Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2016

Δημήτριος Δημητριάδης «Χρόνος αυτόχειρας»


 γράφει η Διώνη Δημητριάδου*
 Αναδημοσίευση από: Fractal


Δημήτριος Δημητριάδης

                                                       «Χρόνος αυτόχειρας» ποιήματα
από τις εκδόσεις Γκοβόστη

Η ποίηση είναι άχρονη, γι’ αυτό και διαχρονική. Καταθέτει τον λόγο της έξω από τα περιοριστικά διαστήματα, σαν να μην αναγνωρίζει τις εκβιαστικές μετρήσεις του χρόνου, σαν να περιφρονεί τη συμβατική αντίληψη ζωής, που όλα τα απαιτεί μέσα σε προκαθορισμένα πλαίσια. Οι θνητές της αφορμές, πάντοτε με σαφήνεια καθορισμένες μέσα σε χωροχρονικά δεδομένα, σβήνουν από τη στιγμή που θα κατατεθούν στο χαρτί και από εκεί θα πλεύσουν προς αυτούς που συνδιαλέγονται μαζί της. Και τότε συντελείται το θαύμα! Ο χρόνος πια δεν υπάρχει, έχει εξαφανιστεί, έτσι που όλα τα γραμμένα να συνομιλούν με τον εκάστοτε αποδέκτη, που πια δεν θα πρέπει να αναρωτιέται για το νόημα του ποιήματος. Αυτό πάντοτε θα είναι αυτό που ο ίδιος θα του προσδίδει, μέσα από τα δικά του δεδομένα.
Άχρονη, λοιπόν, η ποίηση. Συχνά όμως οι ποιητές αναμετρώνται μέσω των στίχων τους με τον χρόνο. Ίσως για να δηλώσουν την απατηλή του διάρκεια, για να υποδηλώσουν με τη μεταφορικότητά τους τις προσωπικές τους απώλειες, ή απλώς γιατί δεν καταφέρνουν να ξεφύγουν από τη δελεαστική του παρουσία.
Οι παραπάνω σκέψεις, σχετικά με την ποιητική διάσταση της έννοιας του χρόνου, προκύπτουν καθώς διαβάζω τον τίτλο αυτής της πρώτης συλλογής ποιημάτων του Δημήτρη Δημητριάδη «Χρόνος αυτόχειρας». Είναι πάντοτε προσωπική υπόθεση ο χρόνος, και η κάθε ατομική του βίωση αποφασίζει για τη διάρκεια των διαστημάτων του. Άρα, σωστά επισημαίνει ο ποιητής, μόνο με προσωπική αυτοχειρία καταργείται και αυτός και οι μνήμες του. Μια απολύτως προσωπική λοιπόν αναμέτρηση με τον χρόνο θα μας προτείνει μέσα από τα είκοσι τρία ποιήματα της συλλογής του.
Σπρώχνω την πόρτα στο ημιτελές παιδικό δωμάτιο
οι μεντεσέδες φτύνουν ακίδες ως καλωσόρισμα.
[…]
Αυτοσχέδιοι γίγαντες πασαλειμμένοι σκόνη
βγαίνουν απ’ τις σκιές και με κυκλώνουν.

Πόσο μακριά θα πρέπει να βυθιστείς στις πίσω σου σελίδες για να βρεις εκείνα τα πρώτα σου βήματα; Να ανοίξεις την πόρτα στο παιδικό σου δωμάτιο με τους κρυμμένους φόβους, αναλλοίωτους στο πέρασμα των χρόνων. Και να βρεθείς αντιμέτωπος με το ημιτελές των αρχικών πραγμάτων, εκείνων που όλοι γύρω σου θαρρούν πως ολοκλήρωσες. Απατηλές εντυπώσεις.

Ένα παιχνίδι με τους χρόνους των ρημάτων επιχειρείται εδώ, με τον  Ενεστώτα να κυριαρχεί,  δηλωτικός πάντοτε μιας ρεαλιστικής και γήινης αντιμετώπισης των πραγμάτων, όσο κι αν μοιάζουν θολά τα όριά του έτσι όπως χάνονται και προς τα πίσω στους παρελθοντικούς χρόνους αλλά και όπως απορροφώνται μέσα του όλες οι μελλοντικές στιγμές. Εδώ ο Ενεστώτας είναι, όμως, ανελέητος, διεκδικητικός του ατομικού του χώρου. Λειτουργεί με κοφτό στίχο, σύντομο, που ηχεί σαν χτύπος ρολογιού και αποκορυφώνει αποκαλυπτικά το νόημά του στις τελευταίες λέξεις.
                                                                                   
Ο Παρατατικός και ο Αόριστος μοιάζουν πολύ μακρινοί, έτσι όπως θυμίζουν μια εποχή αισιοδοξίας, που καταργείται πλέον μέσα στον απελπισμένο Ενεστώτα της επανάληψης και ένα Μέλλοντα δυσοίωνο

Το ισχνό φύλλωμα
παρηγοριά μου έδινε
σαν ήτανε πυκνό
κι αγέρωχο
στου ανέμου την οργή
δεν υποχωρούσε
μήτε λύγιζε
μα τώρα, ρημαγμένο
σαν είναι και γυμνό,
η βροχή περνά
ανάμεσα.


[…]
Κάθε άνοιξη λιώνουν τα κορμιά μας
κάθε φθινόπωρο τα ζυμώνουμε
σε κέρινα κρεβάτια.
Φωτιά ως το βάθος
να καούν και τα τελευταία χνώτα.
Αυτός ο χειμώνας θα είναι βαρύς.
Χρειαζόμαστε λίπασμα.

Πώς βιώνεται όλος αυτός ο χρόνος από τον ποιητή; Και πώς μιλά γι’ αυτόν; Διαβάζοντας στίχο τον στίχο την ποίηση του Δημήτρη Δημητριάδη αντιλαμβάνεται την εμμονική του προσήλωση σ’ αυτό το γκρίζο πλαίσιο μέσα στο οποίο γράφονται τα ποιήματά του. Να ξεκαθαρίσουμε, ωστόσο, κάτι εδώ. Η ποίηση, η αληθινή και γνήσια, αν χρωματιζόταν θα έβγαζε ένα χρώμα ανάμεσα στο γκρίζο και το απόλυτο μαύρο. Δεν αναμένεται κάτι πιο ευοίωνο και λαμπερό να φέγγει πίσω από τις λέξεις. Απόλυτο αυτό; Ίσως ναι, αλλά αν δεχθούμε πως ο ποιητικός λόγος είναι η πιο ευαίσθητη εκδοχή δημιουργίας, τότε να μην απαιτούμε τη μετάλλαξη της ψυχοσύνθεσης που γεννά τον μεταφορικό λόγο και την υπαινικτικότητα, ακριβώς για να μη βγάλει προς τα έξω όλο το θλιβερό τοπίο, παρά μόνο ένα μέρος του. Παρατηρώ ότι το ποιητικό υποκείμενο δηλώνεται με ένα πρώτο πρόσωπο, αναλαμβάνοντας όλο το βάρος που του αναλογεί, και μόνο σε μερικά ποιήματα μεταθέτει την ‘ευθύνη’ σε ένα δεύτερο πρόσωπο, με το οποίο συνδιαλέγεται. Φυσικά και σ’ αυτή την περίπτωση πρόκειται για διάλογο προς εαυτόν. Το αξιοσημείωτο είναι η έλλειψη του πρώτου πληθυντικού προσώπου, αυτό το ‘εμείς’, που τόσο συχνά συναντάμε στις ποιητικές προτάσεις, και το οποίο ηχεί σαν μια ελπίδα συν-ύπαρξης, συν-ευθύνης και συν-αντιμετώπισης των προβλημάτων. Στον ορίζοντα της ποίησης αυτής απουσιάζει οποιαδήποτε απόπειρα ενός μοιράσματος του προσωπικού βάρους. Εδώ ο κόσμος είναι πολύ μοναχικός. Στο πιο αυτοαναφορικό του ποίημα ο ποιητής θα εξηγήσει
Μόνο για τέρατα γράφεις.
Και θάνατο.
 Μυρίζει παντού απόγνωση
το καμένο λίπος τρυπά τα ρουθούνια .
Ασάλευτα κουφάρια
στοιβάζονται στα πόδια σου
νιώθεις στο σβέρκο
τις φουσκωμένες ορέξεις των λύκων
βυθισμένος στη λάσπη
που φράζει το λαρύγγι.
Τόσο σκοτάδι σε μια χούφτα λέξεις.
Για έρωτα τίποτα.
Ούτε για τον άλυτο γρίφο
πώς γίνεται  μια χούφτα γης
να θηλάζει τόσο ουρανό.


Υπόθεση επιλογής; Οπωσδήποτε. Η μελαγχολία, όμως, που είναι διάχυτη στους στίχους δεν προκύπτει από γεγονότα. Μοιάζει να έρχεται από κάτι βαθύτερο, μια στάση ζωής περισσότερο, μια άποψη για τη θέση του ατόμου μέσα στον κόσμο που του αρνείται την απλή δικαιολογία της ύπαρξης. Αυτό το καθοριστικό ‘γιατί’ που μένει αναπάντητο μέσα στην εκκωφαντική σιωπή που γεμίζει τον χώρο.
Άπλωσες πρόθυμα το χέρι να κλειδώσεις
το κελί που γράφει  τ’ όνομά σου
μα σκόνταψες σ’ αυτό
που οι αφελείς επιμένουν
ν’ αποκαλούν ελπίδα. 

Σ’ αυτή την ποίηση δεν υπάρχουν καμπύλες, ούτε λείες επιφάνειες. Εδώ οι γωνίες παραμονεύουν σε κάθε βήμα. Και είναι κοφτερές πολύ. Δεν μπορείς να αφεθείς στον στίχο. Πρέπει να πάρεις τις προφυλάξεις σου. Γιατί εύκολα ο ποιητής σε πείθει πως έτσι έχουν τα πράγματα, τουλάχιστον στον δικό του κόσμο. Και κάνω τη διαπίστωση πως δεν είναι και μικρό πράγμα με την πρώτη του ποιητική κατάθεση να μπορεί ο ποιητής να δίνει το στίγμα του με ευκρίνεια, να κάνει τον στίχο του αναγνωρίσιμο και τελικά να σε κάνει ακόλουθο του λόγου του. Οι εικόνες του Δημήτρη Δημητριάδη παρουσιάζονται με υποδειγματική λιτότητα και συντομία - που υπογραμμίζουν τον αδυσώπητο χρόνο - δεν χρειάζονται στολίσματα για να μιλήσουν αληθινά. Το θέμα είναι ποιος αντέχει αυτή την ‘κατά μέτωπο επίθεση’ της αλήθειας τους, γιατί οι λέξεις συχνά δεν υπαινίσσονται, ίσα ίσα ακουμπούν στεγνά και σκληρά στο χαρτί για να πουν ίσως το αυτονόητο.

Στάζεις αγκάθια όταν δακρύζεις
τσουκνίδες φυτρώνουν στο χώμα.

[…]

Άγγελος ή άνθρωπος
το άλλο σου μισό
κοιτάς στην πλάτη
χωρίς φτερά μάλλον άνθρωπος
χτυπάς τη γροθιά στον αιχμηρό τοίχο
αίμα παντού στο βρώμικο σοκάκι
σκούπισέ το μην το βρει ο εχθρός
και σε διαβάλλει στις άσχημες γυναίκες
που περιπολούν κάθε νύχτα
στα ύποπτα στέκια των τεράτων.

Τόσο φως δεν το αντέχω.

[…]

Το ταξίδι αυτό

θα το κάνω μόνος.


Αναπόφευκτα το ποιητικό υποκείμενο θα ταυτιστεί με το ποίημα, με τον λόγο που δημιούργησε τις εικόνες, έτσι όπως αυτές με τη σειρά τους τείνουν να καταπιούν επιπόλαιες ελπίδες και αφελείς προσδοκίες. Είναι ένα παιχνίδι λέξεων ανάμεσα στον τίτλο της συλλογής «χρόνος αυτόχειρας» και στο τελευταίο ποίημα «χρόνιος αυτόχειρας». Ο χρόνος που χαράζει τα ίχνη του πάνω στον άνθρωπο και καταλήγει να δώσει το πιο βαθύ (αλλά και το πιο απατηλό ταυτόχρονα) χαρακτηριστικό του, αυτό της διάρκειας, σε κάθε του κίνηση, συνήθεια, απόφαση. Γιατί και η αυτοχειρία μπορεί να είναι χρόνια, και πιο βασανιστική αλλά και πιο αδιέξοδη.
Ίσως αναρωτιέται κανείς αν μια τέτοια ποίηση θα μπορούσε να δώσει και μια έστω μικρή χαραμάδα ελπίδας. Στο ευφυές σε κάθε περίπτωση ποίημα «Απώλεια» κατασκευάζεται μια προσωπική λέξη, με σημασία κρυπτική, Μάλορι, φτιαγμένη από τα αρχικά άλλων λέξεων (με το Μ να υποδηλώνει τη μοναξιά και τη ματαιότητα, το Ρ να είναι ένας έρωτας χωρίς το ε, μια προστακτική ‘ρώτα’, και το Λ να υπενθυμίζει τα λάθη). Εδώ ίσως υποκρύπτεται και η ελάχιστη αισιοδοξία, στο σημείο που ο ποιητής έχοντας απόλυτη γνώση της θέσης του στον κόσμο (προϋπόθεση απαραίτητη για μια εκκίνηση) επινοεί με τα υλικά της προσωπικής του ζωής τη νέα λέξη, τη νέα πρόταση. Κάνει έτσι την προσωπική του κατάθεση και μας παρουσιάζει την ουσία όχι μόνο της ποίησης αλλά και της ζωής. Κρυπτικός έτσι κι αλλιώς είναι πάντοτε ο αληθινός ποιητικός λόγος, γιατί ίσως έτσι μπορεί και μας μιλά για όσα φαίνονται αλλά και για όσα αφανή οφείλουμε να ανακαλύψουμε. Μου έρχεται στον νου το «Ρήμα το σκοτεινόν» του Ελύτη, με το επινοημένο εκεί ρήμα ‘κατακυρθμεύω’, δηλαδή τον τρόπο που ο άλλος ποιητής σκέφθηκε για να μιλήσει και να φθάσει η φωνή του ως το βάθος των πραγμάτων. Κάθε φορά που η ποίηση ανοίγεται επινοώντας λέξεις και νοήματα πιστεύω ότι αχνοφέγγει αισιοδοξία και ελπίδα, όσο κι αν ο στίχος απλώνεται βαρύς και γκρίζος στο χαρτί.

Στο εξώφυλλο, ένας πίνακας της Νάντιας Σκορδοπούλου, «Η κλεψύδρα». Ένα πρώτο σχόλιο για την απρόσκοπτη σύνδεση με το περιεχόμενο, όπως πρέπει να λειτουργούν αυτές οι «πόρτες» που μας οδηγούν στα εσώτερα των βιβλίων. Αλλά και ένα δεύτερο σχόλιο για την αισθητική της επιλογής. Ίσως οι εκδόσεις θα έπρεπε συχνότερα να επιλέγουν τα εξώφυλλά τους από τον εικαστικό χώρο, υπενθυμίζοντας έτσι ότι η Τέχνη αγαπά να συνδυάζει διαλεκτικά τις διάφορες μορφές της.

Στην προμετωπίδα της συλλογής έχει ακουμπήσει ο λόγος του Σεφέρη σε μια δική του αναμέτρηση με τον χρόνο. Αυτός ο υπόρρητος διάλογος των ποιητών, μια αόρατη αλυσίδα που συνδέει τις λέξεις και τις έννοιες, ίσως αποδεικνύει ότι η νεότερη ποίηση ανιχνεύει τα παλαιότερα στρώματα, τα αφουγκράζεται και τα συνεχίζει. Με άλλους τρόπους οπωσδήποτε, συχνά όμως πολύ ενδιαφέροντες, όπως η συγκεκριμένη ποιητική πρόταση του νέου ποιητή.



Διώνη Δημητριάδου

Η Διώνη Δημητριάδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη αλλά κατοικεί στην Αθήνα. Σπούδασε ιστορία και αρχαιολογία και δίδαξε σε δημόσια λύκεια. Ασχολείται με τη συγγραφή και με την κριτική λογοτεχνίας. Βιβλία της κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Νοών». Συμμετείχε σε συλλογικές εκδόσεις (εκδόσεις Σιδέρης, Μικρές εκδόσεις, Διάνυσμα). Έχει στο διαδίκτυο το προσωπικό ιστολόγιο «Με ανοιχτά βιβλία»


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου