γράφει ο Μιχάλης Μοδινός*
Μίλαν Κούντερα, Η Γιορτή της Ασημαντότητας, Μετάφραση Γιάννης Η. Χάρης,
σελ. 148, ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟN ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ 2014
|
Δεκατρία χρόνια μετά το τελευταίο μυθοπλαστικό του έργο, ο 85χρονος πλέον Μίλαν Κούντερα επανέρχεται με μια νουβέλα που συνοψίζει το έργο του: μεταμοντερνισμός, πολιτική παρωδία, αναγωγή του ευτελούς σε καίριο, φιλοσοφική προσέγγιση της καθημερινότητας, απάρνηση του όποιου κοσμοειδώλου.
Υπάρχει ένα αστείο που διατρέχει το τελευταίο αυτό βιβλίο του Τσέχου συγγραφέα, ο οποίος αυτοεξορίσθηκε στη Γαλλία το 1975 μη πιστεύοντας πως ο υπαρκτός σοσιαλισμός κάποτε θα κατέρρεε. Το αφηγείται ο ίδιος ο Στάλιν στους στενούς του συνεργάτες του Πολίμπυρο και αποτυπώνεται στα απομνημονεύματα του Χρουτσώφ. Ο Στάλιν λέει λοιπόν πως βγήκε κάποτε για κυνήγι και δεκατρία χιλιόμετρα από το σπίτι του διέκρινε σε ένα δέντρο εικοσιτέσσερις πέρδικες. Έλα όμως που είχε μόνο δώδεκα φυσίγγια μαζί του. Αφού κατέβασε λοιπόν με απόλυτη ευστοχία τις μισές από δαύτες αποφασίζει να ξανακάνει τα δεκατρία χιλιόμετρα για να ανεφοδιασθεί και άλλα τόσα για να επιστρέψει. Τα πουλιά τον περιμένουν μοιρολατρικά – ούτε ένα δεν έχει πετάξει από το κλαδί του. Τα σημαδεύει και τα κατεβάζει ένα προς ένα. Τέλος της ιστορίας. Έπειτα ο αφηγητής- Στάλιν βάζει τα γέλια ενώ η υπόλοιπη παρέα παραμένει με ανοιχτό το στόμα. Ο Χρουτσώφ δεν πιστεύει τον αρχηγό και τον αμφισβητεί στους άλλους συντρόφους στα ουρητήρια, ενώ ο πατερούλης κρυφακούει.
Πού έγκειται όμως το αστείο; Κατά τα φαινόμενα στην απόλυτη υπακοή όλων των εμψύχων όντων της Σοβιετικής Αυτοκρατορίας στην βούληση του ηγέτη. Στην αυτοενοχοποίησή τους. Στην μοιρολατρική πεποίθηση ότι δεν αποτελούν παρά απλά πιόνια στην πραγμάτωση του ιστορικού σοσιαλιστικού σχεδίου. Ακόμη και οι πέρδικες γίνονται θύματα του ιστορικού υλισμού στον οποίο ούτε καν ο Στάλιν, όπως τουλάχιστον υπονοεί ο Κούντερα, πίστευε. Αλλά το εκπληκτικότερο όλων είναι ότι κανείς από την παρέα δεν γελάει, κανείς δεν βλέπει την αξία της παραβολής. Οι υπήκοοι έχουν χάσει την φύση τους μαζί με την ψυχή τους, όπως άλλωστε και τα φτερωτά του ουρανού. Γι αυτό κανείς δεν διασκεδάζει, εκτός από τον ίδιο τον αρχηγό. Το χιούμορ και η ικανότητα αυτοσαρκασμού έχουν χαθεί οριστικά, μαζί μ’ αυτά και η ελευθερία της βούλησης – η πεμπτουσία της υπαρξιακής συνθήκης του ανθρώπου.
Φορέας της πιο πάνω ιστορίας είναι ένας από τους πρωταγωνιστές του μικρού αυτού βιβλίου - άρτια μεταφρασμένου από τον μόνιμο μεταφραστή του Κούντερα στην Εστία Γιάννη Χάρη. Τόπος το Παρίσι των ημερών μας όπου οι πέντε έξη ήρωες βολτάρουν στον Κήπο του Λουξεμβούργου, περιμένουν στην ουρά ενός Μουσείου για να δουν μια έκθεση του Σαγκάλ αλλά τελικά βαριούνται και φεύγουν, συναντιώνται για να πιουν κάτι και χωρίζουν άπρακτοι καθώς σπάνε την μοναδική μπουκάλα Αρμανιάκ, οργανώνουν μια γιορτή γενεθλίων ή σχολιάζουν μια προσφάτως χηρεύσασα ωραία γυναίκα. Κάποιος επισκέπτεται τον γιατρό του για να πληροφορηθεί ότι δεν έχει καρκίνο όπως φοβόταν αλλά παρά ταύτα ενδύεται το προσωπείο του καρκινοπαθούς, γεγονός που προσδίδει αίγλη στην ύπαρξή του. Ένας άλλος φιλοσοφεί για την σχετικά πρόσφατη γυναικεία μόδα που αφήνει έκθετο τον αφαλό και συμπεραίνει ότι η μετατόπιση του ενδιαφέροντος από τους γλουτούς ή τα γυναικεία στήθη δεν μπορεί παρά να σημαίνει την υποχώρηση του ερωτισμού υπέρ της απλής αναπαραγωγικής πράξης. Θα ζούμε λοιπόν εφεξής στον αστερισμό του αφαλού καθώς η ατομικότητα και το πανηγύρι του έρωτα θα υποχωρούν ενώπιον της επέλασης των εμβρύων.
Φιλοσοφώντας μετ’ ευτελείας, οι ήρωες του Κούντερα αναζητούν κάτι. Και τι είναι αυτό το κάτι; Απ’ ότι φαίνεται ούτε το νόημα της ζωής, ούτε ο μεγάλος έρωτας ούτε η πραγμάτωση κάποιας θεωρίας. Αυτά όλα έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί. Δεν τους κινεί ούτε καν η περιέργεια, όπως ας πούμε στο περίφημο Μπουβάρ και Πεκυσέ του Φλωμπέρ όπου οι δύο ήρωες αγωνίζονταν να κατασκευάσουν μια αποθήκη της παγκόσμιας γνώσης. Εδώ έχουμε, όπως λέει και ο τίτλος, τον θρίαμβο της ασημαντότητας ή κατά μία έννοια την κυριαρχία του κιτς – θεματική που είχε απασχολήσει έντονα τον Κούντερα ήδη από τον καιρό της Αβάσταχτης Ελαφρότητας του Είναι. Με τη μόνη διαφορά ότι η τότε ελαφρότητα έχει μετά τρεις δεκαετίες ελαφρώς μετατοπισθεί προς την ματαιότητα έως και βλαβερότητα των καθημερινών πραγμάτων. Οι άνθρωποι λένε ψέματα για να υπάρξουν, επινοούν μικρές ιστορίες για να προκαλέσουν έναν έπαινο, επιλέγουν ασήμαντες ζωές. Τίποτα τραγικό δεν συμβαίνει στην πραγματικότητα, τίποτα αληθινά άξιο αφήγησης. Και όμως, το σύνολο αυτό των ασημαντοτήτων, πυκνά υφασμένο και αποσταγμένο από την απατηλή τέχνη του Κούντερα, βγάζει εντέλει νόημα. Όλα τούτα και άλλα πολλά, μας λέει ο συγγραφέας, αποκτούν αξία αν τα δεις ως πλάκα – το μοναδικό διαθέσιμο αντίδοτο στην πλήξη: Μια τεράστια φάρσα του σύμπαντος, ένα σχέδιο, μια συνωμοσία που αν την κατοπτεύσεις μόνο τα γέλια μπορείς να βάλεις. Όπως δηλαδή ο Στάλιν όταν αφηγείτο την εξουσία του πάνω σε έμψυχα και άψυχα, ή την κατά Σοπενάουερ κυριαρχία της βούλησης.
Ακόμη και ο Στάλιν λοιπόν ήταν κατά βάθος ένας αστός; Ήταν πεπεισμένος ότι δεν υπάρχουν σιδερένιοι νόμοι και ιστορικές αναγκαιότητες και επί γης παράδεισοι; Κατά τον Κούντερα πιθανώς. Γι αυτό άλλωστε μας αφηγείται πώς ο πατερούλης, σε ένα είδος διακωμώδησης του δυτικού πνεύματος μετονομάζει την προσφάτως κατακτηθείσα γενέτειρα του Καντ από Καίνιγκσμπεργκ σε Καλίνινγκραντ, - από το όνομα μιας ασημαντότητας της εποχής που αναδύθηκε στην κορυφή της κομματικής ιεραρχίας. Ή βάζει ένα δευτερεύον πρόσωπο της αφήγησης να κυριαρχεί στο ερωτικό παιγνίδι αποσπώντας τις ωραιότερες γυναίκες από ευφραδείς και εύγλωττους ανταγωνιστές, ακριβώς λόγω της ιδιότητάς του να περνάει απαρατήρητος.
Η ζωή λοιπόν προβάλλεται ως μια γιορτή της ασημαντότητας που παραμένει εντούτοις γιορτή - μια κατά Χέγκελ επιδίωξη «ατέλειωτης ευδαιμονίας» Κι αυτό προβάλλει ως το σημαντικότερο. Όπως έλεγε κάποτε ο Τζων Μπάνβιλλ, συχνά δεν θυμάσαι τίποτα από ένα έργο του Κούντερα κι όμως σου απομένει ένα αίσθημα πληρότητας. Ή όπως έγραφε ο κριτικός Τζωρτζ Στάινερ, δεν υπάρχει τίποτα να πεις γι’ αυτόν, μόνο να τον αντιγράψεις μπορείς. Απλώς υπάρχει, συνυφασμένος με την δοκιμιακή του μυθοπλασία.
Περιβαλλοντολόγος, γεωγράφος και μηχανικός ο Μιχάλης Μοδινός γεννήθηκε στην Αθήνα το 1950. Θεωρητικός και ακτιβιστής του οικολογικού κινήματος, συνεργάστηκε με διεθνείς οργανισμούς, δίδαξε σε ακαδημαϊκά ιδρύματα ανά τον κόσμο, ενώ υπήρξε ιδρυτής και εκδότης της Νέας Οικολογίας, πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Περιβάλλοντος και διευθυντής του Διεπιστημονικού Ινστιτούτου Περιβαλλοντικών Ερευνών. Στο δοκιμιακό - ερευνητικό του έργο περιλαμβάνονται τα βιβλία "Μύθοι της ανάπτυξης στους τροπικούς" (Στοχαστής), "Από την Εδέμ στο καθαρτήριο" (Εξάντας), "Τοπογραφίες" (Στοχαστής), "Το παιγνίδι της ανάπτυξης" (Τροχαλία) και "Η αρχαιολογία της ανάπτυξης" (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης). Από το 2005 στράφηκε συστηματικά στην λογοτεχνία και την κριτική της.
Από τις εκδόσεις Καστανιώτη έχουν κυκλοφορήσει τα μυθιστορήματά του "Χρυσή ακτή", 2005, "Ο μεγάλος Αμπάι", 2007, "Επιστροφή", 2009 (βραβείο Ιδρύματος Πέτρου Χάρη Ακαδημίας Αθηνών) "Η σχεδία", 2011 (Διάκριση της Επιτροπής Κρατικών Βραβείων και υποψήφιο για το Ευρωπαϊκό Λογοτεχνικό Βραβείο) και "Άγρια Δύση - μια ερωτική ιστορία", 2013.
To τελευταίο του βιβλίο "Τελευταία έξοδος: Στυμφαλία" (2014) κυκλοφορεί από το Βιβλιοπωλείο της Εστίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου