Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΈΚΤΩΡ ΠΑΝΤΑΖΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΈΚΤΩΡ ΠΑΝΤΑΖΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου 2018

"ΤΟ ΦΙΛΗΜΑ ΤΗΣ ΠΑΡΘΕΝΑΣ" του ΈΚΤΟΡΑ ΠΑΝΤΑΖΗ

                 
 Malgorzata Chodakowska
                                                                  
                                                                                                                                       
       φίλημα

πολύ

ψιθυριστό πολύ φιλί

φιλί στο στόμα φιλί στο σώμα

φιλιά κι ανάσες

του χαδιού το ξύπνημα


κοριτσιού ερύθημα

η ρώγα ψάχνει χείλη
και δάχτυλα

τρυφερή ντροπαλή
κρύβεται σαν κορίτσι

δεν καίγεται ,αγνοεί τις λαγνείες
θέλγεται

σαν ρόδο στη σκιά
αβρό ρόδο

διαιτάται ία και φόρβες

μελιχρά κάλλη
ριγώντα σιγώντα


βγαίνει μυστικά στην αυλή της ίριδας  
των ρεβιθανθών,κανελόριζα

ο έρωτας τί είναι
αναρωτιέται

δεν ξέρει ,έχει ακούσει

πώς λαχταρούν οι φίλες της
που τις έχει αρπάξει
τους πήρε τα μυαλά

όπως βοριάς στα βουνά

που αναμαλλιάζει τις βελανιδιές
και σκορπά τα φύλλα τους
ανατριχιάζουν τα κορίτσια
τέρας φριχτό κάτω απ το δέρμα έρπει
ο έρως
δρέπει ηδονές
ποθείω και μάομαι


 βογγά
ποθεί

έρως της έλυσε τα μέλη

ηδυμελής
δονεί
.

στη σχισμή του σύκου
κόμπος μέλι

αθέριστο
κι εσύ αθέρας

σε μια ξέρα σ έχω παρασύρει
ριγάς

δίπλα στων ποντίων κυμάτων το ανήριθμο γέλασμα
σμήνος ωκεανίδων κυκλώνουν το μέτωπό σου

 παιχνίδι είναι όπως το παιγχνίδι του κόσμου



η αισθητική παρακίνησε τον υψηλό δημιουργό

δίκη και τίση αλλήλοις
διδόναι

κατά το χρεών

αυτό δε, γίνεται αμάχανον γλυκύπικρον όρπετον


ακαταμάχητο τέρας γλυκό και πικρό


Κυριακή 24 Ιουνίου 2018

"Εικόνες από μελάνι" του Έκτορα Πανταζή



Βόλτα στο αττικό φως

κι έγινε ένα με αυτό

συννεφιά πεύκο κι ελιά

γύρω γραμμές λόφων

έσμιγαν τη γραμμή του 

-ορίζοντας

μες στο φουστάνι της Αθηνάς

το γυμνό σώμα της γραφής


ένας φτερωτός ήχος χάθηκε στο θάμνο

πήρε την όψη κοκκινολαίμη


απλώνω σαν φύλλα τις λέξεις

στο λευκό τοίχο της σελίδας

μέχρι το περιθώριο

Δεν ξέρω άν γίνεται αυτό ”κάτι για τα μάτια”

ή κάτι για να μάς στεγάσει κάτω απ' το φως


μιά στήλη σκόνης 
κάθε που  ανατέλλει χορεύει στο φως

 φωτεινή κηλίδα

στο χωματένιο πάτωμα


μαύρες χάντρες κισσού-διϋλισμένος διόνυσος

αντίδοτο στη μέθη



μιά φτερούγα στέγη

το σπίτι πετά

χάρις στα μελάνια

τέχνης ασιανής

                              γιατί είναι αλλαγή στο βλέμμα

                              ιδεογράμματα που μάς βλέπουν

                              όσο κοιτάζουμε


καθώς πατώ ξερά φύλλα

λίγο πριν τη βροχή

τα πρώτα σταλάματα

κροτούν το επερχόμενο εμβατήριο

ένα μαρς χειμερινό στου Ιούνη το καταμεσήμερο

-ο ιβίσκος σβήνει ο πόθος ανάβει-

το αφήνω να με πάει απόμακρα

Πέμπτη 9 Νοεμβρίου 2017

"Μαύρο Γεράκι" του Έκτορα Πανταζή





-Υπάρχει ένα κατάμαυρο πουλί [….] όπως κάνουν όλα τ’ άλλα πουλιά..μοναδικό χρυσό φτερό»,.. σοβαρή χάρη του χρωματισμού, ανείπωτη γλύκα της φωνής, ..ρυθμικές κινήσεις του χρυσού φτερού. Δε φεύγει ποτέ μπροστά στον κίνδυνο […]όπως κάνουν όλα τ’ άλλα πουλιά-


Ο Γονατάς, εστιάζοντας στο μαύρο, φέρνει κοντά το χρυσό, με ανακίνηση των ρημάτων του δημοτικού τραγουδιού, δημιουργεί ένα ρήγμα στην τρέχουσα οπτική των χρόνων του. Υπόρρητα αυτό, σαν να βγαίνει από το ασυνείδητο, είναι ένα σκάμμα στα σπλάχνα του σουρρεαλισμού, για αθλοπαιδιές γλωσσικές.

Φτιάχνει κάτι από χνούδι γλώσσας, χνούδι από μάγουλο παρθένο κορασίδος. Σαν να κάνει μια περίληψη με την έννοια του περιλαμβάνω, από σελίδες Εμπειρίκειες, από αυτό που εννυχεύει στου Σοφοκλή τα λυρικά χορία

ο διανυκτερεύων λόγος


Πεζοποίημα, αλλά που θέλει να είναι κάτι διαφορετικό από ποίημα, θέλει ταυτόχρονα να είναι παραμύθι τεχνολογία τυπογραφική, πεζογράφημα και νερογράφημα μαζί. Γράφει πάνω στο νερό. Διαβάζεις με ανακούφιση σαν στα παραμύθια, και ταυτόχρονα βυθίζεσαι σε ένα κόσμο πλασμένο, δημιουργημένο, που σε αναπαύει. Μεταβάλλον αναπαύεται*. Σε αναπαύουν και τα επιμελημένα, με μεγάλη έγνοια να είναι έντεχνα, να φέρουν μέσα τους την υλική τους τέχνη, τυπογραφικά δοκίμια.
Αρχετυπείο ο ΓΟΝΑΤΑΣ. Έφτιαχνε τεχνολογικά γλυκίσματα στο φούρνο του τυπογραφείου, και τα σερβίριζε σε βιβλίδια, που ήθελε ο αναγνώστης να τα καταπίνει, όπως ο Ιωάννης της Πάτμου κετέφαγε το ειλητάριο που του έδωσε η Μορφή, ως κηρίον αποστάζον μέλι. Από αυτή τη μορφή αντλεί. Κεραυνωμένος πάτμια κράματα. Από το Ιδού! Θεϊκή προσταγή της μούσας. Θέλω να πω, Ήθελε να έχει το γραφτό του έναν αποκαλυψιακό τόνο, και ρυθμό, χωρίς να έχει ακριβώς θεολογικές αποχρώσες. Αλλά αποχρώσεις να έχει. Αρχετυπικώς. Πόνταρε πολύ στο μελάνι και το χαρτί. Και τη χαρακτική. Είχε ένα τακτ. Ψηλαφούσε με τέχνη, ένιωθε το χέρι στα τυφλά το γράμμα στις γλυφές. Σεβόταν το γράμμα. Ήθελε το θαύμα να συμβαίνει στη σελίδα του, αδιόρατα ή αν θέλεις με το αποτέλεσμα, να προκαλείται στον αναγνώστη. Σ’ αυτό το θαύμα πίστευε. Αγαπήθηκε. Δεν είχε εχθρούς.
Δούλεψε αυστηρά, σαν αλχημιστής που ήθελε να φτιάξει χρυσάφι, έστυψε νου και γλώσσα και τα μέσα του, ήταν άγιος με θεότητα τη γλώσσα, την τεχνολογία της, υπήρξε τεχνολόγος (με τη λογοτεχνική έννοια) αγάπησε το επίθετο όπως ο χρυσοχόος το επίχρυσο, γιατί αν το επίθετο επιχρωματίζει εκείνος επιμεταλλώνει. Το αργυρό, ήταν το στοιχείο του, το ασημικό. Σαν η σελήνη ήθελε να ρίχνεται στο νυχτερινό κόσμο με το λόγο του, να φωτίζει με ένα χρώμα, σκιάζοντας, προκαλώντας ρίγος, το ρίγος της νύχτας στων κοριτσιών τα όνειρα.
Είναι εικόνες που δύσκολα εξαφανίζονται από τα μάτια του νου ή εντείνονται, για κάποιο λόγο κι αυτό που μένει είναι η περίσσειά μας, το βάθος είναι ασύνειδη, ακούσια, αθέλητη, μνήμη και ανακαλείται από κάτι απρόσμενο.Το βούτημα ενός μπισκότου στο τσάι ( ή στο σκότος αν θες, σε μιά τρικυμισμένη περιοχή από πυκνό συναίσθημα και το αναδεύει σαν κουταλάκι τη ζάχαρη). Αναδεύω το σκοτάδι σου κι όλα σου τα κρυφά προβάλλουν βγαίνουν σαν αφρός, Σε καταχωρώ στην ελίτ .
Γκόμενα μαυρομάτα η πένα σε βγάζει ασπροπρόσωπο αν τό'χεις, μιλώ μεταφορικά πάντα. Μιλώ για το συγγραφέα, τη μεταφορά. Είναι ο μόνος λόγος που σώζει. Η γλώσσα είναι ήθος όπως και η σκέψη.
Δεν αναζητά ύφος, γιατί η γραφή του είναι ήθος. Ένα βαθούλωμα ανεπαίσθητο στη σελίδα εκτρέπει τα νομήματα στην τρυφερή κοίτη που απεργάζεται στο μυστικό εργαστήρι των τύπων. Ψαύει επί τον τύπο των ήλων, στάγματα, και τα βρίσκει. απορρέει από ενδιάθετο ήθος πηγή του ύφους του. Είναι ίδιας κοπής με το συνοδοιπόρο του στα πάτμια κελεύσματα Παπαδίτσα, που ήταν ψυχίατρος στη Λέρο και έκανε από εκεί συχνά επιδρομές στην Πάτμο όπου κεραυνώθηκε, το ίδιο στους Δελφούς, ήθελε να νιώσει από πού έρχεται ο Λόγος, για τον Ιωάννη και για τον Ηράκλειτο, ξεκίνησε μαζί με τον Κακναβάτο καταγόταν απ τη Σάμο όπως και ο άλλος μέγας ο Γ. Θέμελης, αγριοτριανταφυλλιά αναρριχώμενη μέχρι των κοριτσιών τον ύπνο.
ξετυλίγεται σαν χαρτί υγείας, αλλά και κουζίνας να είναι και χειρουργείου , -είναι τάχα πιό τυχερό-,
η ψυχική ζωή των,
που γιορτάζει ανάψτε της κανένα κερί
--------------------------------


είναι εδώ μια πτυχή, νοστιμίζει το φλερτ με αυτό το νόημα_νόμημα σε προκαλώ προσκαλώ


Το είδωλο



Υπάρχει ένα κατάμαυρο μεταξωτό πουλί, μ’ ένα μοναδικό χρυσό φτερό στην ουρά του.


Όταν προβάλλει η αυγή, κίτρινη, μετανοιωμένη στα περιβόλια πίσω απ’ τις μουσμουλιές ή όταν αρχίζει το σούρουπο ν’ απλώνει τις γαλαζοκόκκινες σκιές του στις άπατες λαγκαδιές, τότε το πουλί, που φωλιάζει στις πέτρες των έρημων λιβαδιών, βγαίνει απ’ την τρύπα του, ξεχύνεται στο δάσος με τα κουδούνια – το χνούδι του ζαλίζει τα λουλούδια. Είναι το φόβητρο των μυημένων κυνηγών. Στη μουσική των φτερών του υποχωρούν τα βήματά τους.

Δε φεύγει ποτέ μπροστά στον κίνδυνο, δεν αφήνει ποτέ τη θέση του, δεν κρύβεται ποτέ απ’ τα μάτια των εχτρών του ταξιδεύοντας τυλιγμένο σ’ ένα πράσινο φύλλο, όπως κάνουν όλα τ’ άλλα πουλιά
Μετριούνται στα δάχτυλα οι κυνηγοί που μπορούνε να παινευτούν ότι το είδαν δυο-τρεις φορές ολάκερη τη ζωή τους. Αλλά ούτε ένας ταριχευτής σπάνιων πουλιών δεν καυχήθηκε ως τα σήμερα πως πλούτισε μ’ αυτό τη συλλογή του.
Τη στιγμή που είναι έτοιμος πια να τραβήξει, βλέπει με φρίκη, στο κλαδί, στο βράχο ή στην πεζούλα του ξεροπήγαδου, το ίδιο κατάμαυρο πουλί να τον κοιτάζει, αυτή τη φορά μ’ ένα αλλιώτικο βλέμμα.

Αλλοίμονο σ’ εκείνον που χωρίς να ξέρει συναπαντιέται οπλισμένος, για πρώτη φορά μαζί του. Τον προσκαλεί να πλησιάσει με τη σοβαρή χάρη του χρωματισμού του, με την ανείπωτη γλύκα της φωνής του, με τις ρυθμικές κινήσεις του χρυσού φτερού του. Ο κυνηγός ανυποψίαστος φτάνει κοντά, σημαδεύοντας πάντα με υψωμένη την καραμπίνα κατά πάνω του και το δάχτυλο σταθερό στη σκαντάλη.
Πού τα ξέρει αυτά τα μάτια; Πού τά ’χει ξαναδεί αυτά τα μαλλιά; Πού τα θυμάται αυτά τα πολύ γνώριμα χαραχτηριστικά που είναι αντικρύ του; Όχι δεν κάνει λάθος.
Στο μαύρο κορμί του πουλιού, στη θέση του κεφαλιού του, βρίσκεται τώρα κολλημένο το μικροσκοπικό ομοίωμα της δικιάς του κεφαλής. Είναι το δικό του πρόσωπο που, σαν μέσα από αναποδογυρισμένο κιάλι που μικραίνει τα πράματα, σημαδεύει στο κλαδί, στο βράχο ή στην πεζούλα του ξεροπήγαδου.
Ποιος θα τολμήσει να ρίξει το βόλι πάνω στο είδωλό του την ώρα που πάει να χτυπήσει ένα πουλί;



Ο Επαμεινώνδας Χ. Γονατάς (Αθήνα1924 – Αθήνα25 Μαρτίου 2006) ήταν Έλληνας ποιητής και διηγηματογράφος της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, ο οποίος διακρίθηκε κυρίως ως «λογοτέχνης του παράδοξου».


*Μεταβάλλον αναπαύεται. Ηράκλειτος, 544-484 π.

Κυριακή 3 Απριλίου 2016

“Πένα_επί λέξει” του Έκτορα Πανταζή


Μα λογοτεχνική βάση είναι ακριβώς αυτό τοποθετημένη στο κέντρο, βάρος της αίσθησης εκεί το κύρος, εκεί δένει η αισθητήρια μνήμη το ανά και γίνεται ο πόθος τρυφερό, δεν σε βγάζει αυτό από την ποίηση το να λες δεν είμαι ούτε σε μπάζει, η πρακτική δουλειά είναι που μετράει.
"Η νύχτα αγκαλιά σου χρυσάφι φεγγάρια λιωμένο ασήμι γερμένοι στην κουπαστή καταπίνουμε θάλασσα νεβερμορ νεβερμορ στο μίσχο μόλις, στο μίσχο μόλις παφλάζει το λιωμένο παφλάζει νεβερμορ νεβερμορ", να ανοίξει βήμα για το άλλο που είναι υπό ζήτηση όταν σ' αρπάξει η ποίηση σε γεννά το ’χεις νιώσει, τότε ότι σε άρπαξε και γράφτηκε είναι άλλο. Γεννιέσαι, ολκός. η γραφή είναι σαν να βγάζεις φωτογραφία την ψυχή που ταυτόχρονα πλέκεις υφαίνεις.

*
"Στριφογυριστή σκάλα που όσο απομακρύνεσαι ψηλώνει στου πουθενά άνω"
Tο σημαντικό είναι αυτός ο στίχος, εδώ στηρίζεται το παν, στήλη άλατος γι αυτό και λιώνει, μη σε νοιάζει για μετά, θα είναι τότε που ωριμάζει βαθαίνει κάτι μέσα σου και στα λέει όλα το στραμμένο προς τα μέσα βέλος του χρόνου, χρόνος ψυχικός, δουλειά δικιά σου, μοναδικός πλούτος ό,τι φωτίσουμε εκεί, η γραφή είναι ένας δρόμος από αρκετούς άλλους. οι εραστές παραδίδονται αντιστεκόμενοι.
Aπλά κοιτώ αυτά τα πράγματα για τα οποία για να μιλήσεις, πάλι πρέπει να μιλήσεις! Δεν μπορούμε να υπαινιχτούμε τίποτε χωρίς λόγο, που, ναι, είναι μέρος του κόσμου, αλλά τι μέρος! Και φυσικά κόσμος είναι ό,τι ιδρύουμε, το άλλο είναι χάος, μιλάμε για γλώσσα των εικόνων μιλάμε για γλώσσες, αλλά πάλι γλώσσες είναι, επάνοδος σ αυτό που τείναμε να αρνηθούμε. Ενορατική είναι και η αλήθεια της Μαθηματικής. Ποίηση; Ναι ομνύω! Η ένδεια δεν έχει τρόπο να πει τον εαυτό της παρά με λέξεις ή συμπλοκές λέξεων “Χωρίς την έννοια είμαστε βουβοί, χωρίς την εποπτεία είμαστε τυφλοί” παραπέμπει στον πλούτο επίσης η θέλει να πει σπάνις;

*
Nα τις περάσουμε από δίκη; δες παραμέσα γιατί λέμε αυτό: ψυχή. Δεν είναι απλά λέξη κοίτα την έννοια, επειδή το είπες φυλακή, αλλιώς άσε το πουλάκι να πετάξει, δεν είναι από σίδερο η λέξη, θα πλέξεις κάγκελα μη χαθούμε στην κυριολεξία δεν το νομίζω χωρίς ονόματα θα παθαίναμε ασφυξία σαν τον βουβό, χωρίς εποπτεία σαν τον τυφλό θα χρειαζόμαστε μπαστουνάκι, άλλο να χάνεσαι, επειδή υπάρχουν όσα υπάρχουν έχεις δικαίωμα να χαθείς.

με τα μάτια μου στο στόμα σου
ψάχνω τη λέξη
σαν στα χείλη σου, κόκκινες λεπίδες
-στίχοι για μαχαίρι

Συναντήσαμε τα λείψανα του σύμπαντος εκεί-
σαν ένα κάποτε
φτιαγμένο
από ποτέ και κενό Και η γλώσσα πεθαίνει
Θάνατος μυστικός καίει τα λαρύγγια
Είναι φωτιά στα στόματα
Ύστερα τίποτα
Σπάνε οι ήχοι τσακίζονται σαν καλάμια
-
Σκάβω τα γραμμένα
Αγκάθι στη γλώσσα βραδεία φωνή
Πόλη από πέτρα
Ομοιοκαταπληξία φλογόχρωμη
Λέει στη λέξη:έλα

Ο ΤΙΤΛΟΣ
λείο στιλπνό με γεύση Ζεν (σαν έν Ζηνός) γιατί το περίκλειστο είναι σε κατάσταση έξαρσης αυτοσυλλεγόμενο σαν σπόρος σε ποιητικό κήπο. Κήπος του ποιητή. Αυτάρκεια. Ο ήχος του κενού. Αυτανάφλεξη λευκού.

*
η πένα, επί λέξει, μπορεί να τρυπήσει τον ορίζοντα κι όποιο φύλλο τη φιλοξενεί και να πάει εκεί που θέλει, να αντέχεις. Έτσι, τα καλοκαίρια γίνονται βαθιά αν τα διαπερνά χιόνι, όλα άνοιξη είναι αν το θες, άνοιξε μια μπάλα χιόνι και κλέψε την καρδιά του χιονιού και να ξέρεις ότι το πιο βαθύ του σώματος είναι η λευκή σου επιδερμίδα, χιόνι ρίγος άσε το να τρέξει στο σώμα σου θα καείς, όταν είναι ερωτικό δεν υπάρχει πιο καυτή αίσθηση
το μαύρο έχει έρωτα
μέχρι που γίνεται λευκό
νόμος της αλλαγής
για να είναι κάτι σταθερό πρέπει ν αλλάζει
Έχω κοιτάξει τον ήλιο από τον Άρειο πάγο στη βασιλική δύση του κατάκεντρα και τότε έμαθα πόσο λευκός είναι δεν υπάρχει πιο καυτή αίσθηση
λευκή αστραφτερή ανάπαλση μέχρι να λιώσει το κοίταγμα να γίνει ένα με το μέσα βλέμμα
πάλλονται οι μεμβράνες στου συνειδητού τα σύνορα η μέρα ονειρεύεται πυκνά

*
αηδόνα, ξέρεις πως χτίζει τη φωλιά;
με χνούδι ιτιάς, την κρεμά σε ένα κλαδί πάνω από το νερό, αν πας ποτέ Αχέροντα στις εκβολές με βάρκα θα δεις. Είμαστε μέσα στο θαύμα και δεν μπορούμε να το δούμε όπως όταν είμαστε πάνω στο βουνό, πρέπει να τραβηχτούμε μακριά του για να αντιληφτούμε τον όγκο του, το ύψος του. Ύστερα το ύψος δεν μπορούμε να το κατεβάσουμε κάτω για τους πεδινούς. Ε, το μόνο που μπορούμε είναι να φέρουμε την κιτρινογάλαζη γεντιανή έστω με το χώμα της
Τα σφάλματα όμως μην το παίρνεις κατάκαρδα με λίγο νεράκι πλένονται. Μέσα στον κίνδυνο το σωτήριο λάμπει.
Ποτέ δε σταματάμε, για να παραμείνουν τα πράγματα όπως είναι χρειάζονται βαθιές αλλαγές "Άνάμεσα σε απόκρυφους στίχους η ανύπαρκτη λέξη λάμπει στο κενό"

*
Της αλήθειας τι να της κάνουμε; Προτιμάς ένα ψέμα; Βάλε της κραγιόν, δικό σου κι αυτό, αν είναι. Και διασχίζεται διαγώνια και όρθια όπως της επιθυμίας το υγρό αυλάκι scientia libido και τολμηρά σαν φιλιά με γλώσσα, χάιδεψε τη γλώσσα.
Μικρή του φεγγαριού εσύ τα μάτια σου δυο λίμνες δρομολογούν αστρόφως
κόβω ένα μήλο απ τη μηλιά σου.
Ό,τι αξαίνει έχει πόνο, ο βυθός είναι σκοπός, θέλει γυάλισμα να σε καθρεφτίσει
μπορεί να γίνει θεμέλιο, όπως το χάος Έρως πρώτος θεών μητίσατο πάντων, μέσα απ το χάος, μην ξεχνάμε ο Ησίοδος το λέει (οδός Ήσίοδος) κι εσύ μέσα από το χάος των αρσενικών αρπάχτηκες στο ένα μυστικό σου από σένα την ίδια Το Συ θέλει ένα σκοτεινό αεράκι για να ανέβει από το δάσος των λέξεων, ανέβα σε σένα με γρήγορη κόκκινη γλώσσα ευκίνητη, σαν αστραπή κόκκινη, κάνε Σε ουσία μετουσία να σε μεταλάβεις, μετάληψη και φιλί, δε φτάνουν τα τραγούδια θέλει κι άλλο μάλιστα το μπουζούκι θέλει τσάκισμα.
Προτιμώ τον άνεμο στις ατσάλινες χορδές της γέφυρας του Ρίου άρπα Αιόλου
και στους πυλώνες της ηλεκτρικής ακόμα παραπάνω βιοτεχνική θύελλα, δεν περνάμε αλλιώς. Την ώρα που σε κοιτά η άβυσσος στείλε της φιλί να κόψει το γέλιο της, η άβυσσος είναι ένα στεφάνι (γκρεμός ) μέσα μας, το έξω είναι λίγο. στην πάλη μας στην αγωνία είναι λίγο το έξω, κατά τα άλλα είναι πολύ.

*
Τώρα ένωσε τα, νιώσε διπλά μέσα από στάχτες νιώσε όλο το τίναγμα.
Είναι κεκτημένο της εθνολογίας οι Σλάβοι της ζάντρουγκα καίγανε τα δάση και σπέρναν εκεί, αφού τα καμένα τούς έδιναν στην πρώτη σπορά εκατονταπλάσια σοδειά και προχωρούσαν στην επόμενη φωτιά.
χαιρέτα μου τη θάλασσα με τα κοχύλια χείλια σου
θέλω το κείμενο να βρυχάται στόμα λιονταρίνας σε οργασμό
στόμα λιονταρίνας στιγμή που ρίχνει δόντι
χάδι στη λεία σου αστραφτερή γούνα και χάδι

Βρες εκείνα τα λόγια που πολεμιέται. Θα το νιώσεις όταν έρθει αυτό. Κοίτα μέσα. Ορυκτή τη λέξη να κόψεις όταν από θέρμη κι από πίεση αντλείς. Υδραντλία;  Ναι.
Θα δαγκώσει η Εύα το μήλο της γνώσης, θα γευτεί ο άντρας στο άκουσμα του κόσμου που ηχεί μέσα στο ένα μήλο, θα αισθανθεί τη γυναίκα ευαγγελισμό στην αγνιστική εκείνη μορφή που θεμελιώνει την επίγνωση του ένθετου νοήματος; Γυναίκα επαγγελία που συνεπαίρνει και πλαγιάζει την επιθυμία τόσο όμορφα ώστε η κατάκλιση είναι ονειροβασία ένα βήμα από τον παράδεισο κόκκινα στο μαύρο σαν να στήνεις δόκανα στον έρωτα.

*
Όλο; Μα όλο είσαι κάθε στιγμή, και το μισό όλο είναι δεν ισχύουν εδώ τα μαθηματικά του σχολείου ούτε μαθήματα δασκάλων κλπ έχεις δει μισό άνθρωπο; Έχω δει, όλος είναι, κι ας είναι μισός, κι ας είναι σαν την Αφροδίτη της Μήλου χωρίς χέρια, σε αγκαλιάζει με το βλέμμα.
Μα τι είναι ψυχή; Όχι, ερωτικό θα το ονόμαζα είναι σαν κάποιος να προσφέρει την ψυχή του ξωτικό φρούτο όπως κι εκείνη
ας φάνε αχόρταγα εραστές στόμα στόμα το φιλί, ακόμα πιο αχόρταγα να πίνουν τη φωτιά τους .
Δεν μου αρέσουν τα φτερά εν αντιθέσει με το πέταγμα.
Ωραίο είναι μες στο πολύ του κόσμου νιώθεται με έμφαση η μηδαμινότης και νιώθεται με ένταση αυτό ως πληρότης, σε γεμίζει τότε η ψυχή του κόσμου το πολυδύναμο μυστήριο και τρέμουν τ αστέρια.

Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2016

"Αξήγητα έπη στον Καρυωτάκη" του Έκτορα Πανταζή




Μιχαλιός

Ο Μιχαλιός εφόρεσε σαρίκι
στραβά κοιτάει βήχει ξεβήχει
ένα για εκείνον μετράει
βλέπει στο πιλοτήριο τον Καρυωτάκη
ανάβει το μηχανισμό Γειά σου πατριωτάκι;
στραβά κοιτάει βήχει ξεβήχει
κι όλα τα στέλνει στο χαμό
*
Στον Καρυωτάκη, συμβαίνει η ποιητική του με μετρονόμο, τον χαϊδεύει με το μάτι του. Γιατί αν
Αν η ζωή πέρναγε τον άξονα ισορροπίας θα τα ανέτρεπε όλα και ποιητικώς. Και οι αρχαίοι μάς έλεγαν: Το θάνατο δεν τον φοβάμαι, φοβάμαι την αρρώστια, την ασθένεια, τη φθορά, την ανημπόρια, τα γηρατειά.
Βίος και ποίηση, πεισιθάνατα, θέλησαν να βαδίσουν του ποιητή της Πρέβεζας, τόσο που Πρέβεζα άρχισε να είναι το κακό προμάντεμα. Όμως σε μας, θα έπρεπε να είμαστε διανοητικά ανάπηροι να μην διαγνώσουμε την ποιητική συνθήκη. Σάτιρες, όπου τα Ελεγεία μάς σαρκάζουν όπως δόντια νεκροκεφαλής. Για κείνον φαρμάκι για μάς φάρμακο.
Μπορεί στον άνθρωπο που του χαρίστηκε το καλλίτερο, να πίνεται σαν δηλητήριο; Ποίηση σε ανεπίτρεπτη δόση σκοτώνει; Αντέταξε τη σάτιρα ως αμυντικό λόγο, όμως και τα καλλίτερα φάρμακα, όπως νηπενθή όπια μαγικά φίλτρα, δεν είναι να περνάς το μέτρο, αλλά καμιά φορά η ζωή πίνεται μονορούφι!
Απαλοί κόκκινοι σπινθήρες, ταφογράφος, με κάθε ποίημα έσκαβε πιο βαθύ τάφο, όσο που Πρέβεζα να σημαίνει φέρετρο για τον ποιητή υγρό, κάτω από το θρόισμα των ευκαλύπτων, το νέο έμβλημα θανάτου. Μαζί με τον ποιητή γέρνει και ο ρομαντισμός στον τάφο του.
*.

Προχωρημένη στιχουργική με κριτήρια παριζιάνικης σχολής ( μα αφού ποίηση Μπωντλαίρ περιέλαβε αυτούσια  σε συλλογή του χωρίς να αναφέρει τον ποιητή. Τα αφομοίωσε τόσο ώστε έγιναν δικά του η μάλλον έπαθε ταυτοπροσωπία), αλλά δεν παύει να είναι ένα παιδί,  δεν προβαίνει αγέρωχος και αυτεξούσιος, τον ρίχνουν φρονήματα αλλότρια σε συμπόρευση ξένης, η δύναμη στίχου των παιδιών της πόλης των φώτων, υπήρξε καθηλωτική, επιρροή που θα τον συντρίψει. Πρώτα τον άρπαξε στην ψυχή, μετά σωματικώς η ασθένεια,(ήταν κάτι σαν μόδα, τόσο πολλούς είχε ξεκάνει η σύφιλη εκείνα τα χρόνια δημιουργούς, εξέχουσες μορφές της μεσευρώπης), μισώντας την ενδοχώρα, όχι χωρίς αιτία, αλλά και από πνευματικό αλληθώρισμα έως πτωχαλαζονεία, χώρα σε διαρκή κατάρρευση, και με τους ανθρώπους των γραμμάτων να αρμέγουν πράγματα μιας Ευρώπης που παρήκμαζε, η ελληνική παρακμή να ακολουθεί. Τότε τα μοτίβα θα ταιριάξουν και τις σωματικές αρρώστιες που θ’ αρπάξουν εκεί, με τρόπο που ζωή και στίχος συναπαρτίζουν το μαύρο λεύκωμα ποιητικής αβύσσου που στον τυφλό της πάτο ζητούν να καθρεφτιστούν, ο παρακμίας της επαρχιακής Ευρώπης υπερακοντίζει και λυγάει, γίνεται θύμα ενός μαύρου ρομαντισμού όσο οι προσήλυτοι στις ακραίες ιδεολογίες στα καθ’ ημάς ερωτεύονται τα ξερονήσια.
Μ’ αυτό η Ελλάδα διέτρεξε πενήντα χρόνια ήττες του έξω ελληνισμού αλλά και καθίζηση του έσω τοπίου, δεν άντεξαν οι πνευματικές πλάτες ενός λαού που έχανε τις ρίζες του με ραγδαίο ρυθμό και δεν κατόρθωνε να αποτινάξει το μεσαιωνικό του λήθαργο. Πολιτισμικά οικονομικά κοινωνικά αποδείχτηκε άθυρμα στις περιπέτειες των καιρών.
*
Έπρεπε να είσαι εστέτ να είσαι δανδής για να ηχήσει έτσι η πένα ν’ αγγίσει το κάτω πάτωμα όσο η φτέρνα κι όσο η βακτηρία πένθιμα τέχνης κουφά χτυπήματα. Μια ζωή που δεν έσωσε να σοδέψει να δρέψει.
Αιρετικός ερωτικός. Όλη η τής ποιήσεως πνευματική φορά συνέκλινε με την ακραία πάθηση κι έδεσε στίχο θανατηφόρο, η μελαγχολία ήπιε τον πικρό καφέ της κι όλα τα δηλητήρια της ζωής κι αν ήταν πόζα κατέληξε θέση που μόνο φέρετρο της ταίριαξε.
Πικρό τριαντάφυλλο η ζωή τού χαριζόταν, το τίναξε ως το τέλος ανελέητα, πίεσε το συναίσθημα κι άφησε πίσω την πικρή του εσάνς,  ο εραστής της ντεκαντάνς. Έτσι που ποίηση και ζωή οπλίστηκαν για θάνατο. Ο ποιητής νίκησε αλλά η σκανδάλη ήταν του θανάτου. Τώρα πράγματι η αθανασία του είναι στα ύψη γύψου, κατακορύφως ύφος.

Το τριαντάφυλλο σύμβολο ζωής καθόσον ξεφυλλίζεται
της ηλικίας του το ταξίδι με ισάριθμα φύλλα
μόλις που πρόλαβε ν’ ανθίσει
φυσάει στο ποίημα καταιγίδα μα δεν το κλονίζει
αλλά όπως φλόγες στα αδιάβατα δάση, αναρριπίζει
*
Με φίλησε σύφιλη κέρασμα καθώς με αγκάλιασε στο σκοτεινό πέρασμα. Έτεινε η αρρώστια από το κοινωνικό σώμα να περάσει μέσα του. Ήταν ακριβώς η συφιλιδική Ελλάδα που κερνούσε ωχρά σπειροχαίτη.
Ήπιε την κούπα του με δυνατό κοκταίηλ από εδώδιμα αποικιακά. Μέσα σε μια ηττημένη χώρα, πνευματικής υστέρησης, σε μια αυτάρεσκη πρωτεύουσα με τους αστούς της σε μεταπρατική τροχιά, με ένα ανταλλάξιμο πληθυσμό στις παράγκες, με βαθύ ταξικό μίσος ,πολύ δεν ήθελε να αναζητήσουν οι πρωτοπόροι πιο δυνατά δηλητήρια να ταλαιπωρήσουν το σώμα τους να ναρκώσουν την ψυχή τους. Για να αντιληφθούμε με τι πλοκάμους έστηνε την αγχόνη του αρκεί να ρίξουμε μια ματιά ή ένα ρώτημα στα πεζογραφικά δρώμενα των συνομήλικών του, και επίσης να δούμε το πέρασμα όσων ποιητικά επέμειναν το δρόμο μετά. Αλλά ποια θα ήταν η πρόζα παράλληλων οδών και ιδεών, πώς θα ισοφάριζε την “πιστολιά” η καθαρή πρόζα;
Τη μαύρη του απελπισία μπόρεσε και την έδωσε σε στίχους δάνεια παρισινά, έτσι κατέφυγε κει απ’ όπου πήρε τα ισοδύναμα των παθών του ιατρικά, μια γλώσσα κι ένα τόνο που ελευθέρωσαν το αίσθημά του το πάθημά του. Μ’ αυτά έσπασε την τροχιά της επαρχιακής Αθήνας και τίναξε πραγματικά βέλη απ’ τη φαρέτρα του βουτηγμένα σε δηλητήρια ιδιοσκευής του, ώστε κάρφωσε ζωντανό στόχο.
Η επιτυχία του γυρνά μέσα στο νόμο της αιώνιας επιστροφής. Κύδος του ότι αποστράφηκε τη φενάκη κι ότι δεν εκχώρησε την πνευματική του ελευθερία. Στο αδιέξοδο αυτό, οδήγησε το χέρι του στη μόνη έξοδο.
Και έτσι ποιητής του κανόνα κι αυτός στηρίζει της χώρας τον πνευματικό σκελετό. Καμμιά χώρα δεν μπορεί να πορευτεί να κυβερνηθεί ψυχικά χωρίς.
*
Αγκαθοστάλες δροσιά στα μάτια κι ύστερα τα καυτά δάκρυα ,στο βάθος καίει ένα κερί.
Δεν οροδώ δεν κοντοστέκω θα γίνω ρόδο των Αζτέκων, (η θανάσιμη εξόρυξη καρδιάς), ένιωθες μες στο μέλλον τις τυραννίες που σε τυλίγαν εδώ ειρωνείες ροδοσταλίδες
σαν αποξημερωθείς και πριν ναρθεί το γιόμα  ,βαμμένο στόμα.
Πριν στην ζωή να μπούμε, για θάνατο κινήσαμε, μάς δίπλωνε ύπαρξη με την ανυπαρξία ολόγυρα να την σφίγγει σαν βρόχος γύρω απ’ το λαιμό όπως αγορητή στη συνέλευση των Οπουντίων Λοκρών
άχ, τί είσαι ζωή ένα τρεμουλιαστό μερμήγκι σφαίρα στο μελίγκι.
Ο στίχος λυσίπονος κατεβαίνει στην ψυχή όπως αναβράζον δισκίο στον πάτο του ποτηριού, κάνει για λίγο να μην νιώθετε η φθορά κι η σφαίρα πάει βαθύτερη παρηγοριά λυσίζωη θανατηφόρα
φως και θεός
έληξε ο χρόνος, το αμόνι από το ολοήμερο σφυροκόπημα κι αν καίει, καίει που με τον ήχο αυτό βγαίνουν ανδριάντες, η μεταφυσική αρχίζει με το θάνατο, μπροστά σε μια νεκροκεφαλή γινόμαστε όλοι Άμλετ. Στείρος πόνος, στάδια απόσβεσης της ουσίας του ποιητή μέσα στο ποίημα του ζωντανού αδερφού, ο πόνος πήρε τη ζωή μου και κάθε πόνος παίρνει κι άλλο, τον πλημμύρισε όλο και οξύτερος πόνος. Ο ποιητής αναλαμβάνει με τα ίδια του τα μέσα να ομολογήσει την ασφυκτική συνθήκη, αρχίζοντας από τον εαυτό του δεν μπορεί παρά να αφανιστεί.
*
Ο μαύρος ρομαντισμός πικετοφορεί
Η αρρώστια του γίνεται η έσχατη ποιητική του όσο του κλέβει ζωή, βίο. Μια λεπτή γραμμή χωρίζει το κατά γράμμα απ’ την ιατρική γνωμάτευση που του  στερεί βίο ερωτικό, κι ύστερα τον λωλαίνει. Η τέχνη είναι φονιάς στα χρόνια του Κεφαλαίου;
Εκείνο το αρνητικό επί τω έργω, δεν ρίχνει ρίζες βαθιές στη ζωή ως κάτου στην άβυσσο, ο θάνατος ως το απώτερο άνθος κακού στον Κ. Στην Ελλάδα βιώθηκε ακραία η αισθητική συνθήκη, πήρε κατά γράμμα το στοίχημα της λέξης, θυσιάστηκε.
με δίχως δέντρο φύλλωμα
με δίχως στόμα φίλημα
Το έαρ ως φρέαρ ευφορικό, εαρινά μου νεκτάρεα με τα ζουζούνια Στα μισά της ζωής μισεύω φυγάς ζωής. Χωρίς να έχεις πού να πας, με το θάνατο, εντούτοις αυτοκτονείς.
Ο ποιητής και η αρρώστια του, που του υποβάλλει διάγραμμα ποιητικής καθώς τον εξάγει εκτός βίου ,άφραστον το απαγορευμένο στον ποιητή, κι αν το’ χε εκφράσει πάλι άφραστος πόνος θα ήταν, στο μαύρο ρομαντισμό τα ρόδα είναι της ταφόπλακας.
*
Η ποίηση θέλει κάθε φορά ένα ειδικό κρότο μέσα στη σιωπή της, έτσι δείχνεται η σιωπή. Είναι ο χαρακτηριστικός ήχος από τις αμπάρες που πέφτουν του νου.
Τα ποιητικά κεφάλαια είναι για ξόδεμα παρά για επένδυση, σε ώρες κεφαλαίου ο ποιητής δείχνεται αξόδευτος, παρότι τα σπαταλάει όλα μεμιάς είναι αρχέγονο νάμα, το απόθεμα ανεξάντλητο, σπάταλη φτώχεια το πάθος. Εξ ου και το επίρρημα στον Καρυωτάκη και στον Κάλβο είναι ένα μέρος του λόγου κοντά στην κραυγή.
Ποιήματα ασκεπή τάφοι ανοιχτοί, ανοιχτά μνήματα όπου ετοιμοθάνατες οι λέξεις, επίγραμμα, γραμμένη πλάκα να μάς μιλά, τρεμανοίγουν στόματα χείλη, σαν από ψάρια έξω απ’ το νερό.
Αλλάργα εμείς καράβι μου πηγαίνουμε και δεν φυσάει εδώ ο λίβας των ανθρώπων, μήτε ανάσα τους, κοιτάζω γύρω σαν στη χώρα των ονείρων
Η φωτιά του στίχου δεν φτάνει μεμιάς σε όλη τη γη της γλώσσας του. Ο Κ. Κ. δείχτηκε σ’ αυτό βιαστικός, γιατί τον έβιαζε αιτία υπαρξική. Ο αποκαλυπτικός τρόπος της ποίησης που καθώς πραγματώνεται συντρίβει τον ποιητή, -η ενασχόληση με το έργο σε περίτεχνα ύψη φθείρει τον δημιουργό του-, ο Κ. λοιπόν είναι του κανόνα επειδή έτεινε στα άκρα αυτή τη διαρκή ανεπάρκεια.
Τ’ αξήγητα έπη ωχρά σπειροχαίτη
Μας παραδίδει την καρδιά του από θάνατο και οι στίχοι όλοι αποσύρονται.
Η στροφή της προσοχής από το έργο στον συγγραφέα ή καλλιτέχνη, είναι μια πράξη πέρα από την πράξη. Είναι περιέργεια, αλλά και στροφή στο βαθύ αίνιγμα που εκφράζει η στάση του δημιουργού, η βύθισή του στο βαθύ της αβύσσου με ταχύτητα κομήτη.
Η πολιτική σκευή των δρώντων περί τα λογοτεχνικά, εμπλέκεται δυναμικά κι εμπλέκει τον κανόνα. Πέραν της επιδραστικότητάς του Κ. , που τούς υπερβαίνει όλους κατά πολύ, εκείνο που δεν μπορεί να τον αγνοήσει, είναι η ενεργός ανάμιξη και μη καταχώρηση πολιτικώς. Η Ελλάδα παραγκωνισμένη και παραγνωρισμένη πνευματικά χώρα, είναι υπόγειο θέμα στην ποιητική χώρα. Όπως τα μεταπρατικά κόμματα, έτσι κι οι πνευματικοί ταγοί, αλληθωρίζουν στις πρωτεύουσες δανεικά μυαλά, δάνειο τέχνη, καθώς ποτίζει η αμφιβολία τα δόγματα, δεν υπάρχουν σύνορα στη γλώσσα, αν προσέξει κανείς εκεί όπου συνορεύουν οι λαοί είναι δίγλωσσοι και διγενείς.
*

Milenium
Ο Μιχαλιός ν εφόρεσε σαρίκι
Στο μπόινγκ μπαίνοντας βήχει ξεβήχει
Βλέπει στο πιλοτήριο τον Καρυωτάκη
Τα twin του δείχνει Και πάρτα κάτω/στο φτερό
Ντεγκρέ ζερό
Μηδενισμός κοντέρ/και να
Μυριάδες τα μηδενικά.