένων, κούπα συριανόκουπα, σιμιγδαλένιο μου ψωμί, της Ρόδος το φανάρι, του Μοριά το φλάμπουρο, φλουρί κωνσταντινάτο, μαλαματένιε μαστραπά, κ.ά.
Ιδιαίτερος λόγος γίνεται στα δημοτικά τραγούδια για την ανδρική ομορφιά που προέρχεται από τον στολισμό:
Φωστήρας είσ’ ανάλλαγος, λεβέντης αλλαμένος
κι όντας βαρυοστολιστείς, σαν Άγγελος γραμμένος.
Ο λαϊκός τραγουδιστής με την ευαισθησία του στο χρήμα και στα πλούτη, προσέχει την ενδυμασία των παλικαριών, που κοσμείται με χρυσά νομίσματα, πολύτιμα μέταλλα κ.ά.
Περάσαν τρεις καλοί αϊτοί και τρεις καλοί λεβέντες...
Αστράφταν τα ντουφέκια τους, γυαλίζαν τα σπαθιά τους,
με τη μεσούλα τη λιανή στ’ ασήμι φορτωμένη,
στ’ ασήμι και στο μάλαμα και στο μαργαριτάρι...
Φυσικά, τα διάφορα μέρη της παραδοσιακής ανδρικής ενδυμασίας, αποτελούσαν αναπόσπαστο στοιχείο ομορφιάς. Τέτοια είναι η φουστανέλα, το γελέκο, η φέρμελη, τα κουμπιά, το φέσι, το σελάχι, το μαντήλι, το σαρίκι, τα πόσια, το ζωνάρι - η ζώνη, ο καμουχάς, κ.ά. Σε αυτά προστίθενται και τα εξαρτήματά τους : τα τσαπράζια, ο αρραβώνας, το δαχτυλίδι, η βούλα, η σφραγίδα, η βέργα, κ.ά. Την όλη ομορφιά του νέου, του λεβέντη, του παλικαριού, τονίζουν τα άρματά του, που έχουν ιδιαίτερη θέση στην εμφάνισή του και στη ζωή του (άρματα, ντουφέκι, σπαθιά-πάλες (γιαταγάνια), πιστόλι, μαχαίρι, παλάσκες, ασημοτραχηλιές ).
* Και μια τελευταία ερώτηση.... Από τη συγκριτική εξέταση πώς παρουσιάζεται η γυναικεία και η ανδρική ομορφιά στα δημοτικά τραγούδια;
- Η γυναικεία και η ανδρική ομορφιά έχουν κοινά σημεία αναφοράς και κοινές πηγές έμπνευσης. Και στις δυο περιπτώσεις επαινείται η συνολική ομορφιά αλλά και η επιμέρους ομορφιά των διαφόρων μερών και μελών του σώματος. Εξάλλου, κοινή είναι η χρήση συμβόλων από τον κόσμο των φυτών, των δέντρων, των πτηνών, του αστρικού χώρου, των πολύτιμων λίθων και μετάλλων και του υπερβατικού χώρου. Επίσης, πολύτιμα αντικείμενα και κατασκευάσματα της ανθρώπινης δραστηριότητας γίνονται σύμβολα ομορφιάς. Από τη συγκριτική εξέταση της γυναικείας και της ανδρικής ομορφιάς διαπιστώνονται οι κοινές αφετηρίες έμπνευσης αλλά και οι διαφοροποιήσεις που υπαγορεύονται από την ετερότητα του φύλου (γένια, μουστάκι, ανδρική ενδυμασία, εξαρτήματα και κοσμήματά της, άρματα ως στοιχεία ομορφιάς, κ.λπ.). Έτσι, υπάρχουν κοινά σύμβολα ομορφιάς και για τα δύο φύλα αλλά και διαφορετικά. Μπορούμε όμως ανεπιφύλακτα να πούμε ότι ο έπαινος της γυναικείας ομορφιάς δόθηκε, σε σχέση με τον άνδρα, απλόχερα και με περισσότερη ποικιλία μοτίβων και συμβόλων.
Κυριακή 8 Ιουνίου 2014
Ο σοφός λαός, οι άρχοντες και οι μπλόγκερ
Μίλα σιγά, Θεέ! Ίσως να νόμισαν,
πως ήχησε της Βασιλείας σου η σάλπιγγα
κι ότι ο ήχος της σε βάθη απροσμέτρητα κυλάει:
και τότε υψώνονται όλοι οι καιροί από τις πέτρες,
κι όλοι οι παραχωμένοι εμφανίζονται
με ξεσχισμένα σάβανα, με τα σαθρά τους κόκαλα
και κυρτωμένοι από το βάρος των χωμάτων τους.
Ένας αλλόκοτος θα είναι γυρισμός
σε μιαν αλλόκοτη πατρίδα
κι αυτοί ακόμη που ποτέ τους δεν σε γνώρισαν,
θ’ αρχίσουν να κραυγάζουν
το μεγαλείο σου ωσάν να δικαιούνται θα ζητήσουν:
ωσάν τον Άρτο και τον Οίνο.
RAINER MARIA RILKE: Η Δευτέρα Παρουσία
Μετάφραση Χρυσούλα Πατρώνου-Παπατέρπου
Στην τραγωδία ο χορός είχε τον ρόλο της κοινής γνώμης που εξέφραζε την λογική και την σοφία. Η γνώμη αυτή εκφραζόταν με παρρησία απέναντι σε υστερόβουλους παρορμητικούς και ενίοτε άμυαλους άρχοντες. Φυσικά, οι άρχοντες πολλές φορές, τις περισσότερες, δεν άκουγαν τις συμβουλές του "χορού" και έτσι οδηγούνταν στην καταστροφή τους, η οποία είχε προαποφασιστεί από την παντοδύναμη Μοίρα.
Σήμερα, ο σοφός λαός εκφράζεται με την ψήφο ή με σχόλια σε μέσα σύγχρονης τεχνολογίας. Εκφράζεται ατομικά και όχι συλλογικά και συνήθως με συναισθηματισμό "αρχοντικό" και ενίοτε τραγικό αλλά κυρίως ποιητικό...
Οι άρχοντες του τόπου ακούν συνήθως το μήνυμα αλλά και ανοίγουν και διάλογο με like ή και αντιπαραθέσεις σε μια νέου τύπου δημοκρατική αντίληψη περί διαλόγου. Φυσικά, δρουν ως λογικά όντα και όχι παράλογα και ακολουθούν την Μοίρα που στην περίπτωσή τους την καθορίζουν οι ίδιοι.
Την τραγωδία δεν την στεφανώνουν με βραβεία κισσού αλλά με μέτρα λιτότητας, τα οποία αποτελούν τον νέο τύπο βραβείων στην εποχή μας. Τα βραβεία δεν τα παίρνουν οι δημιουργοί του δράματος, δηλαδή οι άρχοντες αλλά ο σοφός λαός ως ένδειξη της σοφίας των αρχόντων.
Υπάρχουν δε και τα λεγόμενα "¨Μνημόνια" τα οποία θα αποτελέσουν τα νέα μνημεία ιστορικού και λογοτεχνικού λόγου αλλά και θέμα κοινωνιολογικής και γλωσσολογικής έρευνας για τις επόμενες γενιές. Αυτά αποδεικνύουν πως ο λαός δεν είναι απλά σοφός αλλά και υπεράνω σοφίας. Να εξηγηθώ, εννοώ ότι όχι μόνο κρατά γραπτά τεκμήρια της σοφίας του αλλά τα τηρεί απαρέγκλιτα και ως θεματοφύλακα αυτής της δέσμευσής του έχει ορίσει τους άρχοντες και πρωταγωνιστές της τραγωδίας.
Εάν δεν σας έπεισα τώρα για την σοφία του λαού τότε σας παραπέμπω στην Μοίρα των μπλόγκερ που ακόμη δεν έχει προβλεφτεί από κανένα μνημόνιο. Ο θεός των μπλόγκερ να βάλει το χέρι του να μην γίνουμε στόχος του από μηχανής θεού και θελήσει να μας μετακενώσει "σοφία"...
Νότα Χρυσίνα
Murasaki Shikibu – The Tale of Genji

Αυτό είναι, τουλάχιστον σύμφωνα με το οπισθόφυλλο το βιβλίου, το πρώτομυθιστόρημα που γράφτηκε ποτέ. Συγγραφέας του φέρεται να είναι η Μουρασάκι, μια ορφανή από μητέρα γυναίκα, που έζησε στην αυτοκρατορική αυλή της Ιαπωνίας τον 11ο αιώνα. Προστάτης αλλά και επίδοξος μελλοντικός εραστής της είναι ο Γκέντζι, ο πρωταγωνιστής της ιστορίας, ο οποίος ανέλαβε τη φροντίδα της από παιδί, με σκοπό όταν μεγαλώσει να την κάνει γυναίκα του.
«Ευτυχισμένος είναι αυτός του οποίου οι πράξεις περνάνε απαρατήρητες σ’ αυτό τον κόσμο», διαβάζουμε σε κάποιο σημείο του βιβλίου. Ο Γκέντζι, ο ήρωάς μας, την ομορφιά και τη νοημοσύνη του οποίου, εξυμνεί η συγγραφέας, σύμφωνα με τον πιο πάνω αφορισμό δε θα μπορούσε ποτέ να γίνει ευτυχισμένος. Τη βασική ευθύνη ωστόσο δεν τη φέρει ο ίδιος, αλλά το παρουσιαστικό και ο περίγυρός του, που του φουσκώνουν τα μυαλά, που δεν αφήνουν να βγει στο φως η καλοσύνη που κρύβει πίσω από την εικόνα του.
«Η ιστορία του Γκέντζι» είναι μια ιστορία παράφορου έρωτα και ατελείωτων απογοητεύσεων, μηχανορραφιών και επιδείξεων γνώσης και δύναμης, φιλίας και προδοσίας. Ο Γκέντζι μοιάζει με ένα άνθρωπο ελεύθερο μα φυλακισμένο, υπόδουλο στις ορμές του, τυφλό στις αδυναμίες του, γενναιόδωρο, θαραλλέο, μα και αλαζόνα. Αυτό το τελευταίο ελάττωμα είναι που θα τον βάλει στους περισσότερους μπελάδες, αλλά αυτό το ίδιο είναι που θα τον οδηγήσει κιόλας κάποτε στην εξορία και την αυτογνωσία.
Η Μουρασάκι έφτιαξε ένα μυθιστόρημα-χρονικό, μια μαρτυρία για μια ολόκληρη, χαμένη στο χθες εποχή, αλλά και μια ιστορία αγάπης, με πολλά ωστόσο αντικείμενα. Ο ήρωάς της είναι φτιαγμένος με μαστοριά και κατασκευασμένος με ποιητική στόφα. Τα γράμματά του είναι ποιήματα, τα λόγια του στάζουν μέλι. Θα ήταν τέλειος, αν δεν τον έτρωγε το σκουλήκι του ανικανοποίητου, αυτό που τον οδηγούσε ξανά και ξανά στην αναζήτηση «δύσκολων και μη συμβατικών σχέσεων».
«Ο ποιητής που είπε ότι αγαπάμε μόνο όσο ζούμε δε γνώριζε και πολλά πράγματα για την αγάπη», υποστηρίζει κάπου ο Γκέντζι. Μα μήπως γνωρίζει ο ίδιος; Αρχικά όχι. Αλλά όσο περνάει ο καιρός, όσο οι αναμνήσεις της έκλυτης ζωής και των αμέτρητων σωματικών απολαύσεων αρχίζουν να ξεθωριάζουν, τόσο αλλάζει και η ψυχοσύνθεσή του. Τόσο πιο πολύ χαρίζει την αγάπη και την αφοσίωσή του σ’ εκείνους που ηθελημένα ή άθελά του πλήγωσε και στο κορίτσι που, μόνο και μόνο με το να υπάρχει, τον έκανε καλύτερο άνθρωπο.
Δε θα μπορούσαμε να δώσουμε ένα ορισμό γι’ αυτό το βιβλίο, να το περιγράψουμε με λόγια απλά. Αν και ο παρόν τόμος περιλαμβάνει μόνο το ένα τέταρτο του πρωτότυπου κειμένου, που μάλλον ξεπερνά τις 1200 σελίδες, ξεχειλίζει από εικόνες ομορφιάς, στιγμές έρωτα, σκηνές ατελείωτου πόνου, ποίηση και σοφία. Κάτι σαν συσκευασία – όχι δύο σε ένα, αλλά πολλών διαφορετικών στοιχείων.
Η επιλεκτική ωστόσο μετάφραση των κεφαλαίων του, μοιάζει να του στερεί κάτι από την αρχική μαγεία, ενώ δεν απουσιάζουν και τα λάθη (κάποια στιγμή ένας αξιωματούχος θρηνεί για το θάνατο της κόρης του, για τον οποίο μόλις εκείνη τη στιγμή μαθαίνουμε, ενώ πού και πού υπάρχουν χρονικές ασυνέπειες). Ωστόσο οι χάρες του είναι τόσες πολλές που αξίζει να διαβαστεί από κάθε φίλο της γιαπωνέζικης λογοτεχνίας.
ΤΡΩΙΛΟΣ ΚΑΙ ΧΡΥΣΗΙΔΑ
Έργο γραμμένο το 1602-1603 που δεν γνωρίζουμε πότε και αν παίχτηκε ενόσω ζούσε ο ποιητής, κατατάσσεται απ' τους μελετητές στο λεγόμενο «αρχαϊκό κύκλο» όπως τα: Ιούλιος Καίσαρας, Κοριολανός, Τίτος Ανδρόνικος, Αντώνιος και Κλεοπάτρα. Το εξαίσιο λογοτεχνικό χάρισμα του Σαίξπηρ αποδεικνύεται εδώ για άλλη μια φορά όταν χαρακτήρες έντονοι όπως τα πάθη τους έρχονται σε αντιπαράθεση προσπαθώντας να επιβάλλουν τις απόψεις τους. Το θέμα του πολέμου που έχουν πραγματευτεί πολλοί συγγραφείς έως σήμερα ερευνάται στον Τρωίλο σε βάθος και καταδεικνύονται όλα τα αρνητικά του στοιχεία.
Με πρωτοφανή κυνισμό οι ήρωες του έργου διαπραγματεύονται αξιώματα, συνειδήσεις, συναισθήματα και ο Σαίξπηρ βρίσκει την ευκαιρία να τονίσει για άλλη μια φορά το μάταιο του αγώνα κάθε ανθρώπου να υπερβεί τα θνητά του όρια νομίζοντας ότι έτσι θα πάρει έστω και γεύση αθανασίας.
Γνωστές,επίσης, ιστορίες στις οποίες εμφανίζεται το θέμα του Τρωίλου και της Χρυσηίδας είναι το ποίημα Τρωίλος και Χρυσηίδα (Troilus and Criseyde) του Τζέφρυ Τσώσερ, το ποίημα Η μαρτυρία της Χρυσηίδας (The Testament of Cresseid) του Ρόμπερτ Χένρισον.
Ο Νίκος Καρούζος έχει γράψει διήγημα με τίτλο Χρυσηίδα, το οποίο περιέχει και άλλα αρχαία ονόματα πέρα από αυτό της Χρυσηίδας
Χρυσηίδα
Απ' το λαιμό της γυναίκας άρχισε η προσευχή μου
Νίκος Καρούζος
Ξεκλείδωσα και μπήκα αθόρυβα. Σκόνταψα σε μια τσάντα καθώς βάδιζα στα σκοτεινά προς τον πίνακα, να ανάψω το θερμοσίφωνο. Είδα ν' ανάβει φως στο δωμάτιο της Χρυσηίδας. Άνοιξα την πόρτα. Ανασηκώθηκε στο κρεβάτι και με κοιτούσε απορημένη και παραπονεμένη.
«Μα που ήσουν; Τι ώρα είναι; Εφτά! Σε περίμενα χθες βράδυ, είχαμε κανονίσει να βγούμε... Πως είσαι έτσι, τι έκανες όλη τη νύχτα; Δεν είχες πει, πως θα ερχόσουν στις δέκα και μισή, για να πάμε ταβέρνα; Η Πηνελόπη και ο Σωκράτης έμειναν εδώ μέχρι τις εντεκάμιση και έφυγαν, πήρα ταξί και πήγα στο σπίτι σου, ο Διομήδης μου είπε πως είχες φύγει από το απόγευμα, έγινα περίγελος σε όλους τους γνωστούς! Δε μπορούσες να πάρεις ένα τηλέφωνο;»
Όσο μιλούσε σηκώθηκε και με πλησίαζε, με τα κατάξανθα μακριά της μαλλιά, τα γαλάζια μάτια, τα κόκκινα χείλη, το λυγερό κορμί της ντυμένο με τις νεανικές της πιτζάμες. Στην αρχή κυριαρχούσε η έκπληξη και το παράπονο στην έκφρασή της, αλλά σιγά σιγά άναβε από τα ίδια της τα λόγια και θύμωνε όλο και περισσότερο. Η αναπνοή της έγινε γρήγορη, έβλεπα το στήθος της να ανασηκώνεται και να υποχωρεί χωρίς σταθερό ρυθμό, μισό μέτρο μπροστά μου, τα χέρια της τεντωμένα, τα δάχτυλα έτοιμα να με αρπάξουν, τα χείλη άρχισαν να τρέμουν, τα μάτια νότισαν και τα δάκρυα ήταν έτοιμα να κυλήσουν. Άναψα τσιγάρο, δεν μιλούσα, τα είχα ξανακούσει όλα αυτά, σε διάφορες παραλλαγές και περίμενα, ψύχραιμος, να περάσει η μπόρα.
Εγγραφή σε:
Σχόλια (Atom)

