Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2014

«Οι τελευταίες επιστολές του Τζιάκοπο Ορτις» του Ούγου Φώσκολου

Μυθιστόρημα που έθρεψε γενιές ρομαντικών και επηρέασε πολλούς έλληνες συγγραφείς του 19ου αιώνα, «Οι τελευταίες επιστολές του Τζιάκοπο Ορτις» του Ούγου Φώσκολου δικαιώνονται μεταφραστικά.

Στη σκιά του έρωτα

Στη σκιά του έρωτα


Το μυθιστόρημα Οι τελευταίες επιστολές του Τζιάκοπο Ορτις (Le ultime lettere di Jacopo Ortis) ­ χρόνος γραφής 1798-1802 και χρόνος έκδοσης της οριστικής και πλήρους μορφής 1802 ­ του Ugo Foscolo (1778-1827) είναι ένα από τα γνωστότερα και καλύτερα τελευταία δείγματα του ευρωπαϊκού επιστολικού μυθιστορήματος, το οποίο γνώρισε την περίοδο της ακμής του τον 18ο αιώνα, ενώ οι επιβιώσεις του έφθασαν στον 19ο, ακόμη και στον 20ό αιώνα. Μέσα από τις επιστολές του Τζιάκοπο Ορτις προς τον φίλο του Λορέντσο Αλντεράνι, ο αναγνώστης παρακολουθεί τον παθιασμένο αλλά και αγνό έρωτα του Τζιάκοπο για την Τερέζα. Ο έρωτας αυτός εξελίσσεται για τον ήρωα σε δραματική πορεία προς την πολιτική και συναισθηματική απόγνωση. Η αδυναμία του να ζήσει την εκπλήρωση του γήινου έρωτά του, καθώς η Τερέζα είναι λογοδοσμένη με άλλο άνδρα, τον οποίο τελικά παντρεύεται, και η οδύνη που βιώνει για την κατάκτηση της πατρίδας του τον οδηγούν στην αυτοκτονία. Η αυτοχειρία προβάλλεται ως πράξη λύτρωσης από τα ανυπέρβλητα ανθρώπινα πάθη αλλά και κατάκτησης της μεταφυσικής ελευθερίας, καθώς ο ήρωας τρέφει βαθιά θρησκευτική πίστη. Αυτή όμως η ατελέσφορη και μάλλον κοινότοπη, λόγω των ρομαντικών υπερβολών της, ερωτική ιστορία αποκτά μεγάλο ενδιαφέρον όχι μόνο επειδή πίσω της λανθάνει το αυτοβιογραφικό στοιχείο αλλά και επειδή τοποθετείται στο σύγχρονο της γραφής ιστορικό πλαίσιο, γεγονός που προσδίδει στο μυθιστόρημα ιδεολογικοπολιτική διάσταση. Γραμμένες οι Τελευταίες επιστολές μετά την κατάλυση από τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη της Βενετικής Δημοκρατίας και την παράδοσή της στους Αυστριακούς, διασπέρονται από τα οργισμένα αισθήματα και τις ρηξικέλευθες ιδέες ενός ανθρώπου που εκδιώκεται από την πατρίδα του και περιφέρεται στην κατεχόμενη Ιταλία αποκομμένος από τις φυσικές και συναισθηματικές ρίζες του. Ετσι το ερωτικό συνδυάζεται με το πατριωτικό συναίσθημα, το ψυχικό αδιέξοδο του ιδιωτικού βίου αντανακλάται στον συλλογικό καημό της εθνικής κοινότητας που διεκδικεί την ανεξαρτησία της. Η απόλυτη αναζήτηση του έρωτα και της ελευθερίας συνυπάρχει με την προβολή των τότε επίκαιρων ιδεωδών της λαϊκής κυριαρχίας, έτσι όπως αυτή σφυρηλατήθηκε με τους αγώνες της Γαλλικής Επανάστασης, και της ενότητας της Ιταλίας. Το νεανικό μυθιστόρημα του Foscolo στάθηκε μαρτυρία μιας οριακής στιγμής για τη νεότερη ευρωπαϊκή σκέψη. Ισορροπώντας στο μεταίχμιο ανάμεσα στο νεοκλασικιστικό και στο αναδυόμενο ρομαντικό πνεύμα, ανάμεσα στον ορθό λόγο και στην απελευθερωμένη δύναμη της φαντασίας και του πάθους, αποτέλεσε έργο-σταθμό και αρχή της ιταλικής λογοτεχνίας του 19ου αιώνα. Η επίδραση που άσκησε στην εποχή του, και ιδίως στους νέους, διαμόρφωσε ένα ισχυρό λογοτεχνικό και πνευματικό ρεύμα, τον ορτισισμό, με κυρίαρχα χαρακτηριστικά του τον άκρατο υποκειμενισμό, την αναζήτηση του απόλυτου ιδανικού, την πεσιμιστική και πεισιθάνατη ψυχική διάθεση.

Η μεταφραστική τύχη του φωσκολιανού μυθιστορήματος στην Ελλάδα και η επίδρασή του στην ελληνική ρομαντική λογοτεχνία του 19ου αιώνα, επτανησιακή και αθηναϊκή, δεν στάθηκαν τόσο αισθητές όσο εκείνες, π.χ., ενός άλλου, ομοιόθεμου σχεδόν ρομαντικού επιστολικού μυθιστορήματος, του περίφημου Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου (1774) του Γκαίτε, έργου που γνώρισε πολυάριθμες ελληνικές αποδόσεις. Πιθανόν η παλαιότερη μετάφραση του Οι τελευταίες επιστολές οφείλεται στον Γεώργιο Κ. Σφήκα (1846-1921), τον συστηματικότερο επτανήσιο μεταφραστή στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, γνωστό και από τη συμμετοχή του στη διεύθυνση λογοτεχνικών περιοδικών. Η μετάφραση του Σφήκα δημοσιεύτηκε σε συνέχειες σε όλα σχεδόν τα 52 τεύχη του ζακυνθινού περιοδικού Ποιητικός Ανθών (1886-1887). Πάντως η διάδοση του μυθιστορήματος στον επτανησιακό χώρο ήταν δυσανάλογα μικρή, συγκρινόμενη με τη μεγάλη μεταφραστική επιτυχία που γνώρισε στα Επτάνησα το κορυφαίο ποιητικό έργο του Foscolo Οι Τάφοι (Sepolcri) (1807). Οι Τάφοι είναι το περισσότερο μεταφρασμένο από Επτανήσιους ιταλικό ποίημα, αφού αποδόθηκε στα ελληνικά οκτώ φορές από το 1841 ως το 1924. Ωστόσο το έντονο ενδιαφέρον να γίνουν οιΤάφοι γνωστοί στο ελληνικό κοινό οφείλεται λιγότερο στην εκτίμηση για το ποίημα και περισσότερο στη σθεναρή προσπάθεια των Επτανησίων να αποδείξουν την ελληνικότητα του ποιητή. Η προσπάθεια αυτή στηρίχθηκε στη διάκριση της ιταλικής γλωσσικής μορφής, ως εξωτερικού ενδύματος, από το ελληνοπρεπές περιεχόμενο του ποιήματος, που προσκομίζεται ως αδιάψευστη απόδειξη του κατά βάθος ελληνικού φρονήματος του γεννημένου στη Ζάκυνθο Foscolo. Ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος, το 1859, απάντησε με αυτόν ακριβώς τον τρόπο στο φλέγον ερώτημα «ποτέρα η πατρίς του Φωσκόλου, η Ελλάς ή η Ιταλία;»: «Ναι, πέφυκεν Ελλην την ποιητικήν διάθεσιν, ως εκ της πρωτοτυπίας και γλαφυρότητος της Λυρικής του, αίτινες οφείλονται κατά μέγα μέρος προς το ελεγειακόν εκείνο και πένθιμον του ελληνικού φυράματος» (Πόθεν η κοινή λέξις τραγουδώ; Σκέψεις περί ελληνικής ποιήσεως, 1859, σ. 56). Ειδικά μάλιστα για το Τάφοι ο Ζαμπέλιος πίστευε ότι το βασικό μεταφραστικό κίνητρο των Επτανησίων είναι να αποδώσουν πίσω στον Ελληνισμό το ποίημα που ο ιταλισμός τούς άρπαξε (βλ. ό.π., σ. 58-59).
Για την αθηναϊκή ρομαντική πεζογραφία Οι τελευταίες επιστολές διαδραμάτισαν τον ρόλο ενός ισχυρού προτύπου, σε συνδυασμό βέβαια και με άλλα ομοιόθεμα ευρωπαϊκά κείμενα. Σε επιστολικά μυθιστορήματα όπως Ο Λέανδρος (1834) του Παναγιώτη Σούτσου, Ο Μεγακλής ή ο ατυχής έρως (1840) του Γεώργιου Δ. Ροδοκανάκη και Ο Θέρσανδρος (1847) του Επαμεινώνδα Ι. Φραγκούδη οι κεντρικοί ήρωες αυτοκτονούν, όπως ο Ορτις, κυριαρχημένοι από το απόλυτο ερωτικό πάθος. Μια διεξοδική γραμματολογική έρευνα πιθανόν να αποκαλύψει αρκετά ακόμη, άγνωστα σήμερα, αθηναϊκά επιστολικά μυθιστορήματα, πολύ δύσκολα όμως θα ανατρέψει την κυρίαρχη αισθητική εικόνα αυτών των έργων. Πρόκειται, στη συντριπτική πλειονότητά τους, για ισχνά και καθυστερημένα αντίγραφα. Ενας όψιμος σταθμός της αθηναϊκής τύχης του μυθιστορήματος του Foscolo (η πρώτη αθηναϊκή μετάφραση εκδόθηκε το 1838) εντοπίζεται το 1927, όταν δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στο λαϊκό αθηναϊκό περιοδικό Μπουκέτο μια ελεύθερη ανάπλασή του από ανώνυμο «μεταφραστή». Η μετατροπή ενός βαθυστόχαστου έργου γύρω από το νόημα της ατομικής και συλλογικής ελευθερίας και του έρωτα σε λαϊκό, σπαραξικάρδιο ανάγνωσμα φανερώνει ότι οι επιβιώσεις του αθηναϊκού ρομαντικού πνεύματος τροφοδότησαν για καιρό την πρωτότυπη και μεταφρασμένη αφηγηματική παραλογοτεχνία.
Η πρόσφατη έκδοση του Οι τελευταίες επιστολές του Τζιάκοπο Ορτις δεν έχει σχέση με την παραπάνω μάλλον πλημμελή μεταφραστική τύχη του έργου. Κατ' αρχήν, η τυπογραφική καλαισθησία της μονοτυπίας, σταθερής επιλογής του εκδοτικού τυπογραφείου του «Ιδεογράμματος», προσφέρει στον αναγνώστη ένα βιβλίο εφάμιλλο της υψηλής αξίας του λογοτεχνικού περιεχομένου του. Η μετάφραση, έπειτα, της Εφης Καλλιφατίδη, δόκιμης μεταφράστριας της ιταλικής λογοτεχνίας, στάθηκε στο ύψος της περίστασης. Γλαφυρή και διαυγής, μεταδίδει την ολοένα κορυφούμενη ψυχική ένταση του περιπαθούς επιστολογράφου. Μάλιστα η ενίσχυση του κειμένου με επεξηγηματικές υποσημειώσεις της μεταφράστριας διευκολύνει τον σημερινό αναγνώστη να αντιληφθεί καλύτερα τόσο την άμεση συσχέτιση του φωσκολιανού μυθιστορήματος με την τότε πολιτικοκοινωνική συγκυρία όσο και το βάθος και το πλάτος των κρυπτικών διακειμενικών αναφορών. Τέλος, το βιβλίο διανθίζεται από πρόλογο του Στέφανου Ροζάνη, γνωστού μελετητή του ευρωπαϊκού ρομαντισμού, και από σύντομο επίμετρο της μεταφράστριας με πληροφορίες για τη ζωή και κρίσεις για το έργο του Foscolo.
Ο κ. Ευριπίδης Γαραντούδης είναι φιλόλογος, ερευνητής του Ινστιτούτου Μεσογειακών Σπουδών.

Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2014

Οι δεσμοί με τους οργισμένους ποιητές του ''70

Πηγή:http://www.tovima.gr/

ΑΦΙΕΡΩΜΑ : Γ. ΣΕΦΕΡΗΣ
Οι δεσμοί με τους οργισμένους ποιητές του ''70


Στον βαθμό που η ποίηση κάθε εποχής προσδιορίζεται από την ειδική ποιότητα της σχέσης της με το ποιητικό παρελθόν, στην περίπτωση της γενιάς του 1970 θα χαρακτήριζα την εν λόγω σχέση ιδιόρρυθμη, σε σύγκριση με τη σχέση που είχαν παλαιότερες γενιές του ελληνικού ποιητικού μοντερνισμού με την ποιητική παράδοση. Σε τι ακριβώς έγκειται η ιδιορρυθμία; Κατά τη γνώμη μου, πηγή της ιδιορρυθμίας είναι ότι στους περισσότερους ποιητές της γενιάς του 1970 δεν ασκούν έλξη τόσο τα ίδια τα κείμενα παλαιότερων μειζόνων ποιητών, όπως ο Καρυωτάκης, ο Σολωμός ή ο Καβάφης, όσο οι μορφές των συγγραφέων, οι οποίοι ανάγονται σε μυθιστορηματικούς ήρωες μέσω της παρανάγνωσης των κειμένων τους, παρανάγνωσης η οποία στηρίζεται στην εστίαση της προσοχής στη συναρπαστική σύνδεση βίου και έργου. Με άλλα λόγια, η πρόσληψη της ποιητικής παράδοσης εδώ ισοδυναμεί με τη μυθοποίηση των εξεχουσών μορφών της. Η μυθοποίηση αυτή εδράζεται αφενός στη θεώρηση του έργου του παλαιού ποιητή ως καθρέφτη του βίου, αφετέρου στην ανάπλαση και προβολή στάσεων του βίου ως τρόπων ερμηνείας του έργου. Το γεγονός ότι η γενιά του 1970 καλλιέργησε προσωπολατρικούς μύθους, με κυρίαρχο αυτόν του Καρυωτάκη, είχε ως αποτέλεσμα το κέντρο βάρους της πρόσληψης να μετατεθεί από το λογοτεχνικό έργο στα μυθοποιημένα πρόσωπα των ποιητών-συμβόλων. Πρόκειται για μια νέου τύπου, διαφορετική από το παρελθόν, ποιητική μυθολογία, με βασικά κέντρα της τους ποιητές-σύμβολα της ιδεολογίας και της αισθητικής της γενιάς.
«Πάνω απ' όλα Φίλος»
Σε σχέση με τον παραπάνω κανόνα, η πρόσληψη του έργου του Σεφέρη από τη γενιά του 1970 ήταν αισθητά διαφορετική. Ο Σεφέρης ούτε μυθοποιήθηκε ούτε εξιδανικεύτηκε. Τα ευθέως αναφερόμενα στους Καρυωτάκη ή Σολωμό μυθοποιητικά ποιήματα της γενιάς είναι δεκάδες, ενώ τα ποιήματα που αναφέρονται ρητά στον Σεφέρη, αναγνωρίζοντάς τον ως βασικό ποιητικό πρόγονο και ως κύριο συντελεστή της πικρίας με την οποία οι νεότεροι ποιητές αντικρίζουν τη σύγχρονή τους ελληνική πολιτικοκοινωνική πραγματικότητα, είναι ελάχιστα, όπως π.χ. τα ποιήματα «Λήθαργος κόσμος, Β» του Ηλία Γκρη (Λήθαργος κόσμος 1977-1985, 1987) και «Προσευχή» του Νίκου Β. Λαδά (Αστροβατεί, 1986). Στην «Προσευχή» διασκευάζεται το σεφερικό ποίημα «Υστερόγραφο» (1941), με τρόπο τέτοιο ώστε να καταγγέλλεται η πολιτικοκοινωνική συγχρονία της εποχής του Λαδά: οι φασίστες του σεφερικού ποιήματος αντικαθίστανται από τους καθηγητές του Πανεπιστημίου Αθηνών τον καιρό της δικτατορίας. Από την άλλη μεριά επίσης ελάχιστα είναι τα ποιήματα που προσέγγισαν τον Σεφέρη μέσα από σατιρική ή ειρωνική προοπτική, όπως π.χ. το ποίημα του Νάσου Βαγενά «Η αίθουσα» (Βιογραφία, 1978), όπου ο Σεφέρης λανθάνει πίσω από την αναφορά σε έναν «παχύ διπλωμάτη με τριχωτό χέρι» που κλείνει το στόμα του αφηγητή μη αφήνοντάς τον να φωνάξει, ή το ποίημα του Πάνου Θεοδωρίδη «Το εξηνταένα» (Προσπέκτους, 1977), όπου η ανάμνηση της αναγνωστικής γνωριμίας και σχέσης με την ποίηση του Σεφέρη οδηγεί σε ευθεία σάτιρα των συνηθειών του αβροδίαιτου αθηναίου αστού, διανοούμενου του Μεσοπολέμου.
Τη δεκαετία του 1960, χρόνο της πνευματικής διαμόρφωσης για τους περισσότερους ποιητές της γενιάς του 1970, ο Σεφέρης καθιερώνεται ποιητικά (με τη βράβευσή του με το βραβείο Νομπέλ το 1963), γνωρίζει ευρεία λαϊκή απήχηση (χάρη στις μελοποιήσεις ποιημάτων του από τον Θεοδωράκη) και αποκαθαίρεται ιδεολογικά (με τη γνωστή δήλωσή του κατά της δικτατορίας τον Μάρτιο του 1969). Ετσι αφενός αναδείχθηκε στη συνείδηση των νέων ποιητών ως ο πρωτεργάτης του ελληνικού ποιητικού μοντερνισμού, της απώτερης μήτρας και της δικής τους εκφραστικής, αφετέρου απετράπη η αισθητική ή ιδεολογική αμφισβήτησή του. Το γεγονός ότι ο Σεφέρης αντιμετωπίστηκε από τους «οργισμένους» νέους ποιητές της δεκαετίας του 1970 με διακριτικότητα και σεβασμό, επιβεβαιώθηκε αμέσως μετά τον θάνατό του, με τη δημοσίευση δύο επιμνημόσυνων κειμένων από τους ποιητές Στέφανο Κ. Μπεκατώρο και Θανάση Θ. Νιάρχο (τα κείμενα αυτά περιελήφθησαν στον τόμο Στήλη 20-9-71. β' Εξι μήνες, 1972). Μια φράση του δοκιμίου του Μπεκατώρου συμπυκνώνει το τι αντιπροσώπευε ο Σεφέρης για την τότε εκκολαπτόμενη γενιά του '70: «Ηταν πάνω απ' όλα ο Φίλος. Η ζεστή, χαμηλότονη, κουβεντιαστή, απλή, συντροφική, αγαπημένη φωνή». Ακριβώς επειδή ο Σεφέρης εξέφρασε το αίσθημα της συντριβής και του κενού, αίσθημα που σημάδεψε γενικότερα τους μεταπολεμικούς ανθρώπους και παρέμενε ενεργό στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του '70 λόγω της δικτατορίας, σύμφωνα με τον Μπεκατώρο, «είπε τον λόγο εκείνο που εμείς δεν κάνουμε τίποτε άλλο από το να τον επαναλαμβάνουμε συνέχεια, μονότονα, χάνοντας πολλές φορές μέσα σ' αυτόν το πρόσωπό μας, αντικαθιστώντας το πρόσωπό μας μ' αυτόν τον λόγο».
Παιδιά πολλών ανθρώπων...
Η λογοτεχνική κριτική γενικά απέδωσε τη διασπορά θεμάτων και εκφραστικών τρόπων, τη γλωσσοκεντρική τάση, την ερμητικότητα ή και την αυτοαναφορικότητα, δηλαδή τα χαρακτηριστικά που διαμόρφωσαν την ταυτότητα της νεανικής ποιητικής παραγωγής στη δεκαετία του 1970, στην επίδραση της σεφερικής ποιητικής ως της «κυρίως ορίζουσα(ς) το πρότυπο έκφρασης των νεωτέρων» (Αλέξης Ζήρας). Υπό αυτή την έννοια, καθώς πηγή διαμόρφωσης του εκφραστικού στίγματος της γενιάς του 1970 στάθηκε ο ελληνικός ποιητικός μοντερνισμός και καθώς η μία κυρίαρχη εκδοχή του ήταν αυτή που κυρίως μορφοποίησε η σεφερική ποίηση, εγκλιματίζοντας στην Ελλάδα την ποιητική του γαλλικού συμβολισμού και του αγγλοσαξονικού μοντερνισμού, όλοι οι ποιητές της γενιάς του '70 κατάγονται, λιγότερο ή περισσότερο, από τον Σεφέρη. Υπάρχουν βέβαια ορισμένοι ποιητές, όπως οι Αναστάσης Βιστωνίτης, Χριστόφορος Λιοντάκης, Δημήτρης Μίγγας, Στέφανος Μπεκατώρος και Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, στους οποίους αναγνωρίζεται μια πιο απτή εκλεκτική συγγένεια με τη σεφερική ποίηση. Η συγγένεια αυτή εμφανίζεται με ποικίλους τρόπους. Κάποτε εντοπίζεται στο κουβεντιαστό και απέριττο, ακριβολόγο ύφος· άλλοτε στον γενικώς απαισιόδοξο ψυχικό ή συναισθηματικό τροπισμό· ενίοτε στη διαμόρφωση μιας μυθολογίας που τροφοδοτείται από τον αρχαίο ελληνικό κόσμο και τα κείμενά του· τέλος, στην προσπάθεια για την εξεύρεση μιας συλλογικής αίσθησης, μέσα από την οικείωση της πολιτιστικής παράδοσης. Τα σημεία δημιουργικού διαλόγου με τη σεφερική ποίηση ήταν και παραμένουν πολλά. Π.χ., η ενασχόληση ορισμένων ποιητών, όπως ο Μιχάλης Γκανάς, ο Πάνος Θεοδωρίδης και ο Δημήτρης Ποταμίτης, με το θέμα της σύγχρονης ελληνικής ταυτότητας διαλέγεται κατά βάθος με την ομόλογη εντατική δοκιμή του Σεφέρη πάνω στο ζήτημα της ελληνικότητας και της σχέσης της με την τέχνη. Ενδεικτική αυτού του διαλόγου είναι η δήλωση του Ποταμίτη ότι ο Σεφέρης στάθηκε για τον ίδιο «ένα βαθύ μάθημα πατριδογνωσίας». Με άλλα λόγια, ήταν εκείνος που δίδαξε και μετέδωσε μια ιδιάζουσα, πικρή αίσθηση σε όσους ποιητές είχαν την τάση να αντιμετωπίζουν κριτικά τον σύγχρονό τους κοινωνικό χώρο. Επίσης ο Σεφέρης άφησε το στίγμα του τόσο ενεργά και σε τέτοιο βάθος στον μεταγενέστερό του ποιητικό λόγο, ώστε η επίδρασή του στους νεότερους διαμεσολαβήθηκε και από ποιητές των ενδιάμεσων γενεών, όπως π.χ. ο Τάκης Σινόπουλος. Παραφράζοντας έναν γνωστό σεφερικό στίχο, θα λέγαμε ότι τα λόγια των ποιητών της γενιάς του '70 είναι παιδιά πολλών ανθρώπων.
Ο κ. Ευριπίδης Γαραντούδης είναι επίκουρος καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης.

δημήτρης καλοκύρης – παρασάγγες. τόμος α΄. ονομαστικόν

c1Το λεξικό με την συναρπαστική πλοκή και η τεχνική να λες οτιδήποτε
«…δηλαδή εικονόγραπτο ευρετήριο προσωπικών εικόνων και όρων», και από κάτω, με ακόμα μικρότερα γράμματα «ή, μήπως, [υδατ] άνθρακες ο εγκύκλιος θησαυρός;».
Θυμάμαι ένα κείμενο του συγγραφέα που επέμενε με συντριπτικά επιχειρήματα για τις αναγνωστικές χάρες των λεξικών, μια εκ των οποίων και η συναρπαστική πλοκή. Το αποκαλυπτήριο αυτό σημείωμα δεν το κράτησα απλώς ως ευαγγέλιο στην λεξικογραφική μου τετραετία στην Ακαδημία Αθηνών, στο υπό έκδοση Χρηστικό Λεξικό της Νεοελληνικής Γλώσσας, αλλά και με έκανε πραγματικά να δω την εμπειρία εκείνη διαφορετικά: ως θητεία στην τέχνη του λόγου. Έτσι, καθώς θεωρώ τον Καλοκύρη ούτως ή άλλως ως έναν εκ των κορυφαίων μαϊστόρων της συγγραφικής τέχνης, η ιδέα ενός λεξικογραφικού βιβλίου προφανώς αποτελεί μέγιστη αναγνωστική πρό[σ]κληση.
DSC_4263Στην λογοτεχνία εθεωρείτο ότι ο λόγος αρκεί και επομένως η εικόνα περιττεύει, γράφει ο Καλοκύρης, αλλά η τέχνη της εικονοπλασίας γίνεται πολύτιμο εργαλείο εδώ, στον πρώτο αυτόν τόμο των προσώπων με τους οποία συναντήθηκε και «συναντήθηκε» σε όλα τα σταυροδρόμια των δημιουργιών του. Με τον ίδιο τρόπο ο πολυπράγμων χειριστής του λόγου ασκεί όλες τις τέχνες που γνωρίζει και δεν γνωρίζει· άλλωστε στο αυτοπροσωπογραφικό του λήμμα αντιμετωπίζει ακριβώς αυτό που ασκούν οι ζηλόφθονες των διαφόρων καταστημάτων του λόγου: σε όλους τους τομείς με τους οποίους καταπιάστηκε τον υποδέχονταν ως προερχόμενο από άλλο χώρο με τις πανομοιότυπες (μάλλον φωτοτυπημένες θα έλεγα) φράσεις τύπου: Για λογοτέχνης, έχει ενδιαφέρον αυτό που σχεδιάζει ή για τυπογράφος δεν γράφει άσχημα, ειπωμένα φυσικά από εικαστικούς και συγγραφείς αντίστοιχα…
Εδώ λοιπόνΔ.Κ. ο συγγραφέας γράφει για πρώτη φορά ή αντιγράφει για δεύτερη αποσπάσματα από μυθοπλαστικά και μη κείμενά του, εισαγωγές και αφιερώματα, επιλογικά σημειώματα και συνεδριακές προσφωνήσεις, μεταφράσεις και δακτυλογραφήσεις, βιβλιοκρισίες και ανακοινώσεις, ομιλίες και χαιρετισμούς, απομαγνητοφωνήματα και αντιφωνήσεις, ιντερμέδια και σημειώματα θεατρικών προγραμμάτων, λευκώματα και Φωτορομάντσα. Εικονογραφεί με τον λόγο και κινηματογραφεί με τις λέξεις: Ο Μανόλης Αναγνωστάκης του σφίγγει δυνατά το χέρι καθώς ο συγγραφέας μετά τη καταδίκη για το Τραμ περνάει από δίπλα του για προφυλάκιση στο Μεταγωγών, ο Νίκος – Αλέξης Ασλάνογλου μιλάει στο μαγνητόφωνο περί της περίφημης Σχολής της Θεσσαλονίκης και περί της ποίησης «που δεν είναι μια καθημερινή ομιλία διατυπωμένη στιχουργικά, αλλά μια γλώσσα υπαινικτική, μια γλώσσα υποβολής και συμβόλων», ο Τηλέμαχος Αλαβέρας παραχωρεί λίγες σελίδες στην Νέα Πορεία για τους μελλοντικούς οδηγούς του Τραμ, που παραλίγο να ονομαστεί Όχημα, Αερόστατο, Ιπποκάμισο.
DSC_4343Σε αυτό το λεξικό έχουν τα λήμματά τους λογοτέχνες από τον Ιούλιο Βερν, που έμελε να έχει την τιμητική του στο τελευταίο (διπλό) τεύχος του Τραμ (3/79) με μια βιογραφή του από τον Μάνο Χατζηδάκι, αναδημοσιευόμενη εδώ, μέχρι τον Πάνο Θεοδωρίδη που ορθώς όπως γράφει ο Δ.Κ. δεν είναι φυσικό πρόσωπο αλλά διακριτική επωνυμία, δηλαδή «το συνοπτικό όνομα μιας αστικής εταιρείας η οποία συγκροτείται από διάφορες προσωπικότητες των ελληνικών αγραμμάτων και τεχνών». Εδώ έχουν θέση μια άγνωστη και σπαρταριστή φάρσα της ομάδας «Μπλούσμπερυ» με την εκλεκτή Βιρτζίνια Γουλφ, μια εισαγωγή στην Αφήγηση ενός ναυαγού του Γκαρσία Μαρκές, και απολαυστικές κριτικές βιβλίων (όπως του άγνωστού του Αντώνη Καλαϊτζάκη – Ένας Έλληνας στη χαμένη Αφρική, που ερμηνεύει μεθοδικά την εμπειρία πάνω στη λυδία λίθο της στοχαστικής πρακτικής).
DSC_4305Στο λήμμα Θαρραλούκι συγκινούμαι – γιατί όλα τα βιβλία που αγαπήσαμε και ξεχάσαμε, όπως Ο Υπεύθυνος των Βατράχων[Pedro Zarraluki, El responsable de las ranas, 1990 / εκδ. Σέλας, 1995, μτφ. Βιβή Φωτοπούλου], αξίζουν μια επάξια θέση σε λεξικά σαν κι αυτό. Εδώ ο ένας συγγραφέας διαπιστώνει τα κοινά του με τον άλλον συγγραφέα: αμφότεροι διαβάζουν τη ζωή μέσα από το γράψιμο, πιστεύουν στο μεγαλείο της εγκυκλοπαίδειας ως κύριας πηγής διανοητικής εμπειρίας κι έχουν το χιούμορ ως αντικλείδι παντός καιρού απέναντι στην πολιτική και καθημερινή γελοιότητα. Τόσο ο ήρωας που διορίζεται ως υπεύθυνος κάποιου επαπειλούμενου είδους γαλάζιων βατράχων μέσα σ’ έναν σκουπιδότοπο όπου καταλήγουν τα λύματα ενός εργοστασίου όσο και η γραφή που δεν σ’ αφήνει να χάνεις ούτε λέξη, έκαναν και σ’ εμένα επαρκή συντροφιά στις στρατιωτικές μου ώρες. Βλέπω στο αντίτυπό μου, την τιμή στο εσώφυλλο (1310 από 1872 δρχ.), την έναρξη της ανάγνωσης (16.2.97, στον τέταρτο μήνα της θητείας μου), την ολοκλήρωσή της ένα μήνα μετά.
DSC_4285Στα ίδια συναισθήματα, μια σπονδή για τον Νάσο Θεοφίλου και το βιβλίο του Τι θα γίνω όταν μεγαλώσω, για το θάρρος του συγγραφέα να κρυφτεί μέσα στο φως, για την έμπρακτή του αγάπη προς το αόρατο ιχνοστοιχείο του συνειρμού, για εκείνον που κυριολέκτησε αυτό που λέμε «το κάτω κάτω της γραφής» και που επέλεξε ως πεδίο φιλολογικής δράσης το περιθώριο το εαυτού του, χωρίς να υποδύεται τον καταραμένο, τον αδικημένο ή τον ντεσπεράντο. Λημματογραφούμενοι και Πεντζίκης, Πετρόπουλος, Ταχτσής, Σουλιώτης, Χατζηδάκης και Χειμωνάς, Πάβιτς και Πόπα, Πρεβέρ και τα τραγελαφικά μιας [μη] έκδοσης, ο Ρίλκε ως ερωτομανής και ο Εγγονόπουλος ως αναγνώστης της … Εστίας (με επαρκή, μπορώ να πω, αιτιολόγηση), Κάλας, Κάρρολ, Μπέκετ, Λόρκα και φυσικά ο Κορτάσαρ – το αριστουργηματικό κυκλικότατο Αλληλουχία των Κήπων, δημοσιευμένη σ’ έναν Χάρτη ήταν το πρώτο κείμενό του που διάβασα, προτού Κουτσαθώ, και ακόμα πιο φυσικά ο Μπόρχες και η περίφημη τυχαία συνάντηση στην Αθήνα, κείμενο που τόσες φορές διαβάσαμε στον δικό του αφιερωματικό Χάρτη.
DSC_4308Το λήμμα για τον Νίκο Καζαντζάκη θα ήταν το πλέον μυθοπλαστικό αν δεν ήταν απόλυτα μη μυθοπλαστικό, καθώς σε μια ψηφιδωτή σύνδεση συμβάντων ζωής ο συγγραφέας προσέρχεται στο έργο του εν μέσω αναστήλωσης βυζαντινού ναού, αντίστροφης περιφοράς στο Ηράκλειο της Κρήτης και ιδιόχειρου σημειώματος του Καζαντζάκη. Το λήμμα για τον Γιώργο Ιωάννου, με τον οποίο συνεργάστηκε στα εξώφυλλα των περισσότερων βιβλίων, περιλαμβάνει το πλέον ευπρόσδεκτο κείμενο: το αυτοβιογραφικό [1979]. Αυτοβιογραφούμενος και ο Ίταλο Καλβίνο – πάντα για τον Χάρτη – και ήταν εκείνο το κείμενό του που είχε την περίφημη φράση ιδεώδη τόπο θεωρώ αυτόν που είναι πιο φυσικό να ζεις σαν ξένος.
Και φυσικά πεDSC_4358ρίοπτη θέση έχει και η …θέση του περί της μεταγραφής των κειμένων της καθαρεύουσας – θυμίζουμε το εγχείρημα με Βιζυηνό, Ροΐδη και Παπαδιαμάντη – σε σχέση με το θέμα της ο συγγραφέας επιμένει (και με βρίσκει απολύτως σύμφωνο): Αν θέλουμε να επιτελούν τον σκοπό τους, εν προκειμένω να διαβάζονται, είμαστε υποχρεωμένοι να τα διατηρούμε σε μια ρέουσα γλωσσική μορφή. Με τι εφόδια μπορεί πια κανείς να διαβάσει – πόσο μάλλον να χαρεί τη γλώσσα των παλαιότερων συγγραφέων; Και εκείνοι που αντεπιχειρηματολογούν δεν έχουν υποψιαστεί ότι αν όλα αυτά τα κείμενα αφεθούν στην τύχη τους σε ελάχιστα χρόνια δεν θα διαβάζονται από κανέναν;
ΗTO NHMA THS EPOYRANIAS STA8MHS ενδογλωσσική μετάφραση αντλεί από άλλες τέχνες, τη μουσική, τον κινηματογράφο κλπ. Πρόκειται για διαφορετικές ενορχηστρώσεις, για διαφορετικά κουρντίσματα, ριμέικ ίσως. αλλάζουμε την τονικότητα για να φέρουμε τη μελωδία στο ύψος της φωνής μας. Δεν καταργούμε την αρχική γραφή ούτε την παραβιάζουμε: παίζουμε μαζί της γιατί και Λογοτεχνία, όπως κάθε Τέχνη, εξελίσσεται με όρους παιχνιδιού.
… άλλωστε, καμία Γραφή δεν υπήρξε ποτέ «αγία» παρά μόνο στα ορυχεία των εκάστοτε «οπαδών» της. Σωστά μιλάς, τεχνίτη λογοτεχνίτη, εικαστικότατε καλλιτέχνη, λογοπλάστη. Άλλωστε, εκτός των άλλων, Λογοτεχνία είναι η τεχνική να λες οτιδήποτε [σ. 128]. Γρήγορα τον Δεύτερο Τόμο, το «Ευρετήριο Προσωπικών Χρόνων»!
Εκδ. Άγρ, 2014, σελ. 209, με τρισέλιδο περί των πρώτων δημοσιεύσεων. Στις εικόνες, έργα του συγγραφέα.

Θεοδόσης Βολκώφ,μια σύγχρονη ποιητική πνοή

Νομίζω ότι όσοι έχουμε ασχοληθεί έστω και λίγο με τα βιβλία θα νοιώθουμε έστω και λίγο το αίσθημα ότι όλοι οι μεγάλοι συγγραφείς και ποιητές έχουνε περάσει ανεπιστρεπτί και δε πρόκειται να εμφανιστούν ξανά ποτέ,τουλάχιστον στη κλασική μορφή των ποιητικών συλλογών, μιας και στη μπλογκόσφαιρα υπάρχουν μικρά διαμάντια. Τέλος πάντων, εντελώς τυχαία είχα τη τύχη να ανακαλύψω έναν ποιητή ιδιαιτέρως νέο που θα ήθελα να σας παραουσιάσω.
Ο ποιητής αυτός είναι ο Θεοδόσης Βολκώφ. Ιδιαίτερα νέος εξέδωσε τη πρώτη του ποιητική συλλογή το 2004 με τίτλο «Τὰ Τραγούδια τῆς Ψυχῆς καὶ τῆς Κόρης» σε ηλικία μόλις 24 χρόνων. Η δεύτερη συλλογή του με το τίτλο «Γιουβενάλης» εκδόθηκε το 2012, ενώ τον ίδιο χρόνο εξέδωσε άλλη μία συλλογή με τίτλο «Missa Brevis».
Η γραφή του ποιητή είναι υποβλητική, προσφέροντας ένα βάθος και μια στοχάστικότητα που προσωπικά μου θυμίζει αρκετά κάποια ιστορικά ποιήματα του Κ.Π. Καβάφη. Αν και δεν αποτελεί σίγουρα απομίμηση του Καβάφη, εντούτοις ο ρυθμός αλλά και η τοποθέτηση των λέξεων στο χώρο του ποιήματος θυμίζει έντονα τον μεγάλο Αλεξανδρινό ποιητή. Η γλώσσα του γενικά είναι δημοτική, αλλά διεισδύουν στοιχεία λόγια,αλλά και λέξεις και φράσεις εκκλησιαστικών αλλά και αρχαίων κειμένων. Έντονο είναι το στοιχείο του μύθου στη ποιητική συλλογή «Γιουβενάλης», και ειδικά του Hagalaz που στη ρουνική διάλεκτο σημαίνει στη κυριολεξία το χαλάζι, μεταφορικά όμως δηλώνει όπως αναφέρεται στο τέλος της συλλογής

«το αχαλιναγώγητο Σύμπαν,το ξέσπασμα ανεξέλεγκτων,απροσμάχητων δυνάμεων τόσο στην περιβάλλουσα Φύση όσο και μέσα στον Άνθρωπο.Το Hagalaz ή αλλιώς Haglaz είναι η Μήνις και η Σύγκρουση,η Κρίση,η ολοκληρωτική Καταστροφή και η Αλλαγή εκ θεμελίων.
Είναι το αληθώς τυφλό και όντως άλογο.
το Χάος μέσα στο κόσμο
Το Hagalaz είναι σπόρος,
ο λευκότερος και ψυχρότερος σπόρος,
γράφουν και τραγουδούν,
οι αρχαίες ρούνες.
Στην αρχή είναι σκληρό και κατέρχεται δριμύτατο,
δεν εξευμενίζεται και πλήττει θανάσιμα.
Στη συνέχεια ωστόσο το νερό που κλείνει μέσα του αυτός
ο θανάσιμος σπόρος
απλώνεται σε εύρος και προχωρά σε βάθος
ποτίζει το χώμα,τονώνει τις ρίζες
και ξυπνά με το απαλό πλέον άγγιγμα του όλους τους υπόλοιπους σπόρους που κοιμούνται και περιμένουν

Το Hagalaz
δεν υπογραμμίζει απλώς το αλληλένδετο της γέννησης και του θανάτου
με το αυστηρό του σχήμα,πρωτίστως διδάσκει
πως η γενναία καταστροφή
είναι η αναγκαία προύπόθεση
κάθε νέας δημιουργίας»

Όλη του η συλλογή διαπνέεται από το στοιχείο της καταστροφής ενός σάπιου κόσμου που είναι πνιγμένος στις ανομίες του και στην διασάλευση κάθε έννοιας ηθικής τάξης. Ο Βολκώφ δε κάνει ηθικολογίες, απαιτεί την ολοκληρωτική καταστροφή ενός κόσμου. Δεν κάνει κήρυγμα, δείχνει με το πιο ωμό τρόπο το σημείο της έσχατης ταπείνωσης. Δεν ανήκει στο Κόσμο τον ηθικά ξεπεσμένο, τον βλέπει αντίπαλο και εχθρό, μολυντή του κόσμου του δικού του.

Αναφέρει χαρακτηριστικά

«Μολύνεις, κόσμε, εκείνα που αγαπώ
τα κάνεις όμοια σου, τα ντροπιάζεις»

Ζητά την ολοκληρωτική καταστροφή ώστε να αναδυθεί ένας καινούργιος κόσμος μακριά από τα αμαρτήματα του παρελθόντος.
Ο Βολκώφ είναι ένας ποιητής έντονα κοινωνικός. Ελέγχει αλύπητα την κοινωνία και επιζητά το νέο κόσμο. Η κοινωνική του κριτική δεν αφήνει τίποτα όρθιο.Υπάρχει μάλιστα στη συλλογή μια τριλογία ποιημάτων, μία για τους άντρες, μία για τις γυναίκες και μία για τα παιδιά, όπου με το πιο ωμό τρόπο τους δείχνει την αλήθεια καταπρόσωπο σαν τον πιο καθαρό καθρέφτη. Δε χαρίζεται σε κανέναν.
Οι άντρες κατηγορούνται ότι χάσαν την αντρική ουσία τους και ενδιαφέρονται για τις απολαύσεις.
Το ποιήμα αρχίζει με αυτό το τρίστιχο:

«Άντρες στο σώμα, μα στο πνεύμα όχι.
Μονίμως γιοί, ποτέ σαν πατεράδες.
Η Εποχή σας έχει γίνει Αποχή»

Οι γυναίκες από την άλλη κατηγορούνται πως απασχολούνται μόνο με μπιχλιμπίδια, με την επιφάνεια και λίγο ως πολύ τις αναγάγει,εξαιτίας της συμπεριφοράς τους, σε πόρνες. Τις κατηγορεί πως έχουν διαλύσει τους άντρες εξαιτίας των επιθυμιών τους.

Αναφέρει χαρακτηριστικά:

«Μέτρο του ξεπεσμού Γυναίκες είστε
Αυτό που διαλαλείτε πως ζητάτε,
τον άντρα-αυτό ακριβώς σε όλα αρνείστε»

Τέλος, ασχολείται με τα παιδιά που τα ελέγχει δριμύτατα αναφέροντας χαρακτηριστικά νομίζω:

«Σπορά κακή, Παιδιά, σπορά των στείρων
σφαγείς και πόρνες του μέλλοντος αιώνος, ακρίδες, λοιμική των πέντε ηπείρων
κι όπου ζωή και όποια κι όπου χρόνος,
άχθος του κόσμου, τέκνα της μωρίας,
κατεναντί σας προφητεύω μόνος»


Ο ποιητής σε όλο το κείμενο, χρησιμοποιώντας δεύτερο πρόσωπο ενικού, ομοιάζει με προφήτη από την Παλαιά Διαθήκη που προφητεύει το τέλος του αμαρτωλού Ισραήλ, συγκρινόμενος με τον Ιερεμία, απόσπασμα του οποίου περιέχεται στην αρχή της συλλογής, προσπαθώντας να ταιριάξει με την αγωνία του ανθρώπου που βλέπει την καταστροφή μπροστά του και το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να φωνάξει στους συνανθρώπους του να δουν τι γινεται. Το ύφος του σε όλη τη ποιητική συλλογή αποδίδει πόνο,οργή και αγωνία.

«Σκότωσα τη ζωή μου για να πω
αυτό που όλοι σκιάζεστε ν’ ακούτε
τράχυνα την ψυχή μου στο τροχό
της Ιστορίας, της Ανάγκης κι ούτε
κι αυτό δεν άρκεσε και είπα, «Εγώ,
στρατός, λαός κι ολόκληρος να γίνεις».
Τον άντρα έζεψα μαζί και τον Θεό,
τα δυό καματερά μου σπρώχνει η Μήνις»

Η ποιήση του Βολκώφ είναι διαποτισμένη από λέξεις κλειδιά,όπως η Ιστορία,η Ανάγκη,η Οργή,η Γαλήνη, η Βία, ο Πόλεμος, η Ειρήνη, ο Θυμός, ο Θεός, ο Θάνατος, το Τέλος και η Γη.
Όλες οι λέξεις κλειδιά αποτελούν το στοιχείο εκείνο το συνδετικό που συνδέει τα λόγια του ποιητή σε μια συνολική καταγγελία του σημερινού οικοδομήματος που καταρρέει.

Σε όλα υπάρχει μία αναγκαιότητα, το περίφημο μπετοβενικό ess muss ein, η εσωτερική διαταγή να πράξεις αυτό που πρέπει,του εξουσιαστικού και ψυχρού,  χωρίς συναίσθημα,καθήκοντος.
Όταν θα τιμωρήσει με τη φωτιά τα πάντα δε θα χωρά πόνος, αλλά μόνο το καθήκον του ποιητή να καταστρέψει τα πάντα για να επιτρέψει στο καινούργιο να ανθίσει. Είναι η δίκαιη τιμωρία σε έναν ξεπεσμένο κόσμο,σε έναν ξεπεσμένο άνθρωπο.

Εντέλει ο Βολκώφ δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένας οραματιστής,  ένας κοινωνικός ελεγκτής, η μικρή μας συνείδηση που όλοι μα έχουμε τόσο καλά θάψει,οδηγώντας τον αναγνώστη στο να αναρωτηθεί ένα και μόνο πράμα:
Μήπως πρέπει να καταστραφούμε τελικά για να ζήσουμε;

Μεταφράζοντας τον κόσμο

Πηγή:http://www.efsyn.gr

viblia.jpg

Ανοιχτό βιβλίο
Στις βιβλιοθήκες του κόσμου...

Βιβλία αναφοράς ή τίτλοι που συμπληρώνουν απαιτητικές λογοτεχνικές βιβλιοθήκες. Από την κλασική βιβλιογραφία που προσεκτικά μεταφράστηκε και επιμελώς σχολιάστηκε ξεχωρίσαμε...
Εμβληματική μορφή του αμερικανικού νατουραλισμού, ο Frank Norris στο μυθιστόρημά του «ΜακΤιγκ. Μια ιστορία από το Σαν Φρανσίσκο» (μτφρ. Μ. Μακρόπουλος, εκδ. Gutenberg) αποτυπώνει την απληστία και τη φαυλότητα της μικρομεσαίας τάξης μέσα από τα παθήματα ενός αυτοδίδακτου οδοντίατρου και της φιλάργυρης γυναίκα του. Συμπτώσεις και στροφές της μοίρας τούς οδηγούν στην ένδεια και στην εξαθλίωση με την ολοκλήρωση της ψυχική τους διάβρωσης. Το κλίμα αυτό ενέπνευσε και τον σπουδαίο Εριχ φον Στροχάιμ να το μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη («Απληστία», 1929).
Ανοιχτό βιβλίο
H πνευματική διαθήκη του Nathaniel Hawthorne «Μαρμάρινος φαύνος» (μτφρ. Σ. Παπαϊωάννου, εκδ. Gutenberg) ολοκληρώθηκε σε λίγους μήνες όταν ο συγγραφέας ήταν υπό κατάρρευση και η χώρα του στο κατώφλι του εμφυλίου. Σ’ αυτό το ιδιότυπο ψυχολογικό θρίλερ με στοιχεία ταξιδιωτικού χρονικού, ο Χόθορν απομακρύνεται αφηγηματικά από το αμερικανικό σύμπαν και μέσα από την ανατομία της ιταλικής υπαίθρου και τέχνης προβάλλει ανάγλυφα ένα σκοτεινό μέλλον.
Ο Henry James υπήρξε περισσότερο παρατηρητής του ανθρώπινου μυαλού παρά καταγραφέας της εποχής του. Στη θαυμάσια νουβέλα του «Η δεύτερη ευκαιρία» (μτφρ.-επίμ. Κ. Μέρμηγκα, εκδ. Μελάνι) μέσα από την ιλαροτραγική ιστορία του «καημένου» Ντένκομπ σκιαγραφεί την περιπέτεια της γραφής, το αίσθημα του θανάτου, την αγωνία της ύπαρξης. Τελικώς, η «δεύτερη ευκαιρία» υπάρχει μόνο ως αυταπάτη τόσο εντός όσο και εκτός σελίδας.
Τζέφρυ Τσώσερ «Οι Ιστορίες του Καντέρμπερυ» (μτφρ. Δ. Κορδοπάτης, εκδ. Μελάνι). Ο συγγραφέας καταφέρνει, χωρίς να συγκρουστεί με την Εκκλησία, να καταγράψει την κοινωνική πραγματικότητα αλλά και τα φρονήματα και τις νοοτροπίες της ρευστής εποχής του. Αρχικό πλάνο του «κοινωνικού χρονικογράφου» του 14ου αιώνα ήταν να αφηγηθεί 116 ιστορίες, αλλά τελικά κατάφερε να ολοκληρώσει μόνο τις 22, ενώ δύο ακόμα ιστορίες είναι ημιτελείς. Θεωρείται ένα από τα εμβληματικότερα βιβλία της βρετανικής λογοτεχνίας, καθώς φιλοτεχνεί μια εντυπωσιακή συλλογή πορτρέτων προσκυνητών.
Κείμενα πολεμικής μνήμης και στοχασμού
«Η Ανάδυση της Μνήμης.
Συζητώντας με τον W.G.Sebald» (Συνεντεύξεις και δοκίμια, επιμ. Lynne Sharon Schwarz, μτφρ. Β. Δουβίτσας, εκδ. Αγρα)
Χρονικογράφος εξόριστων, περιπατητής τόπων δύσκολης μνήμης και αρχειοθέτης φυσικών καταστροφών, ο Σέμπαλντ σ’ αυτές τις συνομιλίες με την Αμερικανίδα συγγραφέα επανέρχεται εξαντλητικά στις αναγνωστικές και βιωματικές του εμμονές, με λόγο πυκνό και μύχιο που ανακαλεί την περίτεχνη πρόζα του και τον σπειροειδή στοχασμό του.
Philip Roth
«Διαβάζοντας τον εαυτό μου και άλλους»
(μτφρ.-σημ. Κατερίνα Σχινά, εκδ. Πόλις).
Αυτή η συναγωγή μη μυθοπλαστικών κειμένων του Αμερικανοεβραίου συγγραφέα (συνεντεύξεις, άρθρα, κείμενα αντιπαράθεσης, κτλ.) σκοπό έχει να αποτυπώσει τη διαδρομή μιας γραφής και μιας προσωπικότητας που συχνά βρισκόταν στο επίκεντρο επιθέσεων και ρήξεων. Με λόγο ειρωνικό, σαρκαστικό, εναντιωτικό, αλλά και συμφιλιωτικό επί της λογοτεχνικής ουσίας, ο Ροθ τοποθετείται με καθαρότητα σε ζητήματα λογοτεχνικά, ηθικά ή κοινωνικά.
Μ. Φ.
Ψηφιδωτό αγγλόφωνης λογοτεχνίας
Κατά την πάγια τακτική του, ο Πολ Οστερ μετατοπίζει το κέντρο βάρους της γραφής από την αγωνία της πλοκής στην αγωνία της ύπαρξης. Αυτό συμβαίνει και στο μυθιστόρημά του «Σάνσετ Παρκ» (μτφρ. Σπ. Γιανναράς, εκδ. Μεταίχμιο), όπου μέσα από το κάδρο της κρίσης και της κατάρρευσης στην Αμερική του 2008, ο Αμερικανοεβραίος συγγραφέας σκιαγραφεί με ενεστωτική, αποστασιοποιημένη, τριτοπρόσωπη αφήγηση εξόριστες, άστεγες και διαλυμένες ζωές, συνθέτοντας μια πρόζα πλούσια σε διακειμενικές αιχμές και πολιτισμικές αναγωγές. Με το αριστουργηματικό «Φάλκονερ» (μτφρ. Ι. Διονυσιοπούλου, εκδ. Καστανιώτης), ο Τζον Τσίβερ δεν συνομιλεί μόνο με τα αρχετυπικά σύμβολα του Κακού (Κάιν) και δεν βλέπει τη φυλακή, όπου κλείνεται ο πρωταγωνιστής του για τον φόνο του αδελφού του, ως μια αντανάκλαση της δαντικής κόλασης. Παράλληλα, αξιοποιεί τον εγκλεισμό του Ιεζεκιήλ Φάραγκατ ως πρόσχημα για να μιλήσει για τις δικές του εξαρτήσεις και αναστολές (αλκοολισμός, ομοφυλοφιλία), αλλά και να υμνήσει τον ηθικό και πνευματικό αυτοπροσδιορισμό και τη λύτρωση.
Στο όγδοο μυθιστόρημά του, την «Υπεραιχμή» (μτφρ. Γ. Κυριαζής, εκδ. Ψυχογιός), στο πλαίσιο μιας ιστορίας εξιχνίασης οικονομικής απάτης, ο εβδομηνταεπτάχρονος αναχωρητής των αμερικανικών γραμμάτων Τόμας Πύντσον καταδύεται στον περίπλοκο κόσμο του διαδικτύου και των εταιρειών υψηλής τεχνολογίας, για να αποδώσει μια παλλόμενη εικόνα της αμερικανικής κοινωνίας μετά την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους. Ο Ντον Ντελίλλο συγκεντρώνει στη συλλογή υπό τον τίτλο «Αγγελος Εσμεράλντα» (μτφρ. Ε. Γιαννακάκη, εκδ. Εστία) εννέα δεξιοτεχνικά διηγήματα, γραμμένα ανάμεσα στο 1979-2011, όπου η μοναξιά, η απειλή, ο φόβος, η θλίψη εναλλάσσονται σε μια πρόζα που αδράχνει τον αναγνώστη από τα μούτρα. Η Χίλαρι Μάντελ από την άλλη, με το βιβλίο της «Η δολοφονία της Μάργκαρετ Θάτσερ» (μτφρ. Ε. Μαρωνίτη, εκδ. Πάπυρος), συγκεντρώνει μια σειρά διηγημάτων, γραμμένα ως επί το πλείστον την τελευταία δεκαπενταετία, στα οποία σχολιάζει όψεις της σύγχρονης ιστορίας και της διαπλοκής του μέσου, «ανώνυμου» ανθρώπου με αυτήν. Στους «Κραδασμούς» (μτφρ. Γ.Ι. Μπαμπασάκης, εκδ. Ψυχογιός), παλαιότερο μυθιστόρημα του Τζόναθαν Φράνζεν που επανεκδόθηκε φέτος, εντοπίζονται η δυναμική, οι πεζογραφικές τεχνικές και οι θεματικοί τόποι (οικογενειακές σχέσεις, θρησκοληψία κ.λπ.) που οδήγησαν τον Αμερικανό συγγραφέα στα κορυφαία μεταγενέστερα έργα του και τον καθιέρωσαν ως σημαντικό εκπρόσωπο της γενιάς του. Με φόντο τη σπαρασσόμενη Αϊτή του δόκτορος Ντιβαλιέ ή «Παπα-Ντοκ», ο μεγάλος Βρετανός συγγραφέας Γκράχαμ Γκριν έδωσε με τους εμβληματικούς «Θεατρίνους» του (μτφρ. Κλαίρη Παπαμιχαήλ, εκδ. Πόλις) ένα κλασικό μυθιστόρημα γύρω από τη συγκρότηση της πραγματικότητας, αλλά και της Ιστορίας, ως δράματος ή κωμωδίας, και τους ρόλους που ο καθένας καλείται ή επιλέγει να παίξει μέσα σε αυτά. Τέλος, με το δεύτερο μυθιστόρημά της, τα «Φλογοβόλα» (μτφρ. Γ. Ι. Μπαμπασάκης, εκδ. Ικαρος), η Ρέιτσελ Κούσνερ αποτυπώνει σε ταχείς αφηγηματικούς ρυθμούς μια αστραφτερή αφήγηση με φόντο τη δεκαετία του ’70.
Χ. Κ.
Ανοιχτό βιβλίο
Η μυθοπλασία και πέρα από αυτήν
Ο κεντροευρωπαϊκός χώρος είχε ξανά πλούσια παρουσία στον εκδοτικό χώρο το 2014. Ξεχώρισε μια σπουδαία επανέκδοση, «Το μηδέν και το άπειρο» (μτφρ. Α. Παππάς, εκδ. Πατάκης) του Αρθουρ Κέσλερ, το εμβληματικό αντισταλινικό μυθιστόρημα καφκικής πνοής, που από την πρώτη δημοσίευσή του οδήγησε στην αλλαγή του τρόπου με τον οποίο αντιμετώπιζαν αρκετοί την ΕΣΣΔ. O Γαλλορώσος Αντρέι Μακίν στη «Ζωή ενός άγνωστου άντρα» (μτφρ. Α. Σιγούρου, εκδ. Καστανιώτης) γράφει ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα περιπλάνησης και αυτογνωσίας υπό το πρίσμα της διπλής εξορίας. Σ’ ένα διαφορετικό ταξίδι, όχι μόνο πνευματικής επιβίωσης, ο Βαρλάμ Σαλάμοφ στις συγκλονιστικές «Βιβλιοθήκες» (μτφρ. Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, εκδ. Αγρα) χρησιμοποιεί τα βιβλία για να αντέξει την απομόνωση και τις κακουχίες στα σοβιετικά γκούλαγκ. Ενα ακόμα παράλληλο κείμενο που φωτίζει το έργο και τη ζωή ενός ακόμα σπουδαίου συγγραφέα που είχε τεταμένες σχέσεις με το καθεστώς της πατρίδας του είναι η «Διαθήκη» του Βίτολντ Γκομπρόβιτς (μτφρ. Θεόφιλος Τραμπούλης, εκδ. Πατάκης). Εδώ ο εξόριστος Πολωνός και εικονοκλάστης στιλίστας, σε έντεκα συναντήσεις με τον Ντομινίκ Ντε Ρου, από την περίοδο που ζούσε στη Γαλλία, ξεδιπλώνει πτυχές της γραφής του και ξεγυμνώνεται συγκινητικά.
Ι. Α.
Ολος ο υπόλοιπος κόσμος δεν είναι παρά ο ίδιος κόσμος
André Gide «Οι κιβδηλοποιοί» (μτφρ. Α. Παππάς, εισαγ. Α. Σαμουήλ). Πολυεστιακό, πολυθεματικό και αναστοχαστικό μυθιστόρημα και έργο-τομή, όχι μόνο στη βιβλιογραφία του Γάλλου, αλλά συνολικά της ευρωπαϊκής μυθοπλασίας. Μέσα από τον εξαντλητικό μετεωρισμό ανάμεσα στο κίβδηλο και το αυθεντικό ή στο ανήθικο και το ηθικό, ο Γάλλος επινοεί μια σπάνιας δύναμης κλασικότροπα μοντέρνα πρόζα.
Χαρούκι Μουρακάμι «Ο άχρωμος Τσουκούρου Ταζάκι και τα χρόνια του προσκυνήματός του» (μτφρ. Μ. Αργυράκη, εκδ. Ψυχογιός). Ενας άνδρας βιώνει την απώλεια κι επιστρέφει, με τον γνώριμο παραμυθικό και αλλόκοτο τρόπο του Μουρακάμι, να την αντιμετωπίσει. Αφήνοντας πίσω του τη -μάλλον υπερφιλόδοξη- τριλογία «1Q84», o δημοφιλής Ιάπωνας επιστρέφει στους επινοημένους κόσμους του, όπου όνειρα και εφιάλτες συναιρούνται σε μια φαντασμαγορική αφήγηση.
Ρομπέρτο Μπολάνιο «Η Ναζιστική Λογοτεχνία στην Αμερική» (μτφρ. Κρ. Ηλιόπουλος, εκδ. Αγρα).
Ο τίτλος του βιβλίου θυμίζει δοκίμιο ή μελέτη, όμως δεν είναι παρά δείγμα της ευρηματικότητας του Χιλιανού συγγραφέα, ο οποίος επανεπινοεί τον (καθ’ όλα υπαρκτό) κόσμο της αμερικανικής ηπείρου με σκοπό να μιλήσει για το φαινόμενο της ακροδεξιάς -σε παρελθόν, παρόν και μέλλον- και να παρουσιάσει μια αλληγορία για την εμπλοκή των συγγραφέων σ’ αυτόν.
Αντόνιο Ταμπούκι «Ο μαύρος άγγελος» (μτφρ. Αντ. Χρυσοστομίδης, εκδ. Αγρα).
Η φράση του Ταμπούκι «οι άγγελοι είναι απαιτητικά όντα, ιδιαίτερα [...]. Δεν έχουν απαλά πούπουλα, έχουν ένα τρίχωμα που τσιμπάει» συνοψίζει σε 15 λέξεις όσα η συλλογή του πραγματώνει: σε κάθε διήγημα ένας άγγελος -με σάρκα και οστά ή άυλος, ορατός «από μηχανής Θεός» ή αόρατο φάντασμα- αλλάζει τη ρότα της αφήγησης ή επισημαίνει την αδυναμία τέτοιας αλλαγής.
Μίλαν Κούντερα, «Η γιορτή της ασημαντότητας» (μτφρ. Γ. Χάρης, εκδ. Εστία). Εχοντας κατά καιρούς χρησιμοποιήσει το χιούμορ και την περιγραφή τού «ήσσονος» ως αφηγηματικά εργαλεία, ο διάσημος Τσέχος μάς δίνει ένα μυθιστόρημα όπου οι μικροϊστορίες μιας παρέας τεσσάρων φίλων μάς συμφιλιώνουν με τη -συχνά άπιαστη- βαρύτητα των «ασήμαντων στιγμών» της ζωής, ενώ την ίδια στιγμή συνοψίζει δεξιοτεχνικά εμμονές και δαίμονες από όλο το έργο του σε λίγες σελίδες.
Χουάν Γκ. Βάσκεθ «Ο ήχος των πραγμάτων που πέφτουν» (μτφρ. Αχ. Κυριακίδης, εκδ. Ικαρος).
Με άτυπο πρωταγωνιστή την κολομβιανή κοινωνία της δεκαετίας του ’80, ο Βάσκεθ γράφει για τον αρχετυπικό φόβο της παντοδυναμίας του «Κακού», για το πώς κληροδοτείται, για το πώς διαπερνά τη ζωή μας και γίνεται σημείο αναφοράς, για το πώς τελικά δεν έχουμε «κανέναν που να ανησυχεί για μας όταν αργούμε και να μπορεί να βγει να μας ψάξει».
Αβραάμ Β. Γεοσούα, «Ρετροσπεκτίβα» (μτφρ. Μ. Κοέν, εκδ. Πόλις).
Το μυθιστόρημα του Ισραηλινού συγγραφέα είναι μια ανατομία στο σώμα της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Με δάνεια από τη σκηνοθεσία και τη σεναριογραφία και με αυτοβιογραφικά στοιχεία, τα όρια μυθοπλασίας και πραγματικότητας γίνονται δυσδιάκριτα — προς όφελος, όμως, της αφήγησης και της ανάδειξης της περίπλοκης σχέσης αλήθειας κι εξιστόρησης.
Kari Hesthamar «So long, Marianne» (μτφρ. Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη, εκδ. Ποταμός). Το βιβλίο ενός αναπάντεχου έρωτα και πολλών μελαγχολικών τραγουδιών με φόντο την ταραγμένη δεκαετία του ’60. Με καμβά την πραγματική ερωτική ιστορία της Μαριάνε Ιλεν με τον τότε άγνωστο τραγουδοποιό Λέονταρν Κοέν, η συγγραφέας γράφει ένα μυθιστόρημα που διαβάζεται απνευστί.
Α. Π.