Ο Le Corbusier, υπήρξε ο κατεξοχήν αρχιτέκτονας της modernité, ένας οραματιστής που θα διαμορφώσει με φανατισμό το εκμηχανισμένο περιβάλλον του σύγχρονού του ανθρώπου. Ένα πνεύμα επαναστατημένο που βρισκόταν όμως και σε μια συνεχή και ανοικτή αναφορά με το κλασσικό πρότυπο του Παρθενώνα. «Ο Παρθενώνας», θα πει, « είναι το κτήριο που με έκανε ένα επαναστατημένο αρχιτέκτονα». Είναι μάλιστα αυτά τα δύο ταξίδια του στην Αθήνα, το πρώτο, το περίφημο πια, Ταξίδι στην Ανατολή, και το δεύτερο που έγινε με αφορμή την πραγματοποίηση στην Αθήνα του συνεδρίου για την μοντέρνα αρχιτεκτονική, που θα προσδιορίσουν και τον ορίζοντα αυτής της σχέσης.
Το πρώτο ταξίδι, το 1911, από τα Βαλκάνια στην Κωνσταντινούπολή και από κει στον Άθω και μετά στην Αθήνα, θα ήταν για τον νεαρό τότε Jeanneret μια αποκαλυπτική εμπειρία. Στα χωριά της μεγάλης ουγγρικής πεδιάδας, και στα ξύλινα σπίτια της Κωνσταντινούπολης, ο Le Corbusier θα έρθει για πρώτη φορά αντιμέτωπος με το κτισμένο περιβάλλον ενός κόσμου που δεν είχε ακόμη επηρεαστεί από τις μόδες της κεντρικής Ευρώπης, όχι ακόμη τουλάχιστον. Με βλέμμα άπληστο καταγράφει στο σημειωματάριο του όλα εκείνα τα στοιχεία που θα συνθέσουν αργότερα και το σκηνικό της δικής του μοντέρνας φυσικότητας. Το τέλος όμως αυτού του ταξιδιού θα είναι αυτό που θα συγκλονίσει τον Le Corbusier και θα χαρακτηρίσει όλη την μετέπειτα επαναστατική του αντίληψη. Ο νεαρός Jeanneret, όπως θα σημειώσει στο ημερολόγιο του, φθάνοντας στην Αθήνα θα καθυστερήσει την ανάβαση του στο βράχο, τρέχοντας μέσα στα στενά της Πλάκας, ώστε αντικρίζοντας το Παρθενώνα να είναι όσο γίνεται πιο ψύχραιμος. Η εικόνα ενός ερειπωμένου ναού που θα γίνει και η από-γοήτευση του ίδιου του ακαδημαϊκού του κοσμοειδώλου. Ένα αινιγματικό αντικείμενο, αδιάθετο, περίκλειστο μέσα στην τελειότητα του, «ένα φάντασμα που σε συντρίβει», αλλά και αυτό μαζί το «ζοφερό της κάθε δημιουργίας».
Στο δεύτερο ταξίδι του ο Le Corbusier θα προσεγγίσει αυτό το πρότυπο πιο ψύχραιμα αλλά με την ίδια πάντα συγκίνηση και πίστη. Τον Αύγουστο του 1933 θα λάβει χώρα στην Αθήνα το 4ο Διεθνές Συνέδριο της Μοντέρνας Αρχιτεκτονικής. Στον προαύλιο χώρο του Πολυτεχνείου ο Le Corbusier θα εκφωνήσει την καταστατική για την μοντέρνα αρχιτεκτονική ομιλία του, «Αήρ, Ήχος, Φως», περιγράφοντας εκεί τις αντιλήψεις του για το νέο ιδανικό περιβάλλον ζωής. Ο Παρθενώνας τώρα πια δεν θα ναι εδώ ένα απρόσιτο, επιβλητικό αντικείμενο αλλά αυτό το ρηξικέλευθο των ίδιων των πραγμάτων, το νέο που ακτινοβολεί πίσω από κάθε επαναστατική, σχεδιαστική χειρονομία, ένα πρότυπο που υπαγορεύει την εξέλιξη του και την προσδοκία μαζί, του ορθολογικοποιημένου του ορίζοντα. Ο Παρθενώνας είναι τώρα για τον Le Corbusier «μια μηχανή που βρυχάται», ένα μοναδικό παράδειγμα «ακρίβειας» και «επιλογών εφαρμοσμένων σ’ ένα πρότυπο». Μια σκανδαλώδης διατύπωση που προδίδει μια μηχανική κοσμοαντίληψη, μια ορθολογιστική οπτική που θα αναγνωρίσει τις μηχανές ως αξεπέραστα παραδείγματα λειτουργικότητας και αισθητικής. Μια αλλαγή παραδείγματος που ήταν όμως για τον Le Corbusier, αυτή η φυσικότητα της νέας εποχής, η φυσική και αποδραματοποιημένη εξέλιξη του ανθρώπινου πολιτισμού: από τον αμφορέα στον γκαζοτενεκέ.
Από κει και μετά μια ολόκληρη σειρά αρχιτεκτονικών συμβάντων θα καθιερώσουν τον Le Corbusier ως τον γκουρού του μοντέρνου πνεύματος. Οι περίφημες βίλλες του, με πρώτη την αινιγματική Villa Savoye, ένα πραγματικά καινοφανές αντικείμενο στο αρχιτεκτονικό περιβάλλον της εποχής του, η εκκλησία της Ronchamp, το μοναστήρι της La Tourette, η πολυκατοικία στη Marseille, θα σφραγίσουν το σύγχρονο φαντασιακό και θα γίνουν το σκηνικό για πολλούς αυτής της αδύνατης απόλαυσης. Αυτός ο αρχιτέκτονας όμως που σχεδίασε πόλεις ολόκληρες, και οραματίστηκε ουρανοξύστες χιλιομέτρων, δεν έχτισε για τον εαυτό του παρά μόνο μια μικρή ξύλινη καλύβα, τρεισήμισι μόλις μέτρων, στην άκρη ενός βράχου, στο Cap – Martin, της Κυανής Ακτής. «Νοιώθω τόσο όμορφα στη καλύβα μου», έγραφε στον Bassai, «που σίγουρα θα τελειώσω τη ζωή μου εδώ».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου