Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΤΙΤΙΚΑ ΔΗΜΗΤΡΟΥΛΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΤΙΤΙΚΑ ΔΗΜΗΤΡΟΥΛΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 21 Απριλίου 2021

Ρώμος Φιλύρας. "Άπαντα τα ευρεθέντα"

 logo

Αναδημοσίευση: https://www.dimitroulia.gr/




Ρώμος Φιλύρας, 

Άπαντα τα ευρεθέντα (University Studio Press)

Το 1939, ο ποιητής Ρώμος Φιλύρας (κατά κόσμον Ιωάννης Οικονομόπουλος) είναι 50 ετών και βρίσκεται ήδη, λόγω σύφιλης, δώδεκα χρόνια στο Δρομοκαΐτειο (την εμπειρία του την έχει ο ίδιος αφηγηθεί και το κείμενο το έχει εκδώσει μαζί με κάποια άλλα ο Γιάννης Παπακώστας: Η ζωή μου εις το Δρομοκαΐτειον και άλλα αυτοβιογραφικά, Καστανιώτης, 2007). Σε τρία χρόνια, μεσούσης της Κατοχής, θα πεθάνει. Το 1939, ωστόσο, προλαβαίνει να δει δημοσιευμένο τον α΄ τόμο των ποιημάτων και των πεζών του, αυτών που είχε δημοσιεύσει πριν από το φρενοκομείο, σε επιμέλεια και με εισαγωγή του φίλου του Αιμίλιου Χουρμούζιου, στις εκδόσεις Γκοβόστη. Στόχος του Χουρμούζιου είναι να δημοσιεύσει τα Άπαντα του Φιλύρα, αλλά τον προλαβαίνει ο πόλεμος. Το σχέδιό του έρχεται ωστόσο σε αντίθεση με εκείνο του Μαλακάση, επίσης φίλου του Φιλύρα, ο οποίος θεωρεί ότι πρέπει να γίνει επιλογή και ανθολόγηση του έργου του, ισχυριζόμενος μάλιστα ότι αυτή ήταν και η εκπεφρασμένη βούληση του ίδιου του ποιητή. Όπως και να έχει, ως πριν από λίγους μήνες, οπότε και κυκλοφόρησε η δίτομη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Φιλύρα από τους Χ. Καράογλου και Α. Ξυνογαλά, με τη διευκρίνιση ότι πρόκειται πάντα για τα ευρεθέντα ως τη στιγμή που μπήκε μια τελεία στο έργο τους, κανένα ολοκληρωμένο σχέδιο έκδοσης του έργου του Φιλύρα δεν είχε ευοδωθεί. Τις πρώιμες προσπάθειες, τις καλές προθέσεις αλλά και τις εκδόσεις που προηγήθηκαν της συγκεντρωτικής αυτής έκδοσης τις καταγράφουν οι επιμελητές στην εισαγωγή τους: το ενδιαφέρον του Γ. Σαββίδη, τις εκδόσεις των Τ. Κόρφη, Ν. Παπαγιωργίου και Σ. Κόλλια, τις συνεισφορές αρχείων και ιδιωτών στη δική τους έκδοση – ο Χουρμούζιος είχε επίσης κάνει έκκληση προς όλους όσους είχαν στα χέρια τους ποιήματα του Φιλύρα, ο οποίος στο Δρομοκαΐτειο τα δώριζε, γραμμένα σε κάθε είδους χαρτιά και χαρτάκια, στους επισκέπτες του.
Οι επιμελητές μόχθησαν πραγματικά για να συγκεντρώσουν από ποικίλα έντυπα και πηγές τα ποιήματα του, της δεύτερης περιόδου ειδικά, πολλά από τα οποία είναι ή παραδίδονται αποσπασματικά. Επιλέγουν να παρουσιάσουν το σύνολο των ευρεθέντων ποιημάτων, συμφωνώντας με τον Χουρμούζιο εντέλει και όχι με τον Μαλακάση, αλλά και με τον Συκουτρή, όπως σημειώνουν, που θεωρεί ότι η έκδοση του έργου ενός συγγραφέα πρέπει να περιλαμβάνει το σύνολο των κειμένων του, ακόμη κι αυτών που τον εκθέτουν. Η εκδοτική τους δουλειά παρουσιάζεται αναλυτικά, οι παρεμβάσεις τους και, κυρίως, οι μη παρεμβάσεις τους, στη στίξη λόγου χάρη, που γίνεται πολύ ιδιαίτερη προϊόντος του χρόνου με τα πολλά κόμματα. Υποστηρίζοντας τον αναγνώστη με ευρετήρια και σημειώσεις, αλλά και ένα γλωσσάρι στο τέλος, ανοίγουν με την έκδοσή τους τον δρόμο για μελλοντικές δουλειές πάνω στον Φιλύρα αλλά και στον παραγνωρισμένο μεσοπόλεμο.
Με τον Φιλύρα, μορφή εκκεντρική που προκαλούσε συχνά τον χλευασμό των συγχρόνων του, ασχολήθηκαν πολλοί κριτικοί και πολύ νωρίς, ο Τέλλος Άγρας, ο Κλέωνας Παράσχος. Τον κράτησαν, όπως και τόσους άλλους, στη συζήτηση περί τον μεσοπολεμικό λυρισμό• οι ανθολογίες: ηΧαμηλή φωνή του Μανόλη Αναγνωστάκη, Οι ποιητές του μεσοπολέμου και οι Κυριακές μες στο χειμώνα του Σωτήρη Τριβιζά, η παρουσίασή του από τον Γιάννη Δάλλα στη σειρά «Εκ νέου» των εκδόσεων Γαβριηλίδη. Σήμερα έχουμε την ευκαιρία να προσεγγίσουμε ολοκληρωμένο το έργο του και να σχηματίσουμε ο καθένας τη δική του εικόνα για τον ποιητή – που ο Κ.Θ. Δημαράς θεωρούσε ρηχό και έξω από τον καιρό του, ο Λίνος Πολίτης επεσήμαινε την ειρωνεία και τον σαρκασμό του ως στοιχεία νεωτερικά κι ο Κώστας Στεργιόπουλος τον ενέταξε στην ανανεωμένη παράδοση του νεορομαντισμού και του νεοσυμβολισμού-μετασυμβολισμού.
Ο Μιλτιάδης Μαλακάσης και ο Κώστας Βάρναλης τον έλεγαν «Ρεμπώ» της Ελλάδας και Ρεμπώ σίγουρα ο Φιλύρας δεν είναι, σε κανένα επίπεδο, ενόρασης και ποιητικής. Μάλλον πλησιάζει τους φανταιζίστες των αρχών του αιώνα, με το αίτημά τους για την απελευθέρωση του νου και της καρδιάς που μπορεί να προσδώσει νέες όψεις στον κόσμο – τους γνώριζε δε από νωρίς, το μαρτυρά η μετάφραση του Βερερέν που συγκαταλέγει ήδη στα Ρόδα στον αφρό του 1911. Ο Βάρναλης πάλι τον συγκρίνει με τον Καρυωτάκη (αντιγράφω από τον Νίκο Σαραντάκο,http://sarantakos.wordpress.com/2012/08/05/filyras/), κάνοντας μια πολύ ωραία επισήμανση: «Η ποίησή του κινιέται κατακόρυφα προς τα ύψη• και του Καρυωτάκη κάθετα προς τον τάφο.» Δεν είμαι βέβαιη αν ισχύει η αρχική παρατήρηση του Βάρναλη: ότι ο Καρυωτάκης μισούσε τη ζωή και ο Φιλύρας πράγματι πολύ την αγαπούσε. Μπορεί και το αντίθετο• με δεδομένο το ρομαντικό αίτημα του απόλυτου στον Καρυωτάκη και τη «γεύση πίκρας κι απογοήτευσης, μια θλίψη για τα χαμένα ιδανικά», που επισημαίνει ο Λίνος Πολίτης στον Φιλύρα, γνωρίσματα που συνάδουν προς την εικόνα του ως φασουλή, πιερότου αλλά και Μώμου – στον οποίο συναντά φυσικά τον Βάρναλη. Όπως και να έχει, ο Φιλύρας γράφει μια ποίηση των σαλονιών, στα οποία άλλωστε σύχναζε, και μια ποίηση του ανοιχτού χώρου που είναι τόσο πιο αυθεντική όσο καταγράφει βιωμένες αστικές εικόνες• μια ποίηση ερωτική και φαντασιωτική και μια άλλη έντονα αυτοαναφορική, στην οποία ο ίδιος αυτοπροσδιορίζεται συχνά ως τρελός, και μάλιστα πολύ πριν κλειστεί στο άσυλο, αλλά και ως παλιάτσος – δηλώνοντας έτσι με τρόπο απόλυτα νεωτερικό και την περιθωριοποίησή του αλλά και την αναίρεση της τέχνης καθαυτήν σε επίπεδο αισθητικό, όπως λέει ο Σταρομπίνσκι στο εμβληματικό βιβλίο του Το πορτρέτο του καλλιτέχνη ως σαλτιμπάγκου (Εξάντας).
Με φόρμες και ρυθμούς ποικίλους, με στίχους που κουτσαίνουν επίτηδες ή από αδυναμία αλλά και συχνά φέρνουν στο τραγούδι, δημοτικιστής και γλωσσοπλάστης, ο Φιλύρας δεν φοβάται να παίξει με τις μορφές όσο και να αναμείξει τα γλωσσικά επίπεδα – να γράψει στην καθαρεύουσα ή να σωρεύσει δάνειες λέξεις, που μαρτυρούν, μαζί και με τις μεταφράσεις του, τη γνώση του κυρίως της γαλλικής (βλ. π.χ. το ενδιαφέρον ποίημα «Οι μ’ εν’ όνομα, αστέρες» αλλά και το «κι η Βρισηίδα, Ουγγαρέζα, Πρώσα», με την επιφύλαξη πάντα ότι ορισμένες επιλογές δεν προκύπτουν απλώς από την ασθένειά του). Προσκολλάται επίσης σε σημαντικές για την κοσμοαντίληψή του λεξιλογικές επιλογές, διαχρονικά ή εποχιακά: στο επίθετο «μάγος» και όχι μαγικός, που το κλίνει και στο θηλυκό και στο ουδέτερο σε όλο το έργο του• στο επίθετο «ολάπαλος» την περίοδο πριν το φρενοκομείο, που σηματοδοτεί την πολυσημία της απαλότητας στην αντίληψή του για το ωραίο στη συγκεκριμένη περίοδο (βλ. και το ποίημα «Στην απαλοσύνη σου»). Αν το επίθετο μάγος δηλώνει την υπερβατικότητα στην οποία τείνει η ποίησή του, ως πρόθεση ενίοτε, μια άλλη λέξη μοιάζει να βρίσκεται στο κέντρο της ποιητικής του αντίληψης, άμεσα συνδεόμενη με τα ύψη που επισημαίνει ο Βάρναλης: είναι η λέξη «αιθέρας» και δηλώνει από άλλη σκοπιά την υπέρβαση, την αναζήτηση του ύψους και της ανάτασης που χαρακτηρίζει την ποίηση του Φιλύρα από την πρώτη αρχή της, μαζί με εκείνη του φωτός και του ρυθμού (βλ. τα ποιήματα «Φωτολάτρης» και «Ρυθμός» στα Ρόδα στον αφρό, αλλά και πολλά άλλα στη β΄ περίοδο, όπως το ποίημα «Στα ύψη»). Στους Γυρισμούς, πάντως, η ανάγκη αυτή για ουρανό, όπως θα την ονομάσει μετέπειτα ο Σαχτούρης, δίνει ένα σονέτο-αυτοπροσωπογραφία, το «Υπεράνω», που «επάνω απ’ της Αβύσσου τ’ άγρια σκότη / και πέρα από του πλήθους τη βοή» (αυτό το τρομερό πλήθος που τον στοιχειώνει αλλά και συστηματικά το προκαλεί) καταλήγει:

Κι αν η πίστη στη χίμαιρα άλλης πλάσης, 
δε γλυκάνει την πίκρα στην ψυχή, 
Ανυπαρξία, κι αν δεν μας ξεγελάσεις

οι κοσμικοί κι οι απόκοσμοι μαζί
να πούμε πως εζήσαμε σε αμάχη, 
μέσα, μα και σαν έξω απ’ τη Ζωή!

Αν ο Φιλύρας ήταν ζωγράφος, πολύς λόγος θα γινόταν σε κάθε περίπτωση για τις προσωπογραφίες και τις αυτοπροσωπογραφίες του. Προσωπογραφίες γυναικών πολύ υπαρκτών κι άλλων φανταστικών, με όρους που παρά τις βουκολικές, ενίοτε και πετραρχικές -και όχι μόνο λόγω σονέτου- αντηχήσεις τους, παραπέμπουν με τον ιδανισμό τους στην ποίηση των τροβαδούρων. Προσωπογραφίες φίλων και αγαπημένων προσώπων, ελάχιστων ιστορικών μορφών, όπως ο Κεμάλ ή ο Στάλιν, ομοτέχνων, αγαπημένων ποιητών και δικές του φυσικά, του «Γόη» στο ομώνυμο ποίημα στα Ρόδα στον αφρό του 1911, του Πιερότου του 1922 και όλων όσων ακολουθούν σε ποιήματα της Αποκριάς (όπως το «Αποκριάτικο» [1927], που κλείνει με τον στίχο: «Άνθρωπε, χάσκε ωσπού ν’ ανέβεις στον αιθέρα») ή μόνοι τους, μαζί με φασουλήδες και τον Μώμο. Αυτή ακριβώς η διάσταση ανάμεσα στα πρόσωπα παρουσιάζει ενδιαφέρον και αξίζει να εξεταστεί σε σχέση με την κάθετη διάσταση που ενώνει τα ποθητά ύψη και τον αιθέρα με το βάθος των ωκεανών αλλά και της γης: αναδεικνύει την περιθωριακή θέση του καλλιτέχνη, τον διχασμό του που έχει επισημάνει και σχολιάσει ο Γιάννης Δάλλας και την απελπισία του μπροστά όχι μόνο στην κοινωνία αλλά και στον ίδιο τον λόγο. Αυτή την απελπισία εκφράζει ωραία το πικρό ποίημα «Δεν έφτασα ψηλά» (1940):

Με τα λειψά μου τα φτερά, αχ δεν ανέβηκα ψηλά 
δεν έζησα πλατιά, γοερά, δεν έκραξα στ’ αστέρια, 
δεν πέταξα σ’ άλληνε γη, δεν άκουσα να μου μιλά 
κάποιο πουλί που φώναζε σ’ ουρανικά λημέρια.

Δεν έκρουσα την άρπα μου σ’ ουράνιους σκοπούς, 
δε ρύθμισα το στίχο μου σε νότα μαγεμένη 
και δεν απόσταξα χυμούς από καρπούς κι οπούς 
που σύνθεση πρωτόφαντη να φτιάξω ονειρεμένη.

Μια ζωή ονείρου και εφιάλτη, ένας άνισος δημιουργός που όμως έχει πολλά ακόμη να μας πει και η παρούσα εξαιρετική έκδοση επιτέλους του το επιτρέπει.

 


Επιμέλεια: Χ.Λ. Καράογλου, Αμαλία Ξυνογαλά

Τα ποιητικά, Τεύχος 14, Ιούνιος 201
4