Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2017

"υπολογισμοί απολογισμοί" της Διώνης Δημητριάδου

φωτογραφία: Vlad Artazov, Nail’s Art

λοιπόν ας το νοήσουμε καλά
ή θα ’μαστε σοφοί της μοναξιάς
ή αλλιώς ανόητα θα πέφτουμε
στα πιο βαθιά τα ρήγματα
με ένα στερητικό του νου
θα α-νοητεύουμε
δούλοι των αγγιγμάτων
που άλλα τα μεγεθύνουν
και άλλα τα καταργούν
και τούτο το παράσημο
της λάγνας αποχαύνωσης
θε να μας συνοδεύει αενάως
εμάς που τόσο πολύ αγαπήσαμε


Διώνη Δημητριάδου

http://meanoihtavivlia.blogspot.gr

Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2016

Δημήτριος Δημητριάδης «Χρόνος αυτόχειρας»


 γράφει η Διώνη Δημητριάδου*
 Αναδημοσίευση από: Fractal


Δημήτριος Δημητριάδης

                                                       «Χρόνος αυτόχειρας» ποιήματα
από τις εκδόσεις Γκοβόστη

Η ποίηση είναι άχρονη, γι’ αυτό και διαχρονική. Καταθέτει τον λόγο της έξω από τα περιοριστικά διαστήματα, σαν να μην αναγνωρίζει τις εκβιαστικές μετρήσεις του χρόνου, σαν να περιφρονεί τη συμβατική αντίληψη ζωής, που όλα τα απαιτεί μέσα σε προκαθορισμένα πλαίσια. Οι θνητές της αφορμές, πάντοτε με σαφήνεια καθορισμένες μέσα σε χωροχρονικά δεδομένα, σβήνουν από τη στιγμή που θα κατατεθούν στο χαρτί και από εκεί θα πλεύσουν προς αυτούς που συνδιαλέγονται μαζί της. Και τότε συντελείται το θαύμα! Ο χρόνος πια δεν υπάρχει, έχει εξαφανιστεί, έτσι που όλα τα γραμμένα να συνομιλούν με τον εκάστοτε αποδέκτη, που πια δεν θα πρέπει να αναρωτιέται για το νόημα του ποιήματος. Αυτό πάντοτε θα είναι αυτό που ο ίδιος θα του προσδίδει, μέσα από τα δικά του δεδομένα.
Άχρονη, λοιπόν, η ποίηση. Συχνά όμως οι ποιητές αναμετρώνται μέσω των στίχων τους με τον χρόνο. Ίσως για να δηλώσουν την απατηλή του διάρκεια, για να υποδηλώσουν με τη μεταφορικότητά τους τις προσωπικές τους απώλειες, ή απλώς γιατί δεν καταφέρνουν να ξεφύγουν από τη δελεαστική του παρουσία.
Οι παραπάνω σκέψεις, σχετικά με την ποιητική διάσταση της έννοιας του χρόνου, προκύπτουν καθώς διαβάζω τον τίτλο αυτής της πρώτης συλλογής ποιημάτων του Δημήτρη Δημητριάδη «Χρόνος αυτόχειρας». Είναι πάντοτε προσωπική υπόθεση ο χρόνος, και η κάθε ατομική του βίωση αποφασίζει για τη διάρκεια των διαστημάτων του. Άρα, σωστά επισημαίνει ο ποιητής, μόνο με προσωπική αυτοχειρία καταργείται και αυτός και οι μνήμες του. Μια απολύτως προσωπική λοιπόν αναμέτρηση με τον χρόνο θα μας προτείνει μέσα από τα είκοσι τρία ποιήματα της συλλογής του.
Σπρώχνω την πόρτα στο ημιτελές παιδικό δωμάτιο
οι μεντεσέδες φτύνουν ακίδες ως καλωσόρισμα.
[…]
Αυτοσχέδιοι γίγαντες πασαλειμμένοι σκόνη
βγαίνουν απ’ τις σκιές και με κυκλώνουν.

Πόσο μακριά θα πρέπει να βυθιστείς στις πίσω σου σελίδες για να βρεις εκείνα τα πρώτα σου βήματα; Να ανοίξεις την πόρτα στο παιδικό σου δωμάτιο με τους κρυμμένους φόβους, αναλλοίωτους στο πέρασμα των χρόνων. Και να βρεθείς αντιμέτωπος με το ημιτελές των αρχικών πραγμάτων, εκείνων που όλοι γύρω σου θαρρούν πως ολοκλήρωσες. Απατηλές εντυπώσεις.

Ένα παιχνίδι με τους χρόνους των ρημάτων επιχειρείται εδώ, με τον  Ενεστώτα να κυριαρχεί,  δηλωτικός πάντοτε μιας ρεαλιστικής και γήινης αντιμετώπισης των πραγμάτων, όσο κι αν μοιάζουν θολά τα όριά του έτσι όπως χάνονται και προς τα πίσω στους παρελθοντικούς χρόνους αλλά και όπως απορροφώνται μέσα του όλες οι μελλοντικές στιγμές. Εδώ ο Ενεστώτας είναι, όμως, ανελέητος, διεκδικητικός του ατομικού του χώρου. Λειτουργεί με κοφτό στίχο, σύντομο, που ηχεί σαν χτύπος ρολογιού και αποκορυφώνει αποκαλυπτικά το νόημά του στις τελευταίες λέξεις.
                                                                                   
Ο Παρατατικός και ο Αόριστος μοιάζουν πολύ μακρινοί, έτσι όπως θυμίζουν μια εποχή αισιοδοξίας, που καταργείται πλέον μέσα στον απελπισμένο Ενεστώτα της επανάληψης και ένα Μέλλοντα δυσοίωνο

Το ισχνό φύλλωμα
παρηγοριά μου έδινε
σαν ήτανε πυκνό
κι αγέρωχο
στου ανέμου την οργή
δεν υποχωρούσε
μήτε λύγιζε
μα τώρα, ρημαγμένο
σαν είναι και γυμνό,
η βροχή περνά
ανάμεσα.


[…]
Κάθε άνοιξη λιώνουν τα κορμιά μας
κάθε φθινόπωρο τα ζυμώνουμε
σε κέρινα κρεβάτια.
Φωτιά ως το βάθος
να καούν και τα τελευταία χνώτα.
Αυτός ο χειμώνας θα είναι βαρύς.
Χρειαζόμαστε λίπασμα.

Πώς βιώνεται όλος αυτός ο χρόνος από τον ποιητή; Και πώς μιλά γι’ αυτόν; Διαβάζοντας στίχο τον στίχο την ποίηση του Δημήτρη Δημητριάδη αντιλαμβάνεται την εμμονική του προσήλωση σ’ αυτό το γκρίζο πλαίσιο μέσα στο οποίο γράφονται τα ποιήματά του. Να ξεκαθαρίσουμε, ωστόσο, κάτι εδώ. Η ποίηση, η αληθινή και γνήσια, αν χρωματιζόταν θα έβγαζε ένα χρώμα ανάμεσα στο γκρίζο και το απόλυτο μαύρο. Δεν αναμένεται κάτι πιο ευοίωνο και λαμπερό να φέγγει πίσω από τις λέξεις. Απόλυτο αυτό; Ίσως ναι, αλλά αν δεχθούμε πως ο ποιητικός λόγος είναι η πιο ευαίσθητη εκδοχή δημιουργίας, τότε να μην απαιτούμε τη μετάλλαξη της ψυχοσύνθεσης που γεννά τον μεταφορικό λόγο και την υπαινικτικότητα, ακριβώς για να μη βγάλει προς τα έξω όλο το θλιβερό τοπίο, παρά μόνο ένα μέρος του. Παρατηρώ ότι το ποιητικό υποκείμενο δηλώνεται με ένα πρώτο πρόσωπο, αναλαμβάνοντας όλο το βάρος που του αναλογεί, και μόνο σε μερικά ποιήματα μεταθέτει την ‘ευθύνη’ σε ένα δεύτερο πρόσωπο, με το οποίο συνδιαλέγεται. Φυσικά και σ’ αυτή την περίπτωση πρόκειται για διάλογο προς εαυτόν. Το αξιοσημείωτο είναι η έλλειψη του πρώτου πληθυντικού προσώπου, αυτό το ‘εμείς’, που τόσο συχνά συναντάμε στις ποιητικές προτάσεις, και το οποίο ηχεί σαν μια ελπίδα συν-ύπαρξης, συν-ευθύνης και συν-αντιμετώπισης των προβλημάτων. Στον ορίζοντα της ποίησης αυτής απουσιάζει οποιαδήποτε απόπειρα ενός μοιράσματος του προσωπικού βάρους. Εδώ ο κόσμος είναι πολύ μοναχικός. Στο πιο αυτοαναφορικό του ποίημα ο ποιητής θα εξηγήσει
Μόνο για τέρατα γράφεις.
Και θάνατο.
 Μυρίζει παντού απόγνωση
το καμένο λίπος τρυπά τα ρουθούνια .
Ασάλευτα κουφάρια
στοιβάζονται στα πόδια σου
νιώθεις στο σβέρκο
τις φουσκωμένες ορέξεις των λύκων
βυθισμένος στη λάσπη
που φράζει το λαρύγγι.
Τόσο σκοτάδι σε μια χούφτα λέξεις.
Για έρωτα τίποτα.
Ούτε για τον άλυτο γρίφο
πώς γίνεται  μια χούφτα γης
να θηλάζει τόσο ουρανό.


Υπόθεση επιλογής; Οπωσδήποτε. Η μελαγχολία, όμως, που είναι διάχυτη στους στίχους δεν προκύπτει από γεγονότα. Μοιάζει να έρχεται από κάτι βαθύτερο, μια στάση ζωής περισσότερο, μια άποψη για τη θέση του ατόμου μέσα στον κόσμο που του αρνείται την απλή δικαιολογία της ύπαρξης. Αυτό το καθοριστικό ‘γιατί’ που μένει αναπάντητο μέσα στην εκκωφαντική σιωπή που γεμίζει τον χώρο.
Άπλωσες πρόθυμα το χέρι να κλειδώσεις
το κελί που γράφει  τ’ όνομά σου
μα σκόνταψες σ’ αυτό
που οι αφελείς επιμένουν
ν’ αποκαλούν ελπίδα. 

Σ’ αυτή την ποίηση δεν υπάρχουν καμπύλες, ούτε λείες επιφάνειες. Εδώ οι γωνίες παραμονεύουν σε κάθε βήμα. Και είναι κοφτερές πολύ. Δεν μπορείς να αφεθείς στον στίχο. Πρέπει να πάρεις τις προφυλάξεις σου. Γιατί εύκολα ο ποιητής σε πείθει πως έτσι έχουν τα πράγματα, τουλάχιστον στον δικό του κόσμο. Και κάνω τη διαπίστωση πως δεν είναι και μικρό πράγμα με την πρώτη του ποιητική κατάθεση να μπορεί ο ποιητής να δίνει το στίγμα του με ευκρίνεια, να κάνει τον στίχο του αναγνωρίσιμο και τελικά να σε κάνει ακόλουθο του λόγου του. Οι εικόνες του Δημήτρη Δημητριάδη παρουσιάζονται με υποδειγματική λιτότητα και συντομία - που υπογραμμίζουν τον αδυσώπητο χρόνο - δεν χρειάζονται στολίσματα για να μιλήσουν αληθινά. Το θέμα είναι ποιος αντέχει αυτή την ‘κατά μέτωπο επίθεση’ της αλήθειας τους, γιατί οι λέξεις συχνά δεν υπαινίσσονται, ίσα ίσα ακουμπούν στεγνά και σκληρά στο χαρτί για να πουν ίσως το αυτονόητο.

Στάζεις αγκάθια όταν δακρύζεις
τσουκνίδες φυτρώνουν στο χώμα.

[…]

Άγγελος ή άνθρωπος
το άλλο σου μισό
κοιτάς στην πλάτη
χωρίς φτερά μάλλον άνθρωπος
χτυπάς τη γροθιά στον αιχμηρό τοίχο
αίμα παντού στο βρώμικο σοκάκι
σκούπισέ το μην το βρει ο εχθρός
και σε διαβάλλει στις άσχημες γυναίκες
που περιπολούν κάθε νύχτα
στα ύποπτα στέκια των τεράτων.

Τόσο φως δεν το αντέχω.

[…]

Το ταξίδι αυτό

θα το κάνω μόνος.


Αναπόφευκτα το ποιητικό υποκείμενο θα ταυτιστεί με το ποίημα, με τον λόγο που δημιούργησε τις εικόνες, έτσι όπως αυτές με τη σειρά τους τείνουν να καταπιούν επιπόλαιες ελπίδες και αφελείς προσδοκίες. Είναι ένα παιχνίδι λέξεων ανάμεσα στον τίτλο της συλλογής «χρόνος αυτόχειρας» και στο τελευταίο ποίημα «χρόνιος αυτόχειρας». Ο χρόνος που χαράζει τα ίχνη του πάνω στον άνθρωπο και καταλήγει να δώσει το πιο βαθύ (αλλά και το πιο απατηλό ταυτόχρονα) χαρακτηριστικό του, αυτό της διάρκειας, σε κάθε του κίνηση, συνήθεια, απόφαση. Γιατί και η αυτοχειρία μπορεί να είναι χρόνια, και πιο βασανιστική αλλά και πιο αδιέξοδη.
Ίσως αναρωτιέται κανείς αν μια τέτοια ποίηση θα μπορούσε να δώσει και μια έστω μικρή χαραμάδα ελπίδας. Στο ευφυές σε κάθε περίπτωση ποίημα «Απώλεια» κατασκευάζεται μια προσωπική λέξη, με σημασία κρυπτική, Μάλορι, φτιαγμένη από τα αρχικά άλλων λέξεων (με το Μ να υποδηλώνει τη μοναξιά και τη ματαιότητα, το Ρ να είναι ένας έρωτας χωρίς το ε, μια προστακτική ‘ρώτα’, και το Λ να υπενθυμίζει τα λάθη). Εδώ ίσως υποκρύπτεται και η ελάχιστη αισιοδοξία, στο σημείο που ο ποιητής έχοντας απόλυτη γνώση της θέσης του στον κόσμο (προϋπόθεση απαραίτητη για μια εκκίνηση) επινοεί με τα υλικά της προσωπικής του ζωής τη νέα λέξη, τη νέα πρόταση. Κάνει έτσι την προσωπική του κατάθεση και μας παρουσιάζει την ουσία όχι μόνο της ποίησης αλλά και της ζωής. Κρυπτικός έτσι κι αλλιώς είναι πάντοτε ο αληθινός ποιητικός λόγος, γιατί ίσως έτσι μπορεί και μας μιλά για όσα φαίνονται αλλά και για όσα αφανή οφείλουμε να ανακαλύψουμε. Μου έρχεται στον νου το «Ρήμα το σκοτεινόν» του Ελύτη, με το επινοημένο εκεί ρήμα ‘κατακυρθμεύω’, δηλαδή τον τρόπο που ο άλλος ποιητής σκέφθηκε για να μιλήσει και να φθάσει η φωνή του ως το βάθος των πραγμάτων. Κάθε φορά που η ποίηση ανοίγεται επινοώντας λέξεις και νοήματα πιστεύω ότι αχνοφέγγει αισιοδοξία και ελπίδα, όσο κι αν ο στίχος απλώνεται βαρύς και γκρίζος στο χαρτί.

Στο εξώφυλλο, ένας πίνακας της Νάντιας Σκορδοπούλου, «Η κλεψύδρα». Ένα πρώτο σχόλιο για την απρόσκοπτη σύνδεση με το περιεχόμενο, όπως πρέπει να λειτουργούν αυτές οι «πόρτες» που μας οδηγούν στα εσώτερα των βιβλίων. Αλλά και ένα δεύτερο σχόλιο για την αισθητική της επιλογής. Ίσως οι εκδόσεις θα έπρεπε συχνότερα να επιλέγουν τα εξώφυλλά τους από τον εικαστικό χώρο, υπενθυμίζοντας έτσι ότι η Τέχνη αγαπά να συνδυάζει διαλεκτικά τις διάφορες μορφές της.

Στην προμετωπίδα της συλλογής έχει ακουμπήσει ο λόγος του Σεφέρη σε μια δική του αναμέτρηση με τον χρόνο. Αυτός ο υπόρρητος διάλογος των ποιητών, μια αόρατη αλυσίδα που συνδέει τις λέξεις και τις έννοιες, ίσως αποδεικνύει ότι η νεότερη ποίηση ανιχνεύει τα παλαιότερα στρώματα, τα αφουγκράζεται και τα συνεχίζει. Με άλλους τρόπους οπωσδήποτε, συχνά όμως πολύ ενδιαφέροντες, όπως η συγκεκριμένη ποιητική πρόταση του νέου ποιητή.



Διώνη Δημητριάδου

Η Διώνη Δημητριάδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη αλλά κατοικεί στην Αθήνα. Σπούδασε ιστορία και αρχαιολογία και δίδαξε σε δημόσια λύκεια. Ασχολείται με τη συγγραφή και με την κριτική λογοτεχνίας. Βιβλία της κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Νοών». Συμμετείχε σε συλλογικές εκδόσεις (εκδόσεις Σιδέρης, Μικρές εκδόσεις, Διάνυσμα). Έχει στο διαδίκτυο το προσωπικό ιστολόγιο «Με ανοιχτά βιβλία»


Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2016

«Τελευταία έξοδος: Στυμφαλία»



γράφει η Διώνη Δημητριάδου*


  μυθιστόρημα του Μιχάλη Μοδινού
         εκδόσεις Εστία




Ένας ρεαλιστικός ου τόπος

Η λογοτεχνία της κρίσης, όρος αμφίσημος. Εκλαμβάνεται ως λογοτεχνία που γράφεται μέσα σε περιόδους ανακατάταξης και αναδιάρθρωσης δομών και θεσμών, που συνοδεύονται από κρίση ιδεολογιών και ανατροπή θεμελιωδών θέσεων και αξιών. Με αυτή την εκδοχή της η λογοτεχνία που γράφεται με ένα τέτοιο σκηνικό γύρω της (και όχι μέσα της) είναι αναπόφευκτο να επηρεάζεται, όποιο και να είναι το θέμα της, από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα και εκούσα άκουσα να περιέχει στοιχεία (όχι πάντοτε εμφανή, ωστόσο υπαρκτά) από το κλίμα της εποχής. Σε μια άλλη εκδοχή του όρου, όμως, πρόκειται για μυθοπλασία που έχει ως θέμα της αυτήν ακριβώς την κρίση, με τους ήρωες να εκφέρουν άποψη για τα γεγονότα μέσα στα οποία ζουν και τις επιπτώσεις των οποίων υφίστανται. Αναπόφευκτα, όμως, πίσω από τα πρόσωπα της μυθοπλασίας διακρίνεται η θέση-άποψη του γράφοντος, ο οποίος βιώνοντας την κρίση της κοινωνίας και όντας επιμέρους κομμάτι της εικόνας αυτής, είναι αμφίβολο (ως και αδύνατο) να βγει έξω από το πλαίσιο αυτό και να μπορέσει να δει και να εκτιμήσει τη συνολική εικόνα, απαραίτητη προϋπόθεση για τη γραφή του μυθιστορήματος. Γιατί αυτό απαιτεί κατασταλαγμένη άποψη, οπτική θέα σε μια βιωμένη και απόμακρη χρονικά πλέον πραγματικότητα. Υπό αυτή την έννοια, ό,τι προκύπτει συγγραφικά μπορεί να έχει τη μορφή άρθρου προβληματισμού, μελέτης με συνοδευτικά στοιχεία και τεκμήρια, ίσως λογοτεχνικά να παίρνει τη μορφή διηγήματος, το οποίο εστιάζοντας σε στιγμές και επιμέρους εικόνες δικαιούται να αποδώσει την αποσπασματική, και παρορμητική γνώμη για τα συμβαίνοντα. Στην περίπτωση, ωστόσο,  που ο συγγραφέας εκτιμήσει πως η τοποθέτησή του στο ευρύτερο σκηνικό είναι τέτοια που του επιτρέπει την εποπτεία του χώρου ως συνολικής εικόνας πλέον, τότε η γραφή δεν μπορεί παρά να έχει τη μορφή ενός οραματικού δοκιμίου που συνιστά ίσως και μια προειδοποίηση προς τους αγνοούντες τη ζοφερή εικόνα, η οποία αποδίδεται πια με προφητική χροιά.
Η εισαγωγή αυτή εξυπηρετεί μια προσωπική μου αμηχανία ως προς την κατάταξη του συγκεκριμένου βιβλίου σε κάποιο είδος λογοτεχνικό. Έτσι, αδυνατώ να το ονομάσω μυθιστόρημα αναφερόμενο στη σύγχρονη κρίση, στη βάση της παραπάνω ήδη εκτεθειμένης άποψης. Η κατάταξή του στα μελλοντολογικά του είδους ίσως το αδικεί, με την έννοια ότι η προσέγγιση που επιχειρεί ο συγγραφέας καθόλου ανεδαφική δεν θα πρέπει να θεωρηθεί. Διαβάζοντάς το ανακαλύπτω σκηνές οικείες, με την ανάλογη οπωσδήποτε μυθοπλαστική κάλυψη που η λογοτεχνική συνθήκη επιτρέπει. Περισσότερο θα εξυπηρετούσε ο όρος μυθοπλαστικό δοκίμιο, αν φυσικά υπήρχε. 
Κινούμαι συστηματικά σαν εκκρεμές μεταξύ Αθηνών και Κορίνθου. Επιστρέφω στη βάση μου με το πρώτο χάραμα. Μοιάζει με αιώνια επιστροφή, με τη διαφορά ότι δεν προσφέρει τη λύτρωση μιας νέας αρχής.
Έτσι θα αρχίσει τον μονόλογό του ο αφηγητής της ιστορίας δίνοντας το στίγμα του. Μια επαναλαμβανόμενη πορεία, αδιέξοδη, ατελέσφορη και παράλογη στην παλινδρόμησή της, σε μια παράλληλη διαδρομή με αυτή που πορεύεται η χώρα. Αυτοκαταστροφική. Ο χρόνος κάποια χρόνια μετά από τη σημερινή εποχή, διανύουμε ήδη τον όγδοο χρόνο μ. Κ. (μετά καταστροφής). Υποπτευόμαστε ήδη από την αρχή ποιο θα είναι το τέλος αυτής της ιστορίας. Έτσι όπως προσδιορίζει τον εαυτό του στο κατατοπιστικό κεφάλαιο Αριθμοί μετρώντας τα μεγέθη της ζωής του και συνυφαίνοντάς τα υποχρεωτικά με την κατάσταση της καταρρέουσας χώρας του, αναμένουμε η τελική καταστροφή, η διάλυση των πάντων,  να συμπαρασύρει και την προσωπική του ζωή. Τουλάχιστον αυτή την πεποίθηση έχει ο ίδιος, όπως νιώθει να είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ζοφερής εικόνας. 
Γυρίζω στην πόλη αυτή που εδώ και καιρό είναι ένα άδειο κέλυφος, όπου διασταυρώνεται με κενά βλέμματα, με χαμένες υπάρξεις, με ψυχές που μοιάζουν να περιφέρονται στο Καθαρτήριο χωρίς να καταλαβαίνουν τι τις βρήκε, με απισχνασμένες κατατονικές μορφές που ψαχουλεύουν τους σκουπιδοτενεκέδες, με αλλοεθνείς που εκθέτουν τη μίζερη πραμάτεια τους σε χράμια, με επαίτες που αφηγούνται τις καταθλιπτικές ιστορίες τους και εκθέτουν τα έλκη τους στο Σύνταγμα ή στα διαρκώς αραιότερα δρομολόγια του μετρό, ανάμεσα σε καύκαλα από φαγωμένα περιστέρια, κονσερβοκούτια και περιττώματα.
Μα όλα αυτά που περιγράφει, το νιώθει ο αναγνώστης, δεν συμβαίνουν μόνο στη φαντασία ενός συγγραφέα, ούτε αποτελούν τμήμα μελλοντολογικής μυθοπλασίας. Είναι σκηνές που όλοι βλέπουμε γύρω μας. Έτσι, αντιλαμβανόμαστε ότι αυτή η υπόθεση μας αφορά με τον πιο άμεσο τρόπο.
Την αφήγησή του την ξεκινά νύχτα σε μια τελευταία απόπειρα να κάνει αυτό το ταξίδι ως την Κακιά Σκάλα, όπου και επιτέλους θα τερματίσει τη ζωή του. Συνιστά αυτή η κατάληξη μια παράλογη επιλογή; Η έξοδος από τη ζωή θα μπορούσε να εκληφθεί και ως συνειδητή πράξη ως αντίδραση σε μια παράλογη συνύπαρξη: ο άνθρωπος που ερωτά και θέλει να καταξιώσει μια θέση στον κόσμο που τον περιβάλλει από τη μια, και από την άλλη η σιωπή ως απάντηση στον διακαή πόθο του για ερμηνεία των πάντων. Το μόνο σοβαρό ερώτημα της ανθρωπότητας, αυτό της αυτοκτονίας. Ο άνθρωπος παίρνει τη μοίρα του στα χέρια του, όσο και αν αυτή η κίνηση συνιστά και το ταυτόχρονο τέλος της ζωής του. Σ’ αυτό το παιχνίδι δυνάμεων ποιος έχει την τελευταία λέξη;  Δικαιολογούμε τη στάση του ήρωα, την απόφασή του. Μια ηρωική έξοδος.
Ωστόσο, υπάρχει μια φωτεινή χαραμάδα, που ίσως ανατρέψει τελεσίδικες αποφάσεις. Η τελευταία έξοδος μπορεί να είναι η Στυμφαλία. 
Απ’ όλα τα θαύματα του κόσμου περισσότερο μ’ αφήνει έκθαμβο η ατρόμητη επέλαση του φωτός. Απ’ όλα τα θαύματα επιλέγω τη νίκη επί της νύχτας, που τώρα, κουρελιασμένη σε σκιές υποχωρεί άτακτα από το οροπέδιο. Ο μαβής βαρύς όγκος του βουνού στα δυτικά, τονισμένος από γενναιόδωρες πινελιές ροδαλού χιονιού, λιώνει μες στην πρωινή αχλύ. Η αιμάτινη γραμμή του ορίζοντα στην ανατολή προσπαθεί να ανασηκώσει την παγερή μολυβένια νέφωση πάνω από τον Σαρωνικό. Πίσω μου, η θαλάσσια λωρίδα του Κορινθιακού ανακτά το χρώμα της.
Οι γενειοφόροι άντρες με τις στολές παραλλαγής και τις κυνηγετικές καραμπίνες έλεγξαν το κάτι σαν πάσο με το οποίο με εφοδίασε ο Ειδικός Φρουρός. Τα μάτια τους έλαμπαν από τη φωτιά που τριζοβολούσε δίπλα στην μπάρα. Τα πρόσωπά τους μου θύμισαν κάτι προ πολλού ξεχασμένο, κάτι ακαθόριστα οικείο. Έτριβαν τα χέρια τους για να ζεσταθούν. Έπειτα, μου επέτρεψαν να βγω από το αυτοκίνητο. Μου πρόσφεραν ένα καυτό φλιτζάνι τσάι του βουνού κι ένα παξιμάδι. 
Καλωσόρισες από τη χώρα των νεκρών, είπε ένας τους.

Πώς αναθεωρείται μια απόφαση αυτοκτονίας; Ποια ικανή συνθήκη μπορεί να κάνει πάλι τη ζωή βιώσιμη; Απέναντι στον τόπο της καταστροφής  τι αντιπαρατίθεται; Ένας ου τόπος. Μια Στυμφαλία του μυθολογικού μας συλλογικού υποσυνείδητου. Ο Μιχάλης Μοδινός μας προσκαλεί σ’ αυτό τον τόπο συνειδητά, μας προκαλεί ταυτόχρονα να τον θεωρήσουμε υπαρκτό στον συμβολισμό του, ένα αντίπαλο δέος απέναντι στο τέρας της καταστροφής που απειλεί να μας συμπαρασύρει στον χαμό. Είναι ρεαλιστική λύση; Εδώ προκύπτουν δύο ερωτήματα: Το πρώτο αφορά την αποτελεσματικότητα μιας προσπάθειας ανασύνταξης της ζωής πάνω σε άλλη βάση, αναθεωρώντας αξίες (αμφισβητήσιμες οπωσδήποτε όμως ισχυρές), με τις οποίες πορεύτηκε η ανθρωπότητα ως τώρα δομώντας μια ζωή κάποτε ελπιδοφόρα που κατέληξε σε πλήρη ανατροπή των αρχικών επιδιώξεων, ίσως γιατί η βάση εξ αρχής ήταν σαθρή ή υπονομευόμενη από ποικίλα συμφέροντα. Με αυτή την οπτική εξετάζοντας τη «Στυμφαλία» θα λέγαμε ότι ο στόχος αναδεικνύεται ανεδαφικός, πολύ περισσότερο επειδή η προσπάθεια αυτή εκπορεύεται από έναν ελάχιστο αριθμό ανθρώπων, οι οποίοι στην καλύτερη περίπτωση θα διασώσουν το ατομικό τους σαρκίο. Θα μου πείτε, είναι λίγο αυτό; Ίσως όχι, πάντως ανεπαρκές μπροστά στην ευρύτερη χαώδη κατάσταση. Δυστυχώς οι κοινωνίες που έχουμε δομήσει δεν είναι  αριθμητικά σύνολα ομοειδών ατόμων. Μακάρι να ήταν, οπότε λύσεις σαν και αυτή να έβρισκαν μέσω της ενημέρωσης πολλούς οπαδούς. 



Το δεύτερο ερώτημα αφορά τα λογοτεχνικά πράγματα. Κατά πόσο δηλαδή η λογοτεχνία με τη δική της δυναμική μπορεί να κινητοποιήσει συνειδήσεις, να εμφανίσει προτάσεις και λύσεις που με την απαραίτητη μυθοπλασία να εμφανίζονται ιδανικές, έστω μέσα στον συμβολισμό τους. Όσοι θιασώτες της δύναμης του λόγου θα θέλαμε αυτό να το πιστέψουμε. Άλλωστε ποτέ δεν θεωρήσαμε τη λογοτεχνική παρουσία πολυτέλεια των ολίγων.
Απαραίτητη προϋπόθεση, βέβαια, ο λόγος αυτός να είναι ικανός, με την εκφραστική του δεινότητα και τη λιτή παρουσίαση της αλήθειας των πραγμάτων, να φθάσει μέχρι  τον αναγνώστη. Και εδώ έχουμε ένα τέτοιο δείγμα λόγου. Ο Μιχάλης Μοδινός με τον τρόπο της γραφής του, την άψογη περιγραφή καταστάσεων, την ικανότητα να παραπέμπει σε κοινό τόπο βιωμάτων, δεν μπορεί παρά να κινητοποιήσει τη σκέψη του αναγνώστη. Ίσως λίγο πιο πέρα από τον ρομαντισμό ενός οικολογικού κινήματος, που εκ των πραγμάτων αφορά λίγους. Ίσως προς μια κατεύθυνση λιγότερο πολιτική (τουλάχιστον στη μορφή που πλέον αυτή η εκδοχή της σκέψης εμφανίζεται) και περισσότερο υπαρξιακή. Ο άνθρωπος απέναντι στον εαυτό του και στις θεωρούμενες αξίες. Σε τελευταία ανάλυση, η όποια λύση έχει ως απαραίτητη, πρωταρχική προϋπόθεση τη συνειδητοποίηση της κατάστασης. Κατόπιν απαιτείται η εκτίμηση των δυνάμεων αλλά και των ορίων. 
Σκέφτομαι ότι ο συγγραφέας εύστοχα μεταμφίεσε τον δόκιμο λόγο του σε μύθο, δημιουργώντας αυτό που ονόμασε μυθιστόρημα. Γιατί έτσι  συνομίλησε με τον αναγνώστη του (ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στο γεγονός ότι αυτό το κατόρθωσε με την αφήγηση-μονόλογο του ενός προσώπου) μέσα από μια πλοκή ενδιαφέρουσα, που με τη σειρά της  δημιούργησε ερωτήματα προς απάντηση. Ίσως έτσι μπορεί να μεταλλαχθεί ένας ου τόπος μιας ουτοπικής σύλληψης σε ρεαλιστική εκδοχή, έστω με τη δύναμη της λογοτεχνίας. Με αυτό ως έναυσμα ανοίγει ο ορίζοντας για μια εκ νέου εκτίμηση της ζωής όπως την καταντήσαμε. Αν όμως αυτό μπορεί να το κάνει η λογοτεχνία, τότε και η δυναμική της πρέπει να επανεξεταστεί από τους δύσπιστους για την αποτελεσματικότητα του επινοημένου σύμπαντος.

Διώνη Δημητριάδου
Η Διώνη Δημητριάδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη αλλά κατοικεί στην Αθήνα. Σπούδασε ιστορία και αρχαιολογία και δίδαξε σε δημόσια λύκεια. Ασχολείται με τη συγγραφή και με την κριτική λογοτεχνίας. Βιβλία της κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Νοών». Συμμετείχε σε συλλογικές εκδόσεις (εκδόσεις Σιδέρης, Μικρές εκδόσεις, Διάνυσμα). Έχει στο διαδίκτυο το προσωπικό ιστολόγιο «Με ανοιχτά βιβλία»


Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2016

Χάρης Βλαβιανός "Το κρυφό ημερολόγιο του Χίτλερ"


γράφει η Διώνη Δημητριάδου*

Φυλακές Λάντσμπεργκ, Νοέμβριος 1923 – Δεκέμβριος 1924
Εισαγωγή: Κώστας Κωστής

Εκδόσεις Πατάκη



Σκέψεις αιλουροειδούς ή αλλιώς η αυθεντικότητα του επινοημένου


Η Ιστορία ανιχνεύει, καταγράφει και ερμηνεύει το γεγονός, πιστοποιώντας την ιδιαίτερη σημασία του απέναντι στο απλό συμβάν. Η Λογοτεχνία ενίοτε αντικρίζει την καταγεγραμμένη πλέον ιστορική άποψη και προσθέτει τη δική της θέαση της πραγματικότητας μέσω της μυθοπλασίας. Στην πιο ενδιαφέρουσα εκδοχή της συμπληρώνει κάποιο κενό της ιστορικής καταγραφής παρουσιάζοντας έτσι τον μύθο της ως επινοημένο ντοκουμέντο, απέναντι στο οποίο ο αναγνώστης στέκεται σκεπτικός. Πού τελειώνει η μυθοπλασία και πού αρχίζει η ιστορία; Όσο μεγαλύτερη η τέχνη της γραφής στην επινόηση των  αληθοφανών στοιχείων, τόσο μεγαλύτερη η αποδοχή τους από τον αναγνώστη. Ο Χάρης Βλαβιανός εύστοχα, λοιπόν,  καθόρισε το βιβλίο του ως μυθοπλαστικό ντοκουμέντο, ενώνοντας σε έναν όρο την αλήθεια των γεγονότων της ιστορίας με την επινοημένη πραγματικότητα της λογοτεχνίας. Παρουσιάζει έτσι το ημερολόγιο που θα μπορούσε να έχει γράψει (ή που όντως έγραψε αλλά δεν σώθηκε) ο Αδόλφος Χίτλερ κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού του στις φυλακές του Λάντσμπεργκ για δεκατρείς μήνες (από τον Νοέμβριο του 1923 έως τον Δεκέμβριο του 1924).
26 Νοεμβρίου, 1923
«Με έκλεισαν εδώ μέσα πιστεύοντας πως έτσι θα με εξουδετερώσουν. Πως θα κάμψουν το ηθικό μου. Πως θα διαλύσουν το Κόμμα μου. Σφάλμα μέγα! Στερώντας μου την ελευθερία, με κάνουν πιο δυνατό. Πιο αποφασισμένο να συνεχίσω το έργο μου. Συν τοις άλλοις το ηλίθιο κράτος μού παρέχει δωρεάν παιδεία. Θα μετατρέψω τη φυλακή σε πανεπιστήμιο. Το κελί μου σε απέραντη βιβλιοθήκη. Ας δω τον εγκλεισμό σαν ευκαιρία: Τώρα μου προσφέρεται άφθονος χρόνος να διαβάσω απερίσπαστος όσα από καιρό σχεδίαζα, για να καλύψω τα κενά μου. Το οικοδόμημα που σκοπεύω να φτιάξω θα  στηρίζεται σε αδιάσειστες ιδέες, όχι σε σαθρά επιχειρήματα. Από αυτά χόρτασε ο λαός μας.
[…] Το αιλουροειδές, προτού επιτεθεί στο θήραμά του, λουφάζει στους θάμνους, συσπειρώνεται και περιμένει την κατάλληλη στιγμή που θα εκτιναχθεί με ορμή. Τώρα  είμαι εγώ το αιλουροειδές. Να τρέμουν όσοι σταθούν εμπόδιο στα σχέδιά μου».

Τα παραπάνω λόγια θα μπορούσαν να είναι του Χίτλερ, αφού αποτυπώνουν τον τρόπο σκέψης του δείχνοντας τον σχεδιασμό που έπλαθε με το μυαλό του προκειμένου να εκτιναχθεί, όπως λέει, παρομοιάζοντας τον εαυτό του με ένα αιλουροειδές που παραμονεύει το θύμα του. Γνωρίζοντας, από τη θέση του προνομιούχου αναγνώστη, την εφιαλτική συνέχεια αυτής της προετοιμασίας, νιώθουμε ήδη την ανατριχίλα απέναντι στο θηρίο.  Από την αρχή του βιβλίου ο συγγραφέας του φανταστικού αυτού ημερολογίου κατάφερε να μας βάλει στο κελί του έγκλειστου -δυνάμει ακόμα- ηγέτη. Και παρακολουθούμε τη σκέψη του Αδόλφου Χίτλερ να διαμορφώνει σιγά σιγά το πλάνο της πορείας του, ενώ ταυτόχρονα γίνονται εμφανείς οι πρώτες αντιδράσεις στα πρόσωπα των συγκρατουμένων του αλλά και όσων τον επισκέπτονται στο κελί του. Μια πρώτη γεύση θα λέγαμε από τα πλήθη που λίγα χρόνια μετά θα εκστασιάζονται από τον λόγο του. Ήδη ο μοιραίος ηγέτης

ετοιμάζεται, το κακό εκκολάπτεται. Διαγράφεται εδώ η προσωπικότητα ενός ανθρώπου δέσμιου της εγωπάθειάς του, συχνά αμφίθυμου, με την απουσία ενός υγιούς συναισθηματικού κόσμου. Μια προσωπικότητα  ελλιπής, που κατορθώνει όμως να δημιουργεί κύκλο θαυμαστών και πιστών συνεργατών. Περισσότερο στον κύκλο αυτών των συνοδοιπόρων θα πρέπει να αναζητήσουμε την εφαρμογή της θεωρίας της Hannah Arendt για την κοινοτοπία του κακού και όχι στον ίδιο τον Χίτλερ. Ο Χάρης Βλαβιανός καταφέρνει με τον τρόπο που πλάθει τις προσωπικότητες των ανθρώπων γύρω από τον συγκεκριμένο ηγέτη να δείξει πώς ελκύεται κάποιος από τις παράλογες ρατσιστικές θεωρίες, περί καθαρότητας της φυλής για παράδειγμα (πόση αντίθεση με την άποψη  «η γερμανική ψυχή είναι μιγάς» του Nietzsche), και εκτιμώντας πως αυτές συνιστούν τον κοινό τόπο τις υιοθετεί αναπαράγοντας έτσι τα ιδεολογήματα του εμπνευστή τους. Ο ίδιος όμως ο Χίτλερ δεν εμπίπτει σ’ αυτή την κατηγορία ανθρώπων. Έχει την πεποίθηση άλλωστε ότι ενσαρκώνει τις βαθύτερες επιθυμίες του γερμανικού έθνους για επικράτηση σε βάρος των υπολοίπων, εφόσον επιφυλάσσει για τον εαυτό του τον ρόλο του αδιαμφισβήτητου ηγέτη.

Η Ιστορία προσφέρει στον Ηγεμόνα την περίσταση και μαζί της την ύλη την οποία εκείνος στη συνέχεια θα διαμορφώσει ανάλογα με τις επιθυμίες και τα σχέδιά του. Ιστορία →Ύλη →Μορφή. Η στιγμή πλησιάζει όλο και πιο γοργά. Η ύλη είναι το γερμανικό έθνος. Πρέπει να την πλάσω έτσι που να πάρει τη μορφή που θέλω, και αυτή η  μορφή θα της δώσει την κυρίαρχη θέση που της αξίζει στην Ιστορία.
[…]Ένας ισχυρός λαός, με ανώτερο πολιτισμό, δεν μπορεί παρά να επεκταθεί και να κυριεύσει ασθενέστερα έθνη. Είναι ιστορικός νόμος!


Αποτελεί ενσάρκωση του κακού χωρίς την οποιαδήποτε δικαιολογία, που θα μπορούσε να μετριάσει την αποτρόπαιη εικόνα του. Ακόμα και οι στιγμές ανθρώπινης αδυναμίας που μας παρουσιάζει Αλήθεια, πώς θα ηγηθώ της Γερμανίας εγώ, ένας κοντός, μελαχρινός, πλαδαρός Αυστριακός; κραυγάζουν για τον συμπλεγματικό του χαρακτήρα.
Σκέφτομαι πως θέλει ιδιαίτερη τέχνη, εκτός φυσικά από προσεκτική μελέτη, η συγκεκριμένη γραφή που καταθέτει με το βιβλίο του αυτό ο Χάρης Βλαβιανός, για να μπορεί να πείσει για την αυθεντικότητα του επινοημένου. Έχοντας μελετήσει κανείς τον λόγο του ίδιου του Χίτλερ (ενδιαφέρον ανάγνωσμα για να κατανοήσει το χτίσιμο μιας ιδεολογίας αποτελούμενης απολύτως από ιδεολογήματα) δεν μπορεί παρά να αναγνωρίσει στον Βλαβιανό την ικανότητα να κατασκευάζει με τον δικό του λόγο επιχειρήματα που θα ήταν δυνατόν να χτίστηκαν στο μυαλό του Χίτλερ, όταν κλεισμένος στις φυλακές του Λάντσμπεργκ έφτιαχνε το προσχέδιο του βιβλίου του ναζισμού (Mein Kampf). Όταν αυτός που, όπως διατείνεται, έβλεπε τον εαυτό του να αρκείται στον ρόλο ενός τυμπανιστή, άρχισε να διαμορφώνει την προσωπικότητα ενός αρχηγού. Ενός Führer, που θα μηχανευόταν τον τρόπο εξολόθρευσης του εχθρού που ο ίδιος θα επέλεγε. Επικεντρώνει συχνά τη γραφή του ο Βλαβιανός σε αυτά τα σοφίσματα του μυαλού, αφού πρώτα ο ανασφαλής και αδύναμος Χίτλερ θα έπρεπε να πείσει τον εαυτό του για τον σημαδιακό του ρόλο, προκειμένου κατόπιν να συνεγείρει έναν ολόκληρο λαό.
Αφού η γερμανική γλώσσα είναι ανώτερη από τις άλλες γλώσσες, είναι σαφές πως και η Γερμανία είναι ανώτερο έθνος και μπορεί και πρέπει να καθυποτάξει τα κατώτερα.
Ίσως θεωρηθεί παράτολμο να έρθει στην επιφάνεια (με αφορμή το βιβλίο) η προσωπικότητα του ηγέτη του ναζισμού, ειδικά σε μια εποχή που αναβιώνουν σε όλη την Ευρώπη οι θεωρίες του, αλλά  και μέσα από πολλά εγγενή προβλήματα τρίζει ο θεσμός της δημοκρατίας. Ωστόσο το συγκεκριμένο βιβλίο θα μπορούσε να προβληματίσει στη σωστή κατεύθυνση τον αναγνώστη δείχνοντας πως ενίοτε ισχύει το κοινότοπο (όχι όμως και απολύτως αληθές) ότι η ιστορία αγαπά την επανάληψη. Μπορεί να είναι συγκρίσιμα κάποια μεγέθη, κατ’ αναλογία όμοια κάποια γεγονότα, ωστόσο αρκεί μια απειροελάχιστη μικρή διαφοροποίηση (και στην τρέχουσα πραγματικότητα εμφανίζονται πολλές και μεγαλύτερες διαφορές από εποχή σε εποχή) για να ανατρέψει την ακολουθία των γεγονότων. Η επανάληψη τότε εντοπίζεται σε συνθήκες που πέρα από την εμφανή ομοιότητα κινδυνεύουν να οδηγήσουν και σε παρόμοιες με το παρελθόν καταστάσεις, οι οποίες μπορεί να μην είναι ίδιες με εκείνες αλλά τα επακόλουθά τους ίσως αποβούν επίσης ολέθρια.
Θα είμαστε παρόντες στη Βουλή, όχι για να ακουστεί απλώς η φωνή μας, αλλά για να υπονομεύσουμε τον ίδιο τον θεσμό του Κοινοβουλίου. Θα τον ευτελίσουμε σε τέτοιο βαθμό που ο ίδιος ο λαός θα ζητήσει κάποια στιγμή να καταργηθεί.
Το κρυφό ημερολόγιο του Χίτλερ, το επινοημένο ημερολόγιο, σε ξεγελά και νομίζεις πως διαβάζεις αυθεντικό κείμενο. Ίσως γιατί η λογοτεχνία είναι η μόνη που μπορεί να σταθεί απέναντι στα ιστορικά γεγονότα έχοντας στις αποσκευές της την αυθάδεια που χρειάζεται για να τοποθετηθεί στα γεγονότα και να δημιουργήσει με τον λόγο την εικόνα που αποκόμισε μέσα από τη μελέτη της ιστορίας. Πολύ καλύτερα μάλιστα αν ο συγγραφέας έχει και την ιδιότητα του ιστορικού. Έτσι, ποιεί τον λόγο μεταποιώντας τη γραφή της ιστορίας. Και το αποτέλεσμα που προκύπτει από αυτή τη συνάντηση περιέργως θα μπορούσε να εκληφθεί και ως ντοκουμέντο ιστορικό, με το μυθοπλαστικό του ένδυμα να υπογραμμίζει τα πλέον σημαντικά κομμάτια της αλήθειας ή ακόμη και μια βαθύτατα ειρωνική της όψη. Όπως αυτή που αφήνει ο συγγραφέας να φανεί όταν τοποθετεί τα παρακάτω λόγια στο χαρτί του ημερολογίου του Χίτλερ:
Όλη αυτή η ιστορία με κάνει να νιώθω παγιδευμένος. Έτσι μου έρχεται να τα βροντήξω όλα.


Διώνη Δημητριάδου

Η Διώνη Δημητριάδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη αλλά κατοικεί στην Αθήνα. Σπούδασε ιστορία και αρχαιολογία και δίδαξε σε δημόσια λύκεια. Ασχολείται με τη συγγραφή και με την κριτική λογοτεχνίας. Βιβλία της κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Νοών». Συμμετείχε σε συλλογικές εκδόσεις (εκδόσεις Σιδέρης, Μικρές εκδόσεις, Διάνυσμα). Έχει στο διαδίκτυο το προσωπικό ιστολόγιο «Με ανοιχτά βιβλία»


Σάββατο 1 Οκτωβρίου 2016

Ένας ευάλωτος κόσμος σε μια ευαίσθητη ισορροπία «Άντρας που πέφτει»

γράφει η Διώνη Δημητριάδου*


διηγήματα του Νικόλα Σεβαστάκη
εκδόσεις Πόλις


[…]
Στο γιατρό του που τον ρώτησε «πώς αισθάνθηκε κατά τη στιγμή της πτώσης», έδωσε την απάντηση ότι αποχωρίστηκε το σώμα του προσπαθώντας να ανοίξει μια τρύπα σε ένα πυκνά πλεγμένο σύρμα, σε ένα είδος διχτυού.
«Σαν να βρισκόμουν, γιατρέ, και στις δυο μεριές του φιλέ… Με καταλαβαίνετε;»

Στα όρια μιας πραγματικής (όπως αυτή παραπάνω)  και μιας συμβολικής πτώσης  βρίσκονται οι ήρωες των διηγημάτων του Νικόλα Σεβαστάκη. Ή μήπως ο κόσμος είναι που ανατρέπεται μαζί με όσα τον κρατούσαν όρθιο; Ελπίδες, αισιοδοξία, όνειρα. Μπορούν να επιβιώσουν μέσα σε ένα σκηνικό αργής σήψης; Οι ήρωες αυτοί είναι εικόνες που αποτυπώθηκαν στη μνήμη του συγγραφέα, που ανταποκρινόμενος στον ρόλο του (η γραφή απαιτεί πρωτίστως εναργή συνείδηση που παρατηρεί και καταγράφει) αποκόπτει πρόσωπα και σκηνές από το γύρω υπαρκτό σκηνικό, κατόπιν δημιουργεί ένα νέο, δικό του, και εντάσσει το υλικό του εκεί μέσα σε αγαστή συνύπαρξη. Κάπως έτσι οι ήρωες αυτοί είναι απολύτως αληθινοί, με τα λόγια τους να απηχούν τις προσωπικές μας σκέψεις:
[…]
«Εμείς δεν ήμασταν έτσι», ψιθυρίζει στο μαξιλάρι της, πριν ναρκωθεί για τα καλά στον ύπνο δίχως όνειρα, στον ύπνο της κουρασμένης ανθρωπότητας.

Αυτή η σύντομη γραφή, το διήγημα, πόσο πιστά μπορεί να αποδώσει την πραγματικότητα γύρω μας; Αν κάποιος είναι συνηθισμένος στην πρόσληψη της συνολικής εικόνας, έτσι όπως αποτυπώνεται στη μεγάλη αφήγηση (το μυθιστόρημα) με δεδομένη ωστόσο την προϋπόθεση μιας σοβαρής επεξεργασίας του μυθοπλαστικού υλικού που έχει στα χέρια του ο συγγραφέας, ίσως θεωρήσει ελλιπή την εικόνα που προλαβαίνει να αιχμαλωτίσει η μικρή φόρμα του διηγήματος. Από μια άλλη όμως οπτική γωνία, γίνεται φανερό ότι αυτή η αποσπασματική σε πρώτη ματιά σκηνή μπορεί να αποδώσει όλη τη συγκίνηση, όλη την έκφραση συναισθημάτων του ήρωα και μάλιστα μέσα στον λίγο χώρο αφήγησης και στον ελάχιστο χρόνο ανάγνωσης που διαθέτει. Το αν φυσικά κερδίζει τον αναγνώστη σχετίζεται κυρίως με την ικανότητα του συγγραφέα να απομονώνει τα άξια λόγου από όσα τον περιτριγυρίζουν και να τα αποδίδει με τη γνώση του σύντομου χαρακτήρα του εγχειρήματός του.
Στα συγκεκριμένα διηγήματα έχεις την αίσθηση ότι όσα έπρεπε να ειπωθούν είναι σοφά ακουμπισμένα στις σελίδες τους. Στο τέλος της ανάγνωσης νιώθεις ότι θα καταστρεφόταν η ισορροπία της ιστορίας, αν κάτι ακόμα γραφόταν. Για παράδειγμα, στο τέλος του εξαιρετικού διηγήματος που δανείζει τον τίτλο του σε όλη τη συλλογή, ο άντρας που πέφτει φθάνει στη διατύπωση της σκέψης (ήδη αναμενόμενη αυτή από τον αναγνώστη) ότι:
Η Αμαλία δεν είναι πια η πρώην γυναίκα του, αλλά η βασική ιδιότητα των πραγμάτων που τον περιστοιχίζουν, η ονομασία της πραγματικότητας. Καθώς τινάζει τη σκόνη απ’ το μπατζάκι του, νιώθει τη δύναμη της φωνής της: κομμάτια από το παρελθόν μπερδεύονται στα πόδια του, αλλά εκείνος πρέπει να προχωρήσει, πρέπει να προχωρήσει κόβοντας δρόμο.


Κάπως έτσι στέκεσαι, όσο το μπορείς, απέναντι στις αντιξοότητες της ζωής σου. Και κάπως έτσι σηκώνεσαι και περπατάς ίσια πάλι, χωρίς να σκοντάφτεις και να πέφτεις. Οι ήρωες των διηγημάτων ανησυχούν για
την τροπή που πήραν τα πράγματα στον κόσμο μας
έρχονται αντιμέτωποι με τις προσωπικές τους απώλειες αφήνοντας να σπάνε
τα νερά της μνήμης
και διατηρούν μια φιλοσοφημένη στάση απέναντι στα αναπάντητα γιατί που σταθερά επανέρχονται, μια που αποδεικνύονται ίσως πιο αδύναμοι από όσο πίστευαν. Αυτούς τους ανθρώπους που περιγράφει εδώ ο Νικόλας Σεβαστάκης νιώθεις να τους αγαπάς, να κατανοείς τις εμμονές τους και να συμμερίζεσαι τον πόνο τους όταν καταρρέουν. Ίσως γιατί είναι ο κόσμος που καταβυθίζεται συμπαρασύροντας και τους αβέβαιους βηματισμούς τους. Έτσι ο τίτλος του διηγήματος (αλλά και ολόκληρης της συλλογής) «Άντρας που πέφτει», έχει πια διπλή σημασία. Αυτός ο άντρας, ο άνθρωπος εν γένει, πέφτει κατά μια φυσική ακολουθία. Το ενδιαφέρον στη ματιά του συγγραφέα βρίσκεται στην προσπάθεια που κάνει για να σηκωθεί, να ανασυγκροτήσει τον μικρόκοσμό του πρώτα και κατόπιν να αναρωτηθεί αν μπορεί να αλλάξει και το περίβλημα. Δύσκολη υπόθεση, όπως εικαστικά υπογραμμίζεται και από την εύστοχη εικόνα του εξωφύλλου. Τα μεγέθη είναι άνισα, ο άνθρωπος μικρός. Η πτώση παραμονεύει ως ενδεχόμενο σε κάθε στραβοπάτημα. Κι όμως σε αυτά τα πρόσωπα που απομονώνει η ματιά του Νικόλα Σεβαστάκη βλέπεις μια διάθεση ζωής, έναν αντίλογο στη μίζερη και ζοφερή πραγματικότητα. Μάταιο όλο αυτό; Ίσως. Δεν μπορώ, ωστόσο, να μη μεταφέρω εδώ τρεις σειρές από το «Τέλος εποχής», το μεγαλύτερο διήγημα και το πλέον  δηλωτικό της ευάλωτης ατομικότητας, που δίνουν αυτό το ψήγμα ελπίδας:
Δεν του άρεσε του εννιάχρονου το γράψιμο και ο μπαμπάς της προσπαθούσε μάταια να της εξηγήσει την ομορφιά ενός μολυβιού που κινείται πάνω στο λευκό χαρτί όπως το πέδιλο του χορευτή στον πάγο.
Η απόλυτη ομορφιά, η γοητεία του χαμένου πια, να επανέρχεται εν είδει διδαχής, έστω και μάταιης. Ίσως αυτός ο κόσμος να μην έχει χάσει εντελώς την ελπίδα του.



Διώνη Δημητριάδου

Η Διώνη Δημητριάδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη αλλά κατοικεί στην Αθήνα. Σπούδασε ιστορία και αρχαιολογία και δίδαξε σε δημόσια λύκεια. Ασχολείται με τη συγγραφή και με την κριτική λογοτεχνίας. Βιβλία της κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Νοών». Συμμετείχε σε συλλογικές εκδόσεις (εκδόσεις Σιδέρης, Μικρές εκδόσεις, Διάνυσμα). Έχει στο διαδίκτυο το προσωπικό ιστολόγιο «Με ανοιχτά βιβλία»

Σάββατο 10 Σεπτεμβρίου 2016

Διαβάζοντας το “Cabaret Voltaire” του Αχιλλέα Κατσαρού

γράφει η Διώνη Δημητριάδου*



Η σύλληψη της συνολικής εικόνας
Διαβάζοντας το “Cabaret Voltaire” του Αχιλλέα Κατσαρού
                                                      εκδόσεις Μίνθη



Ορχήστρες Αθηνών και πάσης Ελλάδος
Ημέρα πρώτη
Κάθοδος στον Άδη.
Η ανάσταση εδώ σαλπίζει πιο σιωπηλή
από τις κραυγές των ζωντανών
οχύρωση του σώματος
μπροστά στη σκιά.
Τα ζώα μιλούν.

   Από τους πρώτους στίχους του “Cabaret Voltaire” ανοίγει μπροστά σου μια εικόνα. Και αυτή σε συνοδεύει ως το τέλος, τακτοποιώντας τα κομμάτια της στίχο τον στίχο μέχρι να δεις όλο το νόημά της. Σκέφτομαι ότι με αυτό που μόλις έγραψα έρχομαι σε αντίφαση με τον τίτλο που έβαλε ο ποιητής στο έργο του. Γιατί εμφανέστατα παραπέμπει στον εμβληματικό εκείνο χώρο του Hugo Ball και των ντανταϊστών στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, στη Ζυρίχη, αλλά και στο ομώνυμο περιοδικό του ανατρεπτικού αυτού κινήματος. Και ακόμα περισσότερο νιώθω την αντίφαση, όταν ανακαλύπτω στις σελίδες του Κατσαρού τα σχέδια από το ημερολόγιο του Tristan Jara, ηγέτη των ιδιόμορφων αυτών δημιουργών. Αν ο ποιητής θέλει τον συσχετισμό με τη γραφή του dada, τότε το όλο σκηνικό που επιχειρεί να στήσει υπονομεύεται από τις αρχές του κινήματος. Και πάλι εδώ σκέφτομαι πόσο συμβατικός είναι ο κώδικας της γλώσσας, μια που η λέξη αρχές δεν συνάδει φυσικά με τον αυτονόητο αναρχισμό των ντανταϊστών. Η αποδοχή του τυχαίου παράγοντα στη βάση κάθε δημιουργίας, η άρνηση αρχών που να διέπουν την τέχνη, η μη αποδοχή της οποιασδήποτε σκοπιμότητας θα μπορούσε να ορίσει τα πλαίσια του καλλιτεχνικού έργου, η απομάκρυνση εν τέλει από κάθε λογική που θα κατεύθυνε το χέρι του ζωγράφου ή τη σκέψη του ποιητή, δεν συνιστούν μια μορφή μηδενισμού; Πρόκειται για μια πολύ πιο ακραία εκδοχή του αυτοματισμού στην τέχνη (από αυτήν που δηλώνει ο υπερρεαλισμός κατόπιν), που αναπόφευκτα οδηγεί στην αποδοχή της αυτονομίας του έργου, αποκομμένου πια και από τον ίδιο τον δημιουργό του. Στόχος, άλλωστε, του κινήματος αυτού ήταν η έλλειψη οποιουδήποτε εμφανούς στόχου. Αντιφατική οπωσδήποτε η προσέγγιση αυτή.
Έρχομαι, μετά από αυτή την απαραίτητη εισαγωγή, στο έργο του Αχιλλέα Κατσαρού. Είναι άραγε ζωντανή στη σημερινή ποίηση η παρουσία του ιδιόμορφου dada; Έχω την πεποίθηση ότι όλα τα ρεύματα που επηρέασαν κατά εποχές την ποιητική δημιουργία (και τη λογοτεχνική γενικότερα) δεν έχουν σβήσει αλλά συνεχίζουν τη ζωή τους ανιχνευόμενα σπερματικά στα σύγχρονα έργα. Ίσως, όμως,  είναι μοναδική η περίπτωση του Κατσαρού που τόσο έντονα κατευθύνει προς το συγκεκριμένο ρεύμα. Πόσο πιστός, ωστόσο, μπορεί να μείνει ο σημερινός ποιητικός λόγος σε ένα μηδενισμό που μόνο με τη μορφή ποιητικής άσκησης μπορεί πλέον να εκληφθεί; Ευτυχώς η ποίηση που εκπροσωπεί ο Κατσαρός είναι κάτι πολύ περισσότερο από κάτι τόσο αδιέξοδο και επιφανειακό όπως μια άσκηση επί χάρτου - ας μου επιτραπεί εδώ το λογοπαίγνιο.
Στα τρία μέρη που χωρίζει τον λόγο του, και ύστερα από το ξάφνιασμα που σου προκαλεί στο πρώτο μέρος η απρόσμενη εικόνα της ορχήστρας των ζώων (οργουελικής ίσως επιρροής), κλιμακώνεται ένα τοπίο με έντονα τα στοιχεία του σουρεαλισμού.

Είμαι ένας μικρός αχινός
φώναξε κάποιο ζωντανό
παίζω φλάουτο
φοράω πράσινο του δάσους φανελάκι
αδυνατώ να ερμηνεύσω γιατί
δεν βγαίνουν νότες
από μέσα
παρά μόνο κάτι κίτρινα
σαν αηδόνια κελαηδούν
χωρίς κεφάλι
και μιλούν
στις νότες
που έχω
για μπότες.

Μόλις όμως πάει να κατασταλάξει μέσα σου το άτοπον του πράγματος, υποψιάζεσαι το ρεαλιστικό υπόβαθρο που κατευθύνει το όλο έργο. Γιατί ο ποιητής, κατά τη γνώμη μου, έχει απόλυτη επαφή με την πραγματικότητα, την οποία παρουσιάζει εδώ μεταμφιεσμένη με στοιχεία του παραλόγου. Ίσως η πρόσληψη του αληθινού να χρησιμοποιεί συχνά το ύφος  του άλογου, σαν ένα μονοπάτι που οδηγεί με εντυπωσιακό τρόπο στον ίδιο στόχο. Αρκεί να ανασηκώσεις λίγο την κουρτίνα και να διαβάσεις σωστά τα σημεία.

Θα μπορούσες να με πεις και άλογο
μα δεν έχω ταυτότητα
από τότε που σηκώθηκα στα δύο
σαν άνθρωπος
προχωρώ κολλημένος
με τέσσερα πόδια ενδιάμεσα
σκάλα
για ν’ ανεβαίνει ο κάθε
μεθυσμένος αλητόγατος
να μου κάνει παρέα
όταν παίζω φυσαρμόνικα και ζεσταίνω
τον άνεμο που φυσάει.

Οι παραπάνω στίχοι -τραγικοί στον συμβολισμό τους- δεν επιτρέπουν θαρρώ μεγάλη ακροβασία στο παράλογο και το άσκοπο, περιγράφοντας την εικόνα του μοναχικού (ποιητή ίσως;) που ρόλος του είναι η μετάλλαξη του άτοπου σε κοινό τόπο, ώστε να κοινωνούν οι υπόλοιποι.

Στο δεύτερο μέρος βρίσκει τη συνέχειά του ο στίχος
Κάθοδος στον Άδη
που μας υποδέχθηκε στην αρχή του ποιήματος. Εδώ ο χώρος των κεκοιμημένων θα δώσει το κατάλληλο πλαίσιο για μια

Παρατήρηση των εγκοσμίων στον τόπο των
κεκοιμημένων ή τι θα μπορούσε να ειπωθεί για
τον θάνατο την ώρα που τον μελετάς στον φυσικό
του χώρο.

Ο φόρος τιμής στον Αντρέ Μπρετόν με την απαραίτητη παρουσία
Η κυρία Νταντά Σουρεάλ

Εδώ έχουν τη θέση τους και οι σημερινοί «άγιοι των Εξαρχείων»

περπατώντας τη Βαλτετσίου θα δεις
επιληπτικούς Λουκιανούς κι άλλους αγίους να
ξύνουν ακόμα το κεφάλι τους
μπροστά στο θαύμα της φλεγόμενης βάτου

εκεί δίπλα στην Περσεφόνη. Πώς αλλιώς; Εδώ όλοι έχουν μια θέση, ακόμα και η νεκροκεφαλή μέσα στο πλήθος, προς έκπληξη του ποιητή

αυτή η νεκροκεφαλή
στη μέση του πλήθους
πώς διάβολο βρέθηκε ανάμεσά μας;

Μια υπενθύμιση ίσως της ματαιότητας των φαινομένων που εισηγείται η ζωή.

Όμως στερεύουν, όπως είναι φυσικό, οι ερμηνείες κι έτσι αφήνεσαι στον χείμαρρο των λέξεων, στην κυριαρχία των εικόνων. Και αναμένεις, μετά από τον απόλυτο χώρο των νεκρών και των νεκροζώντανων, μια ανάσταση. Αυτή θα έρθει στο τρίτο μέρος, σαν μια σκηνή από τον Ιωάννη, τον αποκαλύπτοντα τα μυστήρια. Μόνο που η σκηνή εδώ δεν μιλά μόνο για τα  μελλούμενα, μα και για τα αληθινά βάσανα του κόσμου. Έτσι δίπλα στο τοπίο της Νισύρου, στον απρόβλεπτο τόπο του ηφαιστείου που συνδέει με τα έγκατα της γης, έχουμε τη Λέσβο των πνιγμένων, των κυνηγημένων σύγχρονων, που τόπο δεν γνωρίζουν. Ο ποιητής είναι μέρος του πάσχοντος τοπίου, κομμάτι της ανθρωπότητας που αγωνιά. Τι θα γίνει, λοιπόν;

Αναστάσιμη μέρα.
Έξω από τον τάφο δεν θα δεις άγγελο ούτε γυναίκες.
Η κόλαση είναι πιο ζωντανή από κάθε περιγραφή.
Σπάνε οι βράχοι.
Χιλιάδες λεύγες πραγματικότητα,
αυτό είναι το αλύτρωτο κρασί.
[…]
Υπάρχουν ανθολογίες εκεί έξω;
Δόρατα αιχμηρά;
Λεγεώνες ονείρων;
Κύματα επτά.
Υπάρχουν στάχτες;

Οδύσσειες;


Ο ποιητής έθεσε τον προβληματισμό του. Ως εδώ. Μας έφτιαξε τη σύνθετη εικόνα του επιχειρώντας να μιλήσει με όχημα το επιφανειακά παράλογο, το σουρεαλιστικό, αλλά προσγειώνοντας τον λόγο του στα αληθινά πράγματα. Κατανοεί ο αναγνώστης; Αν ακολούθησε, στίχο τον στίχο, τον ποιητή μέσα από τις δίσημες λέξεις του, αν μπήκε στον κόπο μιας ποίησης που ξέρει να απογειώνεται έχοντας πίσω της όμως σταθερό τοπίο, τότε έχει κατανοήσει. Όσο έπρεπε. Η ποίηση του Αχιλλέα Κατσαρού υπερίπταται των χώρων για να δει καλύτερα. Ανιχνεύει τα παλαιότερα ρεύματα  για να προτείνει μια σύνθετη σκέψη που δομείται πάνω στο λεκτικά παράλογο συχνά, αλλά που ανοίγει παράθυρα στη ρεαλιστική εικόνα. Είναι όμως μια ποίηση που απαιτεί από τον αναγνώστη της επίσης ένα ταξίδι, και πίσω στον χρόνο και μέσα σε πολλά γνωστικά επίπεδα. Πώς αλλιώς να ερμηνεύσει αυτό που βιώνει;
Αναρωτιέμαι πώς θα ακουγόταν αυτός ο ποιητικός λόγος μέσα σ’ εκείνο το παλαιό Cabaret Voltaire. Πώς θα διαβαζόταν αυτή η μείξη των στοιχείων λογικού και άλογου στο περιοδικό των δημιουργών τουdada.  Υποθέτω με την απαραίτητη διαχρονική  διευκρίνιση από την πλευρά του ποιητή ότι οι παλαιές επαναστάσεις διασώζονται όσο μεταφέρεται το πνεύμα τους στο σήμερα με τις απαραίτητες μεταλλάξεις. Έτσι το ανατρεπτικό πνεύμα στην καλλιτεχνική δημιουργία υπάρχει σε μια σύγχρονη εκδοχή της ποίησης. Γιατί αναμφίβολα ο ποιητικός λόγος του Αχιλλέα Κατσαρού ανατρέπει τα ποιητικά πράγματα θυμίζοντας πως ο στίχος αυτόν τον ρόλο επιτελεί. Ένα γερό ταρακούνημα των αισθήσεων πρώτα, των σκέψεων κατόπιν.


Η Διώνη Δημητριάδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη αλλά κατοικεί στην Αθήνα. Σπούδασε ιστορία και αρχαιολογία και δίδαξε σε δημόσια λύκεια. Ασχολείται με τη συγγραφή και με την κριτική λογοτεχνίας. Βιβλία της κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Νοών». Συμμετείχε σε συλλογικές εκδόσεις (εκδόσεις Σιδέρης, Μικρές εκδόσεις, Διάνυσμα). Έχει στο διαδίκτυο το προσωπικό ιστολόγιο «Με ανοιχτά βιβλία»