"ΜΙΚΡΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΓΡΑΦΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ"
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΤΑΘΗ ΚΟΜΝΗΝΟΥ
Είναι πολλά αυτά που θα ήθελε κάποιος αναγνώστης του μακροσκελούς αυτού
κειμένου να σχολιάσει αλλά ίσως αυτό δεν θα ήταν φρόνιμο, γιατί θα είναι σαν να
ρίχνει τα λόγια του στο κενό (αυτό του διαδικτύου που όλα τα καταπίνει αμάσητα)
ή να τροφοδοτεί το αυτοϊκανοποίητο της ύπαρξής του. Θα αφήσω έτσι τα
ελληνοκεντρικά, με την πεποίθηση ότι άλλοι θα τα σχολιάσουν (συμπλέοντας με τον
αγαπητό Στάθη Κομνηνό ή όχι) και θα πω δυο λόγια για τα ακροτελεύτιο «κενό» των
κειμένων. Πράγματι, από ένα κενό εκπορεύονται όλα τα γραφόμενα, είτε αυτό
θεωρηθεί φιλοσοφικό λεκτικό παίγνιο είτε ρεαλιστικότατη αναφορά. Το ενδιαφέρον,
ωστόσο, έγκειται στο κενό που αντιμετωπίζει ο αναγνώστης απέναντί του, όταν
διαβάζει τα γραπτά των άλλων. Γιατί στην ουσία αυτό συμβαίνει, έτσι όπως
αναπόφευκτα ο «ψαγμένος» (για να χρησιμοποιήσω κι εγώ την αντιπαθή αυτή και
άστοχη εν μέρει λέξη του συρμού) άνθρωπος ανακαλύπτει πίσω από τις λέξεις δικά
του καταγεγραμμένα στη συνείδηση ή ακόμη και στο υποσυνείδητό του. Γράφει,
λοιπόν, ο αναγνώστης μια άλλη εκδοχή του ήδη καταγεγραμμένου; Οπωσδήποτε
κρίνοντας αυτό που διάβασε δίνει πάντα την προσωπική του εκδοχή και του μύθου
αλλά και του επιμύθιου. Κάτω από αυτό το πρίσμα, ένα έργο έχει πολλαπλές
«γραφές» όσες και οι ερμηνείες που του δίνουν οι αναγνώστες του. Ενδιαφέρον δεν
είναι;
Ξεκινώντας,
οφείλω να ευχαριστήσω θερμά από καρδιάς την κα Δημητριάδη για τον κόπο της να ανταποκριθεί
στην πρόσκληση και κυρίως να σχολιάσει, αφού πρώτα είχε διαβάσει…, τα κείμενα της προδημοσίευσης σχετικά με τη Θεωρία περί ΓΡΑΦΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ.
Δυστυχώς, ξεκινώ πρωθύστερα – καθώς τα με αναγνωστική συνέπεια σχόλια της
προσφιλούς κας Διώνης Δημητριάδη προηγήθηκαν όλων των άλλων σχολιαστών… – , την
απάντησή μου στα όντως δημιουργικά προς διάλογο και προβληματισμό μα και
οδοποιητικά αυτά σχόλιά της (πάντα η συμμετοχή ανοίγει δρόμους και φωτίζει
πεδία), και θα προσπαθήσω και πάλι να είμαι όσο πιο σύντομος γίνεται. Όχι,
όμως, σε βάρος της ίδιας της προβληματικής που τίθεται και διανοίγει δρόμους
σκέψης και φωτισμού, ούτε και εις βάρος μιας απαίτησης διαύγειας και
λαγαρότητας, που ο ίδιος ο διάλογος, νομίζω, προϋποθέτει. Όπως και στην
προηγούμενη απάντησή μου στο σχόλιο της κας Λιναρδάκη έτσι κι εδώ «επισημαίνω πως η προσπάθεια απάντησής μου σε
όλους τους σχολιαστές θα κρύβει, πάντοτε, έναν υπαινιγμό (…) για την ίδια τη
ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ και, παράλληλα, για τα γραφόμενά στην προδημοσίευση αυτή».
Τονίζω, επίσης, πως με το διαλογικό αυτό παίγνιον που συστάθηκε στο CANTUS FIRMUS, επ’ ευκαιρία της Θεωρίας περί
ΓΡΑΦΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ, οι ρόλοι μου, μα και οι ρόλοι όλων των συμμετεχόντων,
είναι προφανές πως εναλλάσσονται και οι συγγραφείς μεταβάλλονται σε αναγνώστες
και τούμπαλιν. Αυτό από μόνο του, για τον άξιο και υποψιασμένο παρατηρητή,
συμβάλλει στη γενική προβληματική περί τη Θεωρία Λογοτεχνίας.
Επί το έργον λοιπόν :
1. Ως αναγνώστης,
τώρα, προσλαμβάνω 2 σημασίες της
έννοιας «μακροσκελής» κι αυτό είναι εξόχως ενδεικτικό για το πώς μπορεί να
λειτουργεί η Θεωρία Γραφής και Ανάγνωσης που προδημοσίευσα. Από τη μια η κα
Δημητριάδη, έχοντας διεξέλθει αναγνωστικά το κείμενο, δηλαδή μετέχοντας σ’ αυτό, σχηματίζει έναν όρο
που ταυτίζεται με εκείνον που χρησιμοποίησε η κα Λιναρδάκη, η οποία, όμως, ούτε
το διεξήλθε, κατά ομολογία της, ούτε μετείχε σ’ αυτό (!). Μία λέξη, λοιπόν,
ωστόσο 2 (ή και περισσότερες ;…)
σημασίες και στάσεις. Πριν προχωρήσω επί του προκειμένου, οφείλω μιαν οχληρή,
ίσως, παρατήρηση, αναγκαία, μολαταύτα, για διαφόρους λόγους. Επαναλαμβάνω,
λοιπόν, πως το κείμενο της Θεωρίας περί
ΓΡΑΦΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ αποτελεί αποσπασματική
προδημοσίευση ενός εκτενούς θεωρητικού κειμένου για τη Θεωρία Λογοτεχνίας,
όπως είθισται να λέγεται. Είναι προφανές, λοιπόν, πως τέτοιες προδημοσιεύσεις
είναι συνήθως έτσι : μακροσκελείς.
Μακροσκελείς, αλλά ΠΩΣ, μια και στη χώρα αυτή των 1002 ασθενειών έχουμε,
επιπλέον, και την ασθένεια της αντίληψης του προφανούς…
Κατά την αναγνωστική
μου πρόσληψη των διαπιστώσεων της κας Δημητριάδου «μακροσκελές» σημαίνει, όπως αισθάνομαι τα λόγια της, κάτι που
παρέχει εκτενέστατη ύλη προβληματισμού και σημείων πραγμάτευσης (νομίζω η
συνέχεια του σχολίου της επιβεβαιώνει αυτή μου την αίσθηση/αναγνωστική ματιά),
δηλαδή κάτι που ο χ αναγνώστης θα
αναγκαζόταν να κάνει πολλές σχολιαστικές επισταθμίες, ώστε να ολοκληρώσει την
πρόσληψη των κατατεθειμένων στο κείμενο. Θεωρώ αυτονόητα δημιουργική μια τέτοια
ματιά, η οποία συνιστά και μια υπόρρητη μορφή κρίσης ή και κριτικής…, καθώς
καταθέτει/δηλώνει το αναγνωστικό αυτό βλέμμα της κας Δημητριάδου, πως εντοπίζει
πληθώρα σημείων (μακροσκελία) προς
διάλογο, τα οποία, όμως, (δικαιωματικά ΠΑΝΤΑ, κατά τη γνώμη μου) αντιπαρέρχεται
για να σταθεί (να προτιμήσει να σταθεί…) σε μιαν επισταθμία επί του κειμένου.
Συνεπώς, αφήνει σαφώς και ρητά το πεδίο ανοικτό σε έτερους αναγνώστες να
θελήσουν να σχολιάσουν άλλα σημεία (επί ενός τέτοιου σημείου, μάλιστα, η
πρόσκληση είναι ολότελα ρητή εκ μέρους της κας Δημητριάδου, ομιλώ για τα περί
ελληνικότητας) μη διεκδικώντας η ίδια
ούτε τετελεσμένη θέαση, ούτε πλήρη και αποκρυσταλλωμένη γνώμη/άποψη επ’ αυτών,
ούτε και διακινδυνεύοντας να ολισθήσει πάνω σε κάτι που δεν θα το έχει
αντιμετωπίσει επαρκώς, αλλά και ούτε θέλει/επιθυμεί να το αντιμετωπίσει, ως
έχει κάθε (αναγνωστικό) δικαίωμα (εννοώ, δλδ, πως διαβάζοντας μπορεί να αφήνουμε όσα σημεία των κειμένων επιλέγουμε
να αφήσουμε, δίχως φόβο και πάθος, δηλώνοντας ΑΠΛΑ πως δεν εκφράζουμε γνώμη επί μη διαβασμένων κειμένων, ούτε, ασφαλώς,
έχουμε …άποψη για τα λεγόμενα σ’ αυτά τα σημεία). Τίμια στάση. Γεμάτη
(αναγνωστική) πείρα, θα έλεγα, μεστότητα και ειλικρίνεια. Στάση δημιουργική
(αναγνωστικά). Κυρίως, στάση σωφροσύνης. Νομίζω πως ο υπαινιγμός που κάνω,
χρησιμοποιώντας αυτούς τους όρους, σχετικά με το αναγνωστικό ήθος που
οφείλει, απαραίτητα, να έχει κάποιος που μετέχει/συνουσιάζεται
με τα (παντός είδους…) κείμενα, γίνεται αντιληπτός στους αναγνώστες αυτής της
απάντησης. Μάλιστα, συμπίπτω, ευχάριστα, με τη κα Δημητριάδη στην ορολογική
χρήση, καθώς η ίδια κάνει λόγο περί «φρονίμου».
Το «μακροσκελές», από την άλλη, της κας Λιναρδάκη δεν
αφήνει καθόλου περιθώρια για τέτοιες ή παρόμοιες σκέψεις, όπως οι παραπάνω, και
γίνεται, απλά και άγονα για τον εδώ διάλογο, αντιληπτό ως όρος που αφορά σε
μιαν έκταση.
Απλά. Ευκλείδεια. Στείρα, φαινομενολογικώς. Δεν υποψιάζεται κανείς κάποιο
άνοιγμα ποιοτικής ανάγνωσης και αναγνωστικής κατάθεσης. Η φαινομενοκρατική αυτή,
δίχως φαντασία, διαπίστωση είναι ένα στεγανοποιημένο αδιέξοδο που δεν ομιλεί. Επίσης, καθιστά στατικό τον
λεγόμενο αντικειμενικό κόσμο (και του κόσμου των κειμένων συμπεριλαμβανομένου).
Τι βγαίνει, όμως, απ’ όλα αυτά ; Μα το ότι έχουμε 2 αναγνωστικές ματιές, η μία κατ’ ευφημισμόν, εκείνη της κας
Λιναρδάκη, και η άλλη της κας Δημητριάδου, όπου διατυπώνεται, κοινώς !..., ο όρος «μακροσκελής», ο οποίος, ωστόσο,
προκύπτει από 2 ριζικά διάφορες
αναγνωστικές στάσεις/ματιές, από 2
διαφορετικά αναγνωστικά ήθη. Μας λέει κάτι αυτό γενικότερα ; …
2. Η κα Δημητριάδη εντοπίζει σημεία για συζήτηση, όπως
και λίγο παραπάνω είπαμε, επί ενός προσληπτού,
ως φαίνεται για την περίπτωσή της, κειμένου και στηλιτεύοντας τα κρατούντα
αναγνωστικά ήθη, δηλώνει πως αντιτίθεται στην αμάσητη λήψη τροφής. Θεωρώ
παραίνεση προς άπαντες αυτή τη δήλωση. Δυστυχώς, ο (αναγνωστικός) χώρος που
άφησε σε άλλους, ώστε να σχολιασθούν (επιδοκιμαστικά ή επικριτικά, ασχέτως.
Ιδού, άλλη μια έντιμη (αναγνωστική) επαφή/μετοχή με τα κείμενα) τα
ελληνοκεντρικά δεν καλύφθηκε από κανέναν. Μπορεί να παρατηρήσει κανείς κάτι
πάνω σ’ αυτό ; Από τη μια, δηλαδή, να επισημάνει μια γενικότερη στάση και από
την άλλη να τονίσει πως, βάσει τέτοιων (γενικών)
στάσεων, η ευθύνη μας ως αναγνωστών/γραφέων αυξάνεται δραματικά. Εννοώ, δηλαδή,
πως θα ήταν καλό να έχουμε κατά νου πως ό,τι αφήνουμε στους άλλους δεν θα
διεκπεραιωθεί ίσως ποτέ και πιθανόν θα πρέπει, καζαντζακικώς…, να θελήσουμε να
χορέψουμε όλους τους χορούς μα και όλο το χορό. Φυσικά, δίχως την ελάχιστη
(αναγνωστική) ενοχή αν, τελικά, αποφασίσουμε πως ΔΕΝ θέλουμε κάτι τέτοιο. Το
χρήσιμο που απορρέει, νομίζω, απ’ αυτές τις απαντητικές παρατηρήσεις είναι ότι
υποδηλώνεται, σαφώς κρίνω…, πως δεν είναι τυχαίος ο όρος Θεωρία περί ΓΡΑΦΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ, που χρησιμοποιώ σχετικά με τη
λεγόμενη Θεωρία Λογοτεχνίας, αλλά
δείχνει πως ουσιαστικά μιλάμε για μιαν ευρύτερη υπαρκτική στάση και πως
εν τέλει δηλώνεται μια οντολογία : ΕΙΜΑΣΤΕ Γραφή και Ανάγνωση. Κι επίσης :
το Υπαρκτό είναι ένα Γεγονός Γραφής
και Ανάγνωσης. Πως το …συμπαντικό φαινόμενο είναι ένα αναγνωστικό / συγγραφικό φαινόμενο. Και πως σύνολη η ζωή
συντελείται μέσα σ’ αυτούς τους όρους και τα πλαίσια. Έτσι, με τη νέα αυτή
ορολογία που χρησιμοποίησα, αντί της καθιερωμένης : «Θεωρία Λογοτεχνίας»,
θέλησα να αποφύγω τη μερικότητα που ταλανίζει μια τέτοια θέαση των πραγμάτων
όταν το ΓΡΑΦΕΙΝ και ΑΝΑΓΙΝΩΣΚΕΙΝ περιορίζεται στο λογοτεχνικό πεδίο και να
αφήσω τη Ζωή να μπαινοβγαίνει στη Λογοτεχνία και τη Λογοτεχνία στη Ζωή. Αλληλοπεριχωρούμενα.
Πληρωματικά. Ο νοών νοείτω. Δεν προχωρώ περαιτέρω.
3. Μια που ΝΟΜΙΜΩΣ (αναγνωστικά) δεν ζητείται απάντηση
από την κα Δημητριάδη για τα «ελληνοκεντρικά» δεν θα σχολιάσω καθόλου αυτό το
σημείο. Θεωρώ, όμως, απαραίτητο να το δηλώσω εδώ αυτό, καθώς, εμμέσως, δείχνει
πως δεν θα πρέπει να περιμένουμε απαντήσεις (και γενικότερα από το Υπαρκτό…)
όταν δεν έχουμε θέσει ερωτήματα. Αυτό πηγαίνει, προφανώς, πολύ μακριά. Έτσι,
δεν θα αποκαλύψω τι ακριβώς εννοώ σε πλείστα κεντρικά σημεία του κειμένου της προδημοσίευσης, καθώς δεν μου
ζητήθηκε κάτι τέτοιο. Εξάλλου, το ίδιο το κείμενο τα αποκαλύπτει από μόνο του
(είναι προφανές, ασφαλώς, πως εγώ και το κείμενο είμαστε και 2 οντότητες διάφορες
και 2 οντότητες ταυτόσημες και ενωμένες…). Στο προκείμενο τώρα.
Χαίρομαι που συμπίπτει η άποψή μου με εκείνη της κας Δημητριάδου, πως όλα δηλαδή
εκπορεύονται από το κενό. Σπεύδω, σε μιαν ευχάριστη συνομιλητική επαφή μαζί
της, να πω, ολωσδιόλου εμφατικά, ότι στο κείμενο αυτό της προδημοσίευσης δεν
θέλησα να κάνω κανένα λεκτικό παίγνιο (ούτε και υπάρχει στο κείμενο κάτι
τέτοιο, νομίζω). Φιλοδοξία του κειμένου ήταν και είναι πάντοτε να ομιλήσει με
την Πραγματικότητα, να δει την Πραγματικότητα. Το όποιο λεκτικό του επιχειρεί
να αρθρώσει το Πραγματικό και, επιτέλους, να το αγρεύσει (έστω και προς
στιγμήν). Οι δε λέξεις του κειμένου είναι γραμμένες με ιδρώτα και αίμα (γι αυτό
φαντάζουν… εξεζητημένες, στομφώδεις, δογματικές, οργιαστικές, αυτόνομες κλπ κλπ
παρόμοια, σε αμύητα αναγνωστικά μάτια να μυαλά), ακριβώς διότι επιθυμούν να
ακριβολογήσουν και να καταστήσουν σαφές και κοινωνικό
αυτό που ορά ο γραφεύς. Τυχαίο παράδειγμα παίρνω : συμβαίνει στο κείμενο ό,τι
συνέβαινε στην ελληνική φιλοσοφία έκπαλαι, όπου, για να ειπωθεί το ορώμενο,
ένας Αριστοτέλης, λόγου χάρη, έπλαθε τον όρο «εκείνινο». Οι τυχόν
αναμενόμενες και καταγέλαστες αναγνωστικές αιτιάσεις νωθρών και ανεύθυνων
αναγνωστών, ας επιπέσουν σε κάθε παρόμοιο κείμενο και στους εκάστοτε
συγγραφείς, ξεκινώντας από τους αρχαίους. Προδίδουν βαθύτατη έλλειψη
(αναγνωστικής τουλάχιστον, δηλ. δημιουργικής) καλλιέργειας.
4. Έχοντας, έστω και σχηματικά, ξεκαθαρίσει ότι ΔΕΝ
πρόκειται περί λεκτικών παιγνίων, προχωρώ στα περί κενού. Παίζω, εν μέρει
πάντοτε, καθώς διαφορετικά θα έπρεπε να δώσω μιαν πλήρως ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ απάντηση…,
με ανοικτά χαρτιά τώρα και λέω : υποδηλώνεται
στο κείμενο ότι ΑΡΧΙΚΟ σημείο, ΑΦΕΤΗΡΙΑ της αναγνωστικής και συγγραφικής
λειτουργίας είναι μια tabula
rasa. Αυτό ονομάζεται στο κείμενό μου ΚΕΝΟ. Ωστόσο, ένα
…ΚΕΝΟ που έχει όνομα και χαρακτήρα : είναι ΚΕΝΟ ηλεκτρομαγνητικό (όρος, φυσικά,
κατά σύμβαση για να υποδηλωθεί κάτι…, το οποίο, όμως, δεν αποκαλύπτω εδώ τι
σημαίνει, όπως, αντιθέτως, έκανα ήδη για τον τίτλο του κειμένου, καθώς η
αποκάλυψη αυτή θα προϋπέθετε να ζητηθεί
να γίνει κάτι τέτοιο… ). Ο αναγνώστης, ωστόσο, αντιμετωπίζει ένα…
δημιουργημένο και διαμορφωμένο (!!!) ΚΕΝΟ (το ίδιο το κείμενο δηλαδή…, που μέσα
στη διάταξή του αφήνει τον ΚΕΝΟ ΧΩΡΟ εύρεσης του Νοήματός του από τον
αναγνώστη), σε σχέση με τον συγγραφέα που αντιμετωπίζει, κατά τη δημιουργία,
ένα ΑΔΙΑΜΟΡΦΩΤΟ και αδημιούργητο ΚΕΝΟ. Στην πρώτη περίπτωση, και χονδρικά για
τα εδώ λεγόμενα, πρόκειται για το ΚΕΝΟ του ΝΟΗΜΑΤΟΣ του κειμένου ή των
κειμένων. Στη δεύτερη περίπτωση πρόκειται για το ΠΩΣ της διαμόρφωσης αυτού του Νοήματος.
Πρόκειται, κοντολογίς, όπως διαπιστώνει με άλλα λόγια
και η κα Δημητριάδη, για μια διαχείριση
του ΚΕΝΟΥ, τόσο από πλευράς αναγνώστη, όσο και από πλευράς
συγγραφέα/δημιουργού. Τίθεται, λοιπόν, το ερώτημα : αυτό ΕΙΝΑΙ τελικά η ΓΡΑΦΗ και η ΑΝΑΓΝΩΣΗ ; Διαχείριση Κενού ; Ιδού πώς
προκύπτουν γόνιμα ερωτήματα από γόνιμες αναγνωστικές μετοχές και συναντήσεις,
όπως αυτή της κα Δημητριάδου.
Η σημαντική ερώτηση της κας Δημητριάδου : «Γράφει, λοιπόν, ο αναγνώστης μια άλλη
εκδοχή του ήδη καταγεγραμμένου;» έρχεται
και «δένει», ανεπίγνωστα για την ίδια κι ωστόσο τόσο έξοχα δημιουργικά…, με
ό,τι στην προδημοσίευση αυτή εννοείται με τη χρήση του όρου ΗΛΕΚΤΡΟΜΑΓΝΗΤΙΚΟ
ΚΕΝΟ. Απαντώ : ΝΑΙ. Βεβαίως. Ο αναγνώστης μπορεί ελευθέρως, και ελευθεριαζόντως…,
να ανακαλύψει ΟΙΟΔΗΠΟΤΕ Νόημα αυτός νομίζει πως υπάρχει και θέτει το κείμενο,
αλλά και οτιδήποτε άλλο τον αφορά σε προσωπική βάση. Μάλιστα, ακόμη και ό,τι
ΔΕΝ ΠΕΡΙΕΧΕΙ το κείμενο, αλλά το …εμπεριέχουν οι δομικές συστατικές του μονάδες
: οι λέξεις και η συναρμογή τους. Που
ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΟΥΝ την ύπαρξη, ΕΝΤΟΣ του κειμένου, πραγμάτων που ορά και
αντιλαμβάνεται ο εκάστοτε αναγνώστης. Ας παραφράσουμε, λοιπόν, τον Αριστοτέλη
και ας πούμε πως ναι, τα κείμενα διαβάζονται πολλαχώς. Φυσικά,
ως ευσυνείδητη και έμπειρη αναγνώστρια η κα Δημητριάδου σπεύδει, στη συνέχεια,
να τονίσει το χρέος των αναγνωστών να διαβάζουν αυτό για το οποίο αποφαίνονται.
Αυτό μου δίνει την ευκαιρία να πω, συμπληρωματικά στα παραπάνω, ότι ναι μεν
έχουμε τη δυνατότητα της πλήρους «αυθαιρεσίας» επί των κειμένων, όμως θα πρέπει
να τη διατηρούμε έχοντας ΠΑΝΤΑ κατά νου το μέτρο εκείνο που λέγεται ανίχνευση
της πρόθεσης και του στόχου του συγγραφέα, που δηλώνονται, αμφότερα, μέσα στο κείμενο, είτε το κείμενο τα
θάλπει είτε όχι. Αυτό θα μας προφύλασσε από την (αναγνωστική) εκείνη αυθαιρεσία
που θα νομιμοποιούσε αδιάκοπα τον εαυτό της παραποιώντας ό,τι συναντούσε μπρος
της και καθιστώντας νόμο… την αναρχία. Στην περίπτωση αυτή, ο αναγνώστης θα
ήταν ο σφαγέας των κειμένων και ο εκπορνευτής τους, μόνο και μόνο διότι, από
προσωπικό ψυχικό έλλειμμα, θέλει να στήσει, ναρκισσιστικά, τον εαυτό του κάπου υπεράνω… Θεωρώ ότι με βάση πρώτα το
ΚΑΘΗΚΟΝ ανίχνευσης του ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟΥ (κειμενικού) ΜΗΝΥΜΑΤΟΣ του συγγραφέα από
τον αναγνώστη, ο υπεύθυνος αναγνώστης μπορεί να αλώσει, ελευθεριαζόντως
ερμηνευτικά, τα κείμενα δίχως ουδεμία πια τύψη και ενοχή. Μετά τον (έντιμο
αναγνωστικό) Γολγοθά της διερεύνησης της πρόθεσης του συγγραφέα, μπορεί ολότελα
ΝΟΜΙΜΑ να ξανοιχτεί στον Ωκεανό της αναγνωστικής (αναδημιουργικής) αυθαιρεσίας
δίχως κανέναν χαλινό, – αυθαιρεσίας που μπορεί, μάλιστα, να οδηγήσει σε
«λιμένες πρωτοϊδωμένους». Έτσι, απαντώντας, στην προσφιλέστατη κα Δημητριάδη
συμφωνώ κι εγώ και επαυξάνω : Ναι, είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον ! Οι συνουσίες
είναι πάντα αποκαλυπτικές για τα πρόσωπα των συνουσιαζομένων και για το ίδιο το
Είναι
(που λέγεται πολλαχώς…) της συνουσίας. ΑΝ έτσι, τότε διαβεβαιώνω άπαντες πως στην
περίπτωση αυτή συντελείται ΖΩΗ.
Η ευθύνη του αναγνώστη νομίζω θα έπρεπε να αναδύεται αιφνιδίως και αυτοβούλως
απέναντι σε κάθε κείμενο, από τα πιο απλά ως τα πλέον σύνθετα. Η «αλητεία» του
νοήματος δεν νοείται διαφορετικά, για να ετυμολογήσουμε ορθά τη λέξη από τα
αρχαίο ἀλάομαι-ἀλῶμαι = περιπλανιέμαι. Περιπλάνηση είναι τα διαβάσματα.
Ανοικτές συναντήσεις με το απρόσμενο. Και ο αναγνώστης αλήτης-οδοιπόρος.
(το σχόλιο αυτό στην ουσία συνεχίζει το σχόλιο που δημοσιεύθηκε κάτω από το πρώτο μέρος του κειμένου του Στάθη Κομνηνού την προηγούμενη εβδομάδα).
(το σχόλιο αυτό στην ουσία συνεχίζει το σχόλιο που δημοσιεύθηκε κάτω από το πρώτο μέρος του κειμένου του Στάθη Κομνηνού την προηγούμενη εβδομάδα).
Απαντώ
και πάλι, αφού για ακόμη μια φορά ευχαριστήσω από καρδιάς την κα Δημητριάδη για
το σχόλιο και τις παρατηρήσεις της.
1. Βεβαίως έτσι ΕΙΝΑΙ. Ωστόσο, υπάρχουν ανεύθυνοι και
επιπόλαιοι (αναγνωστικοί) συνουσιαστές που με την ανευθυνότητα και
επιπολαιότητά τους υποβιβάζουν και κακοποιούν την ωραιότητα και το ταξίδι των
συνουσιών. Ο (αναγνωστικός) ΝΟΜΟΣ στον οποίο αναφέρεται ευστοχότατα η κα
Δημητριάδη καταπατείται αδιάκοπα αλλά και ελαφρά τη καρδία. Είναι, ωστόσο, «μια
στάσις που νοιώθεται». Δεν θα χρησιμοποιούσα μόνον τη λέξη «αιφνιδίως», καθώς
θεωρώ προϋπόθεση δυναμικής (αναγνωστικής…) συνουσίας την ευθύνη των
συνουσιαστών να συναντήσουν ΝΟΜΙΜΩΣ (= διαβάζω τα κείμενα, ανιχνεύω τη
συγγραφική πρόθεση και το νόημα και λοιπά συναφή) τον συνουσιαζόμενο μαζί τους.
Φυσικά, όπως προέκυψε από τα παραπάνω στην προηγούμενη απάντηση, ΝΟΜΙΜΩΣ
σημαίνει με πλήρη ελευθερία, επιστράτευση κάθε φαντασίας, με δικαίωμα
παρανάγνωσης, εξαντλητικής ανάγνωσης μόνον επί (κειμενικών) σημείων, με διάθεση
ταξιδιωτικής πρωτοτυπίας κλπ κλπ. Συνεπώς, όπως προκύπτει από τα λεγόμενά μου
τώρα, είναι προφανές πως για άλλη μια φορά συμφωνώ πλήρως με την κα Δημητριάδη
και επαυξάνω : Ναι, «Περιπλάνηση είναι τα διαβάσματα. Ανοικτές συναντήσεις με το απρόσμενο. Και
ο αναγνώστης αλήτης-οδοιπόρος.».
Ένα σχόλιο για τον χρόνο της γραφής, που πάντοτε ποικίλλει όσο το επιτρέπει
και η ταχύτητα της σκέψης του δημιουργού, μακάρι και η έμπνευση, που πάντοτε
ευπρόσδεκτη είναι όταν υπάρχει. Όσο για τον χρόνο της πρόσληψης των γραφομένων,
αυτός έχει τους δικούς του ρυθμούς. Έτσι άλλοτε φθάνει αυτοστιγμεί και τότε η
απόλαυση έχει τον αυθορμητισμό αλλά και την επιπολαιότητα ίσως μιας αιφνίδιας
ιδέας που κάποτε ταυτίζεται με αυτήν του δημιουργού, κάποτε όχι, χωρίς αυτό το
ενδεχόμενο καθόλου να ενοχλεί μέσα στην πολυσημία μιας ενδιαφέρουσας γραφής.
Άλλοτε πάλι καθυστερεί η πρόσληψή τους, και τότε άπλετος ο χρόνος για πρόσθετες
ιδέες στις αρχικές του έργου. Ένα παλίμψηστο δημιουργείται, αν έγινε κατανοητό,
και στη μία και στην άλλη περίπτωση, ανοιχτό σε αναθεωρήσεις και νέες
δημιουργίες. Μάλλον και αυτό το νέο σχόλιο συμπληρώνει και το προηγούμενο αλλά
και το αρχικό στη δημοσίευση του εκλεκτού Στάθη Κομνηνού.
Διώνη Δημητριάδου
Διώνη Δημητριάδου
Το θέμα του Χρόνου,
που βάζει εύστοχα γι ακόμη μια φορά η κα Δημητριάδη, είναι μείζονος σημασίας.
Δεν θα προβώ σε αναλύσεις του ζητήματος στην απάντηση αυτή. Η απάντηση (όσο
σχετική και μερική, ίσως, μπορεί να είναι) θα δοθεί σε επόμενη δημοσίευσή μου στο CANTUS FIRMUS, που θα θίγει αυτή τη θεματική. Το ίδιο σημαντικό ζήτημα
είναι και το ζήτημα της έμπνευσης που και πάλι δεν θα θίξω, απαντητικά, εδώ.
Ωστόσο, υπάρχει μια πρώτη τοποθέτηση για το ζήτημα αυτό : βλ. https://www.academia.edu/20001770/ΟΙ_ΠΕΙΡΑΣΜΟΙ_ΤΟΥ_ΜΕΓ._ΑΝΤΩΝΙΟΥ_ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ_ . Συμφωνώ, λοιπόν, και πάλι με την
κα Δημητριάδη ότι ο αναγνωστικός (όπως και ο συγγραφικός) χρόνος έχει τους
δικούς του ρυθμούς, τόσο όταν συμβαίνει στην πρώτη φορά της επαφής μας με το ανάγνωσμα, όσο και όταν συμβαίνει
πάλι στην εκ νέου επαφή μας με το ΙΔΙΟ ανάγνωσμα σε πολύ μεταγενέστερο, ίσως,
χρόνο. Πάνω σ’ αυτό αξίζει, νομίζω μια παρατήρηση : ο Νίτσε παραινούσε τους
αναγνώστες να μηρυκάζουν αδιάκοπα (οι έλληνες απέχουμε παρασάγγας απ’ αυτό και
ταυτόχρονα είμαστε και οι θρασείς πατεντιάρηδες μάγκες της τελευταίας στιγμής
στις αναγνώσεις μας…). Θεωρώ πως καθήκον των αναγνωστών δεν είναι μόνο να
διαβάζουν άπαξ ένα κείμενο, αλλά να το ξαναδιαβάζουν συνέχεια. Εννοώ, φυσικά,
πως το ξαναδιάβασμα αυτό θα πρέπει να είναι σε χρόνο συμβατό (και γι αυτό
γόνιμο) με την όλη πνευματική κατάστασή τους, ώστε η ίδια η ανάγκη να καλέσει
την δεύτερη ανάγνωση επί του παλαιώς γνωστού αναγνώσματος. Άλλωστε, σε
ζωντανούς αναγνώστες το ξαναδιάβασμα του κειμένου μπορεί και να συντελείται αυτόματα, κατά την πορεία της ζωής τους,
διότι ΑΓΑΠΩΝΤΑΣ τα κείμενα τα έχουν κάνει κομμάτι του εαυτού τους και ως τέτοιο
αυτό το κομμάτι δεν παύει να λειτουργεί διαφωτιστικά καθόλη την πορεία του βίου
τους. Έτσι, το ΖΩΝΤΑΝΟ κείμενο, που ΖΩΝΤΑΝΑ έχει διαβαστεί, λάμπει… αιφνιδίως
στη συνείδηση του αναγνώστη, καιρό πολύ μετά την πρώτη ανάγνωση…,
αποκαλύπτοντάς του σημεία αφώτιστα μεν ΤΟΤΕ, διαυγή όμως ΤΩΡΑ. Μα, επιτέλους,
τι μπορεί να προκύπτει απ’ αυτό ; Που μπορεί να άγει μια τέτοια διαπίστωση και
παρατήρηση ; Κάπου πολύ γενικότερα και ουσιαστικότερα απαντώ. Μας οδηγεί στη
σκέψη πως τα κείμενα είναι ανανεούμενες οντότητες, όχι στατικές. Κι αυτό
πιθανόν να δικαιώνει τη θεωρία περί ηλεκτρομαγνητικού πεδίου του Κενού, που
υφίσταται ερήμην της (νοηματοδοτικής) πρόθεσης του συγγραφέα, όπως διατυπώνεται
στην προδημοσίευση. Αν, όμως, ανανεούμενα τότε προσφέρονται (διαρκώς…) ως διαπλεύσιμες
θάλασσες. Και οι θάλασσες, ως γνωστόν, δεν εξαντλούνται, για να θυμηθούμε και
τον Σεφέρη. Θα έλεγα, σε αντίθεση προς το Ρεμπώ που αναφέρεται στο υποκείμενο
του συγγραφέα…, πως το Κείμενο και ΟΧΙ οι συγγραφείς, σε σχέση μ’ αυτό, φωνάζει
ασταμάτητα : Εγώ είναι ένας άλλος.
Τελικά, ο αναγνώστης (lector) φαίνεται να έχει μια διπλή συνάντηση πάντα : από τη
μια με το συγγραφέα, καθόσον έχει καθήκον
να ανακαλύψει ένα πρόσωπο και τις προθέσεις του και από την άλλη με το ίδιο το
κείμενο, που, αυτονομούμενο διαρκώς από το δημιουργό (auctor) του, προσφέρει ασταμάτητα τη
δυνατότητα στον αναγνώστη (lector) να κάνει πολλά και διαφορετικά, μεταξύ τους,
(αναγνωστικά) ταξίδια. Ασφαλώς, το θέμα δεν κλείνει εδώ. Έχουμε και τη σχέση
και αλληλεπίδραση αυτών των δύο παραγόντων (κειμένου / (πρόθεσης–νοήματος)
συγγραφέα) εντός της ανάγνωσης του αναγνώστη. Θα πρέπει, συνεπώς, πάντα να
θυμόμαστε πως διαβάζοντας έχουμε να κάνουμε με 2 τινά : τον συγγραφέα και το κείμενό (του). Όμως, αυτή είναι μια
επιπλέον συζήτηση που δεν ανοίγω εδώ.
Φυσικά,
σ’ όλο αυτό υπάρχει μια προϋπόθεση και μάλιστα ζωτικής σημασίας : αυτά
συμβαίνουν επί ΑΛΗΘΙΝΩΝ (απαιτητικών δηλονότι) κειμένων και όχι επί οιουδήποτε
κειμένου, το οποίο κάποτε ετέθη και τώρα απλά κείται. Όμως, εδώ ανοίγει,
επίσης, ένα άλλο τεράστιο θέμα και δεν προχωρώ περαιτέρω. Συνεχίζοντας την
απάντησή μου στο γόνιμο σχόλιο της κα Δημητριάδη θα συμφωνήσω και πάλι για το
άμεσο και αιφνίδιο της αναγνωστικής συνουσιακής πληρότητας με το κείμενο (ο
Πλάτων μίλησε αρκούντως για το εξαίφνης…),
που ωστόσο η πληρότητα αυτή δεν σημαίνει απαραίτητα… ΤΑΥΤΙΣΗ, όπως κακώς έχουμε
συνηθίσει να πιστεύουμε…, με το ανάγνωσμα ή το Νόημα του κειμένου, ή τη
συγγραφική πρόθεση, αλλά έλλαμψη
εσωτερική του αναγνώστη (για χιλιάδες δικούς του λόγους που ο ίδιος μόνο
γνωρίζει…) με ΑΦΟΡΜΗ το κείμενο. Άλλωστε, το κείμενο είναι Ιθάκη, για να
θυμηθούμε τον Καβάφη, και προσφέρει, συνακόλουθα, αφορμές ταξιδιών. Οι θάλασσες
είναι κλητικές ναυσιπλοίας. Δεν υπαγορεύουν, ωστόσο, ούτε τον τρόπο του
ταξιδιού, ούτε το χρόνο διάπλευσής τους, ούτε, ακόμη περισσότερο, τον προορισμό
του ταξιδιώτη. Έτσι, συμφωνώ απολύτως με την κα Δημητριάδη ότι ανενόχλητα από ταυτίσεις με τα κείμενα (τα
νοήματα και τις προθέσεις τους) επέρχεται η αναγνωστική απόλαυση ή και
πληρότητα ακόμη. Στέκομαι σε ένα σημείο του σχολίου και πάλι, που μου δίνει την
ευκαιρία – ιδού τα γόνιμα σχόλια και οι γόνιμες αναγνώσεις τι προκαλούν… – να
προχωρήσω σε μια διευκρίνιση. Η κα Δημητριάδη κάνει λόγο για πολυσημία. Ναι,
λοιπόν, τα πολύσημα κείμενα (που τα ονομάζω ΛΟΞΟΓΕΝΗ στην προδημοσίευση για πολλούς και διαφόρους λόγους…)
είναι τα ΙΚΑΝΑ εκείνα κείμενα να προκαλέσουν ταξίδια και αναγνωστικές
επαναλήψεις. Κι αν έτσι, τότε είναι, επίσης, και αληθή κείμενα που κείνται
ζωοποιητικά. Επίσης, είναι και τα κατεξοχήν… ΔΙΑΥΓΗ και ΞΕΚΑΘΑΡΑ κείμενα, διότι
δηλώνουν (κειμενικά, από την ίδια τη συναρμογή των οντοτήτων που απαρτίζουν το
κείμενο) τον εαυτό τους και δεν υποκρύπτουν κανένα άλλο Νόημα από το προφανές και αυτό που φαίνεται. Το ξαναείπα και στο κείμενο
της προδημοσίευσης, φέρνοντάς το ως παράδειγμα : ο δελφικός …χρησμός για τα
«ξύλινα τείχη» ήταν ένας ΔΙΑΥΓΗΣ και ΞΕΚΑΘΑΡΟΣ χρησμός. Η κειμενική δήλωση
δήλωνε τον εαυτό της με προφανή διαύγεια. Εδώ, όμως, ανοίγει ακόμη ένα άλλο
μεγάλο θέμα που θίγει η προδημοσίευσή μου αυτή. Δεν προχωρώ.
Ελπίζω
να απάντησα ικανοποιητικά και προπαντός δημιουργικά στις γόνιμες παρατηρήσεις
της προσφιλούς κας Δημητριάδη, την οποία ευχαριστώ ψυχή τε και καρδία γι αυτή
την ευκαιρία διαλόγου. Επαναλαμβάνοντας ό,τι καταληκτικά έγραψα και στην
προηγούμενη απάντησή μου σε σχόλιο άλλης σχολιαστού, θα πω ότι «νομίζω πως ότι
εδώ ειπώθηκε ΔΙΚΑΙΩΝΕΙ με απόλυτο τρόπο το ΑΙΤΗΜΑ για Διάλογο, στον οποίο οι
θλιβεροί νεοέλληνες, παραχαράκτες των προγονικών παραδόσεων…, έχουν τόσο
βαρβαρικά αντισταθεί.»
© ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ
Eξαιρετική η πρόθεση διαλόγου με βάση το κείμενο του Στάθη, όμως τα κείμενά του είναι πάντα τόσο... οργιαστικά που προσωπικά προτιμώ να τα αντιμετωπίζω σαν αυτόνομα έργα που διεκδικούν ένα δογματικό καθεστώς. Επιπλέον, είναι πάντα μακροσκελή, σε βαθμό που τα καθιστά απαγορευτικά για ανθρώπους με περιορισμένο χρόνο... Ελπίζω πάντως να ευοδωθεί το εγχείρημα!!!
* Η Χριστίνα Λιναρδάκη είναι αρχισυντάκτρια στο Στίγμα Λόγου
:http://stigmalogou.blogspot.nl
Ξεκινώ με το τελευταίο μήνυμα που δέχθηκε φιλόξενα αυτή η δημοσίευση κι αυτή η προσπάθεια. Αυτό της κας Χριστ. Λιναρδάκη, την οποία ευχαριστώ θερμά και η οποία με έχει τιμήσει στο παρελθόν με δημοσίευση κειμένων μου. Ξεκινώ μ’ αυτό, διότι μου δίνει την τέλεια αφορμή να ξεκινήσω με ό,τι ήθελα εξαρχής να ξεκινήσω : έναν απολογισμό αυτής της ταπεινής προσπάθειας.
Η προδημοσίευση αποσπασμάτων της ΘΕΩΡΙΑΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ μου ξεκίνησε πριν ένα μήνα και ο απολογισμός είναι ο εξαρχής αναμενόμενος, τουλάχιστον από εμένα : πενιχρότατος έως μηδενικός. 6 δημόσια σχόλια από … 3 ανθρώπους : 2 αναγνώστες και μια σχολιαστή δίχως ανάγνωση του κειμένου…, μέσα σε κάποιες χιλιάδες αναγνώσεις που είχε αυτή η προδημοσίευση στο CANTUS FIRMUS (1759 αναγνώσεις). Φυσικά, ο όρος πενιχρός ΔΕΝ ΑΦΟΡΑ επ ουδενί στην ΠΟΙΟΤΗΤΑ των σχολίων που έχουν κατατεθεί. Υπαινίσσεται, απλά, την ΠΟΣΟΤΗΤΑ, που όταν, ωστόσο, δεν συμβαίνει βάζει φραγμό στη θεμελίωση και τον εθισμό στην … ΠΟΙΟΤΗΤΑ.
Επίσης, υπήρξαν άλλο ένα σχόλιο, υπό μορφή ιδιωτικού μηνύματος στο fb, που ο σχολιαστής δεν ήθελε να το κάνει δημοσίως - κατά τη γνώμη μου μια σφαλερή τοποθέτηση από πολλές πλευρές, κι άλλο ένα σχόλιο με μήνυμα στο mail μου, για το οποίο δεν γνωρίζω ακόμη αν θα γίνει δημοσίως, ώστε να δοθεί κάποια απάντηση από τη σελίδα του περιοδικού. Τέλος, έγιναν δύο ακόμη εκτενή σχόλια στο χρονολόγιό μου στο fb, για τα οποία έχω προτρέψει το σχολιαστή να τα αναρτήσει και εδώ, ως πρέπει, για να επιχειρηθεί, βεβαίως, να δοθεί και σ’ αυτά μια απάντηση.
Σπεύδω να πω ότι κανένα σχόλιο δεν θα απαντηθεί αν δεν κατατεθεί στον οικείο χώρο σχολίων του CANTUS FIRMUS, όσο αξιόλογο, δημιουργικό και προκλητικό προβληματισμού και γόνιμου διαλόγου κι αν είναι. Κι αυτό, διότι εμφιλοχωρεί μια πολιτική θέση σ’ αυτή τη στάση μου, που συμβαίνει, ευτυχώς, να είναι και στάση/θέση του ίδιου του CANTUS FIRMUS. Δεν επεκτείνομαι στο να δηλώσω τι ακριβώς εννοώ μ’ αυτό. Είναι, νομίζω, εξόφθαλμα προφανές : η Ελλάδα πάσχει με δική της υπαιτιότητα και ο καθείς ας πράξει όπως νομίζει και βούλεται. Αυτά τα … απολογιστικά και διευκρινιστικά. Εν ολίγοις, φυσικά...
Προχωρώ στην πρώτη απάντηση. Όσο πιο λιτά (;;…) μπορώ.
1. Διορθώνω : το κείμενό μου δεν προδημοσιεύθηκε για να χρησιμεύσει ως άλλοθι, αφορμή, αιτία ή άλλο τι ενός ΓΕΝΙΚΟΥ, αφηρημένου ή και φλύαρου διαλόγου σχετικά με τη ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ, αλλά για να σχολιασθούν και να συζητηθούν οι ΘΕΣΕΙΣ που το ίδιο εκφράζει. Προδημοσιεύθηκε, διότι θέτει μια συγκεκριμένη θεώρηση (έστω και αποσπασματικά – το κείμενο στο συρτάρι μου καλύπτει γύρω στις 150 σελίδες…) σχετικά με τη ΘΕΩΡΙΑΣ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ και συνεπώς ο διάλογος μπορεί να συντελείται ΜΟΝΟΝ επί των θέσεων του κειμένου και όχι γενικά. Τώρα, αν έχω παρανοήσει την πρώτη γραμμή του σχολίου της κας Χριστ. Λιναρδάκη, τότε ας διευκρινισθεί, παρακαλώ, τι εννοεί, ώστε να επιφέρεται διαύγεια…
Μολαταύτα, ιδού : έχουμε ενώπιών μας μια καλή αφορμή για να σκεφθεί κανείς τα γραφόμενα στην προδημοσίευση με βάση αυτό το πρώτο σημείο της απάντησής μου (αναγνώστης) στην πρώτη γραμμή του σχολίου της σχολιαστού (συγγραφεύς). Επισημαίνω πως η προσπάθεια απάντησής μου σε όλους τους σχολιαστές θα κρύβει, πάντοτε, έναν υπαινιγμό (…) για την ίδια τη ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ και, παράλληλα, για τα γραφόμενά στην προδημοσίευση αυτή. Δεν προχωρώ. Κρίνω γόνιμη προ διάλογο αυτήν την τελευταία παρατήρησή μου και καλώ τους ελάχιστους αναγνώστες να τη συλλογισθούν και να πράξουν αναλόγως…
2. Ποια κείμενά μου είναι οργιαστικά ; Τι σημαίνει οργιαστικά ; Μήπως ΟΧΙ απολλώνεια ; Τι θα σήμαινε, πάλι, αυτό : απολλώνειο κείμενο ; Μήπως θα ΕΠΡΕΠΕ (…ιδού ένα υπόρρητο …ΔΕΟΝ, που συνειδητά ή ασυνείδητα μας προσφέρει η σχολιαστής ως λογοτεχνική, ή και για θεωρητικά κείμενα, πρόταση. Δηλαδή, έχουμε μια ΘΕΣΗ της ως προς τον τρόπο ΓΡΑΦΗΣ γενικά ;….) να υφίστανται μόνον (;) απολλώνεια κείμενα ; Και, επιτέλους, που εντοπίζονται και ποια είναι αυτά ; Μήπως οργιαστικά σημαίνει πολυεπίπεδα, απαιτητικά, ποιητικής χροιάς, διονυσιακής μέθης ή και διονυσιακού παραληρήματος ; Μήπως οργιαστικά σημαίνει άλογα κείμενα ; Μήπως αχειραγώγητα ; Μήπως εκτός συμβατικών ΓΡΑΦΩΝ και, συνεπαγωγικά, εκτός συμβατικών ΑΝΑΓΝΩΣΕΩΝ ή εκτός των τυπικών και αναμενόμενων δυνατοτήτων των ΑΝΑΓΝΩΣΤΩΝ ; ΚΙ ΑΝ όλα αυτά μαζί, τότε, επιτέλους, τι σημαίνει αυτή η σχολιαστική δήλωση, τι σημαίνει όλο αυτό ; Ότι τα διονυσιακά (;) κείμενα καθίστανται αυτόχρημα περιθωριακά ; Αποσυναγωγούνται ; Τίθενται εκτός του δικαιώματός τους να ΣΥΝΟΜΙΛΗΣΟΥΝ με την κοινότητα ; Και επιτέλους, με τι επιθυμεί και αρέσκεται να συνομιλεί η κοινότητα ; Μάλιστα δε, όταν κάποτε συμβαίνει να δηλώνει, προγονόπληκτα, την καταγωγή της (ΚΑΙ) από το …διονυσιακό/οργιαστικό πνεύμα (!!!). Αυτοπεριορίζομαι και πάλι και σταματώ εδώ.
3. Το «προσωπικά» της σχολιαστού το θέτει ως προβληματισμό το ίδιο το κείμενο της προδημοσίευσης. Έχει κάθε δικαίωμα στην προσωπική εκτίμηση και το επικροτώ μέχρι θανάτου. Ωστόσο, «προσωπικά» μπορεί να σημαίνει ΚΑΙ : έγκλειστα υποκειμενικά, αυθαίρετα, αυτιστικά, αξιωματικά κλπ. Δηλαδή, το «προσωπικά» μπορεί να παρακάμπτει τα κείμενα και να τα βαφτίζει με ένα καινούργιο (άσχετο ;…) όνομα, που ο νονός τους ποτέ δεν τους έδωσε ή δεν σκέφτηκε καν να τους δώσει… Δεν θα έπρεπε να υπάρξει κάποιος προβληματισμός γι αυτό ; Δηλαδή, για τη συμβατότητα της …«προτίμησης» με τις προθέσεις του συγγραφέα αφενός και την αντικειμενική πραγματικότητα του κειμένου αφετέρου. Η «προτίμηση» («προτιμώ» λέει η σχολιαστής) διατηρεί το δικαίωμα παραχάραξης της ΠΡΟΘΕΣΗΣ ή και του ΕΙΝΑΙ των Κειμένων ; Προτιμώ = με βολεύει να… ; = ξεμπερδεύω στα γρήγορα ; = παραποιώ το δεδομένο (κειμενικά) προς ιδίαν τέρψιν ; Σταματώ και πάλι εδώ…
4. Η σχολιαστής : «αυτόνομα έργα που διεκδικούν ένα δογματικό καθεστώς». Από τη μια αδυναμία, εκ μέρους μου, να κατανοήσω τι θέλει να πει. Από την άλλη, πλήρης και απόλυτη εναντίωσή μου στην (αναγνωστική) θέση της περί «δογματικού καθεστώτος» !!!!!!! Ρωτώ λοιπόν και πάλι : Τι σημαίνει ΑΥΤΟΝΟΜΟ ΕΡΓΟ ; Ποια έργα ΔΕΝ είναι αυτόνομα ; Κι αν ΔΕΝ είναι, τότε ΕΙΝΑΙ κάθε έργο μια συλλογικότητα, μια ολότητα, όλων των …ΑΛΛΩΝ έργων ; Ποιών ; Του ιδίου συγγραφέα ; Του ιδίου και των άλλων όλων που εκείνος υπόρρητα, ίσως, αχθοφορεί ; Αυτόνομα μήπως, πάλι, σημαίνει ΑΥΤΟΔΥΝΑΜΑ ; Κι ΑΝ ναι, τότε ποιο το μεμπτό, ώστε να παρακωλυθεί η αναγνωστική συμμετοχή (εξ όσων λέει παρακάτω η σχολιαστής…) ; Η ΑΥΤΟΔΥΝΑΜΙΑ των κειμένων τα καθιστά αυτομάτως και ακοινώνητα ; Σταματώ και πάλι εδώ.
5. «…δογματικό καθεστώς» !... Εδώ, δυστυχώς, θα βγω από τη θέση του Συγγραφέα και θα μπω στη θέση του Αναγνώστη, με κάθε δικαίωμα κι εγώ, ως φαίνεται, στην παρανάγνωση, παρανόηση, ακατανοησία κλπ κλπ. Ιδού ΠΩΣ εναλλάσσονται οι ρόλοι πάνω στο πεδίο του ΓΡΑΦΕΙΝ και ΑΝΑΓΙΝΩΣΚΕΝ, αλλά και του, δημοσίως, ΔΙΑΛΕΓΕΣΘΑΙ. Εναντιώνομαι απολύτως σ’ αυτή τη δογματική και ατεκμηρίωτη (δίχως ουδένα ΚΕΙΜΕΝΙΚΟ παράδειγμα που να στηρίζει, κάπως, τη θέση της…) θέση της σχολιαστού, η οποία συμβαίνει, επιπλέον, να ΜΗΝ θέλει να ΜΑΣ δηλώσει (ως κρυπτικός τώρα συγγραφεύς…) τι εννοεί μ’ αυτό το λεκτικό πυροτέχνημα. Η προδημοσίευση αφορά σε μια ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΘΕΩΡΙΑΣ περί του ΓΡΑΦΕΙΝ ΚΑΙ ΑΝΑΓΙΝΩΣΚΕΙΝ, η οποία συμβαίνει να ερείδεται και στη βιωματικότητα. Η ΚΑΤΑΘΕΣΗ μιας άποψης ΔΕΝ ΣΥΝΙΣΤΑ επ ουδενί…. δογματικότητα !!! Πόσο μάλλον όταν, ΕΞΩΚΕΙΜΕΝΙΚΑ…, γίνεται και ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΔΙΑΛΟΓΟΥ για να συζητηθούν οι διατυπούμενες θέσεις !... Επίσης, ΠΩΣ μπορεί να στοιχειοθετηθεί η ΕΓΚΥΡΟΤΗΤΑ της «αναγνωστικής» της πρόσληψης όταν η ΑΝΑΓΝΩΣΤΡΙΑ δεν έχει διαβάσει το ίδιο το κείμενο, όπως η ίδια ειλικρινώς δηλώνει, ΚΑΙ όταν το ΙΔΙΟ το κείμενο θέτει έναν καταιγισμό …. ΕΡΩΤΗΜΑΤΩΝ, τα οποία εκ προοιμίου ΑΚΥΡΩΝΟΥΝ και το ίχνος, ακόμη, μιας χ δογματικότητας ; Σε ΠΟΙΟ σημείο του ΚΕΙΜΕΝΟΥ μπορεί η σχολιαστής, που ΔΕΝ το διεξήλθε, να εντοπίσει τη δογματικότητα στην οποία αναφέρεται ; Και, εν πάση περιπτώσει, τι πάλι σημαίνει ένα κείμενο να υποστηρίζει κάποιες απόψεις, … a priori δογματισμό μήπως ; Τέλος, ΠΩΣ γίνεται, ελαφρά τη καρδία και τη αναγνωστική ευθύνη…, να προκαταλαμβάνει η σχολιαστής πως ΑΥΤΟ που ως αναγνωστική εμπειρία δοκίμασε σε ΑΛΛΑ κείμενά μου (…) οφείλει να συμβαίνει απαρέγκλιτα και σε ΑΥΤΟ ; !.... Τι συμπέρασμα οφείλει να βγάλει από μια τέτοια («αναγνωστική») κίνηση/στάση ο συγγραφέας, αλλά και οι υπόλοιποι αναγνώστες του κειμένου ; Τι μέλλει να …διαδοθεί για το κείμενο και τον δημιουργό του στην …κοινότητα ; Πόσο βάσιμη και προπαντός ΤΕΚΜΗΡΙΩΜΕΝΗ θα είναι μια τέτοια διάδοση ; Σταματώ και πάλι.
6. «Μακροσκελή». Μα την αλήθεια, ΑΔΥΝΑΤΩ απόλυτα να κατανοήσω αυτή την αναγνωστική πρόθεση/διάθεση/ματιά/στάση. Αν, κατά την «αναγνώστρια», μακροσκελή = ΑΠΑΓΟΡΕΥΤΙΚΑ κείμενα (όρος που ή ίδια χρησιμοποιεί), τότε να υποθέσω πως ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ να διαβάζονται (από όσους…δουλεύουν !....) τα α) Ομηρικά έπη, β) η δαντική Θεία Κωμωδία, γ) ο Οδυσσέας του Joyce, δ) τα ντοστογιεφσκικά μυθιστορήματα ε) ο γκαιτικός Φάουστ και ούτω καθεξής, για να μην απαριθμήσω το 90% της ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ λογοτεχνίας… (!!!!). Το μακροσκελές, εξ όσων γνωρίζω, αποτελείται από ΣΗΜΕΙΑ και ΤΜΗΜΑΤΑ… Ο αναγνώστης δεν έχει τη διάθεση να υπεισέλθει ΚΡΙΤΙΚΑ ούτε και σ’ αυτά ; Άλλωστε, αυτός ήταν και ο λόγος που έδωσα ΤΜΗΜΑΤΙΚΑ την προδημοσίευση, ώστε κάθε δημοσίευσή της να περιλαμβάνει …. 10 περίπου Α4 σελίδες. Για τόσο μεγάλη έκταση μιλάμε !...
Εξ όσων φαίνεται, στο εξής οι εργαζόμενοι όλου του κόσμου (για να θυμηθούμε, κομμάτι, και το θείο Μάρξ…) απαγορεύεται να διαβάζουν τα μακροσκελή λογοτεχνικά έργα που προανέφερα και επιπλέον ΚΑΛΟΥΝΤΑΙ, υπόρρητα μεν δογματικά και αξιωματικά δε…, δια της σχολιαστού, να διαβάζουν απνευστί ΟΛΟΚΛΗΡΟ το χ κείμενο ή να ΜΗΝ το διαβάζουν καθόλου ! Ρωτώ : δεν μπορώ να κρίνω αποσπασματικά (κειμενικά) σημεία ως αναγνώστης ; Δεν θέλω να διαλεχθώ, έστω επί (κειμενικών) σημείων, ως υπεύθυνος πολίτης και πνευματικός άνθρωπος ; ΠΟΙΟΣ είναι ο προτεινόμενος, από τη σχολιαστή, ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟΣ χρόνος, που ως φαίνεται καθορίζεται, και πάλι υπόρρητα, ως αξιωματικά (=δογματικά…)… αντικειμενικός ; Αρκούν 2 λεπτά για ένα ΜΗ ΜΑΚΡΟΣΚΕΛΕΣ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (!!!!;;;;), όπως 2 σολωμικοί στίχοι φερ’ επείν ; ΔΕΝ αρκούν 2 χρόνια για τη δαντική Θεία Κωμωδία ; ΠΩΣ και για ΠΟΣΟ χρόνο …διαβάζεται το εκτενές ; ΠΩΣ προσλαμβάνουμε το ΜΕΓΕΘΟΣ (δηλαδή, μια οιαδήποτε μπουκιά τροφής…, που συμβαίνει να αλέθουμε καλά-καλά πρώτα, τουτέστιν να την τμηματοποιούμε και να την κατατεμαχίζουμε… ώστε να την προσλάβουμε…), ώστε να επιτύχουμε την οικείωσή του ; Και τι σημαίνει οικείωση των μεγεθών ; Σημαίνει πως προσλαμβάνουμε το ΟΛΟΝ (;;;!!!!) των κειμένων ; (!...) - άπαγε Κύριε τέτοιας αλαζονικής αναγνωστικής διάθεσης. Παράλληλα, ΠΩΣ (οφείλει, κατά τη σχολιαστή…, να) τίθεται η ΜΑΤΙΑ μας (αναγνωστών τε και συγγραφέων) επί του Υπαρκτού ; ΟΧΙ …μακροσκελώς αλλά συνοπτικώς και συντμητικώς ; Και ΑΝ ναι, τότε ο αναγνώστης επιβάλλει στον συγγραφέα ΠΩΣ θα πρέπει εκείνος να θεωρεί ότι γίνεται προσληπτή η αντικειμενική Πραγματικότητα ; Δηλαδή, η σύντμηση και η ολιγολογία (ΠΟΙΑ, επιτέλους, είναι αυτή ; Δεν έχω μάθει ακόμη…) μάς εξασφαλίζουν πρόσληψη/οικείωση του Πραγματικού σε αντίθεση με τη σχοινοτενία και την πλατυρρημοσύνη ; Και επιτέλους, όταν προτίθεται πλούσιο, ίσως, γεύμα/δείπνο προτιμούμε να κρατήσουμε τη… σιλουέτα μας μένοντας νηστικοί, αντί να γευθούμε, δυο-τρεις μπουκιές έστω, από το προσφερόμενο πιάτο για μιαν ΑΚΟΜΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ, που οδηγεί σε μια χ μόρφωση γνώμης/κρίσης ; Σταματώ και πάλι εδώ.
7. Δυστυχώς, με ελπίδες και ευχολόγια Δεν οικοδομείται αναγνωστική/συγγραφική ή και ΠΟΛΙΤΙΚΗ συνείδηση. Οι χώρες καταστρέφονται ή πολυκαιρίζουν μέσα στην υποδούλωση και τη χειραγώγηση. Στάσεις Ποντίου Πιλάτου δεν ευνοεί το Υπαρκτό και αυτές πάντα αποβαίνουν εις βάρος όλων. Η μη συμμετοχή υποστηρίζει την ακινησία και τους βαλτώδεις τόπους. Εκεί, μέσα στο μικρό μας χωριό, η ευθύνη του εαυτού μας διαγράφεται και κατασιγάζεται και έτσι είμαστε πλέον ελεύθεροι και αμέριμνοι, σαν τα καβαφικά παιδιά στις πλατείες που προσμένουν τους βαρβάρους…, να καταναλώνουμε παντοειδή αλλοδαπή σαβούρα και να βγάζουμε ο ένας (σκλάβος και ραγιάς) χωριάτης το μάτι του άλλου για να αυτοεπιβεβαιωθούμε, με εύκολα πάντα παιχνίδια (το μάτι του αγά, εμείς οι «ελευθέριοι»…, δεν τολμάμε να το αγγίξουμε)... Ωστόσο, και για να επανέλθουμε στην αρχή αυτής της απάντησης, οι ευχές ΔΕΝ ΠΙΑΝΟΥΝ, όπως έδειξε και η συμμετοχή στο Διάλογο γι αυτή την ελληνική πρόταση… Οι (λογής) Γερμανίες, πάντως, ΔΕΝ μας φταίνε καθόλου σ αυτό.
Ευχαριστώ ψυχή τε και καρδία την αγαπητή φίλη Χριστίνα Λιναρδάκη γι αυτή την ευκαιρία. Νομίζω πως ότι εδώ ειπώθηκε ΔΙΚΑΙΩΝΕΙ με απόλυτο τρόπο το ΑΙΤΗΜΑ για Διάλογο, στον οποίο οι θλιβεροί νεοέλληνες, παραχαράκτες των προγονικών παραδόσεων…, έχουν τόσο βαρβαρικά αντισταθεί.
Υ.Γ.
Επιθυμώ διακαώς να σκεφθούν οι αναγνώστες αν όντως είναι ΛΙΤΗ (όπως αρχικά είπα…) αυτή η απάντηση ή όχι. Προτρέπω η σκέψη τους πάνω σ’ αυτό και η τελική κρίση τους να βασισθεί στο εξής : ΕΙΝΑΙ ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΤΑ ΑΠΑΝΤΗΤΙΚΑ ΑΝΑΓΚΑΙΑ (=λιτά και επαρκή) ΓΙΑ ΝΑ ΣΥΣΤΑΘΕΙ ΔΙΑΥΓΕΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ;
© ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου