Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2014

Πρόσωπα- Τόλης Νικηφόρου

 "Για μένα λοιπόν η κορυφή είναι να είμαι σωστός και συνεπής στον προορισμό της ζωής μου που είναι η τέχνη του λόγου."

Τόλης Νικηφόρου





ένα παιδί

με το πρόσωπο κολλημένο στο τζάμι
κοιτάζω εκστατικά
πίσω απ’ τις στάλες της βροχής
ένα πολύχρωμο κόσμο

κρύβω μέσα μου ένα παιδί
με τις τσέπες γεμάτες μπίλιες
μέσα στον χειμώνα
ένα παιδί με δακρυσμένα μάτια
για το γατάκι του που πέθανε
για το λουλούδι που μαράθηκε
για όσους έφυγαν χωρίς επιστροφή

κρύβω μέσα μου ένα παιδί
με τρύπιο παλτό
που λαχταράει τα ζεστά κάστανα
τη γειτονιά και τους φίλους
την άνοιξη που θα ‘ρθει

κρύβω μέσα μου ένα παιδί
που δεν δέχεται
πως μπορώ να γελάω
όταν την ίδια στιγμή κάποιος κλαίει

κρύβω μέσα μου ένα παιδί
απαρηγόρητο
που θα ‘θελε να φτιάξει τη ζωή
στα μέτρα της καρδιάς του

(από τη συλλογή Αναρχικά, 1979)




τα χρόνια μου έζησα εξόριστος 

ένας μισοσβησμένος στίχος 
σ' αρχαία μετώπη της γενέθλιας πόλης 

μέσα στο κάθε κύτταρό μου 
ήταν γραμμένη η προαιώνια ουτοπία 
έτσι ακριβώς όπως την είχε ονομάσει 
ο καθημερινός τριγύρω θάνατος ...


πάντα ταξίδευα 

αφού ο βαρδάρης σου με γέννησε 
και το άλφα της αγάπης σου 
με σφράγισε, πατρίδα 
αφήνοντας ορθάνοιχτες τις πύλες μου 

ποτέ το ψέμα δεν προσκύνησα 
την ποίηση δεν εγκατέλειψα 
τα κάστρα στο γαλάζιο όταν προσεύχονται 
πέρα ως πέρα φωταγωγημένα 
από τα μάτια των παιδιών 

(από τη συλλογή Το διπλό άλφα της αγάπης, 1994) 




βυθισμένοι σε αχνά χαμόγελα και φως

μέσα σε πολύχρωμα αδιάβροχα και ζεστούς σκούφους
φορώντας τις μαγικές τους μπότες
βυθισμένοι σε αχνά χαμόγελα και φως
κάθε πρωί εισπλέουν στο νηπιαγωγείο της γειτονιάς
οι άγγελοι που δεν γνωρίσαμε
σαν μπίλιες απ' τις τσέπες τους στο χώμα απλώνουν
όλα τ'αστέρια τ' ουρανού
μας δείχνουν τον θεό που δεν πιστέψαμε
σκορπίζουν στον αέρα θαύματα που δεν αξίζουμε
με μιαν ανάσα τους στηρίζουν την ετοιμόρροπη ζωή μας

(από τη συλλογή Χώμα στον ουρανό, 1998)

  

υπάρχει μέσα μου ένα φως. 

καμιά φορά σαν δέντρο ή σαν πουλί
ή ξέφτι απ' το γαλάζιο στο περβάζι σου.
υπάρχει μέσα μου ένα φως
που όλα τα ξέρει
κι όλα τα αισθάνεται
μοναχικό που ταξιδεύει απ' την αρχή του χρόνου
που αστράφτει μέσα στη μεγάλη νύχτα...

και δεν παραδίδεται


(από τη συλλογή Ένα λιβάδι μέσα στην ομίχλη που ονειρεύεται, 2002)





ν’ ακούγεται από μακριά μια φυσαρμόνικα
και να χαμογελάει μια γλάστρα στο μπαλκόνι
αχνά μες στο ψιλόβροχο να ξημερώνει Κυριακή
το χώμα να μυρίζει γειτονιά

και ο ταμπλάς ξεροψημένο σάμαλι
ένας χαρταετός να υψώνεται πάνω απ’ τα κάστρα

νωχελικά να κατεβαίνεις την Αριστοτέλους
να κάθεσαι σε καφενείο της παραλίας
πίσω απ’ τα τζάμια να ρουφάς
αργά, πολύ αργά τον τούρκικο
και να καπνίζεις ένα, δύο, τρία τσιγάρα
με τον καπνό να σε τυλίγει σαν ομίχλη
κοιτάζοντας τα ψαροκάικα και πιο βαθιά τη θάλασσα

ν’ ακούγεται από μακριά μια φυσαρμόνικα
χρώματα σκοτεινά να αναδύονται στο φως
να ονειρεύεσαι ταξίδια

(από τη συλλογή Μυστικά και θαύματα, ο ανεξερεύνητος λόγος της ουτοπίας, 2007)

πεπρωμένο

σε μια ρωγμή του τοίχου

σε μια σχισμή του βράχου
στην έρημο άγριο φυτό
να ζήσω ήμουν ταγμένος 
και ν’ ανθίσω 


με τα ελάχιστα της γης
και τα πιο λίγα τ’ ουρανού
με το βαθύ γαλάζιο

και το κόκκινο
με το δικό σου χνώτο


να φλέγομαι ταγμένος
να φλέγομαι και να ονειρεύομαι
με όλες τις αισθήσεις μου

με την ψυχή μου


θα ‘ναι δικός μας αύριο ο κόσμος
(από τη συλλογή Φωτεινά παράθυρα, 2014)





Κύριε Νικηφόρου έχετε συνδέσει την ζωή σας με την Θεσσαλονίκη αν και ταξιδέψατε σε πολλές πόλεις. Είναι η Θεσσαλονίκη μία πόλη που εμπνέει περισσότερο τον δημιουργό ώστε να μπορέσει να εκφραστεί;
Γεννήθηκα στην πυρίκαυστη καρδιά της πόλης, στην Πλατεία Δικαστηρίων (σήμερα Πλατεία Αρχαίας Αγοράς) από γονείς πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Ρωμυλία. Με τη Θεσσαλονίκη είχα πάντοτε μια σχέση αγάπης και μίσους. Με έπνιγε το καταπιεστικό περιβάλλον της, με έπνιγαν οι ημιτελείς σπουδές μου και η επαγγελματική μου δουλεία, με έπνιγαν οι συνθήκες της οικογένειάς μας (οι γονείς μου είχαν χωρίσει στα έξι μου χρόνια και ο έμπορος πατέρας πτώχευσε μερικά χρόνια αργότερα). Ενώ μοναδική φιλοδοξία μου ήταν να ταξιδέψω και να γράψω.
Μου δόθηκε λοιπόν η ευκαιρία να ζήσω δύο χρόνια στην Αθήνα και τέσσερα χρόνια στο Λονδίνο και να ταξιδέψω σε πολλές χώρες, Τότε ήταν που άρχισε να υπερισχύει μέσα μου η αγάπη  μου για την πατρίδα. Με την οριστική επιστροφή μου στη Θεσσαλονίκη το 1971, συνειδητοποίησα ότι δεν μπορούσα να ζήσω κάπου αλλού, στο εξωτερικό ή στην Ελλάδα, ότι δεν μπορούσα να γράψω κάπου αλλού. Όλα μου τα βιβλία, ποιητικά και πεζογραφίας, ακόμη και τα εντελώς φανταστικά είναι πλημμυρισμένα από Θεσσαλονίκη, από τη μητρόπολη της μνήμης και της ψυχής. Η Θεσσαλονίκη είναι η πατρίδα μου κι εγώ είμαι το δικό της αίμα. Εδώ ήμουν ταγμένος να ζήσω, να γράψω τα βιβλία μου και να πεθάνω.
Πιστεύω ότι η Θεσσαλονίκη με την πολυτάραχη ιστορία της, με τον πολυπολιτισμικό χαρακτήρα της, με τη γεωγραφική της θέση και τον ρόλο της σε δραματικά πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα αλλά και με την ίδια τη λογοτεχνική της παράδοση, πραγματικά εμπνέει ποιητές και πεζογράφους αλλά και άλλους δημιουργούς να εκφραστούν. Παραδείγματα Θεσσαλονικέων λογοτεχνών που υπήρξαν πολύ σημαντικοί για την ελληνική λογοτεχνία υπάρχουν πολλά αλλά θα αρκούσε να ανεβείτε ένα βράδυ σε ένα από τα καραβάκια που κάνουν τον γύρο του Θερμαϊκού για να δείτε το νυχτερινό πανόραμα της φωτισμένης πόλης αμφιθεατρικά στον κόλπο και σε έκταση χιλιομέτρων.Τότε θα νιώσετε μέσα σας βαθιά το άρωμα και τη μαγεία που ασκεί αυτή η πόλη στους κατοίκους και στους επισκέπτες της. Και ίσως γυρίσετε στα δεκαοχτώ σας χρόνια.


Στην ποίησή σας κυριαρχεί ο έρωτας για την ζωή. Θα συμφωνούσατε εάν σας έλεγα πως είναι μια ποίηση αισιόδοξη που εστιάζει στην πραγματικότητα των αισθήσεων όπως εκφράζονται μέσα από απλά πράγματα που βιώνουμε εντός μας  ή αναπαριστώνται στο περιβάλλον;


Θα συμφωνούσα με το πνεύμα της διατύπωσής σας με μια διευκρίνιση ως προς την αισιοδοξία.  Στην ποίησή μου πράγματι κυριαρχεί ο έρωτας για τη ζωή και, πιο συγκεκριμένα, για τη γυναίκα, για το παιδί για την αθωότητα, για την ουτοπία. Για την ομορφιά του κόσμου. Ζούμε όμως σε ένα κόσμο παράλογο, ένα κόσμο που είναι ταυτόχρονα κόσμος της ατιμίας και του φόνου και κόσμος των θαυμάτων. Έτσι μαζί με τον έρωτα, στην ποίηση μου υπάρχει έντονο και το στοιχείο του θανάτου. Από τα δραματικά παιδικά μου χρόνια, από την περιπέτεια της ζωής μου, από τα αιώνια αναπάντητα υπαρξιακά μου ερωτήματα. Ο Στέλιος Γεργάνης λοιπόν χαρακτήρισε πριν από χρόνια την ποίησή μου ως «μια ποίηση απελπισμένη και γενναία» και η αισιοδοξία μου θα μπορούσε να ονομαστεί «αισιοδοξία της απόγνωσης». Δεν μου αρέσει να κλαυθμηρίζω και επέλεξα να ζήσω και να πεθάνω με το κεφάλι ψηλά. Και ίσως να προσφέρω κάτι στους άλλους απελπισμένους σαν κι εμένα. Να απλώσω ένα χέρι, να ανάψω ένα φως. Η στάση μου αυτή πιστεύω ότι συνοψίζεται στο ποίημα μου, Αισιοδοξία  (Το μυστικό αλφάβητο, 2010). 
μια λάμψη
στο μαύρο χώμα τ’ ουρανού
ένα λουλούδι
πάνω στο τάφο του
ή ένα χαμόγελο
σε ραγισμένο πρόσωπο
ο έρωτας
μπροστά στον θάνατο


Ανάμεσα στους συγγραφείς και ποιητές που διαβάσατε σε νεαρή ηλικία υπάρχει κάποιος που σας καθόρισε;

Υπάρχουν πολλοί ποιητές και πεζογράφοι που με επηρέασαν, κανείς όμως καθοριστικά. Όλα έχουν γίνει ένα χαρμάνι μέσα μου για να αναδυθεί η δική μου φωνή. Θα μπορούσα να αναφέρω, από τα παιδικά και πρώτα εφηβικά μου χρόνια, τον Βίκτωρα Ουγκώ με τους "Άθλιους" στην πεντάτομη έκδοση σε μετάφραση του Μάρκου Αυγέρη και λίγο αργότερα το σύνολο του φιλοσοφικού και μυθιστορηματικού έργου του Αλμπέρ Καμύ, με ιδιαίτερη μνεία στον "Ξένο" και την "Πανούκλα" και στα φιλοσοφικά του δοκίμια "Ο μύθος του Σισύφου" και "Ο επαναστατημένος άνθρωπος". Από τους ποιητές οι πιο αγαπημένοι μου είναι ο Τ.Σ. Έλιοτ και ο Βλαδίμηρος Μαγιακόφσκι.

Στα ποιήματά  σας αναφέρεστε συχνά στα παιδιά και ποιήματά σας περιλαμβάνονται στην μέση εκπαίδευση. Τι σημαίνει αυτό για έναν ποιητή σήμερα;

Λατρεύω τα παιδιά και η παιδική αθωότητα είναι μια πολύ σημαντική πηγή έμπνευσής για μένα. Ο γιος μας, Νίκος, έπαιξε αναγεννητικό ρόλο στη ζωή μου. Άνοιξε μέσα μου κρουνούς αγάπης και πιστεύω ότι με έκανε καλύτερο άνθρωπο. Κι εγώ βέβαια του έγραψα παραμύθια, διηγήματα και ποιήματα. Το παραμύθι μου Νόσιλκα, 1989, είναι αναγραμματισμός του Νικόλας.
Θεωρώ φυσικά πολύ σημαντικό ότι ποιήματα μου περιλαμβάνονται στα «Κείμενα νεοελληνικής λογοτεχνίας» της μέσης εκπαίδευσης στην Ελλάδα και την Κύπρο και είναι μια απόλαυση για μένα να μιλάω στους μαθητές. Όταν με καλούν σε γυμνάσια και λύκεια, τους ζητάω να μου υποβάλουν τις πιο δύσκολες ερωτήσεις τους και απαντάω με ευθύτητα χωρίς να μασάω τα λόγια μου. Οι εκδηλώσεις αυτές ολοκληρώνονται μόνον όταν ο λυκειάρχης ή ο γυμνασιάρχης λέει ότι πέρασε η ώρα και πρέπει να κάποτε οι μαθητές να φύγουν για τα σπίτια τους.


Ποια η ευθύνη των λογοτεχνών απέναντι στον αυριανό αναγνώστη που είναι τα παιδιά; Φτάνει μόνο να γράψουν κάποια βιβλία για παιδιά;

 Δεν θα έλεγα ότι γράφω βιβλία για μικρά παιδιά. Γράφω παραμύθια που απευθύνονται σε παιδιά από οκτώ ως ογδονταοκτώ χρονώ, χωρίς βέβαια να προσαρμόζω τη γλώσσα σε κάποιο επίπεδο ανάλογα με την ηλικία. Η ευθύνη του λογοτέχνη είναι κατά κύριο λόγο απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό και την τέχνη του. Αν εργαστεί σκληρά για να αξιοποιήσει το οποιοδήποτε ταλέντο του, αν είναι αληθινός και συνεπής στην εργασία του, τότε, σε κάποιο βαθμό, θα επηρεάσει θετικά τους σημερινούς και τους μελλοντικούς αναγνώστες του.


Έχετε μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Πιστεύετε πως υπάρχει ενδιαφέρον για την νεοελληνική ποίηση στο εξωτερικό;

Δεν θα το έλεγα. Ούτε για την ελληνική ποίηση, ούτε για την ελληνική πεζογραφία υπάρχει ουσιαστικό ενδιαφέρον στο εξωτερικό. Καταρχήν, η ποίηση δεν μεταφράζεται. Ή καλύτερα, όπως το έθεσε ο Ρόμπερτ Φροστ, «ποίηση είναι αυτό που χάνεται στη μετάφραση». Πρέπει βέβαια να μεταφράζονται τα ποιητικά βιβλία γιατί δεν μπορεί κανείς να γνωρίζει όλες τις ξένες γλώσσες. Το αναγνωστικό κοινό της ποίησης είναι εξαιρετικά περιορισμένο σε όλες τις χώρες. Όταν λοιπόν, για παράδειγμα, τα μεταφρασμένα βιβλία στην εσπεράντο της εποχής μας που είναι η αγγλική γλώσσα είναι περίπου το δύο τοις εκατό του συνολικά εκδιδόμενων βιβλίων, καταλαβαίνει κανείς τι θέση μπορεί να κατέχει μια «μικρή λογοτεχνία«» όπως η ελληνική. Ίσως με εξαίρεση τον Καβάφη για την ποίηση, τον Καζαντζάκη και έναν-δύο άλλους για την πεζογραφία.

Ποιά είναι η κορυφή για τον Τόλη Νικηφόρου;

« ... δεν μένει παρά να κοιτάζεις το θηρίο στα μάτια/ στον δρόμο προς μια κορυφή/ που δεν υπάρχει» («μαθήματα δημιουργικής γραφής» από τη συλλογή Φωτεινά παράθυρα, 2014).  Για μένα λοιπόν η κορυφή είναι να είμαι σωστός και συνεπής στον προορισμό της ζωής μου που είναι η τέχνη του λόγου. Να συνεχίσω ως το τέλος να γράφω τα βιβλία μου χωρίς φόβο και με μεγάλο πάθος και να εκφράζω τη δική μου αλήθεια. Να δίνω πάντα όλες μου τις δυνάμεις και την ψυχή μου σ’ένα ωραία χαμένο αγώνα.



Τόλης Νικηφόρου

Γεννήθηκε στην οδό Αγνώστου Στρατιώτου (Πλατεία Δικαστηρίων) της Θεσσαλονίκης στις 14 Νοεμβρίου του 1938. Οι γονείς του ήταν πρόσφυγες, ο πατέρας του, Νίκος, από το Σαλιχλί της Ιωνίας και η μητέρα του, Αριστούλα, από τη Σωζόπολη της Ανατολικής Ρωμυλίας.
Αποφοίτησε από το αμερικανικό κολλέγιο Ανατόλια το 1957, φοίτησε για δύο χρόνια στη Νομική Σχολή του Α.Π.Θ. και, τελικά, σπούδασε διοίκηση επιχειρήσεων. Εργάστηκε ως τραπεζικός υπάλληλος, αναλυτής συστημάτων και διαδικασιών και μεταφραστής-διερμηνέας στη Θεσσαλονίκη, στην Αθήνα και  στο Λονδίνο. Ταξίδεψε σε πολλές χώρες και επέστρεψε στην Θεσσαλονίκη για  να ασκήσει το επάγγελμα του μελετητή-συμβούλου επιχειρήσεων ως το 1999.
Με τη λογοτεχνία ασχολήθηκε από τα μαθητικά του χρόνια, ως λογοτεχνικός συντάκτης των περιοδικών College News και Annual και, αργότερα, ως αρχισυντάκτης του περιοδικού των αποφοίτων, Anatolia Alumnus. To 1957 του απονεμήθηκε το 1ο βραβείο για το διήγημά του «Η ώρα της δημιουργίας» στον ετήσιο διαγωνισμό του Anatolian.
Έχει εκδώσει συνολικά 31 βιβλία (17 συλλογές ποιημάτων και μία συγκεντρωτική έκδοση, 6 συλλογές διηγημάτων, 4 μυθιστορήματα και 3 παραμύθια για μεγάλους). Διηγήματα και ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί στις εφημερίδες Το Βήμα, Νέα, Αυγή, Μακεδονία, Θεσσαλονίκη, κ.α., και σε πολλά λογοτεχνικά περιοδικά. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί, κυρίως από πανεπιστημιακούς δασκάλους, σε εννέα ευρωπαϊκές γλώσσες, στις Η.Π.Α. και τον Καναδά, και έχουν περιληφθεί σε πολλές έντυπες και ηλεκτρονικές ελληνικές και ξένες ανθολογίες καθώς και στα Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Μέσης Εκπαίδευσης στην Ελλάδα και την Κύπρο.
Ήταν τακτικός συνεργάτης του περιοδικού Νέα Πορεία επί 30 χρόνια, από τα μέσα της δεκαετίας του ¨70. Οργάνωσε και έλαβε μέρος σε πολλές λογοτεχνικές εκδηλώσεις. Υπήρξε αντιπρόεδρος της Λέσχης Γραμμάτων και Τεχνών Β.Ε. και της Πανελλήνιας Πολιτιστικής Κίνησης και μέλος του Δ. Σ. της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης και της Καλλιτεχνικής Επιτροπής του Κ.Θ.Β.Ε. Το 1989 του απονεμήθηκε το Βραβείο Μυθιστορήματος Επιστημονικής Φαντασίας της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς για το παραμύθι του Σοτοσαπόλ ο Χρυσοθήρας, δύο βιβλία του ήταν στη βραχεία λίστα για τα βραβεία ποίησης και διηγήματος αντιστοίχως του περιοδικού Διαβάζω, ενώ το 2009 του απονεμήθηκε το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος για τη συλλογή του Ο δρόμος για την Ουρανούπολη, 2008.



http://www.nikiforou-poems.gr

http://www.ploigos-tou-apeirou.blogspot.gr

http://www.secrets-and-documents.blogspot.gr

Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2014

"Το Σύνταγμα της Hδονής" Κωνσταντίνος Καβάφης



Πεζά ποιήματα
Εκτύπωση
Mη ομιλείτε περί ενοχής, μη ομιλείτε περί ευθύνης. Όταν περνά το Σύνταγμα της Hδονής με μουσικήν και σημαίας· όταν ριγούν και τρέμουν αι αισθήσεις, άφρων και ασεβής είναι όστις μένει μακράν, όστις δεν ορμά εις την καλήν εκστρατείαν, την βαίνουσαν επί την κατάκτησιν των απολαύσεων και των παθών.
      Όλοι οι νόμοι της ηθικής - κακώς νοημένοι, κακώς εφαρμοζόμενοι - είναι μηδέν και δεν ημπορούν να σταθούν ουδέ στιγμήν, όταν περνά το Σύνταγμα της Hδονής με μουσικήν και σημαίας.
      Mη αφήσης καμίαν σκιεράν αρετήν να σε βαστάξη. Mη πιστεύης ότι καμία υποχρέωσις σε δένει. Tο χρέος σου είναι να ενδίδης, να ενδίδης πάντοτε εις τας Eπιθυμίας, που είναι τα τελειότατα πλάσματα των τελείων θεών. Tο χρέος σου είναι να καταταχθής πιστός στρατιώτης, με απλότητα καρδίας, όταν περνά το Σύνταγμα της Hδονής με μουσικήν και σημαίας.
      Mη κλείεσαι εν τω οίκω σου και πλανάσαι με θεωρίας δικαιοσύνης, με τας περί αμοιβής προλήψεις της κακώς καμωμένης κοινωνίας. Mη λέγης, Tόσον αξίζει ο κόπος μου και τόσον οφείλω να απολαύσω. Όπως η ζωή είναι κληρονομία και δεν έκαμες τίποτε δια να την κερδίσης ως αμοιβήν, ούτω κληρονομία πρέπει να είναι και η Hδονή. Mη κλείεσαι εν τω οίκω σου· αλλά κράτει τα παράθυρα ανοικτά, ολοάνοικτα, δια να ακούσης τους πρώτους ήχους της διαβάσεως των στρατιωτών, όταν φθάνη το Σύνταγμα της Hδονής με μουσικήν και σημαίας.
      Mη απατηθής από τους βλασφήμους όσοι σε λέγουν ότι η υπηρεσία είναι επικίνδυνος και επίπονος. H υπηρεσία της ηδονής είναι χαρά διαρκής. Σε εξαντλεί, αλλά σε εξαντλεί με θεσπεσίας μέθας. Kαι επί τέλους όταν πέσης εις τον δρόμον, και τότε είναι η τύχη σου ζηλευτή. Όταν περάση η κηδεία σου, αι Mορφαί τας οποίας έπλασαν αι επιθυμίαι σου θα ρίψουν λείρια και ρόδα λευκά επί του φερέτρου σου, θα σε σηκώσουν εις τους ώμους των έφηβοι Θεοί του Oλύμπου, και θα σε θάψουν εις το Kοιμητήριον του Iδεώδους όπου ασπρίζουν τα μαυσωλεία της ποιήσεως.


(από τα Kρυμμένα Ποιήματα 1877; - 1923, Ίκαρος 1993) 

Το Σύνταγμα της Ηδονής

Η συζήτηση για τον ερωτικό Καβάφη στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών

n

[Αποσπάσματα από τις παρεμβάσεις δύο λογοτεχνών, του Θεόδωρου Γρηγοριάδη και του Θανάση Τριαρίδη κατά τη διάρκεια της συζήτησης για τον ερωτικό Καβάφη, την περασμένη Τρίτη στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών. Ολόκληρη τη συζήτηση και τις παρεμβάσεις του υπόλοιπου πάνελ, μπορείτε να παρακολουθήσετε στο site της Στέγης εδώ]
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ
«Ένας άνδρας ταξιδεμένος και διανοούμενος στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου παλεύει να κατανοήσει τον ερωτισμό του. Ο όρος ομοφυλοφιλία μόλις που αρχίζει να ακούγεται. Οι θεωρίες του γένους και τους φύλου, οι σπουδές gay and gender studies θα αργήσουν δεκαετίες. Ο ανήσυχος ποιητής ως εφόδια έχει το Συμπόσιο, την Παλατινή Ανθολογία, την ελληνιστική εποχή, μια ανήσυχη μεταβατική περίοδο όπου έθνη, σύνορα, ήθη και νοοτροπίες μετακυλίουν, και ακριβώς αυτή η μεταβατικότητα σε σχέση με το γεγονός ότι ζει κυριολεκτικά στο κέντρο του χάρτη τον επαναπαναπροσδιορίζει ώστε να χαράξει μια προσωπική ανθρωπογεωγραφία.
...Ανάλογα με τις εποχές που γράφει, αλλά και ανάλογα με την ενδιάμεση ποιητική περσόνα, υποδύεται άλλοτε τον γέρο που αναπολεί και άλλοτε έναν ενεργό ερωτικά με τον οποίο προσομοιώνεται για τις σκηνικές του ανάγκες. Ως γέρος αντιλαμβάνεται τη ματαιότητα, τη χαμένη σωματική ορμή, την αναβλητικότητα, το λίγο του χρόνου. Το γέρασμα, το παρελθόν μια διαρκής θλίψη, οι ψυχές των γερόντων μέσα στα "παλιά των πετσιά". Η απώλεια, η ανάκληση σωμάτων και τυχαίων συναντήσεων ανακουφίζουν, αλλά βυθίζουν τον ποιητή στη θλίψη. Γιατί όλα αυτά που χάθηκαν ή που ζει στο παρόν, έρχονται συνεχώς σε σύγκρουση με την κοινωνία και την ηθική στην οποία είναι εν μέρει ενταγμένος. Από τη μια οι ανεκπλήρωτες επιθυμίες, από την άλλη η διαπόμπευση και ο φόβος που φρόντιζε η μεγάλη ευνοημένη πλειονότητα να αποδίδει στους λιγοστούς παραβάτες , τους "Ιουλιανούς του Έρωτα".
...Αλλά γιατί αλλού την αποκαλεί "άνομη ηδονή"; Γιατί τόση μεταμέλεια σε ορισμένες ποιητικές αποστροφές; Μήπως, όπως στην περίπτωση των χριστιανών και ειδωλολατρών, δημιουργεί αυτό που η λογοτεχνική θεωρία αργότερα αποκαλεί "false narrator" προσδίδοντας στον πρωτοπρόσωπο αφηγητή τη δυνατότητα να υποκριθεί για να καθησυχάσει χαμαιλεοντικά την αντίπαλη κοινωνική όχθη λέγοντας αλλά και κρίνοντας με τη δική τους φωνή; Συμβαίνει αυτό σε αρκετά ποιήματα με εκείνο το ενοχοποιητικό ύφος ειδικά για "όσους αγαπούνε κάπως υγιεινά μες στο οπωσδήποτε επιτετραμμένον μένοντες" και "που αναίσχυντα τα αποκαλεί η τρεχάμενη ηθική". Μάλιστα πολλές φορές η καταγγελτική αυτή του στάση για –δικές του φράσεις– "αίμα, ηδονή, μέθη", "αίμα καινούριο και ζεστό", όργιο", "κραιπάλη", "λαγνεία", "ύποπτη απόλαυση" αντί τάχατες να "αποτρέψουν" από τον σκοτεινό έρωτα, μετακυλίουν σε έναν ερωτισμό πιο φετιχιστικό, πιο οργασμικό.
...Αυτοί είναι οι αγαπώμενοι. Εργάτες, υπάλληλοι, ειδικά σε καταστήματα με ανδρικά είδη, σιδεράδες, νέοι χωρίς μόρφωση, εραστές περαστικοί. Μένουν σε συνοικίες απόκεντρες, γρήγορο της σάρκας γύμνωμα, φευγαλέα αγγίγματα, κρεβάτια ύποπτα, αρπαχτές του έρωτα. Άραγε τα φαντασιώνεται ή τα ζει; Καμία διαφορά, γιατί η επιθυμία βρίσκεται πάντα εκεί, στη μετουσιωμένη πραγματικότητα και γιατί στο όνειρο πραγματώνεται η ονείρωξη αντί στον ευνουχισμένο ξύπνιο.
Και ποιοι είναι οι εραστές του ποιητικού σύμπαντος του Καβάφη; Ηλικιακά βρίσκονται ανάμεσα στα 20 με 25. Ελάχιστοι οι έφηβοι – αυτοί αναφέρονται περισσότερο στις απεικονίσεις. Προφυλάσσει τον εαυτό του από τον τίτλο του "παιδεραστή" ξεπερνώντας σε αυτό την ελληνιστική και αρχαιοελληνική παράδοση που, εγκαταλείποντας την εφηβική αγάπη, ο καθείς από αγαπών και αγαπώμενος επιστρέφει σε μια εκλογικευμένη κοινωνία. Ωστόσο ο Καβάφης δεν θεσμοθετεί το πάθος των αγοριών. Αυτό είναι το μοντέρνο. Χτίζει σχέσεις μεταξύ των νέων εκτός οριοθετημένων πλαισίων, με αντιζηλίες, με αναχωρήσεις, με χωρισμούς, χτίζει τις πρώτες συνειδητές ομόφυλες σχέσεις του 20ού αιώνα εντάσσοντας τον έρωτα σε μια πολυμορφική και πολιτισμική διάσταση.
Και γιατί ωστόσο πεθαίνουν τόσο πολύ οι νέοι στα ιστορικά κυρίως ποιήματα; Η φθορά του πάθους, η μελοδραματική κατάληξη μιας ενοχικής στάσης ή ένας προάγγελος της ερωτικής επιθυμίας ως θανατερής μεταφοράς που στις μέρες μας κορυφώνεται με το Aids; Ένα είδος καταδίκης, μια gothic μετα-βυρωνική μεταστροφή παγώνει αυτή την εικόνα. Αυτή η στρατιά των νεκρών νέων του Καβάφη είναι οι απολογητές και οι ιερομάρτυρες της ομοφυλόφιλης αγάπης. Τα πρώτα θύματα της επιθυμίας, αλλά όχι τα τελευταία. "Ξένος εγώ" λέει στον Μύρη ο αφηγητής. Εκεί όπου εντοπίζεται η διαφορετικότητα, εκεί όπου πεθαίνει το παλιό και ξεπετιέται ο ξένος του 20ού αιώνα, του Καμί, κάτω από την ίδια ηλιόλουστη επικράτεια της Μεσογείου. Ο ξένος που έρχεται από την ποίηση του Καβάφη είναι ξένος γιατί ερωτικά δεν μπορούμε να τον αποδεχτούμε και γιατί μας βάζει να αναρωτηθούμε για τη δική μας ταυτότητα.
Ο Καβάφης είναι στάση ζωής, θάρρους, τόλμης, σκέψης. Οποιαδήποτε προσπάθεια απεμπόλησης αυτού του ποιητικού και ευγενικού αγώνα που έδωσε μέσω της τέχνης και του ερωτισμού του τον αδικεί. Είναι σχεδόν κωμικοτραγικό στον 21ο αιώνα να τίθενται ακόμα τέτοια ερωτήματα, όταν τα έλυνε ο ποιητής στις αρχές του 20ού. Ο Καβάφης ενοχλεί ακόμη γιατί είναι ερωτικός, για αυτόν τον ερωτισμό που περιγράψαμε. Από τα δεκάδες συνέδρια σε κάθε γωνιά της χώρας μόνο όσα κατονομάζουν το ακατονόμαστο εξόργισαν. Γιατί αναγκάζει αναγνώστες και κριτικούς, ομοφυλόφιλους και ετεροφυλόφιλους να διαλογιστούν πάνω στη σεξουαλικότητά τους. Αυτή η ανεξαρτησία του συγγραφέα δεν του συγχωρήθηκε ποτέ κατά βάθος, αλλά ούτε και η περιχαράκωσή του. Ακόμη και οι γκέι κοινότητες δεν μπορούν να τον προσεταιριστούν έχοντας εμπλακεί σε μια διαδικασία ομογενοποίησης, γκετοποίησης μιας παρωδίας της ίδιας τους της επιθυμίας. Έτσι ο ποιητής πορεύεται ακόμη μόνος, διασχίζοντας τα όρια της ιστορίας, της τέχνης και του έρωτα, αφήνοντας πίσω του στρατιές φανατισμένων, αιρετικών και αντι-ερωτικών».
ΘΑΝΑΣΗΣ ΤΡΙΑΡΙΔΗΣ
«...Έρχεται λοιπόν κάποια ώρα που ο Σεφέρης συμμαζεύει τα γραπτά του για τον Καβάφη και κοιτάτε τι λέει στα 1937: "Ο ζηλωτής του καβαφισμού θα παρατηρήσει πως κανείς από όλους αυτούς τους στίχους που αναφέρω δεν ζυγώνει στο κυριότερο καθώς λένε καβαφικό συναίσθημα, τον ουρανικό ερωτισμό. Αλήθεια, πρέπει να ομολογήσω πως δεν μου έχει μείνει τίποτα από αυτούς τους αρωματισμένους νέους και από εκείνη την κυκλοθυμική έκφραση της έκνομης ηδονής. Θα έλεγα ότι ο ερωτισμός του Καβάφη ενώ τον έκανε από δρόμους κρυφούς και σκολιούς να αποδώσει το καλύτερο που μπορούσε να αποδώσει, ο ίδιος αυτός ερωτισμός σημάδεψε σε πολλές μεριές την ποίησή του με τα σημάδια της φθοράς."
Δέκα χρόνια αργότερα, το '47 τα λέει λίγο πιο ωμά: "Τέλος εκείνοι που επιμένουν στις ερωτικές ανωμαλίες του Καβάφη, το ίδιο έγινε στην αρχή με τον Μποντλέρ, ήταν το είδωλο των ανωμάλων. Η Μαύρη Αφροδίτη, σαπφισμός, σαδισμός, ανικανότης. Στο τέλος όλα αυτά πήγαν στο βάθος της σακούλας. Ποιος κοιτάζει πια τον Μποντλέρ έτσι; Να ένα θέμα δοκιμίου. Παραλληλισμός απροσμέτρητα δυσανάλογος της κριτικής για τον Κ.Π Καβάφη και της κριτικής για τον Μποντλέρ." Πήγαν στο βάθος της σακούλας! Αν υπάρχει μία ανάγνωση για τον Μποντλέρ τον 20ό αιώνα είναι αυτή που βάζει ο Σεφέρης "στο βάθος της σακούλας".
Τι θέλω να πω; Τον δουλέψαμε τον Καβάφη για να τον φέρουμε στα μέτρα μας. Στη χριστιανοσύνη μας. Και δεν τα καταφέραμε. Δεν τα κατάφερε ο Σεφέρης και ελπίζω πως δεν θα τα καταφέρει και κανείς άλλος. Το 1897 ο Καβάφης απαντάει
"Mη ομιλείτε περί ενοχής, μη ομιλείτε περί ευθύνης. Όταν περνά το Σύνταγμα της Hδονής με μουσικήν και σημαίας· όταν ριγούν και τρέμουν αι αισθήσεις, άφρων και ασεβής είναι όστις μένει μακράν, όστις δεν ορμά εις την καλήν εκστρατείαν, την βαίνουσαν επί την κατάκτησιν των απολαύσεων και των παθών."
Ο Καβάφης λοιπόν είναι ομοφυλόφιλος, δεν λέω κάτι καινούριο. Έγινε αυτό που έγινε επειδή αναγκάστηκε να υπάρξει ως συνέχεια δια της μνήμης, επειδή δεν γινόταν να υπάρξει ως βιολογική συνέχεια. Δεν είχε ενδιάθετο σπέρμα για να γονιμοποιήσει μήτρα, και έπλασε μνήμη για να πολλαπλασιάσει μνήμη. Εν ολίγοις είναι μια αλλόκοτη μούμια, μια αντι-ιδεολογική μούμια που το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να θυμάται και να σχηματίζει έναν κόσμο δια της θύμησης.
...Και ο Καβάφης και ο Προυστ είναι μετα-αισθητιστικά έπη. Ο ένας επινοεί τον "χαμένο χρόνο". Ο άλλος μιλάει για ένα "κερδισμένο κανελί πανωφόρι". Ο αισθητισμός ως κίνημα του ύστερου 19ου αιώνα είναι σχολιαστικός. Όταν έρχεται η ώρα ο αισθητισμός να δημιουργήσει αφήγηση, ο αισθητισμός του Ράσκιν, του Όσκαρ Ουάιλντ, και δη αφήγηση καθοριστική, πρέπει να ξεπεράσει τον εαυτό του. Ο Ουάιλντ αρνήθηκε να ξεπεράσει τον εαυτό του αλλά έδωσε το σπέρμα στον Καβάφη και τον Προυστ. Και έτσι έχουμε τη λογική των κερδισμένων ημερών. Ο Προυστ και ο Καβάφης χρησιμοποιούν για να φτιάξουν τον αφηγηματικό τους κανόνα το κυρίαρχο επιχείρημα ενάντια στους ομοφυλόφιλους. Ποιο είναι; Ότι εσείς είστε κάτι παρά τη φύση γιατί δεν μπορείτε να κάνετε παιδιά. Γιατί δεν μπορείτε να δημιουργήσετε βιολογική συνέχεια. Εκεί δεν είναι το αιώνιο, μόνιμο επιχείρημα ενάντια στην ομοφυλοφιλία; Και οι δυο τους φτιάχνουν δύο μετά-έπη τα οποία δημιουργούν τη συνέχεια του τρεμάμενου σώματος που βιολογικά δεν θα συνεχιστεί, μέσα στη μνήμη:"Α μέρες του καλοκαιριού του εννιακόσια οκτώ."
Μπορώ να βρω και μια ελληνικότητα στον Καβάφη, εγώ που είμαι εχθρός της ελληνικότητας της γενιάς του '30 που τη θεωρώ περιλαίμιο που σκλαβώνει, που εθίζει στη σκλαβιά. Υπάρχει αυτή η ελληνικότητα την οποία έχω την αίσθηση πως ο Καβάφης κατανοούσε ως σωματικότητα, ως υλική ματαιότητα που θα αποσταχτεί στη μνήμη. Και νομίζω πως στη ρίζα αυτής της θέσης πάλι βρίσκεται η ομοφυλοφιλία. Δηλαδή θεωρώ ότι η ομοφυλοφιλία για τον Καβάφη είναι ότι η τυφλότητα για τον ύστερο Μπόρχες. Η αναγωγή μιας σωματικής ορμής για τον Καβάφη ή μιας σωματικής κατάστασης για τον Μπόρχες σε πολιτισμική συνθήκη. Κανένας άλλος δεν πρότεινε τόσο σχεδιασμένα τη συνθήκη της πολιτισμικής ομοφυλοφιλίας. Ούτε οι ουρανιστές, ούτε ο Ζιντ στο "Κορυντόν", ούτε ο Ουάιλντ.
Και θα πω και κάτι ακόμη. Υπάρχει μια ορμή στην πρόταση της αρσενικής ομοφυλοφιλίας που θέλει τον αρσενικό ομοφυλόφιλο δημιουργό να αντιλαμβάνεται ως ελλιπή την ομοφυλόφιλη αρσενική φύση του και να γυρεύει να γίνει γυναίκα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ας πούμε, αν μελετήσει κανείς το έργο του Λεονάρντο ντα Βίντσι. Έχω ασχοληθεί με το θηλυκό αίτημα στον ντα Βίντσι. Και αυτή η ορμή νιώθω πως καθορίζει το αίτημα της πολιτισμικής ομοφυλοφιλίας ας πούμε και στον Προυστ και στον Ταχτσή και στον Ζενέ ακόμα όσο κι αν αυτό φαίνεται απίστευτο, αλλά αν διαβάσει κανείς την "Παναγία των Λουλουδιών" θα το δει. Ο Καβάφης δεν ανήκει σε αυτή την ορμή. Ο Καβάφης επιμένει στην αρσενικότητα της πολιτισμικής ομοφυλοφιλίας που προτείνει. Η πρότασή του είναι σκληρά αρσενική. Kαι είναι προφανές πως δεν θεωρεί την αρσενική ομοφυλοφιλία δηλωτικό μίας ατελούς φύσης, ενός λάθους που πρέπει να "διορθωθεί" δια της τέχνης, αλλά μίας εντελούς φύσης.
Εδώ νομίζω ότι υπάρχει η ελληνικότητα. Διότι ψάχνει στην αλεξανδρινή και προ-αλεξανδρινή ετερότητα, ψάχνει αυτό το ταυτοτικό στοιχείο και το βρίσκει. Και είναι και κάτι ακόμα χαρακτηριστικό. ότι στον κόσμο του Καβάφη δεν υπάρχει η μεγάλη, μοιραία σχέση ζωής. Που υπάρχει ας πούμε στον Ουάιλντ. Υπάρχουν στιγμές, τα ινδάλματα, οι δεσμοί ηδονής που οφείλουν να τελειώσουν, να βυθιστούν μέσα στη μνήμη, να γίνουν σήμα και ποίημα της ματαιότητας. Στην ίδια αρσενικότητα της πολιτισμικής ομοφυλοφιλίας επιμένει και ο Μιχαήλ-Άγγελος αλλά αυτός κάποια στιγμή αρπάζεται από τη χριστιανοσύνη τους, και ήταν και μέσα στην καρδιά της τον καιρό που η καθολική χριστιανοσύνη άρπαζε τα πάντα.
..."Σε έναν κόσμο αιώνιου θανάτου, το τρεμάμενο σώμα σπαρταράει, σπέρνει, σκορπίζει, μάταιη ζωή". Αυτά έγραφα κάποτε. Δηλαδή κούφια λόγια. Και ύστερα έρχεται μια ώρα που διαβάζω αυτό το ποίημα ξανά και ξανά και που, τώρα στα 44 μου, πιστεύω πως είναι το καλύτερο ποίημα όλων των αιώνων, όλων των ποιητών και όλων των εποχών. Είναι από τα "ατελή" ποιήματα του Καβάφη. Αχρονολόγητο, γράφτηκε μετά το 1925.
"Την ψυχήν επί χείλεσιν έσχον" (Ο τίτλος του ποιήματος παραπέμπει σε στίχο της Παλατινής Ανθολογίας που αποδίδεται στον Πλάτωνα)
Τίποτε απολύτως το ρωμαντικό
δεν είχεν όταν με είπεν «Ίσως να πεθάνω».
Τώπε για αστεϊσμό. Έτσι που θα το πει
είκοσι τριών ετών ένα παιδί.
Κ' εγώ -είκοσι πέντε- έτσι το πήρα ελαφρά.
Τίποτε (ευτυχώς) της ψευτο-αισθηματικής ποιήσεως
για να συγκινηθούν κομψές (αστείες) κυρίες
που για τίποτα στενάζουν.
Κ' εν τούτοις όταν βρέθηκα έξω απ' την πόρτα του σπιτιού
με ήλθε η ιδέα που πράγμα αστείον δεν ήταν.
Μπορούσε και ν' απέθνησκε. Και με τον φόβο αυτό
ανέβηκα τες σκάλες τρέχοντας, ήτανε τρίτο πάτωμα.
Και χωρίς ν' ανταλλάξουμε κανένα λόγο,
τον φίλησα το μέτωπο, τα μάτια του, το στόμα,
το στήθος του, τα χέρια του, και κάθε, κάθε μέλος·
που θάρρεψα - όπως λέγουν οι θείοι στίχοι
του Πλάτωνος - που η ψυχή μου ανέβηκε στα χείλη.
Δεν πήγα στην κηδείαν. Ήμουν άρρωστος.
Μονάχη της τον έκλαψεν αγνά,
επάνω στο λευκό του φέρετρον, η μάνα του.
Τι μας λέει αυτό το ποίημα; Μας λέει πως η ζωή βαδίζει, καλπάζει. Μας λέει πως μπορεί και να πεθάνουμε. Όχι, μας λέει πως όλοι θα πεθάνουμε. Μας λέει πως οι άνθρωποι σμίγουμε μαζί σε μιαρά κρεβάτια, πως πεθαίνουμε μόνοι σε αγνά φέρετρα. Ωστόσο μας λέει και κάτι άλλο, κάτι ακόμη μεγαλύτερο. Μας λέει πως κάποτε έρχεται μια κρίσιμη ώρα, κάτω στην πόρτα, όπου η ψυχή, η Ψυχή με κεφαλαίο Ψ και όλη η πλατωνική ιδεοκρατία γίνεται τρεμάμενο σώμα, γίνεται στιγμή παραδομού, γίνεται χείλια, κόκκινα χείλια, αιματωμένα χείλια. Γίνεται χείλια κόκκινα που περιμένουν να ενωθούν...».



Έλλη Αλεξίου: Η γυναίκα που δεν επικαλέστηκε ποτέ το ανεύθυνο της άγνοιας



Η Έλλη Αλεξίου γεννήθηκε στις 22 του Μάη το 1894  στο Ηράκλειο της Κρήτης.
Ήταν το μικρότερο παιδί του δημοσιογράφου και διανοούμενου Στυλιανού Αλεξίου. Αδέλφια της η Γαλάτεια (αργότερα πρώτη σύζυγος του Νίκου Καζαντζάκη), ο Ραδάμανθυς (αργότερα παντρεύτηκε την κόρη του Ζορμπά) και ο Λευτέρης -ένας ακόμη λογοτέχνης στην οικογένεια.
Στη φωτογραφία διακρίνονται οι Γαλάτεια Καζαντζάκη, Μάρκος Αυγέρης, Έλλη Αλεξίου
Διακρίνονται από αριστερά: Γαλάτεια Καζαντζάκη, Μάρκος Αυγέρης, Έλλη Αλεξίου

Το 1920 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα  μετά το γάμο της με το Βασίλη Δασκαλάκη. Ακολούθησε σπουδές Παιδαγωγικών και Φιλολογίας όπου και διορίστηκε καθηγήτρια Μέσης Εκπαίδευσης διδάσκοντας 19 χρόνια.  Η Έλλη Αλεξίου πραγματοποίησε την πρώτη της εμφάνιση στο χώρο της λογοτεχνίας το 1923 με τη δημοσίευση του διηγήματος "Φραντζέσκος" στο περιοδικό Φιλική Εταιρεία.​
Συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση μέσω του ΕΑΜ Λογοτεχνών. Το 1945 μετέβη για σπουδές στη Σορβόνη,  απ΄ όπου έλαβε δίπλωμα φωνητικής και γαλλικής, ενώ παράλληλα δίδασκε σε σχολεία της ελληνικής παροικίας αλλά της αφαιρέθηκε η ελληνική ιθαγένεια και δεν μπόρεσε να επιστρέψει στην Ελλάδα. Από το 1949 μέχρι το 1962 διορίστηκε εκπαιδευτικός σύμβουλος για τα Ελληνικά Σχολεία των Σοσιαλιστικών Χωρών. Μετά από αναγκαστική προσφυγιά, λόγω των επανειλημμένων διώξεων που υπέστη από την ανάμιξή της σε προοδευτικά κινήματα, επέστρεψε στην Ελλάδα το 1962. Αργότερα όμως συνελήφθη και το 1965 βρέθηκε στις φυλακές Αβέρωφ. Στη συνέχεια ελευθερώθηκε και μετέβη στη Ρουμανία ως το 1966  οπότε και επέστρεψε οριστικά στην Ελλάδα. Με την επιστροφή της συνελήφθη με βάση βούλευμα εναντίον της που είχε εκδοθεί το 1952, δικάστηκε και απαλλάχθηκε. Έκτοτε και μέχρι το θάνατό της, στις 28 Σεπτεμβρίου  του 1988, αφιερώθηκε στη λογοτεχνία.
Τα έργα της διακρίνονται για τον ποιητικό ρεαλισμό του ύφους καθώς και για τον κοινωνικοπολιτικό προβληματισμό τους.
Η ίδια έλεγε για τα βιβλία της: 
"Στα βιβλία μου αυτά αποτυπώθηκαν οι πρώτες εμπειρίες μου από την τραγική ανισότητα που μας περιβάλλει. Όταν διορίστηκα δασκάλα σε δημοτικό σχολείο στο Ηράκλειο, βρέθηκα σε μια ατμόσφαιρα απύθμενης δυστυχίας, πρωτόγνωρης, που χτύπησε ανελέητα την πιο αθώα πλευρά της ζωής, τα μικρά παιδιά. Tα παιδιά σα να με τραβούσαν από το φόρεμα και απαιτούσαν να ζητήσω το δίκιο τους. Δεν μπορούσα να επικαλεστώ το ανεύθυνο της άγνοιας. Από τα πρώτα κιόλας βιβλία μου συμμάχησα με τους αδύνατους και τους αδικημένους. Και τη συμμαχία αυτή την κράτησα πιστά σ’ όλη μου τη ζωή".
Έργα της: Γ' Χριστιανικόν ΠαρθεναγωγείονΜε τη λύραΔεσπόζουσαΛούμπεν (για μεγάλους), Τραγουδώ και χορεύωΟ Χοντρούλης και η Πηδηχτή (για παιδιά) κ.ά.
Στη φωτογραφία απεικονίζεται ο Παύλος Σιδηρόπουλος
Ανιψιός της ήταν ο Παύλος Σιδηρόπουλος. (Η μητέρα του Σιδηρόπουλου ήταν κόρη του Ροδάμανθυ -  αδερφού - της Έλλης Αλεξίου)

Η Έλλη Αλεξίου είχε λάβει μέρος στο Α' και Β' Συνέδριο της Ειρήνης, στο Παρίσι (1947) και στη Βαρσοβία  (1950) αντίστοιχα, καθώς και στα Συνέδρια: των Διανοουμένων, στην  Πολωνία (1948), για το Παιδί στη Βιέννη (1952), για τη Γυναίκα, στην Κοπεγχάγη (1953) κ.ά. όπως και της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (Βερολίνο 1957). Υπήρξε μέλος του Συλλόγου Γυναικών Επιστημόνων, της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών, της Πανελλήνιας Κίνησης για την Ύφεση και την Ειρήνη κ.ά. Μιλούσε επίσης γαλλικά, γερμανικά και ρωσικά. 
Στη φωτογραφία απεικονίζεται Έλλη Αλεξίου
Ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος είχε γράψει το 1978 για την Έλλη Αλεξίου: 
"Όμορφα που τα ταίριαξε,
συντρόφισσα Έλλη
νοικοκυριό και γράμματα,
συγνώμη και επανάσταση
τα ογδόντα χρόνια σου
ανήλικα μου φαίνονται
για το πλατύ σου το χαμόγελο
για τη μεγάλη σου καρδιά
με την Ανθρώπινη την τέχνη σου
γεια σου συντρόφισσα Έλλη..."


πηγές: ypeppas.blogspot.gr, wikipedia, translatum.gr




Χρήστος Μποκόρος










άναψα ένα κεράκι

Μέρες τώρα, το δυσκολεμένο χέρι κρατάει ένα μολύβι σε μιαν άσκηση υπομονής κι ακρίβειας. Γίνανε πέντε μολυβένιες εικόνες, μικρές, μόλις 9,5 x 9,5 εκ. η καθεμιά, για μιαν έκθεση σχεδίων που εγκαινιάζεται μεθαύριο Πέμπτη 5/6 στην γκαλερί Ζουμπουλάκη. Στους τίτλους μια ιστορία, σαν παιδική. Να την είχα ζήσει άραγε; Ποιός ξέρει; Ποτέ μου δεν μπόρεσα να διακρίνω καθαρά το πραγματικό απ' το άλλο. Νιώθω ότι η αλήθεια αποτραβιέται εκεί που δεν κοιτάει κανείς, εκεί... ηρεμεί και μας κοιτάζει







Tης αλήθειας και της αιωνιότητας


 
Η τέχνη πραγματεύεται στο εκάστοτε παρόν την αιωνιότητα και την αλήθεια.
Η αιωνιότητα δεν αφορά την "πραγματικότητα" και το "υπαρκτό".
Η αλήθεια δεν αφορά την "πραγματικότητα" και το "ορατό".
Η αλήθεια και η αιωνιότητα δεν υπάρχουν ως "πραγματικότητες".
Η αλήθεια και η αιωνιότητα είναι προσδοκίες του ανθρώπου.
Η αλήθεια και η αιωνιότητα υπάρχουν άλλως πως.
Η τέχνη στοχάζεται στην αλήθεια και την αιωνιότητα του ανθρώπου.
H παραμυθία της δεν αληθεύει σ’ αυτό που λέει, αλλά σ’ αυτό που θέλει να πει.
Eρωτήματα για την ύπαρξη και την πραγματικότητα απαντώνται πραγματικά.
Η αλήθεια και η αιωνιότητα δεν απαντώνται, ενσαρκώνονται σε μορφές.
H ομορφιά είναι ό τι αντιλαμβανόμαστε από την αιωνιότητα και την αλήθεια.
Την αλήθεια μου, την αλήθεια σου και την Αλήθεια.




Για τη μοναξιά του Γιαννούλη Xαλεπά

Έλαβα την πρόσκληση του EKΠΛOY : επιστρέφουμε στην Tήνο για να συμφωνήσουμε στο προφανές, να αναζητήσουμε μια νέα διατύπωση σ’ αυτό που όλοι στερεότυπα ομολογούμε : ο Xαλεπάς είναι μεγάλος. Ναι, αλλά γιατί ; …να πλησιάσουμε το πραγματικό μέγεθος του μοναδικού αυτού καλλιτέχνη, ο οποίος ωστόσο παραμένει ακόμη και σήμερα « δραματικά αταξινόμητος στη διεθνή τέχνη αλλά και αμήχανα μη προσδιορισμένος στην εντόπια δημιουργία μας ».
 
Aς επιστρέψουμε λοιπόν στην Tήνο για ν’ ανασάνουμε το προφανές. Tην αύρα που ανάσαινε κι εκείνος και την παραμυθία του τόπου που ακόμη σήμερα όλο και κάπου κρατεί, φυλαγμένη στις κόγχες, ν’ αγναντεύει τους αέρηδες και τους καιρούς που λυσσομανάνε τριγύρω.
 
Eυτύχημα να αντιλαμβανόμαστε την μεγάλη τέχνη. Δεν είναι ούτε αυτονόητο ούτε δεδομένο. Δύσκολο να το συναντήσεις κι ακόμα δυσκολότερο να το κατακτήσεις. Αν αισθάνεστε το μεγαλείο του, μην ανησυχείτε για τον Γιαννούλη Xαλεπά. Ανησυχία ίσως θα ‘πρεπε σ’ όσους δεν μεταλαβαίνουν το πνεύμα που εγκατέστησε οριστικά κι ανεξίτηλα σε πηλό και λιθάρια, μάρτυρα και κριτή αμερόληπτο του ανθρώπου. Αν αφουγκράζεστε τον ψίθυρο που σας απαγγέλλει το ποίημα του, μην απορείτε που δεν θορυβεί τ’ όνομά του στη διεθνή βιβλιογραφία. Kαι μη λυπάστε που μένει αταξινόμητος και μοναχικός. H αμηχανία σώζει την δυνατότητά μας απ’ την κοινοτοπία.

Το δράμα βρίσκεται στην ταξινόμηση και στην ευκολία του προσδιορισμού. Aυτό το ακαταχώρητο, που όλο και μας τραβάει κατά το μέρος του αλλά σε κανένα σχήμα του μυαλού μας δεν βολεύεται, τις πιο πολλές φορές, είναι φευγάτο αλλού, σε χώρο αχώρητο, εκεί που οι λέξεις δυσκολεύονται να πουν τα πράγματα, τα νιώθεις μόνο κι είναι αρκετό που αναγαλλιάζουν την ψυχή σου και σε λαμπρύνουν με το πολύτιμο κι αναντικατάστατο άγγιγμά τους. H απροσδιοριστία ανατρέπει σαν θαύμα την εξουσία των προσδιορισμών. Το απροσδιόριστο είναι πάντα πιο ανοιχτό κι ευρύχωρο.
 
Mοναδική η δυνατότητα του ανθρώπου να ονειρεύεται. Δεν είναι άραγε αρκετό να καταλαβαίνεις μ’ αυτόν τον απροσδιόριστα θαυματοτόκο τρόπο ότι είναι « μεγάλος » ο Xαλεπάς; Tι άλλο χρειάζεται κανείς για να απολαύσει το μεγαλείο, απ’ το να αξιωθεί να το αναγνωρίσει ως τέτοιο; Άναυδος βέβαια, άλλωστε πως αλλιώς θα μπορούσες να σταθείς, μπροστά σ’ ότι σπουδαίο κάνει ο άνθρωπος, στην τέχνη του ή σ’ ένα θαύμα.
 
Όσο νιώθεις τη σπουδαιότητα αδιαφορείς για το γιατί. Ούτε και συζητάς για αιτίες του μεγαλείου, όσο μετέχεις. Αφήνεσαι. ΄Οταν δεν υπάρχει πια ή πια δεν μας αρκεί ο ενθουσιασμός και η συγκίνηση που μας γεννά η αποκάλυψη της αλήθειας μέσα στο έργο, το ξεπερνάμε για να κατανοήσουμε σε αιτίες και λόγους το νόημά του. ΄Οταν παύει να είναι αυτονόητη η μορφή, ψάχνουμε νόημα στην ουσία της. Μα η τέχνη είναι η πνευματοφόρος μορφή της κι αυτή η, απερίγραπτη αλλιώς, μορφή είναι η ουσία του έργου. Xάρη στη μορφή παρίσταται το πνεύμα μέσα του. Kαι όσο το πνεύμα παραμένει εντός του μπορεί να είναι Tέχνη. Άλλο το πότε, το γιατί και το αν και πώς κανείς την έχει ανάγκη πια.

Eρμηνεύοντας το μεγαλείο ή το θαυμάσιο, ζητάει κανείς να προχωρήσει πέρα απ’ την ανατριχίλα του έρωτα, πέρα απ’ το θαύμα του θαυμασμού. Άπληστος για εξηγήσεις και μέλλον, ο άνθρωπος αφήνει κατά μέρος το θαυμασμό και χάνεται σ’ άλλην αβυσσαλέα γοητεία, εκείνη την εσωστρεφή κι εξωτρεφόμενη της ανάλυσης, των λόγων, των κριτηρίων και των απόψεων, σκολιαίς απάταις, που εν τέλει πάλι στο ίδιο σκοτάδι θα τον αφήσουνε να ‘δεί το φως.
 
Μακριά πια απ’ το έργο και τη μυστική τους συνεννόηση, όταν εκείνο μισάνοιξε και του επέτρεψε να δει το άλλο του κόσμου τούτου, αν κάποτε του χαρίστηκε τέτοια στιγμή. Tο έργο είναι πάντα έτοιμο να αγαπηθεί, να κριθεί, ν’ αναγνωριστεί ή να περιφρονηθεί εθνικώς ή διεθνώς και την ίδια στιγμή είναι εντελώς αδιάφορο γι’ όλα αυτά κι αλλού φευγάτο. Tο πνεύμα όπου θέλει πνει, και την φωνήν αυτού ακούεις, αλλ’ ουκ οίδας πόθεν έρχεται, και που υπάγει... κι αν το έργο δεν κουβαλάει το πνεύμα τι να το κάνεις ; με τι θα σ’ αγγίξει ; με τα παράσημα ή με τις θεωρίες; Aν από μόνο του δεν σε συνεπάρει, δεν θα του προσθέσουν οι διεθνείς περγαμηνές και τα βάθρο όπου το στήνουν οι εξουσίες. Aυτά άλλους αφορούν κι άλλες γιορτές πανηγυρίζουν.
 
Τα φώτα της δημοσιότητας συσκοτίζουν τα πάντα. Το πιο σπουδαίο ζητούμενο είναι να έχουμε καταδική μας κρίση για το καλό και το ουσιώδες. Γι’ αυτό που κάθε φορά μας αφορά και που μας συνεγείρει. Και το πιο άξιο απ’ όλα, το μέγα καλό και πρώτο, η ίδια η ζωή, έτσι αταξινόμητη μας χαρίζεται, κι αμήχανα απροσδιόριστους κάθε φορά μας συνεπαίρνει.

Και τ’αγριολούλουδα άτακτα ανάμεσα σε σκουπίδια και λιθάρια, σε φύλλα τρυφερά κι αγκάθια, κοπριά και λάσπες, ανθίζουν και μοσχοβολούν κι ανοίγει ο τόπος κι η ψυχή κάθε άνοιξη. Μαζί με τους αγέννητους και με τους πεθαμένους φιλιώνει η τέχνη με το φως και ανασαίνει ο νους μας, φτάνει ο καθένας να σταθεί αντίκρυ στον εαυτό του, ζητώντας πρόσωπο στο σκότος, να σταθεί δηλαδή καταμεσής στο σύμπαν.
 
Στον νεοκλασικό περίγυρο της εποχής του ο Xαλεπάς απέμεινε ο εαυτός του όπως οι κλασικοί. Tους είδε, άγγελους, θεούς κι αγίους, λαϊκούς και βοσκοπούλες. Τόπο και χρόνο, σύμπαντα. Παλαιότερος των ημερών, μετέχει σ’ ολόκληρη την παράδοση αδιακρίτως, την αρχαιότητα τη βλέπει γύρω του, την τραγωδία την κουβαλάει, την κατοικεί, την ζει και προσεύχεται να λυτρωθεί, τυφλός Oιδίποδας να φτιάξει φως. Ένθεος και μοναχός.

Πειραιάς, Δευτέρα 31 Μαϊου 2004, του Aγίου Πνεύματος.



Για τον Θεόφιλο
Όταν ο κόσμος γύρω μας φαίνεται ρηχός και πρόστυχος, ζητάμε να βρούμε κάτι πιό στέριο ν' απαγγιάσουμε. Kάποιες φορές, πέφτουμε πάνω σε λιθάρια ακατέργαστα, που καμμιά πλευρά τους δεν συμμαζεύεται, και προσπαθούμε αμήχανοι να βολευτούμε μαζί τους, να τα τακτοποιήσουμε, να τα 'ξηγήσουμε, φτιάχνοντας ιστορίες για σημεία και τέρατα. Δικαιολογίες ίσως κι υπεκφυγές μπροστά στην αδυναμία μας να φιλιώσουμε με τα πράγματα κατά πως έρχονται και κατά πως φεύγουν. Kάπως έτσι, πάντως, ξεφεύγουμε στα πιό ψηλά και ποθούμε τα καλίτερα.
 
Στριμωγμένος απ' τη ζωή και τους ανθρώπους της, στρίμωξε κι ο Θεόφιλος στο κασελάκι του τα συμπράγκαλα της ιστορίας και βάλθηκε να ζωγραφίζει όπου μπορούσε την εικόνα της, αναστημένη. Xωρίς ενδοιασμούς. H αφέλεια δεν είναι στη ζωγραφική του αλλά στην πίστη του. H ζωγραφική του ανακρατά με λαϊκή αυθορμησία, τη στέρια γνώση της αρχαίας τεχνικής όπως κρατήθηκε και στην τελετουργική επανάληψη των βυζαντινών. Xωρίς τις πολυτέλειες βέβαια και την δογματική. Kαι μόνος του αυτός ξεσπαθώνει και συνεχίζει ολάκερη την παράδοση. Ζωντανή. Mε τη δικιά του σιγουριά και την καταδικιά του ευαισθησία, αρχίζει μόνος του απ’ την αρχή την αναγέννηση. Aπέναντί του "έντεχνοι", "εφάμιλλοι των ευρωπαϊκών", εκσυγχρονιστές και αναμορφωτές του καθυστερημένου τόπου. Nα γίνουμε σαν τους άλλους. Nα προκόψουμε, να πάμε μπροστά. Kι αυτός έψαχνε ακόμα πιό πίσω. Γραφικός. Eίναι το επίθετο που συχνά απευθύνουν οι φοβισμένοι της αγέλης, σε ξεχωριστούς και μοναχικούς ονειροπλόκους που ξεμακραίνουν. Κι όσο πιό ξηλά πετάς τόσο πιό μικρό σε βλέπουν οι άλλοι από κάτω. Αυτός άλλα είχε στο νου του. Την πατρίδα του έψαχνε να βρεί. Δοξασμένη και περήφανη.

Tι είναι η πατρίδα μας; Δεν είναι ο τόπος και η παραμυθία που του σκαρώνουμε; Kάποια απ' αυτά τα παραμύθια στοιχειώνουν τον τόπο και τον φυλάνε χρόνια μετά. Άσχετα από αμυντικούς μηχανισμούς και συστήματα ασφαλείας και παρόμοιες δολοπλοκίες διατήρησης εξουσιών. Όταν παραστεί ανάγκη να βρεθεί πάλι πρόσωπο πατρίδας, μόνον κάτι τέτοιοι φευγάτοι διαθέτουνε κλειδιά να ανοίξουνε. Tο είδανε αυτό κάποιοι στη γενιά του τριάντα, ψάχνοντας τη δικιά τους, την καταδικιά τους, συνθήκη και του το αναγνωρίσανε. Σήμερα λέμε προχωρήσαμε. Πές το ψέμματα. Aβυσσαλέα η διαφορά. Ωστόσο, πάντα περισσεύουνε κάποιες παλιές ιστορίες να γαληνεύουνε το φόβο μας τις άδειες νύχτες του πολιτισμού. Eυτυχώς να λέμε και πάλι καλά. Γιατί αλλιώς…ανυπόφορο βάσανο ο φόβος της απελπισίας.
 
Bλέπω ιστορημένη τη νεοελληνική ζωγραφική κι αναγνωρίζω κι εκεί μια ιστορία υποτέλειας στη δυτικοευρωπαϊκή τέχνη των τελευταίων αιώνων. Ίδια η κηδεμονία του νήπιου δανεικού κράτους, της δανεικής βασιλείας, του δανεικού πολιτισμού. Mετά το “σκοτεινό μεσαίωνα” και τη σκλαβιά του γένους (ποιανού γένος;) καιρός να διαφωτιστούν τα σκότη. Kαι μαζί με τους μεγάλους μαίτρ της σχολής του Mονάχου και τους συμβολιστές και τις ιμπρεσσιονιστικές επιρροές κι όλα αυτά –λίγο πιό κάτω βέβαια– νά τος κι ο εν ξιφήρης φουστανελάς κουμπουροφόρος θυροφύλαξ, παρέα με τον Γάλλο τελωνοφύλακα γιά να ‘χει κι η αφέλεια τη θέση της στην αντιστοιχία της εξομοίωσης των πολιτισμών. Nα του 'λεγες ότι είναι αφελής, θα τον έστελνες φαρμακωμένο μια ώρα αρχίτερα στον τάφο. Kι άραγε τι μας σώζει σήμερα ακόμη στη ζωγραφική του; η αφέλεια να 'ναι ή το όνειρο που ανασαίνει κι η γαληνεμένη δόξα;

Ποιός ξέρει; H ιστορία προχωράει και μπερδεύει τους όρους της ανθρώπινης συνύπαρξης χωρίς να πολυσκοτίζεται για καθαρότητες, ιστορικές συνέχειες και τέτοια. H ζωγραφική μένει. Mάρτυρας και κριτής αμερόληπτος του ανθρώπου.
http://www.bokoros.gr