Πέμπτη 5 Ιουνίου 2014

Γύζης Νικόλαος


(1842 Σκλαβοχώρι Τήνου - 1901 Μόναχο)



Έζησε τα πρώτα παιδικά του χρόνια στην Τήνο και το 1850 εγκαταστάθηκε με τον πατέρα του στην Αθήνα, προκειμένου να του δοθεί η δυνατότητα να καλλιεργήσει συστηματικά την κλίση του προς τη ζωγραφική. Λόγω του νεαρού της ηλικίας του, παρακολούθησε μαθήματα στο Πολυτεχνείο ως ακροατής. Ενεγράφη επισήμως πια το 1854 και φοίτησε έως το 1864 με δασκάλους τους Φίλιππο Μαργαρίτη, Αγαθάγγελο Τριανταφύλλου, Raffaelo Ceccoli, Ludwig Thiersch, Πέτρο Παυλίδη - Μινώτο και Βασίλειο Καρούμπα - Σκόπα. Το 1859 έλαβε μέρος στην έκθεση των Ολυμπίων. 
Το 1862, με σύσταση του συμπατριώτη και στενού του φίλου Νικηφόρου Λύτρα, γνώρισε τον εύπορο Τηνιακό και μετέπειτα πεθερό του Νικόλαο Νάζο, ο οποίος τον βοήθησε να λάβει υποτροφία από το Ίδρυμα Ευαγγελιστρίας Τήνου. Στα μέσα του 1865 αναχώρησε για το Μόναχο, όπου μαθήτευσε κοντά στον Hermann Anschutz και τον Alexander von Wagner στην Ακαδημία Καλών Τεχνών, πριν γίνει δεκτός, το 1868, στην τάξη του Karl von Piloty. Στο Μόναχο μυήθηκε στην καλλιτεχνική ζωή από το Λύτρα, που ήταν εγκατεστημένος εκεί ήδη από το 1860, και γρήγορα έγινε δεκτός στον κύκλο του Leibl, ενώ συνδέθηκε φιλικά με τους ζωγράφους Franz von Defregger, Eduard Kurzbauer και, αργότερα, με το Franz von Lenbach. Μετά τις συμμετοχές του σε εκθέσεις στο Μόναχο και τη Βιέννη, αναχώρησε το 1872 για την Ελλάδα, όπου παρέμεινε δύο χρόνια. 


Το ταξίδι στην Ανατολή, που πραγματοποίησε ενδιαμέσως, το 1873, μαζί με το Λύτρα, επηρέασε καθοριστικά την αντίληψη και την απόδοση του χρώματος και του φωτός στο έργο του. Επέστρεψε, οριστικά πλέον, στο Μόναχο το 1874, όπου μετείχε συστηματικά στις ετήσιες και τις διεθνείς εκθέσεις του Glaspalast. Το 1875 έγινε μέλος του καλλιτεχνικού συλλόγου "Αllotria". 

Στην Παγκόσμια Έκθεση του Παρισιού το 1878, όπου συμμετείχε στο γερμανικό τμήμα, απέσπασε το τρίτο βραβείο, και το 1879 ήταν μέλος της κριτικής επιτροπής στη Διεθνή Έκθεση του Μονάχου. Στα 1878 - 1880 εκτέλεσε την οροφογραφία του Μουσείου Διακοσμητικών Τεχνών στο Kaiserslautern. Το 1880 έγινε επίτιμο μέλος της Ακαδημίας των Ωραίων Τεχνών, το 1882 αναπληρωτής καθηγητής στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου και έξι χρόνια αργότερα, το 1888, τακτικός καθηγητής. Εκτός από την ηθογραφία, τη νεκρή φύση και το πορτρέτο, ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1880 ο Γύζης θα στραφεί προς τα ιδεαλιστικά - αλληγορικά θέματα, που είχε προσεγγίσει ήδη από τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας, και θα αναδειχθεί έτσι σε εκφραστή ενός νέου πνεύματος που εκείνη την εποχή καλλιεργείτο στο Μόναχο προαναγγέλλοντας το Jugendstil. 

Το 1887 σχεδίασε τη σημαία του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου της Αθήνας, ενώ ένα χρόνο αργότερα, με το "Πνεύμα της Τέχνης" για την 3η Διεθνή Έκθεση του Μονάχου, στράφηκε προς τον τομέα της καλλιτεχνικής αφίσας. Το 1892 κέρδισε χρυσά μετάλλια στη Διεθνή Έκθεση του Μονάχου και στη Μαδρίτη, εξελέγη δε μέλος της κριτικής επιτροπής της Διεθνούς Έκθεσης του Σικάγου του 1893, χρονιά κατά την οποία εικονογράφησε και το διήγημα του Δημητρίου Βικέλα "Φίλιππος Μάρθας". Το 1895 πραγματοποίησε το τελευταίο του ταξίδι στην Ελλάδα. Το 1896 ολοκλήρωσε το Δίπλωμα των Ολυμπιακών Αγώνων, ενώ τα χρόνια 1895 - 1899 φιλοτέχνησε τη μεγάλη ιδεαλιστική σύνθεση "Η Αποθέωση της Βαυαρίας" για το Μουσείο Διακοσμητικών Τεχνών της Νυρεμβέργης. Το 1899 απέστειλε τη "Δόξα" στην έκθεση της Αθήνας, ενώ το 1900 τα έργα του Νέος Αιώνας και Εαρινή Συμφωνία παρουσιάστηκαν στην Παγκόσμια Έκθεση στο Παρίσι, και στο Glaspalast η μεγάλη σύνθεση "Ιδού ο Νυμφίος", που εντάσσεται στα θρησκευτικά οράματα, τα οποία δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει. Το 1901 πραγματοποιήθηκε στο Glaspalast μεταθανάτια έκθεση αφιερωμένη στους εκλιπόντες Wilhelm Leibl, Arnold Bocklin και Νικόλαο Γύζη. Ένα χρόνο αργότερα δημοσιεύτηκε η βιογραφία του από το Marcel Montandon. Το 1928 η Εταιρεία Φιλοτέχνων οργάνωσε στο Ιλίου Μέλαθρον αναδρομική έκθεση, που περιελάμβανε τετρακόσια εξήντα τρία έργα του. Το 2001 η Εθνική Πινακοθήκη Αθηνών παρουσίασε μεγάλη αναδρομική έκθεση του έργου του με τη συμπλήρωση εκατό ετών από το θάνατό του.





Κυρίαρχη μορφή της "Σχολής του Μονάχου", ο Γύζης επηρέασε την πορεία της ελληνικής τέχνης με το ζωγραφικό του έργο, ενώ σημαντική είναι η θέση του και στη γερμανική ιστορία της τέχνης του 19ου αιώνα. Στις ηθογραφίες του κατόρθωσε να υπερβεί το επίπεδο της απλής διήγησης, ενώ το διαμέτρημά του αναδεικνύεται στο ιδεαλιστικό, αλληγορικό και θρησκευτικό του έργο, τομείς στους οποίους συμβάδισε με τις αναζητήσεις του πρωτοποριακού κινήματος Jugendstil.

Τετάρτη 4 Ιουνίου 2014

«δακρυόεν γελάσασα»



Έκτορος και Ανδρομάχης ομιλία










Δεν είναι απλά η συνάντηση και ομιλία – πρώτη και τελευταία, μοναδική μέσα 
στην Ιλιάδα - του Έκτορα και της Ανδρομάχης. Είναι η συνάντηση του 
«άντρα» και της «γυναίκας» που μέσα από τον ουσιαστικό και ανθρώπινο 
λόγο τους εκφράζουν καθολικά την ύπαρξή τους.



  • Εκείνης, αποστολή και λόγος ύπαρξης η διατήρηση και η προστασία της ζωής.



  • Εκείνου το ηρωικό ιδεώδες, η πράξη, η δόξα, ακόμα κι αν είναι να 
  • καταστραφεί στο όνομα του «χρέους» η απλή ύπαρξη, η ζωή.



  • Η επαφή αυτών των διαμετρικών αντιθέσεων θα οδηγήσει  στο 
  • συγκερασμό και τη σύνθεση, όχι στον εξοστρακισμό της οδύνης 
  • αλλά στην αποδοχή και στην κατάφαση του πόνου, στην κατανόηση, 
  • στην εγκαρτέρηση, στο «δακρυόεν γελάσασα» της Ανδρομάχης, 
  • όταν παίρνει στην αγκαλιά της το βρέφος.  Μία δυστυχία, που 
  • ωστόσο βρίσκει να χαίρεται. Αυτή την αιχμηρή κορυφογραμμή της 
  • χαρμολύπης, που οι έλληνες την περπατούν πολύ προσεχτικά, ο 
  • Ό­μηρος τη λέει «δακρυόεν γελᾶν» και μέσα απ’ αυτή μας 
  • αποκαλύπτει την ουσία του κόσμου.

    Έκτορας και Ανδρομάχη, Giorgio de Chirico, 1924

    Το βίντεο είναι μια προσπάθεια οπτικοποίησης της σκηνής της συνομιλίας 
    των δύο συζύγων. 
    • Το κείμενο είναι σε μετάφραση του Δ. Μαρωνίτη
    • Ερμηνεύει η Φιλαρέτη Κομνηνού
    • Σκηνοθετική επιμέλεια του Βίκτωρα Αρδίττη
    • Πρόκειται  για ζωντανή ηχογράφηση από την αίθουσα εκδηλώσεων 
    • του Εθνικού Θεάτρου στις 25 Νοεμβρίου 2010.

    http://www.youtube.com/watch?v=ZKyKJeB1PZk#t=14

    Η άποψη της ποιήτριας: Μαρία Κούρση

    «Ο χρόνος είναι ένα ευεργετικό βάρος στην πλάτη του δημιουργού»
    (.poema..)




    Η Μαρία Κούρση ακολουθεί μια σταθερή, ευδιάκριτη διαδρομή στην ποιητική της περιπέτεια. Ποιήτρια της λεγόμενης «γενιάς του 1980», πρωτοεμφανίστηκε το 1981. Εχει εκδώσει έως στιγμής οχτώ ποιητικές συλλογές προσελκύοντας το βλέμμα της κριτικής ως μία από τις σημαντικότερες φωνές στην ποίηση των τελευταίων δεκαετιών.
    Διακρίνεται από την ολιγοστιχία της, τη μινιμαλιστική καταγραφή του σύμπαντός της, την υφολογική απλότητα που προτείνει σε συνδυασμό με έναν λιτό, απέριττο σκηνικό διάκοσμο -συνήθως το εγώ και το εσύ-, αλλ' επίσης τη θελκτική κατάθεση του ποιητικού υποκειμένου για τα τρέχοντα και τα ένδον.
    Η συνέντευξη δόθηκε με αφορμή την πρόσφατη κυκλοφορία της συλλογής της, Λέει ότι είναι κήπος (Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2012).
      




    -Ποιο είναι το χρέος της ποίησης απέναντι στον αναγνώστη; Τον ωφελεί στην παρούσα συγκυρία, σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο;
    Δεν νομίζω πως η ποίηση «χρωστά» κάτι στον αναγνώστη με την κλασική έννοια˙ ο ποιητής παραδίδει το περίσσευμα -ή τις περισσότερες φορές το υστέρημα- από την ψυχή του στον αναγνώστη και από κει και πέρα τα πράγματα παίρνουν τον δρόμο τους. Από αυτήν την άποψη, το τι ωφελεί και τι όχι, σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, περνά μέσα από αυτές τις διαδρομές.

    -Δύναται να είναι πολιτική πράξη το κάθε ποίημα που γράφεται τώρα;
    Συνεχίζοντας το νήμα της προηγούμενης απάντησης, προσθέτω πως αν, έστω για έναν αναγνώστη, ένα ποίημα λειτουργήσει ως πολιτική πράξη, τότε, ναι, είναι πολιτική πράξη. Για μένα, πάντως, είναι...

    -Γράφετε: «Ο,τι είναι να γίνει/ Δεν θα γίνει/ Η φλόγα όμως καίει». Πώς ορίζεται η ύβρις; Είναι μια έννοια που συζητείται πολύ στην τρέχουσα επικαιρότητα...
    Δεν νομίζω πως αυτές οι αντιπαραβολές είναι ιδιαίτερα γόνιμες. Οποιοσδήποτε συλλογισμός έχει την τάση να καταλήγει σε ένα «...γι' αυτό φτάσαμε ώς εδώ», πράγμα που δεν ευνοεί ούτε τη νηφαλιότητα της άποψης ούτε την ποίηση την ίδια.

    -Λέγεται ότι οι ποιητές δυσκολεύονται να παραλληλιστούν με την πραγματικότητα. Νιώθετε εσείς ότι συμμετέχετε συνειδητά στα προτάγματα της εποχής με την ποίηση που καταθέτετε;
    Θα απαντήσω όπως και στην πρώτη σας ερώτηση: οι άνθρωποι κατά καιρούς προτάσσουν διαφορετικά διακυβεύματα, αντλώντας από ποικίλες πηγές, είτε αυτό αρέσει στους ποιητές, που συχνά φαντάζονται τον εαυτό τους σε ένα γυάλινο σπίτι -όπου όλοι τους βλέπουν, αλλά κανείς δεν τους αγγίζει-, είτε όχι.

    -Η απάντησή σας συνδέεται με το ποίημα-φράση «Αραγε η περιγραφή/ του μέλλοντος/ ήταν η σωστή;», όπου δηλώνεται η αγωνία της ύπαρξης για τη διάρκεια της στιγμής. Είναι άραγε ο χρόνος ένα εχέγγυο της προσδοκίας και της δημιουργίας;
    Ο χρόνος είναι, πάνω από όλα, ένα εύπλαστο εργαλείο: μπορεί να διαστέλλεται και να συστέλλεται κατά βούληση. Παράλληλα, είναι ένα ευεργετικό βάρος στην πλάτη του δημιουργού. Λειτουργεί σαν βαρίδι, αλλά και σαν εστιακός φακός. Πολυεστιακός, μάλιστα. Οσο για την προσδοκία, ο χρόνος έχει να κάνει περισσότερο με την προσδοκία για το παρελθόν, παρά με αυτήν για το μέλλον.

    -Συνάδετε με την άποψη ότι ιστορικά, κοινωνικά και πολιτικά, αλλάζει ο «ρυθμός του κόσμου» και αναλόγως επηρεάζεται ο ποιητικός λόγος;
    Ο «ρυθμός του κόσμου» πράγματι πότε τρέχει, πότε κοντοστέκεται, και πότε σκοντάφτει. Σίγουρα αυτό επηρεάζει και τον «ρυθμό της ποίησης». Με ποιον τρόπο όμως, νομίζω πως δεν γνωρίζουμε , και δεν έχει και σημασία να γνωρίζουμε.

    -Είσαστε η μόνη ποιήτρια ανάμεσα στους ποιητές της δικής σας φουρνιάς, της λεγόμενης «γενιάς του 1980». Πώς ερμηνεύετε την αλματώδη αύξηση πρωτοεμφανιζόμενων, νέων γυναικών που διεκδικούν τη φωνή τους στο πλαίσιο της νεοελληνικής ποίησης, κατά την τελευταία δεκαετία;
    Η ποίηση, η εσώτερη φωνή του ποιούντος ανθρώπου, έχει σίγουρα να κάνει και με την εξώτερη φωνή του. Η πολυφωνία που παρατηρούμε τα τελευταία χρόνια -που αναφέρεται στον ρυθμό του κόσμου όπως ελέχθη νωρίτερα- σίγουρα μόνο καλό κάνει στην ποιητική φωνή του «εν γένει πάσχοντος ανθρώπου».

    Le Corbusier

     
    Ο Le Corbusier, υπήρξε ο κατεξοχήν αρχιτέκτονας της modernité, ένας οραματιστής που θα διαμορφώσει με φανατισμό το εκμηχανισμένο περιβάλλον του σύγχρονού του ανθρώπου. Ένα πνεύμα επαναστατημένο που βρισκόταν όμως και σε μια συνεχή και ανοικτή αναφορά με το κλασσικό πρότυπο του Παρθενώνα. «Ο Παρθενώνας», θα πει, « είναι το κτήριο που με έκανε ένα επαναστατημένο αρχιτέκτονα». Είναι μάλιστα αυτά τα δύο ταξίδια του στην Αθήνα, το πρώτο, το περίφημο πια, Ταξίδι στην Ανατολή, και το δεύτερο που έγινε με αφορμή την πραγματοποίηση στην Αθήνα του συνεδρίου για την μοντέρνα αρχιτεκτονική, που θα προσδιορίσουν και τον ορίζοντα αυτής της σχέσης. 

    Το πρώτο ταξίδι, το 1911, από τα Βαλκάνια στην Κωνσταντινούπολή και από κει στον Άθω και μετά στην Αθήνα, θα ήταν για τον νεαρό τότε Jeanneret μια αποκαλυπτική εμπειρία. Στα χωριά της μεγάλης ουγγρικής πεδιάδας, και στα ξύλινα σπίτια της Κωνσταντινούπολης, ο Le Corbusier θα έρθει για πρώτη φορά αντιμέτωπος με το κτισμένο περιβάλλον ενός κόσμου που δεν είχε ακόμη επηρεαστεί από τις μόδες της κεντρικής Ευρώπης, όχι ακόμη τουλάχιστον. Με βλέμμα άπληστο καταγράφει στο σημειωματάριο του όλα εκείνα τα στοιχεία που θα συνθέσουν αργότερα και το σκηνικό της δικής του μοντέρνας φυσικότητας. Το τέλος όμως αυτού του ταξιδιού θα είναι αυτό που θα συγκλονίσει τον Le Corbusier και θα χαρακτηρίσει όλη την μετέπειτα επαναστατική του αντίληψη. Ο νεαρός Jeanneret, όπως θα σημειώσει στο ημερολόγιο του, φθάνοντας στην Αθήνα θα καθυστερήσει την ανάβαση του στο βράχο, τρέχοντας μέσα στα στενά της Πλάκας, ώστε αντικρίζοντας το Παρθενώνα να είναι όσο γίνεται πιο ψύχραιμος. Η εικόνα ενός ερειπωμένου ναού που θα γίνει και η από-γοήτευση του ίδιου του ακαδημαϊκού του κοσμοειδώλου. Ένα αινιγματικό αντικείμενο, αδιάθετο, περίκλειστο μέσα στην τελειότητα του, «ένα φάντασμα που σε συντρίβει», αλλά και αυτό μαζί το «ζοφερό της κάθε δημιουργίας». 

    Στο δεύτερο ταξίδι του ο Le Corbusier θα προσεγγίσει αυτό το πρότυπο πιο ψύχραιμα αλλά με την ίδια πάντα συγκίνηση και πίστη. Τον Αύγουστο του 1933 θα λάβει χώρα στην Αθήνα το 4ο Διεθνές Συνέδριο της Μοντέρνας Αρχιτεκτονικής. Στον προαύλιο χώρο του Πολυτεχνείου ο Le Corbusier θα εκφωνήσει την καταστατική για την μοντέρνα αρχιτεκτονική ομιλία του, «Αήρ, Ήχος, Φως», περιγράφοντας εκεί τις αντιλήψεις του για το νέο ιδανικό περιβάλλον ζωής. Ο Παρθενώνας τώρα πια δεν θα ναι εδώ ένα απρόσιτο, επιβλητικό αντικείμενο αλλά αυτό το ρηξικέλευθο των ίδιων των πραγμάτων, το νέο που ακτινοβολεί πίσω από κάθε επαναστατική, σχεδιαστική χειρονομία, ένα πρότυπο που υπαγορεύει την εξέλιξη του και την προσδοκία μαζί, του ορθολογικοποιημένου του ορίζοντα. Ο Παρθενώνας είναι τώρα για τον Le Corbusier «μια μηχανή που βρυχάται», ένα μοναδικό παράδειγμα «ακρίβειας» και «επιλογών εφαρμοσμένων σ’ ένα πρότυπο». Μια σκανδαλώδης διατύπωση που προδίδει μια μηχανική κοσμοαντίληψη, μια ορθολογιστική οπτική που θα αναγνωρίσει τις μηχανές ως αξεπέραστα παραδείγματα λειτουργικότητας και αισθητικής. Μια αλλαγή παραδείγματος που ήταν όμως για τον Le Corbusier, αυτή η φυσικότητα της νέας εποχής, η φυσική και αποδραματοποιημένη εξέλιξη του ανθρώπινου πολιτισμού: από τον αμφορέα στον γκαζοτενεκέ. 

    Από κει και μετά μια ολόκληρη σειρά αρχιτεκτονικών συμβάντων θα καθιερώσουν τον Le Corbusier ως τον γκουρού του μοντέρνου πνεύματος. Οι περίφημες βίλλες του, με πρώτη την αινιγματική Villa Savoye, ένα πραγματικά καινοφανές αντικείμενο στο αρχιτεκτονικό περιβάλλον της εποχής του, η εκκλησία της Ronchamp, το μοναστήρι της La Tourette, η πολυκατοικία στη Marseille, θα σφραγίσουν το σύγχρονο φαντασιακό και θα γίνουν το σκηνικό για πολλούς αυτής της αδύνατης απόλαυσης. Αυτός ο αρχιτέκτονας όμως που σχεδίασε πόλεις ολόκληρες, και οραματίστηκε ουρανοξύστες χιλιομέτρων, δεν έχτισε για τον εαυτό του παρά μόνο μια μικρή ξύλινη καλύβα, τρεισήμισι μόλις μέτρων, στην άκρη ενός βράχου, στο Cap – Martin, της Κυανής Ακτής. «Νοιώθω τόσο όμορφα στη καλύβα μου», έγραφε στον Bassai, «που σίγουρα θα τελειώσω τη ζωή μου εδώ». 

    Ο ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ ΚΑΙ ΟΙ «ΣΑΤΙΡΕΣ»


    Του Τέλλου Άγρα 


    (κείμενο δημοσιευμένο στα 1935 στο περ. Νέα Γράμματα)





    Έχουν περάσει τρία χρόνια, από τότε που η εφημερίς «Πρωία» και συγκεκριμένως ένας από τους τότε συντάκτες της, ο κ. Κωστής Μπαστιάς, έλαβε συνεντεύξεις από τους κορυφαίους του τόπου, επάνω σ' ερωτήματα φιλοσοφικά, κοινωνιολογικά και φιλολογικά. Από τις κυριώτερες συνεντεύξεις, εστάθηκε τότε η συνέντευξις του ποιητού και μεταφραστού Γρυπάρη. Κάθε φορά άλλως τε που έτυχε να δεχθή ν' απαντήση ο Γρυπάρης επάνω σε δεδομένο θέμα, η απάντησή του ήταν από τις πιο σημαντικές: έγραψε ένα ουσιαστικώτερο άρθρο για τον ποιητή Καβάφη, μέσα σ' ένα αναμνηστικό τεύχος του περιοδικού Νέα Τέχνηπου εξέδιδε το 1923 ο κ. Βαγιάνος· εξεχώρισε, πρώτος, τον ίδιο εκείνο καιρό, το όνομα του νέου πεζογράφου που σήμερα μεσουρανεί, του Στρατή Μυριβήλη· στην Εικονογραφημένη της Ελλάδος, τ' ολιγόζωο περιοδικό του κ. Λέκου, όπου ο Γρυπάρης ήταν για λίγον καιρό διευθυντής, εκάλεσε για την παρακολούθηση της ξένης λογοτεχνίας τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη.
    Απαντώντας λοιπόν τότε στα φιλολογικά ερωτήματα της «Πρωίας», ο Γρυπάρης έλεγε περίπου στον κ. Μπαστιά: «Εγώ νομίζω ότι οι ποιηταί κ' οι συγγραφείς μας δεν μένουν καθόλου ξένοι από το κοινόν. Αν προσέξετε, θα ιδήτε ότι κάθε αποχή βρίσκει τον αντιπροσωπευτικό της. Παλαιότερα, τον ευρήκε στον Καβάφη. Έπειτα στον Βάρναλη. Τελευταία, στον Καρυωτάκη».
    Και εδώ ήθελα να καταλήξω. Γιατί, χωρίς να υποτιμήσω διόλου τις άριστες, τις οξυδερκείς κι αναλυτικές κριτικές που έγραψαν για τον Καρυωτάκη ιδίως ο Αρίστος Καμπάνης, ο Κλ. Παράσχος, ο Κώστας Ουράνης, αλλά κι άλλοι πολλοί ακόμη, εν τούτοις υποθέτω να μη διαφωνήση κανείς, αν αυτά προπάντων τα λόγια, από το στόμα του Γρυπάρη, τα πάρω, για πολλούς λόγους, ωσάν την επισημότερην απ' όλες καθιέρωση, του έργου του ποιητού. Αληθινά, ο Καρυωτάκης είναι ο αντιπροσωπευτικός ποιητής μιανής εποχής.

    Τον Καβάφη και τον Βάρναλη ο Γρυπάρης τους ήξερε, βέβαια, από χρόνια και τους παρακολουθούσε· τον Καρυωτάκη, όχι. Ο Καρυωτάκης έγινε γνωστός, προσφιλής, αντιπροσωπευτικός, κάπως απότομα και ξαφνικά.
    Πρωτοδιάβασα, θυμούμαι, τ' όνομά του στα 1912, ανάμεσα στους βραβευμένους του παιδικού περιοδικούΠαιδικός Αστήρ, που το αγόραζα τότε κι εγώ. Κι έπειτα, τον ξέχασα...
    Έξη χρόνια αργότερα, το 1918, η πρώτη ποιητική του συλλογή, Ο πόνος των Ανθρώπων και των Πραγμάτων, μικρό τεύχος από δεκάεξη μόλις σελίδες -- μερικά τρυφερά μουσικά, γνήσια συμβολιστικά ποιήματα -- πέρασε σχεδόν απαρατήρητη.
    Η δική μας γενεά εβγήκε, σχεδόν όλη, από τη Βιβλιοθήκη του Φέξη. Απ' εκεί επήγασαν τ' αγαθά της, απ' εκεί και τα ελαττώματά της: κι ο λυρισμός της, αλλά κι η μεγαλοστομία της· η θεωρητική της μόρφωση, αλλά κι ο προφητικός της τόνος -- ο "μεσσιανισμός" της· απ' εκεί τέλος η γερμανοπάθεια κι η ασιανοπάθεια που ζωηρά άλλως τε καθρεπτίστηκαν όλ' αυτά στα τότε αντιπροσωπευτικά φιλολογικά περιοδικά των νεωτέρων.
    Ο Καρυωτάκης απ' όλ' αυτά έλειπεν.
    Αμέτοχος ο άνθρωπος, η εργασία του άγνωστη. -- Αυτός ερχόταν, μόνος του, απ' αλλού. Ερχόταν αργά, από δρόμο δικό του.
    ....................
    Τον εγνώρισα τέλος και προσωπικά. Τον εγνώρισα σ' ένα λαμπρό -- τουλάχιστον τότε -- και, υπηρεσιακώς σχεδόν ανεξάρτητο, Παράρτημα του Υπουργείου της Πρόνοιας στην οδό Κοραή, μέσα σ' ένα ευρύχωρο κι αξιοπρεπέστατο γραφείο, με χαλιά, με καλοριφέρ, με καινούρια έπιπλα, με πέτσινες πολυθρόνες -- κι εκείνος μόλις είχε γυρίσει από τη χειμωνιάτικη Ευρώπη, άψογα ντυμένος -- όπως πάντα, άλλως τε -- υπάλληλος με πολύ καλή θέση, πρόθυμος και περιποιητικός, τουλάχιστον στο φαινόμενο, ομηλιτικός και συνετός. Ήταν μάλλον κοντόσωμος, του έλειπε κάποιος αέρας, κάποια άνεση· τα μάτια του έπαιζαν ανήσυχα και άστατα. Το στόμα και το πηγούνι ήσαν χαρακτηριστικά βαρυθυμίας. Μα κατά τα λοιπά, σχεδόν τίποτε πάνω του δεν έδειχνε κάτι το ιδιόρρυθμο ή το αποκαλυπτικό. Όσο για την ομιλία του, ήταν από τις λίγες τίμιες, στρωτές ομιλίες: ανεπιτήδευτη, κανονική, διαφωτιστική -- και απλή. Το γέλιο του, μόνον αυτό δεν ήταν τόσο απλό.Ο Καρυωτάκης γελούσε συχνά, δηλαδή μάλλονχαμογελούσε συχνά· μα -- παράξενο πράγμα! Ακριβώς αυτό το χαμόγελο ήταν το μόνο που φανέρωνε όλη του την πικρία! Χαμογελούσε, μπορεί να πη κανείς, μόνο με το μισό του πρόσωπο. Τ' άλλο μισό έμενε όπως και πριν. Κι έτσι, η φυσιογνωμία του γινόταν, θαρρείς, ακανόνιστη, διχασμένη, δισυπόστατη. Και κατέβαζεν αμέσως τα μάτια κάτω, σα νάκανε αμαρτία.
    .....................................

    -- «Τι κρίμα! αν δεν αυτοκτονούσε θα γινόταν μεγάλος ποιητής!», έτσι είπαν, όσοι κατά βάθος πιστεύουν (κι είναι οι περισσότεροι) ότι η Τέχνη, και ειδικώτερα η Ποίησις, είναι απλή ασχολία -- πράγμα ανεξάρτητο από τη ζωή.
    Μα συχνά έχουν λάθος. Για έναν αληθινό ποιητή, και μάλιστα γι' αντιπροσπωευτικό ποιητή, ζωή και τέχνη γίνονται ένα. Για έναν αληθινό ποιητή, το έργο του, σαρξ εκ της σαρκός του και οστούν εκ των οστών του, δεν είναι άλλο, παρά τυχαία -- και μοιραία -- έκφραση της ζωής του, όμοια μ' όλες τις άλλες, σε τρόπο που η τέχνη του να είναι η ζωή του και η ζωή του να είναι η τέχνη του, μαζί ν' αρχίζουν, μαζί να προχωρούν και μαζί να τελειώνουν.
    Ένας μεγάλος ποιητής έπινε αψέντι. Έγινε αλκοολικός. Δεν έπινε βέβαια αψέντι για να γράψει. Αλλ' ούτε κι έπαψε να πίνη για να γράφη! Τα ποιήματά του είναι ποιήματα του ανθρώπου που είχε το πάθος του αλκοολισμού, έργα και σταθμοί του ανθρώπου που κατάντησε να γίνη αλκοολικός και να σέρνεται στα νοσοκομεία. Μα έτσι είναι! Διαφορετικά, θα ήσαν έργα άλλου ποιητού. Έτσι κι οι σφαίρες του Καρυωτάκη. Έπληξαν τη ζωή του, αλλά όχι την Ποίησή του. Η ποίησις του -- εκείνη είχε τελειώσει πριν από την αυτοκτονία του. Οι Ιδανικοί Αυτόχειρες, το Εμβατήριο Πένθιμο και Κατακόρυφο, η Δικαίωσις, η Πρέβεζαμας το λέγουν καθαρά! Η αυτοκτονία έχει γίνει κιόλας θέμα της ποιήσεώς του -- φυσικά, το τελευταίο. Αν λοιπόν ο Καρυωτάκης επιζούσε, θα επιζούσε ο άνθρωπος· αλλά όχι ο ποιητής. Και ποιος ξέρει πώς θα επιζούσε ο άνθρωπος! Μήπως ολίγοι καλλιτέχναι επέζησαν από το έργο τους; Ποιήματα όμως, ποιήματα αληθινά δεν υπήρξαν, παρά οσάκις ο ποιητής έφυγεν, ελέυθερος, από την πρόχειρη και μηχανικήν αντίληψη της ζωής -- ελεύθερος, κι ας γίνη ό,τι γίνη! Δόξα αληθινή δεν υπήρξε, παρά μόνο για τους απόντας -- δηλαδή μόνο για κείνους, που αφημένοι εντελώς είτε μέσα στους εσωτερικούς των σπαραγμούς, είτε μέσα στην εσωτερική των ικανοποίηση, την είχαν προσπεράσει, και την έβλεπαν αδιάφορα και μακρινά. -- Και μόνο η Ποίησις; Και μόνον η Δόξα; Αληθινά, κανένα στοιχείον από τον εσωτερικόν κόσμο, τον κόσμο της αναγκαίας τελειοποιήσεως, κανένα στοιχείο δεν ημπορούμε ν' αφήσωμε και για τους άλλους, παρά μόνο από τη στιγμή που εμείς οι ίδιοι το έχομε προσπεράσει.
    Η ζωή του Καρυωτάκη έφερε τη μελαγχολία του. Η μελαγχολία του, την ταραγμένη φαντασία -- τη δίψα του αντι-λογικού, του φαουστικού. Η φαντασία έφερε τις Ελεγείες. Οι Ελεγείες έφερεαν τις Σάτιρες. ΟιΣάτιρες την αυτοκτονία. -- Αλλιώς δεν μπορούσε να γίνει.

    ..............................
    Αυτό λοιπόν είναι που τον κατατρώγει: η απουσία των ωραίων πραγμάτων, η απουσία των σπάνιων πραγμάτων, η απουσία των μεγάλων πραγμάτων, η απουσία -- έστω -- των τραγικών. Η μονοτονία κ' η πεζότης της ζωής. Μ' άλλους λόγους, είναι ρωμαντικός. Εφαντάσθηκε την αλήθεια, την ομορφιά, την καθαυτό πραγματικότητα -- έξω από τη ζωή. Πέρα από τη ζωή. Αφηρημένην.
    ................................
    Αυτός ο διχασμός, αυτός ο δυϊσμός, αυτό το διαφορετικό, το αντίθετο περπωμένο του κορμιού-και της ψυχής, του πνεύματος-και του χώματος, αυτή η επίγνωση: είναι η δευτέρα όψις του ρωμαντισμού του Καρυωτάκη.
    Ημπορούσε και να πλάση, όπως άλλοι ρωμαντικοί, τη ρωμαντική του ψευδαίσθηση. Με πόσα ονόματα δεν την ωνόμασαν όσοι με τη σειρά τους την έπλασαν! Εδέμ, Ελδοράδο, Ουτοπία, Μάγυα, Ελεφάντινος Πύργος! Ο Νίτσε, στο βιβλίο του Η Γέννηση της Τραγωδίας, την ονομάζει «Απολλώνιο Πνεύμα», «Διονυσιακό Πνεύμα», κι αυτά έσωσαν, λέγει, τους αρχαίους από την πεισιθανασία. -- Ημπορούσε κι ο Καρυωτάκης να δημιουργήση ψευδαίσθηση. Έγινε, αντιθέτως, ρεαλιστής.
    Ημπορούσε να μείνη, όπως οι άλλοι ρωμαντικοί, μελαγχολικός. Η μελαγχολία δεν είναι, παρά ευγένεια. Η μελαγχολία είναι τεκμήριο ευαισθησίας, κ' η ευαισθησία δεν είναι πρόσφορη μόνο για τη λύπη, παρά εξ ίσου για τη χαρά, την τρυφερότητα, το θαυμασμό, την έκσταση, τη λατρεία! Η μελαγχολία είναι πιο πρόσφορη στην ευθυμία, από την καθαυτό ευθυμία, που καταντά άβαθη, ξώδερμη και μηχανική. -- Ημπορούσε να μείνη μελαγχολικός. Έγινε τραγικός.
    Ημπορούσε να φιλοσοφήση, ημπορούσε «ν' αναχωρήση εις την Τέχνη». Ημπορούσε να ξέρη ότι, άνθρωπος ποτισμένος με το «φαρμάκι που το λέμε ωραίο» (όπως έγραψε κάπου ο Παπαντωνίου), προικισμένος με της φαντασίας τα υπερφυσικά δώρα, δεν έχει ν' απολαύση πια τίποτε κ' έξω από την φαντασία -- κ' ότι με την πραγματικότητα πρέπει να έρχεται μόνο σε συμβιβασμούς. -- Ημπορούσε να γίνη φιλόσοφος. Έγινε σατυρικός.
    Αυτό το χάσμα, ανάμεσα στα χοϊκά και στα πνευματικά, ανάμεσα στην ομορφιά και στην ανάγκη, δεν το έκλεισε ποτέ, με τίποτε -- ως το τέλος. Μήτε το ένωσε· μήτε το γέμισε. Μήτε καν το ξέφυγε. Εστάθηκε ίσα-ίσα εκεί, εμπρός του, να το βλέπη και να το πιστοποιή, αδιάκοπα, με όλους τους τρόπους, με όλους τους τόνους, και να το φωνάζη και στους άλλους.
    Ο ρωμαντισμός της φαντασίας -- που μισεί το ρεαλισμό της λογικής. Ο ρεαλισμός της λογικής -- που πνίγει τον ρωμαντισμό της φαντασίας.Ελευθερία και μίσος. Κίνδυνος, αλλά και πείσμα.
    Ω, να μπορούσε έτσι κανείς να θάλλη, 

    μέγα ρόδο κάποιας ώρας χρυσής, 
    ή να βυθομετρούσατε και σεις 
    με μια φουρκέτα τάδειο σας κεφάλι!

    Ιδού, μέσα σ' ένα τετράστιχο, σφιχτοδεμένες οι δυο του ψυχικές καταστάσεις, ανάγλυφες. Ό,τι απέναντι στα νέα κορίτσια, αισθάνεται να του λείπη ο ποιητής, είν' αυτή η θαυμάσια ασυνειδησία, η -- τρόπον τινά -- φυτική. Μα ό,τι κι απέναντι στον ποιητή, είν' ολοφάνερο πάλι πως λείπει απ' αυτά τα νέα κορίτσια, είναι η εσωτερικότης, η εμβάθυνση, η συνείδηση του είναι. Κι ο ποιητής μάς αφήνει στο δίλημμα: Ποιο να 'ναι το προτιμότερο; Το πρώτο ή το δεύτερο; Ο Καρυωτάκης ήθελε να είναι ωραίος· μα και τη σοφία του λυπάται να τη χωρισθή...
    Ιδού και αλλού οι δυο του ψυχικές καταστάσεις:
    Και την κριτική τέτοιων ποιημάτων -- την κάνει τέλος αυτός ο ίδιος, με το τετράστιχο που επιγράφεταιΚριτική:
    Δεν είναι πια τραγούδι αυτό, δεν είναι αχός 

    ανθρώπινος. Ακούγεται να φτάνει 
    σαν τελευταία κραυγή, στα βάθη της νυχτός, 
    κάποιου πόχει πεθάνει. 

    Αλλ' επί τέλους! Ημπορεί να παρατείνεται επ' άπειρον τέτοια δυστυχία, τέτοια απελπισία;
    «Mettons le doigt sur la plaie» -- «ας θέσωμεν τον δάκτυλον επί της πληγής», λέγει τέλος και ο Καρυωτάκης: κι οπλίζεται με θάρρος. Ας προχωρήσωμεν στη ρίζα του κακού! «Εις τον τύπον των ήλων!»
    Και τώρα -- για όσους έφθασαν στο βυθό της πικρίας· για όσους ανάδωσαν τους παθητικώτερους τόνους που είχαν να αναδώσουν· ποιος τρόπος μένει, αν θέλουν να εξακολουθήσουν να υπάρχουν -- παρά η Σάτυρα;
    Ποιο συναίσθημα περιμένει τον άνθρωπο, αν εξακολουθήση να ζη και δεν συντριβή, ύστερ' από την απογοήτευση την πλέον οριστική; -- Η Σάτυρα.
    Και ποιο είναι το θέμα όπου θα στραφή ο ποιητής, αν εξακολουθήση να γράφη κ' ύστερα από τα σπαρακτικώτερα ελεγεία; -- Η Σάτυρα.
    «Όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Ρώμη». Όλοι οι δρόμοι οδήγησαν τον Καρυωτάκη στη Σάτυρα.
    Αν η μεγάλη δυστυχία της ζωής γίνεται τραγωδία, τι γίνεται η μικροδυστυχία η καθημερινή; τι άλλο από Σάτυρα;
    Αν η μεγάλη έκσταση της ζωής γίνεται Ποίηση, τι γίνεται η μικροκαλοπέραση, η ψευτασφάλεια, η ταπεινή ικανοποίηση; Τι άλλο από Σάτυρα;
    Αν από τα μοιραία πάθη πηγάζη Παλαμάς και Μαλακάσης, τι άλλο θα πηγάση από τα μικρά και τ' ανάξια, παρά Καβάφης και Καρυωτάκης;

    Αυτές οι «έγνοιες μικρές και λύπες» -- το μοτίβο του Καρυωτάκη -- αυτές είναι η καθαυτό, η συγκεκριμένη ρίζα του κακού. Αυτές έγιναν κι ο οριστικός, ο τελευταίος, ο αντιπροσωπευτικώτερος ποιητικός του κύκλος. Ο αντιπροσωπευτικώτερος -- γιατί αν κάποτε το περιεχόμενο υπολείπεται από τον τόνο των ελεγειακών του ποιημάτων, οι «Σάτιρες» όμως είναι έργο εντελώς γεμάτο μέσα στις διαστάσεις του, εντελώς massif. Τα πράγματα. Άλλοτε λέγονται πια με τ' όνομά τους -- άλλοτε είν' αιτία, άλλοτε είν' αποτέλεσμα, ένα ένα... Κια ποια είναι λοιπόν;
    Στη νεοελληνική φιλολογία ο ρεαλισμός δεν είναι πράγμα νέο. Κατέχει σχεδόν ολόκληρη τη σφαίρα της πεζογραφίας μας. Ολίγην όμως από τη σφαίρα της ποιήσεως. Αλλ' ο ρεαλισμός μας υπήρξεν, έως εδώ και λίγα χρόνια, ηθογραφικός. Δηλαδή γραφικός, ζωγραφικός, περιγραφικός, εξωτερικός, παρμένος από τη ζωή της επαρχίας, ή μάλλον του βουνού και του υπαίθρου ολοένα και περισσότερο ασύγχρονος, ακατανόητος για τη χωή της πολιτείας, κ' αδιάφορος.
    Ο ρεαλισμός, ο αστικός ρεαλισμός του πραγματικού περιβάλλοντός μας, επρόβαλε καθαρός στην ποίηση, με το έργο του Καβάφη.
    Με την ποίηση του Καρυωτάκη αυτός ο ρεαλισμός έγινε νεοαστικός.
    Ποια είναι η πλατύτερη, η χαρακτηριστικώτερη, η συνηθέστερη πλευρά του νεοαστικού ρεαλισμού, το ξέρομε όλοι: είναι η ιεραρχία, η υπαλληλία, το γραφείο, η γραφειοκρατία.
    Στην πρώτη περίοδο των Νεοελληνικών Γραμμάτων, την Επτανησιακή, ο άνθρωπος των γραμμάτων είναι ο ευγενής, ο ευπατρίδης. Στη δεύτερη περίοδο, την αθηναϊκη -- κλασική και ρωμαντική -- είν' ο λόγιος. Στην τρίτη, την προπολεμική, είν' ο δημοσιογράφος. Στην τετάρτη, την μεταπολεμική (η κατάπτωση συνεχίζεται) ο άνθρωπος των γραμμάτων είναι ο υπάλληλος.
    Αυτήν την εποχή έζησε κι ο Καρυωτάκης. Κι αυτήν έγραψε. Ο ρεαλισμός του είναι ο γραφειοκρατικός. Έτσι ζουν άλλως τε κι αυτοί που τον διαβάζουν. Κι έτσι τους αντιπροσωπεύει.
    Και πώς όχι -- όταν μιλή, χωρίς ποιητικές μεταφορές, απροκάλυπτα, για τη «μίσθια δουλειά» και τους σωρούς των χαρτιών, για το Γραφιά, που
    διπλώνοντας το στήθος του γυρεύει αναπνοή 

    στη σκόνη των χαρτιών του
    και για τους δημοσίους υπαλλήλους -- με την ίδια τους τυπική φρασεολογία από την επίσημη αλληλογραφία των εγγράφων; («Δημόσιοι Υπάλληλοι»).

    Από άλλον πάλι κύκλον ποιημάτων του Καρυωτάκη, τα φιλολογικά του αντιπροσωπεύεται ο φιλολογικός ρεαλισμός.
    Στις Ελεγείες απαντήσαμε τον μεταφυσικό και τον μουσόληπτο. Στις Σάτυρες, το νεοαστικό κατάντημά του, τη συγκεκριμένη του μορφή: τον γραφιά -- Παρόμοια, στις Ελεγείες απαντούμε τον ποιητή: στιςΣάτιρες, το λόγιο -- το νέο λόγιο της σημερινής εποχής. Ο Καβάφης που, και στην ποίηση και στην πεζογραφία μας, άνοιξεν ένα πλήθος πρωτοτυπίες, είχε δώσει κι εδώ το σύνθημα. Είχε προηγηθή. Είχε πλάσει πρώτος τον τύπο του λογίου -- στους κύκλους της Αλεξανδρινής εποχής και των πρώτων χρόνων του χριστιανισμού. Είχεν ανοίξει λοιπόν τον δρόμο. Ο Καρυωτάκης όμως έγινε σύγχρονος. και τούτο στάθηκε βέβαια έν' από τα πιο σημαντικά του θέλγητρα, από τα στοιχεία του τα πιο αντιπροσωπευτικά. Έγραψε τα πρώτα ποιήματα μέσα από τη ζωή και την παράδοση των νεοελληνικών γραμμάτων, αυτήν που τη ζούμε κι εγώ και συ και ο διπλανός μας -- και που ποτέ δεν την είχε εκφράσει ακόμη κανείς. Ακούσατε ήδη το Μαλακάση. Αν εδιαβάζαμε κι άλλες Σάτυρες, θ' ακούγαμε κι ένα σωρό άλλους: να, ο Σπυρίδων Βασιλειάδης, ο Μαρτζώκης, η Ελένη Λαμάρη, πεθαμένοι ποιηταί, ο Ρώμος Φιλύρας, η Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάμου, οι σύγχρονοι -- τέλος ο εκδότης Γ.Βασιλείου, που το κατάστημά του, μαζί με το καφενείο τουΜαύρου Γάτου και ταγραφεία του Νουμά στάθηκε, για χρόνια, φιλολογικό εντευκτήριο· κι όχι μόνο εντευκτήριο, παρά η εστία του νεανικού βιβλίου, η μικρογραφία της Βιβλιοθήκης του Φέξη -- με βιβλία όμως μόνο φιλολογικά -- τέλος ο δρόμος για τη δόξα. Η Δελφική Εορτή, η Σταδιοδρομία, το Όλοι μαζί, είν' επίσης από τα καλύτερα δείγματα του φιλολογικού ρεαλισμού του Καρυωτάκη. Αν η Τέχνη είναι μίμηση -- όπως λέγει ο Αριστοτέλης -- τότε αυτές οι Σάτυρες είναι τέχνη αριστουργηματική. Η περιγραφή του τόπου, η ψυχολογία των ανθρώπων, οι φράσεις του κύκλου τους, οι φιλοφοξίες τους, τα ενδιαφέροντά τους, οι συνήθειες... Μικρό πράμα τάχα είναι για την τέχνη -- «για την τέχνη μας» όπως θαλεγε πάλι ο Καβάφης -- όλ' αυτά τ' απαραίτητα -- τ' αληθινά και τα πρωτότυπα, τα τολμηρά και τα πρωτοειπωμένα, τ' αντιποιητικά κι όμως ειπωμένα ποιητικά;    Όλοι μαζί
    Καιρός είναι να θυμηθούμε εδώ και τον Λαφόργκ. «Il a transpose notre Laforgue» είπε, αληθινά, για τον Καρυωτάκη, κάποιος Γάλλος φίλος μας. Πραγματικώς, ο Καρυωτάκης εμετατόπισε τον Λαφόργκ στην Ελλάδα· τον εμετατόπισε σ' ό,τι κινητό και γενικό και καθολικό ημπορούσε να έχη ο ολογόζωος Γάλλος ποιητής με την κλαυσίγελη φαντασία, σ' ό,τι που να μην είναι αδιάσπαστα συνενωμένο με τον γαλλικό πολιτισμό -- τον «υπερπολιτισμό» καλύτερα -- και με την γαλλική litterature.
    Αν σ' όλα αυτά προσθέσωμε και την αρρώστεια, αυτήν που μισο-περιγράφει, μισο-υπονοεί σε μιαν άλλη του σάτυρα, έχομε ήδη εύρει, με τ' όνομά τους, όλες τις «έγνοιες μικρές και λύπες» που τυραννούν τον ποιητή, κι όλον τον κόσμο των ανθρώπων που αντιπροσωπεύει.
    Ναι. Κι όταν το αισθάνεται οριστικώς ότι το πεπρωμένο του είναι αυτό, ότι ανωφελής κι ανάξιος είν' όλος αυτός ο κόσμος που τον περιτριγυρίζει, α! τότε γίνεται ο μισάνθρωπος...
    Αχ αυτοί οι άνθρωποι που 

    όταν θέλουν το κακό, 
    του δίνουν όψη ν' αρέσει. 
    κι όταν 
    διαφιλονικούν 
    τη σάρκα σου και το αίμα. 
    τότε 
    Του δίνουν λόγια χρυσά, που νικούν 
    με την πειθώ, με το ψέμα,

    Κ' οι γυναίκες; Αχ αυτοί οι άνθρωποι με 

    το φρικτό γέλιο 
    που όλο 
    φεύγουν, ή όταν πλησιάζουν, 
    στέκουν για λίγο πάνω μας, ακούνε 
    την έρημη βοή, μάταιη και κούφια...

    κυττάζουνε με φόβο με απορία, 

    έπειτα φεύγουν πάλι στους αγώνες...
    και που όμως δεν ακούνε μήτε κι όταν ανοίξης, μεσάνυχτα, το παράθυρο σου και κραυγάσεις μέσα στο κενό «Δυστυχία!».
    Και μόνο «όταν θέλουν να πονείς» μόνον αυτό το «μπορούνε με χίλιους τρόπους».


    Βιβλιοθήκη του Φέξηπολύτομη, κυρίως μεταφραστική, εκδοτική προσπάθεια. Είχε παρουσιάσει τρεις πλευρές: την αρχαία ελληνική φιλολογία, την γερμανική φιλοσοφία και τις θεωρίες του υλισμού. Παρομοιάζεται με τη Εγκυκλοπαίδεια των Γάλλων Διαφωτιστών του 17ου αιώνα.


    Τι να σου πω, φθινόπωρο, που πνέεις από τα φώτα 

    της πολιτείας και φτάνεις ως τα νέφη τ' ουρανού; 
    Ύμνοι, σύμβολα, ποιητικές, όλα γνωστά από πρώτα, 
    φυλλορροούν στην κόμη σου τα ψυχρά άνθη του νου.

    Γίγας, αυτοκρατορικό φάσμα, καθώς προβαίνεις 

    στο δρόμο της πικρίας και της περισυλλογής, 
    αστέρια με τιο πρόσωπο, με της χρυσής σου χλαίνης 
    το κράσπεδο σαρώνοντας τα φύλλα καταγής,

    είσαι ο άγγελος της φθοράς, ο κύριος του θανάτου, 

    ο ίσκιος που, σε μεγάλα βήματα· φανταστικά, 
    χτυπώντας αργά κάποτε στους ώμους τα φτερά του, 
    γράφει προς τους ορίζοντες ερωτηματικά...

    Ενοσταλγούσα, ριγηλό φθινόπωρο, τις ώρες, 

    τα δέντρα αυτά του δάσους, την έρημη προτομή. 
    Κι όπως πέφτουνε τα κλαδιά στο υγρό χώμα οι οπώρες, 
    ήρθα να εγκαταλειφθώ στην ιερή σου ορμή. 




    Σα να μην ήρθαμε ποτέ σ' αυτήν εδώ τη γη, 

    σα να μένουμε ακόμη στην ανυπαρξία. 
    Σκοτάδι γύρω δίχως μια μαρμαρυγή. 
    Ανθρωποι στων άλλων μόνο τη φαντασία.

    Από χαρτί πλασμένα κι από δισταγμό, 

    ανδρείκελα, στης Μοίρας τα τυφλά δυο χέρια, 
    χορεύουμε, δεχόμαστε τον εμπαιγμό, 
    άτονα κοιτώντας, παθητικά, τ' αστέρια.

    Μακρινή χώρα είναι για μας κάθε χαρά, 

    η ελπίδα κι η νεότης έννοια αφηρημένη. 
    Αλλος δεν ξέρει οτι βρισκόμαστε, παρά 
    όποιος πατάει επάνω μας καθώς διαβαίνει.

    Πέρασαν τόσα χρόνια, πέρασε ο καιρός. 

    Ω! κι αν δεν ήταν η βαθιά λύπη στο σώμα, 
    ω! κι αν δεν ήταν στην ψυχή ο πραγματικός 
    πόνος μας, για να λέει ότι υπάρχουμε ακόμα...





    Ολοι μαζί κινούμε, συρφετός, 

    γυρεύοντας ομοιοκαταληξία. 
    Μια τόσο ευγενικιά φιλοδοξία 
    έγινε της ζωής μας ο σκοπός.

    Αλλάζουμε με ήχους και συλλαβές 

    τα αισθήματα στη χάρτινη καρδιά μας, 
    δημοσιεύουμε τα ποιήματά μας, 
    για να τιτλοφορούμεθα ποιητές.

    Αφήνουμε στο αγέρι τα μαλλιά 

    και τη γραβάτα μας. Παίρνουμε πόζα. 
    Ανυπόφορη νομίζουμε πρόζα 
    των καλών ανθρώπων τη συντροφιά.

    Μόνο για μας υπάρχουν του Θεού 

    τα πλάσματα και, βέβαια, όλη η φύσις. 
    Στη Γη για να στέλνουμε ανταποκρίσεις, 
    ανεβήκαμε στ' άστρα τ' ουρανού.

    Κι αν πειναλέοι γυρνάμε ολημερίς, 

    κι αν ξενυχτούμε κάτου απ' τα γεφύρια, 
    επέσαμε θύματα εξιλαστήρια 
    του «περιβάλλοντος», της «εποχής». 





    Οταν οι άνθρωποι θέλουν να πονείς, 

    μπορούνε με χείλιους τρόπους. 
    Ρίξε το όπλο και σωριάσου πρηνής, 
    όταν ακούσεις ανθρώπους.

    Οταν ακούσεις ποδοβολητά 

    λύκων, ο Θεός μαζί σου! 
    Ξαπλώσου χάμου με μάτια κλειστά 
    και κράτησε την πνοή σου.

    Κράτησε κάποιον τόπο μυστικό, 

    στον πλατύ κόσμο μια θέση. 
    Οταν οι άνθρωποι θέλουν το κακό, 
    του δίνουν όψη ν' αρέσει.

    Του δίνουν λόγια χρυσά, που νικούν 

    με την πειθώ, με το ψέμα, 
    όταν [οι] άνθρωποι διαφιλονικούν 
    τη σάρκα σου και το αίμα.

    Οταν έχεις μια παιδική καρδιά 

    και δεν έχεις ένα φίλο, 
    πήγαινε βάλε βέρα στα κλαδιά, 
    στη μπουτονέρια σου φύλλο.


    Ασε τα γύναια και το μαστροπό 

    Λαό σου, Ρώμε Φιλύρα. 
    Σε βάραθρο πέφτοντας αγριωπό, 
    κράτησε σκήπτρο και λύρα.