Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 25 Μαΐου 2022

Πέτρος Κασιμάτης "Αλέξανδρος Υψηλάντης, Ο τελευταίος πρίγκιπας"


   -γράφει ο Στάθης Κομνηνός

                                                               

                                                                          

 Απ’ το εγγύς εκκινεί αφετηριακά κανείς για να φτάσει στο μακρινό και να ολοκληρώσει έτσι, πιθανόν, τον απαραίτητο κύκλο που τα πράγματα επιζητούν και το επιβάλλουν ως χρέος. Εννοώ, με τον υπαινιγμό αυτόν, πως μια από τις παθολογίες του σύγχρονου νεοελληνικού συλλογικού βίου είναι ότι πάσχει από πρεσβυωπία. Δηλαδή καμώνεται ότι διαθέτει αετίσιο μάτι στα μακρινά, όπως ο αρχαιοελληνικός μας πολιτισμός, και ότι τα διακρίνει και τα γνωρίζει σε βάθος, όμως για εκείνα που είναι μπρος στα μάτια του και μάλιστα ορίζουν, καθημερινά μάλιστα, ακόμη τον τωρινό του βίο αποδεικνύεται τουλάχιστον ελλιπέστατος. Με άλλα λόγια είμαι αμετακίνητος στην άποψη ότι αν κανείς επιθυμεί να διεισδύσει σε βάθος και δημιουργικά στον ψυχισμό μας και από εκεί να εξέλθει γεμάτος υπέροχες διαπιστώσεις, αρνητικές και θετικές, οι οποίες θα συνιστούν ασφαλές και προπάντων στέρεο έδαφος όπου θα δομηθούν θεσμοί, διπλωματία, εξωτερική πολιτική, οικονομία, νόμοι κλπ, τότε θα πρέπει να μελετήσει κριτικά και εκτενέστατα το ιστορικό δεδομένο τής επανάστασης του 1821, αλλά και να εντρυφήσει τόσο στα προεπαναστατικά ιστορικά δεδομένα όσο ασφαλώς και στα μετεπαναστατικά (που ορίζουν ακόμη τη θέση μας στον σύγχρονο κόσμο…), αλλά και να φτάσει, ως μια πρώτη επισταθμία προς την ολοκλήρωση τού κύκλου που παραπάνω ανέφερα, στα ιστορικά δεδομένα τουλάχιστον τής τελευταίας βυζαντινής δυναστείας. Θα αισθανθεί, βασίμως, πολλές απελπισίες τις οποίες αν στοχαστεί δημιουργικά θα μεταβάλλει σε ελπιδοφόρες προοπτικές ανασύστασης τής ελληνικής δυναμικής στο σύγχρονο κόσμο, όπως επίσης θα αισθανθεί και πολλές χαρές και υπερηφάνειες τις οποίες πρέπει να φυλάει ως κόρη οφθαλμού. Η πορεία θεραπείας συλλογικών νοσημάτων νομίζω πως εκ των πραγμάτων είναι αυτή.

Στη φετινή επέτειο από τα 200 χρόνια της ελληνικής (δηλονότι και ευρωπαϊκής…) επανάστασης εξεδόθησαν πάμπολλα συγγράμματα και στο εσωτερικό τής χώρας αλλά και στο εξωτερικό από έλληνες και ξένους. Εκδόθηκαν σπουδαία κείμενα τής περιόδου τού αγώνα για πρώτη φορά, ακαδημαϊκές μελέτες, ανατυπώσεις παλαιότερων εκδόσεων αλλά και συγγραμμάτων εκείνης τής περιόδου τα οποία δεν ήταν απολύτως προσιτά ανά πάσα στιγμή στον αναγνώστη. Ασφαλώς δεν έλειψε η ευκαιριακότητα, προχειρότητα και η επιφανειακότητα δράσεων, εκδηλώσεων και η εν τέλει εκμετάλλευση προς ποικίλο ίδιον όφελος τού όντως και κυριολεκτικά ιερού αυτού γεγονότος της ελληνικής ιστορίας.

Προσωπικά το γεγονός τού αγώνα τού ’21 με όρισε από την ηλικία των 11 ετών. Μονοπώλησε τον αναγνωστικό μου χρόνο τότε επί 3 συνεχόμενα χρόνια. Και το λέω διότι όταν σήμερα μόλις (24-5-2022) μού γνωστοποιήθηκε το βιβλίο τού Πέτρου Κασιμάτη για τον Υψηλάντη Αλέξανδρο συνοδευόμενο από την πρόσκληση για την επικείμενη παρουσίασή του στις 27-5-2022 (δες εδώ : https://www.bestnews.gr/paroysiasi-vivlioy-toy-petroy-kasimati-alexandros-ypsilantis-o-teleytaios-prigkipas/ ) έσπευσα αμέσως να διαβάσω ό,τι προλάβω από τις σελίδες του (σχεδόν τα 2/3 του κειμένου) ώστε να γράψω αυθημερόν το παρόν κείμενο και να δώσω έτσι στον ενδιαφερόμενο την ευκαιρία να παρακολουθήσει την παρουσίαση και να συναντηθεί με το κείμενο αν θελήσει. Είναι η πρώτη βιβλιοκρισία μου αυτή μέσα σε τόσες η οποία γράφεται την ίδια ημέρα παραλαβής τού βιβλίου και συνεπώς είναι προφανές ότι δεν έχω προλάβει να διεξέλθω αναγνωστικά όλο το βιβλίο, όπως μόλις προανέφερα.

Μίλησα λίγο πριν για ευκαιριακότητα και προχειρότητα. Λοιπόν το βιβλίο του Πέτρου Κασιμάτη, το οποίο είναι μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, είναι πέραν της λογοτεχνικότητας που επιδιώκει ο συγγραφέας, ο οποίος είναι ποιητής και μυθιστοριογράφος, και προϊόν ιστορικής έρευνας, συζητήσεων με αρμοδίους επί τού θέματος και αναδίφησης αρχείων κλπ, όπως άλλωστε σαφώς μαρτυρείται στις σελ.301-302 όπου ο συγγραφέας εκφράζει τις ευχαριστίες του. Τα γεγονότα τα οποία μυθιστορηματικά παρουσιάζονται δεν αφίστανται διόλου τής ιστορικής αλήθειας. Έτσι, ο αναγνώστης εκείνος που πιθανόν κουράζεται από ακαδημαϊκά συγγράμματα επί τού θέματος τού αγώνα τού ’21 μπορεί να αντλήσει αφενός ευχαρίστηση από το μυθοπλαστικό «στήσιμο» των γεγονότων και αφετέρου να αποκτήσει πραγματικές ιστορικές γνώσεις, αφού τα ιστορικά γεγονότα δεν έχουν αλλοιωθεί ούτε κατ’ ελάχιστο. Το κείμενο δεν βαρύνεται καθόλου από επεξηγηματικά σχόλια και όπου απαραιτήτως κρίνεται ότι πρέπει να υπάρξουν αυτά ο συγγραφέας είναι κάτι παραπάνω από λιτός και σαφής (βλ.π.χ. στις σελ.17, 28 κ.α. για το Κάρλοβι ή το Κισινάου). Παράλληλα, μέσα από τις σελίδες τού βιβλίου περνούν άλλοτε ο Πούσκιν (βλ.σελ.46 κ.ε.), ο Μπετόβεν ή ο Γκαίτε (βλ.σελ.177), ασφαλώς με πλήθος ιστορικών προσώπων τα οποία διαδραμάτισαν το δικό τους ρόλο εκείνη την εποχή, από τα οποία ασφαλώς δεν λείπει ο κακός αυστριακός δαίμονας τής ελληνικής επανάστασης, ο υπουργός εξωτερικών και Καγκελάριος Μέτ(τ)ερνιχ. Μικρή παρέκβαση στο σημείο αυτό : αν ο αναγνώστης θελήσει να αναζητήσει και να αποκτήσει το από καιρού εξαντλημένο και εξαίρετο βιβλίο «Απομνημονεύματα του πρίγκιπος Νικολάου Υψηλάντη» σε μετάφραση, προλεγόμενα και σχόλια του Ε. Πατριαρχέα (εκδόσεις Κέδρος 1986) θεωρώ ότι θα αποκτήσει μια στέρεα γνώση επί τού συγκεκριμένου θέματος και θα μπει σε πολλές σκέψεις. Η μυθοπλασία αφενός η οποία συγ-κινεί (προσοχή : δεν ομιλώ συναισθηματικά) και φροντίζει να εντυπώνει αμεσότερα και εκτυπώτερα τα γεγονότα και τα πρόσωπα στο μυαλό τού αναγνώστη και να δημιουργεί ζέουσα, παράλληλα, ατμόσφαιρα και αφετέρου η ακαδημαϊκή πραγμάτευση των γεγονότων είναι το διπλό όχημα το οποίο μορφώνει όντως μια άποψη στο νου του αναγνώστη.

Ο Πέτρος Κασιμάτης δομεί την αφήγησή του πάμπολλες φορές σε ιστορικό ενεστώτα (βλ. π.χ. απολύτως ενδεικτικά «Οι φρουροί ακολουθούν» τέλος σελ.55, «Βρίζουν… Φτύνουν… ο Μέτερνιχ δεν στέλνει…», σελ.56, «…σηκώνεται στο κρεβάτι και μονολογεί», σελ.268 κλπ). Θεωρώ ότι αυτή η χρήση των χρόνων δίνει πάντα μια δυναμική στο κείμενο η οποία το καθιστά παροντικό τεντώνοντας δημιουργικά το νεύρο τού αναγνώστη. Με αυτήν ο τελευταίος μοιάζει σαν να ακούει και να βλέπει ο ίδιος τα πράγματα. Ασφαλώς δεν απολείπει ο γνωστός αφηγηματικός αόριστος ή ο στιγμιαίος μέλλοντας ο οποίος αναδύει με τη σειρά του κι αυτός μια ζωντάνια που παροντίζει, θα έλεγε κανείς, και πάλι τον αναγνώστη στα δρώμενα.

Ευρεία αναφορά γίνεται στη Λουλού Τιρχάιμ της οποίας τα τετράτομα απομνημονεύματα (1788-1852) ευχής έργο θα ήταν να μεταφραστούν κάποτε στα ελληνικά καθώς δίνονται πάμπολλες πληροφορίες για ζητήματα τα οποία αφορούν σε πρόσωπα (κυρίως ασφαλώς στον Αλ. Υψηλάντη) και πράγματα εκείνης της εποχής.

Ομολογουμένως με παραξένεψε πολύ ο τίτλος που έδωσε στο έργο του ο Πέτρος Κασιμάτης : Ο τελευταίος πρίγκιπας. Γιατί θέλησε να τον χαρακτηρίσει έτσι ο συγγραφέας ; Επίσης ομολογουμένως τον βρήκα γοητευτικό εξαρχής. Αναρωτιόμουν γιατί. Έψαχνα να βρω την αιτία. Μου την έδωσε ο ίδιος ο Πέτρος Κασιμάτης όταν μου θύμισε την υπέροχη μητέρα των Υψηλάντηδων (βλ.σελ.48). Η γυναίκα δήλωσε : «Έδωσα τέσσερα από τα παιδιά μου στον Αγώνα, θα λυπηθώ τα κοσμήματα, τα ρούβλια και τα κτήματα για τη διάσωση της πατρίδας ;» (καλό θα ήταν να θελήσει να γνωρίσει ο αναγνώστης αυτή την εξαίρετη προσωπικότητα, την εξαίρετη ελληνίδα). Έτσι με την αναφορά αυτή τού Πέτρου Κασιμάτη  στην Υψηλάνταινα αναδύθηκε και δηλώθηκε απερίφραστα η ίδια η ουσία τής πριγκιπικότητας : αν θες να είσαι πρίγκιπας τότε ξεβολεύεσαι άρδην από την άνετη μοίρα που με τη γέννησή σου στην τάξη των προνομίων σού έχει ακόπως οριστεί και θυσιαζόμενος γίνεσαι δίχως περιστροφές, φιοριτούρες και εξασφαλίσεις παρανάλωμα τού πυρός και αποδεικνύεις την αληθινή πριγκιπικότητα η οποία ελάχιστα έχει να κάνει με τα προνόμια τής τυφλής μοίρας και γέννας... Αλήθεια, υπάρχουν, λέτε, πολλοί πρίγκιπες τέτοιοι σήμερα τόσο στα πάνω όσο και στα κάτω σκαλιά τής κοινωνίας ; Υπάρχουν πολλοί ; Πιθανόν ο Πέτρος Κασιμάτης έχει δίκιο : ο τελευταίος πρίγκιπας.

 

  


 

      © Στάθης Κομνηνός

           

Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2020

ΣΤΑΘΗ ΚΟΜΝΗΝΟΥ "17 ΜΟΝΟΣΤΙΧΑ"

 


 

Αφιερωμένα στο φίλο Πάρι

 

 

Αγκαζέ με το απροσχεδίαστο

 

 

Τι ασταθής και δύσχρηστη αυτή η αφανής φτερούγα ! 

 

 

Λιτανεία του Ήλιου 

 

 

Εκσκαφικά ταξίδια γεωγραφούν

 

 

Αχρωμάτιστη η θάλασσα   Άβαφτος ο Ουρανός Σου

 

 

Μια μούλικη εγγαστρίμυθη σκέψη

 

 

Λογισμοί πυρόπληκτοι αρχιτεκτονούν

 

 

Πιστός στην αργοπορία Σου

 

 

Ένας με κομμένο λαιμό πόθος μακρύτερα

 

 

Κόσμου μυλόπετρα κατακαλύπτει αβύσσους

 

 

Μια ατείχιστη αγκαλιά

 

 

Ασταμάτητοι κύκλοι τριζοβολώντας μπαζώνουν

 

 

Μυριάδες αγείωτες Πίστεις πέρα βαθιά

 

 

Τραγούδια από το συρματόπλεγμα

 

 

Σε διαγράφει ένα κλάμα μωρού που πριν ορθοποδήσει διαγράφεται

 

 

Ένας ονειροφίλητος σπόρος

 

 

Κατάχλωμος, κέρινος φαίνεσαι Παντοκράτωρ

 

 

© ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ

 

 

Τρίτη 23 Ιουνίου 2020

La puissance marine de Byzance et ses consequences sur l' economie


La flotte de pirates sarrasins se dirigeant vers la Crète. Image provenant du manuscrit de Jean Skylitzès à Madrid.


μετάφραση: Στάθης Κομνηνός

Προλογικό σημείωμα

Τα παρακάτω έγραφα πριν λίγο καιρό και ισχύουν απολύτως και για την παρούσα δημοσίευση :
«Ένα μέρος (πιθανόν το 1/6 όπως υπολογίζω) του αδημοσίευτου αρχείου μου αποτελείται από περίπου 80 δισκέτες, που εδώ και πολύ καιρό δεν είναι πια συμβατές με τη νέα μορφή υπολογιστών. Παρουσιάζεται, λοιπόν, ο κίνδυνος το αρχείο αυτό να χαθεί οριστικά και αμετάκλητα. Φυσικό είναι το ενδεχόμενο αυτό να μού προκαλεί ένα κάποιο άγχος, όχι τόσο στη σκέψη ότι στα κείμενα που θησαυρίζονται σ’ αυτό το τμήμα του αρχείου ενδέχεται να υπάρχει πιθανόν κάποιος εκπληκτικός πνευματικός «θησαυρός» (όλα τα  κείμενα εκεί είναι της πρώτης μου νεότητας, δηλαδή από 18-25 χρονών), όσο στο ενδεχόμενο κενό που μπορεί να υπάρξει με την απώλειά του σχετικά με την πνευματική μου πορεία και τους αναβαθμούς ωρίμανσης και επιρροών της, που ίσως μπορέσουν να διαφωτίσουν πληρέστερα το μελετητή του μέλλοντος – αν ποτέ, ασφαλώς, αναφανεί ένας τέτοιος. Άλλωστε, ουδείς γνωρίζει ποιο στοιχείο του δημοσιευμένου (και κατοπινού αυτών των κειμένων του αρχείου) έργου μου μπορεί να φωτιστεί ή να ερμηνευθεί προσφυέστερα, ακριβώς λόγω της διάσωσης αυτών των νεανικών παντοειδούς τύπου κειμένων. Στο νεανικό αυτό αρχείο έχουν αποθησαυριστεί πολλά κείμενα, τα οποία περιλαμβάνουν δοκίμια, μεταφράσεις, ποίηση, φιλοσοφία, μουσικολογία, θέατρο και θεολογία. Ελπίζω ότι στο επόμενο χρονικό διάστημα θα καταφέρω να αναγνώσω –πράγμα αρκετά δύσκολο – ολόκληρο ή έστω μέρος αυτού του αρχείου και να προχωρήσω στην άμεση δημοσίευσή του. Ασφαλώς, η απάντηση στην αναμενόμενη ερώτηση γιατί δεν είχε διασωθεί εξαρχής αυτό το αρχείο και δεν είχαν μεταφερθεί τα αρχεία του σε μορφή συμβατή με τη νέα τεχνολογία είναι ότι από τα εφηβικά μου ακόμη χρόνια ελάχιστα ποντάριζα στην … «αποταμίευση» και κεφαλαιοποίηση των κειμένων μου και ελάχιστη αξία τους έδινα, γι αυτό και αδιαφορούσα παντελώς για τη μοίρα τους. Η μετέπειτα διάσωσή τους και η κατά ένα τρόπο συγκεντρωτική τακτοποίησή τους σε ιστοσελίδες που πιθανόν να τα διασώσουν για καιρό, όπως π.χ. στο site https://independent.academia.edu/%CF%83%CF%84%CE%B1%CE%B8%CE%B7%CF%82%CE%BA%CE%BF%CE%BC%CE%BD%CE%B7%CE%BD%CE%BF%CF%82 , γίνεται – σας διαβεβαιώ – από οχληρή, κουραστική και εξόχως πληκτική υποχρέωση …προς τρίτους, αφού …πολιτικόν ζώον ο άνθρωπος.». Αφορούσαν στη διάσωση κειμένων όπου πληροφορίες και κάποιες εξηγήσεις  βρίσκει κανείς εδώ : https://www.academia.edu/39295688/THOMAS_HOPKO_.
           
Το ακόλουθο κείμενο είναι, προφανώς, μια μετάφραση από τα ελληνικά στα γαλλικά. Διασώθηκε, κατά την μετατροπή των παλαιών δισκετών στη νέα τεχνολογία…, εν μέρει. Είναι εμφανές αυτό από την τελευταία σελίδα, όπου κάτω από τις διπλές διακεκομμένες γραμμές υπάρχουν θραυσματικές προτάσεις που υποσημαίνουν, σαφέστατα, απώλεια της υπόλοιπης μετάφρασης. Το χειρόγραφό αυτής της μετάφρασης λανθάνει. Δεν μπορώ να θυμηθώ

1. ποιος μου την είχε αναθέσει
2.από ποιο βιβλίο ή ανέκδοτο (;) κείμενο έγινε
3.αν εκδόθηκε ποτέ και από ποιόν και πού
4.αν δεν εξεδόθη, γιατί έγινε αυτό

Θυμάμαι, αμυδρά και μέσα σε αχλύ, πως έπληττα κατά την εκπόνησή της. Κι επίσης ότι επρόκειτο για ένα ακαδημαϊκό στεγνό και ξηρό κείμενο, δίχως καρδιά και αίμα μέσα του, τόσο που η ατμόσφαιρα γινόταν πνιγηρή όταν έγραφα μία – μία τις παρακάτω λέξεις. Σαφώς δεν ήταν ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία φορά που ένιωθα έτσι για κείμενο που (αναγκαστικά) μετέφραζα (για καθαρά βιοποριστικούς και αδυσώπητους λόγους…).
Θυμάμαι καθαρά ότι για το ίδιο ελληνικό κείμενο μού είχε ζητηθεί και αγγλική μετάφραση (ίσως πρώτα αυτή και μετά η γαλλική…). Δεν την έχω βρει. Λανθάνει. Οι μεταφράσεις δόθηκαν στον παραγγέλοντα πιθανότατα ως χειρόγραφα, αν δεν με απατά η μνήμη μου. Τα χειρόγραφα και τα δύο μεταφράσεων πιθανόν δεν κρατήθηκαν. Έχουν χαθεί ή λανθάνουν. Δεν τα έχω βρει εν πάση περιπτώσει. Με τον ίδιο τρόπο λανθάνουν ή είναι οριστικά απωλεσμένες κι άλλες μεταφράσεις μου διαφόρων ειδών. Πιθανότατα χάθηκαν ή λανθάνουν και οι αντίστοιχες, ίσως, δισκέτες στις οποίες είχαν αποθηκευτεί. Για κείμενα που δεν αγαπούσα η στάση μου ήταν κυρίως η αμεριμνησία για την τύχη τους. Ωστόσο, σεβόμουν τον κόπο της ώρας, της στιγμής, την ίδια την Ιστορία, όπως λέω παρακάτω, κι έτσι τελικά την τελευταία λέξη στην ψυχή μου είχε πάντα ο αποστασιοποιημένος σεβασμός για όλη αυτή την κατάσταση, για όλη αυτή την τυραννία (πάντα με τις φωτεινές της στιγμές…, δεν είναι μονολιθικά τα όντα…) αλλά και για το όποιο ευχάριστο, ενίοτε, αποτέλεσμα. Μάλιστα, υπέβοσκε σταθερά και μια υπόκωφη… επιθυμία να διασωθεί εν τέλει το παν, ακόμη και το σκουπίδι, όλα τα σκουπίδια, να ΜΗΝ χαθεί τίποτε. Ίσως μια ελληνική στάση τελικά αυτή, που υποσυνείδητα, έστω, κραύγαζε να μην απωλεσθεί κανένα ον… Κάτι αφόρητο αισθανόμουν πάντα στην προοπτική μιας τελεσίδικης απώλειας. Κάτι που με έκανε να ασφυκτιώ.
Το μεγαλύτερο μέρος των χαμένων, ίσως, μεταφράσεών μου έγινε κατά παραγγελίες ιδιωτών. Ίσως αυτές οι ιδιωτικές αναθέσεις αποτελούν μια σοβαρή αιτία τής …εξ αντικειμένου απώλειας των μεταφράσεων. Βλέπετε κατέφευγα, επ’ ελπίδι.., κάποτε στον ιδιωτικό τομέα με σκοπό να ξεφύγω από τη μέγγενη των εκδοτών. Ματαιοπονία…

Δεν έχω διαβάσει (εξαίρεση μοναδική στην πρακτική που ακολουθώ στις δημοσιεύσεις μου) ούτε γραμμή από το κείμενο της μετάφρασης. Ασφαλώς δεν έχω προβεί σε τυχόν απαιτούμενες διορθώσεις. Δεν ξέρω αν έχει λάθη, αν είναι ένα προσχέδιο ή η οριστική μεταφραστική εκδοχή για το μεταφραζόμενο κείμενο. Δεν ξέρω αν μπορεί να ενδιαφέρει κανέναν. Ειλικρινά θα απορούσα αν αυτό συνέβαινε. Δεν νομίζω να πρόκειται για κάτι έστω και ελάχιστα αξιόλογο για τις σκέψεις και τις ιδέες του (άγνωστου …!!!) συγγραφέα που εκφράζει. Κατά βάθος δεν ξέρω για ποιο λόγο το αναρτώ. Είναι, ίσως, το αίσθημα της ιστορίας και της διάσωσης των αποτυπωμάτων που με ωθεί όντας τόσο δυνατό μέσα μου. Μια υποχρέωσή μου στο παρελθόν μου, με άλλα λόγια, που με κουράζει και με απωθεί, ενίοτε, κι εμένα τον ίδιο. Σχεδόν αδιαφορώ, και να με συγχωρείτε για το θράσος μου αυτό.., για την όποια μελλοντική αποτίμηση ή συνυπολογισμό κι αυτού του κειμένου στο ιστορικό των πεπραγμένων μου. Εύχομαι, όμως, και ελπίζω, όπως πάντα, αυτό το ίχνος του παρελθόντος να έχει από μόνο του ένα γενικότερο ενδιαφέρον σχετικά με το τι αναγκάζεται στις «κοινωνίες» μας να κάνει ένας δημιουργός (ως άλλος Ηρακλής στους στάβλους….) για να προσποριστεί, κυριολεκτικά, κάποια ψίχουλα που πέφτουν από το λουκούλειο τραπέζι των εκδοτών για να ζήσει. Έτσι, αξία τελικά να έχει αυτή η ανάρτηση για την σαφέστατη πλήξη που δηλώνει για την τότε μεταφραστική ειλωτεία (εσαεί παρούσα στο εκάστοτε ΝΥΝ ως άλλη Μέγαιρα…) και την τωρινή διάσωση και δημοσίευσης της.

Να γράφεις αδιαφορώντας για τη διάσωση. Να γράφεις χωρίς ποντάρισμα… Λύτρωση. Δυσφορώ να σκεφτώ το μέλλον ακόμη και γι αυτό το προλογικό μου σημείωμα. Εκεί έχω φτάσει… Επιθυμώ να μην φροντίσω. Να μην μεριμνήσω. Σχεδόν προκλητικά. Γράφω δίχως να σκέφτομαι. Μονοκοντυλιά. …Ανακουφιστικό. Θέλω να αφήσω το κείμενο στη στιγμή που ΧΑΝΕΤΑΙ και να το πάρει το ποτάμι. Να επιμείνω στην αφροντισιά της ροής. Στο ρεύμα που δεν σκέφτεται ή μοιάζει, έστω, πως δεν σκέφτεται. Κάποτε γίνεται ενοχλητική πολύ η… «αθανασία». (Γελοιότητα η άλλη όψη του νομίσματός της, όπως και να το δει κανείς…, για να μην μιλήσω για τη ΝΑΥΤΙΑ της…). Η μέριμνα γι αυτήν, αν θελήσει να την … ξύσει κάποιος καλά, βγάζει σε… μιζέρια κι εμμονή, νεύρωση (…συγγραφική…), που στα χειρότερά της καταντά ψύχωση (…λογοτεχνική…). Καγχάζω. Αλίμονο μας, επιτέλους, αν η … «αθανασία» ή η … αθανασία εξαρτιόταν από τη μίζερη πρόθεσή μας ή την κουτσή πράξη μας ή τον κρυφό στα βύθια της ψυχής μας ρύπο αυτοσωτηρίας και αυτοδικαίωσης και τη διάθεσή μας να σχεδιάζουμε καταπιεστικά τη ζωή μας και λογιζόταν ως το αποτέλεσμα, δήθεν, του προσωπικού μας προγράμματος… Για γέλια τρανταχτά αυτοί οι συχνότατα απαντώμενοι πόθοι…
Μ’ αρέσει, έτσι, που η σημερινή ανάρτηση συμπλέει με τον άνεμο που περνά και χάνεται και σβήνεται μόλις φύγει από κοντά μας. Φωλεύει μέσα μου μια άγρια χαρά στη σιγουριά ότι στο βαθύ …ενδοκοσμικό μας μέλλον ούτε η κόνις θα ξενίσει και το ελάχιστο μόριό μας. Είναι σαν να γίνεται πραγματική η ζωή μου στην προοπτική αυτή. Σαν να αληθεύω. Σαν να έχω πολιτογραφηθεί στη χώρα του πραγματικού, κάτι που άλλωστε ήταν πόθος μου διακαής και κυρίαρχος από παιδί. Σκέφτομαι : (ανακουφιστικά) η Ιστορία οφείλει να σβήνεται. Ίχνος και χνάρι ουδένα. Αγαλλίασις αυτό. Και νίκη. Λύτρωση και ελευθερία. Ανασαμιά. Ειρήνη γομολάστιχας. Κι από την άλλη, που να πάρει η ευχή στον κόσμο αυτό, που είναι όπως είναι, η Ιστορία οφείλει και να διασώζεται, ας είναι ακόμη και σε τεφτέρια μπακαλικής. Ο γνωστός και βαρετός όμορφος κόσμος μας…
Το έσχατο μέλλον μου, στο οποίο σφόδρα ελπίζω, έχει καταστήσει, πιστεύω, από του νυν (…), λευκή ολόκληρη τη σελίδα μου στο χρόνο για να μπορέσει να λειτουργήσει με τους όρους της μεταχρονίας. Νομίζω...

 ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ 

La  puissance marine de Byzance et ses consequences sur l'economie
           
   Des lAntiquite jusqua nos jours, les pays entoures de la mer presentent des avantages et des desavantages differents si l’ on les compare aux autres pays, les pays appeles terrestres, lesquels  ne se trouvent pas au voisinage de la mer.                     
   Pourtant, cette differente attitude des pays navals a pour consequence un different service fiscal, de sort que ces pays-la jouissent leurs privileges et evitent des desavantages, comme pays entoures de la mer.
   L’ Empire des Romains ou Byzance etait a base permanente un pays qui avait, pendant toute la duree des onze siecles, des limites ou meme des confins etendus du cote de la mer.
   Proportionnellement alors aux periodes chroniques ces confins-la  s’ etendaient aux mers de deux ou trois continents.
   On est ainsi a meme de se realiser dans quelles difficultes ou meme des impasses se trouvait l’ Etat Byzantin, puisqu’ il devait avoir continuellement sous controle les mers qu’ il avait besoin pour la navigation, le commerce, l’ economie, mais en dessus de tout cela et avant tout, la defence de ce grand ou quelquefois immense etat. De plus, en rapport aves les periodes chroniques les confins d’ etat Byzantin et les cotes de mer connaissaient tantot une particulierement grande extension et tantot un amoindrissement en rapport avec le controle que la puissance marine necessaire devait disposer pour que les activites economiques des populations s’ accomplissent sans obstacles.
   Pourtant, la question fondamentale qui se pose ici c’est comment on pourrait dissocier ou meme isoler la necessite de la presence de la puissance marine aux regions insulaires ou littorales.
   Alors, la protection maritime vers n’ importe quelle direction est presupposition diachronique afin que la vie, les fortunes et les activites des habitants de Byzance soient assurees, puisque conformement a l’ ordre etabli une nation navale sans Marine militaire ne peut pas exister, elle se renverse, elle s’ abolit.
   Acceptant cette version, on doit lier a tout cela un element nouveau qui constituait presque toujours une pratique de la realite Byzantine.
   L’ Etat Byzantine etait pour le plus grand nombre des peuples de cet epoque-la la cible centrale, le but objectif auquel visaient selon GELZER , les barbares du Nord et de l’ Est; c’ etait la terre de promise aux tresors inepuisables.
   Cela se confirme par les expeditions qui s’ organisaient, sans cesse, par de plusieurs directions visant a sa conquete. C’est pourquoi, sous telles conditions, la puissance marine d’ une nation obtient une priorite directe. Sans elle l’ hypostase, l’ existence de la Nation devient problematique et conduit a la disparition. Andre Andreadis ecrit d’ une maniere caracteristique: la pluralite et la variete des ennemis imposerent a Byzance l’ organisation d’ une flotte equivalente a l’ armee. Quand la flotte se paralysait, de grands malheurs se produisaient.
   On cite ici un premier incident concernant a la deuxieme capitale de Byzance, Thessalonique qui a cause d’ inexistence d’ armee de mer en Egee, selon Andre Stratos, connut vers 620 les "pirogues" slaves, les monoxyles slaves dans son port. Les monoxyles slaves alors ancrerent pres de la ville, les murs de laquelle avaient ete quittes, et commencerent le siege qui dura quatre jours. Ainsi aiderent-ils les puissances terrestres des Slaves qui aspiraient a l’ occupation de Thessalonique.
   Quelques decennies plus tard, vers 673, comme Runciman nous en informe, les Arabes s’ etaient installes a la mer de Marmara, ils avaient construit des navires et pendant la duree des quatre annees, ils faisaient des invansion piratiques jusqu’ aux murs de Constantinople.
   Par consequent, la negligence de la flotte provoquait des situations negatives. Une des pires qu’ on peut citer ici c’est le manque de Sicilie ainsi que de la Crete sous Michel II le Begue 820-9 (Dynastie d’ Amorion).                                               
 Quelques siecles plus tard, quand l’ etat Byzantin se trouva dans une situation inadmissible qu’ on ne peut pas decrire facilement, il s’ est conduit a la premiere prise de 1204. A cet epoque-la, selon Choniatis, non seulement y avait - t - il une negligence criminelle mais aussi une prostration a tel point qu’ un parent de l’ empereur devint riche en vendant des depuilles piratiques, des ancres, et des accessoires des navires.
   Un autre ennemi permanent de Byzance s’ avera la piratie. Il n’ y a pas de periode chronique determinee mais des periodes peudant lequelles la puissance marine des Byzantins reculait;  c’ etait alors que la piratie faisait son apparition d’ une facon dynamique aux mers qui apportaient d’ une maniere ou d’ autre de benefices economiques chez les pirates et resultats descrutifs chez les populations et l’ economie des regions littorales ou insulaires de Byzance.
   De plus, deux autres evenements facheux viennent affirmer l’ absence de la puissance navale de Byzance a sa mer, l’ Egee. Ces incidents-la ombragent l’ Empire Byzantin au debut du dixieme siecle quand Leon XI le Sage etait Empereur de Byzance.
   Le premier evenement c’ est le cas de Lemnos qui en 902 s’ est occupee par les Arabes et ses habitants se sont fait prisonniers.
   Cette entreprise-la constitut un avertissement pour la capitale de l’ Empire, qui ne se situait pas loin. Et c’est Constantinople qui etait, peut-etre, son but final. Mais le renegat fameux qui s’appelait Tripolitis, a decide de changer sa route ayant peut-etre peur de rester excluse a Hellespont. C’ est pourquoi on pretend, que le changement de route ne visait pas a un but sans importance, mais a la deuxieme capitale, Thessalonique ou Tripolitis savait qu’ il y avait de limitees possibilites de defense. Ainsi, on a une explication peut-etre du fait qu’ il n’ avait pas comme but un autre ou d’ autres iles mais la grande cite de Egee, la ville de Cassandre. C’ est a ce moment-la qu’ il a change de direction et est arrive a Thessalonique.
   On a ainsi, le deuxieme triste evenement, l’ occupation de Thessalonique en 904, par ce pirate impassible qui occupa la ville avec les Sarrasins et provoqua des scenes de terror et de folie qui sons decrites comme uniques.
   Pour avoir un image plus representant qui nous permettra  de faire une comparaison entre les pouvoirs marins de Byzance et de navires piratiques de Tripolitis, on note que l’amiral de la flotte byzantine evita d’ avoir une rencontre avec lui pres de Thassos car les navires piratiques etait plus nombreux et l’ aborgage avec eux n’ aurait pas eu le resultat attendus pour les puissances byzantines. Tripolitis inspirait la peur et la terreur partout, etant donne que la Marine byzantine etait efficacement reduite en tant que puissance et aussi bien en tant que presence.
   Tripolitis avait intention de bruler la ville, mais finalement il  se retira et prefera la solution proposee par Symeon qui a offert une considerable quantite d’ or, lequel destinait pour un but pareil,  mais certainement vers une autre direction.  
   Pourtant apres tout ce qui avait lieu, Tripolitis etait souverain de Thessalonique et a provoque une telle situation qui, selon plusieurs depassait en cruaute meme les evenements de la prise de Constantinople en 1453. Tripolitis alors, apres les pillages et les catastrophes qui accumula a la ville, il rassembla son fardeau precieux de 22,000 d’ habitants, il les chargea sur les navires piratiques et les conduisit a Crete. C’ etait la qu’ il les a decharges en ayant comme but de les echanger contre quelques otages que Byzance guardait ou de les delivrer  en vue d’ une recompense considerable. Pour cet evenement, on a le temoignage personnel de Kameniatis qui s’ est fait prisonnier a Thessalonique et a rachete sa liberte a Crete. Les milliers d’ esclaves qui sont restes, sont recharges sur les piratiques et sont promulgues aux marches d’ esclaves d’ orient, ou le trafic des esclaves etait effectue par les affreux marchands d’ esclaves.
   On compend alors que la presence ou l’absence des puissances navales byzantines avait un contre-coup direct non seulement sur la sauvegarde de l’ Empire mais aussi sur celle de ses populations. Les consequences sur les activites economiques et tout d’abord sur la production etaient proportionnees. Peut-on  imaginer comment la production pourrait se realiser sous le menace de la piratie ? Ou peut-on accepter qu’ une autre activite directement liee a la mer, la navigation resta intacte des activites piratiques? En fin de compte, peut-on accepter que le commerce existe et est vivant, qu’ il s’ agisse de commerce interne, exterieur, ou de commerce de transit sans la navigation?  Peut-on accepter aussi n’ importe quelle forme de modification a un niveau artisanal. Toutes ces activites qui etaient l’ object des populations de l’ Empire affrontaient de graves  epreuves et s’ etaient meme aneanties, quand la Marine reculait.
   Les consequences sur la vie economique etaient directes. Le manque de la production agricole posait de plusieurs questions puisque, au moins pour la periode chronique ici examinee, elle constituait le bien le plus grand et le plus important. Non seulement parce qu’ elle satisfaisait les besoins de vie, mais parce qu’ elle etait la plus important source d’ occupation pour la population et en plus le revenu le plus considerable pour le Tresor byzantin. Il est vrai que l’ economie agricole etait le soutien de l’ economie et meme des Finances publiques de la societe byzantine.
   La question qui se revele en ce qui concerne les puissances marines de Byzance c’ est si celle - ci est liee aux extensions politiques, administratives et particulierement aux extensions fiscales ou seulement a l’ une de ces categories.
   Les puissances navales de Byzance qui avaient une telle inductive et complexe mission non seulement pour la defense de la Nation, mais aussi pour la societe en general, n’ avaient pas  simplement une liaison fiscale avec la nation byzantine mais tout premieurement une liaison et une dependence politiques. Ensuite vienntent la liaison administrative et fiscale parallement a la liaison financiere.
   La dependence politique sous une forme graduee s’ atteste de la differente affrontation du theme par les divers Empeureurs. Ainsi, pour exemple, comme raison essentielle de differanciation se referent l’ eclat et la puissance que les recentes victoires ou encore le sauvetage de la capitale donnaient a la Marine. Dans ce - cas la on assistait a un renversement de la dependence politique et par consequent a l’ imposition de la Marine aux affaires publiques; en d’ autres mots, la Marine etait le regulateur de la vie publique. Une exemple caracteristique nous donne la situation apres la victoire contre les Arabes. Alors, quand on a repousse et eloigne les Arabes de Constantinople, l’ Armee de mer joua le premier role pour detroner l’ Empereur Leon en 698 et plus tard l’ Empereur Justinien II. Tout ce qui se passait lors de la dynastie d’ Heraklius a influence les empereurs suivants et on se rend temoigne d’ une politique diametralement opposee de leur part. Lors de la dynastie des Isauriens le danger arabe avait recule  et la Marine arabe ne menacait plus l’ Empire. C’ est pourquoi, les Isauriens ont abaisse le grade de l’ Amiral de la flotte mais en realite ils l’ ont annule et en meme temps ils ont abaisse les themes navales de l’ Empire et meme le nombre des navires. Ces actions inadmissibles des Isauriens visaient tout d’ abord au retablissement et a l’ imposition de l’ ordre politique a la nation, chose qui signifiait le retablissement des affaires a la situation precedente et deuxieumement la dependence politique de la puissance navale de l’ etat. On dit que les Isauriens abouttirent  a cette action sous la pression d’ un autre evenement. La Marine affrontait amicalement l’ iconolatrie a laquelle etait opposee la dynastie des Isauriens. Mais, ici il ne faut pas oublier que les puissances de mer de Byzance avaient depuis toujours un caractere plus grec comparativement aux puissances de terre.
   Dans notre cas, comme dans pareils cas au passe la dependence administrative de puissances maritimes n’ etait rien d’ autre que l’ expression des preferences et directions economiques des Empereurs.
   L’ administration etait tantot centralisatrice et tantot decentralisatrice. Dans le premier cas, si on pourrait former  une opinion, on soutiendrait que la decision de l’ Empereur de suivre l’ une ou l’ autre direction ne devait pas etre une simple preference mais une estimation de plusieurs facteurs qui avaient comme pivots essentiels la promptitude defensive parallelement au controle direct des puissances navales. Il suffit d’ estimer que l’ Empereur est parfois renverse apres l’ intervention des armes, soit de l’ armee de mer soit de l' armee de la terre. De plus, ces intimes pensees d’ autoprotection s'exteriorisaient  meme a la simple organisation de l’ administration de l’ Etat et conduisaient a la creation de plus ou moins nombreux themes. En pensant ainsi on pourra peut-etre expliquer les motifs qui poussaient l’ un empereur a la creation de plusieurs themes navals et un autre a leur unification. Andre Stratos nous donne une analyse globale en ce qui concerne les themes administratifs et puis les themes militaires et OSTROGORSKY affirme qu’ il y a avait dans une region tantot un drougar et tantot deux. Cela dependait de la pensee centraliste on decentraliste de l’ Empereur.
   Et maintenant, essayons d'approcher le cote substantiel et dynamique de la question presente d’ une point de vue fiscal.
   Comment, la Marine Byzantine etait-elle organisee? Cette question est fondamentale car elle nous conduit aux importantes acceptations fiscales mais aussi aux consequences economiques proportionelles. L’ organisation des puissances navales de l’ Etat Byzantin etait correspondante a celle de l’ armee de terre byzantine; c’est - a- dire une section constituait la flotte imperiale connue comme ploimo royal et une autre la flotte provenciale ou ploimo thematique.
   Selon les sources historiques, les deux autorites maritimes etaient independantes l’ une de l’ autre.
   Les navires de la flotte imperiale etaient construits a la capitale et les depenses de fonctionnement chargeaient l’ administration centrale, le Tresor public. Au contraire, les navires de la flotte thematique etaient construits aux divers themes et en consequence les depenses operationelles etaient thematiques aussi.
   Les "stratiotopia", comme il est connu,  font ici leur apparition aussi, puisque ceux qui etaient charges d’ exploiter la terre royale  etaient obliges d' etre toujours a la disposition de l’ administration byzantine c’est - a- dire, a la disposition des themes navales. Le choix de l’ equipage de la flotte thematique s’ appuyait sur cette relation-la, qui facilitait le Tresor byzantin, etant donne que les salaires payes ataient une fraction des salaires que tous ceux qui etaient au service de la flotte (ploimo) imperiale recevaient.
   Par cette tactique, l’ Etat byzantin a essaye de controler ses mers, de dominer le trafic maritime, de garder les cotes, d’ assurer ses populations en ayant le plus bas possible coute fiscal. Alors, visant a limiter le service fiscal de ses puissances marines, Byzance a suivi tous les moyens et toutes les procedures possibles afin d’ aider a la limitation de depenses.
   C’ est pourquoi proportionnellement aux periodes, aux risques ou aux besoins apparus, Byzance aboutissait, pour se defendre ou parfois pour attaquer contre les flottes piratiques, a louer les services des autres mercenaires ou meme encore des autres pirates.
   Par conclusion, on peut soutenir, que quand les puissances  marines de Byzance se reculaient, l’ Etat restait expose, puisque ses deux cotes a droite et a gauche etaient entoures de la mer; de plus, le comportement destructif et gaspilleux des Anges, par rapport a tout ce qui est dit et fonde au detriment de Strifnos, a  entraine la dissolution de la flotte royale, dissolution qui sous d’ autres conditions serait impossible et de la flotte provenciale aussi, a cause de la cupidite d' un parent de l’ Empereur Alexios III (1195-1203).
   On finit notre petit rapport a ce theme de grande importance, en soulignant la difficulte insurmontable de definir les mesures economiques pour se realiser les consequences que la limitation de la puissance marine de Byzance avait sur l’ economie de la periode ici examinee.
   Notre effort d’ approcher et d’ examiner cette periode chronique, lequel a commence il y a vingt-trois ans, n’ a pas abouti a un eclaircissement des themes concernant cette periode, de sorte que nous avons d' elements suffisants pour avancer aux pensees en ce qui concerne de precises mesures economiques.
   Pour cette raison on prefere de rester dans le doute et l’ espoir au lieu de se conduire, par l’ utilisation d’ elements isoles et de provenance incertaine, aux generalisations, lesquelles du point de vue scientifique et deontologique, sont inadmissibles.
    Et c’est exactement cette these qui constitue notre conclusion finale, parce que differement nous devrions repondre sans avoir ancun sense de responsabilite, a centaines de questions qui se rapportent a cette theme tres important.
   Nous desiderions de soumettre au jugement de tous les participants au Congres une priere: examinons un peu les themes economiques et fiscals d’ Etat byzantin, puisque comme il est largement connu, toutes les activites de la vie ont une relation avec eux. 
Il est dommage qu’il n’ y ait pas d’autres a continuer l’exemple d’ Andre Andreadis (malgre son grand offre) et a eclaircir un peu ces themes-ci.

===============================================
e a celle de l’ armee de terre byzantine; c’est - ici leur apparition

aus[    ]ient charges d’ exploiter la terre royale  etaient obliges d’ etre toujours a la disposition de l’ admin

A navales. Le choix de l’ equipage de la flotte thematique s' app[ ]n-la, qui facilitait le Tresor byzantin,

etant donne que les salaires payes ataient une fraction des sal

© ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ








Τετάρτη 3 Ιουνίου 2020

Στάθη Κομνηνού "στάξε χρόνε απουσία"


Απορητικό δοκίμιο περί Τέχνης και Χρόνου

Σημείωση : ό,τι ακολουθεί συνιστά αποσπασματική προδημοσίευση τού εν λόγω δοκιμίου για το περιοδικό Cantus Firmus



 Ένας ο Δρόμος που πατούν ο στίχος κι ο διαβήτης

                        Αριστοτέλους

                                         και
                                             Leonardo
    Αφιερώνεται περιπόθητα στο αυτονόητα Ενιαίο της Οδού που σαρκώνουν







§2α. Η στάση του ΕΡΩΤΑΝ   –ασημένια βακχική σονάτα
          Θεωρώ ως τιμητικά αρμόζον σε επιστημονικά περιβάλλοντα[1], αλλά και γνήσιο φόρο τιμής στην Επιστήμη το ΕΡΩΤΗΜΑ. Την κατάσταση-στάση του ΕΡΩΤΑΝ[2]. Ως εκ τούτου,προκύπτουν αβίαστα κάποια ερωτήματα για το υπό πραγμάτευση θέμα και ευθύς αμέσως μπαίνω στον πειρασμό, παρεκβατικά, να τα διατυπώσω, καθώς το ερωτάν είναι εμπνευσιογενές και εμπνευσιοκρατούμενο, δηλαδή εν ριπή οφθαλμού παρερχόμενο και ελλάμπον, σωτηριώδες και φαρμακευτικό, ανθρωπολογικά. Το ερωτάν στον ορίζοντα του Χρόνου, στον ορίζοντα της τέταρτης διάστασης, προεικονίζει και προγεύεται το εν γίγνεσθαι καταληκτικό ανθρώπινο Μέλλον του ειδέναι ως διαρκές μετεχόμενο Παρόν, αφού η γνώση, κυλιόμενη στο Χρόνο, μόνο ερωτηματικά βέβαιη και ακριβής μπορεί να είναι (ίσως να συνηγορούσε ένθερμα σ’ αυτό ο Τόμας Κουν), και αν είναι τέτοια, κατά ατελεύτητη χρονικά ακολουθία, τότε το Παρόν έχει εμβιώσει το «πέρας» του Μέλλοντός της καταστασιακά (ίσως αυτό να είναι κάτι που δεν το είδε ο Κουν. Δηλαδή, ότι όλοι, κατά το ΕΡΩΤΑΝ, είναι σύγχρονοι της ΙΔΙΑΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ, συνεπώς ενωμένοι ουσιωδώς).
         Έτσι: 1. Η κάλλυνση των όντων θεωρείται εκτός αληθούς γνωσιολογικής ισχύος και εφαρμογής; 2. Υπό ποία οπτική; 3. Η κάλλυνση είναι κάτι που φέρουν a priori τα όντα κατά την εμφάνισή τους σε χ Κόσμο (αμετάβλητη και ανώλεθρη οντολογική τους σταθερά) ή την αποκτούν κατά το γίνεσθαί τους σ’ αυτόν; 4. Ποιό το όργανο ερμηνείας και πραγμάτευσης του Κάλλους ; 5.Μπορεί να υπάρξει τρόπος ελέγχου… ορθότητας του Κάλλους ;             6. Ο τρόπος της σύστασης των όντων δια του Κάλλους επιδέχεται πειραματικής και εργαστηριακής αποδείξεως; 7. Το ανεξέλεγκτον σημαίνει αυτονοήτως και ανυπόστατον; 8. Η φυσική επιστήμη δεν καλείται να μελετήσει όλες τις οντότητες ; 9. Το κάλλος είναι οντότητα ; 10. Υπαρκτόν και ενυπόστατον είναι μόνο το κατά οπτική Χίλμπερτ αποδεικτέο, αν το Κάλλος ορισθεί τελεσίδικα αναπόδεικτο και αφιλοσόφητο ; 11. Πώς αντιμετωπίζει η επιστημονική απόδειξις το Χρόνο ; 12. Τον ακινητοποιεί ; 13. Ακόμη περισσότερο : Επιβάλλει, έχει τη δύναμη να επιβάλλει, την ίδια και αποτετελεσμένη πια ισχύ της από του ΝΥΝ έως το Αεί του; 14. Υπάρχει διάσταση μεταξύ Αλήθειας και Κάλλους; 15. Η αλήθεια αξιωματικοποιείται μαθηματικώς και παγιώνεται επιστημονικά ώστε να ακινητεί [σ]τον Χρόνο ή είναι κινούμενη και τελικά απροσδιόριστη ; 16. Η παραδοξότητα είναι ένας τρόπος εμφάνισης του Κάλλους ; 17. Αν ναι, κάθε παραδοξότητα είναι εξοβελιστέα γνωσιολογικά ; 18. Δηλ. το παράδοξον δεν ανήκει στο πεδίο της Γνώσης ; 





19. Η απροσδιοριστία του Κάλλους συμπίπτει με την απροσδιοριστία της σύγχρονης κβαντικής φυσικής ; 20. Η κάλλυνση είναι το όλον της λειτουργίας της Τέχνης ; 21. Τί ονομάζουμε Κάλλος και από ποια οπτική γωνία το θεωρούμε ; 22. Τί μπορεί να εμπεριέχει το Κάλλος ; 23. Μπορεί να εμπεριέχει την αναδιάταξη των οντοτήτων στο Χρόνο ; 24. Η αναδιάταξη αυτή μπορεί να έχει αμιγώς ρεαλιστικό χαρακτήρα με καθαρή γνωσιολογική αξία; 25. Η «παραγωγή» Κάλλους δια του έργου Τέχνης, μπορεί να εμφορείται από διαισθητικά και ενορατικά στοιχεία, όπως ακριβώς εκείνα που οδήγησαν τους Φυσικούς στη θεμελίωση της κβαντικής θεωρίας;[1] 26.Το Κάλλος αφορά πρωτίστως στην αίσθηση και ουδέποτε στο νοείν ή το στοχάζεσθαι και αποδεικνύειν; 27. Το αποδεικνύειν (επιστημονικώς) εμφανίζει… αντιχρονική συμπεριφορά ; 28. Επιβάλλει δηλ. αμετάκλητα την χ αλήθεια στο Χρόνο δεσμεύοντάς τον να την… επαναλαμβάνει, να την δεικνύει άφθαρτη ; 29.Το Κάλλος εμπίπτει, ουσιωδώς, στο χώρο του αρρήτου και αν όχι, τί και πώς θα εντοπίζαμε ως ρητή του φανέρωση ; 30. Συνομιλεί με το Χρόνο; 31. Αν ναι, υπάρχει τροπικότητα στην συνομιλία τους ; 32.Η Τέχνη δια του Κάλλους ακυρώνει ή παγώνει το Χρόνο ; 33. Ο Χρόνος μπορεί να πήγνυται γεγονικά και μάλιστα με ελευθερία, αναρχία, φοράς και κατεύθυνσης ; 34. Η Τέχνη ευαγγελίζεται μιαν ιδιόμορφη και ίσως παράδοξη ελευθεριότητα κινητικότητας αλλά και ειρκτής του Χρόνου; 35. Η κινητικότητα αυτή είναι απειθάρχητη ή κατά τάξη και πειθαρχημένη δια του οργάνου της Τέχνης; 36. Η Τέχνη διασώζει το Χρόνο ; 37. Αν ναι, πώς και τί σημαίνουν γι αυτό το πώς, οι 3 χρονικές διαστάσεις ; 38. Μας ενδιαφέρει γνωσιολογικά το ερώτημα της σωτηρίας και του πώς σώζεσθαι του Χρόνου ; 39. Το κάλλος είναι υφιστάμενο της (αποδείξιμης[1] και πειραματικά ελεγχόμενης) αλήθειας (δηλ. άρχον ή αρχόμενον)[2]; 40. Ανήκει στα υπαρκτά, κατά τρόπο ουσιώδη ; 41. Είναι μόνον και αποκλειστικά μερικό και επινοημένο-πεποιημένο ανορθολογικά φαινόμενο ή αγκαλιάζει την ολοκληρία του υπαρκτού ; 42.Είναι υπερκείμενο της λογικής αλήθειας ; 43.Είναι σύμφυτο μ’ αυτήν ; 44.Αλήθεια σημαίνει ελεγμένη και επαληθεύσιμη αποδειξιμότητα ; 45.Και αποδειξιμότητα σημαίνει (απλά) αντιστοιχία intellectus et rei ; 46.Επί ποίας βάσης αντιστοιχούν αυτά και πώς θεωρούμε την αντιστοίχιση ;

            Από αυτά και από όσα άλλα δεν διατυπώθηκαν εδώ, δηλαδή παρά ελάχιστο, το αδιατύπωτο ΟΛΟΝ…, προκύπτει πως η Τέχνη δεν έχει να κάνει αποκλειστικά, νανουριστικά, ή αποκοιμιστικά ακόμη (και αυτό το λέω, διότι συνιστά και έκπτωση της Τέχνης από το λειτούργημά της και ανθρωπολογικό κίνδυνο Άγνοιας-προς-θάνατον, ο μονολιθικός περιορισμός της Τέχνης στο πεδίο της Αισθητικής/Κάλλους, με υπόρρητη πάντα μομφή τον υποκειμενισμό και την αναξιοπιστία), με την ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ, τουλάχιστον όπως αυτή γίνεται συμβατικά αντιληπτή, αλλά με το ανθρώπινο ΕΙΔΕΝΑΙ σε κάθε του διάσταση. Η Τέχνη είναι μια καίρια, με ιδιαίτατη βαρύτητα και σπουδαιότητα, ΓΛΩΣΣΑ που αρθρώνει, μέσα στο ανθρώπινο ΕΙΔΕΝΑΙ και με προοπτική αυτό τούτο, τον Κόσμο και τα υπόλοιπα όντα και για να έχει κανείς μια ορθή εικόνα Κόσμου-Ανθρώπου πρέπει αν όχι να γνωρίζει, οπωσδήποτε όμως να υπολήπτεται και να ακούει ΟΛΕΣ τις γλώσσες που ομιλεί το ανθρώπινο ΕΙΔΕΝΑΙ ως ΜΙΑ.
            Πρέπει πάντα να υπάρχει… Χρόνος, να παρέχεται Χρόνος στην ευκαιρία που προσφέρει το ερωτάν. Κάπου πάντα βγάζει. Ας αφήσουμε, όμως, τώρα να αιωρούνται αυτά τα λίγα και επελαύνοντα αστραποειδώς ερωτήματα και ας ξαναγυρίσουμε στο θέμα μας ξαναπιάνοντας, για μια ακόμη φορά, τον ερωτηματικό μας χορό. Από πού πηγάζει η εμφάνιση αυτής της συμπόρευσης Τέχνης-Επιστήμης; Ένας, κατά πολλούς αδιανόητος, «ταξικά», δηλ. γνωσιοθεωρητικά, γάμος του Φίγκαρο. Πρόκειται για μια προκλητική αυθαιρεσία χάριν μιας παρερχόμενης μόδας ή κάλυψης ενός κενού θετικιστικής πλήξης ή μήπως για μια ουσιαστική ερωτική ανάγκη κατέναντι του ΚΟΙΝΟΥ κοσμικού Εραστή ; Γάμος με προξενιό ; Γάμος από ανάγκη ; Γάμος από όψιμο λελογισμένο έρωτα; Συγκρίσεις ανόμοιων πραγμάτων, ανόμοιων στάσεων, ανόμοιων καταστάσεων, ανόμοιων θεάσεων ; Υπάρχει κάποια σύζευξή τους πάνω στην κοινή βάση της τέταρτης διάστασης, του χρόνου; Υπάρχει κάποια αμοιβαιότητα σχέσης τους πάνω σε οποιαδήποτε άλλη βάση ; Πόσο πραγματικές, γνωσιολογικά και οντολογικά, είναι οι διαφορές τους και πόσο ασυμβίβαστες οι σθεναρά διαφημιζόμενες διχοστασίες τους; Υποκρύπτεται κάπου μέσα σ’ όλα αυτά το (άφευκτον) Ενιαίον του Τόπου τους ; Το ριζικά αναπόδραστο του Ενιαίου, από τα δύο γνωσιολογικά μεγέθη Επιστήμης-Τέχνης ; Σε τί συνίστανται οι αποκλίσεις και διαφοροποιήσεις τους, αν υπάρχουν ; Ακόμη, πώς υπάρχουν αυτές θεμελιωδώς ; Ας εκκινήσουμε από την Επιστήμη. Τί εστί χρόνος για την Επιστήμη ;

§3. Η καίρια επιστημολογική θέση του T. S.Kuhn
            Εντοπίζω δύο κυρίαρχες απόψεις-θεωρήσεις του επιστημονικώς θεωρείν τον Χρόνο. Την προκουνική και την κουνική (T.S.Kuhn)[1]. Επιπλέον, πριν προχωρήσω, θέτω, αμέσως και δίχως χρονοτριβή, και το ερώτημα της ουσιώδους, έστω και αντεστραμμένης, ομοείδειας των δύο αυτών επιστημονικών θεάσεων του προβλήματος του Χρόνου. Ωστόσο, δεν προχωρώ, στα πλαίσια αυτής της πραγματείας, ούτε κατά διάνοια σε εξονυχιστική εξέτασή του. Ούτε καν σε μια σχηματική του πραγμάτευση. Επιφυλάσσομαι για κάποια άλλη φορά. Η προκούνεια θεώρηση θεωρεί ευθύγραμμα το Χρόνο ως μια αλληλουχία χρονικών σημείων, σύμφωνα με την αριστοτελική θεώρηση του πρότερον και ύστερον[2] και της φυσικής χρονικής διαδοχής τους, τα οποία βαίνουν κατά ομαλή και προοδευτική φορά. Μη όντας, από ιδιοσυγκρασίας, άνθρωπος των στεγανοποιήσεων, επιστρατεύω, ΑΚΡΙΒΩΣ εδώ, τη θεολογική κατάθεση επί του θέματος και μπαίνω στον πειρασμό να παραλληλίσω στενά αυτή τη θέαση με την παύλεια, που κάνει λόγο (αχρόνως ή χρονικώς ; αϊδίως ή αιωνίως;) για (φωτιστική, γνωσιακή) μετάβαση «από δόξης είς δόξαν»[3]…, ακριβώς σαν να επρόκειτο για κλίμακα, για κλιμακωτή μετάβαση από το ΠΡΙΝ στο ΜΕΤΑ. Αν εγκύψει με προσοχή κανείς σ’ αυτή τη θέση, σ’ αυτόν τον «αιρετικό» δήθεν παραλληλισμό, δεν νομίζω πως θα βρει ερείσματα να διαφωνήσει. Φαίνεται, λοιπόν, πως στις ανωτέρω θεωρήσεις δύο (φαινομενικά) διαφορετικών γνωστικών πεδίων δεν υφίσταται ρήγμα, χάσμα ή ενδεχόμενη αναδιάταξη του Χρόνου, ούτε κάποια ενοχλητική (για την θετικιστική αυταρέσκειά μας ;) αναστάτωση και αταξία. Ο Χρόνος, ως εικάζεται, κυλά ομαλά και δίχως ρηγματώσεις, δίχως ακαταστασίες, δίχως … νεκραναστάσεις. Επιτρέψτε μου, όμως, να εντοπίσω και κάτι ακόμη, σχετικά μ’ αυτή την παύλεια θεώρηση, η οποία αποδεικνύεται εμπλουτισμένη («χρονικώς») και αμφίπλευρη. Κάτι επιπλέον, κάτι επιπρόσθετο, θα έλεγε με άνεση κανείς, στην αμέσως παρακάτω εκτιθέμενη και άκρως ενδιαφέρουσα κουνική θεώρηση του Χρόνου. Κάτι, που αν η ασυνουσίαστη ματιά των γνωστικών πεδίων είχε αποφασίσει να εγκαταλείψει, έστω για το θεαθήναι, τον εαυτό της, πιθανώς από τη συνουσιαστική προοπτική τους να είχε προκύψει γνήσια επιστημολογική θεώρηση, με αποτέλεσμα η κουνική, ας πούμε, επιστημολογική θεώρηση να προσλάμβανε εκρηκτικά ενδιαφέρουσες διαστάσεις. Στον Παύλο συναντούμε μιαν ολότελα ανεξήγητη και αδιασάφηστη Στάση του Χρόνου με τελεολογική προοπτική, μια περίεργη (οντολογικά, γνωσιολογικά και ανθρωπολογικά) ακινητοποίησή του : «ουκ εκομίσαντο την επαγγελίαν… ίνα μη χωρίς ημών τελειωθώσι»[4]. Ως φαίνεται, με άλλα λόγια :

Ακινησία των όντων[1] (!) εν όψει χ πληρότητος προσποριζομένης εν προσδιορισμένω, από Άγνωστο Παράγοντα, χρόνω… Έτσι, είναι προφανές πως εκτός από την ομαλή και ευθύγραμμη χρονική θεώρηση (την οποία, σημειώνω,αποδέχεται ασφαλώς κι ο Κουν), αλλά και τη γνωστότατη ρηγματώδη της κουνικής επιστημολογίας, έχουμε, με το παραπάνω παράδειγμα/θεολογική θέση, εισαγωγή μιας τρίτης χρονικής παραμέτρου, μιας τρίτης θεάσεως του Χρόνου, τη στάση/ακινησία του Χρόνου.

            Η κούνεια θεώρηση, την οποία φιλοδώρησαν γενναίως με τις κατηγορίες του ανορθολογισμού, σκεπτικισμού, σχετικισμού κλπ, τα πνεύματα εκείνα, που ως οπαδοί ενός λογικού θετικισμού (πάντοτε ηχούσε μέσα μου ως ακραιφνής δογματισμός αυτή η, κατά κύριο λόγο, αυστριακή πνευματική μονομανία) ουδέποτε κατάφεραν να φιλοξενήσουν τραγικές φιλοσοφικές συζεύξεις, εισάγει πάνω στην ευθύγραμμη (μολαταύτα, σπεύδω και πάλι να ρωτήσω : είναι όντως πάλι ευθύγραμμη; …Καθώς η αναστάτωση, η προσωρινή ακαταστασία μάς επαναφέρει, επαναφέρει την Επιστήμη, τη γνώση, την αποκάλυψη της αλήθειας [που είναι, καθώς φαίνεται, πάντα εξαρτώμενη από το Χρόνο, από μια κάποια ωρίμαση στοιχείων-δεδομένων-ιδεών- αμφισβητήσεων-πειραμάτων, και ως εξαρτώμενη πάντα παροντικά ελλειπτική, μερική, μη αποκρυσταλλωμένη, ενδεής, εν αναμονή και ζητεία τελούσα] σε ένα πάλι χ αρχικό χρονικό σημείο, σχηματίζοντας αναπόφευκτα έτσι έναν παράδοξο κύκλο (σημειώνω πως οι κυκλικές θεωρήσεις του Χρόνου είναι ιδιαίτερα προσφιλείς στις θρησκείες), απ’ όπου εκκινεί ξανά μια ευθύγραμμη πορεία για να διασαλευθεί και πάλι σε κάποιο άδηλο Μέλλον και να επιστρέψει σε μια νέα παροντική αφετηρία εκκίνησης και να ακολουθήσει διηνεκώς το αυτόν ανάλλαχτον χρονικό σχήμα…) πορεία του Χρόνου ρηγματώδεις διακοπές, βάσει και αιτία προϋφιστάμενων γνωστικών ανωμαλιών, όπου εκεί, στον Χρόνο αυτών των διακοπών, επισυμβαίνουν αφανισμοί (Προσθέτω τις ερωτήσεις : δύναται όντως να συμβεί κάτι τέτοιο ; Υπάρχουν… ολοκληρωμένες και τέλειες καταστροφές;… Χάνεται κάτι άπαξ υπάρχον από τον ορίζοντα του Χρόνου;) και γεννήσεις, αναδύσεις και καταδύσεις, συσκοτίσεις και φωταγωγήσεις. Η επέλευση του Χρόνου, κατά Κουν, αποκαλύπτει τη σαθρότητα, την ανεπάρκεια ή το ελλιπές των πρότερων αληθειών και εγκαθιστά στη θέση τους νέες αποδεδειγμένες αλήθειες, υπό την πλέον βάσιμη προοπτική να είναι τα μελλοντικά αποδεδειγμένα πια ψέματα…

      Παράλληλα, δεν μπορεί κανείς, νομίζω, να μην συλλογισθεί ότι για το Χρόνο δεν ισχύει η αρχή της ταυτότητας κι αν αυτή δεν ισχύει, τότε κλυδωνίζεται συθέμελα η ίδια ή οντότητά του.


Τουλάχιστον, από τη μια  της πλευρά΄ εκείνη της φανατισμένης αντικειμενικότητάς του. Αν, από τη μια του πλευρά, ο Χρόνος δεν έχει … υποκείμενο, τότε η «τάλεια» αντικειμενική του ύπαρξη παραπαίει. Αν η αϊνστάινεια εισαγωγή του παρατηρητή (δηλ. του ΥΠΑΡΞΙΑΚΟΥ παράγοντα) και η σχετικοποίηση του Χρόνου έχει… αντικειμενική εγκυρότητα, τότε αυτό που σεισμοπληκτεί τον αντικειμενικό, θετικιστικό, ουδέτερο, Χρόνο είναι η εισαγωγή της υπαρξιακής διάστασης στην έννοιά του. Θεωρώ πως αν υπάρξει παραδοχή σ’ αυτό, τότε η εισαγωγή της Τέχνης, μέσω των υπαρξιακών κατηγοριών, στην καρδιά της έννοιας του Χρόνου, γίνεται αυτομάτως. Αν Α≠Α επί του Χρόνου, αυτό άλλο δεν σημαίνει παρά ότι ζώντας μες στο Χρόνο δεν αντλούμε ή αποκτούμε… Χρόνο, αλλά παίρνουμε, αποκτούμε, σχέσεις ; Τι άλλο από σχέσεις ΜΕΤΡΑ κανείς… μετρώντας Χρόνο ; Μάλιστα, σχέσεις που καταφέραμε. Δηλαδή, που ΠΑΡΟΝΤΙΚΟΠΟΙΗΣΑΜΕ, που ΠΑΡ-ΟΥΣΙΑΣΑΜΕ, εξουδετερώνοντας την ΑΠΟΥΣΙΑ που ΜΕΤΡΑ… Χρόνο. Ζώντας μες στο Χρόνο δεν αρυόμαστε Χρόνο. Αρυόμαστε σχέσεις. Παίρνουμε, δηλαδή, εκείνο το περιεχόμενο ζωής, στο οποίο μας παρέπεμπε ο διαθέσιμος ακόμη έκαστος Χρόνος. Όμως αυτό το περιεχόμενο ζωής είναι άχρονο. Συνεπώς η «υπαρξιακή» ανυπαρξία του Χρόνου φαίνεται, αναδύεται.
      Η χρονικότητα είναι προαγωγός, αιτία, τελειότητος. Όσο υφίσταται χρονική διάσταση τόσο επιτείνεται ο άνθρωπος προς τα πρόσω της σχέσης. Κι αν ο… προσανατολισμός του Χρόνου, η …τελεολογία του, είναι η επίτευξη σχέσεως, τότε δεν μπορεί κανείς να μην συνδέσει αυτό το δεδομένο με την περιοχή του ΝΟΗΜΑΤΟΣ. Δεν μπορεί κανείς να προσπεράσει ατιμωρητί το ακανθώδες ερώτημα του ΝΟΗΜΑΤΟΣ. Η αυτονόητη ερώτηση, συνεπώς, που θα μπορούσε κανείς να θέσει σε περιβάλλοντα και χώρους όπου κυριαρχεί η Φυσική Επιστήμη είναι : έχει ΝΟΗΜΑ ο Χρόνος ; Δεν γνωρίζω, ούτε μπορώ να υποπτευθώ τί αντίκρισμα έχει μια τέτοια ερώτηση στους χώρους καλλιέργειας της Φυσικής Επιστήμης. Εντούτοις, αυτό το ερώτημα θα μπορούσε να αφορά και σε οποιαδήποτε άλλη «φυσική» οντότητα, όπως π.χ. ο χώρος. Από πού (ποιός δηλαδή ο φορέας κατανόησης του Χρόνου) κατανοείται (το ρήμα αυτό μπορεί να αποδώσει επαρκώς τη σχέση μας μαζί του ;…) ο Χρόνος ; Τί σημαίνει προσωπική κατανόηση του Χρόνου ; Αυτό τούτο δεν υποδηλώνει και υπαινίσσεται ριζική και αναφαίρετη, ανεξάλειπτη, πια απροσδιοριστία ; Μπορεί ο όρος «προσωπική» να προσφέρει γνωσιολογική εκκάλυψη στον «πραγματικό, αντικειμενικό» Χρόνο ; Πότε και πώς ; Και με βάση αυτά, δικαιούμαστε πλήρως να ρωτήσουμε αν το τετελεσμένον του έργου Τέχνης υποδηλώνει στάσιμον αεί είναι ; Πώς ορίζεται το αεί, υπό τον ορίζοντα του έργου Τέχνης ;…

    Ένας αντικειμενικά και αισθησιοκρατικά προφανής ορισμός του Χρόνου θα ήταν ο εξής: «Χρόνος είναι ένα τμήμα του συστήματος μέτρησης που χρησιμοποιείται για την αλληλουχία των συμβάντων, ώστε να συγκριθούν οι διάρκειές των, καθώς και τα διαστήματα μεταξύ των, και ακόμη να ποσοτικοποιηθούν οι τιμές αλλαγής, όπως οι κινήσεις των αντικειμένων»[1]. Η αίσθηση της απουσίας από μόνη της δηλώνει καταφανώς πως αυτός που την υφίσταται, αυτομάτως με τούτο το αισθάνεσθαι και μόνον, την υπερβαίνει. Καθ’ όσον επιζητεί τη «διαγραφή» της, την ακύρωσή της, την υπέρβασή της, φανερώνει πως είναι μείζων αυτής, κι αν μείζων, τότε ο άνθρωπος είναι ουσιωδώς υπέρτερος του Χρόνου, ελεύθερος απ’ αυτόν. Στο σημείο δε που κατορθώσει να υπερισχύσει αυτής της απουσίας, τότε αναδεικνύεται χειραγωγός και ηγεμών αυτής. Το ερώτημα που τίθεται στην παρούσα θεματική είναι πώς κατορθώνει να ακυρώσει την απουσία το έργο Τέχνης; Σε τί συνίσταται αυτή η απουσία εν αυτώ ; Τι απουσιάζει, κατά Τέχνη, ώστε να επιζητηθεί η κάλυψή του ; Αν δι αυτού του γεγονότος καταδεικνύεται, αποκαλύπτεται πως η Πραγματικότητα ΕΙΝΑΙ ΕΝΔΕΗΣ της Τέχνης, ώστε να αρτιωθεί και περαιτέρω, τί τα παραπάνω δηλώνουν για τη φύση του χωρόχρονου, των οντοτήτων σ’ αυτόν, για το Κάλλος ως φανέρωση της Βούλησης ή καλύτερα της σφοδρής ερωτικής επιθυμίας να μετάσχουμε του Κόσμου και όχι να τον θεώμεθα διαστατά. Η απουσία, δηλαδή η βίωση του χωρόχρονου ως αντικειμενικά διαστατού μεγέθους ουσιαστικά, είναι ο μοχλός, η αφορμή, που κινητοποιεί την ανάδυση του έργου Τέχνης. Αυτή είναι που όσο γίνεται δριμείως αισθητή τόσο κάνει να φανερωθεί το έργο Τέχνης. Το περιεχόμενο της απουσίας ; θα ρωτούσε εύλογα κανείς. Γενικά οποιαδήποτε βίωση ΑΠΟΣΤΑΣΗΣ (χωροχρονικός όρος…) από το τέλος (=την Ολοκλήρωση, το Αποτετελεσμένον) του έργου Τέχνης ή ακόμη της εν αυτώ διαδρομής (ό,τι θρηνητικά αποκαλούμε πλειστάκις «απουσία έμπνευσης», στείρα καλλιτεχνικώς περίοδο, περίοδο μη δημιουργίας κλπ), από ό,τι αποκαλούμε Θεό, ή Εράν, ή άλλο τι αναφορικότητας. 
(συνεχίζεται)
© ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ








[1] Μέρος του κειμένου εκφωνήθηκε ως εισήγησή μου στο συμπόσιο που διοργάνωσε στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο η Ένωση Ελλήνων Φυσικών στις 20-22 Ιανουαρίου 2012 με θέμα Επιστήμη και Τέχνη : η συνάντησή τους στο χρόνο. Η εισήγησή μου στο συμπόσιο έγινε υπό τον τίτλο «Το Αίνιγμα του Χρόνου». Ωστόσο ο αρχικός τίτλος ήταν Ο ΕΓΚΑΙΝΙΑΣΤΙΚΟΣ ΧΡΟΝΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ  ΚΑΙ Ο ΤΕΤΕΛΕΣΜΈΝΟΣ  ΕΝ ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ. Στην εισήγησή μου θίγονταν τα εξής πεδία προβληματισμού :
α) Αν υφίσταται ανυπαρξία χρόνου στο έργο Τέχνης - ο Χρόνος ως Ούτις (κάτι που θα υπαινισσόταν μια κατάσταση παρόμοια με μια θέαση του κόσμου «ΠΡΙΝ» από το big bang).
β) Αν, μολαταύτα, η ανυπαρξία-ακινησία του χρόνου δεν παύει να ενέχει (εν Τέχνη) δυναμική κίνηση και δυναμικό γίγνεσθαι και να διατρέχει πληρωματικά τον εκάστοτε κοσμικό χρόνο.
γ) Η δημιουργική ανασύνθεση του Χρόνου, η αναβίωσή του διαφωτιστικά (δηλ. ο Χρόνος ως καλεστικός παράγων εμπειρικής βιωσής του), ως πλεονεκτική ιδιότητα της Τέχνης. (Δηλ. Χρόνος α (αρχικός και [αισθητά, φυσιοκρατικά] αντικειμενοποιημένος + Χρόνος  (αναπαραγωγικός, ερμηνευτικός, εμπλουτιστικός και διαφοροποιημένος του α) = υπαρξιακή [αλλά και φυσική επαναφορά, χειραγώγηση ] «κατάκτηση» του Χρόνου). Αναφορά στο θεατρικό έργο μου X Alan Turing.
δ) Η εκτός χρόνου διαδικασία παραγωγής έργου Τέχνης, η αποκοπή από το ΝΥΝ, για να συντελεσθεί η εισαγωγή του ΑΧΡΌΝΟΥ, χωρίς την ακύρωση ή το μηδενισμό της παροντικότητας. Δηλαδή, μια παράδοξη ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΙΑ. (εμπειρική μαρτυρία)
ε) Η αυταξία του έργου Τέχνης ως αποτετελεσμένου είναι και η σχετικιστική φύση του επιστημονικού επιτεύγματος (η εν σπέρματι, μεταθετική, αθανασία-εγκυρότητα του επιστημονικού επιτεύγματος).
στ) Ο εγκαινιαστικός χρόνος της επιστήμης ως χρόνος σημειακός κατά ευθύγραμμη προοδευτική τελεολογία και ο τετελεσμένος της Τέχνης ως ολοκληρωμένος δυναμικός κύκλος.
ζ) Το εν ταυτώ πλαστόν και αντικειμενικόν του Χρόνου. Η σχετική ύπαρξη της 4ης διάστασης.
η) Το πολύπτυχο του Χρόνου ως υπαινιγμός πλασματικότητάς του (το μη ον του χρόνου ως σωτηριολογικό ον (αυτοπραγμάτωση).Το θεμελιώδες ερώτημα : Από πού κοιτά κανείς το Χρόνο ;
θ) Ο Χρόνος ως προαγωγός και εισαγωγεύς σε ετεροντικά καταστασιακά γνωστικά πεδία, π.χ. στο Αληθεύειν και το Εράν.
ι) Συναντήσεις-διάλογος-αποκλίσεις των δύο ΓΝΩΣΙΑΚΩΝ μεγεθών (Τέχνης-Επιστήμης) στο κοινό έδαφος του ενός και μοναδικού προσφερόμενου γνωστικά μεθεκτικού πεδίου : του ΚΟΣΜΟΥ (η μάταιη διχοστασία, η οριοθέτηση, η συνάφεια των χώρων Τέχνης-Επιστήμης). Θεωρώ ότι απέτυχα να κοινωνήσω τον προβληματισμό και τη σκέψη μου σ’ εκείνο το συμπόσιο. Ευελπιστώ να αντιστραφεί αυτό στο μέλλον.

[2] Παραπέμπω σε δύο αριστοτελικά χωρία ως μια επιμαρτυρία, ελπίζω αποσαφηνιστική, και κρηπίδωση των θεμελιωδών και αρχικών όρων(στοχασμού) του παρόντος κειμένου, δηλαδή των όρων «Απορητικό» και «Ερωτάν» : «Ὁμοίως δὲ καὶ τῆς ἀπορίας δόξειεν ἂν ποιητικὸν εἶναι ἡ τῶν ἐναντίων ἰσότης λογισμῶν· ὅταν γὰρ ἐπ᾿ ἀμφότερα λογιζομένοις ἡμῖν ὁμοίως ἅπαντα φαίνηται καθ᾿ ἑκάτερον γίνεσθαι, ἀποροῦμεν ὁπότερον πράξωμεν» (βλ.Τοπικά Ζ6, 145b 16-20) και «Ἀνάγκη πρὸς τὴν ἐπιζητουμένην ἐπιστήμην ἐπελθεῖν ἡμᾶς πρῶτον περὶ ὧν ἀπορῆσαι δεῖ πρῶτον» (βλ. Πρώτη Φιλοσοφία (Μετά τα Φυσικά) Β1, 995a24). Παραπέμπω επίσης στους απορητικούς πλατωνικούς διαλόγους (το άπορον είναι συχνό στοιχείο κατάληξης στην πλατωνική φιλοσοφία) Λάχης, Ευθύφρων, Λύσις, Χαρμίδης, για μία ακόμη προγονική «στήριξη» στην παρούσα θέαση που το κείμενο εκθέτει. Με την προσθήκη των δύο αυτών παραθεμάτων τού Σταγειρίτη και την παραπομπή στους απορητικούς πλατωνικούς διαλόγους θεωρώ ότι δίδεται ένας σαφής ορίζοντας για την κατανόηση αλλά και βιωματική, πιθανόν, προσοικείωση της φιλοσοφικής στάσεως τού κειμένου.    
[3] Βλ. Αρ. Μέσκου, Η υπόθεση των λογικών κβάντων, εκδ. Αρμός, 2007, σελ.137,  καθώς και υποσημ. αρ.236 στην ίδια σελίδα.
[4] Ενθ. αν. σελ.138, υποσημ. αρ. 237, όπου και παράθεμα από το βιβλίο του Στέφανου Τραχανά, Κβαντομηχανική Ι, σελ.95, όπου ο συγγραφέας αναφέρει πως «κάθε θεμελιώδης φυσικός νόμος, δεν αποδεικνύεται».
[5] Βλ. Αριστοτέλους, Πολιτικών Α, 1254b 14 ed. W.D.Ross, Oxford.
[6] Βλ. T.S.Kuhn The Structure of Scientific Revolutions, The University of Chicago Press και ελληνική έκδοση : Η Δομή των Επιστημονικών ΕπαναστάσεωνμετΓ. Γεωργακόπουλος, Β. Κάλφας, Θεσ/νίκη, εκδ. Σύγχρονα θέματα, 1981, 112008
[7] Βλ. Αριστοτέλους Φυσική ακρόασις
[8] Βλ. Β΄Κορ.3,18.
[9] Βλ. Εβρ.12, 39-40. 


[10] Για το επαναστατικό αυτής της θέσης (ασχέτως βασιμότητας, εγκυρότητας ή αληθείας της), καλά θα κάνει ο αναγνώστης να θυμηθεί την αριστοτελική θεωρία περί κίνησης και να φανταστεί την οργισμένη αναπήδηση του Αριστοτέλη από το κάθισμά του, στο άκουσμά της.

[11] Βλ. Time, Wikipedia, http://en.wikipedia.org/wiki/TimeΟ παραπάνω ορισμός είναι παράθεμα από την Internet Encyclopedia of Philosophy. Στην ίδια αυτή παραπομπή που παραπέμπει η Wikipedia διαβάζουμε : “Time is what clocks measure”. Το αυτονόητα προφανές για το επίπεδο του Homo sapiens sapiens ερώτημα είναι : Τί μετρά το ρολόϊ ; Τι αληθινά μπορεί να μετρά ; Πόσο… ακριβείας (!...) είναι οι μετρήσεις του και ΤΙ περιλαμβάνουν ; Θεωρώ πως οποιαδήποτε μη ΣΥΝΟΛΙΚΗ αντίληψη και απαίτηση της «μέτρησης», συνιστά αυτόχρημα ανθρωπολογική υποστροφή και εκβαρβάρωση, πρωτογονισμό, του ανθρώπου. Αν η «μέτρηση» δηλώνει ανίκανη, πράγμα ολωσδιόλου θεμιτό, αναμενόμενο για την παρούσα κοσμική συνθήκη στην οποία τελούμε και κατανοητό, να «μετρήσει» υπαρκτικές κατηγορίες και πτυχές του Sapiens, τότε η «μέτρηση» οφείλει να δηλωθεί ΜΕΡΙΚΗ, μερικώς ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΗ, εκλεκτική, μονοδιάστατη.