Ημιτελής
μελέτη
Της
Νότας Χρυσίνα
Ο Δημοσθένης Βουτυράς
περνάει ομαλά από την ηθογραφία των σπουδαίων πεζογράφων Παπαδιαμάντη, Βιζυηνού, Καρκαβίτσα στο αστικό διήγημα κρατώντας πολλά
στοιχεία ηθογραφικά. Ο Παναγιώτης Μουλλάς γράφει πως με τον Βουτυρά το διήγηµα
απλώς «µετακοµίζει» από το χωριό στην πόλη. O Βάσιας
Τοσκόπουλος επιμελητής του έργου γράφει πως Ο Δημοσθένης Βουτυράς «πήρε το
διήγημα από το νησί του Παπαδιαμάντη και από το χωριό του Καρκαβίτσα και τη
στάνη του Κρυστάλλη και το μετέφερε στο άστυ».
Παράλληλα συμβαδίζει με
την κοινωνική κριτική που ασκούν στα διηγήματά τους τόσο ο Χατζόπουλος όσο και
ο Θεοτόκης. Προηγείται του αστικού διηγήματος του Ξενόπουλου ο οποίος και
παραδέχεται το ταλέντο του. Ο Στρατής Τσίρκας σε γράμμα του το 1950 αποκαλεί
τον Βουτυρά «Μεγάλε και αγαπημένε μου δάσκαλε».
Η γενιά του ’30 τον
αγνοεί ή τον αντιμετωπίζει αρνητικά. Ο Κ.Θ Δημαράς έκανε λόγο για «άμορφους
όγκους» της πεζογραφίας του Βουτυρά. Όσοι ήταν περιθωριακοί της γραμματολογικής
γενιάς όπως ο Σκαρίμπας κάνουν λόγο για
προνομιακή σχέση με το έργο του Βουτυρά.
Ο Βουτυράς δεν εντάσσεται
σε κάποιο ρεύμα ή κίνημα. Τον χαρακτηρίζουν ρεαλιστή, συμβολιστή, πριμιτιβιστή,
σατιρικό, κοινωνικό ρεαλιστή, ψυχογράφο και πλήθος άλλων χαρακτηρισμών. Στο
έργο του υπάρχουν όλα τα στοιχεία αυτών των κινημάτων τα οποία αλληλοεπικαλύπτονται.
Ο Βουτυράς ακολουθεί τα ρεύματα που αναπτύχθηκαν στην Ευρώπη αλλά είναι
αυτοδίδακτος. Στα διηγήματά του παρακολουθεί
τα γεγονότα της εποχής του και τι αλλαγές της κοινωνίας μέσα στο έργο του. Η
αστικοποίηση των πόλεων και η μετάβαση από την γεωργική οικονομία στην
βιοτεχνία αλλά και η ζωντανή ιστορία με την Ελλάδα να ανοίγει τα σύνορά της και
να ενσωματώνει περιοχές όπως η Κρήτη και η Θεσσαλία. Η Ελλάδα είναι ένα μωσαϊκό
λαών που παλεύουν να γίνουν έθνος. Γράφει
στο διήγημα «Ο Λαγκάς»:
(«Κάθε μέρα γινόντουσαν
διαδηλώσεις. Από όλα τα μέρη της σκλαβωμένης Ελλάδας ερχόντουσαν εθελοντές.
Βράκες, φουστανέλες, κόκκινα ζουνάρια, σκούφιες, μαντίλια μαύρα Κρητικών, όλες οι
φορεσιές των Ελλήνων ήταν εκεί, ανακατωμένες στις διαδηλώσεις με τα φράγκικα
ρούχα, με τις ρεπούμπλικες και τα ημίψηλα των Αθηναίων. Ζήτω ο πόλεμος! Αυτή η
φωνή κυριαρχούσε.»)
Εκφράζει
αντιπολεμική στάση και παραθέτει τον προβληματισμό του πάνω σε θέματα
ανθρωπισμού όταν το κλίμα είναι πολεμικό και η Μεγάλη Ιδέα δεν έχει
καταποντιστεί από την ήττα του 1922 και τον ξεριζωμό των Μικρασιατών. Ο πόλεμος
αποτελεί διαρκή απειλή θέτοντας υπαρξιακά ερωτήματα. Γράφει στον «Λαγκά»:
(«Έχουνε συμφέρο πολλοί
να υπάρχουν οι στρατοί, τα άρματα, η μεγάλη ψευτιά, γιατί, αν πάψουν αυτά,
παύει και η αρχή τους! Είναι καιρός όμως
να τελειώσουν αυτά, είναι καιρός να αρχίσει άλλος πόλεμος, ο πόλεμος ποιο έθνος
να δώσει στην ανθρωπότητα το μεγαλύτερο γιατρό, τον εφευρέτη, το φιλόλογο, το
φιλόσοφο, ποιος θα ανακουφίσει τους δυστυχείς, ποιος θα δώσει ζωή και όχι να
αφαιρέσει. Κράτη, πλούσια κράτη,
ξοδεύουνε εκατομμύρια για στόλους, για μπαρούτι, ενώ έχουνε χιλιάδες φτωχούς
που πεθαίνουν απ’ την πείνα, χιλιάδες δυστυχισμένους που μ’ αυτά τα χρήματα
μπορούσανε να τους κάνουν να δούνε κι αυτοί τη ζωή γλυκιά».)
Αμφισβητεί
βεβαιότητες όπως την έννοια τη πατρίδας, του ή της θρησκείας. Ακούγεται
ειρωνικός σε σχέση με την ανθρώπινη τάση να διεκδικεί τον θεό και το καλό με το
μέρος του. Γράφει στον «Λαγκά»:
(«Τώρα θα παρακαλέσουν το
Θεό, θα τον ευχαριστήσουν για τη νίκη και θα τον παρακαλέσουν να τους βοηθήσει
να σκοτώσουν πολλούς εχθρούς! Απ’ την άλλη μεριά οι ιμάμηδες και οι λοιποί
χοτζάδες θα παρακαλέσουν και αυτοί το Θεό για να τους βοηθήσει κι έτσι ο Θεός
θα βρεθεί σε δύσκολη θέση σε ποιόν από τους δύο να δώσει βοήθεια… Αλλά
λησμόνησα ότι ο Θεός είναι χριστιανός…»)
Καταγράφει την
αισιοδοξία που επικρατούσε στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο όπου ο πόλεμος θεωρήθηκε
κάτι θετικό που θα οδηγούσε σε μια γραμμική πρόοδο και γύρω από αυτόν
αναπτύχθηκαν θεωρίες και κινήματα.
Οι κριτικοί υποδέχτηκαν τον Βουτυρά με
επιφύλαξη έως και αρνητικότητα. Ωστόσο το πρώτο του διήγημα «Ο Λαγκάς» το
υποδέχονταιο Ξενόπουλος, ο οποίος μίλησε για «στόφα διηγηματογράφου», και ο
Παλαμάς, έκανε λόγο για «τις σελίδες μιας στοχαστικής χαράς». Οι σοσιαλιστές με
πρωτεργάτη τον Κώστα Παρορίτη του επιτίθενται από τις στήλες του «Νουμά».
Ωστόσο, το 1928 το έγκυρο
περιοδικό La Revue Nouvelle ανθολόγησε τον Βουτυρά μαζί με άλλους δεκατρείς
συγγραφείς από όλο τον κόσμο, ανάμεσα τους τη Βιρτζίνια Γουλφ.
Ο Βουτυράς δεν
ενδιαφέρεται για την αλληλουχία των αφηγούμενων επεισοδίων με λογική διάρθρωση.
Τα σημαντικά και τα ασήμαντα γεγονότα αποκτούν την ίδια αξία. Είναι ισότιμα. Ο
αφηγητής του δεν είναι πανταχού παρών.
Κυριαρχεί ο εσωτερικός μονόλογος, οι επαναλήψεις, η ελλειπτικότητα και η
ροή της συνείδησης. Υπάρχει διαταραχή στην εκφραστική και χρονική λειτουργία.
Όλα αυτά είναι χαρακτηριστικά του μοντερνισμού.
Ο ίδιος λέει: «Γράφω όπως μου
έρθουν». Η έννοια της ανάμνησης και το παρελθόν υπάρχει στα διηγήματα του
Βουτυρά σαν αίσθηση παρόντος χρόνου. Η αλλαγή της αντίληψης του χρόνου
απασχόλησε το έργο του Προυστ «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο, 1913-1927». Ο
Προυστ υποστήριξε πως το παρελθόν πλουτίζει το παρόν μας καθώς καθόρισε αυτό
που είμαστε σήμερα, την μορφή. Οι συνειρμοί, η ακούσια μνήμη χρησιμοποιούνται
και στο έργο του Βουτυρά όπως και του Προυστ. Στο διήγημα «Ο Συμβουλευτής» που δημοσιεύτηκε
το 1910 πραγματεύεται την ανάμνηση:
(«Πόσα και πόσα χρόνια
πέρασαν από τότε κι όμως τα θυμούμαι σαν να ‘ταν χθες…Έμεινε όλη η ιστορία
κείνη, όλα τα συμβάντα στη μνήμη μου, έτσι νομίζω, αν και φοβούμαι κάποτε μη
λεπτομέρειες, που θα έχω λησμονήσει, ψεύτικες ου έχει προσθέσει η φαντασία
μου.») Ο Βουτυράς ίσως να γνώριζε το έργο καθώς έγραφε σε
εφημερίδες και περιοδικά.
Οι ήρωές του δεν είναι
ούτε καλοί ούτε κακοί αν και ο Παλαμάς χαρακτήρισε τον «Λαγκά» ως αρνητικό
ήρωα. Ίσως ο προβληματισμός που εκφράζεται από τον ήρωα του Βουτυρά για την
πατρίδα την χρησιμότητα του πολέμου αλλά και η δειλία που εκφράζει ο ήρωας, ο
οποίος παρουσιάζεται ανθρώπινος πολύ ανθρώπινος, να είναι αντίθετα με τα ιδεώδη
του ποιητή που σηκώνει στους ώμους του το κλέος των ηρωικών αγώνων των προγόνων
και του έθνους.
Όμως πλησιάζει η ώρα που
η γενιά του ’30 θα αφήσει πίσω της τον Παλαμά και την παράδοση και των αφηγηματικών τεχνικών
αλλά και την ίδια την αντίληψη της ελληνικής ταυτότητας ορίζοντας μια νέα
ελληνικότητα.
Η επιστήμη της λαογραφίας έκανε την εμφάνισή της τέλη του 19ου
αιώνα και οι μελέτες του Ν. Πολίτη θέτουν τον λαό τα ήθη και έθιμά το στο
κέντρο ταυτίζοντας το εθνικό με το «λαϊκό».
Ο Βουτυράς καταγράφει την
καθημερινότητα του Έλληνα στο νέο αστικό περιβάλλον που τότε δημιουργείται και
η Γενιά του ’30 δίνει νέα διάσταση στην παράδοση ορίζοντάς την ως το αρχέτυπο
που ζωογονεί το παρόν αλλά ζυμώνεται με το νέο και την παρούσα πραγματικότητα.
Η ελληνικότητα αισθητικοποιείται και η Μεγάλη Ιδέα γίνεται πνευματικός στόχος.
Η δημοτική γλώσσα ανανεώνει κι εκείνη με την σειρά της το ύφος και φέρνει στο
προσκήνιο τον καθημερινό άνθρωπο που είναι και ο ήρωας του Βουτυρά.
Στις παρυφές αυτής της
γενιάς θα εμφανιστεί ο Σκαρίμπας. Το 1929 παίρνει το Α Βραβείο διηγήματος από
το έγκυρο περιοδικό «Ελληνικά Γράμματα»
για το διήγημα «Ο Καπετάν Σουρμελής ο Στουραΐτης». Αργότερα το διήγημα αυτό συμπεριλαμβάνεται
στο «Καϋμοί στο Γρυπονήσι» ο οποίο αποτελείται από ένδεκα ερωτικά διηγήματα. Ο
Σκαρίμπας όχι μόνο μιλάει για καθημερινούς ανθρώπους αλλά πηγαίνει μακρύτερα
και δημιουργεί αντιήρωες. Η ρήξη με την παράδοση είναι συνειδητή και σχεδόν
απόλυτη. Δεν είναι μόνο ρήξη σε ύφος αλλά και μια διακήρυξη ενός
αντιεξουσιαστή. Προκαλεί τα ιερά και τα όσια της κοινωνίας και της διανόησης. Χαρακτηρίζεται
πρωτότυπος, καινοφανής, χαρακτηρισμοί που προδίδουν περισσότερο την αμηχανία
των κριτικών. Η γλώσσα του περιέχει λέξεις της καθαρεύουσας και της δημοτικής,
αργκώ αλλά και ναυτική ορολογία. Η
πρότασή του περιέχει όρους αντεστραμμένους, συχνή έκθλιψη και
αφαίρεση. Οι ιστορίες του πλέκονται γύρω από μια ερωτική σχέση ή φαντασίωση. Οι
τολμηρές εικόνες του και μεταφορές εισάγουν τον υπερρεαλισμό. Το παράλογο είναι
κυρίαρχο στοιχείο του.
Το 1929 εκδίδεται και το «Ελεύθερο Πνεύμα» του Θεοτοκά. Η
πνευματική διακήρυξη της Γενιάς του ’30.
Η κριτική αντιμετώπισε το μυθιστόρημα του
Σκαρίμπα -με ελάχιστες εξαιρέσεις- αρνητικά, αδυνατώντας να αποφανθεί αν το
έργο είναι όντως μυθιστόρημα, και αν ο συγγραφέας σατιρίζει τον υπερρεαλισμό ή
γράφει υπερρεαλιστικό μυθιστόρημα. Γράφει ο Γιάννης Σκαρίμπας για τον
υπερρεαλισμό (σουρεαλισμό) σε ένα απόσπασμα του «Το Σόλο του Φίγκαρο»:
(«... "... ο
συρρεαλισμός αδερφέ... Φυσικά, πού να το ξέρετε... Και φυσικά του το κάνω
λιανά... Του αναπτύσσω το θέμα... Τον μπάζω στο νόημα σούμπιτον. Τέτοιοι κι
αποτέτοιοι, ήσαν οι συρρεαλιστές τολοιπόν. Αυτοί, ευρύνοντες τα όρια της τέχνης
μέχρι σχεδόν του απρόσιτου, δεν έκτειναν - μπορεί να πει μολαταύτα κανείς - την
ορθόδοξη αισθητική των πραγμάτων, παρά ανατρέψαντάς την, ξεκίνησαν απ' την
πρώτη ουσία της, απ' αυτή τούτη την καταβολή του αιτήματος. Θάλεγε κανείς,
παραμόρφωσαν την παραδεδεγμένη "ηθική" της, κάμαντας την υπόσταση:
έκφραση, και την ουσία: μορφή. Η καλλιτεχνική τους αντίληψη, ακολουθεί μιαν
αντίθετη κλίμακα μιάν ανάστροφη ιεραρχία αξιών: Απ' τον αισθησιασμό προς το
αίσθημα, απ' αυτό προς την αίσθηση κι απ' αυτή προς το ένστιχτο...»)
Ο Σκαρίμπας είχε στάση υπονομευτική
απέναντι στο ίδιο του το έργο αλλά και γενικότερα κρατούσε επιθετική στάση που όπλο της ήταν η σάτιρα. Στο παραπάνω
κείμενο ο Σκαρίμπας παρωδεί τον υπερρεαλισμό. Παράλληλα όμως στρέφεται με
αιχμηρό τρόπο εναντίον του παραδοσιακού μυθιστορήματος. Ο ίδιος χρησιμοποιεί σύνθετη
αφηγηματική τεχνική, στρυφνή σύνταξη και αναρχικό λόγο. Η στίξη
του είναι κατακερματισμένη γενικότερα ανατρέπει κάθε κανόνα αποδεικνύοντας την
ανεπάρκεια της γλώσσας να εκφράσει την πραγματικότητα. Υποδεικνύει στον
αναγνώστη την διαδικασία της σύνθεσης του μυθιστορήματός του αλλά και δίνει τα κλειδιά της αποκωδικοποίησής του. Ο
Σκαρίμπας παρουσιάζει τις γλωσσικές και κοινωνικές συμβάσεις υποχρεώνοντας τον
αναγνώστη να κοιτάξει από μια νέα κριτική γωνία όπως έκαναν οι Ρώσοι φορμαλιστές. Ο συγγραφέας πλησιάζει τον όρο
«αποστασιοποίηση» όπως τον εννοούσε ο Μπέρτολντ Μπρεχτ. Ο Σκαρίμπας οδηγεί τον
αναγνώστη στην συνειδητοποίηση της αναγνωστικής διαδικασίας και η
συνειδητοποίηση αυτή πραγματοποιείται με την ανοικείωση που όρισε ο Σκλόφσκι ως
τεχνική και ως μέσο εγκαθίδρυσης της σχέσης αναγνώστη κειμένου. Οι σατυρικοί συγγραφείς απογυμνώνοντας την
τεχνική πέτυχαν την ανοικείωση στην δευτέρα. Άρα ο Σκαρίμπας είχε συμπορευθεί
με την θεωρία της λογοτεχνίας που εστίαζε στον αναγνώστη και την ικανότητα
πρόσληψης του κειμένου. Εάν η συμπόρευση αυτή ήταν συνειδητή ή ενστικτώδης
είναι κάτι που χρειάζεται να μελετηθεί περαιτέρω.
Η μουσική είναι κοινό
στοιχείο ανάμεσα στου δυό πεζογράφους.
Γράφει ο Σκαρίμπας στο «Σόλο του Φίγκαρο»:
(«Η πόρτα βρίσκεται, ανοιγμένη όμως από τους
άλλους: «Ακούστε, πάρτε τούτο» - ένα μαχαίρι. «Θα πάτε κατ’ ευθείαν στα σπίτι
μου και θα μπείτε αδιστάκτως… Να προχωρήσετε σιγά και να την πιάσετε από τον
ώμο τη. Να της χώσετε κατόπι ευθύς το στιλέτο και ακριβώς στην καρδιά!... Και
τότε θα ακούστε! Θ’ ακούστε τότε ένα μοτίβο του Φίγκαρω να παίζη αυτή φλάουτο!»
Ο Αντώνης Σουρούπης μαγεμένος πηγαίνει για κει που του λένε μα το στιλέτο στο
χέρι. Κ’ η υπόσχεση –για το σόλο του Φίγκαρω- γίνεται μια αναγκαστική
αναμόρφωση. Η Χαλκίδα θα ησυχάσει – δε θα σηκώσει πια το κεφάλι της ψηλά,
ξαφνιασμένη από τα’ ακατανόητα πυροτεχνήματα.»)
Αλλά και ο Βουτυράς
αναφέρεται συχνά στην μουσική. Ο ίδιος μάλιστα είχε πάει στο Ωδείο και είχε
παρακολουθήσει μαθήματα με τον μουσικοδιδάσκαλο Τζοβάννι Καστελλάνο της
ορχήστρας της Νεάπολης. Η υπερευαισθησία
του, όμως, τον έκανε να εγκαταλείψει τα σχέδιά
του να βγει στο θέατρο. Μια μέρα, καθώς διηγείται ο ίδιος, οι δικοί του πήγαν
και τον άκουσαν μαζί με ένα πρόσωπο που εκείνος δεν ήθελε να τον ακούσει.:
(« Μια μέρα οι δικοί μου έφεραν ένα πρόσωπο
που εγώ δεν το’ θελα να μ’ ακούσει. Η
θέα του με τάραξε τόσο πολύ, ου να’ το πάλι εκείνο! Έπεσα αναίσθητος! Αυτό με
έκανε να χάσω το θάρρος μου και να μη θέλω να βγω στο θέατρο. Τραβήχτηκα απ’ τη
μουσική. Και άρχισα να γράφω»)
Αυτό έγινε αιτία να εγκαταλείψει τα
όνειρα για μουσική καριέρα. Ωστόσο, στο διήγημά
του «Ο Συμβουλευτής» πλέκει την ιστορία βάζοντας την μουσική σε πρώτο πλάνο
σκιαγραφώντας ταυτόχρονα την νέα αστική
κοινωνία των αρχών του 20ού αιώνα και τις μουσικές βραδιές με μουσική δωματίου.
Οι ήρωές του τραγουδούν και παίζουν μουσικά όργανα. Ο ήρωάς του Δημήτριος
Πιδάλης αυτοσυστήνεται στο διήγημα λέγοντας:
(«Παίζει
και βιολί έξοχο!…Πόσο το είχα μισήσει αυτό το παίζει το «παίζει και βιολί
έξοχο» που μ’ακολουθούσε παντού σα να είχε γίνει ουρά του ονόματός μου…»). Ίσως
εδώ ο Δημοσθένης Βουτυράς που ως
νέος θα είχε παρόμοιες εμπειρίες όταν τον σύστηναν σε μια παρέα. Στο ίδιο
διήγημα ο Βουτυράς βάζει τον ήρωα να εκφράζει τα συναισθήματά του στην
δεσποινίδα Έλλη, την ηρωίδα του, μέσα από την μουσική αλλά και με πρόφαση την
μουσική. Γράφει:
(« Ελάτε, κύριοι! Μουσική τώρα! …Κύριε
Πιδάλη, έχουμε και μια δεσποινίδα που θα συναγωνιστείτε!... μου είπε η μητέρα
της Έλλης δείχνοντάς μου την κόρη που ήτανε κοντά στο πιάνο όρθια. Και αλήθεια,
τώρα είδα ένα βιολί να είναι σένα κάθισμα επάνω!...¨Ε, ε πού πάτε; Θα παίξει ο
κύριος Πιδάλης!... Πήρα το βιολί μου και το ετοίμασα. Παίξαμε ένα απ’ τα
κομμάτια που παίζαμε άλλοτε. Έπειτα απ’ αυτό έπαιξα ένα κομμάτι που ίσα ίσα
είχα κάνει, είχα τολμήσει να κάνω για την αγάπη της Έλλης! Ήτανε θλιβερό, παραπονετικό
κι έδειχνε αρκετά καλά ότι δεν είχα καμιά ελπίδα, ότι κυνηγούσα ένα όνειρο!»)
Η ανθρώπινη ψυχή παρουσιάζεται
μέσα στην αμφιθυμία της και την κακία για την αφέλεια της απολυτότητας που
σκέφτεται μανιχαϊστικά. ¨
(«
Ξαφνικά θυμήθηκε τα λόγια ενός Πειραιώτη, που φώναζε σε κάποιο φίλο του τη
στιγμή της τρέλας, που νόμιζαν ότι ο τουρκικός στρατός κατεστράφηκε στη Λάρισα:
Μπορούσε κείνος κει, κι έδειχνε το σταυρό μιας εκκλησιάς, μπορούσε να τους
αφήσει; Όλους τους χαντάκωσε! Τότε σα να δυσαρεστήθηκε που έδιναν τη νίκη στο
σταυρό, για το φανατισμό, για την ανοησία. Αλλά και τώρα σα να χαίρεται μια
χαρά κακιά, που σκέφτεται αυτά. Να ο σταυρός! Το μισοφέγγαρο θριαμβεύει! Τι να
λέει άραγε κείνος που φώναζε τότε έτσι, και οι σύντροφοί του;»)
Ο Σκαρίμπας γράφει με
τρόπο που μοιάζει με του Βουτυρά. Και οι δυό πλέκουν τις ιστορίες τους με βάση
τον έρωτα. Τολμηρές εικόνες που εντάσσονται στον εξπρεσιονισμό.
Οι ήρωές του προέρχονται
από όλα τα κοινωνικά στρώματα. Τραγουδούν και συχνάζουν σε ταβέρνα που είναι σημείο
αναφοράς της τότε κοινωνίας. Οι ήρωες του Σκαρίμπα είναι παρακμιακοί. Χρησιμοποιεί την μεταμφίεση χαρακτηριστικό του
θεάτρου. Αγαπημένο θέμα του το τσίρκο.
Η φύση στο έργο του
Βουτυρά λειτουργεί ρομαντικά και συμβολικά. Η ψυχολογία των ηρώων του ταυτίζεται
και συγχρονίζεται με την φύση. Το καλό και το κακό συνυπάρχουν στην φύση. Ο
Βουτυράς έχει έρθει σε επαφή με το έργο του Νίτσε μέσα από το περιοδικό «Το
Περιοδικό μας» του Γεράσιμου Βώκου. Εκεί γνώρισε και το έργο των Ρώσων και των
Τσέχων καθώς είχαν δημοσιευτεί κείμενα του Γκόρκι, του Ίψεν και άλλων.
Ο Σκαρίμπας πήρε ενεργό
μέρος στη διαμάχη κέντρου και περιφέρειας χρησιμοποιώντας την ηθογραφία ώστε να
υπηρετήσει την τάξη του και να την υπερασπίσει. Απαντά στον Θεοτοκά και την
γενιά του ’30.
Εμφάνιση του πρώτου
αντιήρωα. Ιδεολογικά τοποθετημένος εναντίον των θεσμών και της κοινωνικής
σύμβασης. Ο Σκαρίμπας δανείστηκε στοιχεία από τον Καραγκιόζη. Τα έργα του
επιμελήθηκαν ο Κόντογλου, ο Τσαρούχης, ο Εγγονόπουλος.
Το «Θείο τραγί» το 1933
χαρακτηρίζεται ως νουβέλα. Ο ήρωάς του είναι τοποθετημένος απέναντι στους
θεσμούς. Ο Σκαρίμπας έπλασε τον ήρωά του με ορισμένα στοιχεία που δανείστηκε
από τον Καραγκιόζη. («
O Τέλος
Άγρας τον υποδέχεται με ενθουσιασμό και τον κατατάσσει στον υπερρεαλισμό. Χαρακτηριστικά
της γραφής του Σκαρίμπα η αντιφατικότητα των εννοιών και οι ήχοι των λέξεων. Ο
Σεφέρης είχε πει πως σου «έρχεται να μεταγράψεις την πρόζα του σε στίχο».
Ο Βουτυράς κλονίζει ή και
ανατρέπει την αναγνωρισµένη και θεσµοθετηµένη ως ορθή τάξη των πραγµάτων και
εκπλήσσει τον αναγνώστη ή ανασύρει αγωνίες από τους σκοτεινούς θαλάµους της
ψυχής του. Αλληγορικά παραµύθια, σάτιρες, φανταστικές ιστορίες κοινωνικού
261
προβληµατισµού, ιστορίες
τρόµου, φανταστικά ταξίδια, επιστηµονική φαντασία θα συναντήσουµε πολυάριθµα
ξεφυλλίζοντας τα βιβλία του.
Δικτυογραφία:
4. http://www.snhell.gr/lections/writer.asp?id=67
5. https://www.mikrosapoplous.gr/extracts/gryponisi/3.html
Βιβλιογραφία:
Δημοσθένης Βουτυράς"Άπαντα", επιμέλεια: Βάσιας Τσοκόπουλος, εκδ. Δελφίνι
5. https://www.mikrosapoplous.gr/extracts/gryponisi/3.html
Βιβλιογραφία:
Δημοσθένης Βουτυράς"Άπαντα", επιμέλεια: Βάσιας Τσοκόπουλος, εκδ. Δελφίνι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου