Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2016

Μια προσέγγιση στη «Σκακιστική νουβέλα» του Stefan Zweig



γράφει και επιμελείται η Διώνη Δημητριάδου*




σε μετάφραση Μαρίας Αγγελίδου,
από τις εκδόσεις Άγρα



«…σκέφτομαι λοιπόν πως είναι καλύτερο να τερματίσω έγκαιρα και με το κεφάλι ψηλά μια ζωή, όπου η πνευματική εργασία υπήρξε πάντοτε η αγνότερη χαρά και η προσωπική ελευθερία το ύψιστο αγαθό του κόσμου τούτου.»
Αυτά έγραφε ο Stefan Zweig στο σημείωμα που άφησε μιλώντας για την απόφασή του να αυτοκτονήσει. Ήταν 22 Φεβρουαρίου του 1942, όταν έκανε πράξη την απόφασή του συγκλονισμένος από τα γεγονότα του πολέμου και την καταστροφή της Ευρώπης «…τώρα που ο κόσμος της γλώσσας μου σκοτείνιασε για μένα και η Ευρώπη, ο χώρος των πνευματικών δεσμών μου, έχει κι αυτή αφανιστεί».

Το τελευταίο κείμενο που στέλνει στον εκδότη του στη Νέα Υόρκη, και το οποίο τυπώθηκε μετά τον θάνατό του, ήταν η «Σκακιστική νουβέλα».  Αναρωτιέμαι πώς να είναι αυτό το ‘λίγο πριν’, πώς να νιώθει, τι να σκέπτεται, κυρίως γιατί να γράφει ‘λίγο πριν’. Λίγο προτού κάνει τη ‘νενοημένη’ ασφαλώς τελευταία κίνησή του, αδιαφορώντας για τη μετέπειτα κρίση των υπολοίπων περί ‘απονενοημένου’ διαβήματος. Έχοντας καταφύγει στη Βραζιλία, την οποία καταλήγει να θεωρεί πια πατρίδα του, εφόσον η πραγματική του πατρίδα νιώθει ότι «σκοτείνιασε». Κι έχουμε εδώ, λοιπόν, αυτό το τελευταίο του κείμενο, μια νουβέλα που την τιτλοφορεί «σκακιστική», θέτοντας έτσι στο κέντρο του θέματός του τον βασιλιά όλων των πνευματικών παιχνιδιών.
Είναι άραγε μόνο ένα πνευματικό παιχνίδι το σκάκι; Απαιτεί οπωσδήποτε όλη την νοητική εγρήγορση των παικτών, αναδεικνύει τις  -ιδιαίτερα απαιτητικές- διεργασίες του μυαλού, που οφείλει να προβλέπει και να φαντάζεται τις επόμενες κινήσεις, πριν αποβούν μοιραίες για τη εξέλιξη της παρτίδας. Δεν αφήνεται καθόλου στην τύχη, αγνοώντας επιδεικτικά τον ρόλο της, τη στιγμή που σε όλα τα άλλα παιχνίδια το τυχαίο αναδεικνύεται είτε ρυθμιστής είτε ένας συμμέτοχος παράγοντας των εξελίξεων.
«…γνώριζα τη μυστηριώδη γοητεία αυτού του “Βασιλικού παιχνιδιού”, του μοναδικού απ’ όλα όσα εφεύρε ο άνθρωπος που με ανωτερότητα ξεφεύγει από την τυραννία της τύχης και δεν χαρίζει τις δάφνες της νίκης παρά μόνο στην εξυπνάδα, ή μάλλον σε ένα ορισμένο είδος εξυπνάδας»
θα πει κάποια στιγμή ο αφηγητής στη «σκακιστική νουβέλα».
Ο συγγραφέας, μελλοντικός αυτόχειρας, μας δείχνει με τη νουβέλα του πολύ περισσότερα από όσα θα φιλοδοξούσε μια νουβέλα με θέμα την παρτίδα δύο πολύ ξεχωριστών παικτών. Οι παίκτες αυτοί θα βρεθούν πάνω σ’ ένα πλοίο, που εκτελεί το δρομολόγιο από τη Νέα Υόρκη στο Ρίο και από εκεί στην Αργεντινή, μαζί με άλλους Ευρωπαίους επιβάτες, φυγάδες από τη βία του ναζισμού που όλο και περισσότερο απλώνει τα πλοκάμια του στον κόσμο.
Σε δύο εγκιβωτισμένες αφηγήσεις (που εντούτοις δεν βαραίνουν τη μικρή αυτή ιστορία) θα πληροφορηθούμε τα απαραίτητα για την προσωπικότητα των δύο παικτών. Ο ένας είναι ο Σέρβος Μίρκο Τσέρντοβιτς, παγκόσμιος πρωταθλητής του σκακιού, μια σκοτεινή προσωπικότητα με έκδηλα τα σημάδια του αγροίκου και του απαίδευτου ανθρώπου. Παρά τις προσπάθειες του εφημέριου που είχε αναλάβει την ανατροφή του ορφανού Μίρκο, αυτός παρέμενε απαθής.
«Ο Μίρκο έσκυβε πάνω απ’ τα γράμματα και τους αριθμούς, που του είχαν εξηγήσει εκατοντάδες φορές, και τα κοίταζε με το ίδιο αδιάφορο κι απόμακρο βλέμμα. Το δυσκίνητο κι αργό μυαλό του δεν είχε τη δύναμη να συγκρατήσει ούτε τα πιο απλά πράγματα».
Κι όμως αυτό το ιδιόμορφο παιδί αποδειχθεί εξαιρετικός παίκτης στο σκάκι και θα αποκτήσει με τον καιρό παγκόσμια φήμη παίρνοντας και τον τίτλο του πρωταθλητή. Μονόχνωτος και απόμακρος από τους ανθρώπους θα δημιουργήσει ένα μύθο γύρω από το πρόσωπό του. Ο άλλος παίκτης, που θα βρεθεί εντελώς απρόοπτα απέναντι στον διάσημο Τσέρντοβιτς, είναι ο δικηγόρος δρ. Μπ., ένας από τα θύματα του ναζισμού, αφού έμεινε φυλακισμένος για μήνες σε μια ιδιότυπη φυλάκιση-απομόνωση μέσα σ’ ένα άδειο δωμάτιο αντιμέτωπος με την ψυχολογική βία που ασκούσε πάνω του η απόλυτη μοναξιά και η απουσία αντικειμένων με τα οποία θα μπορούσε να ασχοληθεί. Όταν, από μια ανέλπιστη τύχη, καταφέρνει να βρει ένα περιοδικό με ασκήσεις σκακιού, θα αρχίσει να «διαβάζει» τις σκακιέρες με τη λαχτάρα που κάποιος αφήνεται στην ανάγνωση ενός βιβλίου. Κι όταν μάθει πια απ’ έξω τις κινήσεις, θα αρχίσει να παίζει από μνήμης τις παρτίδες  («είχα καταφέρει να προβάλω στο μυαλό μου τη σκακιέρα και τα πιόνια της») με αντίπαλο, φυσικά, τον εαυτό του. Αυτό το παιχνίδι όμως έχει και τις αναπόφευκτες συνέπειες. Ο δρ. Μπ. θα αποκτήσει μια ψύχωση με τα λευκά και τα μαύρα πιόνια, τον λευκό και τον μαύρο εαυτό του, «μια μορφή πνευματικής φλεγμονής, για την οποία δεν βρίσκω άλλο όνομα, παρά έναν όρο που η ιατρική επιστήμη αγνοεί: σκακιστική δηλητηρίαση», όπως ο ίδιος θα εκμυστηρευτεί στον αφηγητή. Αυτή, ωστόσο, η παράξενη ασθένεια θα τον οδηγήσει και στην ελευθερία, αφού οι δεσμώτες του θα απογοητευτούν ότι θα αποκομίσουν από έναν άρρωστο ψυχικά άνθρωπο τις πληροφορίες που απεγνωσμένα ζητούν. Με τον όρο, όμως, να εγκαταλείψει τη χώρα. Έτσι θα βρεθεί κι αυτός στο πλοίο, αποφασισμένος να απέχει δια βίου από το τοξικό γι’ αυτόν σκάκι.
Μια σειρά, όμως, από τυχαία γεγονότα θα φέρουν αντιμέτωπους αυτούς τους δύο με πεδίο ιδιότυπης μάχης μια σκακιέρα. Αυτό το παιχνίδι παρακολουθούμε από ένα σημείο και μετά στη νουβέλα του Stefan Zweig. Μόνο που, όπως είναι αναμενόμενο γι’ αυτό το τελευταίο «μήνυμα» του συγγραφέα πριν την έξοδό του από τη ζωή, δεν πρόκειται μόνο για μια παρτίδα σκάκι, όσο ενδιαφέρουσα κι αν είναι αυτή.

Ο Zweig θα θέσει μπροστά στον αναγνώστη του το θέμα της ελευθερίας και των ορίων της παράλληλα με αυτό της εσωτερικής πάλης που απαιτεί η αντιμετώπιση της βίας και των μεθόδων της. Πόσο μπορεί να αντισταθεί το πνεύμα, όταν αντιπαλεύει με την απουσία της λογικής του ολοκληρωτικού καθεστώτος; Και πόσο δυνατός πρέπει να αναδειχθεί ο άνθρωπος όταν βρεθεί απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό; Εξαιρετικός ο συμβολισμός εδώ με τον δρ. Μπ. να διχάζεται σε λευκά και μαύρα πιόνια, δύο όψεις του προσώπου του, ένα βήμα πριν την κατασκευασμένη σχιζοφρένεια.
Από την άλλη παρατηρούμε στη διάρκεια της παρτίδας τους δύο παίκτες, με μια γερή δόση ενός άλλου συμβολισμού εδώ, να αντιπροσωπεύουν ο ένας το πνεύμα με την ενάργειά του (όσο κι αν αυτή υπονομεύεται από την παντοδύναμη σκακιέρα, που πια λειτουργεί ως μέσον επιστροφής στο τοξικό περιβάλλον του εθισμένου ανθρώπου) και ο άλλος εκπρόσωπος του ακατέργαστου μυαλού, πλην όμως ευφυούς σε μια και μοναδική απασχόληση. Και οι δύο, ωστόσο (ενδιαφέρον και αυτό) σε μια ειδική σχέση με το σκάκι. Ο δρ. Μπ. χρωστά σ’ αυτό την ανάδυσή του από τον χώρο της απομόνωσης και της φυλακής αλλά και την είσοδό του στον χώρο του ιδιόμορφου εθισμού. Ο Μίρκο Τσέρντοβιτς έχει το σκάκι ως μέσον βιοπορισμού, αφήνει σ’ αυτό την υπόθεση της επιβίωσής του.
Ταυτόχρονα και οι δύο πάνω σ’ αυτό το πλοίο της φυγής.
Ο Zweig ένιωθε πόσο όλη η πνευματική του δημιουργία αλλά και οι αξίες της Ευρώπης του πνεύματος και της τέχνης συνθλίβονταν κάτω από τον παραλογισμό της ναζιστικής λαίλαπας. Μπορεί κάποιος να διαβάσει τη «σκακιστική νουβέλα» με το ενδιαφέρον του παίκτη. Μπορεί ακόμη να συναντήσει κάποιος μέσα στις σελίδες της μια ακόμη λογοτεχνική φωνή διαμαρτυρίας, μια σκέψη πάνω στον άνθρωπο που αφηνόταν έρμαιο στη βία της εποχής. Αυτό το έργο έχει σημαδευτεί από την αυτοκτονία του συγγραφέα, δίνοντας έτσι μια αυθεντικότητα στη διαμαρτυρία του, αλλά και ένα έναυσμα στον σημερινό αναγνώστη να σκεφτεί πάνω σε θέματα που δυστυχώς αποκτούν μια επικαιρότητα.

Ο Stefan Zweig ανήκει στη σειρά εκείνων των δημιουργών που δεν θεώρησαν το σκάκι ένα απλό παιχνίδι αλλά είδαν (ο καθένας με τον τρόπο του) τους συμβολισμούς που το συνοδεύουν. Ποιος λάτρης του κινηματογράφου, για παράδειγμα, δεν ανακαλεί τώρα στη μνήμη του την παρτίδα που παίζει ο Ιππότης με τον Θάνατο στην «έβδομη σφραγίδα» του Μπέργκμαν;  Ή, στον χώρο των βιβλίων, το «Μυθιστόρημα του δον Σανδάλιο, σκακιστή» του Miguel de Unamuno, όπου το σκάκι μόνο ως πρόσχημα για τον στόχο του συγγραφέα μπορεί να εκληφθεί;
Η «σκακιστική νουβέλα» μας προκαλεί να εκτιμήσουμε πάλι όχι μόνο το σκάκι αλλά και τις προεκτάσεις που μπορεί να πάρει το πνευματικό αυτό «παιχνίδι».


Διώνη Δημητριάδου

-------------------------



Η Διώνη Δημητριάδου  γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη αλλά κατοικεί στην Αθήνα. Σπούδασε ιστορία και αρχαιολογία και δίδαξε σε δημόσια λύκεια. Ασχολείται με τη συγγραφή και με την κριτική λογοτεχνίας. Βιβλία της κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Νοών». Συμμετείχε σε συλλογικές εκδόσεις (εκδόσεις Σιδέρης, Μικρές εκδόσεις, Διάνυσμα). Έχει στο διαδίκτυο το προσωπικό ιστολόγιο «Με ανοιχτά βιβλία» (http://meanoihtavivlia.blogspot.gr/2015/10/blog-post_24.html)
*

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου