γράφει ο Μιχάλης Μοδινός*
Αναδημοσίευση από: Τα ΝΕΑ / ΒΙΒΛΙΟΔΡΟΜΙΟ
Ρίτσαρντ Φορντ, Καναδάς, σελ. 559, μετάφραση Θωμάς Σκάσσης, ΠΑΤΑΚΗΣ 2014 |
Ο Ρίτσαρντ Φορντ περιγράφει την βίαια ενηλικίωση ενός δεκαπεντάχρονου και την φυγή του πέρα από τα καναδικά σύνορα, πραγματευόμενος ζητήματα ταυτότητας, απώλειας και αποδοχής της ζωής
Παράδοξος τίτλος για ένα βιβλίο που δεν είναι ταξιδιωτικός οδηγός. Υπάρχει βέβαια η αρχετυπική τριλογία Η.Π.Α. του Ντος Πάσσος, Ο Ήρεμος Ντον του Σολόχωφ και κάποια άλλα, αλλά γενικά σπανίζουν τα μυθιστορήματα που έχουν τοπογραφικούς προσδιορισμούς στον τίτλο τους και μάλιστα μονολεκτικούς. Ειδικά ο Καναδάς παραείναι μεγάλη χώρα για να συμπυκνώσει μια αφήγηση με περιγραφικές αξιώσεις. Είναι αχανής, διακρίνεται από ένα βόρειο εξωτισμό, έχει απέραντες παγωμένες εκτάσεις, εκατοντάδες αυτόχθονες φυλές, χιλιάδες λίμνες και σχεδόν ανέγγιχτες δασικές εκτάσεις. Η χώρα ακολουθεί ήπια εξωτερική πολιτική αν και συμπαρατάσσεται ιστορικά με τον δυτικό πολιτισμό, δέχεται λογής λογής κατατρεγμένους, ακολουθεί με συνέπεια μια φιλοτριτοκοσμική αναπτυξιακή πολιτική. Ο Καναδάς είναι και δεν είναι Αμερική, κι αυτό είναι ίσως το σημείο εκκίνησης του μυθιστορήματος του Ρίτσαρντ Φορντ. Είναι το οικείο μέσα στο ανοίκειο.
Ο μικρός ήρωας και αφηγητής του βιβλίου, ο δεκαπεντάχρονος τότε Ντελ Πάρσονς, αποδρά ακούσια στον Καναδά όπου τον μεταφέρει μια συνάδελφος της μητέρας του για να τον παραδώσει στα χέρια του αδελφού της. Ο λόγος; Οι γονείς του βρίσκονται στη φυλακή μετά από μια ένοπλη ληστεία τραπέζης που επιχείρησαν σε μια μικρή πόλη της Βόρειας Ντακότα – μάλιστα η μητέρα του σύντομα θα αυτοκτονήσει. Δεν πρόκειται ωστόσο για ένα κοινό ζευγάρι εγκληματιών και τίποτα πάνω τους δεν προδιαθέτει για το βλακώδες έγκλημα που θα διαλύσει την οικογένειά τους. Βετεράνος πιλότος βομβαρδιστικού, ο αισιόδοξος, καλαμπουρτζής πατέρας του Ντελ και της δίδυμης αδελφής του, της Μπέρνερ, αγωνίζεται να προσαρμοστεί στη μεταπολεμική ζωή υπηρετώντας σε διάφορες αμερικανικές βάσεις ανά την επικράτεια. Η σύζυγος, Εβραία και δυσπροσάρμοστη διανοούμενη που ονειρεύεται να γράψει ποίηση, τον ακολουθεί αναγκαστικά σ’ αυτές τις μετακινήσεις, ελάχιστα προσπαθώντας να προσαρμοσθεί στα τοπικά κοινωνικά δεδομένα. Ως αποτέλεσμα, η τετραμελής οικογένεια διατηρεί μεν τις εσωτερικές της ισορροπίες αλλά δεν επικοινωνεί με τον περίγυρό της και δεν έχει κοινωνική ζωή, ειδικά στον τελευταίο τους σταθμό, το Γκρέητ Φολλς της Μοντάνα, που εμφανίζεται συχνά στα έργα του Φορντ.
Ώσπου ο επιφανειακός, καλόκαρδος πατέρας αποστρατεύεται για σκοτεινούς λόγους με μια μικρή σύνταξη, αποτυγχάνει σε ποικίλα επαγγέλματα και εμπλέκεται σε μια κομπίνα τροφοδοσίας του στρατού με κρέας από κλεμμένες αγελάδες – παραδοσιακή πρακτική των ινδιάνων Κρή της περιοχής. Βρίσκεται να χρωστά χρήματα, απειλείται, νοιώθει στριμωγμένος και πείθει την γυναίκα του να διαπράξουν τη ληστεία για να ρεφάρουν. Θα ακολουθήσουν όλα τα πιθανά σχεδόν φαρσικού τύπου σφάλματα, που αν δεν δίνονταν με την γεμάτη σοφία αργόσυρτη φωνή του υπό συνταξιοδότηση πλέον Ντελ θα προσιδίαζαν περισσότερο σε γκαγκστερική κωμωδία. Το αντίθετο όμως, εδώ έχουμε ένα πραγματικό δράμα: τα παιδιά στερούνται τους γονείς τους, βρίσκονται ολομόναχα σε ένα άδειο σπίτι εν αναμονή της Πρόνοιας, χωρίς εξήγηση γι αυτό που τα βρήκε, διερωτώμενα τι είναι αυτό που ανατρέπει τις ζωές των ανθρώπων από τη μια στιγμή στην άλλη, αιφνιδιασμένα από την μετατροπή των γονιών τους σε εγκληματίες.
Το πρώτο αυτό μέρος του βιβλίου είναι ταυτόχρονα ένας ύμνος στην Άγρια Δύση της δεκαετίας του ’60 σε χαμηλούς υπόκωφους τόνους, με μακρινούς απόηχους από τα μεγάλα γεγονότα που συμβαίνουν ανά τον πλανήτη. Οι μεγάλες επίπεδες πεδιάδες, ο ποταμός Μισσούρι που διασχίζει το Γκρέητ Φολλς, οι οριοθετημένες ζώνες όπου ζουν οι απομένονντες Ινδιάνοι, η ζωή της μικρής πόλης, ξεδιπλώνονται στη μνήμη του εν είδει μεγάλου χάρτη όπου σταδιακά γεμίζουν τα κενά. Ο αφηγητής Ντελ ζει επί μισό αιώνα παντρεμένος αν και άκληρος στο Γουίννιπεγκ του Καναδά. Η Μπέρνερ έχει αποδράσει λίγο μετά τη φυλάκιση των γονιών αλλά δεν θα ξεφύγει ποτέ από τη μοίρα της ξεριζωμένης. Και ο Ντελ θα ζήσει το δεύτερο, πρακτικά αυτόνομο μέρος του βιβλίου όταν διασχίζοντας απέραντα σταροχώραφα μια αυγουστιάτικη μέρα του 1960 θα βρεθεί άθελά του από την άλλη μεριά των συνόρων, στην γειτονική καναδική επαρχία του Σασκάτσιουαν.
Καναδάς λοιπόν αλλά για την ακρίβεια ένα πολύ μικρό μέρος του Καναδά, χαμένο στο πουθενά, όπου ο ξεριζωμένος, χωρίς οικογένεια νεαρός θα βρεθεί να συμβιώνει με ένα παράξενο μιγάδα Ινδιάνο και το αφεντικό του, έναν άλλο φυγάδα από τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου καταζητείται για μια βομβιστική ενέργεια. Θα δουλέψει εντατικά για να κερδίσει τη ζωή του στο ξενοδοχείο του αφεντικού, θα συνοδεύσει κυνηγούς στο καρτέρι της αγριόχηνας, θα ανακαλύψει τη ζωή στις απέραντες ανοιχτές εκτάσεις, θα νοσταλγήσει τη μαθητική του ζωή, το σκάκι και τη μελισσοκομία που ήταν οι αγαπημένες του ενασχολήσεις. Τα χτυπήματα της μοίρας θα πάρουν εδώ διαστάσεις εμπνευσμένες πιθανότατα από τον Κόρμακ ΜακΚάρθι όταν ο φυγάς ξενοδόχος θα δολοφονήσει δύο διώκτες του και θα χρησιμοποιήσει τις υπηρεσίες του μικρού Ντελ για την τέλεση του εγκλήματος και την εξαφάνιση των πτωμάτων. Σε αντάλλαγμα ο Ντελ θα διαφύγει από την κόλαση της ερημιάς αυτής για να παραδοθεί σε μια ανάδοχη οικογένεια και να ακολουθήσει την λίγο πολύ φυσιολογική ζωή του δασκάλου μέχρι να ξανασυναντήσει την ετοιμοθάνατη αδελφή του στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου.
Και ο Καναδάς που βρίσκεται σε όλα αυτά; Ίσως στη συμβολοποίηση της φυγής υπό τη μορφή της σωτηρίας. Ίσως στη διαπίστωση ότι το κακό μπορεί να παραχθεί παντού και ότι αν σε βρήκε ήδη μια φορά οι κακοτυχίες σου μπορεί να μην έχουν τέλος. Ίσως στην μυθολογία του πιονιέρου που ενδημεί ακόμη στο Νέο Κόσμο. Εντέλει μπορεί να πρόκειται απλώς για ένα συγγραφικό στοίχημα ανασύστασης ενός γεωγραφικού χώρου που δεν έχει προσφέρει πολλά στη συλλογική φαντασία και που ο Φορντ θέλει να του προσδώσει νόημα. Και ασφαλώς ο Καναδάς εντάσσεται στην κατηγορία αυτή των βιβλίων που ανασυνθέτουν μια ολόκληρη ζωή προσπαθώντας να βρουν μια ηθική πυξίδα και να παραδώσουν ένα πρότυπο αποδοχής της ζωής στους νεότερους.
Σε ελεγειακούς χαμηλόφωνους, στοχαστικούς τόνους, το βιβλίο θα κέρδιζε πολύ αν ο Ρίτσαρντ Φορντ συνέδεε σφιχτότερα τις δύο σχεδόν αυτόνομες ιστορίες του ένθεν κακείθεν των συνόρων και αν δεν επέφερε τόσο πολλές ντικενσιανές ατυχίες στους ώμους του έφηβου ήρωά του. Θα κέρδιζε ακόμη περισσότερα αν έκοβε καμιά εκατοστή σελίδες σε σημεία όπου οι αναδρομές του αφηγητή πλατειάζουν και αντιγράφουν τον εαυτό τους. Και αν βεβαίως αιτιολογείτο καλύτερα η σύνδεση των δύο αυτόνομων ιστοριών του βιβλίου μέσω ίσως της ενοχής ή της μοίρας.
Περιβαλλοντολόγος, γεωγράφος και μηχανικός ο Μιχάλης Μοδινός γεννήθηκε στην Αθήνα το 1950. Θεωρητικός και ακτιβιστής του οικολογικού κινήματος, συνεργάστηκε με διεθνείς οργανισμούς, δίδαξε σε ακαδημαϊκά ιδρύματα ανά τον κόσμο, ενώ υπήρξε ιδρυτής και εκδότης της Νέας Οικολογίας, πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Περιβάλλοντος και διευθυντής του Διεπιστημονικού Ινστιτούτου Περιβαλλοντικών Ερευνών. Στο δοκιμιακό - ερευνητικό του έργο περιλαμβάνονται τα βιβλία "Μύθοι της ανάπτυξης στους τροπικούς" (Στοχαστής), "Από την Εδέμ στο καθαρτήριο" (Εξάντας), "Τοπογραφίες" (Στοχαστής), "Το παιγνίδι της ανάπτυξης" (Τροχαλία) και "Η αρχαιολογία της ανάπτυξης" (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης). Από το 2005 στράφηκε συστηματικά στην λογοτεχνία και την κριτική της.
Από τις εκδόσεις Καστανιώτη έχουν κυκλοφορήσει τα μυθιστορήματά του "Χρυσή ακτή", 2005, "Ο μεγάλος Αμπάι", 2007, "Επιστροφή", 2009 (βραβείο Ιδρύματος Πέτρου Χάρη Ακαδημίας Αθηνών) "Η σχεδία", 2011 (Διάκριση της Επιτροπής Κρατικών Βραβείων και υποψήφιο για το Ευρωπαϊκό Λογοτεχνικό Βραβείο) και "Άγρια Δύση - μια ερωτική ιστορία", 2013.
To τελευταίο του βιβλίο "Τελευταία έξοδος: Στυμφαλία" (2014) κυκλοφορεί από το Βιβλιοπωλείο της Εστίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου