Επόμενος τοις αγίοις πατράσι, υικώς προσφέρω το κείμενο ως ανάθημα στην Πλατωνική και Αριστοτελική σκέψη, που πρώτη έθεσε την παρακαταθήκη του στοχάζεσθαι εν τω ποιείν…
Ό,τι ακολουθεί αποτελεί
συνέχεια της δημοσίευσης στο CANTUS FIRMUS του Πρώτου και Δεύτερου Μέρους αυτού
του ΜΙΚΡΟΥ ΧΡΟΝΙΚΟΥ ΓΡΑΦΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ,
[ Βλ. ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
:http://cantfus.blogspot.gr /2016/09/blog-post_18.html?spref=fb
[ Βλ. ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
:http://cantfus.blogspot.gr /2016/09/blog-post_18.html?spref=fb
και αντίστοιχα ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
:http://cantfus.blogspot.gr/2016/09/blog-post_30.html?spref=fb].
Η παρούσα δημοσίευση αποτελεί το τρίτο και τελευταίο μέρος αυτής της προδημοσίευσης μέρους από το εκτενές σύγγραμμά μου σχετικά με τη λογοτεχνική, λεγόμενη, θεωρία ή προσφυέστερα ορολογικά, κατ’ εμένα, με τη θεωρία της Γραφής και της Ανάγνωσης.
:http://cantfus.blogspot.gr/2016/09/blog-post_30.html?spref=fb].
Η παρούσα δημοσίευση αποτελεί το τρίτο και τελευταίο μέρος αυτής της προδημοσίευσης μέρους από το εκτενές σύγγραμμά μου σχετικά με τη λογοτεχνική, λεγόμενη, θεωρία ή προσφυέστερα ορολογικά, κατ’ εμένα, με τη θεωρία της Γραφής και της Ανάγνωσης.
«…Άλλα από τα κείμενα για
τα οποία ήδη έκανα λόγο είχαν κάποτε δημοσιευθεί σε περιοδικά κυρίως και τώρα
πια θα είναι δυσεύρετα νομίζω. Άλλα είναι παντελώς αδημοσίευτα και κλεισμένα
στα συρτάρια μου για χρόνια, τελώντας σε παντελή άπνοια. Σχεδόν, μάλιστα,
μισολιωμένα. Αυτό το αδιάφορο θάψιμο είναι κάτι που με χαρακτηρίζει νομίζω. Με
αφήνει έκθετο κι απροστάτευτο. Κυρίως δίχως μετοχές. Δίχως πονταρίσματα. Μού
κόβει τους κάβους των προσδοκιών και με κάνει περισσότερο θάλασσα ή πλεούμενο
παρά σάρκα. Με αφήνει να παραμένω παιδί. Να παίζω και να εγκαταλείπω στο τέλος
τα παιχνίδια προς άγρα νέων αθυρμάτων για την πάντα διατακτική αύριο. Τόσο που
κάποτε να νιώθω τύψεις σχεδόν για το άκομψο τής εγκατάλειψης. Ουσιαστικά, αν το
καλοσκεφτώ, είμαι περισσότερο ερέθισμα παρά σχεδίασμα. Περισσότερο εκσπερμάτιση
παρά προφύλαξη. Περισσότερο αυτάρκεια ή αυτοτέλεια παρά περιφορά και
σουρτούκεμα. Περισσότερο ατερμάτιστος παρά κεφαλαιοποιημένος. Αν δεν λαθεύω, η
ΓΡΑΦΗ πρέπει να αρέσκεται σε τέτοιες συμπεριφορές. Σε τέτοιες στάσεις.
Αισθάνομαι πως αντιπαθεί τους τοκιστές. Όσο για τους τοκογλύφους που την
περιτριγυρίζουν και δείχνουν να την αλώνουν, δεν το συζητώ…».
ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ
ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ
Εν τούτοις, τα νοήματα εκπίπτουν,
κενοποιούνται, αποσαθρώνονται. Εντούτοις, η Γλώσσα αστοχεί και αφήνεται,
κείται, πάνω στο Κείμενο ανικανοποίητη, διψασμένη στην καλύτερη περίπτωση, αν
όχι ριζικά άκυρη, αταύτιστη,
ξώφαλτση. Μια από τις αιτίες που προκαλούν αυτή
την απονοημάτιση του Νοήματος είναι αυτή τούτη η άφευκτη και a priori αποτυχία
να παγιδευτεί το Απαγίδευτο. Αφού, αν παγιδευόταν θα έπαυε αυτομάτως να είναι
Απαγίδευτο. Αυτή η αποτυχία έχει ως ρίζα και καταβολή της την ίδια την Πράξη
του Γράφειν και ακολούθως του Αναγινώσκειν !!! Η λειτουργία της Γραφής και της
Ανάγνωσης, ουσιωδώς, επιτελείται κοσμοποιητικά. Από την κοσμοποίηση προέρχεται
και στην κοσμοποίηση απολήγει, βαίνει, κορυφώνεται. Και εκεί συναντά,
ταυτοχρόνως, και την κενοποίησή της, τη βασιλεία του Κενού.1 Εν ταυτώ και εν τω
άμα, όπως αποκαλύπτεται και παγιδεύεται το Απαγίδευτο δια της συγγραφικής μετατοπίσεως
των εξωκειμενικών οντοτήτων, έτσι και στη στιγμή Αποκρύπτεται και παραμένει
Ανάγρευτο, αφού η κίνηση μετατόπισης των οντοτήτων είναι ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ και κίνηση
συστάσεως Νέου Κόσμου ! Το παραπέτασμα άνοιξε στιγμιαία για να κλείσει
αυτομάτως στη στιγμή. Κόσμο επιζητεί το Απαγίδευτο για να κρυφτεί και να μην
αγρευθεί, Κόσμο του παρέχουμε για της (νέας) συγγραφικής και αναγνωστικής
Πράξεως ! Ο απομεμακρυσμένος Κόσμος του «σύννεφου» και των «μαλλιών» της
κοπέλας, κατέστη και πάλι (νέος) Κόσμος, όπου τα απομακρυσμένα συνέγγισαν,
συνεισήλθαν, συνουσιάστηκαν, συμπλέχτηκαν. Μα, ωστόσο, Κόσμος ! Αν το
Απαγίδευτο κρυβόταν μη θηρευόμενο στο εξωκειμενικό «γλωσσικό» σχήμα «σύννεφο –
μαλλιά κοπέλας», τώρα κρύβεται, εκ νέου μη θηρευόμενο οριστικά, στο
ενδοκειμενικό σχήμα «μαλλιά κοπέλας σύννεφο», που αφαιρώντας απλώς μια
διαχωριστική παύλα (…) συστήνει ένα νέο Κόσμο. Καθώς φαίνεται, η κίνηση
κενοποιεί, το άνοιγμα αποκρύπτει, η διαύγαση επανασυσκοτίζει, το φως γνοφούται.
Μολαταύτα, για να φανούμε δίκαιοι, οφείλουμε να παρατηρήσουμε πως αυτό το
στιγμιαίο άνοιγμα, αυτό το στιγμιαίο, ακριβέστερα, ανοιγοκλείσιμο, ΑΡΚΕΙ. Είναι
απολύτως επαρκές για να σπάσει ο πάγος του Μυστηρίου, χωρίς να
απομυστηριοποιείται,
όμως, το Μυστήριο, και για να υπάρξει άφθονη τροφή προς βρώση των νοημάτων, της
αναγνωστικής και ερμηνευτικής λειτουργίας, και της συγγραφικής λειτουργίας και
προσπάθειας.
Το (ευγενές) λάκτισμα στα οπίσθια του Απαγίδευτου, δια της Γραφής,
έχει αρκετή δύναμη ώστε όχι μόνο να θρέψει πεινασμένες γενεές για Νόημα,
Κάλλος, Αποκάλυψη, αλλά και για να αποσπάσει, αναποσπάστως, τμήματα του
Απαγίδευτου και να τα εγκαταστήσει διαπαντός στον Κόσμο, να τα μεταποιήσει σε …
ενδοκειμενικό εξωκείμενο !!! Και λέγοντας «ενδοκειμενικό εξωκείμενο» εννοώ ότι
το νέο Σώμα που ξενίζει τα κρυπτογραφημένα κομμάτια του Απαγίδευτου και το
οποίο συνηθίζουμε να αποκαλούμε «Βιβλίο», προστίθεται στον ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ Κόσμο, ως
ένα ακόμη και καινούργιο ον, το οποίο θα λάβει, …πιθανώς, υπόψιν η αναμενόμενη
νέα άγρα, που θα συμβεί κάποια στιγμή σε ένα ενδοκείμενο, το οποίο θα
ακολουθήσει, φυσικά και μοιραία κι αυτό, την προδιαγεγραμμένη πορεία
εξωτερικοποίησής του, αντικειμενοποίησης του.
Θα επαναλάβω, για μιαν ακόμη φορά,
επόμενος τοις αρχαίοις, ότι «πράξις θεωρίας επίβασις», και ακολούθως δεν μπορεί
να στηριχθεί μια θεωρία με τρόπο αφηρημένο, παρά μόνο βάσει παραδειγμάτων.
Αποσπώ, όχι με μεγάλο κόπο και πολύωρη αναζήτηση ομολογουμένως, ένα εμβληματικό
έργο της παγκόσμιας λογοτεχνίας, που το διαφιλονικεί και ο θεολογικός χώρος.
Πρόκειται για το «Άσμα Ασμάτων».
Στο Κείμενο αυτό οι οντότητες α) του «οίνου», β) των «αρωμάτων»,
γ) τα «σκηνώματα Κηδάρ», δ) οι «τρυγόνες», ε) αι «περιστεραί», στ) το «κρίνο»
κλπ κλπ δίχως τελειωμό, συζευγνύονται με την οντότητα του Σώματος της Νύφης ή
εκείνη του Σώματος του Νυμφίου. Η πρόσμιξη αυτή πλάθει ένα νέο Κόσμο,
αναδεικνύει την εγγενή πλαστικότητα του «εξωκειμένου», της κοσμικής
πραγματικότητας, και πλαστουργεί, μέσω της αναδιάταξης των οντοτήτων, Νέα
Πραγματικότητα. Ωστόσο, ό,τι άνοιξε έκλεισε ταυτόχρονα και αυτοματικά !... Ό,τι
Νόημα ξεχύθηκε, δια της αναδιατακτικής Γραφής, τόσο Νόημα, αντιστοίχως,
αποκρύφθηκε, κλείστηκε, εχάθη εξαιτίας αυτής τούτης της αναδιάταξης !!! Κι αυτό
είναι και ιστορικά πρόδηλο, ιδού : μεγάλη μερίδα αναγνωστών θεωρεί το Κείμενο
ακραιφνώς λογοτεχνικό και «κοσμικό» και ως τέτοιο το προσλαμβάνει και πολύτροπα
το αναπαράγει. Αντίστοιχα, μεγάλη μερίδα αναγνωστών το κατατάσσει στο θεολογικό
πεδίο και σε συγκεκριμένο θρησκευτικό χώρο μάλιστα. Ημέτερος μάρτυρας αυτής της
διχοστασίας, το προλόγισμα του Σεφέρη στη μεταγραφή του Κειμένου, που ο ίδιος
εκπόνησε. Δεν έχει κανείς παρά να ρίξει μια ματιά εκεί για να διαπιστώσει την
αδιαφορία του Σεφέρη για τις εσχατολογικές, εκκλησιολογικές και θεολογικές
προεκτάσεις του Κειμένου. Με άλλα λόγια, από μόνη της αυτή η αναγνωστική
(ερμηνευτική, προσληπτική) διαφοροποίηση μαρτυρεί για το νοηματικό ΚΛΕΙΣΙΜΟ του
κοσμοποιητικά Νέου Κειμένου. Η άπλετα χυμένη μελάνη ερμηνειών και προσλήψεων
του Κειμένου μαρτυρεί για το εγγενώς κρυπτικό και γριφώδες του. Όμως, αυτό που
μας απασχολεί εδώ δεν είναι ουσιαστικά και κυρίως αυτό. Αυτό το θεωρούμε πολύ
πιο επιφανειακό από το πρόβλημα που θέτει η ίδια η αναδιάταξη, η ίδια η
νεοφανής κοσμοποίηση του Κόσμου. Η παγίδευση αυτή του Απαγίδευτου, που ως
τέτοια (!) το καθιστά, εν τω άμα, και οριστικά Απαγίδευτο ! Και τι εννοώ ;
Ομολογουμένως, εκλύθηκε φως με τη σύζευξη «αγαθοί μαστοί σου υπέρ οίνον» ή
«οφθαλμοί σου περιστεραί» και παγιδεύτηκε το Απαγίδευτο, παραμερίστηκε το
παραπέτασμα και αναδύθηκε νόημα, μέθη, διαύγαση. Ωστόσο, όσο φως ξεχύθηκε τόσο
και απεκρύβη, καθότι ουδείς πια μπορεί να ισχυρισθεί πως ο νέος Κόσμος
«περιστερομάτια» και «οινομαστοί» δεν συνιστά έναν νέο Κόσμο προς ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ,
έναν σκοτεινό Κόσμο (…) που αποζητεί την (αναγνωστική ή συγγραφική) ερμηνεία
για να περιλάμψει γύρω του (εκ νέου) φως. Ο νέος αυτός Κόσμος πρέπει να
συνταχθεί γραμματικά, όπως θα συνέβαινε και στο πεδίο της πρωτογενούς (μη
λογοτεχνικής) Γλώσσας. Πρέπει να αποκτήσει τις γραμματικές του δομές, τις
συντακτικές του δομές, τις σημασιολογικές αποσαφηνίσεις του, ώστε να καταστεί
προσιτός, ερμηνεύσιμος, προσληπτικός. Όμως, αυτό δεν μπορεί ποτέ να καταστεί
δυνατόν ει μη μόνον καθ’ έκαστη αναγνωστική προσέγγιση, αφού όση η
πληθυντικότητα των αναγνώσεων, τόση ανάλογα και η πληθυντικότητα των νοημάτων
και τόση ανάλογα και η πληθυντικότητα των Κόσμων. Το Νόημα έχει αναδυθεί
πρόχειρο και προ οφθαλμών μας και κυριολεκτεί : «οινομαστοί». Ωστόσο, το άπειρο
βάθος του Λόγου των σημημάτων και της εκλύσεως του πυρηνικού φορτίου των
στοιχειωδών λεκτικών σωματιδίων είναι τέτοιο, ώστε μόνον ο ίλιγγος υποδέχεται
τις προσεγγίσεις και συνακόλουθα το σκότος περιλάμπει και ηγεμονεύει στο νέον
αυτόν (κειμενικό) Κόσμο.
7.
Ο χρόνος για τη ΓΡΑΦΗ
αποτελεί κύριο πιάτο. Η ΓΡΑΦΗ σού υπενθυμίζει ολημερίς πως είσαι εκπρόθεσμος,
σχεδόν ληγμένος ! Κι αυτό είναι κάτι που κατατρώει σπλάχνα. Η Γραφή ;
Ίσως μέσα
στη λέξη να κρύβονται οι ακριβέστερες άλλες λέξεις όπως : η ζωή, το πυρ, η
επιθυμία, η λύσσα, ο καταιγισμός, η πλημμύρα, το ανεπαρκές, τα φτερά, ο
καρδιακός παλμός… Όλα τους εν ησυχία διατελούντα, εν τέλει. Ησυχία βρασμού.
Μόνον αυτά τα ολίγα ; Όχι. Η ΓΡΑΦΗ έχει το προσόν να σε τραβά όπου εκείνη
θέλει. Όχι όπου θέλεις εσύ. Δήθεν κάτοχος κάποιας σαφούς πρόθεσης, ενός
υπερφυούς οράματος, τής εντέλειας κάποιου υπέροχου σχεδίου. Η κλήση γίνεται για
να προσπαθήσεις, και να καταφέρεις ίσως, να αφεθείς (σκέφτομαι πως ο Λακάν θα
συμφωνούσε πλήρως μ’ αυτό). Να βγεις εκτός υπολογισμού. Να παίξεις, ας πούμε, …
κβαντικά. Δηλαδή, υπάρχοντας διπλός και τρίδιπλος πάνω σε έναν άξονα και στον
ίδιο χρόνο. Ισορροπώντας στην ανισορροπία. Μέσα στον ρειμάνειο γεωμετρικό κόσμο
τής Γραφής. Εννοώ πως από τη μια ισορροπείς πάνω στη σύλληψή «σου» και από την
άλλη εκτρέπεσαι, ανισορροπείς, στην απομάκρυνση απ’ αυτήν τη σύλληψη, στους
χώρους εκείνους που η λειτουργία τής ΓΡΑΦΗΣ έχει αποφασίσει να ορίσει. Κάποτε,
μάλιστα, όπως έγραφα παλαιότερα σε μια σημείωσή μου, είναι ακριβώς η αντίθετη
κίνηση (παντός είδους και προπαντός πάντοτε σωματικώς…[να προσεχθεί,
ιδιαιτέρως, αυτό το επίρρημα. Βοηθώ λίγο : ας ανατρέξει ο αναγνώστης αυτού του
κειμένου στη βαλεριανή θεώρηση του Σώματος εν σχέσει με τη Γνώση…]) προς τη
δηλωμένη συγγραφική επιθυμία, που σε κάνει να καταφέρνεις να χτυπάς διάνα το
στόχο !... Μάλιστα, διάνα… ανύποπτα ουσιαστικά. Δηλαδή, μη μπορώντας καλά-καλά
να τη δεις, να την προσδιορίσεις, να την ξέρεις αυτή την κίνηση. Μια «διάνα»
που σε έσχατη ανάλυση δεν φαίνεται ! Ίσως είναι, τελικά, το ΓΕΓΟΝΟΣ ενός
θέματος, που το νυστέρι τής ΓΡΑΦΗΣ ορίζει με τρόπους απροσδόκητους στον
γράφοντα.
Καθώς δεν γίνεται να
ξεφλουδίζουμε μόνοι μας τα γεγονότα, τα ξεφλουδίζει η γραφική εκτροπή για μας
και από εμάς. Εν τέλει δεν ορίζεις. Ορίζεσαι. Υπακούς σε κάθε είδους… σφήνα τής
ΓΡΑΦΗΣ. Ειδικά κατά τις διαρκείς κι ανυποχώρητες συνθήκες… ταχυπαλμίας.
Ταχυπαλμίας ; Είναι αυτή η σωστή λέξη ; Πιθανόν. Ωστόσο, προσφυής και η λέξη…
βροχή. Ναι, βρέχει. Και μάλιστα καταρρακτωδώς.
Και για να ακριβολογήσω,
έβρεχε συνεχώς καταρρακτωδώς, απ’ ό,τι
θυμάμαι, σ’ όλη μου τη ζωή. Ίσως το ίδιο να συμβεί και στο μέλλον. Πάντως το
παρόν αντιγράφει πιστά την παρελθοντική καταρρακτώδη υδατόπτωση. «Βροχή, βροχή
ταξιδεύει πάνω απ’ τα κεφάλια μας», έλεγε ο Tranströmer στο ποίημά του «Σχέδιο
του 1844». Βροχή που επελαύνει πάνω στα κεφάλια μας, παραφράζω εγώ. Κι ο δικός
μας ο Ελύτης «…και χορταίνεις χορταίνεις χορταίνεις βροχή». Και λόγω βροχής η
πρόκληση τής ταχυπαλμίας να ανταποκριθείς στην (συγγραφική/αναγνωστική)
πρόσκληση να γίνεις μουσκίδι. Και δεν αποφεύγω, έτσι, να σκεφτώ : μια ιδιότητα
τής βροχής πρέπει να είναι ότι ανεβάζει την …πίεση, ότι προκαλεί ταχυπαλμία.
Βροχή ;… Μα δεν εννοώ άλλο από όλα αυτά τα κύματα ιδεών, πόθων, ενασχολήσεων,
πεδίων, ενδιαφερόντων, συναντήσεων, γνωριμιών, που, απ’ όσο θυμάμαι τον εαυτό
μου, με τραβούν διαμελίζοντάς με, ως πάντοτε οφείλει να πράττει η ΓΡΑΦΗ (αλλά
και το Αναγινώσκειν για τους αναγνώστες…), στα τέσσερα σημεία τού ορίζοντα. Εξ ου και η… ταχυπαλμία. Αφού,
πόσον ορίζοντα να προφτάσει να γευθεί κανείς ; Πόσο να προλάβει ; Πόσο πιστός
να φανεί σε κάθε σημείο του ; Πόσες κουρές να κάνει ομνύοντας στις
μοναδικότητες που ορίζει το σταυρικό σχήμα του ; Βρέχει. Βρέχει πολύ.
Τουλάχιστον για μένα. Και δεν συνηθίζω να κρατώ αλεξίβροχο. Αφήστε που φορώ,
μονοφόρι, ένα κοντομάνικο κι αυτό φθαρμένο. Μουσκεμένος μέχρι το κόκκαλο. Παπί.
Έτσι, όπως και σε άλλο σημείο είπαμε λοιπόν : η ΓΡΑΦΗ (ας μην ξεχνούμε τις
προαναφερθείσες συνδηλώσεις…) τραβά, σύρει, διαμελίζει, ωθεί σε κύλισμα… Και ο
Γραφιάς είναι Γραφιάς αν υπάρχει εθισμένος στις βαλίτσες, όπως ο Ακριθάκης. Σε
αλυσίδες, μάλιστα, βαλιτσών και σ’ όλα τα δυνατά χρώματα και τις αποχρώσεις τους. Με προτιμητέο περισσότερο,
κατά συνθήκη (;), το ερυθρό.
8.
Προφανώς, εκτός από
μύστες είναι και πεισματάρικα τα χειρόγραφα, σκληραγωγημένοι αθλητές, παντός
καιρού οντότητες και ευπροσάρμοστες στο περι-βάλλον υπάρξεις. Κι έτσι, είναι
ολοφάνερο πως η ενέργεια τού ανθρωπίνου είναι αρνείται να υποταχθεί, να
υποκύψει, να συνθηκολογήσει, συμπαρασύροντας σ’ αυτή της τη μοίρα και την ίδια
την ύλη, που πάνω στο πανάγιο άρμα της κάποτε φιλοξενήθηκε. Και η ενέργεια αυτή
μπορεί, υπό μία έννοια και θέαση, υπό μια προσανατολισμένη παρατήρηση, να
λεχθεί, να ορισθεί, ως γραφική (ο αναγνώστης θα διευκολυνόταν εδώ στην
κατανόηση αν έφερνε στο νου του τις ντερριντιανές θεωρίες). Ο άνθρωπος είναι
γράφειν/γράφεσθαι (και αναγινώσκειν, βεβαίως, …γραφικώς. Ας θυμηθούμε εδώ τον
Πλάτωνα και την, εν τέλει, Παν-(συν)-γραφική θεωρία του, ακόμη και για το
Ομιλείν…). Γενικώς. Πολυτρόπως. Και αφού το γράφειν φανερώνεται ανυπότακτο,
βούλεται την ανυποταξία στη φθορά, όπως οι μοίρες των (λογής…) χειρογράφων
συμμαρτυρούν, θα πρέπει, συνεπώς, το ΓΡΑΦΕΙΝ να σημαίνει ένα πράγμα : απόλυτο
αίτημα αθανασίας. Κι αν όντως έτσι έχουν τα πράγματα, τότε το συμπέρασμα είναι
ένα : η ριζική ανθρώπινη επιθυμία, που δηλώνεται για μια ακόμη φορά τώρα με τον
τρόπο τού γράφειν, είναι η αθανασία. Κι αν αυτό είναι το υπόρρητο αίτημα τής
Γραφής, τότε κάθε υποστολή αυτού τού αιτήματος, μέσω μιας πλαστογραφημένης και
ψευδεπίγραφης ταπεινοφροσύνης και… (εκσυγχρονιστικής…) φυσικότητας, που
αρέσκεται στη μείωση των μεγεθών εξαιτίας τού πυγμαίου αναστήματός της, συνιστά
μια μικροαστική και αστική παραχάραξη (ψυχοπνευματικά). Άλλωστε, είναι γενικά
γνωστοί οι δύο αυτοί διαβόητοι
παραχαράκτες. Κοντολογίς, αν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε προκύπτει πως
το δημιουργείν είναι το ανθρώπινο είναι. Ως φαίνεται, η διάθεση να είσαι
διαθέσιμος (στην ελευθεροποιητική εκτροπή του γράφειν και αναγινώσκειν…), η
διάθεση στη διαθεσιμότητα [2], που σε άλλα κείμενα έχουμε θίξει, σε ανταμείβει με
άνοιγμα, διεύρυνση, σκέψεις, αισθήσεις και εγκυρότερες θεάσεις τής
Πραγματικότητας, που σε άλλη περίπτωση θα διάβαινες δίπλα της ως γνωστός της
ενδεχομένως, όμως όχι ως μέτοχος. Ή θα διάβαινες ως παράλληλη ευθεία, όχι όμως
τεμνόμενη.
9. Η Τάξη των
συναντήσεων, διασταυρώσεων, αλληλεπιδράσεων, αλληλοεισχωρήσεων, αφού ο κόσμος
είναι δομημένος στη ΣΧΕΣΗ και η σχέση συντελείεται, ενεργείται, μεταξύ
προσωπικών υποκειμένων. Το Ευρίσκειν-Αποκαλύπτειν
(αναγνωστικά/συγγραφικά)
αδιαφορεί τόσο για την επίδρασή του πάνω στον δέκτη του - μια και οφείλει να
δηλωθεί, να φανεί, να επιπέσει, να αλλοιώσει -, όσο και για την μέχρι τη στιγμή
τής Αποκάλυψης κατάστασή του, την οποία αντιπαρέρχεται επιδεικτικά. Ο πολεμικός
(ο οποίος μάλιστα παρουσιάζεται υπό τα κατηγορήματα τού πατρικού, γεννητορικού)
ηρακλείτειος λόγος και ο, υπό μία συνάδουσα μ’ αυτά οπτική, εμπεδόκλειος λόγος
τού Νείκους, μπορεί, στον ορίζοντα που θέτουν οι παραπάνω σκέψεις, να προσλάβει
έναν πιο βαθύ, ίσως, χαρακτήρα, οπωσδήποτε όμως κάπως πιο συγκεκριμένο. Φυσικά,
η οπτική που ενδιαφέρει εδώ είναι αυτή τού ενός σκέλους τής δυάδας τού Ακραγαντίνου,
- τού Νείκους δηλαδή. Ο Εμπεδοκλής θεωρώ πως πλαντάζει περισσότερο από τον
παρμενίδειο ενισμό παρά από τον ηρακλείτειο πλουραλισμό, αν τελικά μπορεί να
προσγραφεί αυτός ο όρος στην ηρακλείτεια φιλοσοφία. Ο Ακραγαντίνος νιώθει να
κόβονται ευκαιρίες πραγμάτωσης μες στη μονάδα, ευκαιρίες που ήδη έχει βιώσει
και καλούν να τις ονοματίσει. Μολαταύτα, και για να είμαστε ακριβείς, όταν ο
Εφέσιος ομιλεί περί τής πατρότητος πάντων και κατονομάζει φυσικό τους πατέρα
τον πόλεμο, είναι σχεδόν τόσο μονιστής όσο και οποιοσδήποτε οπαδός τού πλέον
αυστηρού μονοθεϊσμού. Ωστόσο, θεωρώ πως ακόμη και το αρμονικό και φιλόξενο
μεταβολών και εύφορων καταστροφών
εμπεδόκλειο ζεύγος δεν είναι ο έσχατος λόγος
περί Πραγματικότητας. Κρίνω πως και τα δύο, η φιλότητα και το νείκος, δηλαδή
στα καθ’ ημάς η συγγραφική (ή άλλη…) εξακολούθηση ενός δρόμου και η παρέκκλιση
απ’ αυτόν, προβάλλονται πάνω σε ένα πιο βαθύ επίπεδο, σε μιαν άλλην αρχή.
Εκείνη τής θεοείκελης ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, που αφορά στην τελείωση, ολοκλήρωση, σωτηρία
τού όντος. Στο σώον αυτού. Κι εδώ εμπλέκεται το ζήτημα τής βουλήσεως. Εννοώ πως
με φόντο την Ελευθερία, που άλλο δεν σημαίνει από ουσιαστική αναστολή,
αποσάθρωση, αφλογιστία κάποιου σκέλους τής δυάδας ή ακόμη και των δύο (!),
αναιρείται η απολυταρχική νομοτέλεια τού εμπεδόκλειου ζεύγους, η
καταναγκαστικότητά του αν θέλετε, και προβάλλει η αίρεση, το αιρείσθαι, η
δύναμη κάποιου που θέλει να μην ακολουθήσει την ευκαιρία των αποδομήσεων
(Νείκους) ή να μη θελήσει την επίσης ευκαιρία των αναδομήσεων (Φιλότης) και να
ενεργήσει αντίθετα από τη νομοτέλεια του ζεύγους, αποδεικνύοντάς το ανενεργό
και εκμηδενισμένο.
Έλεγα σε άλλο κείμενό μου
για τη λειτουργία τής Γραφής και Ανάγνωσης πως τα κείμενα κείνται. Είναι κάπου…
ερριμένα. Κείνται-επί. Ουσιαστικά, είναι πτώματα. Έχουν κατεβεί. Έχουν πέσει. Η
αρχική τους πτώση είναι η πρωτογενώς δημιουργική, δια τής δημιουργικής
ενέργειας τού Γραφέα, επί τινος ύλης (…). Και μόνον. Εκεί το πίπτειν είναι
ακόμη γλαφυρό, απαστράπτον, άρτιο. Όμως, η υπερφυής αυτή πρώτη γέννα κάτινος,
που γεννώμενο κείται (!) και πίπτει, ουδόλως είναι επαρκής. Έστω κι αν
πρόκειται για περικαλλή δαγκωνιά στα οπίσθια τού Αναφούς ! Οφείλεται στο ήδη
πτώμα, στο ήδη επί ύλης πεσμένο, να …ξαναπέσει. Τώρα πια σε χέρια. Σε ζώντα
οργανισμό και όχι σε άψυχη ύλη.
Αν δεχτούμε, φυσικά, την τελευταία ως τέτοια.
Για να διατηρηθεί κάτι πρέπει, ως φαίνεται, να περιέλθει, να περιπέσει, στο
πεδίο των σφυγμών. Όμως, αυτοί είναι γενικά ασταθείς. Και η μοίρα τού
κειμενικού πτώματος είναι ευθέως ανάλογη προς την ρέουσα ευστάθεια ή αστάθεια
των σφυγμών τού χεριού στο οποίο θα πέσει.
Εν τέλει τα παντός είδους
κείμενα, τα ευρισκόμενα πτώματα, που κείνται μονίμως επί κάτινος (ύλης και στη
συνέχεια επί τινος αχθοφόρου αυτών…), είναι
αφορμές εκτροπών από τη λογής συγγραφική πρόθεση (ας θυμηθούμε πως
οντολογικώς ο άνθρωπος είναι συγγραφή, είναι (συγ)γράφειν…) για χάρη και δόξα
τής ίδιας τής ζωής, δηλαδή τής Ελευθερίας. Και αν αληθεύουν, συνταυτιζόμενα,
συσσωματούμενα, με τη Ζωή-Ελευθερία, τότε αυτό μπορεί να αποδειχθεί από το πόσο
δεξιωτές αντινομίας είναι (!). Από το πόσο είναι προδότες των τίτλων τους (!).
Από το πόσο απροκαθόριστα ολισθαίνουν από τους αρχικούς σχεδιασμούς (!).
Δηλαδή, από το πόσο ΑΝΟΙΚΤΑ είναι εν τέλει, καθώς ΑΝΟΙΧΤΟΣ και μόνον είναι ο
ισοκράτης τους : η Ζωή-Ελευθερία. Εκεί, στην λελογισμένη εκτροπή - ιδού μια
περικαλλής σχοινοβασία -, τα κείμενα/πτώματα αποβαίνουν αληθινά ζώντα ! Τα
(αληθινά) κείμενα δεν γράφονται κυρίως κατά σχεδιασμό και πρόθεση. Αυτό δεν
πρέπει να το λησμονούμε. Γράφονται, κυρίως, κατά εκτροπή και ολίσθημα. Αφού,
άλλωστε, αυτές είναι οι πραγματικές τους αιτίες. Ακόμη περισσότερο που έχουν ως
γενέθλια χώρα τους τη αφετηριακή εκτροπή που
χαρίζει μιαν Εύρεση. Κοντολογίς, πιστεύω πως όποιος επιθυμεί να εισέλθει
ειλικρινά στην πυριφλεγή διαδικασία τού γράφειν/γράφεσθαι (και
αναγινώσκειν/αναγινώσκεσθαι), οφείλει όχι μόνο να γνωρίζει πως η ΓΡΑΦΗ
επέρχεται μετά από συνειδητές απώλειες των συνειδητών μας προθέσεων, που
συμβαίνουν άσχετα με τη βούλησή μας, αλλά και να επιδιώκει συνειδητά αυτές τις
απώλειες αφήνοντας τες ελεύθερες να τον επισκεφθούν, αφού δηλώνει βουλητικά
διαθέσιμος στην εκτροπή, ή αν θέλετε ακριβέστερα στη συνάντηση τής πλέον
κατάδικής του μοίρας, τού πλέον προσωπικού του προσανατολισμού, που συμβαίνει
πλειστάκις να μάς είναι άδηλος και άγνωστος κι ωστόσο να βαδίζουμε πάνω του
χωρίς ακόμη, όμως, περιλαμπή φωτισμό, τον οποίο θα πρέπει να αναμένουμε έξωθεν.
Ιδού η συνηγορία στα ανωτέρω τής ακόλουθης ευαγγελικής περικοπής : «…ιδόντες δε
τον αστέρα εχάρησαν χαράν μεγάλην σφόδρα» (βλ. Ματθ. β΄10), όπου τονίζω,
ολότελα εμφατικά, εκείνο το σφόδρα, που δικαιολογεί το άνευ ορίων, που
αυτοδικαίως δηλώνεται με την αληθή εκστατικότητα. Οι Μάγοι είναι
οδεύοντες-επί-σκοπού, ωστόσο εισέτι
πλανώμενοι. Μόνο με την έξωθεν Αποκάλυψη-Εύρεση συναντούν τον πόθο τους.
Αρκεί, όμως, να είναι διαθέσιμοι να υπακούσουν, να σταθμίσουν, και κυρίως να
ΠΕΙΣΘΟΥΝ. Φυσικά, για να μπει κανείς στη διαδικασία εκτροπής, να μπει στην
περιπέτεια να βουληθεί να χαθεί, θα πρέπει, ως εχέφρων και με (αυτο)κριτική
διάθεση κινούμενος,
να έχει κεφάλαιο (όπως
οι Μάγοι) να διαθέσει, να χάσει, να εκτρέψει. Δεν γίνεται να διατεθείς προς
απώλεια προσφέροντας έναν κενό εαυτό. Έναν εαυτό που δεν θα έχει ήδη χαράξει
πορεία και δεν θα έχει αποκτήσει, από τις επισταθμίες αυτής τής πορείας, «καλές
πραμάτειες» (σαφής η καβαφική αναφορά, νομίζω). Όχι πως αυτό δεν συμβαίνει και
πως είναι κάτι ανήθικο ή και ανόητο να διαθέσεις το κενό προς απώλεια. Και
συμβαίνει και γίνεται και τίποτε δεν αποκλείει να σε δεχθεί το …σύστημα
Ευρεσαπώλειας και να βγεις, μάλιστα, στο τέλος και κεφαλαιούχος. Αφού, άλλωστε,
πλείστες είναι στην παγκόσμια λογοτεχνία
και ιστορία οι περιπτώσεις ακαλλιέργητων Ευρέσεων με αρχετυπική για εμάς, γι
ακόμη μια φορά, την ακόλουθη ευαγγελική, προς επίρρωση των ανωτέρω, στους
«άσχετους» ποιμένες, οι οποίοι δεν όδευαν-προς, ώστε να δυνηθούν να εκτραπούν,
αλλά «βρίσκονταν» ασχέτως και αμερίμνως : «…ευαγγελίζομαι υμίν χαράν μεγάλην…»
(βλ. Λουκ. β΄10). Είναι προφανές πως οι Ποιμένες δεν είναι οδεύοντες-επί-σκοπού
αλλά ευρισκόμενοι-εν-στάση. Όμως, αυτό που θέλω να τονίσω είναι πως με μια
τέτοια «παραβατική» κίνηση δεν εκπληρώνονται οι όροι τού παιχνιδιού, με άκρως
πιθανή, έτσι, την παντελή αφλογιστία τους. Οφείλεις να έχεις για να χάσεις, για
να χαθείς. Και μ’ αυτό ήδη υποδηλώνω πως η απώλεια μπορεί, ουσιαστικά, να είναι
ένας, κατά το μάλλον ή ήττον, ευφημισμός, ή ένα απλό έστω λέξημα, αφού είναι
ήδη ενταγμένη, ως θεωρία και πράξη, στον τρόπο σου πρόσληψης τού κόσμου και
συνεπώς, μη χάνοντας κάτι από τον τρόπο αυτόν, ακολουθείς με συνέπεια την
κοσμοθεώρησή σου. Με άλλα λόγια, δεν νοιάζεσαι που χάνεις ή έχασες, ούτε
ιδρώνει και τόσο τ’ αυτάκι σου και, συνεπώς, δεν μπορεί να γίνει λόγος για το
πιθανό …άλγος, που δήθεν αναπόδραστα επιφέρουν οι απώλειες. Που στο κάτω-κάτω
μπορεί να είναι και ανακουφιστικές και επουλωτικές. Θέλω να πω πως κάτι, εν
τέλει, μέσα σου κρατιέται ανώλεθρο, μη απολλύμενο,
κάτι που σού δημιουργεί
αίσθημα Ειρήνης, ανοικτής αυτάρκειας, απαρασάλευτης σταθερότητας, μονιμότητας
ακόμη (!) τού γεγονότος τής Εύρεσης, όπως υπεμφαίνει, άλλωστε, η ευαγγελική
εντολή.
Θεωρώ πως αυτή η
παρ-εκτροπή, αυτή η παρέκκλιση από την πορεία, άλλο δεν υποδηλώνει από το
πυρηνικό στοιχείο ΚΑΘΕ χαράς, που είναι η επιστροφή στο ΠΑΙΓΝΙΟΝ και στο ΠΑΙΔΙ.
Η χαρά αρέσκεται στο παιδίζειν, που άλλο δεν είναι από εκκλίνειν τής χ πορείας
λόγω … μέθης. Λόγω μεθυσιού χαράς. Έστω, ακόμη, και μέθης νηφάλιας. Που,
μολαταύτα, φιλοσοφεί. Και έτσι, εν όψει δηλαδή τής μεθυστικής χαράς που
παιδίζει, αρχίζει να βρίσκει ΛΟΓΙΚΟΤΑΤΟ έρεισμα το αποκαλυπτικό λοξό των
κειμένων, τα οποία οφείλονται σε εκτροπές. Είναι ίδιον, βλέπετε, να χάνονται τα
παιδιά.
Να απολησμονιούνται. Να τελούν υπό ακατάσχετους περισπασμούς κάποτε,
μια που είναι διαθέσιμα, φυσικώς, στα καλέσματα τού Όλου και των επιμέρους
ευκαιριών, που αυτό το Όλον σκοπίμως και αφειδώς προσφέρει και εξαπολύει. Κι
έτσι η λοξότητα αποκτά πλήρη δικαιολόγηση. Και στο σημείο αυτό, στο σημείο που
η Χαρά παιδίζει, παίζει και μεθά, μπορεί κάλλιστα κανείς να κάνει λόγο για
κατάργηση των αποστάσεων, της απομάκρυνσης των όντων από άλληλα, και τής
ανάδυσης τού Αδιάστατου, έστω και για λίγες μόνο στιγμές, το οποίο χαρίζει η
Σχέση. Ως φαίνεται, τελικά, ο κόσμος φανερούται στις αφιερωτικές και
αφοσιωμένες δεξιώσεις ! Και οι δεξιώσεις έχουν χαρακτήρα παιδικό, αφού από τον
Ηράκλειτο έως τα Ευαγγέλια η βασιλεία είναι τού παιδιού…, και μόνον ως τέτοιες οι
δεξιώσεις, ως παιδικές, εχεφρόνως και εναρμονίως και ελλόγως, δύνανται να
παράγουν κείμενα, δηλαδή Πολιτισμό και Τρόπο βίου, που ο πρώτος ακολούθως
υποδηλώνει. Και κατά τούτο έχει απόλυτα δίκιο ο Έlie Faure όταν αποφαίνεται πως
«Η αγάπη για το παιχνίδι και η αναζήτησή του, και η φλογερή περιέργεια που
φέρνει η άσκησή του, δημιουργούν τον πολιτισμό. Τους πολιτισμούς, θα έπρεπε να
πω…» (βλ. Ελι Φωρ, Ιστορία τής Τέχνης, τομ. 1, σελ. 40 εκδ. εξάντας,
1993).
© ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ
[1]. Αποσαφηνίζοντας κάπως,
βοηθητικά για τον αναγνώστη αυτής της τριπλής προδημοσίευσης, την έννοια του
Κενού, όπως την εποπτεύει το κείμενό μου για τη θεωρία της ΓΡΑΦΗΣ και της ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ,
παραθέτω τα λόγια του J.D.Nasio, ο οποίος σχολιάζει τη λακανική
θεωρία : «Φανταστείτε ότι το πραγματικό δεν είναι ένας έρημος πλανήτης, αλλά
αντίθετα πολύ πλήρης, απείρως πλήρης, τόσο πλήρης από πράγματα και όντα που
είναι ομοιογενή με το κενό. Το πραγματικό δεν είναι το κενό με την έννοια της
κενής αβύσσου, αλλά με την έννοια του
απείρως πλήρους, του τόπου όπου Όλα είναι δυνατά.» (η πλαγιογράφηση δική
μου), βλ. J.D.Nasio, Πέντε παραδόσεις πάνω στη θεωρία
του Jacques Lacan,
σελ. 111, εκδ. Πατάκης, 22016.
[2]Ιδού η ίδια στάση, σε «άλλο», πεδίο.., με τα
λόγια και πάλι του J.D.Nasio : «Τι προσμένω ; Περιμένω να συμβεί ένα πολύ
απλό φαινόμενο. Δεν περιμένω ούτε την αλλαγή ούτε την ίαση του αναλυόμενού μου.
Περιμένω να λάβει χώρα η εμπειρία, να
επέλθει ένα απρόοπτο συμβάν μέσα στην
ανάλυση. Διατίθεμαι στην έκπληξη. Το
καλύτερο που μπορεί να ελπίζει ένας αναλυτής είναι να τον εκπλήξει ο ασθενής.
Φυσικά, δεν εννοούμε να θέλει σκόπιμα να
τον εκπλήξει. Γενικά, όταν είναι υπολογισμένο, αποτυγχάνει. Όχι, η έκπληξη πρέπει να πλήξει ταυτόχρονα
τον ασθενή και τον αναλυτή. …παραμείνετε
ανοιχτοί στην έκπληξη.», (η πλαγιογραφήσεις δικές μου), βλ. ενθ.αν. σελ.
117-118). Ο αναγνώστης μπορεί, βάσει της εδώ εκτιθέμενης θεωρίας ΓΡΑΦΗΣ και
ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ, να αντικαταστήσει τους ψυχαναλυτικούς όρους με τους όρους του
«λογοτεχνικού» πεδίου, ώστε έκτυπα να αντιληφθεί τη σύμπτωση της θέασης και
εμπειρίας.
Ένα σχόλιο για τον χρόνο της γραφής, που πάντοτε ποικίλλει όσο το επιτρέπει και η ταχύτητα της σκέψης του δημιουργού, μακάρι και η έμπνευση, που πάντοτε ευπρόσδεκτη είναι όταν υπάρχει. Όσο για τον χρόνο της πρόσληψης των γραφομένων, αυτός έχει τους δικούς του ρυθμούς. Έτσι άλλοτε φθάνει αυτοστιγμεί και τότε η απόλαυση έχει τον αυθορμητισμό αλλά και την επιπολαιότητα ίσως μιας αιφνίδιας ιδέας που κάποτε ταυτίζεται με αυτήν του δημιουργού, κάποτε όχι, χωρίς αυτό το ενδεχόμενο καθόλου να ενοχλεί μέσα στην πολυσημία μιας ενδιαφέρουσας γραφής. Άλλοτε πάλι καθυστερεί η πρόσληψή τους, και τότε άπλετος ο χρόνος για πρόσθετες ιδέες στις αρχικές του έργου. Ένα παλίμψηστο δημιουργείται, αν έγινε κατανοητό, και στη μία και στην άλλη περίπτωση, ανοιχτό σε αναθεωρήσεις και νέες δημιουργίες. Μάλλον και αυτό το νέο σχόλιο συμπληρώνει και το προηγούμενο αλλά και το αρχικό στη δημοσίευση του εκλεκτού Στάθη Κομνηνού.
ΑπάντησηΔιαγραφήΔιώνη Δημητριάδου