Τετάρτη 21 Απριλίου 2021

Ρώμος Φιλύρας. "Άπαντα τα ευρεθέντα"

 logo

Αναδημοσίευση: https://www.dimitroulia.gr/




Ρώμος Φιλύρας, 

Άπαντα τα ευρεθέντα (University Studio Press)

Το 1939, ο ποιητής Ρώμος Φιλύρας (κατά κόσμον Ιωάννης Οικονομόπουλος) είναι 50 ετών και βρίσκεται ήδη, λόγω σύφιλης, δώδεκα χρόνια στο Δρομοκαΐτειο (την εμπειρία του την έχει ο ίδιος αφηγηθεί και το κείμενο το έχει εκδώσει μαζί με κάποια άλλα ο Γιάννης Παπακώστας: Η ζωή μου εις το Δρομοκαΐτειον και άλλα αυτοβιογραφικά, Καστανιώτης, 2007). Σε τρία χρόνια, μεσούσης της Κατοχής, θα πεθάνει. Το 1939, ωστόσο, προλαβαίνει να δει δημοσιευμένο τον α΄ τόμο των ποιημάτων και των πεζών του, αυτών που είχε δημοσιεύσει πριν από το φρενοκομείο, σε επιμέλεια και με εισαγωγή του φίλου του Αιμίλιου Χουρμούζιου, στις εκδόσεις Γκοβόστη. Στόχος του Χουρμούζιου είναι να δημοσιεύσει τα Άπαντα του Φιλύρα, αλλά τον προλαβαίνει ο πόλεμος. Το σχέδιό του έρχεται ωστόσο σε αντίθεση με εκείνο του Μαλακάση, επίσης φίλου του Φιλύρα, ο οποίος θεωρεί ότι πρέπει να γίνει επιλογή και ανθολόγηση του έργου του, ισχυριζόμενος μάλιστα ότι αυτή ήταν και η εκπεφρασμένη βούληση του ίδιου του ποιητή. Όπως και να έχει, ως πριν από λίγους μήνες, οπότε και κυκλοφόρησε η δίτομη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Φιλύρα από τους Χ. Καράογλου και Α. Ξυνογαλά, με τη διευκρίνιση ότι πρόκειται πάντα για τα ευρεθέντα ως τη στιγμή που μπήκε μια τελεία στο έργο τους, κανένα ολοκληρωμένο σχέδιο έκδοσης του έργου του Φιλύρα δεν είχε ευοδωθεί. Τις πρώιμες προσπάθειες, τις καλές προθέσεις αλλά και τις εκδόσεις που προηγήθηκαν της συγκεντρωτικής αυτής έκδοσης τις καταγράφουν οι επιμελητές στην εισαγωγή τους: το ενδιαφέρον του Γ. Σαββίδη, τις εκδόσεις των Τ. Κόρφη, Ν. Παπαγιωργίου και Σ. Κόλλια, τις συνεισφορές αρχείων και ιδιωτών στη δική τους έκδοση – ο Χουρμούζιος είχε επίσης κάνει έκκληση προς όλους όσους είχαν στα χέρια τους ποιήματα του Φιλύρα, ο οποίος στο Δρομοκαΐτειο τα δώριζε, γραμμένα σε κάθε είδους χαρτιά και χαρτάκια, στους επισκέπτες του.
Οι επιμελητές μόχθησαν πραγματικά για να συγκεντρώσουν από ποικίλα έντυπα και πηγές τα ποιήματα του, της δεύτερης περιόδου ειδικά, πολλά από τα οποία είναι ή παραδίδονται αποσπασματικά. Επιλέγουν να παρουσιάσουν το σύνολο των ευρεθέντων ποιημάτων, συμφωνώντας με τον Χουρμούζιο εντέλει και όχι με τον Μαλακάση, αλλά και με τον Συκουτρή, όπως σημειώνουν, που θεωρεί ότι η έκδοση του έργου ενός συγγραφέα πρέπει να περιλαμβάνει το σύνολο των κειμένων του, ακόμη κι αυτών που τον εκθέτουν. Η εκδοτική τους δουλειά παρουσιάζεται αναλυτικά, οι παρεμβάσεις τους και, κυρίως, οι μη παρεμβάσεις τους, στη στίξη λόγου χάρη, που γίνεται πολύ ιδιαίτερη προϊόντος του χρόνου με τα πολλά κόμματα. Υποστηρίζοντας τον αναγνώστη με ευρετήρια και σημειώσεις, αλλά και ένα γλωσσάρι στο τέλος, ανοίγουν με την έκδοσή τους τον δρόμο για μελλοντικές δουλειές πάνω στον Φιλύρα αλλά και στον παραγνωρισμένο μεσοπόλεμο.
Με τον Φιλύρα, μορφή εκκεντρική που προκαλούσε συχνά τον χλευασμό των συγχρόνων του, ασχολήθηκαν πολλοί κριτικοί και πολύ νωρίς, ο Τέλλος Άγρας, ο Κλέωνας Παράσχος. Τον κράτησαν, όπως και τόσους άλλους, στη συζήτηση περί τον μεσοπολεμικό λυρισμό• οι ανθολογίες: ηΧαμηλή φωνή του Μανόλη Αναγνωστάκη, Οι ποιητές του μεσοπολέμου και οι Κυριακές μες στο χειμώνα του Σωτήρη Τριβιζά, η παρουσίασή του από τον Γιάννη Δάλλα στη σειρά «Εκ νέου» των εκδόσεων Γαβριηλίδη. Σήμερα έχουμε την ευκαιρία να προσεγγίσουμε ολοκληρωμένο το έργο του και να σχηματίσουμε ο καθένας τη δική του εικόνα για τον ποιητή – που ο Κ.Θ. Δημαράς θεωρούσε ρηχό και έξω από τον καιρό του, ο Λίνος Πολίτης επεσήμαινε την ειρωνεία και τον σαρκασμό του ως στοιχεία νεωτερικά κι ο Κώστας Στεργιόπουλος τον ενέταξε στην ανανεωμένη παράδοση του νεορομαντισμού και του νεοσυμβολισμού-μετασυμβολισμού.
Ο Μιλτιάδης Μαλακάσης και ο Κώστας Βάρναλης τον έλεγαν «Ρεμπώ» της Ελλάδας και Ρεμπώ σίγουρα ο Φιλύρας δεν είναι, σε κανένα επίπεδο, ενόρασης και ποιητικής. Μάλλον πλησιάζει τους φανταιζίστες των αρχών του αιώνα, με το αίτημά τους για την απελευθέρωση του νου και της καρδιάς που μπορεί να προσδώσει νέες όψεις στον κόσμο – τους γνώριζε δε από νωρίς, το μαρτυρά η μετάφραση του Βερερέν που συγκαταλέγει ήδη στα Ρόδα στον αφρό του 1911. Ο Βάρναλης πάλι τον συγκρίνει με τον Καρυωτάκη (αντιγράφω από τον Νίκο Σαραντάκο,http://sarantakos.wordpress.com/2012/08/05/filyras/), κάνοντας μια πολύ ωραία επισήμανση: «Η ποίησή του κινιέται κατακόρυφα προς τα ύψη• και του Καρυωτάκη κάθετα προς τον τάφο.» Δεν είμαι βέβαιη αν ισχύει η αρχική παρατήρηση του Βάρναλη: ότι ο Καρυωτάκης μισούσε τη ζωή και ο Φιλύρας πράγματι πολύ την αγαπούσε. Μπορεί και το αντίθετο• με δεδομένο το ρομαντικό αίτημα του απόλυτου στον Καρυωτάκη και τη «γεύση πίκρας κι απογοήτευσης, μια θλίψη για τα χαμένα ιδανικά», που επισημαίνει ο Λίνος Πολίτης στον Φιλύρα, γνωρίσματα που συνάδουν προς την εικόνα του ως φασουλή, πιερότου αλλά και Μώμου – στον οποίο συναντά φυσικά τον Βάρναλη. Όπως και να έχει, ο Φιλύρας γράφει μια ποίηση των σαλονιών, στα οποία άλλωστε σύχναζε, και μια ποίηση του ανοιχτού χώρου που είναι τόσο πιο αυθεντική όσο καταγράφει βιωμένες αστικές εικόνες• μια ποίηση ερωτική και φαντασιωτική και μια άλλη έντονα αυτοαναφορική, στην οποία ο ίδιος αυτοπροσδιορίζεται συχνά ως τρελός, και μάλιστα πολύ πριν κλειστεί στο άσυλο, αλλά και ως παλιάτσος – δηλώνοντας έτσι με τρόπο απόλυτα νεωτερικό και την περιθωριοποίησή του αλλά και την αναίρεση της τέχνης καθαυτήν σε επίπεδο αισθητικό, όπως λέει ο Σταρομπίνσκι στο εμβληματικό βιβλίο του Το πορτρέτο του καλλιτέχνη ως σαλτιμπάγκου (Εξάντας).
Με φόρμες και ρυθμούς ποικίλους, με στίχους που κουτσαίνουν επίτηδες ή από αδυναμία αλλά και συχνά φέρνουν στο τραγούδι, δημοτικιστής και γλωσσοπλάστης, ο Φιλύρας δεν φοβάται να παίξει με τις μορφές όσο και να αναμείξει τα γλωσσικά επίπεδα – να γράψει στην καθαρεύουσα ή να σωρεύσει δάνειες λέξεις, που μαρτυρούν, μαζί και με τις μεταφράσεις του, τη γνώση του κυρίως της γαλλικής (βλ. π.χ. το ενδιαφέρον ποίημα «Οι μ’ εν’ όνομα, αστέρες» αλλά και το «κι η Βρισηίδα, Ουγγαρέζα, Πρώσα», με την επιφύλαξη πάντα ότι ορισμένες επιλογές δεν προκύπτουν απλώς από την ασθένειά του). Προσκολλάται επίσης σε σημαντικές για την κοσμοαντίληψή του λεξιλογικές επιλογές, διαχρονικά ή εποχιακά: στο επίθετο «μάγος» και όχι μαγικός, που το κλίνει και στο θηλυκό και στο ουδέτερο σε όλο το έργο του• στο επίθετο «ολάπαλος» την περίοδο πριν το φρενοκομείο, που σηματοδοτεί την πολυσημία της απαλότητας στην αντίληψή του για το ωραίο στη συγκεκριμένη περίοδο (βλ. και το ποίημα «Στην απαλοσύνη σου»). Αν το επίθετο μάγος δηλώνει την υπερβατικότητα στην οποία τείνει η ποίησή του, ως πρόθεση ενίοτε, μια άλλη λέξη μοιάζει να βρίσκεται στο κέντρο της ποιητικής του αντίληψης, άμεσα συνδεόμενη με τα ύψη που επισημαίνει ο Βάρναλης: είναι η λέξη «αιθέρας» και δηλώνει από άλλη σκοπιά την υπέρβαση, την αναζήτηση του ύψους και της ανάτασης που χαρακτηρίζει την ποίηση του Φιλύρα από την πρώτη αρχή της, μαζί με εκείνη του φωτός και του ρυθμού (βλ. τα ποιήματα «Φωτολάτρης» και «Ρυθμός» στα Ρόδα στον αφρό, αλλά και πολλά άλλα στη β΄ περίοδο, όπως το ποίημα «Στα ύψη»). Στους Γυρισμούς, πάντως, η ανάγκη αυτή για ουρανό, όπως θα την ονομάσει μετέπειτα ο Σαχτούρης, δίνει ένα σονέτο-αυτοπροσωπογραφία, το «Υπεράνω», που «επάνω απ’ της Αβύσσου τ’ άγρια σκότη / και πέρα από του πλήθους τη βοή» (αυτό το τρομερό πλήθος που τον στοιχειώνει αλλά και συστηματικά το προκαλεί) καταλήγει:

Κι αν η πίστη στη χίμαιρα άλλης πλάσης, 
δε γλυκάνει την πίκρα στην ψυχή, 
Ανυπαρξία, κι αν δεν μας ξεγελάσεις

οι κοσμικοί κι οι απόκοσμοι μαζί
να πούμε πως εζήσαμε σε αμάχη, 
μέσα, μα και σαν έξω απ’ τη Ζωή!

Αν ο Φιλύρας ήταν ζωγράφος, πολύς λόγος θα γινόταν σε κάθε περίπτωση για τις προσωπογραφίες και τις αυτοπροσωπογραφίες του. Προσωπογραφίες γυναικών πολύ υπαρκτών κι άλλων φανταστικών, με όρους που παρά τις βουκολικές, ενίοτε και πετραρχικές -και όχι μόνο λόγω σονέτου- αντηχήσεις τους, παραπέμπουν με τον ιδανισμό τους στην ποίηση των τροβαδούρων. Προσωπογραφίες φίλων και αγαπημένων προσώπων, ελάχιστων ιστορικών μορφών, όπως ο Κεμάλ ή ο Στάλιν, ομοτέχνων, αγαπημένων ποιητών και δικές του φυσικά, του «Γόη» στο ομώνυμο ποίημα στα Ρόδα στον αφρό του 1911, του Πιερότου του 1922 και όλων όσων ακολουθούν σε ποιήματα της Αποκριάς (όπως το «Αποκριάτικο» [1927], που κλείνει με τον στίχο: «Άνθρωπε, χάσκε ωσπού ν’ ανέβεις στον αιθέρα») ή μόνοι τους, μαζί με φασουλήδες και τον Μώμο. Αυτή ακριβώς η διάσταση ανάμεσα στα πρόσωπα παρουσιάζει ενδιαφέρον και αξίζει να εξεταστεί σε σχέση με την κάθετη διάσταση που ενώνει τα ποθητά ύψη και τον αιθέρα με το βάθος των ωκεανών αλλά και της γης: αναδεικνύει την περιθωριακή θέση του καλλιτέχνη, τον διχασμό του που έχει επισημάνει και σχολιάσει ο Γιάννης Δάλλας και την απελπισία του μπροστά όχι μόνο στην κοινωνία αλλά και στον ίδιο τον λόγο. Αυτή την απελπισία εκφράζει ωραία το πικρό ποίημα «Δεν έφτασα ψηλά» (1940):

Με τα λειψά μου τα φτερά, αχ δεν ανέβηκα ψηλά 
δεν έζησα πλατιά, γοερά, δεν έκραξα στ’ αστέρια, 
δεν πέταξα σ’ άλληνε γη, δεν άκουσα να μου μιλά 
κάποιο πουλί που φώναζε σ’ ουρανικά λημέρια.

Δεν έκρουσα την άρπα μου σ’ ουράνιους σκοπούς, 
δε ρύθμισα το στίχο μου σε νότα μαγεμένη 
και δεν απόσταξα χυμούς από καρπούς κι οπούς 
που σύνθεση πρωτόφαντη να φτιάξω ονειρεμένη.

Μια ζωή ονείρου και εφιάλτη, ένας άνισος δημιουργός που όμως έχει πολλά ακόμη να μας πει και η παρούσα εξαιρετική έκδοση επιτέλους του το επιτρέπει.

 


Επιμέλεια: Χ.Λ. Καράογλου, Αμαλία Ξυνογαλά

Τα ποιητικά, Τεύχος 14, Ιούνιος 201
4

Τρίτη 13 Απριλίου 2021

Κώστας Καρυωτάκης "Τρεις Μεγάλες Χαρές"

 



 

 

Όμορφος κόσμος, ηθικός, αγγελικά πλασμένος!
Δ. Σολωμός

 

Ι. ΚΑΛΟΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ

Είναι ένας αγαθός γεροντάκος. Έπειτα από τριάντα χρόνων υπηρεσία, έχει να διατρέξει όλους τους βαθμούς. Γραφεύς στο πρωτόκολλο.

Πάντα έκανε τη δουλειά του ευσυνείδητα, σχεδόν με κέφι. Σκυμμένος από το πρωί ως το βράδυ στο παρθενικό βιβλίο του, περνούσε τους αριθμούς και αντέγραφε τις περιλήψεις. Κάποτε, μετά την καταχώριση ενός εισερχομένου ή ενός εξερχομένου, ετράβαγε μια γραμμή που έβγαινε από την τελευταία στήλη και προχωρούσε προς το περιθώριο, έτσι σαν απόπειρα φυγής. Αυτή η ουρά δεν είχε θέση εκειμέσα, όμως την τραωούσε βιαστικά, με πείσμα, θέλοντας να εκφράσει τον εαυτό του. Αν έσκυβε κανείς πάνω στην απλή και ίσια γραμμούλα, θα διάβαζε την ιστορία του καλού υπαλλήλου.

Νέος ακόμη, μπαίνοντας στην υπηρεσία, εχαιρέτησε με συγκαταβατικό χαμόγελο του συναδέλφους του. Έτυχε να καθίσει σ’ αυτήν την καρέκλα. Κ’ έμεινε εκεί. Ήρθαν άλλοι αργότερα, έφυγαν, επέθαναν. Αυτός έμεινε εκεί. Οι προϊστάμενοί του τον θεωρούσαν απαραίτητο. Είχε αποκτήσει μια φοβερή, μοιραία ειδικότητα.

Ελάχιστα πρακτικός άνθρωπος. Τίμιος, ιδεολόγος. Μ’ όλη τη φτωχική του εμφάνιση, είχε αξιώσεις ευπατρίδου. Ένα πρωί, επειδή ο Διευθυντής του τού μίλησε κάπως φιλικότερα, επήρε το θάρρος, του απάντησε στον ενικό, εγέλασε μάλιστα ανοιχτόκαρδα και τον χτύπησε στον ώμο. Ο κύριος Διευθυντής τότε, μ’ ένα παγωμένο βλέμμα, τον εκάρφωσε πάλι στη θέση του. Κ’ έμεινε εκεί.
Τώρα, βγαίνοντας κάθε βράδυ από το γραφείο, παίρνοντας τον παραλιακό δρόμο, βιαστικός βιαστικός, γυρίζοντας δαιμονισμένα το μπαστούνι του με την ωραία, νικέλινη λαβή. Γράφει κύκλους μέσα στο άπειρο. Και μέσα στους κύκλους τα σημεία του απείρου. Όταν περάσει τα τελευταία σπίτια, θ’ αφήσει πάντα να ξεφύγει ψηλά με ορμή το μπαστούνι του, έτσι σαν απόπειρα λυτρωμού.
Μετά τον περίπατο τρυπώνει σε μια ταβέρνα. Κάθεται μόνος, αντίκρυ στα μεγάλα, γφρεσκοβαμμένα βαρέλια. Όλα έχουν γραμμένο πάνω απ’ την κάνουλα, με παχιά, μαύρα γράμματα, τ’ όνομά τους: Πηνειός, Γάγγης,. Μισσισσιππής, Τάρταρος. Κοιτάζει εκστατικός μπροστά του. Το τέταρτο ποτηράκι γίνεται ποταμόπλοιο, με το οποίο ταξιδέυει σε θαυμάσιους, άγνωστους κόσμους. Από τα πυκνά δέντρα, πίθηκοι σκύβουν και τον χαιρετάνε. Είναι ευτυχής.

 

 

 

 
II. ΕΝΑΣ ΠΡΑΚΤΙΚΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ

 

Δεν ξέρω τι φορούσε στο κεφάλι. Τα ρούχα της δεν είχαν ούτε σχήμα ούτε χρώμα. Εμπήκε στο γραφείο κρατώντας στην αγκαλιά δυο παιδιά και σέρνοντας τέσσερα. Καθένα έκλαιγε ή εφώναζε με ιδιαίτερο τρόπο. Αλλο τραβούσε το φουστάνι της, άλλο τα μαλλιά της. Ένα αγόρι ως τριών χρονών έτρεμε με κάτι παράξενα αναφιλητά, χωρίς να κλαίει. Όλα μαζί — φριχτή συμφωνία — εκοίταζαν τη μητέρα τους όπως οι μουσικοί το μαέστρο. Αυτή όμως είχε ξεχάσει την παρτιτούρα της σ’ ένα κομψό γραφειάκι από  acajou.

Στάθηκε μπροστά μας με ορθάνοιχτα μάτια. Κάτι σαν ψεύτικο γέλιο, μια γκριμάτσα οίκτου προς τον εαυτό της, εξηγούσε τα λόγια της. Ήταν Αρμένισσα. Ο άντρας της επέθανε σ’ ένα χωριό, κ’ ήρθε από κει ζητώντας ψωμί για τα παιδιά της. Τώρα παρακαλούσε να στεγασθεί. Κάποιος που ήξερε τη γλώσσα της τής είπε ότι δεν υπήρχε πουθενά θέσις. Και καθώς δεν ήθελε να καταλάβει, την έβγαλαν έξω στο διάδρομο. Έμεινε ξαπλωμένη με τα παιδιά της ως το μεσημέρι. Την άλλη μέρα, η ίδια ιστορία. Ήρθε πολλές φορές ακόμη.

Επιτέλους την έριξαν σε μια αποθήκη. Τριάντα οικογένειες προσφύγων που έμεναν εκειμέσα είχαν χωρίσει τα νοικοκυριά τους πρόχειρα, με φανταστικούς τοίχους. Μπόγοι, κασέλες, κουβέρτες απλωμένες, ξύλα βαλμένα στη γραμμή, εσχημάτιζαν τετράγωνα, τα  μαχητικά τετράγωνα  της τελευταίας αμύνης. Σ’ αυτές τις φωλιές ακινητούσαν ή εσάλευαν πένθιμα σκιές ανθρώπων. Τρεις τρεις, πέντε πέντε, σκορπισμένοι ανάμεσα σε ρυπαρά ρούχα και υπολείμματα επίπλων, ήταν σα να ψιθύριζαν παραμύθια ή να προσπαθούσαν σιγά ν’ αποτινάξουν το σκοτάδι.

Τώρα η αποθήκη φωτίζεται από ένα κερί. Κάποιο δέμα τυλιγμένο με καθαρό άσπρο πανί έχει τοποθετηθεί προσκετικά, κάθετα προς τον τοίχο, χάμου. Είναι το μικρότερο από τα έξι παιδιά της Αρμένισσας, που πέθανε λίγες ώρες μετά την εγκατάστασή τους. Τ’ αδέλφια του παίζουν έξω στον ήλιο. Η μητέρα, ξαλαφρωμένη, παραστέκει για τελευταία φορά το μωρό της. Οι άλλες γυναίκες τη μακαρίζουν, γιατί θα μπορέσει από αύριο να πιάσει δουλειά. Είναι σχεδόν ευτυχής. Και ο νεκρός ακόμη περιμένει με τόση αξιπρέπεια…

 


 

 

 
ΙΙΙ.  ΔΕΣΠΟΙΝΙΣ BOVARY

 

Στη μέση της γιορτής προχωρούσε αργά. Καθώς όλοι βιάζονταν γύρω της, ήταν σαν ένα μαύρο στίγμα σε πανί κινηματογράφου. Συντροφιές από νέους περνούσαν. Αλλοι την έβλεπαν κ’ εξακολουθούσαν το δρόμο τους, άλλοι της εσφύριζαν ένα κομπλιμέντο, άλλοι της έλεγαν διστακτικά μια φράση περιμένοντας απάντηση. Όπου ο συνωστισμός ήταν μεγαλύτερος, η τόλμη ελευθερώνοταν και δεν αρκούσαν τα λόγια. Κάποιος εστάθηκε γελώντας μπροστά της, πρόσωπο με πρόσωπο, ώρα πολλή. Ναύτες επέρασαν δίπλα, κι όλοι επρόσεξαν να την σπρώξουν. Κάτι σκοτεινοί τύποι την ακολουθούσαν βήμα προς βήμα.

Ένιωθε τον εαυτό της κέντρο όλου αυτού του πλανόδιου ερωτισμού. Χωρίς να το καταλάβει επηρεαζόταν από την άγρια θέληση τόσων ανδρών. Εκνευρισμένη ακόμη από τον θόρυβο, τη ζέστη και την προσπάθεια να προχωρεί, στάθηκε σ’ ένα κύκλο ανθρώπων. Σε λίγο κάποιος ήρθε σιμά της. Δεν τον έβλεπε, αισθανόταν όμως να σφίγγεται ολοένα πάνω της. Έπεφτε απότομα, ύστερα έμενε ακίνητος, ύστερα πάλι πλησίαζε, ακριβώς όπως ο λεπτοδείχτης, στα μεγάλα ρολόγια του δρόμου, προχωρεί με αραιά πηδήματα προς τον ωροδείχτη. Το σώμα της τώρα, που το προστάτευε μόλις ένα λεπτό φόρεμα, ήταν ολόκληρο πάνω στο δικό του. Μουδιασμένη, εκμηδενισμένη, έκλεισε τα μάτια, κ’ έγειρε ελαφρά. Αυτός τότε, αρπάζοντας με βία το χέρι της, της μίλησε. Εγύρισε και τον είδε. Αλήτης. Κόκκινο, ζαρωμένο πρόσωπο, μάτια αναμμένα, γένια πυρρά. Τα ρούχα του, ξεβαμμένα, είχαν ένα κοκκινωπό χρώμα. Έσκυψε το κεφάλι της κοκκινίζοντας. Ήταν λοιπόν ο Έρως;
Εσυνέχισε το δρόμο της χωρίς ν’ απαντήσει. Την έσπρωχνε μέσα στο πλήθος. όταν απομακρύνθηκαν στάθηκε και το είπε να την οδηγήσει όπου ήθελε. Αυτή θα τον ακολουθούσε σε μικρή απόσταση. Εκοίταξε δύσπιστος, αλλά επροχώρησε. Έφτασαν σε δρόμους ερημικούς. Εβγήκαν έξω από την πόλη. Τώρα περπατούσαν δίπλα σ’ ένα φράχτη. Ήταν πανσέληνος. Η ευωδιά των κήπων εγέμιζε τα στήθη της. Μέσα στη σιωπή ακούονταν οι γρύλοι και τα γρήγορα βήματα των δύο ανθρώπων. Εγύριζε και την έβλεπε συχνά. Το πρόσωπό του φωτιζόταν από το φεγγάρι, παίρνοντας μια ξένη έκφραση. Και η σιλουέτα του, με τα παλιά, σχισμένα ρούχα, καθώς επήγαινε κουτσαίνοντας λίγο, είχε κάποιον αλλιώτικο, βιβλικό χαρακτήρα. Έφταναν σ’ ένα δάσος. «Εδώ» είπε ο άντρας βραχνά.

Από τα μάτια της επέρασαν την ίδια στιγμή εικόνες παιδικών αναμνήσεων. Οι χαλκομανίες με τα ξανθά αγγελούδια που κρατούσαν γιρλάντες από τριαντάφυλλα και χαμογελούσαν, φυλακισμένα στα φύλλα ενός βιβλίου. Οι βασίλισσες και οι ιππότες των παραμυθιών. Το μωβ φορεματάκι της πρώτης κούκλας. Ο θάνατος του αδελφού της…Ύστερα, όταν μεγάλωσε, τα χρόνια που πέρασε μονάχη με την μητέρα της. Έχανε κανείς τον αριθμό τους μέσα σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο. Και οι ενοικιαστές. Έχανε κανείς τη σειρά τους…

Ο άλλος ήταν ευτυχής. Σαν πράγμα αφέθηκε στα χέρια του. Την έσχισε σα χαρτί και την πέταξε χάμου με θυμό ασυγκράτητο, με την πρωτόγονη ορμή της διψασμένης του νιότης. Στις ακούσιες και άτονες αρνήσεις της, στις σβησμένες λέξεις που επρόφερε όχι η ίδια αλά το φύλο της, στην ένστικτο υποχώρηση της σάρκας της, αυτός είχε ν’ αντιτάξει βλαστήμιες και βρισιές, που εσκέπαζαν, εξιλέωναν με χυδαιότητα όλες τις άσεμνες κινήσεις του. Σκληρό, παγωμένο το στόμα του, με μια αποπνικτική ανάσα, αληθινή πληγή, εσφράγιζε αιματηρά τους ώμους, τα χείλη, το αγνό μέτωπο. Είχε την εντύπωση ότι κάπου αλλού συνέβαινε αυτή η φριχτή ιστορία, κ’ έκλεισε τα μάτια της.

Επέρασαν ώρες. Η αυγή έσκυβε στο ίνδαλμά της. Το πελιδνό σώμα της γυναίκας έλαμπε σαν άστρο διαρκώς περσότερο. Μέσα στα δάκρυά της εκοίταξε γύρω έκπληκτη. Εζήτησε να ντυθεί. Δεν ήθελε να την αφήσει. Της μιλούσε τώρα με τρυφρότητα. Ύστερα άρχισε να τραγουδάει. Της είπε κάτι σαν αστείο. Τέλος σηκώθηκε και, χωρίς λόγο, επήδηξε τρεις φορές όσο μπορούσε πιο ψηλα, ξεφωνίζοντας ασυνάρτητες λέξεις. Σε λίγη ώρα την αγκάλιασε πάλι. Ήταν ευτυχής.

 

Κυριακή 11 Απριλίου 2021

Η έπαυλη του Νικολάου Λούντζη στον Αγγερικό

 Αναδημοσίευση: https://www.imerazante.gr/2013/07/10/67906

Το αρχοντικό του Ιωάννη Δημητρίου Λούντζη – Σολωμού, με τη μνημειώδη αρχιτεκτονική, γνώρισε δύο οικοδομικές μορφές. Την αρχική (του πρώτου ιδιοκτήτη του Νικολάου Αν. Λούντζη) και την προσεισμική.
Το αρχοντικό περιείχε αξιόλογα έργα τέχνης, λαμπρούς πίνακες, έπιπλα, σερβίτσια κ.τλ, προερχόμενα, κυρίως, από την κληρονομιά των Διονυσίου και Δημητρίου Σολωμού.
Στο σχέδιο του Αναστασίου Σάρτζιντ, του 1852, αντικρίζουμε μια βίλα στην καλύτερη παράδοση του Andrea Palladio, της Βενετσιάνικης «terra farma» γενικότερα.
Στο υπερυψωμένο «πιάνο νόμπιλε» βρίσκονταν τα σαλόνια και η αίθουσα χορού. Στον πρώτο όροφο ήταν τα υπνοδωμάτια και άλλη σάλα, που έβγαζε στο θαυμάσιο εξώστη με διπλές δωρικές κολώνες.
Στην ανατολική πλευρά υπήρχε ισόγεια πτέρυγα με βοηθητικούς χώρους, αποθήκες, κατοικίες προσωπικού κ.τλ.
Το κτηριακό συγκρότημα, φυσικά, ήταν «βουτηγμένο» στο τυπικό τζαντιώτικο πάρκο.
Το αρχοντικό είχε δύο προσβάσεις, μια ανατολικά και μια άλλη στην άκρη της ατελείωτης «μαΐστρας», προς το δρόμο του Καλλιπάδου και οι δύο με θαυμάσια ζακυνθινά πορτόνια, σε καλαίσθητες κολώνες.
Ο σεισμός του 1893 κατέστρεψε μέρος του κτηρίου και οδήγησε σε σμικρύνσεις και αρχιτεκτονικές προσαρμογές. Η νέα μορφή, με δική της προσωπικότητα, δέσποζε στη περιοχή μέχρι την τελειωτική καταστροφή του 1953.
Από τη μοιραία χρονολογία και πέρα, έμεινε μόνο το πάρκο…
Σήμερα, οι δωρικές κολώνες του εξώστη κοσμούνε τη μικρή πλατεία της Μπόχαλης, σύμβολα του σεισμού και τη παλιάς εποχής της Ζακύνθου.

Βιβλιογραφία

–Robert Sargint, Η Ζάκυνθος κάποτε… Κείμενα Νίκιας Λούντζης. Έκδοση του Σωματείου «Οι Φίλοι του Μουσείου Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων».
–Ντίνος Κονόμος, Ζάκυνθος – Πεντακόσια χρόνια, Ύπαιθρος Χώρα. Αθήνα, 1979.

Διονύσιος Σολωμός "Το όνειρο" (Σατιρικό)

 


Το όνειρο

Εις την ώρα που σκιασμένοςκαι παράξενα ντυμένοςβγαίν’ ο κλέφτης για να κλέψεικι ο φονιάς για να φονέψει —5σ’ άλλους τόπους εννοώκλεψιές, φόνους, κι όχι εδώ —είδα έν’ όνειρο μουρλό,και θα το διηγηθώ.

Μες στο νου μου η ψεσινή,10η περίφημη θανή,μίαν εντύπωση είχε αφήσει,π’ ο καιρός δε θα τη σβήσει·και στον ύπν’ ο λογισμός μουτην ξανάφερεν ομπρός μου.15Στ’ όνειρό μου αγρίκαα πάλιτον παπά Τσετσέ να ψάλλει,με την τάξη τσ’ Εκκλησίας·όμως έκαν’, εξαιτίαςτ’ όνειρού μου του μουρλού,20τη φωνή του κουνουπιού.—Πλήθος έβλεπα λαμπάδεςκαι καπίτολα· * οι παπάδες,τα φελόνια φορεμένα,ποιος καινούρια, ποιος σχισμένα,25σοβαρά περιπατώντας,τη λιρόνα * μελετώντας,ξαστοχούν τον πεθαμένοκι έχουν το κερί σβημένο.Έκαναν φωνές και γέλια30τα παιδιά με τα βατσέλια· *κι ο καπνός του μοσχολίβανουαπό τα λιβανιστήριαέμπαινε στα παρεθύρια.Πολλοί ανθρώποι ακολουθούσαν35και περίλυπα ετηρούσαν,γέρνοντας τες κεφαλές τουςκαι μιλώντας για δουλειές τους.Αλλά στα καμπαναρίαδεν είν’ τέτοια αδιαφορία·40Οι καμπάνες πλερωμένεςέκαναν σαν βουρλισμένες.Κι αφού είδα, ένα προς ένα,ούλα εκειά που ’χα ιδωμένα,τρέχει τ’ όνειρο και μπαίνει45μέσα στη Φανερωμένη.

Ήτανε στην εκκλησίαλίγο φως και πολλή ερμία·και κοντά στο ξυλοκρέβατοξάφνου αγρίκησα να βγει50ένα σκούξιμο μακρύ.Ότι ελόγιασα πως θα ’ναιαπό τόσους ένας κάνεπου ελυπήθηκε και σκούζει…νά σου ο ίσκιος του Κουτούζη!55Καθώς πάντα εσυνηθούσε,όμορφα ρούχα φορούσε,κι έδειχνε καμαρωτάτο καπέλο του στραβά.Εις το πονηρό του χείλο,60πὄσκιαζεν οχθρό και φίλο,έβλεπα με θαυμασμόπου ’χε ακόμα το πικρό,το συνηθισμένο γέλιο,ξαστοχώντας το Βαγγέλιο·65ετριγύρισε κομμάτιεις του Χάρου το κρεβάτι·αλλά βλέποντας εκείτο καπέλο, το σπαθί,που ’ν’ σημεία της αρχοντιάς,70εσταμάτησ’ ο παπάς·και καλά κοιτάζοντάς τακι όμορφα σηκώνοντάς ταεις την κάσα τα χτυπάεικαι τ’ ακόλουθ’ αρχινάει75το κορμί του συχνοσειώνταςκαι τα λόγια αργοπορώντας:

— «Καλά κάμαν και σ’ τα βάλανεεδώ πάνου, όταν σ’ εβγάλανε!Μά το ναις, οπού σου πρέπει,80εις την ύστερή σου σκέπη,μπρος στον κόσμο να κρατείςτα σημάδια της τιμής!Μ’ αυτά τα ίδια εγώ σε είδαπου κυρίευες την πατρίδα·85το θυμούμαι (οϊμένανε!)…Επειδή δε μ’ απομένανε,εκαθόμουνα ο φτωχόςεις τη γάτα μου ομπρός,κάνοντάς της χάιδια χίλια,90και σαν ν’ άκουε της εμίλεια:Μωρή γάτα, τί σου φαίνουνταιτέτοια πράματα; Απομένουνται;Να ’ν’ ο Γιάννης εις το σπίτι,με τον άλλο ξεκληρίτη, *95στην καθίγλα * να προσμένουνούλους τσ’ άρχοντες που μπαίνουνκαι ξανοίγουν, ενώ σκύφτουνεμε τα ταπεινά κεφάλια,πλεζονιές * και κατρογυάλια; *100Νιάι μου, να σε χαρώ,έχω πίκρα και καημόνα τους βλέπω τσου καημένουςκυριακάτικα ντυμένουςστες καθίγλες * να καθίζουν105και τα ρούχα τους να χρίζουν!—Τέτοια τση ’λεγα· αλλά τώρα,οπού σ’ εύρηκε η κακηώρα, *πες, ποιά στόματα σ’ εκράξανκαι ποιά στήθη αναστενάξαν;110Α δε σ’ έκλαψαν, εγώσαν παπάς τσου συχωρώ.Ω! φωνάξετε, Καιροί,που τον είδατε κριτή,τί καλό ’χει γεναμένο,115κι ευθύς φεύγω και σωπαίνω!»— Έτσι λέοντας μεγαλώνειτη φωνή του και θυμώνει:«Μα καλό ’ναι πλούσιος να ’σαι,και ποτέ να μη θυμάσαι120πως στους δρόμους αϊλογάνεκάποιοι μαύροι που πεινάνε;Όταν έπλασαν τα χέρια,που σκορπίσανε τ’ αστέρια,του θνητού τα σωθικά,125(και τα πλάσανε καλά),πρώτ’ απ’ όλα τ’ άλλα πάθιατσου έχουν βάλει τη Συμπάθεια·και την έδιωξες εσύ,σαν τη χήρα τη φτωχή,130απ’ τη νιότη σου την πρώτη,για να βάλεις τη Σκληρότη·αυτή σὄλεε να ζητάςτο ψωμί της φτωχουλιάς,και το διάφορο να θες135τρεις και τέσσερες φορές.Κι ο φτωχός, αποριμένος,σ’ εσέ ’ρχότουν τρομασμένος,για να πει με το θλιμμένοχείλο: Το ’χω πλερωμένο!140Και στα πόδια σου να ρίξεικλάψες μύριες, και να δείξειτ’ αχαμνά τα γερατειά του,τη γυναίκα, τα παιδιά του,και του ρούχου τα ξεσκλίδια·145και του αμόλαες κερατίδια! *Κι έτσι δα, με τέτοιους φόνους,για σαράντα πέντε χρόνους,παντελώς δεν είναι θάμα,μήτε αλλόκοτο το πράμα,150αν εσύφθασες να κρύψεις,απ’ τους φόβους για να λείψεις,το σωρό του χρυσαφιού σουκαι στες τράβες * του σπιτιού σου.Μα της φτώχειας η κατάρα,155δυστυχότατη τρομάρα,θα πλακώσει την ψυχή σουσαν η πλάκα το κορμί σου.Κοίτα αν είν’ Δικαιοσύνηεκεί πάνου, για να κρίνει!160Δεν ηθέλησε ν’ αφήσειτο κορμί σου να ψοφήσειεισέ δρόμο ή σε καλύβα,μα στην κάμαρη του Σκλίβα!Εκεί σὄμενε να φθάσεις,165και το λογικό να χάσεις,—το παλιό το σπίτι αφήνοντας,εις τ’ οποίο κάποιος εμπήκε,που πουλιό του δεν εβγήκε.(Σκάψε, Ρώμα, για να ιδείς170μη τα κόκαλά του βρεις).—Εκεί, ενώ σ’ αυτό το σπίτιεκοπίαζες με τη μύτη,κάνοντας σαν τα παιδάκια,όταν φκιάνουν φουσουνάκια,175σου σηκώναν κάποιοι τσάφοι *το κλεμμένο το χρυσάφι·εκεί εστέκαν, ενώ σὄβγαινετου θανάτου ο γογγυσμός,τον αγρίκουναν, κι ετρέμανε180μη δεν ήτανε ο στερνός.Κάνε εμπόρειες απ’ το βιο σου,έπειτ’ απ’ το θάνατό σουκαι της φτωχουλιάς ν’ αφήσειςκαι τα στόματα να κλείσεις.185Αλλά ο Διάολος εφάνηκεστο πλευρό σου αδερφικάτα, *όταν έγραφες τη διάτα·και το χέρι σου τηρώνταςκαι σκληρά χαμογελώντας,190ετραγούδουνε: Ω φτωχοί,που γυρεύετε ψωμί,κάθε λύπη τώρα αφήστεκαι σε λίγο θα πλουτίστε·γραικοί σκλάβοι, ακαρτερείτε·195γιατ’ ευθύς θα λυτρωθείτε·τες καδίνες * θα πετάξτε,εις τη Ζάκυνθο ν’ αράξτε,εις το μνήμα του να ορμήστεκαι την πλάκα να φιλήστε.—200Κι έτσι μ’ όλο σου τ’ ασήμιμνέσκεις άκλαφτο ψοφίμι·όπως έζησες πεθαίνειςκι εκεί μέσα ο ίδιος μένεις,με ξεμυτερά * τα νύχια205μαθημένα στα προστύχια· *θέλω να σε ιδώ, σκυλί!

Κι έτσι λέοντας, το σπαθί,το καπέλο, του πετάει,και στην κάσα ευθύς χουμάει·210ο παπάς εκεί γειρμένοςκαι στα χείλα του αφρισμένοςπολεμάει να την ανοίξει·κι ότι αρχίνησε να τρίξει,εγώ πὄλεα μην ορμήσει215και το λείψανο χτυπήσει,τρέχω γλήγορα κοντάγια να πω: Μωρέ παπά!είναι ο μαύρος πεθαμένος!Αλλά εξύπνησα ιδρωμένος.

___

Οι στίχοι 21-28 βρίσκονται μετά τους στίχους 29-33 και οι στίχοι 116-117 μετά τον στ. 113 στο χφ. Μάργαρη, από το οποίο προέρχονται και οι παρακάτω παραλλαγές που σημειώνονται στην έκδοση του Λ. Πολίτη.

στ. 6
Για τους φόνους

στ. 34
λίγοι ανθρώποι

στ. 62
να ’χει ακόμα το πικρό

στ. 103-140
κυριακάτικα αλλαμένους
μες στσι λέρες * να καθίζουν

στ. 117
τη φωνή του και σιμώνει

στ. 136
κι ο φτωχός ο αποριμένος

στ. 164
Εκεί σὄμελλε

στ. 176
το κλεμμένο σου χρυσάφι

στ. 201
άκλαφτο έμεινες ψοφίμι

Τετάρτη 7 Απριλίου 2021

ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ

 


[1950-1919]

ΣΤΗ ΦΥΛΑΚΗ…

Στη φυλακή με κλείσανε
οι δυνατοί του κόσμου
κι έσπασα πόρτες, κλειδωνιές,
να ῾ρθω σε σένα, Φως μου!

Τα σίδερα λυγίσανε
από το βογγητό μου
και στέρεψαν για να διαβώ,
κι οι ποταμοί του δρόμου…

Και σα τρελός σε γύρεψα,
μα συ δεν εφαινόσουν!
Και πικραμένος, γύρισα
να με ξανακλειδώσουν…


ΕΧΩ ΕΝΑ ΑΗΔΟΝΙ…

Έχω εν᾿ αηδόνι στο κλουβί
κι απ᾿ το καημό του λιώνει.
Έχω εν᾿ αηδόνι στο κλουβί
και μοίρεται, τ᾿ αηδόνι.

Μου λέει για τις αμυγδαλιές
π᾿ ανθίζουν άσπρο χιόνι,
μου λέει για τριανταφυλλιές
και μοίρεται, τ᾿ αηδόνι…

Και παραδέρνει ανώφελα
και τα φτερά τ᾿ απλώνει,
κάθε που φεύγουν τα πουλιά
κι αναρριγούν οι κλώνοι…


[1920-1939]

ΕΡΩΤΙΚΟ

Καημός αλήθεια να περνώ του έρωτα πάλι το στενό,
ώσπου να πέσει η σκοτεινιά μια μέρα του θανάτου…
στενό βαθύ και θλιβερό, που θα θυμάμαι για καιρό,
τι μου στοιχίζει στην καρδιά το ξαναπέρασμα του;

Ας είναι, ωστόσο, τι ωφελεί; Γυρεύω πάντα το φιλί,
στερνό φιλί, πρώτο φιλί και με λαχτάρα πόση!
Γυρεύω πάντα το φιλί που μου το τάξανε πολλοί,
κι όμως δεν μπόρεσε κανείς ποτέ να μου το δώσει…

Ίσως μια μέρα, όταν χαθώ, γυρνώντας πάλι στο βυθό
και με τη νύχτα μυστικά, γίνουμε πάλι ταίρι,

αυτό το ανεύρετο φιλί, που το λαχτάρησα πολύ,
σα μια παλιά της οφειλή να μου το ξαναφέρει!