Κυριακή 8 Ιουνίου 2014

Haiku - Χαϊκού


   Γιάννης Νικ. Μανιάτης


Οφείλω ευχαριστίες στον Ιαπωνολόγο Στέλιο Παπαλεξανδρόπουλο , αν. καθ/τη Παν/μίου Αθηνών,  για τη συνεισφορά του στην προσπάθεια αρτιότητας και εγκυρότητας των ιστορικών στοιχείων του παρόντος.

     
Γνωριμία με το χαϊκού (ή  χάικου, όπως επισημαίνει ο  Σ. Παπαλεξανδρόπουλος)                                           

“Όταν η δασκάλα μάς είπε ότι θα μάθουμε χαϊκού, όλοι κάναμε σαν τρελοί από τη χαρά μας, γιατί νομίζαμε ότι θα είναι κάτι σαν το κουνγκ-φου. Τα χαϊκού όμως είναι γιαπωνέζικα ποιηματάκια. Η δασκάλα μάς διάβασε μερικά, και ένα απ' αυτά μιλούσε για έναν κήπο στο φεγγαρόφωτο, για μια ιτιά και για άγρια μούρα. Άρχισα, λοιπόν, να προσέχω τι λέει. Τελικά, αποφάσισα ότι μου αρέσουν πολύ τα χαϊκού.”

Το παραπάνω απόσπασμα, από παιδικό βιβλίο, δίνει μια εικόνα της διάδοσης του χαϊκού στη χώρα μας. Τι είναι όμως το χαϊκού;  Η απλουστευμένη  ερμηνεία που ακολουθεί είναι και η πιο γνωστή :

Haiku: Ιαπωνική λυρική μορφή ποιήματος με μόλις δεκαεπτά συλλαβές και κατά παράδοση φυσιολατρικό ή φυσιοκρατικό χαρακτήρα. Στην Ιαπωνία γράφονται σε μία ή τρεις γραμμές ενώ στη Δυτική του “εκδοχή” σε τρεις γραμμές/στίχους των πέντε - επτά - πέντε συλλαβών. (1)

Επειδή όμως η απλούστευση συχνά οδηγεί σε λάθη, ας επιχειρήσουμε ένα ταξίδι στο χρόνο.


Οι ρίζες του haiku

Αναζητώντας τις ρίζες του haiku στην Ιαπωνία, θα πρέπει να γυρίσουμε πολλούς αιώνες πίσω, στην εποχή του Κοτζίκι (το αρχαιότερο διασωθέν ιαπωνικό κλασσικό βιβλίο - 712 μ.Χ.) που συναντάμε τα πρώτα δείγματα της αλυσιδωτής ποίησης ρένγκα (renga), με τη συμμετοχή πολλών ποιητών, για να φτάσουμε στον 11ο και 12ο αιώνα, εποχή ακμής του ποιητικού είδους.
Το ρένγκα ή ρένκου (2) είναι μια σειρά από πολλά ποιήματα του τύπου ουάκα ή τάνκα  (waka - tanka). Κάθε ουάκα, αποτελούσε μια στροφή με τριανταμία συλλαβές, χωρισμένες σε στίχους  των 5, 7, 5, 7, 7 συλλαβών και το έγραφαν δύο και περισσότερα πρόσωπα:  Ο πρώτος έγραφε τους τρεις πρώτους στίχους και ο δεύτερος τους δύο τελευταίους. Μόλις δημιουργούσαν το πρώτο ουάκα, η ίδια διαδικασία επαναλαμβανόταν από τους ίδιους - ή και άλλους ποιητές - για να σχηματίσουν ένα αλυσιδωτό ποίημα που έφτανε μέχρι και 10.000 στίχους. Για μεγάλο διάστημα η ποίηση ρένγκα αποτέλεσε την ποίηση της ανακτορικής αυλής, αφού τα ποιήματα έγραφαν κυρίως αυλικοί, ευγενείς, ιερείς και σταδιακά ανέπτυξε εξειδικευμένους κανόνες πχ. οι τρεις πρώτοι στίχοι, που ονομάζονταν hokku, έπρεπε να περιέχουν μια λέξη προσδιοριστική της εποχής (kigo).  
Τον 16ο αιώνα, σαν αντίδραση στην επίσημη γλώσσα των ρένγκα, αναπτύχθηκε το χαϊκάϊ -νο - ρένγκα  (haikai - no - renga), επίσης αλυσιδωτή ποίηση από ποιήματα χαϊκάϊ (haikai) με τους ίδιους συλλαβικούς περιορισμούς  (5, 7, 5 ο πρώτος ποιητής, 7, 7 ο δεύτερος κλπ) αλλά ευτράπελο έως και υβριστικό περιεχόμενο. Και σ' αυτή τη μορφή ποίησης, οι τρεις πρώτοι στίχοι διατήρησαν την ονομασία χόκκου ( hokku ).
Προς το τέλος του 17ου αιώνα ο Μπασό (Matsuo Kinsaku Basho, 1644 - 1694) καθιέρωσε ένα προσωπικό στυλ που ονομάστηκε σόφου (σό = η δεύτερη συλλαβή του ονόματός του, φού = στυλ, το στυλ του Μπασό). Την εποχή εκείνη ήταν συνηθισμένο οι ποιητές να συνθέτουν χόκκου για τον εαυτό τους, δηλαδή χωρίς την πρόθεση να το εντάξουν σε κάποιο μεγαλύτερο αλυσιδωτό ποίημα. Το γεγονός αυτό εκμεταλλεύτηκε ο Μπασό και κατάφερε να απομονώσει και να αναπτύξει το χόκκου ως ένα αυτοδύναμο πλέον ποίημα. Με τη φράση σόφου εννοούνται οι δύο συμβολές του Μπασό στην ιαπωνική ποίηση, δηλαδή:  
α) η απομόνωση των τριών πρώτων στίχων, δηλαδή του χόκκου, σε μια ανεξάρτητη ποιητική φόρμα   και  β) η επαναφορά στο σοβαρό περιεχόμενο.
Τέλη 18ου - αρχές 19ου  αιώνα ο Ίσσα  (Yataro Kobayashi Issa, 1763 - 1827) έρχεται να ανανεώσει εκ νέου την ποίηση του μεγάλου δασκάλου και το ταξίδι μας ολοκληρώνεται το 1890, όταν ο Masaoka Shiki εισάγει τις δικές του μεταρρυθμίσεις και καθιερώνει το νέο όρο χαϊκού ( haiku ) που επικρατεί μέχρι σήμερα.

Τον 20ο αιώνα η διάδοση του χαϊκού εκτός Ιαπωνίας υπήρξε εντυπωσιακή, χωρίς όμως να γίνει το ίδιο με την ενημέρωση για όλα όσα το αφορούσαν. (3) Αν και οι σύγχρονοι μελετητές του είδους προτείνουν τον  διαχωρισμό των όρων ανά εποχή, ώστε ο όρος hokkou να αναφέρεται στα έργα της προ - Σίκι εποχής και ο όρος haiku στα μετά - Σίκι, αποδέχονται ότι μέχρι να διαχυθεί η πλήρης ενημέρωση στο ευρύτερο κοινό, ο όρος haiku αναφέρεται στο σύνολο των έργων.


Χάϊκου : Κανόνες και Πνεύμα

     Μαθαίνοντας γι' αυτό “το λίγο που το καθιστά περισσότερο” 
     (Robert Browning)

Στην πρώτη, αν και δεν το αναφέρει ο τίτλος της, Ανθολογία Ελληνικού Χαϊκού, στο εισαγωγικό σημείωμα, ο Θ.Δ. Φραγκόπουλος, χαρακτηρίζει ως “νομοτέλεια” τον περιορισμό των  5, 7, 5 συλλαβών και το ξεχωριστό αυτό γνώρισμά του αναφέρουν όλες οι ερμηνείες του χαϊκού, όπου και αν ψάξουμε. Θα πρέπει, λοιπόν, να θεωρήσουμε πρώτο κανόνα - κριτήριο, για να χαρακτηριστεί ένα ποίημα χαϊκού, τον περιορισμό των 5, 7, 5 συλλαβών ανά στίχο. (4) 
Δεύτερος κανόνας είναι η λέξη εποχής (kigo), όπως προαναφέρθηκε και η οποία υποδηλώνει σε ποια εποχή, ή χρονική στιγμή, εντάσσει ο ποιητής το χαϊκού. ( παράδειγμα : άνθη κερασιάς δείχνουν την άνοιξη, χιόνι τον χειμώνα κλπ) 
Στη συνέχεια έχουμε το kireji, τη λέξη που προκαλεί μια στιγμιαία παύση και στα αγγλικά χαϊκού αντικαθιστάται με σημεία στίξης ( ∙, ! : ) στο τέλος της πρώτης ή της δεύτερης γραμμής για τον ίδιο λόγο. 
Αυτοί οι τρεις μπορούμε να πούμε είναι οι βασικοί κανόνες που διατήρησε το χαϊκού από την ιστορία του, χωρίς βέβαια να είναι οι μόνοι.  Για τη χρήση των εικόνων υπάρχει ειδική ενότητα κανόνων. Πχ. Εικόνες sabi, [Ο όρος sabi είναι δύσκολο να μεταφραστεί μονολεκτικά στα ελληνικά. Η πρώτη σημασία του είναι: μοναχικό, έρημο. Μετά: παλιώνω, σκουριάζω, αποκτώ την πατίνα του χρόνου. Τέλος, σημαίνει την απόλαυση τέτοιων πραγμάτων, που έχουν αυτή την πατίνα, που είναι ξεθωριασμένα, και γι' αυτό προσφέρουν μαζί και την αίσθηση του μοναχικού και εγκαταλειμμένου. Βλ. Wm. De Bary, “The Vocabulary of Japanese Aesthetics', Japanese Aesthetics and Culture-A Reader, State University of New York 1995, σ. 53. ] 
Εικόνες αυστηρής ομορφιάς (wabi) [Wabi=φτώχεια, υλική ανεπάρκεια, στέρηση, έλλειψη. Η αίσθηση ελευθερίας και ανεξαρτησίας που χαρίζει η ηθελημένη υλική ανεπάρκεια. Κατ' επέκταση κάτι ανεπιτήδευτο, στοιχειώδες, απλό, λιτό, αδρό και παραπέρα, μή τέλειο, ατελές - και αυτό, ως ωραίο] κ.ά  
Επίσης, έχουμε τον κανόνα της μιας ανάσας (να μπορεί ο αναγνώστης να διαβάσει το χαϊκού μεγαλόφωνα χωρίς να πάρει δεύτερη ανάσα), τον κανόνα για την περιορισμένη χρήση αντωνυμιών (ή την πλήρη απουσία τους) και άλλους πολλούς. 
Η πληθώρα των κανόνων μπορεί να κατανοηθεί, αν λάβουμε υπ' όψιν ότι στη γενέτειρά του είχαν αναπτυχθεί σχολές και η κάθε μία, εκτός από τους βασικούς κανόνες που εφάρμοζε, πρόσθετε και δικούς της. Όλοι οι μεγάλοι δάσκαλοι πρόσθεσαν κάτι, είτε στο ύφος, είτε στο περιεχόμενο, είτε στους κανόνες, χαράζοντας, με την προσωπικότητα των ποιημάτων τους, το όνομά τους στο δέντρο του χρόνου.
Με τη διάδοσή του στην Ευρώπη και εν συνεχεία στην Αμερική, το χαϊκού άρχισε σταδιακά να ελευθερώνεται από την αυστηρή παράδοση ύφους και θεμάτων, χωρίς να σταματήσουν ν' αναπτύσσονται νέοι κανόνες. Σε πολλές χώρες έχουν δημιουργηθεί σωματεία, ενώσεις κ.ά. ποιητών και αναγνωστών χαϊκού, γίνονται διαλέξεις, πολύωρες αναλύσεις ποιημάτων γνωστών δασκάλων, εκδίδονται εξειδικευμένα περιοδικά κλπ, ενώ τα τελευταία χρόνια παρουσιάζονται και τάσσεις επιστροφής στην αυστηρότητα ύφους και κανόνων του hokkou. 
                                    
Ποίηση χωρίς κανόνες είναι σαν αγώνα τένις χωρίς δίχτυ (Robert Frost)

Χωρίς να θέλω να κουράσω, ας μου επιτραπεί ν' αναφέρω έναν ακόμη κανόνα, καθώς πιστεύω θα βοηθήσει, μετά απ' όσα προανέφερα, να ξεπεράσει τους δισταγμούς του όποιος θα ήθελε ν' ασχοληθεί με το χαϊκού: 
Γράψτε κάθε haiku που σας έρχεται. Ακόμη και κακό. Μπορεί να εμπνεύσει τον επόμενο που θα είναι σίγουρα καλύτερος.       
(το ίδιο ισχύει για κάθε είδος ποιήματος)
Ο ποιητής χαϊκού καλείται, μέσα από την αναγνωστική του εμπειρία, να επιλέξει με αυστηρότητα ο ίδιος τους κανόνες που στη συνέχεια θα επιβάλλει στον εαυτό του, μπροστά στην πρόκληση που ονομάζεται χαϊκού. Αυτό μας διδάσκει άλλωστε και ο Μπασό λέγοντας :
“ Μάθε τους κανόνες και μετά ξέχασέ τους”.
Μάθε τους πρώτα, μαθήτευσε σ' αυτούς και μετά ξεπέρασέ τους,

Του Μπασό είναι και το κλασικό ποίημα που ακολουθεί, σε δύο εκδοχές του∙ η πρώτη σε επί λέξει μετάφραση του πρωτοτύπου και η δεύτερη σε ελεύθερη, ποιητική ανάπλαση (5)

          Λίμνη παλιά                                Λιμνούλα παλιά∙
      μέσα ο βάτραχος πηδά                    ο βάτραχος στον ήχο
         Ο ήχος του νερού                            πηδά του νερού.

Ο ίδιος, προέτρεπε τους μαθητές του: «Αν θες να μάθεις για το πεύκο, πήγαινε στο πεύκο, και αν για το καλάμι στο καλάμι. Και ξέχνα τον εαυτό σου, για να μην επιβληθείς στο αντικείμενο και δεν μπορείς να το γνωρίσεις. Η ποίησή σου θα κυλήσει αβίαστα όταν εσύ και το αντικείμενο θα γίνετε ένα - όταν θα έχεις βυθιστεί τόσο βαθιά εντός που θα καταφέρεις να δεις την κρυφή του λάμψη.» (6)  Για να γεμίσεις, πρέπει πρώτα να αδειάσεις. Αυτό διδάσκει το Ζεν, που σε σημαντικό βαθμό είναι το υπόβαθρο του χαϊκού. (7) 


Η εμφάνιση του χαϊκού στην Ελλάδα

Αρχές του 20ου αιώνα, με τη διάδοση του είδους στην Ευρώπη, εμφανίζονται στην Ελλάδα τα πρώτα θεωρητικά κείμενα για την ιαπωνική ποίηση. Το 1904 ο Σπυρίδωνας Δε Βιάζης δημοσιεύει το πρώτο μέρος σχετικού άρθρου του στο περιοδικό Ίρις Αθηνών. Τον Μάρτιο του 1925, ο Γ. Σταυρόπουλος, δημοσιεύει στο περιοδικό Λυκαβηττός έξι μικρά ποιήματα με τον γενικό τίτλο «Τρίστιχα» συνοδευόμενα από σύντομο σημείωμα γνωριμίας με το ποιητικό είδος.(8)
Τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς, ο Ν. Χάγιερ - Μπουφίδης, με το ψευδώνυμο Ίσαντρος Άρις, δημοσιεύει στο περιοδικό Νέα Τέχνη πέντε χάι-κάι και επίσης σχετικό με το θέμα σημείωμα. Παραθέτω από ένα ποίημά τους :

                      Γ. Σταυρόπουλος                            Ίσαντρος Άρις

                       Μαύρο χελιδόνι                             Εκεί, στη Δύση,
                       σε παλιό πατάρι                            ω πορφυρένιες
                       φτεροκοπάει                                θύμισες της Αττικής.  

Στη συνέχεια, τον Δεκέμβριο του 1926, ο Κύπριος ποιητής Παύλος Κριναίος - Μιχαηλίδης, δημοσιεύει δέκα τρίστιχα με τον γενικό τίτλο «Χάι-Κάι» (9) και το 1940, εκδίδεται η συλλογή Τετράδιο Γυμνασμάτων, του Γ. Σεφέρη, η οποία περιλαμβάνει 16 ποιήματα, επίσης με τον όρο χάι-κάι, για να ακολουθήσουν, ο Ζήσιμος Λορεντζάτος, το 1969 και  ο Δ.Ι. Αντωνίου, το 1972. 
Για να προλάβω ενδεχόμενες ενστάσεις, αφού στις περισσότερες λογοτεχνικές πηγές αναφέρεται ο Γ. Σεφέρης σαν πατέρας του χαϊκού στην Ελλάδα, οφείλω να  εξηγήσω ότι αυτό συμβαίνει είτε γιατί, σαν σποραδικές και μεμονωμένες, οι προηγούμενες δημοσιεύσεις πέρασαν απαρατήρητες,  είτε γιατί το κύρος του Σεφέρη και η ενασχόληση του Γ.Π. Σαββίδη και άλλων κριτικών της εποχής, με τα ποιήματά του έδωσαν οντότητα στο νέο αυτό ποιητικό είδος, είτε γιατί τα ποιήματα του 
Γ. Σταυρόπουλου, του Ν. Χάγιερ - Μπουφίδη και του Π. Κριναίου - Μιχαηλίδη κρίθηκαν συνηθισμένα τρίστιχα και δεν καταγράφηκαν έκτοτε ως χαϊκού.  Εδώ, όπως είναι φυσικό, δημιουργείται το ερώτημα : Ποια ήταν τα κριτήρια; 
Παραθέτω από ένα ποίημα του Γ. Σεφέρη και του Π. Κριναίου - Μιχαηλίδη, για να γίνουν εύκολα κατανοητές οι διαφορές και οι συγκλίσεις με το ιαπωνικό χαϊκού.   

         Γ. Σεφέρης                                     Π. Κριναίος               

    Άδειες καρέκλες                        Σα σημαιούλες πορφυρές
  τ' αγάλματα γύρισαν                στων λουλουδιών τη σύναξη
   στ' άλλο μουσείο                       τ' αγρού τη μυροφόρα

Είναι πιστεύω προφανής η απαιτούμενη λιτότητα του Γ. Σεφέρη, σε αντίθεση με την περιγραφική διάθεση του Π. Κριναίου, του οποίου τα εκφραστικά μέσα λειτουργούν ως σιωπηροί μάρτυρες της εποχής που γράφτηκε το ποίημα και γι' αυτόν ακριβώς το λόγο αδυνατεί έστω να πλησιάσει το 5, 7, 5 του χαϊκού.  Απ' την άλλη, παρατηρούμε και στο ποίημα του Γ. Σεφέρη να μην τηρείται απόλυτα ο συλλαβικός περιορισμός καθώς εκτείνεται σε 18 συνολικά συλλαβές  ( 6, 7, 5). Την απάντηση πλέον, γιατί τα ποιήματα του Γ. Σεφέρη χαρακτηρίστηκαν χαϊκού, δεν θα πρέπει να την αναζητήσουμε σε θεωρίες περί συνίζησης, αφού δεν υφίσταται χασμωδία, ακουστική δυσαρμονία, (10) αλλά στη μεταφορά της ουσίας του χαϊκού στην ελληνική πραγματικότητα, όπως ο Γ. Σεφέρης την αντιλήφθηκε, προσπαθώντας παράλληλα να διατηρήσει τον κανόνα των 17 συλλαβών. Εφάρμοσε δηλαδή αυτό που και προηγούμενα αναφέραμε, μέσα από την αναγνωστική του εμπειρία επέλεξε με αυστηρότητα τους κανόνες που επέβαλλε στον εαυτό του.

Κατά συνέπεια, θα πρέπει να δεχτούμε ως πρώτο εισηγητή του χαϊκού στην Ελλάδα τον Γ. Σταυρόπουλο και ως ουσιαστικό εισηγητή τον Γ. Σεφέρη.                   


Το ελληνικό δαιμόνιο ή πως το χαϊκού μπορεί να γίνει χαϊκούκου 

Το αρχικό εγχείρημα και η προσπάθεια του Γ. Σεφέρη μπορούμε να πούμε ότι παρανοήθηκε στη συνέχεια, με συνέπεια να έχουμε για αρκετά χρόνια μια ακραία εξελληνισμένη εκδοχή του και πολλούς δημιουργούς να εφαρμόζουν τη γνωστή μέθοδο του ακορντεόν, στην προσπάθειά τους να το προσαρμόζουν στα μέτρα των δικών τους δυνατοτήτων, αντί να προσαρμοστούν αυτοί στα δικά του. Αξίζει εδώ να σημειώσω, ότι δεν αναφέρομαι στις  προσπάθειες μετάφρασης ιαπωνικών haiku στην ελληνική, που μόνο άθλοι μπορούν να χαρακτηριστούν στο σύνολό τους, αλλά στα ελληνικά χαϊκού. Οι κατά καιρούς σοβαρές απόπειρες, φάνταζαν με φανούς θυέλλης στο νυχτερινό τοπίο της ελληνικής πραγματικότητας και μόλις την τελευταία δεκαετία άρχισε το θέμα να αντιμετωπίζεται με σοβαρότητα. Η καλύτερη ενημέρωση και η έκδοση της πρώτης Ανθολογίας Ελληνικού Χαϊκού, από τον ποιητή Χρήστο Τουμανίδη, έδωσαν μια νέα διάσταση.

Ένα ακόμη απόσπασμα από το παιδικό βιβλίο, με το οποίο προλογίζω αυτή την απόπειρα γνωριμίας με το χαϊκού, θα βοηθήσει πιστεύω τον καλοπροαίρετο αναγνώστη να καταλάβει γιατί χρησιμοποίησα προηγούμενα τον όρο χαϊκούκου : 

«Αχ και τι δε θα 'δινα
να βρεθώ στο σπίτι μου ξανά
με τη μαμά, τον μπαμπά
και τη Ράντις. 

Αυτό είναι ένα χαϊκού. Κάναμε τα χαϊκού στο μάθημα της γλώσσας.» (11) 

Η διάδοσή του στη χώρα μας, αν κρίνουμε από τις συλλογές που εκδόθηκαν και άλλες μορφές έκφρασης που εμφανίστηκε κατά καιρούς, μόνο εντυπωσιακή μπορεί να χαρακτηριστεί. Διαγωνισμοί χαϊκού, Δημιουργική γραφή με ποιήματα χαϊκού (Γαλλικό Ινστιτούτο Θεσσαλονίκης, 1ο Ενιαίο Λύκειο Δράμας κ.ά.), Εκθέσεις ζωγραφικής με πίνακες εμπνευσμένους από χαϊκού, Τραγούδια εμπνευσμένα από χαϊκού (CD “δεκαέξι χαϊκού και άλλες ιστορίες”, Sigmatropic) είναι μερικά παραδείγματα. Ένα επίσης αξιοσημείωτο παράδειγμα είναι η χρήση του χαϊκού σε μαθητές αρχαίων ελληνικών, ώστε να μάθουν να χρησιμοποιούν την λέξη που κυριολεκτικά αντανακλά αυτό που θα ήθελαν να εκφράσουν, σε μια εποχή που συνήθως χρησιμοποιούνται οι συγγενείς λέξεις με αποτέλεσμα την εκφραστική αδυναμία.


Προϋποθέσεις και θέσεις για ένα ελληνικό Χαϊκού

Σε σχετικό δοκίμιό του, αναδημοσιευμένο στο περιοδικό Τετράμηνα (τ. 56 - 58), ο π. Παναγιώτης Καποδίστριας, βραβευμένος το 1993 από την Ιαπωνική Πρεσβεία σε Πανελλήνιο Διαγωνισμό Χαϊκού, εκτός των άλλων εισηγείται προτάσεις για ένα ελληνικό Χαϊκού, υπό την οπτική δηλαδή της ελληνικής κουλτούρας. Αντιγράφω εδώ αποσπάσματα : « Η δεκαεπτασύλλαβη επικράτεια του ιαπωνικού αυτού ποιητικού είδους οριοθετεί την απαίτηση του πνεύματος για αποτύπωση μιας πολύτροπα ωραίας στιγμής και τη διάσωσή της, οπότε το άπαξ γεγονός προάγεται σ' ένα διαρκές γινόμενο. Εκείνο που πρέπει να προσεχθεί πολύ εδώ είναι, ότι για να διασωθούν τα περικλειόμενα στο τρίστιχο, χρειάζεται να φέρουν αφ' εαυτών τις δυναμικές γι' αυτό. Διατηρώ την πεποίθηση, ότι το τρίστιχο που καταλήγει σαν απλή χρονογραφική καταγραφή μιας κάποιας συγκλονιστικής έστω εμπειρίας από την έξω ή τη μέσα μας φύση, τελικά δεν έχει και πολλά σημαντικά να προσφέρει, αν δεν φέρει αφ' εαυτού τα στοιχεία της διάσωσής του. […]
Στο ποθούμενο (την κατά τρόπο βραχύ και απόλυτο δηλαδή εκφορά της στιγμής)  συμβάλλει αποφασιστικά η δεκαεπτασύλλαβη αυστηρότητα της φόρμας του Χαϊκού. Κι αν θέλουμε να συγκεκριμενοποιήσουμε τη συλλογιστική μας πάνω στο αν και κατά πόσο θα ήταν εφικτό να υπάρξει ελληνική εκδοχή του Χαϊκού, παραπέμπουμε αναλογικά, πλην ανεπιφύλακτα, στα λογοτεχνικά επιτεύγματα των αρχαίων Ελλήνων Λυρικών και μάλιστα της τέχνης του επιγράμματος, όπου ο αυτοπεριορισμός του δημιουργού στην πειθαρχεία της φόρμας και η υπακοή του στους κανόνες της αφαίρεσης καρποφόρησαν με τέτοια έξαρση, ώστε δικαιολογούμαστε να μιλάμε, όχι απλά για λογοτεχνήματα, αλλά για γλυπτική του λόγου. […] 
Εκεί που χρειάζεται να υπάρξει μια σοβαρή ελληνική διαφοροποίηση ως προς το ιαπωνικό χαϊκού  είναι, ότι το ελληνικό ανάλογο τρίστιχο δικαιούται να συμπεριφέρεται άνετα σαν ένα είδος γνωμικού ή και σαν φιλοσοφικό απόφθεγμα, χωρίς ετούτο να σημαίνει, ότι μεσ' από το φυσιολατρικό ή και φυσιοκρατικό στιγμιότυπο, που απαιτεί ο κανόνας του ιαπωνικού χαϊκού, αποκλείεται η φιλοσοφική διάθεση και διάσταση. Αξίζει μάλιστα εδώ να υπογραμμισθεί, ότι η εν γένει φιλοσοφία των Ιαπώνων, η οποία περνάει με σαφήνεια και σ' αυτήν ακόμη την αρχιτεκτονική των κήπων τους, θέλει να βλέπει σύνολο τον κόσμο μέσα στο παραμικρό στιγμιότυπο από τη φύση. Τίποτα δηλαδή μέσα στο χαϊκού δεν συμμετέχει συμπτωματικά ή άνευ λόγου. Όλα είναι προμελετημένα. […]  Είναι πάντως σαφές, ότι η δεκαεπτασύλλαβη πειθαρχία αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο, το πλέγμα ασφαλείας, για ν' ανθέξει το ποιητικό οικοδόμημα του Χαϊκού την πυκνότητα του περιεχομένου και τούτο κανείς ποτέ δεν πρέπει να το παραθεωρεί.»

Παραθέτω σε αυτό το σημείο το βραβευμένο χαϊκού του π. Παναγιώτη Καποδίστρια:

                   «Ξάφνου το φίδι
                   ν' αποδερματώνεται
                     το φιλδισένιο.»

*  Εναρμονισμένο δομικά στις ιαπωνικές απαιτήσεις (όπως ο ίδιος αναφέρει)

Ανάλογες είναι και οι θέσεις του Χρήστου Τουμανίδη, βραβευμένου το 2002 σε Διεθνή Διαγωνισμό Χαϊκού και επιμελητή της πρώτης Ανθολογίας Ελληνικού Χαϊκού - η οποία πρόσφατα μεταφράστηκε στα αλβανικά. Από τις απαντήσεις του, σε ερωτήματα που έθεσα υπ' όψιν του, μεταφέρω εδώ τα κυριότερα σημεία: «[…] αν δεχτούμε πως το χαϊκού βρίσκεται στις μέρες μας στο υψηλότερο στάδιο της εξέλιξής του - στην ωριμότητά του δηλαδή - τότε θα πρέπει να το αντιμετωπίσουμε με ανάλογη σοβαρότητα και … ωριμότητα βεβαίως. 
Κι αυτή η «σύσταση» δεν απευθύνεται μόνο σ' εμάς τους Έλληνες, αλλά και προς τον υπόλοιπο κόσμο, σ' όλους τους ποιητές και μελετητές του χαϊκού, κάθε γλώσσας.
Να γιατί, κατά την ταπεινή μου γνώμη, θα πρέπει να τηρούνται, τουλάχιστον τα δύο εξωτερικά χαρακτηριστικά, που αποτελούν μέρος της «ταυτότητας» του χαϊκού: Η τρίστιχη διάταξη των στίχων του δηλαδή και το δεκαεπτασύλλαβο της συνολικής έκτασής του. Με μία ίσως «ελευθερία» στην αντιστοιχία των συλλαβών ανά στίχο : 5-7-5, αλλά και 5-5-7 ή 7-5-5. Αυτό γίνεται εξ' άλλου αποδεκτό και από αρκετούς Ιάπωνες ποιητές του καιρού μας.
Και ολοκληρώνοντας τη «θέση» μου θα έλεγα το εξής: Το χαϊκού, αυτή η απλή αλλά πολύ απαιτητική φόρμα, εκείνο που πρωτίστως υποβάλλει στους αποδέκτες και στους ίδιους τους δημιουργούς του, είναι η άσκηση στην πυκνότητα του λόγου και η λιτότητα της έκφρασης μέσα σε συγκεκριμένα πλαίσια. Τα οποία, πλαίσια, ή τα αποδέχεται κανείς a priori και εκφράζεται μέσα σ' αυτά ή δεν τα αποδέχεται και επομένως αναζητά άλλες φόρμες και άλλη φιλοσοφία για να αρθρώσει τον όποιο λόγο του.
Κάθε άλλη ενδιάμεση ή παραπλήσια εκδοχή, είναι προφανές πως δεν αποτελεί παρά έναν αυτάρεσκο πειραματισμό ή μια αυθαίρετη πρόταση - «προς εαυτόν» - έξω από το πνεύμα και τη φιλοσοφία του χαϊκού.[…]
[…] Από τον Γιώργο Σεφέρη, το Ζήσιμο Λορεντζάτο και τον Ι.Δ. Αντωνίου, τους πρώτους σοβαρούς και καθοριστικούς εισηγητές του χαϊκού στη χώρα μας, μέχρι τους νεώτερους ποιητές μας που γράφουν χαϊκού, μπορεί κανείς χωρίς δυσκολία, να διακρίνει τις διαφοροποιήσεις και τις μεταβολές που δέχτηκε αυτό το «εισαγόμενο» ποιητικό είδος.
Επομένως δε γίνεται λόγος εδώ, για το εάν πρέπει να υπάρξει διαφοροποίηση στη γραφή του χαϊκού στη δική μας γλώσσα. Θέλουμε δε θέλουμε, για τους λόγους που προανέφερα, αυτή η διαφοροποίηση, σε σχέση με το χαϊκού που δημιουργούν οι Ιάπωνες, είναι μια πραγματικότητα, ένα φαινόμενο υγιούς αλληλεπίδρασης ανάμεσα σε πνευματικά προϊόντα διαφορετικών πολιτισμών. Αν μάλιστα ληφθεί υπ' όψιν, το γεγονός πως και οι σύγχρονοι Ιάπωνες ποιητές δε γράφουν τα χαϊκού με τον τρόπο που έγραφαν οι προγενέστεροί τους, τότε γίνεται ακόμη πιο κατανοητό το φαινόμενο αυτό της διαφοροποίησης, το οποίο άλλωστε δηλώνει έναν «φυσικό» νόμο που διέπει τα πάντα: Τον νόμο της εξέλιξης και της αλλαγής.
Το ζήτημα λοιπόν που τίθεται είναι, ως ποιο σημείο μπορεί να υπάρξει διαφοροποίηση, εν προκειμένω στο ελληνικό χαϊκού, και σε τι. 
Πιστεύω πως οι μόνες διαφοροποιήσεις, παρεκκλίσεις αν θέλετε, που μπορούν να υπάρξουν, είναι αυτές που ανάγονται στο πεδίο του περιεχομένου. Εκεί εξ' άλλου εντοπίζονται και οι «αδυναμίες» τρόπον τινά του παραδοσιακού χαϊκού, για μας τους Δυτικούς. Γι' αυτό και η θεματολογία των χαϊκού που γράφουν οι Έλληνες, είναι πιο πλούσια και εκτείνεται με μια ελευθερία σε πεδία που οι Ιάπωνες, αρχικά, θεωρούσαν ανεπίτρεπτα, για τη φύση του χαϊκού.
Δε νομίζω πως χρειάζεται να γίνω πιο αναλυτικός σ' αυτό το σημείο. Τα πράγματα είναι απλά, αλλά αυτό δε σημαίνει απλοϊκά ή εύκολα. Όλα τα δεδομένα στο χώρο της ποίησης και της τέχνης γενικά, απατούν αγάπη πρωτίστως και σεβασμό.»

Παραθέτω επίσης το βραβευμένο χαϊκού του Χρήστου Τουμανίδη

             Στο Ναγκασάκι,
             ο θάνατος γέννησε
             νέες ελπίδες


Η πρόκληση
                                   
Το χαϊκού, με την δεκαεπτασύλλαβη πειθαρχία και τους άλλους κανόνες που το χαρακτηρίζουν και αυτοί ακριβώς το ξεχωρίζουν από άλλα τρίστιχα ποιήματα, είναι μια πρόκληση που καλείται να αποδεχτεί ή όχι ο κάθε δημιουργός. Μια άσκηση λιτότητας, χρήσιμη έως απαραίτητη στις μέρες μας, ημέρες φλυαρίας και μια άσκηση αυτοπειθαρχίας σε καιρούς  εκπτώσεων.
Το να δημιουργεί νεωτεριστικές σχολές η γνώση και η ικανότητα, είναι απ' όλους επιθυμητό και σεβαστό, αλλά διαφορετικό απ' το να δημιουργούν σχολές η άγνοια και η αδυναμία, με την επίκληση της ανανέωσης.

Ο γνωστός συγγραφέας και μεταφραστής χαϊκού, Μισέλ Φάις, αναφερόμενος στις κατά καιρούς εκπτώσεις των δημιουργών, πολύ εύστοχα, είχε σημειώσει το εξής: «Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι αποτελεί ματαιοπονία - ή έστω δευτερεύουσας σημασίας επιδίωξη - η δεκαεπτασύλλαβη αναπνοή του ποιήματος. Νομίζω ότι αυτή η εκτίμηση συχνά υποκρύπτει μια «νόμιμη» οκνηρία∙ κι αυτό το υπογραμμίζω, εξυπακούεται, χωρίς να παραβλέπω τον διαφορετικό γλωσσικό «βιότοπο» της ιαπωνικής και της ελληνικής. Ωστόσο, μου φαίνεται λιγάκι ευκολία να εφησυχάζουμε σε προγραμματικά γλωσσολογικά εμπόδια. Και αυτό με προκαλεί, αναποδογυρίζοντας το σκηνικό, να σκεφτώ κάποιον Ιάπωνα ο οποίος θα αναλάμβανε να γυρίσει στη γλώσσα του το δημοτικό μας τραγούδι, αδιαφορώντας να βρει στη δική του λογοτεχνική παράδοση κάποιο μετρικό ομόλογο του δεκαπεντασύλλαβου…» (12) 

Η Ευγενία Κριτσέφσκαγια, παρουσιάζοντας δύο βιβλία χαϊκού, ολοκληρώνει το κείμενό της ως εξής: «Όταν πρωτογνώρισα τα χαϊκού, μου ήρθε η σκέψη, ότι αν δεν γεννιόνταν στην Ιαπωνία, θα έπρεπε να γεννηθούν στην Ελλάδα. Στην αρχαία, εννοείται. Πουθενά αλλού δεν έχει επιτευχθεί αυτή η μαγική σύνθεση των τεχνών, πουθενά αλλού η ανθρώπινη δημιουργία δεν βίωνε τέτοια αρμονία με την περιβάλλουσα φύση. Απλότητα και βάθος της σκέψης, λεπτός και εύθραυστος στίχος, θλίψη, χαρά, συμπόνια σε 17 συλλαβές, δυναμική και στατική. Παρ' όλες τις [μεταξύ τους] διαφορές, τα δυο βιβλία τηρούν ευλαβικά αυτούς τους κανόνες που όρισε ο μεγάλος μάστορας του χαϊκού Μπασό.» (13)

Όπως  ανέφερα και προηγούμενα το χαϊκού είναι μια άσκηση που μόνο οφέλη μπορεί να αποκομίσει ο κάθε ποιητής. Το σημαντικότερο όφελος, από την αναμέτρησή του με τη φόρμα, είναι η κατάκτηση της λιτότητας. 
Όμως, στο τέλος αυτής της αναμέτρησης, το ερώτημα που μένει να απαντήσουν οι ποιητές είναι: Γιατί θα πρέπει τηρούνται δεν τηρούνται οι προϋποθέσεις να ονομάζουν τα ποιήματά τους χαϊκού ; 
Όταν κάλλιστα μπορούν να επιλέξουν άλλες ονομασίες π.χ. Με τη μορφή χαϊκού, Τρίστιχα κλπ

Κλείνω μ' έναν «διάλογο ποιημάτων», το πρώτο δικό μου και το δεύτερο του Χρ. Τουμανίδη:

      
         Στήνω παγίδα                            Όλος ο κόσμος
        με μελάνι και χαρτί.                    δεκαεφτά συλλαβές.
        Γελώντας φεύγει!                       Τραγούδα, μπορείς!   






     Σημειώσεις : 

1) Ανάλογη είναι και η ερμηνεία που δίνεται στο Λεξικό Λογοτεχνικών Όρων με την προσθήκη του χαρακτηρισμού “ακαριαίο” ποίημα. (Λεξικό Λογοτεχνικών Όρων, Ιωάννης Παρίσης, Νικήτας Παρίσης, εκδ. ΟΕΔΒ Αθήνα, 2004)

2) Donald Keene, Ιαπωνική λογοτεχνία - Εισαγωγή για αναγνώστες από τη Δύση, μτφρ. Κλαίρη Β. Παπαπαύλου, εκδ. Καρδαμίτσα, σελ. 52)

3) Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα ιστορικά στοιχεία για την προέλευση της ονομασίας που αναφέρονται στα, πρόσφατα σχετικά, βιβλία αρ.3 και αρ.10 του πίνακα  που ακολουθεί.

4) Στο σημείο αυτό υπάρχει διχογνωμία των μελετητών αν το χαϊκού θα πρέπει να γράφεται σε μια, δύο ή τρεις γραμμές/στίχους. (πχ στην Ιαπωνία γράφεται είτε σε μια κάθετη γραμμή είτε σε τρεις οριζόντιες).  Ως νομοτέλεια χαρακτηρίζει τον περιορισμό των 5, 7, 5 συλλαβών, ο Θ. Δ. Φραγκόπουλος και σε άρθρο του στο περιοδικό «Νέα Εστία» (15 Φεβ, 1995, σελ 248-251) 

5) Ακολουθώντας το παράδειγμα του Νίκου Φωκά θεώρησα σωστό να παρουσιάσω δύο εκδοχές του ποιήματος.  Η πρώτη εκδοχή είναι το αποτέλεσμα της επί λέξει μετάφρασης του πρωτοτύπου από τον Στέλιο Παπαλεξανδρόπουλο, ενώ η δεύτερη εκδοχή που αποτελεί μια ελεύθερη, ποιητική ανάπλαση προέρχεται από το δοκίμιο του π. Παναγιώτη Καποδίτρια.

6) Επιγραμματικά αναφέρεται στο θέμα της ονομασίας η Τιτίκα Δημητρούλια, σε παρουσίαση βιβλίου στην Καθημερινή (Κυριακή  14/8/2005) και από το κείμενό της είναι το απόσπασμα της διδαχής του Μπασό. 

7) Ο Δημήτρης Τσινικόπουλος, εκτός απ' το βιβλίο του Τρίστιχα και Χαϊκου συμμετέχει με ένα κεφάλαιο στο βιβλίο Τέχνη & Μυστικισμός, εκδ. Αρχέτυπο, 2002. Στο κείμενό του αναπτύσσει τις βασικές αρχές του χαϊκού και της φιλοσοφίας Ζεν που σε σημαντικό βαθμό είναι το υπόβαθρο του χαϊκού.

8) Μαρία Τόμπρου, Η είσοδος του χάικου στην Ελλάδα, περ. Ο Πολίτης, τεύχος 90, 2001. Στο πολύ ενδιαφέρον άρθρο της η Μαρία Τόμπρου αναφέρει αναλυτικά τις αρχικές πηγές. Η ίδια υιοθετεί την ονομασία χάικου (όπως επισήμανε ο Στέλιος Παπαλεξανδρόπουλος).

9) Ν. Χάγιερ - Μπουφίδης με το ψευδώνυμο Ίσανδρο Άρι στο περιοδικό Νέα Τέχνη Μαρτίου - Ιουνίου 1925  &  Παύλος Κριναίος-Μιχαηλίδης στο Φιλολογικό περιοδικό, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, αριθ. 42, σελ. 2, 12 Δεκεμβρίου 1926. -  Εδώ θα πρέπει να αναφέρω ότι η έρευνα, της ιστορίας του ελληνικού χαϊκού, είναι σε εξέλιξη και πιθανώς προκύψουν νέα στοιχεία.

10) Με παράδειγμα το ίδιο ποίημα - Άδειες καρέκλες , είχε διατυπωθεί η άποψη ότι ο Γ. Σεφέρης πετυχαίνει το 5, 7, 5 με τη χρήση συνιζήσεων. Όμως με τη συνίζηση, δηλαδή με τη συμπροφορά δύο φωνηέντων σε μια μετρική συλλαβή, αντιμετωπίζεται ως γνωστόν το φαινόμενο της χασμωδίας, δηλαδή η ακουστική δυσαρμονία, η κακοηχία, κάτι που δεν ισχύει στο στίχο: Άδειες καρέκλες, ο οποίος εκτείνεται σε 6 συλλαβές αντί 5 που θα έπρεπε, καθώς το μέτρο είναι δακτυλικό, οπότε οι συλλαβές ει και ε  είναι και μετρικές συλλαβές, κάτι που καθιστά απαγορευτική τη χρήση συνίζησης∙ ακριβώς για να μην προέλθει κακοηχία. Θεωρώ δε, ανεπαρκή την ερμηνεία ότι γραμματικά έχουμε συνθήκες συνίζησης, αφού οι μετρικές συλλαβές διαφέρουν από τις γραμματικές και τα ποιήματα εξετάζονται σύμφωνα με τις μετρικές τους συλλαβές∙ και αυτό, εκτός των άλλων, με την πίστη ότι το κάθε ποίημα γράφεται για απαγγελία και όχι για σιωπηρή ανάγνωση. Μια ελάχιστη απόδειξη της άποψης αυτής, είναι το γεγονός του διπλοτονισμού λέξεων από τους ίδιους τους ποιητές, όπου κρίνουν ότι η απαγγελία του ποιήματός τους επιτάσσει αυτό. Ο διπλοτονισμός σαν γεγονός, θα πρέπει να συνδεθεί με την προσπάθεια των ποιητών για μουσικότητα του λόγου, και βέβαια, σιωπηρή μουσικότητα δεν υφίσταται.  Στην περίπτωση Γ. Σεφέρη αναφέρεται και ο π. Παναγιώτης Καποδίστριας στο σχετικό δοκίμιό του (περιοδικό Τετράμηνα, τεύχος 56 - 58, σελ. 4208) σημειώνοντας την απόκλιση από την προϋπόθεση των 5 - 7 - 5 συλλαβών ανά στίχο σε δύο ακόμη ποιήματα. 

11) Τα αποσπάσματα είναι από το βιβλίο, Μια βαλίτσα ψάχνει σπίτι, Τζακλιν Ουιλσον και πιθανώς κατά τη μετάφραση δεν έγινε αντιληπτή η απόκλιση από το τρίστιχο, ως ελάχιστη συνθήκη χαϊκού (το αναφέρω ως ελάχιστη συνθήκη συνεκτιμώντας ότι μιλάμε για παιδικό βιβλίο)

12) Μισέλ Φάις, Σαράντα Χαϊκού ή Η παρατεταμένη σαγήνη του ακαριαίου. Το Προλογικό Σημείωμα στο βιβλίο «Χαϊκού για τη βροχή, το χιόνι, τον άνεμο, τον ήλιο, το φεγγάρι» (Μτφρ. Μισέλ Φάις, Εικόνες Χρόνης Μπότσογλου), Εκδ. Μπάστας - Πλέσσας, Αθήνα, 1994)

13) Από την παρουσίαση στην εφημερίδα κυριακάτικη Αυγή, 21 Αυγούστου 2005, των βιβλίων: Κεριά Θυέλλης - Χρήστου Τουμανίδη  και  Σιωπητήριο χιονιού - Ηλία Κεφάλα.



     Πίνακας Βιβλιογραφίας Χαϊκού

1. DONALD KEENE, ΙΑΠΩΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ - ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΓΙΑ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΔΥΣΗ, μτφρ. ΚΛΑΙΡΗ Β. ΠΑΠΑΠΑΥΛΟΥ, εκδ. ΚΑΡΔΑΜΙΤΣΑ

2. ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΧΑΙΚΟΥ, Επιμ. ΧΡ. ΤΟΥΜΑΝΙΔΗΣ, Εκδ. ΔΕΛΦΟΙ
3. Η ΚΛΑΣΣΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΩΝ ΧΑΙΚΟΥ, ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, 
        Μτφρ. ΔΩΡΑ ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ,  Εκδ. ΕΚΑΤΗ
4. ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΧΑΙΚΟΥ, Επιμ. ΖΩΗ ΣΑΒΙΝΑ, Εκδ. 5 + 6

5. 91 ΙΑΠΩΝΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΣΥΝ 1, ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΡΟΥΝΙΑΣ, Εκδ. Το ΡΟΔΑΚΙΟ 
6. ΕΡΩΤΙΚΑ ΧΑΙΚΟΥ, ΤΣΟΥΤΑΚΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ, Εκδ. ΙΔΜΩΝ
7. Η ΛΗΚΥΘΟΣ ΤΩΝ ΜΥΘΩΝ, ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΕΩΡΓΟΥΣΗΣ, Εκδ. ΕΡΙΦΥΛΗ
8. Η ΣΤΙΞΗ ΤΩΝ ΗΜΕΡΩΝ, ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣ ΚΑΡΑΣΟΥΛΟΣ, Εκδ. ΜΙΚΡΗ ΑΡΚΤΟΣ
9. ΚΕΡΙΑ ΘΥΕΛΛΗΣ - ΧΑΙΚΟΥ, ΧΡΗΣΤΟΣ ΤΟΥΜΑΝΙΔΗΣ, Εκδ. ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ
10. ΜΟΝΟ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΜΟΥ ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΝ, 59 ΧΑΙΚΟΥ ΤΟΥ ΜΠΑΣΟ, Μτφρ. ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ, Εκδ. ΕΡΑΤΩ
11. Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΑΧΝΗΣ, ΧΑΙΚΟΥ ΤΩΝ ΜΠΑΣΟ ΚΑΙ ΙΣΣΑ, Απόδοση ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΚΑΨΑΛΗΣ, Εκδ. ΑΓΡΑ
12. Ο ΛΥΚΟΣ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ, ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΕΩΡΓΟΥΣΗΣ, Εκδ. ΕΡΙΦΥΛΗ
13. ΣΕ ΜΟΡΦΗ ΧΑΙΚΟΥ, ΠΑΠΑΠΑΥΛΟΥ ΒΑΣΟΣ, Εκδ. ΛΙΒΑΝΗΣ 
14. ΣΙΩΠΗΤΗΡΙΟ ΧΙΟΝΙΟΥ, ΗΛΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΣ, Εκδ. ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ
15. ΤΟ ΕΡΗΜΟ ΛΥΚΟΦΩΣ, ΗΛΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΣ, Εκδ. ΑΣΤΡΟΛΑΒΟΣ/ΕΥΘΥΝΗ
16. ΤΡΙΑΝΤΑ ΤΡΙΑ ΧΑΙΚΟΥ, ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ ΓΙΩΡΓΗΣ, Εκδ. ΣΤΙΓΜΗ
17. ΤΡΙΣΤΙΧΑ ΚΑΙ ΧΑΙΚΟΥ,  ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΣΙΝΙΚΟΠΟΥΛΟΣ, Εκδ. ΙΔΜΩΝ
18. ΧΑΙΚΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΒΡΟΧΗ, ΤΟ ΧΙΟΝΙ, ΤΟΝ ΑΝΕΜΟ, ΤΟΝ ΗΛΙΟ, ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ, Μτφρ. ΜΙΣΕΛ ΦΑΙΣ, Εκδ. ΜΠΑΣΤΑΣ - ΠΛΕΣΣΑΣ
19. ΧΑΙΚΟΥ, Εκδ. ΓΕΡΜΑΝΟΣ
20. ΧΑΙΚΟΥ, Εκδ. ΜΑΤΙ
21. ΧΑΙΚΟΥ ΚΑΙ ΣΕΝΡΙΟΥ, ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΣΚΑΡΤΣΗΣ, Εκδ. ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
22. ΧΑΙ-ΚΟΥ, ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΑΦΤΕΡΑΝΗΣ & ΗΛΙΑΣ ΓΚΟΥΜΑΣ, Εκδ. CIGALE  

• αναφέρονται κατ' αλφαβητική σειρά τίτλου (με εξαίρεση τις ανθολογίες) 

εκτός από τα προηγούμενα θα πρέπει να αναφέρω και την ιδιωτική, εκτός εμπορίου έκδοση, ΔΡΟΣΟΣΤΑΛΙΔΕΣ, του ΣΠ. Κ. ΚΑΡΑΜΟΥΝΤΖΟΥ

• Αν και θεωρώ την ονομασία χάικου σωστή, θα πρέπει να αναφέρω ότι διατήρησα τη χρήση του όρου χαϊκού, για να αποφευχθεί ενδεχόμενη σύγχυση με τον διαφορετικό τονισμό του στα παραθέματα.
 Γιάννης Νικ. Μανιάτης
               01/02/2006
           για το www.lexima.gr

"ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΟ ΚΥΜΑ" Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

Ήμην πτωχόν βοσκόπουλον εις τα όρη. Δεκαοκτώ ετών, και δεν ήξευρα ακόμη άλφα. Χωρίς να το ηξεύρω, ήμην ευτυχής. Την τελευταίαν φοράν οπού εγεύθην την ευτυχίαν ήτον το θέρος εκείνο του έτους 187... Ήμην ωραίος έφηβος, κ' έβλεπα το πρωίμως στρυφνόν, ηλιοκαές πρόσωπον μου να γυαλίζεται εις τα ρυάκια και τας βρύσεις, κ' εγύμναζα το ευλύγιστον, υψηλόν ανάστημα μου ανά τους βράχους και τα βουνά.
Τον χειμώνα που ήρχισ' ευθύς κατόπιν μ' επήρε πλησίον του ο γηραιός πάτερ Σισώης, ή Σισώνης, καθώς τον ωνόμαζον οι χωρικοί μας, και μ' έμαθε γράμματα. Ήτον πρώην διδάσκαλος, και μέχρι τέλους τον προσηγόρευον όλοι εις την κλητικήν “δάσκαλε”. Εις τους χρόνους της Επαναστάσεως ήτον μοναχός και διάκονος. Είτα ηγάπησε μίαν Τουρκοπούλαν, καθώς έλεγαν, την έκλεψεν, από ένα χαρέμι της Σμύρνης, την εβάπτισε και την ενυμφεύθη.
Ευθύς μετά την αποκατάστασιν των πραγμάτων, επί Καποδίστρια κυβερνήτου, εδίδασκεν εις διάφορα σχολεία ανά την Ελλάδα, και είχεν ου μικράν φήμην, υπό το όνομα “ο Σωτηράκης ο δάσκαλος”. Αργότερα αφού εξησφάλισε την οικογένειάν του, ενθυμήθη την παλαιάν υποχρέωσιν του, εφόρεσε και πάλιν τα ράσα, ως απλούς μοναχός την φοράν ταύτην, κωλυόμενος να ιερατεύη κ' εγκατεβίωσεν εν μετανοία, εις το Κοινόβιον του Ευαγγελισμού. Εκεί έκλαυσε το αμάρτημά του, το έχον γενναίαν αγαθοεργίαν ως εξόχως ελαφρυντικήν περίστασιν, και λέγουν ότι εσώθη.
Αφού έμαθα τα πρώτα γράμματα πλησίον του γηραιού Σισώη, εστάλην ως υπότροφος της Μονής είς τινα κατ' επαρχίαν ιερατικήν σχολήν, όπου κατετάχθην αμέσως εις την ανωτέραν τάξιν, είτα εις την εν Αθήναις Ριζάρειον. Τέλος, αρχίσας τας σπουδάς μου σχεδόν εικοσαετής, εξήλθα τριακοντούτης από το Πανεπιστήμιον· εξήλθα δικηγόρος με δίπλωμα προλύτου...
Μεγάλην προκοπήν, εννοείται, δεν έκαμα. Σήμερον εξακολουθώ να εργάζωμαι ως βοηθός ακόμη εις το γραφείον επιφανούς τινος δικηγόρου και πολιτευτού εν Αθήναις, τον οποίον μισώ, αγνοώ εκ ποίας σκοτεινής αφορμής, αλλά πιθανώς επειδή τον έχω ως προστάτην και ευεργέτην. Και είμαι περιωρισμένος και ανεπιτήδειος, ουδέ δύναμαι να ωφεληθώ από την θέσιν την οποίαν κατέχω πλησίον του δικηγόρου μου, θέσιν οιονεί αυλικού.
Καθώς ο σκύλος, ο δεμένος με πολύ σχοινίον εις την αυλήν του αυθέντου του, δεν ημπορεί να γαυγίζη ούτε να δαγκάση έξω από την ακτίνα και το τόξον τα οποία διαγράφει το κοντόν σχοινίον, παρομοίως κ' εγώ δεν δύναμαι ούτε να είπω, ούτε να πράξω τίποτε περισσότερον παρ όσον μου επιτρέπει η στενή δικαιοδοσία, την οποίαν έχω εις το γραφείον του προϊσταμένου μου.
*
* *

Η τελευταία χρονιά που ήμην ακόμη φυσικός άνθρωπος ήτον το θέρος εκείνο του έτους 187... Ήμην ωραίος έφηβος, καστανόμαλλος βοσκός, κ' έβοσκα τας αίγας της Μονής του Ευαγγελισμού εις τα όρη τα παραθαλάσσια, τ' ανερχόμενα αποτόμως δια κρημνώδους ακτής, ύπερθεν του κράτους του Βορρά και του πελάγους. Όλον το κατάμερον εκείνο, το καλούμενον Ξάρμενο, από τα πλοία τα οποία κατέπλεον ξάρμενα ή ξυλάρμενα, εξωθούμενα από τας τρικυμίας, ήτον ιδικόν μου.
Η πετρώδης, απότομος ακτή μου, η Πλατάνα, ο Μέγας Γιαλός, το Κλήμα, έβλεπε προς τον Καικίαν, και ήτον αναπεπταμένη προς τον Βορράν. Εφαινόμην κ' εγώ ως να είχα μεγάλην συγγένειαν με τους δύο τούτους ανέμους, οι οποίοι ανέμιζαν τα μαλλιά μου, και τα έκαμναν να είναι σγουρά όπως οι θάμνοι κ' αι αγριελαίαι, τας οποίας εκύρτωναν με το ακούραστον φύσημα των, με το αιώνιον της πνοής των φραγγέλιον.
Όλα εκείνα ήσαν ιδικά μου. Οι λόγοι, αι φάραγγες, αι κοιλάδες, όλος ο αιγιαλός, και τα βουνά. Το χωράφι ήτον του γεωργού μόνον εις τας ημέρας που ήρχετο να οργώση ή να σπείρη, κ' έκαμνε τρις το σημείον του σταυρού, κ' έλεγεν: “Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, σπέρνω αυτό το χωράφι, για να φάνε όλ' οι ξένοι κ' οι διαβάτες, και τα πετεινά τ' ουρανού, και να πάρω κ εγώ τον κόπο μου!”
Εγώ, χωρίς ποτέ να οργώσω ή να σπείρω, το εθέριζα εν μέρει. Εμιμούμην τους πεινασμένους μαθητάς του Σωτήρος, κ' έβαλλα εις εφαρμογήν τας διατάξεις του Δευτερονομίου χωρίς να τας γνωρίζω.
Της πτωχής χήρας ήτον η άμπελος μόνον εις τας ώρας που ήρχετο η ίδια διά να θειαφίση, ν' αργολογήση, να γέμιση ένα καλάθι σταφύλια, ή να τρύγηση αν έμενε τίποτε διά τρύγημα. Όλον τον άλλον καιρόν ήτον κτήμα ιδικόν μου.
Μόνους αντιζήλους εις την νομήν και την κάρπωσιν ταύτην είχα τους μισθωτούς της δημαρχίας, τους αγροφύλακας, οι οποιοι επί τη προφάσει, ότι εφύλαγαν τα περιβόλια του κόσμου, εννοούσαν να εκλέγουν αυτοί τας καλυτέρας οπώρας. Αυτοί πράγματι δεν μου ήθελαν το καλόν μου. Ήσαν τρομεροι ανταγωνισταί δι' εμέ.
Το κυρίως κατάμερόν μου ήτον υψηλότερα, έξω της ακτίνος των ελαιώνων και αμπέλων, εγώ όμως συχνά επατούσα τα σύνορα. Εκεί παραπαίω, ανάμεσα εις δύο φάραγγας και τρεις κορυφάς, πλήρεις αγρίων θάμνων, χόρτου και χαμοκλάδων, έβοσκα τα γίδια του Μοναστηρίου. Ήμην “παραγυιός”, αντί μισθού πέντε δραχμών τον μήνα, τας οποίας ακολούθως μου ηύξησαν εις εξ. Σιμά εις τον μισθόν τούτον, το Μοναστήρι μου έδιδε και φασκιές διά τσαρούχια, και άφθονα μαύρα ψωμία ή πίττες, καθώς τα ωνόμαζαν οι καλόγηροι.
Μόνον διαρκή γείτονα, όταν κατηρχόμην κάτω, εις την άκρην της περιοχής μου, είχα τον κυρ Μόσχον, ένα μικρόν άρχοντα λίαν ιδιότροπον. Ο κυρ Μόσχος εκατοίκει εις την εξοχήν, εις ένα ωραίον μικρόν πύργον μαζί με την ανεψιάν του την Μοσχούλαν, την οποίαν είχεν υιοθετήσει, επειδή ήτον χηρευμένος και άτεκνος. Την είχε προσλάβει πλησίον του, μονογενή, ορφανήν εκ κοιλίας μητρός, και την ηγάπα ως να ήτο θυγάτηρ του.
Ο κυρ Μόσχος είχεν αποκτήσει περιουσίαν εις επιχειρήσεις και ταξίδια. Έχων εκτεταμένον κτήμα εις την θέσιν εκείνην, έπεισε μερικούς πτωχούς γείτονας να του πωλήσουν τους αγρούς των, ηγόρασεν ούτως οκτώ η δέκα συνεχόμενα χωράφια, τα περιετείχισεν όλα ομού, και απετέλεσεν εν μέγα διά τον τόπον μας κτήμα, με πολλών εκατοντάδων στρεμμάτων έκτασιν. Ο περίβολος διά να κτισθή εστοίχισε πολλά, ίσως περισσότερα ή όσα ήξιζε το κτήμα· αλλά δεν τον έμελλε δι' αυτά τον κυρ Μόσχον θέλοντα να έχη χωριστόν οιονεί βασίλειον δι' εαυτόν και διά την ανεψιάν του.
Έκτισεν εις την άκρην πυργοειδή υψηλόν οικίσκον, με δύο πατώματα, εκαθάρισε και περιεμάζευσε τους εσκορπισμένους κρουνούς του νερού, ήνοιξε και πηγάδι προς κατασκευήν μαγγάνου διά το πότισμα. Διήρεσε το κτήμα εις τέσσαρα μέρη· εις άμπελον, ελαιώνα, αγροκήπιον με πλήθος οπωροφόρων δένδρων και κήπους με αιμασιάς ή μποστάνια.
Εγκατεστάθη εκεί, κ' έζη διαρκώς εις την εξοχήν, σπανίως κατερχόμενος εις την πολίχνην. Το κτήμα ήτον παρά το χείλος της θαλάσσης, κ' ενώ, ο επάνω τοίχος έφθανεν ως την κορυφήν του μικρού βουνού, ο κάτω τοίχος, με σφοδρόν βορράν πνέοντα, σχεδόν εβρέχετο από το κύμα.
*
* *

Ο κυρ Μόσχος είχεν ως συντροφιάν το τσιμπούκι του, το κομβολόγι του, το σκαλιστήρι του και την ανεψιάν του την Μοσχούλαν. Η παιδίσκη θα ήτον ως δύο έτη νεωτέρα εμού. Μικρή επήδα από βράχον εις βράχον, έτρεχεν από κολπίσκον εις κολπίσκον, κάτω εις τον αιγιαλόν, έβγαζε κοχύλια κ' εκυνηγούσε τα καβούρια. Ήτον θερμόαιμος και ανήσυχος ως πτηνόν του αιγιαλού. Ήτον ωραία μελαχροινή, κ' ενθύμιζε την νύμφην του Άσματος την ηλιοκαυμένην, την οποίαν οι υιοί της μητρός της είχαν βάλει να φυλάη τ' αμπέλια· “Ιδού εί καλή, η πλησίον μου, ιδού εί καλή· οφθαλμοί σου περιστεραί...”. Ο λαιμός της, καθώς έφεγγε και υπέφωσκεν υπό την τραχηλιάν της, ήτον απείρως λευκότερος από τον χρώτα του προσώπου της.
Ήτον ωχρά, ροδίνη, χρυσαυγίζουσα και μου εφαίνετο να ομοιάζη με την μικρήν στέρφαν αίγα, την μικρόσωμον και λεπτοφυή, με κατάστιλπνον τρίχωμα, την οποία εγώ είχα ονομάσει Μοσχούλαν. Το παράθυρον του πύργου το δυτικόν ηνοίγετο προς τον λόγγον, ο οποίος ήρχιζε να βαθύνεται πέραν της κορυφής του βουνού, οπού ήσαν χαμόκλαδα, ευώδεις θάμνοι, και αργιλλώδης γη τραχειά. Εκεί ήρχιζεν η περιοχή μου. Έως εκεί κατηρχόμην συχνά, κ' έβοσκα τας αίγας των καλογήρων, των πνευματικών πατέρων μου.
Μίαν ημέραν, δεν ηξεύρω πώς, ενώ εμέτρουν καθώς εσυνήθιζα τας αίγας μου (ήσαν όλαι πενηνταέξ κατ εκείνον τον χρόνον· άλλοτε ανεβοκατέβαινεν ο αριθμός των μεταξύ εξήντα και σαρανταπέντε), η Μοσχούλα, η ευνοούμενη μου κατσίκα, είχε μείνει οπίσω, και δεν ευρέθη εις το μέτρημα. Τας εύρισκα όλας 55. Εάν έλειπεν άλλη κατσίκα, δεν θα παρετήρουν αμέσως την ταυτότητα, αλλά μόνον την μονάδα πού έλειπεν· αλλ' η απουσία της Μοσχούλας ήτον επαισθητή. Ετρόμαξα. Τάχα ο αετός μου την επήρε;
Εις τα μέρη εκείνα, τα κάπως χαμηλότερα, οι αετοί δεν κατεδέχοντο να μας επισκέπτωνται συχνά. Το μέγα ορμητήριον των ήτον υψηλά προς δυσμάς, εις το κατάλευκον πετρώδες βουνόν, το καλούμενον Αετοφωλιά φερωνύμως. Αλλά δεν μου εφαίνετο όλως παράδοξον ή ανήκουστον πράγμα, ο αετός να κατήλθεν εκτάκτως, τρωθείς από τα κάλλη της Μοσχούλας, της μικράς κατσίκας μου.
Εφώναζα ως τρελός:
— Μοσχούλα!... πού ειν' η Μοσχούλα;
Ούτε είχα παρατηρήσει την παρουσία της Μοσχούλας, της ανεψιάς του κυρ Μόσχου, εκεί σιμά. Αυτή έτυχε να έχη ανοικτόν το παράθυρον. Ο τοίχος του περιβολιού του κτήματος, και η οικία η ακουμβώσα επάνω εις αυτόν, απείχον περί τα πεντακόσια βήματα από την θέσιν οπού ευρισκόμην εγώ με τας αίγας μου. Καθώς ήκουσε τας φωνάς μου, η παιδίσκη ανωρθώθη, προέκυψεν εις τον παράθυρον και έκραξε:
— Τί έχεις και φωνάζεις;
Εγώ δεν ήξευρα τι να είπω· εν τοσούτω απήντησα:
— Φωνάζω εγώ την κατσίκα μου, τη Μοσχούλα!... Με σένα δεν έχω να κάμω.
Καθώς ήκουσε την φωνήν μου, έκλεισε το παράθυρον κ' έγινεν άφαντη.
Μίαν άλλην ημέραν με είδε πάλιν από το παράθυρον της εις εκείνην την ιδίαν θέσιν. Ήμην πλαγιασμένος εις ένα ίσκιον, άφηνα τας αίγας μου να βοσκούν, κ' εσφύριζα ένα ήχον, εν άσμα του βουνού αιπολικόν.
Δεν ηξεύρω πώς της ήλθε να μου φωνάξη:
— Έτσι όλο τραγουδείς!;.. Δε σ' άκουσα ποτέ μου να παίζης το σουραύλι!... Βοσκός και να μην έχη σουραύλι, σαν παράξενο μου φαίνεται!...
Είχα εγώ σουραύλι (ήτοι φλογέραν), αλλά δεν είχα αρκετόν θράσος ώστε να παίζω εν γνώσει ότι θα με ήκουεν αυτή... Την φοράν ταύτην εφιλοτιμήθην να παίξω προς χάριν της, αλλά δεν ηξεύρω πως της εφάνη η τέχνη μου η αυλητική. Μόνον ήξεύρω ότι μου έστειλε δι' αμοιβήν ολίγα ξηρά σύκα, κ' ένα τάσι γεμάτο πετμέζι.
*
* *

Μίαν εσπέραν, καθώς είχα κατεβάσει τα γίδια μου κάτω εις τον αιγιαλόν, ανάμεσα εις τους βράχους, όπου εσχημάτιζε χιλίους γλαφυρούς κολπίσκους και αγκαλίτσες το κύμα, όπου αλλού εκυρτώνοντο οι βράχοι εις προβλήτας και αλλού εκοιλαίνοντο εις σπήλαια· και ανάμεσα εις τους τόσους ελιγμούς και δαιδάλους του νερού, το οποίον εισεχώρει μορμυρίζον, χορεύον με άτακτους φλοίσβους και αφρούς, όμοιον με το βρέφος το ψελλίζον, που αναπηδά εις το λίκνόν του και λαχταρεί να σηκωθή και να χορεύση εις την χείρα της μητρός που το έψαυσε — καθώς είχα κατεβάσει, λέγω, τα γίδια μου διά ν' “αρμυρίσουν” εις την θάλασσαν, όπως συχνά εσυνήθιζα, είδα την ακρογιαλιάν που ήτον μεγάλη χαρά και μαγεία, και την “ελιμπίστηκα”, κ' ελαχτάρησα να πέσω να κολυμβήσω. Ήτον τον Αύγουστον μήνα.
Ανέβασα το κοπάδι μου ολίγον παραπάνω από τον βράχον, ανάμεσα εις δύο κρημνούς και εις ένα μονοπάτι το οποίον εχαράσσετο επάνω εις την ράχιν. Δι αυτού είχα κατέλθει, και δι' αυτού έμελλα πάλιν να επιστρέψω εις το βουνόν, την νύκτα εις την στάνην μου. Άφησα εκεί τα γίδια μου διά να βοσκήσουν εις τα κρίταμα και τας αρμυρήθρας, αν και δεν επεινούσαν πλέον. Τα εσφύριξα σίγα διά να καθίσουν να ησυχάσουν και να με περιμένουν. Με άκουσαν κ' εκάθισαν ήσυχα. Επτά ή οκτώ εξ αυτών τράγοι ήσαν κωδωνοφόροι και σα ήκουον μακρόθεν τους κωδωνισμούς των, αν τυχόν εδείκνυον συμπτώματα ανησυχίας.
Εγύρισα οπίσω, κατέβην πάλιν τον κρημνόν, κ έφθασα κάτω εις την θάλασσαν. Την ώραν εκείνην είχε βασιλέψει ο ήλιος, και το φεγγάρι σχεδόν ολόγεμον ήρχισε να λάμπη χαμηλά, ως δύο καλαμιές υψηλότερα από τα βουνά της αντικρινής νήσου. Ο βράχος ο δικός μου έτεινε προς βορράν, και πέραν από τον άλλον κάβον προς δυσμάς, αριστερά μου, έβλεπα μίαν πτυχήν από την πορφύραν του ήλιου, που είχε βασιλέψει εκείνην την στιγμήν.
Ήτον η ουρά της λαμπράς αλουργίδος που σύρεται οπίσω, ή ήτον ο τάπης, που του έστρωνε, καθώς λέγουν, η μάννα του, διά να καθίση να δειπνήση.
Δεξιά από τον μέγαν κυρτόν βράχον μου, εσχηματίζετο μικρόν άντρον θαλάσσιον, στρωμένον με άσπρα κρυσταλλοειδή κοχύλια και λαμπρά ποικιλόχρωμα χαλίκια, που εφαίνετο πως το είχον ευτρεπίσει και στολίσει αι νύμφαι των θαλασσων. Από το άντρον εκείνο ήρχιζεν ένα μονοπάτι, διά του οποίου ανέβαινε τις πλαγίως την απότομον ακρογιαλιάν, κ έφθανεν εις την κάτω πόρταν του τοιχογυρίσματος του κυρ Μόσχου, του οποίου ο ένας τοίχος έζωνεν εις μήκος εκατοντάδων μέτρων όλον τον αιγιαλόν.
Επέταξα αμέσως το υποκάμισον μου, την περισκελίδα μου, κ' έπεσα εις την θάλασσαν. Επλύθην, ελούσθην, εκολύμβησα επ' ολίγα λεπτά της ώρας. Ησθανόμην γλύκαν, μαγείαν άφατον, εφανταζόμην τον εαυτόν μου ως να ήμην έν με το κύμα, ως να μετείχαν της φύσεως αυτού, της υγράς και αλμυράς και δροσώδους. Δεν θα μου έκανε ποτέ καρδιά να έβγω από την θάλασσαν, δεν θα εχόρταινα ποτέ το κολύμβημα, αν δεν είχα την έννοιαν του κοπαδιού μου. Όσην υπακοήν και αν είχαν προς εμέ τα ερίφια, και αν ήκουον την φωνήν μου διά να καθίσουν ήσυχα, ερίφια ήσαν, δυσάγωγα και άπιστα όσον και τα μικρά παιδιά. Εφοβούμην μήπως τινά αποσκιρτήσουν και μου φύγουν, και τότε έπρεπε να τρέχω να τα ζητώ την νύκτα εις τους λόγγους και τα βουνά οδηγούμενος μόνον από τον ήχον των κωδωνίσκων των τραγών. Όσον αφορά την Μοσχούλαν, διά να είμαι βέβαιος, ότι δεν θα μου φύγη πάλιν, καθώς μου είχε φύγει την άλλην φοράν, οπότε ο άγνωστος κλέπτης (ω να τον έπιανα) της είχε κλέψει, ο ανόητος, τον επίχρυσον κωδωνίσκον με το κόκκινον περιδέραιον από τον λαιμόν, εφρόντισα να την δέσω μ' ένα σχοινάκι εις την ρίζαν ενός θάμνου ολίγον παραπάνω από τον βράχον, εις την βάσιν του οποίου είχα αφήσει τα ρούχα μου πριν ριφθώ εις την θάλασσαν.
Επήδησα ταχέως έξω, εφόρεσα το υποκάμισον μου, την περισκελίδα μου, έκαμα ένα βήμα διά να ανάβω. Άνω της κορυφής του βράχου, του οποίου η βάσις εβρέχετο από την θάλασσαν, θα έλυα την Μοσχούλαν, την μικρήν αίγα μου, και με διακόσια ή περισσότερα βήματα θα επέστρεφα πλησίον εις το κοπάδι μου. Ο μικρός εκείνος ανήφορος, ο ολισθηρός κρημνός ήτο δι' εμέ άθυρμα, όσον ένα σκαλοπάτι μαρμάρινης σκάλας, το οποίον φιλοτιμούνται να πηδήσουν εκ των κάτω προς τα άνω αμιλλώμενα τα παιδιά της γειτονιάς.
Την στιγμήν εκείνην, ενώ έκαμα το πρώτον βήμα, ακούω σφοδρόν πλατάγισμα εις την θάλασσαν, ως σώματος πίπτοντος εις το κύμα. Ο κρότος ήρχετο δεξιόθεν, από το μέρος του άντρου του κογχυλοστρώτου και νυμφοστολίστου, όπου ήξευρα, ότι ενίοτε κατήρχετο η Μοσχούλα, η ανεψιά του κυρ Μόσχου, κ' ελούετο εις την θάλασσαν. Δεν θα ερριψοκινδύνευα να έλθω τόσον σιμά εις τα σύνορα της, εγώ ο σατυρίσκος του βουνού, να λουσθώ, εάν ήξευρα ότι εσυνήθιζε να λούεται και την νύκτα με το φως της σελήνης. Εγνώριζα ότι το πρωί, άμα τη ανατολή του ήλιου, συνήθως ελούετο.
— Έκαμα δύο-τρία βήματα χωρίς τον ελάχιστον θόρυβον, ανερριχήθην εις τα άνω, έκυψα με άκραν προφύλαξιν προς το μέρος του άντρου, καλυπτόμενος όπισθεν ενός σχοίνου και σκεπόμενος από την κορυφήν του βράχου, και είδα πράγματι ότι η Μοσχούλα είχε πέσει αρτίως εις το κύμα γυμνή, κ' ελούετο...
*
* *


Την ανεγνώρισα πάραυτα εις το φως της σελήνης το μελιχρόν, το περιαργυρούν όλην την άπειρον οθόνην του γαληνιώντος πελάγους, και κάμνον να χορεύουν φωσφορίζοντα τα κύματα. Είχε βυθισθή άπαξ καθώς ερρίφθη εις την θάλασσαν, είχε βρέξει την κόμην της, από τους βοστρύχους της οποίας ως ποταμός από μαργαρίτας έρρεε το νερόν, και είχεν αναδύσει· έβλεπε κατά τύχην προς το μέρος όπου ήμην εγώ, κ' εκινείτο εδώ κ' εκεί προσπαίζουσα και πλέουσα. Ήξευρε καλώς να κολυμβά.
Δια να φύγω έπρεπεν εξ άπαντος να πατήσω επί μιαν στιγμήν ορθός εις την κορυφήν του βράχου, είτα να κύψω όπισθεν θάμνων, να λύσω την αίγα μου, και να γίνω άφαντος κρατών την πνοήν μου, χωρίς τον ελάχιστον κρότον η θρούν. Αλλ' η στιγμή καθ' ην θα διηρχόμην διά της κορυφής του βράχου ήρκει διά να με ίδη η Μοσχούλα. Ήτον αδύνατον, καθώς εκείνη έβλεπε προς το μέρος μου, να φύγω αόρατος.
Το ανάστημα μου θα διεγράφετο διά μίαν στιγμήν υψηλόν και δεχόμενον δαψιλώς το φως της σελήνης, επάνω του βράχου. Εκεί η κόρη θα με έβλεπε, καθώς ήταν εστραμμένη προς τα εδώ. Ω! πώς θα εξαφνίζετο. θα ετρόμαζεν ευλόγως, θα εφώναζεν, είτα θα με κατηγόρει διά σκοπούς αθεμίτους, και τοτε αλλοίμονον εις τον μικρόν βοσκόν!
Η πρώτη ιδέα μου ήτον να βήξω, να της δώσω αμέσως είδησιν, και να κράξω: “— Βρέθηκα εδώ, χωρίς να ξέρω... Μην τρομάζης!... φεύγω αμέσως, κοπέλα μου!”
Πλην, δεν ηξεύρω πώς, υπήρξα σκαιός και άτολμος. Κανείς δεν με είχε διδάξει μαθήματα κοσμιότητος εις τα βουνά μου. Συνεστάλην, κατέβην πάλιν κάτω εις την ρίζαν του βράχου κ' επερίμενα.
“Αυτή δεν θ' αργήση, έλεγα μέσα μου· τώρα θα κολυμπήση, θα ντυθή και θα φύγη... θα τραβήξη αυτή το μονοπάτι της, κ εγώ τον κρημνό μου!...”
Κ' ενθυμήθην τότε τον Σισώην, και τον πνευματικόν του μοναστηρίου, τον παπα-Γρηγόριον, οίτινες πολλάκις με είχον συμβουλεύσει να φεύγω, πάντοτε, τον γυναικείον πειρασμόν!
Εκ της ιδέας του να περιμένω δεν υπήρχεν άλλο μέσον ή προσφυγή, ειμή ν' αποφασίσω να ριφθώ εις την θάλασσαν, με τα ρούχα, όπως ήμην, να κολυμβήσω εις τα βαθέα, άπατα νερά, όλον το προς δυσμάς διάστημα, το από της ακτής όπου ευρισκόμην, εντεύθεν του μέρους όπου ελούετο η νεάνις, μέχρι του κυρίως όρμου και της άμμου, επειδή εις όλον εκείνο το διάστημα, ως ημίσεος μιλίου, η ακρογιαλιά ήτον άβατος, απάτητος, όλη βράχος και κρημνός. Μόνον εις το μέρος όπου ήμην εσχηματίζετο το λίκνον εκείνο του θαλασσίου νερού, μεταξύ σπηλαίων και βράχων.
Θ' άφηνα την Μοσχούλαν μου, την αίγα, εις την τύχην της, δεμένη εκεί επάνω, άνωθεν του βράχου, και άμα έφθανα εις την άμμον με διάβροχα τα ρούχα μου (διότι ήτο ανάγκη να πλεύσω με τα ρούχα), στάζων άλμην και αφρόν, θα εβάδιζα δισχίλια βήματα διά να επιστρέψω από άλλο μονοπάτι πάλιν πλησίον του κοπαδιού μου, θα κατέβαινα τον κρημνόν παρακάτω διά να λύσω την Μοσχούλαν την αίγα μου, οπότε η ανεψιά του κυρ Μόσχου θα είχε φύγει χωρίς ν' αφήση βεβαίως κανέν ίχνος εις τον αιγιαλόν. Το σχέδιον τούτο αν το εξετέλουν, θα ήτο μέγας κόπος, αληθής άθλος, θα εχρειάζετο δε και μίαν ώραν και πλέον. Ουδέ θα ήμην πλέον βέβαιος περί της ασφαλείας του κοπαδιού μου.
Δεν υπήρχεν άλλη αίρεσις, ειμή να περιμένω. Θα εκράτουν την αναπνοήν μου. Η κόρη εκείνη δεν θα υπώπτευε την παρουσίαν μου. Άλλως ήμην εν συνειδήσει αθώος.
Εντοσούτω όσον αθώος και αν ήμην, η περιέργεια δεν μου έλειπε. Και ανερριχήθην πάλιν σιγά-σιγά προς τα επάνω και εις την κορυφήν του βράχου, καλυπτόμενος όπισθεν των θάμνων έκυψα να ίδω την κολυμβώσαν νεανίδα.
Ήτον απόλαυσις, όνειρον, θαύμα. Είχεν απομακρυνθή ως πέντε οργυιάς από το άντρον, και έπλεε, κ' έβλεπε τώρα προς ανατολάς, στρέφουσα τα νώτα προς το μέρος μου. Έβλεπα την αμαυράν και όμως χρυσίζουσαν αμυδρώς κόμην της, τον τράχηλόν της τον εύγραμμον, τας λεύκας ως γάλα ωμοπλάτας, τους βραχίονας τους τορνευτούς, όλα συγχεόμενα, μελιχρά και ονειρώδη εις το φέγγος της σελήνης. Διέβλεπα την οσφύν της την ευλύγιστον, τα ισχία της, τας κνήμας, τους πόδας της, μεταξύ σκιάς και φωτός, βαπτιζόμενα εις το κύμα. Εμάντευα το στέρνον της, τους κόλπους της, γλαφυρούς, προέχοντας, δεχομένους όλας της αύρας τας ριπάς και της θαλάσσης το θείον άρωμα. Ήτο πνοή, ίνδαλμα αφάνταστον, όνειρον επιπλέον εις το κύμα· ήτον νηρηίς, σειρήν, πλέουσα, ως πλέει ναυς μαγική, η ναυς των ονείρων...
Ούτε μου ήλθε τότε η ιδέα ότι, αν επάτουν επάνω εις τον βράχον, όρθιος ή κυρτός, με σκοπόν να φύγω, ήτον σχεδόν βέβαιον, ότι η νέα δεν θα μ έβλεπε, και θα ημπορούσα ν' αποχωρήσω εν τάξει. Εκείνη έβλεπε προς ανατολάς, εγώ ευρισκόμην προς δυσμάς όπισθεν της. Ούτε η σκιά μου δεν θα την ετάραττεν. Αύτη, επειδή η σελήνη ήτον εις τ' ανατολικά, θα έπιπτε προς το δυτικόν μέρος, όπισθεν του βράχου μου, κ' εντεύθεν του άντρου.
Είχα μείνει χάσκων, εν εκστάσει, και δεν εσκεπτόμην πλέον τα επίγεια.
*
* *

Δεν δύναμαι να είπω αν μου ήλθον πονηροί, και συνάμα παιδικοί ανόητοι λογισμοί, εν είδει ευχών κατάραι. “Να εκινδύνευεν έξαφνα! να έβαζε μιά φωνή! να έβλεπε κανένα ροφόν εις τον πυθμένα, τον οποίον να εκλάβη διά θηρίον, διά σκυλόψαρον, και να εφώναζεν βοήθειαν!...”
Είναι αληθές, ότι δεν εχόρταινα να βλέπω το όνειρον, το πλέον εις το κύμα. Αλλά την τελευταίαν στιγμήν, αλλοκότως, μου επανήλθε πάλιν η πρώτη ιδέα... Να ριφθώ εις τα κύματα, προς το αντίθετον μέρος, εις τα όπισθεν, να κολυμβήσω όλον εκείνο το διάστημα έως την άμμον, και να φύγω, να φύγω τον πειρασμόν!...
Και πάλιν δεν εχόρταινα να βλέπω το όνειρον... Αίφνης εις τας ανάγκας του πραγματικού κόσμου μ' επανέφερεν η φωνή της κατσίκας μου. Η μικρή Μοσχούλα ήρχισεν αίφνης να βελάζη!...
Ώ, αυτό δεν το είχα προβλέψει. Ημπορούσα να σιωπώ εγώ, αλλά δυστυχώς δεν ήτον εύκολον να επιβάλω σιωπήν εις την αίγα μου. Δεν ήξευρα καλά αν υπήρχον πρόχειροι φιμώσεις διά τα θρέμματα, επειδή δεν είχα μάθει ακόμη να κλέπτω ζωντανά πράγματα, καθώς ο άγνωστος εχθρός, ο οποίος της είχε κλέψει τον κωδωνίσκον· αλλά δεν της είχε κόψει και την γλώσσαν διά να μη βελάζη. — Με ράμνον πολύκλαδον εις το στόμα, ή με σπαρτίον περί το ρύγχος, ή όπως άλλως· αλλά και αν το ήξευρα πού να το συλλογισθώ!
Έτρεξα τότε παράφορος να σφίγξω το ρύγχος της με την παλάμην, να μη βελάζη... Την στιγμήν εκείνην ελησμόνησα την κόρην την κολυμβώσαν χάριν αυτής ταύτης της κόρης. Δεν εσκέφθην αν ήτον φόβος να με ίδη, και ημιωρθώθην κυρτός πάντοτε, κ επάτησα επί του βράχου, διά να προλάβω και φθάσω πλησίον της κατσίκας.
Συγχρόνως μ' εκυρίευσε και φόβος από την φιλοστοργίαν την οποίαν έτρεφα προς την πτωχήν αίγα μου. Το σχοινίον με το όποιον την είχα δέσει εις την ρίζαν του θάμνου ήτον πολύ κοντόν. Τάχα μην “εσχοινιάσθη”, μην εμπερδεύθη και περιεπλάκη ο τράχηλος της, μην ήτον κίνδυνος να πνίγη το ταλαίπωρον ζώον;
*
* *

Δεν ηξεύρω αν η κόρη η λουσμένη εις την θάλασσαν ήκουσε την φωνήν της γίδας μου. Αλλά και αν την είχε ακούσει, τί το παράδοξον; Ποίος φόβος ήτον; Το ν' ακούη τις φωνήν ζώου εκει που κολυμβά, αφού δεν απέχει ειμή ολίγας οργυιάς από την ξηράν, δεν είναι τίποτε έκτακτον.
Αλλ' όμως, η στιγμή εκείνη, που είχα πατήσει εις την κορυφήν του βράχου, ήρκεσεν. Η νεαρά κόρη, είτε ήκουσεν είτε όχι την φωνήν της κατσίκας —μάλλον φαίνεται ότι την ήκουσε, διότι έστρεψε την κεφαλήν προς το μέρος της ξηράς...— είδε τον μαύρον ίσκιον μου, τον διακαμόν μου, επάνω εις τον βράχον, ανάμεσα εις τους θάμνους, και αφήκε μισοπνιγμένην κραυγήν φόβου...
Τότε με κατέλαβε τρόμος, συγκίνησις, λύπη απερίγραπτος. Τα γόνατα μου εκάμφθησαν. Έξαλλος εκ τρόμου, ηδυνήθην ν' αρθρώσω φωνήν, κ' έκραξα:
— Μη φοβάσαι!... δεν είναι τίποτε... δεν σου θέλω κακόν!
Και εσκεπτόμην λίαν τεταραγμένος αν έπρεπε να ριφθώ εις την θάλασσαν, μάλλον, διά να έλθω είς βοήθειαν της κόρης, ή να τρέξω και να φύγω... Ήρκει η φωνή μου να της έδιδε μεγαλύτερον θάρρος ή όσον η παραμονή μου και το τρέξιμόν μου εις βοήθειαν.
Συγχρόνως τότε, κατά συγκυρίαν όχι παράδοξον, καθότι όλοι οι αιγιαλοί και αι θάλασσαι εκείναι εσυχνάζοντο από τους αλιείς, μια βάρκα εφάνη να προβάλλη αντίκρυ, προς το ανατολικομεσημβρινόν μέρος, από τον πέρα κάβον, τον σχηματίζοντα το δεξιόν οιονεί κέρας του κολπίσκου. Εφάνη πλέουσα αργά, ερχομένη προς τα εδώ, με τας κώπας· πλην η εμφάνισις της, αντί να δώση θάρρος εις την κόρην, επέτεινε τον τρόμον της.
Αφήκε δεύτερον κραυγήν μεγαλυτέρας αγωνίας. Εν ακαρεί την είδα να βυθίζεται, και να γίνεται άφαντη εις το κύμα.
Δεν έπρεπε τότε να διστάσω. Η βάρκα εκείνη απείχεν υπέρ τας είκοσιν οργυιάς, από το μέρος όπου ηγωνία η κόρη, εγώ απείχα μόνον πέντε ή εξ οργυιάς. Πάραυτα, όπως ήμην, ερρίφθην είς την θάλασσαν, πηδήσας με την κεφαλήν κάτω, από το ύψος του βράχου.
Το βάθος του νερού ήτον υπέρ τα δύο αναστήματα. Έφθασα σχεδόν εις τον πυθμένα, ο οποίος ήτο αμμόστρωτος, ελεύθερος βράχων και πετρών, και δεν ήτο φόβος να κτυπήσω. Πάραυτα ανέδυν και ανήλθον εις τον αφρόν του κύματος.

Απείχον τώρα ολιγώτερον ή πέντε οργυιάς από το μέρος του πόντου, όπου εσχηματίζοντο δίναι και κύκλοι συστρεφόμενοι εις τον αφρόν της θαλάσσης, οι οποίοι θα ήσαν ως μνήμα υγρόν και ακαριαίον διά την ατυχή παιδίσκην τα μονά ίχνη τα οποία αφήνει ποτέ εις την θάλασσαν αγωνιών ανθρώπινον πλάσμα!... Με τρία στιβαρά πηδήματα και πλευσίματα, εντός ολίγων στιγμών, έφθασα πλησίον της...
Είδα το εύμορφον σώμα να παραδέρνη κάτω, πλησιέστερον εις τον βυθόν του πόντου ή εις τον αφρόν του κύματος, εγγύτερον του θανάτου ή της ζωής· εβυθίσθην, ήρπασα την κόρην εις τας αγκάλας μου, και ανήλθον.
Καθώς την είχα περιβάλει με τον αριστερόν βραχίονα, μου εφάνη ότι ησθάνθην ασθενή την χιλιαράν πνοήν της εις την παρειάν μου. Είχα φθάσει εγκαίρως, δόξα τω Θεώ!... Εντούτοις δεν παρείχε σημεία ζωής ολοφάνερα... Την ετίναξα με σφοδρόν κίνημα, αυθορμήτως, διά να δυνηθή ν' αναπνεύση, την έκαμα να στηριχθή επί της πλάτης μου, και έπλευσα, με την χείρα την δεξιάν και με τους δύο πόδας, έπλευσα ισχυρώς προς την ξηράν. Αι δυνάμεις μου επολλαπλασιάζοντο θαυμασίως.
Ησθάνθην ότι προσεκολλάτο το πλάσμα επάνω μου· ήθελε την ζωήν της· ω! ας έζη, και ας ήτον ευτυχής. Κανείς ιδιοτελής λογισμός δεν υπήρχε την στιγμήν εκείνην εις το πνεύμα μου. Η καρδία μου ήτο πλήρης αυτοθυσίας και αφιλοκερδείας. Ποτέ δεν θα εζήτουν αμοιβήν!
Επί πόσον ακόμη θα το ενθυμούμαι εκείνο το αβρόν, το απαλόν σώμα της αγνής κόρης, το οποίον ησθάνθην ποτέ επάνω μου επ' ολίγα λεπτά της άλλως ανωφελούς ζωής μου! Ήτο όνειρον, πλάνη, γοητεία. Και οπόσον διέφερεν από όλας τας ιδιοτελείς περιπτύξεις, από όλας τας λυκοφιλίας και τους κυνέρωτας του κόσμου η εκλεκτή, η αιθέριος εκείνη επαφή! Δεν ήτο βάρος εκείνο, το φορτίον το ευάγκαλον, αλλ' ήτο ανακούφισις και αναψυχή. Ποτέ δεν ησθάνθην τον εαυτόν μου ελαφρότερον ή εφ' όσον εβάσταζον το βάρος εκείνο... Ήμην ο άνθρωπος, όστις κατώρθωσε να συλλάβη με τας χείρας του προς στιγμήν εν όνειρον, το ίδιον όνειρον του...
*
* *

Η Μοσχούλα έζησε, δεν απέθανε. Σπανίως την είδα έκτοτε, και δεν ηξεύρω τί γίνεται τώρα, οπότε είναι απλή θυγάτηρ της Εύας, όπως όλαι.
Αλλ' εγώ επλήρωσα τα λύτρα διά την ζωήν της. Η ταλαίπωρος μικρή μου κατσίκα, την οποίαν είχα λησμονήσει προς χάριν της, πράγματι “εσχοινιάσθη”· περιεπλάκη κακά εις το σχοινίον, με το οποίον την είχα δεμένη, και επνίγη!... Μετρίως ελυπήθην, και την έκαμα θυσίαν προς χάριν της.
Κ' εγώ έμαθα γράμματα, εξ ευνοίας και ελέους των καλογήρων, κ' έγινα δικηγόρος... Αφού επέρασα από δύο ιερατικάς σχολάς, ήτον επόμενον!
Τάχα η μοναδική εκείνη περίστασις, η ονειρώδης εκείνη ανάμνησις της λουομένης κόρης, μ έκαμε να μη γίνω κληρικός; Φευ! ακριβώς η ανάμνησις εκείνη έπρεπε να με κάμη να γίνω μοναχός.
Ορθώς έλεγεν ο γηραιός Σισώης ότι “αν ήθελαν να με κάνουν καλόγερον, δεν έπρεπε να με στείλουν έξω από το μοναστήρι...”. Διά την σωτηρίαν της ψυχής μου ήρκουν τα ολίγα εκείνα κολλυβογράμματα, τα όποια αυτός με είχε διδάξει, και μάλιστα ήσαν και πολλά!...
Και τώρα, όταν ενθυμούμαι το κοντόν εκείνο σχοινίον, από το όποιον εσχοινιάσθη κ' επνίγη η Μοσχούλα, η κατσίκα μου, και αναλογίζωμαι το άλλο σχοινίον της παραβολής, με το οποιον είναι δεμένος ο σκύλος εις την αυλήν του αφέντη του, διαπορώ μέσα μου αν τα δύο δεν είχαν μεγάλην συγγένειαν, και αν δεν ήσαν ως “σχοίνισμα κληρονομίας” δι' εμέ, όπως η Γραφή λέγει.
Ω ας ήμην ακόμη βοσκός εις τα όρη!..."
(Διά την αντιγραφήν)

Σάββατο 7 Ιουνίου 2014

Όσσιαν, ο Ιρλανδός Οδυσσέας

The Dream of Ossian, by Ingres
The Dream of Ossian, by Jean Dominique Ingres (1815)
Ξέρετε ποιός ήταν ο Όσσιαν; Ήταν ένας βάρδος ή αρχαίος Ιρλανδός ποιητής που έζησε πριν από το καιρό του Χριστιανισμού. Και οι Σκωτσέζοι γνωρίζουν αυτή την παράδοση.
Το 1760, ένας Σκωτσέζος συγγραφέας, ο Τζεήμς Μακφέρσον, δημοσιέψε μια μετάφραση των ποιημάτων του Όσσιαν στα αγγλικά. Ο Μακφέρσον ήξερε τη ουαλική παράδοση της Σκώτιας και της Ιρλανδίας, αλλά η μετάφραση του ήταν κυρίως ένα δικό του κατασκεύασμα. Όμως το έργο είχε μεγάλη επιτυχία σ’όλη τη Ευρώπη. Η αγγλική «μετάφραση» του Μακφέρσον μεταφράσθηκε σε μερικές ευρωπαϊκές γλώσσες, συμπεριλαμβανομένου των ελληνικών! Ο Επτανήσιος ποιητής Ιούλιος Τυπάλδος μετάφρασε ένα ποίημα του Όσσιαν, το «Νύχτα», στα ελληνικά:
Μαύρη είναι η νύχτα ολόμαυρη, κατάχνια κατεβαίνει
μέσ’ στο σκοτάδι τ’ ουρανού έν’ άστρο δεν προβαίνει …
Πετούν οι ίσκιοι των νεκρών στο λόγγο όπου περάσω,
την κατοικιά σου, αδέλφι μου, άνοιξε να ησυχάσω.

Αλήθεια, ο Όσσιαν του Μακφέρσον είναι μακριά από την αυθεντική παράδοση των οσσιανικών ποιηματών τα οποία διδάσκονται ακόμα και σήμερα στο γυμνάσιο στην Ιρλανδία. Αν θέλετε να ξέρετε ποιός πραγματικά είναι ο Όσσιαν, πρέπει να σας πω: ο Όσσιαν είναι ο Ιρλανδός Οδυσσέας.
Εκτός απο τα ποιήματα του Όσσιαν, υπάρχει και η ιστορία γιά τον Όσσιαν, η οποία είναι η εξής:
Ο Όσσιαν ήταν ο γιός του Φιν ή Φίγγαλ, ενος μυθικού ηγεμόνα στην Ιρλανδία. Ο Φιν και ο Όσσιαν είχαν μερικούς φίλους, μαχητές και ήρωες, οι οποίοι ήταν υποχρεομένοι να υπερασπίσουν την Ιρλανδία. Κάποια ημέρα μια όμορφη πριγκιπέσα επισκέφτηκε στους Ιρλανδούς ήρωες με το μαγικό ίππο της. Η πριγκιπέσα ονομαζόταν Νίαβ, και είχα έρθει από τη Χώρα των Νεών, έναν υπερωκεάνιο παράδεισο. Ήθελε να παντρευτεί τον Όσσιαν. Αυτός ταξιδέψε με τη πριγκιπέσα και το μαγικό ίππο της στο βασίλειο της στη δύση μακριά από την Ιρλανδία.
Στην αρχή ο Όσσιαν και η Νίαβ ευτυχούσαν στη Χώρα των Νεών, αλλά μετά τρείς μήνες ο Όσσιαν νοσταλγούσε (όπως κι ο Οδυσσέας στη νήσο της Καλυψώς!) την πατρίδα του και ήθελε να ξαναδεί τους φίλους του στην Ιρλανδία. Η Νίαβ του έδωσε το μαγικό ίππο και ο Όσσιαν έφυγε. Αλλά αλίμονο! όταν έφτασε στην Ιρλανδία, τριακόσια χρόνια είχαν διαβεί, οι φίλοι του ήταν όλοι νεκροί, και ο Όσσιαν έγινε ξαφνικά γέρος.

The Poems of Ossian

by James Macpherson

Γιώργος Κεντρωτής, φλυαρώντας για τη γλώσσα

19843ddf
http://www.youtube.com/watch?v=lLLap-6m6K4

Τι μπορεί να πει η γλώσσα για τη γλώσσα, όταν μάλιστα αυτή η γλώσσα έχει πίσω της μια ιστορία μερικών χιλιετιών; Μπορείς να μεταφράσεις ένα ποίημα;

Ο Γιώργος Κεντρωτής καταλαβαίνει με ιδιαίτερο τρόπο, ευρύτερα από το συνηθισμένο, τη γλώσσα. Κάθε φορά που παραθέτει επιχειρήματα, είναι απρόσμενα επιμορφωτικός. (Το "κάθε φορά" και το "απρόσμενα" επιλέχθηκαν για να δείξουν την πραγματικότητα). Καθοδηγεί την πορεία της συζήτησης αριστοτεχνικά.
(Η παράγραφος αυτή αποτελεί σχόλιο του Emmanuel Manolas).

Μία εξαιρετική συνέντευξη στον Κώστα Βέργο.


Ο Γιώργος Κεντρωτής γεννήθηκε το 1958 στους Μολάους Λακωνίας. Σπούδασε Νομικά και Πολιτικές Επιστήμες στην Ελλάδα και στη Γερμανία. Είναι καθηγητής Θεωρίας της Μετάφρασης στο Τμήμα Ξένων Γλωσσών, Μετάφρασης και Διερμηνείας του Ιονίου Πανεπιστημίου. Έχει εκδώσει βιβλία για τη μετάφραση και την Επτανησιακή Σχολή και έχει μεταφράσει στα ελληνικά έργα πολλών συγγραφέων.
Ο Γιώργος Κεντρωτής έχει ένα εξαιρετικό blog για την ποίηση: 

alonakitispoiisis.blogspot.gr/

Τίτλοι:
(2013)    Ο κόσμος καρναβάλι, Τυπωθήτω
(2012)    Ανάποδα ψαλίδια, Δίαυλος
(2009)    Παρέλαση, Τυπωθήτω
(2008)    Εκατόν δύο ματς, Τυπωθήτω
(2007)    Στις κερκίδες του λόγου, Δίαυλος
(2006)    Με απ' όλα μέσα, Τυπωθήτω
(2003)    45 χρόνια βάζω γκολ στους βάζελους, Δίαυλος
(2003)    Πόσα χουνέρια και τι πλεκτάνες, Τυπωθήτω
(1997)    Το αλφαβητάρι του Ολυμπιακού, Δίαυλος
(1996)    Θεωρία και πράξη της μετάφρασης, Δίαυλος

Συμμετοχή σε συλλογικά έργα
(2012)    Κουίζ ολυμπιακογνωσίας και θρυλοφροσύνης, Δίαυλος
(2012)    Κώστας Βάρναλης: Φως που πάντα καίει, Σύγχρονη Εποχή
(2012)    Ποδόσφαιρο και πολιτισμός, Γκοβόστης
(2011)    Γιάννης Ρίτσος, Σύγχρονη Εποχή
(2011)    Όψεις κοινωνικής δυναμικής, Gutenberg - Γιώργος & Κώστας Δαρδανός
(2010)    Οπαδική βία και άλλες πτυχές της βίας στον αθλητισμό, Νόβολι
(2010)    Σελίδες στην οθόνη ή σε χαρτί, Gutenberg - Γιώργος & Κώστας Δαρδανός
(2009)    George Trakl: Από τα τέλη του 19ου στις αρχές του 21ου αιώνα, Ύψιλον
(2009)    Εισαγωγή στην ποίηση του Ρίτσου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
(2006)    Δέκα γραφές για τον Διονύση Σέρρα και την ποίησή του, Ραπόρτο
(2006)    Θρησκευόμενοι κόκκινοι επιστήμονες, Ελληνικά Γράμματα
(1996)    Η μεταπολεμική πεζογραφία, Σοκόλη - Κουλεδάκη

Μεταφράσεις
(2013)    Πλάτων, Κρατύλος, Gutenberg - Γιώργος & Κώστας Δαρδανός [μετάφραση, επιμέλεια]
(2011)    Mayakovsky, Vladimir, Τραγωδία, Τυπωθήτω
(2011)    Musil, Robert, Τρεις γυναίκες, Μεταίχμιο
(2009)    Κορφιάτης, Χρήστος, Διονυσίου Σολωμού, Τα κερκυραϊκά, Αλκίνοος
(2009)    Σολωμός, Διονύσιος, 1798-1857, Διονυσίου Σολωμού, Τα κερκυραϊκά [Διονυσίου Σολωμού: Τα ευρισκόμενα], Αλκίνοος
(2008)    Kandinsky, Wassily, Αναδρομή 1901-1913, Διάττων
(2008)    Neruda, Pablo, 1904-1973, Η στείρωση των αστέρων, Τυπωθήτω
(2008)    Cicero, Marcus Tullius, Ο τέλειος ρήτορας, Πόλις
(2007)    Neruda, Pablo, 1904-1973, Στα χθόνια δώματα, Ύψιλον
(2007)    Éluard, Paul, 1895-1952, Των Αλγηδόνων πρωτεύουσα, Ύψιλον
(2007)    Mayakovsky, Vladimir, Φυσώντας των σπονδύλων μου το φλάουτο και άλλα 8 ποιήματα, Τυπωθήτω
(2005)    Neruda, Pablo, 1904-1973, Είκοσι ερωτικά ποιήματα και ένα τραγούδι χωρίς καμμιάν ελπίδα, Τυπωθήτω
(2005)    Brecht, Bertolt, 1898-1956, Σάουνα και συνουσία, Ύψιλον
(2004)    Hoffmann, Ernst Theodor Amadeus, Κρέσπελ και Αντωνία, Μαΐστρος
(2004)    Αισχύλος, Προμηθέας Δεσμώτης, Μαΐστρος
(2004)    Σολωμός, Διονύσιος, 1798-1857, Ρίμες εξ απροόπτου, Ύψιλον
(2004)    Musil, Robert, Τρεις γυναίκες, Μεταίχμιο
(2001)    Πλάτων, Κρατύλος, Πόλις [επιμέλεια, μετάφραση]
(2000)    Broch, Hermann, Βιργιλίου θάνατος, Gutenberg - Γιώργος & Κώστας Δαρδανός
(1997)    Heaton, John, Ο Βιτγκενστάιν με εικόνες, Δίαυλος
(1996)    Pavese, Cesare, 1908-1950, Αγροίκοι, Αλεξάνδρεια
(1994)    Musil, Robert, Κατάλοιπα ζωντανού συγγραφέα, Αλεξάνδρεια
(1993)    Pavese, Cesare, 1908-1950, Στην παραλία, Ύψιλον
(1988)    Musil, Robert, Ο κότσυφας, Διάττων
(1987)    Hesse, Hermann, 1877-1962, Το τελευταίο καλοκαίρι του Κλίνγκζορ. Παιδική ψυχή. Κλάιν και Βάγκνερ, Νεφέλη
(1986)    Musil, Robert, Δεσμοί, Νεφέλη
(1986)    Klee, Paul, Τα ημερολόγια 1898-1918, Νεφέλη
(1986)    Kandinsky, Wassily, Τέχνη και καλλιτέχνες, Νεφέλη
(1985)    Klee, Paul, Τα ημερολόγια 1898-1918, Νεφέλη
(1985)    Musil, Robert, Τρεις γυναίκες, Νεφέλη

Λοιποί τίτλοι
(2008)    Κριμπάς, Παναγιώτης Γ., Φρασεολογισμοί στη ρωσική λογοτεχνική γλώσσα και η απόδοσή τους στη νέα ελληνική, Γρηγόρη [επιμέλεια]
(2007)    Καρμπονάρος, Βικέντιος, Ο συνονόματος ,ή, Πέφτοντας στο κάθετο ρήγμα του λόγου, Τυπωθήτω [επιμέλεια]
(2006)    Ανθολογία επτανησιακής ποίησης 1950-2006, Περί Τεχνών [ανθολόγηση]
(2002)    Γρικώντας την άπλαστη αρμονία των ουρανών, Ύψιλον [επιμέλεια]
(1999)    Εγγονόπουλος, Νίκος, 1907-1985, Οι άγγελοι στον παράδεισο μιλούν ελληνικά, Ύψιλον [επιμέλεια]

Λέων Τολστόι:Ένας από τους κορυφαίους συγγραφείς όλων των εποχών


Λέων Τολστόι - Leo Tolstoy
Το 1828, ήρθε στη ζωή ο Κόμης Λεβ Νικολάγιεβιτς Τόλστοϊ, ή απλώς Λέων Τολστόι.
Ένας από τους κορυφαίους συγγραφείς όλων των εποχών, άφησε πίσω του πλήθος έργων κορυφαίας ποιότητας, επέδρασε καταλυτικά στον παγκόσμιο λογοτεχνικό ρεαλισμό, ουμανιστής και φιλάνθρωπος αποτέλεσε το πνευματικό σημείο αναφοράς της τόσο της εύπορης τάξης όσο και του απλού λαού.
Ένας άνθρωπος μπορεί να ζήσει και να είναι υγιής χωρίς να σκοτώνει ζώα για τροφή. Επομένως, αν τρώει κρέας, συμμετέχει στην αφαίρεση της ζωής ενός ζώου μερικώς για χάρη της όρεξής του. Και η πράξη αυτή είναι ανήθικη.
Writings on Civil Disobedience and Nonviolence (1886) Λέων Τολστόι
Κορυφαίος Ρώσος μυθιστοριογράφος και ηθικός στοχαστής, ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της (ρεαλιστικής) λογοτεχνίας σε παγκόσμια κλίμακα. Και οι δυο γονείς του ανήκαν σε παλιές αριστοκρατικές οικογένειες, που μέλη τους κατείχαν υψηλά αξιώματα στο στρατό και τη διοίκηση.
Ο πατέρας του Νικολάι Ίλιτς ήταν ένας καλόκεφος και ήρεμος άνθρωπος, με λεπτή ειρωνική διάθεση και πολύ ζωηρή αίσθηση της προσωπικής του αξιοπρέπειας. Ο πατέρας του ήταν αξιωματικός του ρωσικού στρατού και πήρε μέρος στους πολέμους εναντίον του Ναπολέοντα (1812-13).
Το 1822 πήρε γυναίκα του την πλουσιότατη πριγκίπισσα Μαρία Νικολάγεβνα Βολκόνσκαγια, κόρη μεγάλου αξιωματούχου, και το 1824 εγκαταστάθηκε μόνιμα στο προικώο κτήμα του στη Γιάσναγια Πολυάνα (όχι μακριά από τη Μόσχα). Εκεί γεννήθηκε, στις 28 Αυγούστου του 1828, ο κατοπινός μεγάλος συγγραφές κι εκεί έζησε τα παιδικά του χρόνια αποκτώντας πολύτιμα βιώματα.
Σε ηλικία 2 χρονών έχασε τη μητέρα του, στην οποία, όπως αναφέρει ο ίδιος, όφειλε πολλές από τις ιδιότητες του χαρακτήρα του, καθώς και την κλίση του προς τη λογοτεχνία.
Επτά χρόνια αργότερα έχασε και τον πατέρα του. Έτσι, την ανατροφή του, καθώς και των μεγαλύτερων αδελφών του, ανέλαβε η μακρινή συγγενής τους Ερκόλσκαγια, που εμφύσησε στον κατοπινό συγγραφέα τις αντιλήψεις του για τις πνευματικές χαρές που δίνουν στον άνθρωπο η αγάπη και η ήσυχη ζωή μακριά από τους πειρασμούς της κοσμικότητας.
Μετά και το δικό της θάνατο το 1840, την ανατροφή των παιδιών συνέχισε άλλη συγγένισσα, η Γιουσκόβα, που επίσης άσκησε ισχυρότατη επίδραση στη διαμόρφωση των αντιλήψεων του Τολστόι για τη ζωή και το αμφισβητήσιμο δικαίωμα του ανθρώπου να ζει πλούσια, όταν γύρω του οι άλλοι πεινούν. 
Παράλληλα, Γάλλοι και Γερμανοί δάσκαλοι δίδαξαν στα παιδιά τις γλώσσες τους και αρκετές από τις γνώσεις της εποχής. Ιδιαίτερα στο Γερμανό δάσκαλό του Φίοντορ Κέσελ όφειλε ο Τολστόι τη γνωριμία του με τη γερμανική φιλοσοφία.

Το 1844 ο νεαρός Τολστόι γράφτηκε στη Φιλοσοφική σχολή του πανεπιστημίου της πόλης Καζάν, αλλά το ενδιαφέρων του για τις φιλοσοφικές και στη συνέχεια για τις νομικές σπουδές ήταν μάλλον χλιαρό. Τα φοιτητικά του χρόνια σφραγίστηκαν από το διχασμό ανάμεσα στην παρόρμηση να παίρνει μέρος σε ανέμελα γλεντοκόπια και στις επαναλαμβανόμενες προσπάθειες να ζήσει ενάρετο βίο. Στην περίοδο αυτή διαμορφώθηκε και η συνήθειά του για άγρυπνο αυτοέλεγχο, που δέσποσε σε όλη την κατοπινή ζωή του.
Ιδεώδες του γίνεται η επιδίωξη της ηθικής τελειότητας, αλλά καίριο γνώρισμα του χαρακτήρα του μένει η επιθετικότητα, με στόχο την υπερίσχυση των αντιλήψεών του, και η φιλοδοξία να πρωτεύει σε κάθε τομέα. Θέλοντας να νικήσει την αβεβαιότητα για τον εαυτό του και την ανασφάλεια που του δημιουργούσε η διάσταση ανάμεσα σε ιδανικό και πραγματικότητα, αναζητεί στήριγμα στην Αγία Γραφή και τα έργα του Ρουσσώ, που τα διαβάζει με πάθος. Παράλληλα, αρχίζει να δοκιμάζει τις δυνάμεις του στο γράψιμο, όπως αναφέρει στο ημερολόγιό του, το οποίο άρχισε τότε (1847) και συνέχισε ως το θάνατό του με μικρές διακοπές.
Ξαναγυρίζοντας στο πατρικό, αναλαμβάνει την διαχείριση της μεγάλης κτηματικής περιουσίας του, αλλά δεν άντεξε το φορτωμένο πρόγραμμα εργασίας που επέβαλε στον εαυτό του. Την επόμενη χρονιά, πήγε στη Μόσχα και μετά στην Πετρούπολη. Η τριετία 1848-51 σπαταλήθηκε σε κοσμικές απολαύσεις, χαρτοπαιξίες, γλέντια. Ένα μέρος του χρόνου του το διέθετε στο κυνήγι.
Καθώς βρισκόταν στη φύση, ξυπνούσαν έντονα οι τύψεις για τον άσωτο βίο του και δυνάμωνε η διάθεσή του ν’ασχοληθεί με τη συγγραφή. Έτσι, σαν αντίδοτο στο συνειδησιακό έλεγχο, γράφει στις αρχές του 1851 το αφήγημα «Ανιστόρηση της χθεσινής μέρας» και το πρώτο από τα τρία αυτοβιογραφικά του βιβλία (παιδικά χρόνια, εφηβεία , νεανικά χρόνια) που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1852. Τον ίδιο χρόνο επίσης αποφάσισε να καταταγεί εθελοντής στο στρατό, υποχρεώνοντας και μ’αυτό τον τρόπο τον εαυτό του να απαρνηθεί την προηγούμενη ζωή του.
Η μακρά διαμονή στον Καύκασο (τρία ολόκληρα χρόνια) στάθηκε μια περίοδος πραγματικής μαθητείας στη ζωή και την τέχνη για τον Τολστόι . Δεν του έλειψαν οι ευκαιρίες για γλέντια, αλλά και τα διαστήματα απομόνωσης (εκούσιας ή ακούσιας), η συμμετοχή σε στρατιωτικά γεγονότα, η επαφή με τους ανθρώπους του λαού, που του πρόσφεραν τη δυνατότητα να γνωρίσει με τρόπο άμεσο και πλήρη συναισθήματα, ένστικτα και νοοτροπίες των ανθρώπων.
Η θερμή βίωση των συνθηκών και των περιστατικών που έβλεπε γύρω του, η εξοικείωση με τα πράγματα και ο στοχασμός της περασμένης του ζωής τον έκαναν όχι μόνο να βρει τη φυσικότητα και την αλήθεια που αναζητούσε, αλλά και του έδωσαν υλικό για μια σειρά από αφηγήσεις, μερικές από τις οποίες πολύ κοντά στο διήγημα ("Επιδρομή", "Το πρωινό ενός γαιοκτήμονα") που γράφτηκαν το 1852 και δημοσιεύθηκαν το 1856.
Στις αρχές του 1854 μετατέθηκε στη στρατιά του Δούναβη και το φθινόπωρο, όταν ο Κριμαϊκός πόλεμος βρισκόταν στη μεγάλη του ένταση, ζήτησε να μετατεθεί στην πολιορκούμενη Σεβαστούπολη, όπου βίωσε την πολιορκία τόσο σαν μαχητής αλλά και σαν παρατηρητής.
Λογοτεχνικός του καρπός μια σύντομη τριλογία (η Σεβαστούπολη το Μάη του 1855, Η Σεβαστούπολη τον Αύγουστο του 1855), που δημοσιεύθηκε το 1855 και το 1856 ενθουσιάζοντας αμέσως τον Τσάρο Αλέξανδρο Β', ο οποίος φρόντισε να μεταφραστεί αμέσως στα γαλλικά .
Μετά την άλωση της Σεβαστούπολης, μετατέθηκε στην Πετρούπολη, όπου οι λογοτεχνικοί και οι κοσμικοί κύκλοι τον υποδέχτηκαν θερμά. Ήδη τον θεωρούσαν έναν από τους σημαντικότερους ρώσους συγγραφείς. Βρήκε τότε την ευκαιρία να επιτεθεί με οξύτητα στις κατεστημένες απόψεις που δεν συμφωνούσαν με τις προσωπικές του πεποιθήσεις.
Ήδη θεωρούσε αμάρτημα να είναι κανείς ιδιοκτήτης γης όπου οι αγρότες λιμοκτονούσαν, καθώς και το να βάζει κανείς τους άλλους να δουλεύουν για λογαριασμό του με το αιτιολογικό ότι αυτός είναι πλούσιος ενώ οι άλλοι όχι.
Θέλοντας να είναι συνεπής με τις απόψεις του, πήγε στην Γιάσναγια Πολιάνα, με σκοπό να απελευθερώσει τους δουλοπάροικούς του. Το σχέδιό του όμως συνάντησε την άρνηση των χωρικών, οι οποίοι έλπιζαν ότι η τσαρική κυβέρνηση θα έδινε στο πρόβλημα τους μια λύση πιον ριζική απ’ αυτή που πρότεινε ο αφέντης τους. Από το 1856 χρονολογούνται τα έργα του «Συνάντηση σε ένα απόσπασμα με ένα άγνωστο Μοσχοβίτη», «Οι δύο Ουσσάροι και το βάσανο». Ένα σύντομο ειδύλλιο που είχε τότε δεν κατέληξε σε γάμο.
Το 1857 ο Τολστόι παραιτήθηκε από το στρατό κι έφυγε στο εξωτερικό (Παρίσι, Ελβετία). Οι θεσμοί όμως της Δυτικής Ευρώπης, καθώς και ο τρόπος ζωής των ανθρώπων εκεί, δεν του άρεσαν καθόλου. Επέστρεψε ξανά στη Ρωσία, έχοντας σταθεροποιήσει την πεποίθηση ότι ο λαός πρέπει να μορφωθεί.
Γι’ αυτό ιδρύει στην Γιάσναγια Πολυάνα ένα σχολείο για παιδιά και μεγάλους, όπου διδάσκει ο ίδιος με δικές του παιδαγωγικές μεθόδους. Το 1857 γράφει την «Λουκέρνη» και το 1858 τον «Αλβέρτο και τους Τρεις θανάτους» . Στην τετραετία όμως (1859-1962) εγκαταλείπει σχεδόν τη συγγραφή. Μοναδικό του κείμενο ο «Πολικούσκα», που αποτελεί την πρώτη του απόπειρα να γράψει διήγημα με ξεκάθαρα λαϊκό περιεχόμενο.
Το 1860 ο Τολστόι έκανε ένα δεύτερο ταξίδι στο εξωτερικό, για να παρασταθεί στον άρρωστο αδελφό του Νικολάι που τον υπεραγαπούσε. Επισκέφτηκε τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ελβετία, το Βέλγιο, την Αγγλία και την Ιταλία επιδιώκοντας να πλουτίσει τις παιδαγωγικές του γνώσεις.
Όταν επέστρεψε, συνέχισε τη διδασκαλία κι εξέδωσε μάλιστα κι ένα μηνιαίο περιοδικό, όπου παρουσίαζε και υπερασπιζόταν τις εκπαιδευτικές του αντιλήψεις, που ως ένα σημείο είχαν επηρεαστεί από τις ιδέες του Ρουσσώ και του Πεστελότσι, ενώ συνέταξε και βιβλία για τις εκπαιδευτικές ανάγκες.
Ούτε όμως έτσι έβρισκε γαλήνη. Ένα αποτρόπαιο περιστατικό τον έφερε σε τέτοια απόγνωση, ώστε να αυτοεξοριστεί για ένα διάστημα στη Σαμάρα. Στο ταξίδι του αυτό γνώρισε τη δεκαεφτάχρονη Σοφία Αντρέγεβνα Μπερς, που άνηκε σε μεσαία τάξη της Μόσχας και είχε πλούσια πνευματικά ενδιαφέροντα. Την παντρεύτηκε και την έφερε στην Γιάσναγια Πολυάνα. (1862).
Έτσι έκλεισε η πρώτη περίοδος της ζωής του, που αργότερα την έκρινε με μεγάλη αυστηρότητα, θεωρώντας την ως μια συνεχή υποδούλωση στη φιλοδοξία, την ασωτία και τη λαγνεία. Όσο άδικες κι αν είναι οι κρίσεις του αυτές, υπογραμμίζουν πάντως την ανάγκη που ένιωθε να ξεκαθαρίσει και να συστηματοποιήσει τη ζωή του, επιδιώκοντας την ηθική και την καλλιτεχνική του τελειοποίηση.
Ο γάμος του πρόσφερε τέτοια ευκαιρία και ο Τολστόι έζησε μια σχετικά μακρόχρονη περίοδο ευτυχίας κοντά στη νεαρή γυναίκα του με την οποία απόκτησε δεκατέσσερα παιδιά ηρέμησε και μπόρεσε να συγκεντρώσει την εκπληκτική ενεργητικότητά του στη λογοτεχνική δραστηριότητα. Ήδη είχε εγκαταλείψει βαθμιαία τις ρομαντικές και αισθηματολογικές διαθέσεις που χαρακτηρίζουν τα κείμενα της πρώτης περιόδου.
Πλησίαζε όλο και πιο πολύ τους ανθρώπους και τα πράγματα που παρατηρούσε, και το ενδιαφέρον του συγκεντρωνόταν κυρίως στην ψυχολογική διερεύνηση των προσώπων.
Η σχέση του ανθρώπου με τη φύση, όπως απεικονίζεται στους «Κοζάκους» (δημοσιεύθηκε το 1863), βιβλίο που γνώρισε μεγάλη επιτυχία, ή της ανθρωπότητας μπροστά στο φαινόμενο του θανάτου, όπως την πραγματεύτηκε στην τριλογία της Σεβαστούπολης και τους τρεις θανάτους, αποτελούν αξιολογότατα επιτεύγματα του Τολστόι.
Παρά τις επιδράσεις που ανιχνεύει κανείς από τον Ρουσσώ, τον Ντίκενς, τον Σταντάλ, τον Γκογκόλ κ.α., τα έργα αυτά είναι σαφώς προσωπικές δημιουργίες και λειτουργούν ως πιστοποιητικά προόδου του Τολστόι, που είναι πλέον σχεδόν έτοιμος να δώσει ωριμότερα έργα.
Το γραφείο του Λέων Τολστόι
Το 1856 ο Τολστόι αρχίζει να γράφει ένα μυθιστόρημα με θέμα την επάνοδο ενός εξόριστου Δεκεμβριστή στη Ρωσία. Δημοσιεύθηκε τελικά το 1884 με τον τίτλο "Δεκεμβριστές", αλλά σύντομα ένιωσε την ανάγκη να πλατύνει χρονολογικά τη διαπραγμάτευση, αρχίζοντας από τη χρονιά της συνωμοσίας (1825). Και πάλι όμως το σχέδιο πλάτυνε, για να περιλάβει τα μεγάλα γεγονότα της ρωσικής ιστορίας που εκτυλίχτηκαν το 1812. Έτσι έφτασε στη σύλληψη της μεγάλης τοιχογραφίας, που είναι το μυθιστόρημα «Πόλεμος και Ειρήνη», από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Η ιστορική εποχή των Ναπολεόντειων πολέμων αποτελούσε βέβαια για τη Ρωσία παρελθόν, αλλά η επίδρασή της ήταν ολοζώντανη, λόγω της παράδοσης που είχε δημιουργήσει. Εξάλλου ο Τολστόι βρήκε στο οικογενειακό του περιβάλλον τα πρότυπα πολλών από τα κυριότερα πρόσωπα του έργου.
Κοντά στα παλαιότερα συγγραφικά του προσόντα, που ήταν η βαθιά παρατηρητικότητα και η ισχυρή βίωση και μετουσίωση υπαρκτών προσώπων και πραγματικών περιστατικών, προστέθηκε τώρα η επινόηση και στη λειτουργία της δημιουργικής φαντασίας. Έτσι, μετά από ένα χρόνο εντατικής δουλειάς, δημοσιεύθηκε το πρώτο μέρος του μυθιστορήματος με τίτλο «Η χρονιά 1805» (1865), που στη συνέχεια πλάτυνε και ο τίτλος άλλαξε σε «Πόλεμος και Ειρήνη».
Εκείνο που κάνει εντύπωση στο μεγάλο αυτό έργο (που αρχικά δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στο περιοδικό) δεν είναι τόσο ότι απεικονίζει με σχεδόν τέλειο τρόπο τις πτυχές της Ρωσίας εκείνων των χρόνων, αρχίζοντας από τη ρώσικη φύση, περνώντας μέσα από τις διάφορες νοοτροπίες ευγενών και εκπροσώπων του λαού και τις παρουσιάσεις ηθών και εθίμων και φτάνοντας ως τη διερεύνηση υψηλών πνευματικών και κοινωνικών διεργασιών.
Πιο πολύ ακόμη εντυπωσιάζουν η τέλεια συγχώνευση της τέχνης με την πραγματικότητα και –παρά το μέγεθος και την πολυμέρειά του– η στερεότητα της καλλιτεχνικής του δομής. Χάρη στην ποιότητα του λόγου που μένει προσηλωμένος στην ουσία χωρίς να ξεπέφτει σε περιττά στολίδια, τα διάφορα νήματα της αφήγησης υφαίνονται, άλλοτε διαπλέκονται και άλλοτε ξεπλέκονται με τον πιο αυθόρμητο τρόπο. Όλα όσα γίνονται στις σελίδες του φαίνονται φυσικά, αναγκαία, σχεδόν μοιραία. Η ζωή και ο θάνατος απεικονίζονται με την ίδια σεμνότητα και ταπεινοφροσύνη, επιβάλλοντας το σεβασμό και μια αίσθηση επισημότητας.
Γεγονότα κοσμοϊστορικής σημασίας αδελφώνονται ισότιμα με μικρο-περιστατικά της καθημερινότητας και αυτή η ισοτιμία τους φαίνεται ως αιτιολογημένη και απαραίτητη. Εξάλλου οι πρωταγωνιστές όσο και τα πρόσωπα έχουν ελάχιστο πόλο να παίξουν. Παρουσιάζονται με τη ξεχωριστή τους ατομικότητα σε ένα πλαίσιο ανθρωπιάς.
Η παρουσία του συγγραφέα δε φαίνεται σχεδόν καθόλου, εκτός από το τέλος, όταν παρεμβαίνει για να κηρύξει μια θεμελιώδη θέση του: ο άνθρωπος δε δημιουργεί τίποτα, δε δεσπόζει σε τίποτα. Απλώς παρευρίσκεται και παρακολουθεί την αναπότρεπτη πορεία των πραγμάτων. Η θέση αυτή συνοψίζει την ουσία του τεράστιου αυτού έργου.
Εδώ βλέπουμε μια ομοιότητα με τον Όμηρο, όπου πίσω από τα πάντα κρύβεται ένα θεϊκό χέρι και οι θνητοί δεν είναι παρά πιόνια σε μια σκακιέρα των Θεών (μοίρας).
Όταν τελείωσε το μυθιστόρημα, ο Τολστόι αισθανόταν εξαντλημένος κι αποθαρρημένος.

Ο τρόπος που αντιλαμβανόταν πια τη ζωή ήταν επηρεασμένος από τη φιλοσοφία του Σοπενχάουερ. Ωστόσο, σχεδίαζε να γράψει και άλλα έργα με ιστορικά θέματα, σχέδιο που δεν μπόρεσε να πραγματοποιήσει. Στα χρόνια 1870-71 ο Τολστόι ρίχνεται με πάθος στη μελέτη των αρχαίων ελληνικών και εκφράζεται με μεγάλο θαυμασμό για τον Όμηρο.
Παράλληλα, ξαναρχίζει να ενδιαφέρεται για τα παιδαγωγικά θέματα, και το 1873 εκδίδει ένα Αλφαβητάριο. Αλλά ήδη από το 1870 έχει αρχίσει να σχεδιάζει ένα καινούργιο έργο με κεντρικό πρόσωπο μια πολύ αξιόλογη και καλή γυναίκα, που είναι όμως ένοχη μοιχείας. Το 1873 καταπιάνεται οριστικά με τη συγγραφή του, αλλά δεν προχωρεί με την ίδια άνεση του «Πόλεμος και Ειρήνη». Διακοπές, βαριεστιμάρα και μίσος και άλλοτε παθιασμένη αγάπη για τη δουλειά χαρακτηρίζουν τη διάθεση του συγγραφέα.
Εντούτοις, το έργο «Άννα Καρένινα» βγήκε τελικά άρτιο και αποτελεί καύχημα της ρώσικης λογοτεχνίας. Δημοσιεύθηκε κι αυτό αρχικά σε συνέχειες από το 1875 ως το 1877, οπότε κυκλοφορεί και σε μορφή βιβλίου αναθεωρημένο και ξαναπλασμένο. Έτσι δε διατηρεί ίχνος από τις ψυχικές μεταπτώσεις του συγγραφέα. Η αρμονική δομή του διαπνέεται από μια τραγική αίσθηση της ζωής. Στο χαρακτήρα του Καρένιν ο Τολστόι εκφράζει όλη την αντιπάθειά του για τον κομφορμισμό και την υποκριτική επιτήδευση.
Παρόλα αυτά, είναι κι αυτός θύμα της μοίρας. Υπάρχουν βέβαια ως αντίβαρο στοιχεία γαλήνης, αλλά γενικά στο έργο εκφράζεται η διάσταση ανάμεσα στη ζωή που κάνει ο συγγραφέας, νιώθοντας ότι δεν είναι εκείνη που θα έπρεπε, και σε μια νέα ζωή, που δεν έχει ακόμα διαμορφωθεί αλλά βρίσκεται στο στάδιο της γέννησής της.
Μετά την «Άννα Καρένινα» ο Τολστόι περνάει μια βαθιά κρίση (εκδηλώθηκε το 1879) που τον έφερε στα πρόθυρα της αυτοκτονίας και στην οποία ασφαλώς συνέβαλαν μια σειρά από οικογενειακές συμφορές, όπως οι θάνατοι του έβδομου και του όγδοου παιδιού του και μερικών ακόμα συγγενών που του ήταν πολύ προσφιλείς. Αλλά το βασικότερο αίτιό της βρίσκεται στην αμφιβολία που τον κατάτρεχε πάντα, ακόμη και στις πιο ευτυχισμένες στιγμές του οικογενειακού του βίου, σχετικά με το αν έχει το δικαίωμα να ζει μια τόσο ωραία ατομική ζωή και ν’ ασχολείται μ’ ένα τέτοιο είδος τέχνης, όταν όλες του οι ελπίδες για μια ιδανική ζωή σωριάζονταν η μια μετά την άλλη.
Τη διέξοδο τελικά αναζητεί ο Τολστόι σε μια θρησκευτική πίστη δικής του διατύπωσης. Θέλει να ζει απαλλαγμένος από συμβατικότητες και ανέσεις. Αποκηρύσσει την καλοπέραση, την ψευτοπρόοδο, τον ψευτοπολιτισμό. Υποστηρίζει ότι κύρια στοιχεία του βίου πρέπει να είναι η φυσικότητα, η αγάπη, η αλήθεια και η εργασία που καλύπτει τις βιοτικές ανάγκες.
Ασχολείται ο ίδιος με την καλλιέργεια της γης, ντύνεται όπως οι μουζίκοι, φτιάχνει μόνος του τα παπούτσια του και κηρύττει την πραότητα ως την πραγματική ουσία της διδασκαλίας του Ιησού, τον οποίο δε θεωρεί Θεάνθρωπο, αλλά «πνευματικό» τέκνο του Θεού.
Αυτές του οι αντιλήψεις για τη θρησκεία, την ενεργό δύναμη της αγάπης, τις έννοιες του δικαίου, του κράτους, της ιδιοκτησίας, βρήκαν μεγάλη απήχηση, προκαλώντας συρροή οπαδών στη Γιάσνα Πολιάνα και επηρεάζοντας αποφασιστικά και τον Γκάντι.
Ο Τολστόι τις εκθέτει σε μια σειρά από βιβλία όπως:
«Κριτική της δογματικής Θεολογίας» (1880),
«Μια εξομολόγηση» (1882) ,
«Σε τι συνίσταται η πίστη μου» (1884),
«Λοιπόν τι πρέπει να κάνουμε» (1885-86),
«Η Βασιλεία του Θεού είναι μέσα σας» (1891-1893),
«Πώς να διαβάζεται το ευαγγέλιο και που βρίσκεται η ουσία του» 1896,
«Η χριστιανική διδασκαλία» (1897),
«Το μέγα αμάρτημα» (1905),
«Δεν μπορώ να σιωπήσω» (1908) κ.α.
Προπαγανδίζει τις ιδέες του με επιμονή και οργανώνει περίτεχνα τη διάδοση των βιβλίων του. Όποια απαγορεύει η Τσαρική λογοκρισία εκδίδονται στην Αγγλία από το θαυμαστή και συνεργάτη του Β. Τσέρτκωφ. Χάρη στην ακαταπόνητη δραστηριότητά του στον τομέα αυτό, ο Τολστόι αναγνωρίζεται ως μια μεγάλη ηθική δύναμη.
Οι αγώνες του για την υποστήριξη όσων ενεργούν κατά συνείδηση, για την κατάργηση της θανατικής ποινής, για την παραχώρηση γης στους αγρότες, για την ανακούφιση των φτωχών και των χτυπημένων από θεομηνίες, τον έχουν πλέον κάνει σεβαστό σε όλη την οικουμένη. Ωστόσο, η απόφαση που πήρε το 1888 να μοιράσει τα κτήματά του στους χωρικούς προκάλεσε βαθύτατη ρήξη στις σχέσεις του με τη σύζυγό του που τον πίκρανε στα τελευταία του χρόνια.
Παράλληλα, ο Τολστόι είχε διαμορφώσει μια νέα αντίληψη και για την τέχνη, που την εξέφρασε στα δοκίμιά του «Τι είναι η τέχνη» και «Ο Σαίξπηρ και η δραματική τέχνη». Η τέχνη, κατά τον Τολστόι, οφείλει να πραγματώνει το ιδανικό της ανθρώπινης αδελφοσύνης, μεταφέροντάς το από τη σφαίρα της λογικής στη σφαίρα του συναισθήματος. Αυτές τις απόψεις τις έκφρασε στα διηγήματα: «Με τι ζουν οι άνθρωποι» (1881), «Όπου υπάρχει αγάπη είναι εκεί ο Θεός» (1885), «Τρία γεροντάκια» (1886).
Άλλα σημαντικά λογοτεχνικά έργα της εποχής είναι:
Το ημιτελές «σημειώσεις ενός τρελού» (1884),
«Το κράτος του ζόφου» (1886), θεατρικό έργο που παρουσιάστηκε το 1888,
«Ο θάνατος του Ιβάν Ίiλιτς» (1887), μια έξοχη πραγματεία γύρω από τη σημασία της ζωής και του θανάτου,
«Ο διάβολος» (1889),
«Η σονάτα του Κρώυτσερ» (1889).
Στα δύο τελευταία εναντιώνεται στη σεξουαλική ελευθερία.
Άλλα έργα του είναι «Ο πατήρ Σέργιος» (1890-1898),
«Αφέντης και δούλος» (1895).
Το 1899 ο Τολστόι γράφει το τελευταίο από τα μεγάλα λογοτεχνικά έργα του, την «Ανάσταση», στις σελίδες του οποίου ο τυφλός εγωισμός μετατρέπεται σε υψηλό αλτρουισμό. Ο ήρωας του ο Νεχλιούντωφ πασκίζει ενσυνείδητα να εξιλεώσει τα σφάλματα της παλαιότερης ζωής του, διαλέγοντας ένα νέο τρόπο ζωής κι ακολουθώντας εκούσια στην εξορία την γυναίκα που είχε άλλοτε αποπλανήσει. Ο Τολστόι είχε χρησιμοποιήσει σε παλαιότερα αφηγήματά του αυτό το ψευδώνυμο, παρουσιάζοντας έτσι κάποιες πλευρές του.
Η επανάληψή του τώρα στο έργο των γερατειών αποκαθιστά ένα είδος συμβολικού δεσμού ανάμεσα στην πρώτη και την τελευταία περίοδο της ζωής του. Αυτό το μυθιστόρημα χαρακτηρίζεται για την εξαιρετικά σφιχτοδεμένη δομή του. Καθώς δεν υπάρχουν παρεκβάσεις και παράλληλες δράσεις, αυτό είναι το συμπαγέστερο από όλα τα έργα του Τολστόι. Άλλα μεγάλα προσόντα του είναι η πειστική απεικόνιση των ψυχολογικών καταστάσεων, η πειστικότητα της περιγραφής και η αφηγηματική αρτιότητα.
Γι’ αυτό του το έργο τον αφόρισε η Εκκλησία το 1901. Άλλα έργα της τελευταίας περιόδου είναι «Το ζωντανό πτώμα» (1900), το ημιτελές «το φως που φέγγει και τα σκοτάδια» (1894-1902), «Χατζή Μουράτ» (1904), «Αλιόσα Γκόρσοκ» (1905), που δημοσιεύθηκαν μετά το θάνατό του.
Σε βαθιά γεράματα ο Τολστόι χτυπιέται από ένα καινούργιο ξέσπασμα της κρίσης που τον βασάνιζε όλα αυτά τα χρόνια της ωριμότητας του για το είδος της ζωής που έκανε.
Συνέπειά της ήταν να εγκαταλείψει στις 28 Οκτωβρίου το σπίτι του μαζί με το γιατρό του και την αγαπημένη του κόρη Αλεξάνδρα, σε μια τελευταία προσπάθεια να ζήσει κοντά στο Θεό. Πεθαίνει από πνευμονία στις 7 Νοεμβρίου 1910 μέσα στο σιδηροδρομικό σταθμό του Αστάποβο.
Βιβλιογραφία:
«Τρία παιδιά του αιώνα τους» Τάσου Αθανασιάδη,
«Η φυγή και ο θάνατος του Τολστόι» (Αθήνα 1950) του ίδιου,
«Βεβαιότητες και αμφιβολίες» (Ο Τολστόι και η ανθρωπότητα) (Αθήνα 1980) του ιδίου, Πέντε Ρώσοι κλασικοί (Αθήνα 1978) Αλεξανδρόπουλος Μήτσος, Παγκόσμιο βιογραφικό λεξικό της Εκδοτικής Αθηνών.
Πηγή