(. . .) Ξέρουμε σήμερα καλύτερα τις διεργασίες γέννησης αυτού του έργου ζωής, αυτού του απέραντου ποταμού λέξεων που συγκλόνισε τη λογοτεχνία του 20ου αιώνα, στη Γαλλία αλλά και σ' όλο τον κόσμο. Ο αναγνώστης έρχεται εδώ σ' επαφή συνάμα με μια εποποιία της σκέψης, μ' ένα ταξίδι στους λαβύρινθους του κοσμικού, καλλιτεχνικού και διανοητικού στερεώματος της εποχής του Προύστ, με μιαν αξιοθαύμαστη ψυχολογική μελέτη, κι όλα αυτά στην υπηρεσία μιας ανεπανάληπτης γλώσσας. Ξέρουμε επίσης τις περιστάσεις του θανάτου του Μαρσέλ Προύστ, την εγγραφή της λέξης "τέλος" και την υπαγόρευση των τελευταίων φράσεων, την εξάντληση του συγγραφέα από τούτη την αναζήτηση και ανακάλυψη του χαμένου χρόνου. Ξέρουμε ίσως λιγότερο τις περιστάσεις που οδήγησαν στην εμφάνιση της ελληνικής μετάφρασης του έργου: έχουμε να κάνουμε εδώ με τις δυσκολίες, την οξυδέρκεια και τη δύναμη ενός ανθρώπου, μέσα από τις οποίες γεννήθηκε και προσφέρεται σήμερα στους αναγνώστες το "Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο". (. . .) (ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΡΟΛΟΓΟ ΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ)
«Για χρόνια πλάγιαζα νωρίς». Δεν υπάρχει μέσος αναγνώστης, συγγραφέας ή κριτικός που να αγνοεί τη φράση με την οποία αρχίζει ο πρώτος τόμος του αριστουργήματος του Μαρσέλ Προυστ Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο. Την εντάσσει ο Σεφέρης στο ποίημά του Plazza San Nicolo και έτσι τη μεταφέρει στη μετάφραση του ογκώδους έργου, το οποίο υπερβαίνει τις 3.000 σελίδες, ο Παύλος Ζάννας, που την άρχισε στη φυλακή κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Δεν πρόλαβε να την αποπερατώσει γιατί τον πρόλαβε ο θάνατος.
Εχουν συμπληρωθεί εκατό χρόνια από την έκδοση στη Γαλλία του πρώτου τόμου με τίτλο Από τη μεριά του Σουάν. Το έργο ολοκληρώθηκε το 1927 με την έκδοση του έβδομου τόμου, πέντε χρόνια μετά τον θάνατο του Προυστ.
Τέτοια έργα γράφονται κάθε δύο αιώνες - και δεν είναι υπερβολή. Αυτό σηματοδοτούν άλλωστε οι επετειακές εκδηλώσεις, τα κείμενα και οι αναλύσεις του έργου που δημοσιεύονται σε όλον τον κόσμο.
Κοσμολογικό ποίημα
Κοσμολογικό ποίημα, δαντικό και σαιξπηρικό ταυτοχρόνως χαρακτηρίζει το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο ο Χάρολντ Μπλουμ στον Δυτικό κανόνα θεωρώντας το μεγαλύτερο επίτευγμα ακόμη και από τον Οδυσσέα του Τζόις. «Κανείς μυθιστοριογράφος του 20ού αιώνα δεν μπορεί να συναγωνιστεί την πληθώρα και τη ζωντάνια των χαρακτήρων του»αποφαίνεται. Και ένας σπουδαίος πεζογράφος, ο Γκράχαμ Γκριν, ο οποίος δεν παρουσιάζει καμία συγγένεια με τον Προυστ, έλεγε ότι, καθώς ο Τολστόι υπήρξε ο μεγαλύτερος μυθιστοριογράφος του 19ου αιώνα, ο Προυστ ήταν αντίστοιχα ο μεγαλύτερος του 20ού.
Οι έπαινοι αποκτούν πρόσθετη σημασία όχι μόνο όταν προέρχονται από τους κορυφαίους αλλά και όταν δεν υπάρχουν ενστάσεις σχεδόν ούτε για τα επί μέρους. Ακόμη και ο εξαιρετικά αυστηρός και συχνά ιδιότροπος στις κρίσεις του Ναμπόκοφ, ο οποίος δεν είχε σε μεγάλη εκτίμηση αναστήματα όπως του Μπαλζάκ ή του Ντοστογέφσκι, μόνο ύμνους είχε για τον Προυστ. Αν μάλιστα κάποιος αποφασίσει να προβεί σε συγκρίσεις, δεν θα δυσκολευτεί να εντοπίσει τις επιδράσεις του μεγάλου γάλλου συγγραφέα στο έργο του ιδιοφυούς Ρώσου, ιδίως στην πρώιμη αυτοβιογραφία του με τίτλο Μίλησε, μνήμη.
Ο Ζαν Ζενέ, όταν ήταν φυλακισμένος και έπεσε στα χέρια του ο πρώτος τόμος τού Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο, αποφάσισε μετά την ανάγνωσή του να γίνει ένα είδος Προυστ της υποκοινωνίας και έτσι έγραψε το μυθιστόρημά του Η Παναγία των λουλουδιών. Λέμε «έπεσε στα χέρια του» γιατί ήταν ένα βιβλίο που κανένας άλλος φυλακισμένος δεν ήθελε να δανειστεί από τη βιβλιοθήκη της φυλακής.
Το απέρριψε ο Ζιντ
Και όμως το αριστούργημα αυτό στην αρχή δεν είχε την υποδοχή που του άξιζε. Αρκετοί εκδότες απέρριψαν τον πρώτο τόμο. Ανάμεσά τους και ο νέος σχετικά - αλλά ήδη με μεγάλο κύρος - οίκος της Nouvelle Revue Francaise, ο οποίος ανέθεσε στον Ζιντ να το διαβάσει και να αποφανθεί. Ο τελευταίος το βρήκε επιφανειακό και το απέρριψε (έχουν μάλιστα διατυπωθεί εικασίες πως τον τρόμαξε ο όγκος του και δεν το διάβασε καν), για να μετανιώσει αργότερα και να ομολογήσει ότι ήταν ένα από τα μεγαλύτερα σφάλματα της ζωής του. Ο Προυστ ανέθεσε την έκδοση του πρώτου τόμου στον οίκο Γκρασέ και πλήρωσε ο ίδιος τα έξοδα της εκτύπωσης. Και όταν λίγο αργότερα ήλθε η επιτυχία - το 1919 ο συγγραφέας τιμήθηκε με το βραβείο Γκονκούρ -, εκείνος παρέμεινε πιστός στον Γκρασέ και απέρριψε τις δελεαστικές προτάσεις άλλων εκδοτών (ανάμεσά τους και του Γκαλιμάρ).
Η επίδραση του Προυστ ήταν σχεδόν καταλυτική στο έργο της Βιρτζίνια Γουλφ. «Αχ και να μπορούσα να γράφω έτσι» έλεγε - και αυτό δεν είναι κάτι που ομολογουν συχνά συγγραφείς του δικού της διαμετρήματος. Διάφοροι ψυχαναλυτές έχουν «ανακαλύψει» όψιμα φροϊδικές αναπτύξεις των επί μέρους ιστοριών που συνθέτουν το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο αλλά ούτε ο Φρόιντ ούτε ο Προυστ είχαν διαβάσει ο ένας το έργο του άλλου.
Οι υπερρεαλιστές πίστευαν ότι όλοι οι άνθρωποι θα μπορούσαν να γίνουν ποιητές, και αυτή η ιδέα όμως δεν ήταν νέα. Υπήρχε στον Προυστ που υποστήριζε πως υπό προϋποθέσεις οι πάντες μπορούν να παραγάγουν τέχνη. Με την έννοια αυτή το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο είναι ένα βιβλίο «ολιστικό» (για να χρησιμοποιήσω έναν όρο που είναι της μόδας ανάμεσα στους σημερινούς κοινωνιολόγους). Αλλά ταυτοχρόνως, πέραν της ανεπανάληπτης ατμόσφαιρας που δημιουργεί, δεν έχει καμία σχέση με τα κλασικά μυθιστορήματα του 19ου αιώνα. Το κάθε περιστατικό, η κάθε λεπτομέρεια, βαραίνει το ίδιο μέσα στην αφήγηση. Γι' αυτό και είναι ένα βιβλίο που δεν διαβάζεται «διαγωνίως». Αν ο αναγνώστης παρακάμψει σελίδες για να δει κατά το κοινώς λεγόμενο «τι γίνεται παρακάτω», θα χάσει κάθε επαφή με την ίδια την αφήγηση.
Ποιητική του χρόνου
Το έργο-ποταμός του Προυστ, που θέλησε να γράψει το απόλυτο μυθιστόρημα, προϋποθέτει και τον απόλυτο αναγνώστη. Δηλαδή για να ολοκληρώσει κανείς την ανάγνωσή του απαιτείται διάστημα τριών μηνών(!), στο οποίο θα ζήσει με τους ήρωες του Προυστ σαν να είναι μέρος μιας ζωής που θα μπορούσε να την έχει ζήσει και ο ίδιος. Η αισθητική θλίψη, η ειρωνεία, το κωμικοτραγικό στοιχείο, ο χειρισμός του θέματος του έρωτα και της ζήλιας, αλλά και της κουλτούρας στο σύνολό της, δεν έχουν παρουσιαστεί σε κανέναν άλλον συγγραφέα στην έκταση, στο βάθος και στην απειρία των αποχρώσεων που παρουσιάζει το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο. Θα τολμούσε, επιπλέον, κανείς να πει ότι ο χειρισμός της ακολουθίας και της ανάκλησης (δηλαδή του μυθιστορηματικού χρόνου) είναι πολύ πιο περίπλοκος και κατά τη γνώμη μου γοητευτικότερος από αυτόν που διαπιστώνει κανείς στα έργα του λεγόμενου «εσωτερικού μονολόγου».
Το έργο-ποταμός του Προυστ, που θέλησε να γράψει το απόλυτο μυθιστόρημα, προϋποθέτει και τον απόλυτο αναγνώστη. Δηλαδή για να ολοκληρώσει κανείς την ανάγνωσή του απαιτείται διάστημα τριών μηνών(!), στο οποίο θα ζήσει με τους ήρωες του Προυστ σαν να είναι μέρος μιας ζωής που θα μπορούσε να την έχει ζήσει και ο ίδιος. Η αισθητική θλίψη, η ειρωνεία, το κωμικοτραγικό στοιχείο, ο χειρισμός του θέματος του έρωτα και της ζήλιας, αλλά και της κουλτούρας στο σύνολό της, δεν έχουν παρουσιαστεί σε κανέναν άλλον συγγραφέα στην έκταση, στο βάθος και στην απειρία των αποχρώσεων που παρουσιάζει το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο. Θα τολμούσε, επιπλέον, κανείς να πει ότι ο χειρισμός της ακολουθίας και της ανάκλησης (δηλαδή του μυθιστορηματικού χρόνου) είναι πολύ πιο περίπλοκος και κατά τη γνώμη μου γοητευτικότερος από αυτόν που διαπιστώνει κανείς στα έργα του λεγόμενου «εσωτερικού μονολόγου».
Κανένα έργο δεν κατάφερε να μας δώσει την ποιητική του χρόνου, που μέσω της περίπλοκης και διαβρωτικής γραφής του Προυστ μεταμορφώνεται σε ποιητική της ίδιας της ζωής. Ας προσθέσω καταλήγοντας και την παρατήρηση του Ναμπόκοφ πως το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο είναι και ο απόλυτος ύμνος σε ό,τι αποτελεί το εκ των ων ουκ άνευ της μυθοπλασίας και της γοητείας: τη φαντασία, η οποία αναδεικνύοντας τα βαθύτερα κοιτάσματα της ευαισθησίας γίνεται στο τέλος πραγματική.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου