Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2015

Κωνσταντίνος Καβάφης «Ο Ιωάννης Καντακουζηνός υπερισχύει»




Τους κάμπους βλέπει που ακόμη ορίζει
με το σιτάρι, με τα ζώα, με τα καρποφόρα
δένδρα. Και πιο μακρυά το σπίτι του το πατρικό,
γεμάτο ρούχα κ’ έπιπλα πολύτιμα, κι ασημικό.

Θα του τα πάρουν — Ιησού Χριστέ! — θα του τα πάρουν τώρα.

Άραγε να τον λυπηθεί ο Καντακουζηνός
αν πάει στα πόδια του να πέσει. Λεν πως είν’ επιεικής,
λίαν επιεικής. Aλλ’ οι περί αυτόν; αλλ’ ο στρατός;—
Ή, στην κυρία Ειρήνη να προσπέσει, να κλαυθεί;

Κουτός! στο κόμμα να μπλεχθεί της Άννας —
που να μην έσωνε να την στεφανωθεί
ο κυρ Aνδρόνικος ποτέ. Είδαμε προκοπή
από το φέρσιμό της, είδαμε ανθρωπιά;
Μα ως κ’ οι Φράγκοι δεν την εκτιμούνε πια.
Γελοία τα σχέδια της, μωρά η ετοιμασία της όλη.
Ενώ φοβέριζαν τον κόσμο από την Πόλι,
τους ρήμαξεν ο Καντακουζηνός, τους ρήμαξε ο κυρ Γιάννης.

Και που το είχε σκοπό να πάει με του κυρ Γιάννη
το μέρος! Και θα τόκαμνε. Και θάταν τώρα ευτυχισμένος,
μεγάλος άρχοντας πάντα, και στεριωμένος,
αν ο δεσπότης δεν τον έπειθε την τελευταία στιγμή,
με την ιερατική του επιβολή,
με τες από άκρου εις άκρον εσφαλμένες του πληροφορίες,
και με τες υποσχέσεις του, και τες βλακείες. 



Ιστορικό πλαίσιο
Ο Ιωάννης ΣΤ΄ Καντακουζηνός, γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, υπήρξε ένας από τους πιο έμπιστους και αφοσιωμένους συνεργάτες του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Γ΄ Παλαιολόγου. Όταν τον Ιούνιο του 1341 πέθανε ο Ανδρόνικος Γ΄, χωρίς να έχει ορίσει διάδοχο, ο Ιωάννης Καντακουζηνός ανέλαβε ανεπισήμως την αντιβασιλεία, με την πρόθεση να διαφυλάξει τα δικαιώματα του ανήλικου Ιωάννη Ε΄, γιου του Ανδρόνικου.
Ο Καντακουζηνός δε θέλησε να ανακηρυχθεί αυτοκράτορας εκείνη την εποχή, θεωρώντας ίσως πως δεν συνέτρεχαν ικανοί λόγοι που να δικαιολογούν μια τέτοια απόφαση. Ωστόσο, όταν τον αμέσως επόμενο μήνα κι ενώ ο ίδιος απουσίαζε σε στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Θράκη έγινε μια συντονισμένη προσπάθεια καθαίρεσής του από άλλους διεκδικητές της αντιβασιλείας, ο ικανός αυτός στρατηγός αποφάσισε πως έπρεπε να υπερασπιστεί τη θέση του.
Οι άμεσοι ανταγωνιστές του Καντακουζηνού ήταν: ο Ιωάννης ΙΔ΄ Καλέκας, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος θεωρούσε εύλογη την κατοχή του Πατριαρχικού και του βασιλικού αξιώματος από το ίδιο πρόσωπο, ο επί κεφαλής του Βυζαντινού στόλου Αλέξιος Απόκαυκος, ο οποίος αν και προερχόμενος από ταπεινή καταγωγή είχε κατορθώσει να πλουτίσει λαμβάνοντας ολοένα και υψηλότερα αξιώματα, και η μητέρα του ανήλικου Ιωάννη, η Άννα της Σαβοΐας. Η Άννα, που ανήκε στον τότε ισχυρό οίκο της Σαβοΐας -η οικογένειά της ήλεγχε μια ευρύτατη περιοχή μεταξύ της σημερινής Ιταλίας και Γαλλίας-, επηρεασμένη από τον Πατριάρχη Καλέκα θεώρησε πως ο Καντακουζηνός αποτελούσε σημαντική απειλή για τα δικαιώματά της, γεγονός που την ώθησε να αξιοποιήσει τη δύναμη που της παρείχε η θέση της για να πολεμήσει τον μέχρι πρότινος στενό συνεργάτη του συζύγου της.
Η διεκδίκηση της αντιβασιλείας κλιμακώθηκε γρήγορα σ’ έναν καταστροφικό εμφύλιο πόλεμο που διήρκησε από το 1341 μέχρι το 1347 και έληξε με την επικράτηση του Ιωάννη Καντακουζηνού. Το Μάιο του 1347 ο Καντακουζηνός θα στεφθεί στην Κωνσταντινούπολη συναυτοκράτορας του Ιωάννη Ε΄, σε μια τελετή που θα φανερώσει την πλήρη εξαθλίωση στην οποία είχε φτάσει η αυτοκρατορία θέμα που πραγματεύεται ο Καβάφης στο ποίημά του «Από υαλί χρωματιστό».
Ο Ιωάννης Καντακουζηνός θα διατηρήσει τη θέση του για μόλις επτά χρόνια, αφού το Δεκέμβρη του 1354 θα αναγκαστεί να παραιτηθεί υπέρ του νόμιμου διαδόχου Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου. Παρά την έως ένα βαθμό πραγματική αφοσίωση του Καντακουζηνού στον Ιωάννη Ε΄, τον οποίο μάλιστα είχε παντρέψει με την κόρη του Ελένη, τόσο οι προστριβές του νεαρού Παλαιολόγου με το γιο του Καντακουζηνού Ματθαίο, όσο κι οι μεταξύ των δύο αυτοκρατόρων αντιπαλότητες έφεραν την αυτοκρατορία και πάλι στα πρόθυρα του εμφυλίου πολέμου με τους δύο αυτοκράτορες να εμπλέκουν στις εχθροπραξίες τους ξένες δυνάμεις. Στην πρόσκληση του Ιωάννη Ε΄ στους Σέρβους για να τον βοηθήσουν, ο Ιωάννης ΣΤ΄ απαντά με πρόσκληση των Τούρκων.
Η συνεργασία του Καντακουζηνού με τους Τούρκους είχε άλλωστε ξεκινήσει ήδη από την περίοδο του πολυετούς εμφυλίου πολέμου (1341-1347), κατά την οποία ο επίδοξος αυτοκράτορας είχε αποταθεί τόσο στον εμίρη του Αιδινίου Ουμούρ -με τον οποίο συνεργαζόταν παλιότερα και ο Ανδρόνικος Γ΄-, όσο και στον σουλτάνο Ορχάν, τον οποίο και πάντρεψε με την κόρη του Θεοδώρα. Οι συνεργασίες αυτές, αν και προσέφεραν βοήθεια στον Καντακουζηνό επιτρέποντάς του να κυριαρχήσει έναντι των εσωτερικών του αντιπάλων, έφεραν εντούτοις τους Τούρκους στη Θράκη και τους προσέφεραν την ευκαιρία μιας καταστροφικής λεηλασίας της περιοχής.
Η σκέψη πως η έντονη επιθυμία του Ιωάννη Καντακουζηνού να καταλάβει το βυζαντινό θρόνο στάθηκε αφορμή να περάσουν οι Τούρκοι στη Θράκη και στη Μακεδονία είχε διατυπωθεί ήδη από εκείνα τα χρόνια, κι είχε λάβει ως απάντηση, από τον ίδιο τον Καντακουζηνό πως η δική του συνεργασία με τους Τούρκους ήρθε κατ’ ανάγκη ως απάντηση στη συνεργασία των αντιπάλων του με τους Σέρβους και τους Βουλγάρους.
Ο Ιωάννης Καντακουζηνός μετά την παραίτησή του από το Βυζαντινό θρόνο θα περάσει τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του ως μοναχός (πεθαίνει το 1383), συνεχίζοντας όμως να ασκεί επιρροή στον Ιωάννη Ε΄ ως σύμβουλός του.

Το ποίημα
Η επιλογή του Κωνσταντίνου Καβάφη να αφιερώσει δύο από τα ποιήματά του («Ο Ιωάννης Καντακουζηνός υπερισχύει» και «Από υαλί χρωματιστό») στον Ιωάννη Καντακουζηνό φανερώνει από μόνη της μια συμπάθεια του ποιητή προς τον βυζαντινό αυτοκράτορα. Παρά το γεγονός πως η δράση του είχε και σημαντικά αρνητικές επιπτώσεις για την καταρρέουσα αυτοκρατορία, οι στρατηγικές ικανότητές του, η αφοσίωσή του στον Ανδρόνικο Γ΄, αλλά και εν μέρει στον Ιωάννη Ε΄, κι η επίμονη άρνησή του να αφήσει τον έλεγχο στα χέρια της πολιτικά αδέξιας Άννας της Σαβοΐας, συνθέτουν το προφίλ ενός ανθρώπου που είχε υπό προϋποθέσεις τη δυνατότητα να ευνοήσει σε μεγάλο βαθμό την αυτοκρατορία.
Ο ποιητής, στο αφηγηματικό αυτό ποίημα, αποφεύγει τις λεπτομέρειες της επικράτησης του Καντακουζηνού στον ολέθριο εμφύλιο πόλεμο και παρουσιάζει το γεγονός της νίκης του μέσα από τα μάτια ενός πλούσιου γαιοκτήμονα που παρασυρμένος απ’ το δεσπότη της περιοχής του συντάχθηκε την τελευταία στιγμή με την παράταξη της Άννας της Σαβοΐας.
Το ποίημα, άλλωστε, λειτουργεί κυρίως ως ένα ειρωνικό σχόλιο για τους ανθρώπους εκείνους που σε κάθε πολιτική αναμέτρηση αποζητούν τρόπο για να τεθούν με το μέρος των νικητών. Πολίτες χωρίς κανένα εσωτερικό έρεισμα που ενδιαφέρονται αποκλειστικά και μόνο για το προσωπικό τους συμφέρον. Λαμβάνοντας ελάχιστα ή καθόλου υπόψη τους το ποιος θα εξυπηρετούσε καλύτερα τις ανάγκες της πολιτείας, αποφασίζουν με βασικό κριτήριο το ποιος έχεις τις περισσότερες πιθανότητες να επικρατήσει, ώστε να πάρουν το δικό του μέρος και άρα να έχουν την ελπίδα μιας μελλοντικής εύνοιας.

Τους κάμπους βλέπει που ακόμη ορίζει
με το σιτάρι, με τα ζώα, με τα καρποφόρα
δένδρα. Και πιο μακρυά το σπίτι του το πατρικό,
γεμάτο ρούχα κ’ έπιπλα πολύτιμα, κι ασημικό.

Θα του τα πάρουν — Ιησού Χριστέ! — θα του τα πάρουν τώρα.

Παρόλο που ο Καβάφης δεν αναφέρεται στις πολύ αρνητικές πτυχές της εμφύλιας διαμάχης, εντούτοις δεν αντικρίζει το γεγονός με την αθώα ή ρομαντική σκέψη πως ο Καντακουζηνός είναι εντελώς άδολος και πως μπήκε σ’ αυτό τον πόλεμο με αγαθές μόνο προθέσεις. Από τις πρώτες κιόλας στροφές του ποιήματος γίνεται σαφές πως οι αντίπαλοι του νέου αυτοκράτορα θα υποστούν τις συνέπειες της λανθασμένης επιλογής τους. Όσοι πήραν το μέρος της Άννας, θα χάσουν τις περιουσίες τους, όπως αντίστοιχα στην αρχή της σύρραξης, οι πλούσιοι υποστηρικτές του Καντακουζηνού έχασαν τις δικές τους. Ας σημειωθεί άλλωστε πως οι βασικοί υπέρμαχοί του ήταν οι αριστοκράτες, οι οποίοι στις μεγάλες πόλεις και ιδίως στη Βασιλεύουσα ήρθαν αντιμέτωποι με το μένος του πλήθους.

Άραγε να τον λυπηθεί ο Καντακουζηνός
αν πάει στα πόδια του να πέσει. Λεν πως είν’ επιεικής,
λίαν επιεικής. Aλλ’ οι περί αυτόν; αλλ’ ο στρατός;—
Ή, στην κυρία Ειρήνη να προσπέσει, να κλαυθεί;

Η αναφορά στην επιείκεια του Καντακουζηνού είναι βέβαια ένα φανέρωμα της εύνοιας του ποιητή απέναντι στον ισχυρό αριστοκράτη και ιστορικό που έφτασε να γίνει αυτοκράτορας του Βυζαντίου, δεν απέχει όμως πολύ από την αλήθεια, καθώς ο Καντακουζηνός επέδειξε σε αρκετές περιπτώσεις ανωτερότητα στην αντιμετώπιση των εχθρών του, με σαφέστερο παράδειγμα το γεγονός ότι δεν έλαβε κανένα εκδικητικό μέτρο απέναντι στην Άννα της Σαβοΐας. Ο πολιτικός του αντίπαλος λοιπόν, έντονα φοβισμένος για το μέλλον της περιουσίας του, σκέφτεται να πέσει στα πόδια του και να τον παρακαλέσει για έλεος. Σκέφτεται εντούτοις πως ο αυτοκράτορας δεν αποφασίζει πάντοτε μόνος του καθώς υπάρχουν γύρω του οι σύμβουλοί του, οι άνθρωποι που τον έχουν στηρίξει και τώρα έχουν μερίδιο στη λήψη αποφάσεων, αλλά και ο στρατός που αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη επιρροή, ιδίως στην προκειμένη περίπτωση που ο αυτοκράτορας έλαβε το θρόνο μέσα από συνεχείς πολεμικές αναμετρήσεις.
Η εξάρτηση του εκάστοτε αυτοκράτορα και πολιτικού ηγέτη από τους ανθρώπους του περιβάλλοντός του είναι δεδομένη, μιας και η απόκτηση της εξουσίας δεν επιτυγχάνεται ποτέ απ’ το μεμονωμένο άτομο, αλλά από μια ομάδα στενών συνεργατών, οι οποίοι εύλογα διεκδικούν και αποκτούν λόγο στα της διακυβέρνησης. Σε ό,τι αφορά μάλιστα την εποχή του Βυζαντίου, βασικό ρόλο διαδραμάτιζε πολύ συχνά και η σύζυγος του αυτοκράτορα, η οποία ανήκε συνήθως σε κάποια σημαντική οικογένεια και είχε έτσι όχι μόνο τη δυνατότητα επιρροής ως γυναίκα, αλλά και ως εκπρόσωπος κάποιας άλλης πηγής εξουσίας και δύναμης. Εν προκειμένω η σύζυγος του Ιωάννη Καντακουζηνού, η Ειρήνη, ήταν κόρη του Ανδρόνικου Ασάν που είχε οριστεί ως επίτροπος της Πελοποννήσου και είχε κατορθώσει να επαναφέρει υπό τον έλεγχο του Βυζαντίου πολλές από τις εκεί περιοχές. Πολύ περισσότερο η Ειρήνη ήταν εγγονή του Ιωάννη (Ιβάν) Ασάν του Γ΄, τσάρου των Βουλγάρων.

Κουτός! στο κόμμα να μπλεχθεί της Άννας —
που να μην έσωνε να την στεφανωθεί
ο κυρ Aνδρόνικος ποτέ. Είδαμε προκοπή
από το φέρσιμό της, είδαμε ανθρωπιά;
Μα ως κ’ οι Φράγκοι δεν την εκτιμούνε πια.
Γελοία τα σχέδια της, μωρά η ετοιμασία της όλη.
Ενώ φοβέριζαν τον κόσμο από την Πόλι,
τους ρήμαξεν ο Καντακουζηνός, τους ρήμαξε ο κυρ Γιάννης.

Ο πλούσιος γαιοκτήμονας αγανακτεί με τον εαυτό του και την επιλογή του να πάει με το μέρος της Άννας της Σαβοΐας, της γυναίκας του Ανδρόνικου Γ΄ και μητέρας του Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου. Μετανιώνει κυρίως γιατί η παράταξή της ηττήθηκε, αλλά και κατά δεύτερο λόγο γιατί η ίδια δεν υπήρξε ποτέ ένα άτομο αρκετά αξιόλογο.
Η Άννα δεν κατόρθωσε να κερδίσει την απόλυτη εκτίμηση των Βυζαντινών διότι ερχόμενη έφερε μαζί της μια μεγάλη συνοδεία δυτικών και μαζί τους πολλές από τις συνήθειες της πατρίδας της, χωρίς ποτέ η ίδια να υιοθετήσει πλήρως τους ελληνικούς τρόπους. Παρέμεινε ελλιπώς εξελληνισμένη μεν, αλλά σταδιακά έχασε και την εκτίμηση των δυτικών διότι δεν κατόρθωσε να εξυπηρετήσει τα σχέδια της Δυτικής Εκκλησίας για τον προσεταιρισμό του συζύγου της Ανδρόνικου Γ΄. Αντιθέτως, η Άννα της Σαβοΐας βρέθηκε να προσφέρει οικονομική ενίσχυση σε ορθόδοξες εκκλησίες, επιβεβαιώνοντας έτσι τη ρήση του Πάπα Ιωάννη ΚΒ΄ ότι είναι πιο πιθανό να ασπασθεί η γυναίκα τη θρησκεία του συζύγου της, και όχι το αντίστροφο.
Η Άννα της Σαβοΐας προκειμένου να αντιμετωπίσει επιτυχώς τον Ιωάννη Καντακουζηνό στράφηκε για βοήθεια προς τους Σέρβους, τους Βούλγαρους και τους Τούρκους, δεν κατόρθωσε όμως να δημιουργήσει τόσο ισχυρές συμμαχίες όσο ο αντίπαλός της. Έτσι, παρά τις πιθανές διαβεβαιώσεις πως θα κατορθώσει να επικρατήσει έναντι του Καντακουζηνού, εκείνος με τη βοήθεια κυρίως των Τούρκων ρήμαξε τους αντιπάλους του –ρήμαξε ωστόσο και τους αγρότες της Θράκης.
Η αρνητική εικόνα που αποδίδεται στην Άννα της Σαβοΐας οφείλεται ως ένα βαθμό και στην υπέρμετρη προσπάθεια που κατέβαλε η αυτοκράτειρα για τη διατήρηση της εξουσίας όσο διαρκούσε η σύγκρουσή της με τον Ιωάννη Καντακουζηνό. Χαρακτηριστικό ως προς αυτό είναι το ακόλουθο χωρίο από την Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους του GOstrogorsky:
«Σίγουρος για τη νίκη του ο Καντακουζηνός στέφθηκε αυτοκράτορας στην Αδριανούπολη στις 21 Μαΐου 1346. Η στέψη αυτή, που τέλεσε ο πατριάρχης Ιεροσολύμων, είχε σκοπό να νομιμοποιήσει την αναγόρευση του Διδυμοτείχου, η οποία είχε γίνει αφορμή για να εκραγεί ο εμφύλιος πόλεμος το 1341. Η εξουσία της αυτοκράτειρας Άννας είχε περιορισθεί στην πρωτεύουσα και στα περίχωρά της. Ωστόσο η φιλόδοξη αυτή γυναίκα δεν εγκατέλειψε τον αγώνα. Οι διαπραγματεύσεις της με τους Τούρκους έφεραν τελικά αποτέλεσμα και το καλοκαίρι του 1346 εμφανίστηκαν 6.000 Σελτζούκοι από το εμιράτο του Saruchan. Αντί όμως να στραφούν εναντίον του Καντακουζηνού εισέβαλαν στη Βουλγαρία, όπου τους περίμενε πλουσιότερη λεία από όσο στη λεηλατημένη Θράκη, και στην επιστροφή τους κατέστρεψαν και λεηλάτησαν τα περίχωρα της Κωνσταντινουπόλεως. Δεν έφερε επίσης κανένα αποτέλεσμα και η στροφή της αυτοκράτειρας την τελευταία στιγμή προς τους ησυχαστές, με την απομάκρυνση του πατριάρχη Ιωάννη Καλέκα (στις 2 Φεβρουαρίου του 1347), την αποφυλάκιση του Παλαμά και την άνοδο στον πατριαρχικό θρόνο του οπαδού του Ισιδώρου. Στις 3 Φεβρουαρίου 1347 άνοιξαν στον Καντακουζηνό οι πύλες της Κωνσταντινουπόλεως. Η φρουρά της πόλεως τάχθηκε μαζί του και η αυτοκράτειρα αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τον αγώνα.»

Και που το είχε σκοπό να πάει με του κυρ Γιάννη
το μέρος! Και θα τόκαμνε. Και θάταν τώρα ευτυχισμένος,
μεγάλος άρχοντας πάντα, και στεριωμένος,
αν ο δεσπότης δεν τον έπειθε την τελευταία στιγμή,
με την ιερατική του επιβολή,
με τες από άκρου εις άκρον εσφαλμένες του πληροφορίες,
και με τες υποσχέσεις του, και τες βλακείες. 

Στην καταληκτική στροφή του ποιήματος κορυφώνεται η ειρωνεία του ποιητή απέναντι στον πλούσιο γαιοκτήμονα, ο οποίος παρουσιάζεται εκ των υστέρων να παραδέχεται πως μέχρι και την τελευταία στιγμή είχε σαφή πρόθεση να πάει με το μέρος του κυρ Γιάννη. (Η λαϊκή αυτή προσφώνηση του αυτοκράτορα έρχεται να δείξει την οικειότητα που αισθάνονταν οι πολίτες απέναντί του, τον οποίο σε αντίθεση με την ξενόφερτη αυτοκράτειρα Άννα τον εκλαμβάνουν ως δικό τους άνθρωπο.)
Ο λόγος που άλλαξε γνώμη κι έχασε έτσι την ευκαιρία να έχει εγγυημένη τη διατήρηση της περιουσίας του ήταν η παρέμβαση του δεσπότη, ο οποίος έχοντας τάχα σίγουρες πληροφορίες για την επικράτηση της Άννας και με διάφορες άλλες υποσχέσεις, τον έκανε τελικά να αγνοήσει την αρχική του πρόθεση. Η παρέμβαση του κληρικού, οι υποσχέσεις και οι «βλακείες» που με τόση ευκολία δίνονται όσο ακόμη η διαμάχη είναι αμφίρροπη, αντανακλούν μια διαχρονική κατάσταση στα πολιτικά πράγματα. Η διεκδίκηση της εξουσίας δε βασίζεται στην πραγματική προσφορά και στο ουσιαστικό όφελος που έχει κάποιος να προσφέρει στην πολιτεία, αλλά στη δυνατότητα δελεασμού όσο το δυνατόν περισσότερων υποστηρικτών, πάντοτε με ανταλλάγματα και υποσχέσεις.
Η πρόθεση του ποιητή να στηλιτεύσει το ευμετάβολο των καιροσκόπων πολιτών που στρέφονται κατά περίσταση προς τη μεριά του πιθανότερου διεκδικητή της εξουσίας, εξυπηρετεί συνάμα και τη θέλησή του να μνημονεύσει τον Ιωάννη Καντακουζηνό. Με δεδομένο πως μια τέτοια συμπεριφορά θα μπορούσε να αντληθεί από οποιαδήποτε ιστορική συγκυρία, η επιλογή της συγκεκριμένης περιόδου αποκτά μεγαλύτερη σημασία. Ο Καβάφης θέλγεται απ’ την προσωπικότητα του δυναμικού διεκδικητή του βυζαντινού θρόνου και του αφιερώνει τον έμμεσο αυτό έπαινο με τη μνεία της επικράτησής του.

Από υαλί χρωματιστόΑναγνωρισμένα
Εκτύπωση
Πολύ με συγκινεί μια λεπτομέρεια
στην στέψιν, εν Βλαχέρναις, του Ιωάννη Καντακουζηνού
και της Ειρήνης Aνδρονίκου Aσάν.
Όπως δεν είχαν παρά λίγους πολυτίμους λίθους
(του ταλαιπώρου κράτους μας ήταν μεγάλ’ η πτώχεια)
φόρεσαν τεχνητούς.  Ένα σωρό κομμάτια από υαλί,
κόκκινα, πράσινα ή γαλάζια. Τίποτε
το ταπεινόν ή το αναξιοπρεπές
δεν έχουν κατ’ εμέ τα κομματάκια αυτά
από υαλί χρωματιστό. Μοιάζουνε τουναντίον
σαν μια διαμαρτυρία θλιβερή
κατά της άδικης κακομοιριάς των στεφομένων.
Είναι τα σύμβολα του τι ήρμοζε να έχουν,
του τι εξ άπαντος ήταν ορθόν να έχουν
στην στέψι των ένας Κυρ Ιωάννης Καντακουζηνός,
μια Κυρία Ειρήνη Aνδρονίκου Aσάν.
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984) 


Σταυρούλα Δημητρίου, Η ψυχή του καθρέφτη (πεζογράφημα)



Σταυρούλα Δημητρίου, Η ψυχή του καθρέφτη (πεζογράφημα)
εκδ. οίκος Α.Α. Λιβάνη, 2009, σσ. 175

Ό,τι είχε παρατηρηθεί ως ιδιαιτέρως αξιοθαύμαστο, μεταξύ άλλων, στο συνταρακτικό χρονικό (μυθιστόρημα) της Σταυρούλας Δημητρίου Η χώρα του κασσίτερου, το προηγούμενο πεζογράφημά της, που είχε κυκλοφορήσει επίσης από τις εκδόσεις Α.Α. Λιβάνη (2005) και το είχε αγκαλιάσει μ’ ενθουσιασμό η κριτική, ήταν ο εμβληματικός γλωσσικός πλούτος, η απολύτως ευπρόσδεκτη καίτοι χωρίς γλωσσάρι και συγχρόνως αναπάντεχα παραγωγική γλωσσική βαβέλ, στο μέτρο ενός συμφυρμού κοινωνιών και θρησκειών, Χριστιανών και Μουσουλμάνων, Ελλήνων και Τσάμηδων, Εβραίων και γύφτων, Τούρκων και Βλάχων…
Κάτι ανάλογο σ’ ό,τι αφορά τη γλώσσα, αλλά και αντίστοιχες ιδιότητες και πλεονεκτήματα του προηγούμενου έργου (βιωματική σύνδεση με τη Θεσπρωτία και επίκεντρο τους Φιλιάτες –τη γενέθλια γη της Σταυρούλας Δημητρίου–, σύνδεση ιστορίας και μυθοπλασίας, αριστοτεχνική εξέλιξη του μύθου, επικός βηματισμός της αφήγησης), μπορεί να παρατηρηθεί και στο ανά χείρας πεζογράφημα. Αν αλλάζει κάτι, αυτό είναι ο χρόνος.
Στο νέο, «γοτθικό» πεζογράφημα της Σταυρούλας Δημητρίου ο χρόνος δεν τοποθετείται στις παραμονές του πολέμου του ’40 μέχρι και τον Εμφύλιο, αλλά έναν αιώνα και αρκετά περισσότερο πιο πίσω, στο σωτήριο έτος 1814 (σημ.: έτος Εγίρας 1229, όπου για τους Μουσουλμάνους η Εγίρα, η ημέρα της εξόδου του Προφήτη προς τη Μεδίνα, έτος 622, αποτελεί αρχή χρονολογίας), στο Φιλάτ (ίσως αρχαιοτάτη ονομασία των Φιλιατών), στην πόλη-μυστήριο στο χωροχρόνο της «Χερσαίας Δυτικής Αρβανιτίας», με πρωταγωνιστές Φράγκους, Μωαμετάνους, βαφτισμένους, κρυπτοχριστιανούς, Οβριούς… και μ’ ένα γλωσσάρι δώδεκα μόνο απαραίτητων λέξεων, καθώς και με λίγες υποσημειώσεις με ερμηνείες φράσεων τούρκικων ή αρβανίτικων και με πραγματολογικά στοιχεία.
[…]
Η εξαιρετικά χαρισματική, δραματική, επιβλητική και σπαρακτικά ειλικρινής γραφή της Σταυρούλας Δημητρίου (αναφέρομαι τώρα και στα δύο πεζογραφήματά της) αποτελεί ένα παράδοξο, γοητευτικό και σχεδόν αυτόνομο λογοτεχνικό και γλωσσικό εργαστήριο, που δεν ανησυχεί στη σύγκριση με ό,τι καλύτερο έχει να επιδείξει η σύγχρονη πεζογραφία μας. Με αφηγηματική και γλωσσική δεξιοτεχνία, με στιβαρό μπαρόκ ύφος, το οποίο ισορροπεί απόλυτα με την τρυφερότητα και με τους κραδασμούς των συναισθημάτων, η Χώρα του κασσσίτερου και η Ψυχή του καθρέφτη μας βοηθούν ν’ αποκρυπτογραφήσουμε πειστικά τουλάχιστον μερικά απ’ τ’ ανομολόγητα πάθη της ανθρώπινης ψυχής και μερικές απ’ τις ανθρώπινες νευρώσεις, ιδίως όταν ένας τόπος στενάζει για κάποιο συγκεκριμένο λόγο (πόλεμος στο πρώτο μυθιστόρημα, λοιμός στο δεύτερο).
Καθώς όσο περνούν τα χρόνια όλο και πιο δύσκολα με «κρατούν» τα περισσότερα βιβλία, οφείλω να ομολογήσω ότι η πεζογραφία της Σταυρούλας Δημητρίου μ’ έχει συναρπάσει, και το γράφω αληθινά.
Η Σταυρούλα Δημητρίου γεννήθηκε στους Φιλιάτες Θεσπρωτίας. Από τις εκδόσεις Α.Α. Λιβάνη έχουν κυκλοφορήσει επίσης δύο ποιητικές συλλογές της.

Δημήτρης Κονιδάρης

Η Σταυρούλα Δημητρίου γεννήθηκε στη Θεσπρωτία, μεγάλωσε και σπούδασε στην Αθήνα. Απόφοιτος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, εισήχθη το 1983 στο Δικαστικό Σώμα. Από τότε υπηρετεί στο Πρωτοδικείο Αθήνας κατέχοντας σήμερα το βαθμό του Προέδρου Πρωτοδικών. Η ενασχόλησή της με την Ποίηση ξεκινάει από τα φοιτητικά της χρόνια. Θεωρεί ότι η Ποίηση δεν είναι υπόθεση ιδιωτική και μάλιστα, όπως λένε, αποσυρμένη. Είναι η προσέγγιση στα ορώμενα και στα δρώμενα μέσα από τη μέθοδο της παρατήρησης, η οποία εκφράζεται με το φιλοτεχνημένο λόγο. Γι' αυτό η Ποίηση πρέπει και να λέγεται και να γράφεται. Όσο για τη Δικαιοσύνη και την Ποίηση, αρχέγονες έννοιες και οι δύο, η ίδια πιστεύει πως οι δρόμοι τους πολλές φορές συγκλίνουν.

Παρουσίαση της ποιητικής συλλογής του Μανόλη Πολέντα "Βροχή στο Ναύπλιο και άλλα ποιήματα"



Ο ρ/σ 105,5 Στο Κόκκινο και οι εκδόσεις Ταξιδευτής σας προσκαλούν στην παρουσίαση της ποιητικής συλλογής του Μανόλη Πολέντα "Βροχή στο Ναύπλιο και άλλα ποιήματα"

Την Κυριακή 22 Νοεμβρίου στις 7 μ.μ στο polis art café, Στοά Πεζμαζόγλου
Για το σύνολο του έργου του ποιητή θα μιλήσει ο κριτικός λογοτεχνίας, Σάββας Μιχαήλ

Για τον ποιητή θα μιλήσει ο συγγραφές Βαγγέλης Ραπτόπουλος
Εισηγητής και συντονιστής ο κριτικός λογοτεχνίας, Νίκος Κουρμουλής
Στην εκδήλωση θα εκτεθεί και η σειρά με τους πίνακες του Μίλτου Μιχαηλίδη, ένας εκ των οποίων κοσμεί το εξώφυλλο του βιβλίου και θα προβληθούν βίντεο με τον ποιητή να διαβάζει ποίηση δημοσίως.

Ο βιρτουόζος της κλασσικής κιθάρας Γιώργος Τοσικιάν θα παίξει μικρές συνθέσεις του Yann Tiersen και του Γιώργου Βαρσαμάκη.

Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2015

Γιάννης Τσαρούχης, ο ελληνικός


γράφει η Νότα Χρυσίνα




Ο Γιάννης Τσαρούχης υπήρξε «ελληνικός» όπως και ο Καβάφης. Όποιος ορίζει τον εαυτό του ως ελληνικό είναι φορέας του πνεύματος του ελληνισμού που δεν περιορίζεται μέσα στα στενά εθνικά σύνορα. Έχει επιρροές από την αρχαιότητα, το Βυζάντιο, την νεότερη λαϊκή τέχνη αλλά και την ελληνικότητα όπως την προσέλαβε η αναγεννησιακή Δύση.
Έζησε στην Γαλλία και αποσύρθηκε εκεί θέλοντας να γνωρίσει την κλασική ζωγραφική της Γαλλίας και της Ιταλίας που υπήρχε στα μουσεία των χωρών αυτών.  Η Αναγέννηση, όπως είναι γνωστό, στηρίχθηκε στον αρχαιοελληνικό κλασικισμό και τα πνευματικά ιδεώδη που ενσωμάτωναν και το σωματικό κάλλος αλλά και την αρμονία.


Ωστόσο, ο Τσαρούχης υπήρξε μαθητής του Κόντογλου και βοηθός του. Κατά δική του ομολογία ήταν βαθύτατα επηρεασμένος από την Ορθοδοξία. Σε συνέντευξή του λέει χαρακτηριστικά «είμαι βαθύτατα επηρεασμένος από την Ορθόδοξη Εκκλησία, τη μουσική της, τη θεολογία της, αλλά αυτό δεν το δείχνω κάνοντας πράγματα βυζαντινίζοντα, τα οποία άλλωστε έμαθα από τον Κόντογλου που ήταν δάσκαλός μου και ήμουν βοηθός του. Είναι μια ζωντανή θρησκεία και μια ζωντανή φιλοσοφία που συνεχίζονται ακόμη και σε αυτούς που λένε ότι δεν πιστεύουν. Είναι σπουδαίος ο πολιτισμός ο βυζαντινός που ζει ζωντανά σήμερα και εξελίσσεται μαζί με τη ζωή.»
Ο Γιάννης Τσαρούχης μελετά τον άνθρωπο και την φύση. Αγαπά την φιλοσοφία και διδάσκεται από τους τραγικούς αλλά και τον Νίτσε. Λέει χαρακτηριστικά «Οι μεγάλοι τραγικοί με έχουν επηρεάσει πολύ ­ μου έδειξαν τη ζωή όπως είναι. Ο φιλόσοφος Νίτσε με επηρέασε πολύ και μου έδωσε ωραίες συμβουλές και ωραίες διαφωνίες μαζί του».


Ο Τσαρούχης εκφράζει με το έργο του την νεοελληνική ταυτότητα που μοιάζει να διχάζεται ανάμεσα στην Δύση και την Ανατολή. Ωστόσο, ο ίδιος διευκρινίζει « Δύο είναι οι βασικές αναζητήσεις μου παρόλες τις χίλιες διαφορές που παρουσιάζουν τα έργα μου μεταξύ τους. Η μία είναι νεοκλασική και προσπαθεί να αφομοιώσει το αρχαίο κλασικό ιδεώδες, όπως το εξέφρασε το Μπαρόκ και η Αναγέννηση. Η άλλη μου τάση είναι να εκφράσω όλες μου τις αντιρρήσεις για το ίδιο το ιδανικό μου.»
  Η Δύση ενδιαφέρει τον Τσαρούχη κυρίως μέσα από την Αναγέννηση που είναι η πρόσληψη των ελληνικών ιδεωδών της κλασικής αρχαιότητας. Η Δύση είναι η νέα πατρίδα του πολιτισμού στην σύγχρονη εποχή. Ο Τσαρούχης δεν είναι μιμητής της Δύσης αλλά δημιουργός και φορέας του ελληνικού εκείνου χαρακτηριστικού της δημιουργικής αφομοίωσης, χαρακτηριστικό  που έκανε τους Έλληνες να δημιουργήσουν αυτόν τον έξοχο πολιτισμό στην αρχαιότητα.


Η καθαρή ματιά του τον κάνει να βλέπει με παιδική ματιά την ζωή κάτι που είχε παρατηρήσει και ένας  Αιγύπτιος ιερέας απευθυνόμενος στον Σόλωνα : «Ὦ Σόλων, Σόλων, Ἕλληνες ἀεί παῖδές ἐστε, γέρων δέ Ἕλλην οὐκ ἔστιν», δηλ. «Σόλωνα, Σόλωνα, εσείς οι Έλληνες μένετε πάντα παιδιά και δεν υπάρχει κανένας γέροντας Έλληνας».  «Νέοι ἐστέ τάς ψυχάς πάντες. Οὐδεμίαν γάρ ἐν αὐταῖς ἔχετε δι’ ἀρχαίαν ἀκοήν παλαιάν δόξαν οὐδέ μάθημα χρόνῳ πολιόν οὐδέν», δηλ. «Νέοι είστε στις ψυχές σας όλοι. Γιατί δεν έχετε πεποιθήσεις ριζωμένες σε κληρονομικές δοξασίες ούτε γνώσεις γερασμένες». Με τον ίδιο τρόπο και ο Τσαρούχης λέει  για την τέχνη «Είναι εξομολόγηση προς την αγάπη, προς τη ζωή την οποία η ζωή η ίδια μας υπαγορεύει. Κάθε συγκίνηση, κάθε μεταφυσική χαρά που ένιωσα από το θαύμα της ζωής και της δημιουργίας προσπαθώ να τις εκφράσω. Αλλά αυτό το πράγμα η κοινωνία ­ για να είναι πιο ήσυχη και κατά τη φαντασία της πιο προστατευμένη ­ το απαγορεύει. Τα πράγματα μας καλούν σε μια μέθη, σε έναν ενθουσιασμό και σε ένα παραλήρημα. Το να ελευθερώνεται κανείς από τους φόβους και να εκφράζει αυτό το παραλήρημα είναι νομίζω αυτό που ονομάζω εξομολόγηση του καλλιτέχνη. Και γενικώς να ενώνω τη ζωή μου με την παιδική μου ζωή, να μη χωρίζεται με ένα παραπέτασμα σιδερένιο η παιδική ζωή με τη ζωή του ενηλίκου».
Αυτό είναι ο Τσαρούχης ως προς την ελληνικότητα την οποία περιγράφει εξαίσια στο ποίημά του «Επιτύμβιον Aντιόχου, βασιλέως Kομμαγηνής» ο Κωνσταντίνος Καβάφης περιγράφοντας την ιδιότητα του Έλληνα σε κάθε εποχή. Το ποίημα καταλήγει με τους στίχους που εδώ θα ήθελα να αφιερώσω στον Γιάννη Τσαρούχη


«…Υπήρξε δίκαιος, σοφός, γενναίος.
Υπήρξεν έτι το άριστον εκείνο, Ελληνικός—
ιδιότητα δεν έχ’ η ανθρωπότης τιμιοτέραν·

εις τους θεούς ευρίσκονται τα πέραν.»

Ο Γιάννης Τσαρούχης, του Αθανασίου, (Πειραιάς 13 Ιανουαρίου 1910 - Αθήνα 20 Ιουλίου 1989) ήταν ζωγράφος και σκηνογράφος. Τα πρώτα του έργα τα εξέθεσε το 1929 στο "Άσυλο Τέχνης". Η επιτυχία που σημείωσε τον οδήγησε στη συνέχεια να φοιτήσει στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών του Μετσόβιου Πολυτεχνείου (1929 - 1935) με καθηγητές τους Ιακωβίδη, Βικάτο και Παρθένη. Παράλληλα μαθήτευσε κοντά στον Κόντογλου (1931 - 1934), ο οποίος τον μύησε στη βυζαντινή αγιογραφία, ενώ μελέτησε την λαϊκή αρχιτεκτονική και ενδυμασία. Μαζί με τους Πικιώνη, Κόντογλου και Αγγ. Χατζημιχάλη πρωτοστάτησε στο αίτημα της εποχής για την ελληνικότητα της τέχνης.
Την περίοδο 1935-1936, αφού πρώτα επισκέφτηκε την Κωνσταντινούπολη, ταξίδεψε στο Παρίσι και στην Ιταλία. Επισκεπτόμενος τα διάφορα μουσεία ήρθε σε επαφή με δημιουργίες της Αναγέννησης και του Ιμπρεσιονισμού καθώς και με τα σύγχρονα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής του. Ανακάλυψε το έργο του Θεόφιλου και γνώρισε καλλιτέχνες όπως ο Ματίς και ο Τζακομέτι.
Ο Γιάννης Τσαρούχης γεννήθηκε στον Πειραιά το 1910, όντας ο δεύτερος υιός του εμπόρου εξ Αρκαδίας Αθανασίου Τσαρούχη και της Μαρίας Μοναρχίδη με καταγωγή από ταΨαρά. Το νεοκλασικό κτίριο στο οποίο είδε για πρώτη φορά το φως, στη συμβολή της λεωφόρου Βασιλέως Γεωργίου με την οδό Λουκά Ράλλη δεν υφίσταται πια. Μέρος των παιδικών του χρόνων (1920-1925), ο μεγάλος αυτός Πειραιώτης ζωγράφος, το πέρασε στην πολυτελή οικία (έπαυλη) της οικογενείας Μεταξά, κοντά στη θεία του Δέσποινα Μεταξά, η οποία ήταν αδερφή της μητέρας του. Παρότι η οικογένεια Τσαρούχη μετακόμισε το 1927 στην Αθήνα, ο Πειραιάς ρίζωσε βαθιά μέσα στον καλλιτέχνη, τόσο για το μεγαλοαστικό περιβάλλον στο οποίο ανατράφηκε και τον επηρέασε καλλιτεχνικά, όσο και για τις φτωχές λαϊκές συνοικίες όπου συχνά πραγματοποιούσε αποδράσεις κατά τα παιδικά του χρόνια. Το 1938, δύο χρόνια μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα πραγματοποίησε την πρώτη του ατομική έκθεση στο κατάστημα Αλεξοπούλου της οδού Νίκης στηνΑθήνα με έργα που παρουσίαζαν ιδιαίτερη προσωπικότητα που εξήραν οι τότε τεχνοκριτικοί Παπαντωνίου και Καπετανάκης.
Θεατρικό κοστούμι του Γιάννη Τσαρούχη για τη Μαρία Κάλλας στη Μήδεια (Αθήνα 1958, ΣυλλογήΠελοποννησιακού Λαογραφικού Ιδρύματος, Ναύπλιο).
Το 1940 επιστρατεύτηκε και υπηρέτησε στο Μηχανικό. Στα χρόνια της Κατοχής, ίδρυσε μια ιδιωτική σχολή ζωγραφικής, όπου φοίτησαν για μικρό χρονικό διάστημα αρκετοί νέοι, που αργότερα έγιναν δόκιμοι ζωγράφοι[1], όπως ο Κοσμάς Ξενάκης, ο Μίνως Αργυράκης, ο Νίκος Γεωργιάδης, αλλά και η Ροζίτα Σώκου. Το 1947 πραγματοποίησε 2 ατομικές εκθέσεις με υδατογραφίες και θεατρικά προσχέδια. Το 1950μετέβη εκ νέου στο Παρίσι όπου ένα χρόνο μετά,το 1951, εξέθεσε στο Παρίσι και στο Λονδίνο στη "Ρέτφρη Γκάλερυ", ενώ το 1953 υπέγραψε συμβόλαιο με τη γκαλερί Ιόλας της Ν. Υόρκης. Το 1956 υπήρξε υποψήφιος για το βραβείο Γκούγκενχαϊμ και το 1958 πήρε μέρος στηΜπιενάλε της Βενετίας. Το 1967 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Το 1982 εγκαινιάστηκε το Μουσείο Γιάννη Τσαρούχη στο Μαρούσι, στο σπίτι του καλλιτέχνη, που ο ίδιος μετέτρεψε σε Μουσείο παραχωρώντας την προσωπική συλλογή των έργων του. Παράλληλα λειτουργεί το Ίδρυμα Τσαρούχη με σκοπό τη διάδοση του έργου του ζωγράφου....
Παράλληλα με τη ζωγραφική ο Γιάννης Τσαρούχης ασχολήθηκε και με τη θεατρική σκηνοθεσία και μάλιστα από το 1928. Σχεδίασε σκηνικά και ενδυμασίες για τα θέατρα "Εθνικό" ή "Βασιλικό", "Κοτοπούλη", "Δημοτικό" Πειραιώς κ.ά. ειδικά πρόζας καθώς και για το κλασσικό έργο "Ρωμαίος και Ιουλιέττα" που ανεβάσθηκε το 1954, στο τότε Βασιλικό κήπο και σήμερα "Εθνικό".
Στο έργο του Γιάννη Τσαρούχη εκφράζεται κυρίως η χαρά και το θαύμα της ζωής. Προσπάθησε να ισορροπήσει τις μεγάλες παραδόσεις και να συλλάβει τις αιώνιες καλλιτεχνικές αξίες. Οι πίνακές του περικλείουν αφομοιωμένα πολλά λαϊκά και λαογραφικά στοιχεία ιδιαίτερα του λιμένος του Πειραιά. Θεωρείται από τους μεγαλύτερους σύγχρονους Έλληνες ζωγράφους με διεθνή προβολή και ιδιαίτερα στη Γαλλία. Παράλληλα όμως εργάσθηκε και ως σκηνογράφος τόσο σε ελληνικά όσο και σε ξένα θέατρα με μεγάλη πάντα επιτυχία. Σ΄ αυτόν οφείλεται η καθιέρωση, σχεδόν σε όλες τις σκηνές του ελληνικού κινηματογράφου που γυρίστηκαν σε λαϊκά κέντρα, της παρουσίας του ναύτη είτε σε χορό είτε όχι, θεωρούμενη μάλιστα και απαραίτητη. Το 1977 ανέβασε ο ίδιος τις Τρωάδες του Ευριπίδη σε δική του νεοελληνική απόδοση με δική του διδασκαλία & σκηνογραφία.
Δικτυογραφία

Το πομπηιανό ίχνος της οδού Φυλής


γράφει ο Νίκος Βατόπουλος


Την οδό Φυλής την είχε ζωγραφίσει και ο Τσαρούχης για το ημερολόγιο της ΑΓΕΤ Ηρακλής το 1964. Δεν γνωρίζω σε ποιο σημείο είχε εστιάσει τη ματιά του, γιατί η οδός Φυλής είναι μια μεγάλη σε μήκος οδός ανάμεσα στην Αριστοτέλους και την Αχαρνών, από την πλατεία Βικτωρίας ώς την πλατεία Κολιάτσου.

Η οδός Φυλής του Τσαρούχη, με τα νεοκλασικά σπίτια της, που πολλά διασώζονταν το 1964, υπάρχει πλέον μόνο στη μνήμη, αλλά κάθε φορά που την περπατώ, ακόμη και τώρα, στην πιο παρακμιακή εκδοχή της, εκλύει μια ατμόσφαιρα οδυνηρά οικεία. Τη Φυλής την περπάτησα αρκετές φορές στο κομμάτι κοντά στην πλατεία Βικτωρίας. Με τραβάει πάντα το όνομά της, ο λαϊκός συνειρμός με τα πορνεία, η μείξη των παλιών σπιτιών και των πρόωρα γηρασμένων πολυκατοικιών, η αίσθηση μιας σκόνης που μοιάζει να αιωρείται και να σκεπάζει τα πάντα σαν τα σεντόνια που έβαζαν παλιά πάνω στα έπιπλα σε κλειστές κάμαρες.




Δεν έψαξα ποτέ να βρω την οδό Φυλής του Τσαρούχη ούτε επιχείρησα ποτέ να εντοπίσω την εικόνα του δρόμου που είχα από παιδί. Εχουν όλα γίνει πολτός σε μια ενιαία εικόνα με κομμάτια αλήθειας και φαντασίας. Εχω την εικόνα ενός φλεγόμενου δίπατου νεοκλασικού σπιτιού, ένα απόγευμα που πήγαινα στο σπίτι ενός συμμαθητή. Ημουν μόνος στον δρόμο και οι φλόγες έβγαιναν θεόρατες από τα παράθυρα του δεύτερου ορόφου. Αυτή η εικόνα, π.χ., που ανακαλεί ελληνικά λαϊκά παραμύθια, έχει ως βάση την ανάμνηση αλλά είμαι βέβαιος ότι η δραματικότητά της έχει εμπλουτισθεί με τον υπερβάλλοντα ζήλο που φέρνει ο χρόνος.

Γι’ αυτό όταν περπατούσα τις προάλλες στην οδό Φυλής, ένα πρωινό αυτοψίας στην πλατεία Βικτωρίας και στους γύρω δρόμους, κοντοστάθηκα όταν έφτασα στη γωνία με την οδό Φωκαίας. Είναι ένας μικρός δρόμος που συνδέει την Αριστοτέλους και την Αχαρνών και βρίσκει ανάμεσα την οδό Φυλής. Παραδόξως, και οι δύο κάτω γωνίες Φυλής και Φωκαίας καταλαμβάνονται από δύο παμπάλαια σπίτια, και τα δύο κλειστά και ερειπωμένα. Το πιο χαμηλό, που κάποτε ήταν μόνο σπίτι (ενώ το απέναντι, το ψηλό, είχε μαγαζιά στο ισόγειο, ίσως κανένα μπακάλικο) έδειχνε απρόσμενα «θερμό», αν και χρόνια έρημο. Το πλησίασα, όπως πλησιάζεις ένα όμορφο αδέσποτο που δεν θέλεις να τρομάξεις, και το περιεργάστηκα. Θα ήταν κάποτε προνομιούχο ως θέση, καθώς είναι γωνιακό, και θα ήταν πιθανότατα χτισμένο γύρω στο 1910-15. Οι πέτρες κάτω από τον σοβά έδειχναν την τεχνολογία της εποχής και τα παράθυρα όλα ήταν καρφωμένα ή χτισμένα. Επίκρανα κορινθιακού ρυθμού σώζονταν σε ελάχιστα παράθυρα καθώς ο διάκοσμος είχε όλος καταπέσει. Στην πρόσοψη, όμως, του σπιτιού επί της οδού Φωκαίας είδα αυτό το «οικόσημο» από τερακότα, σαν ξεπλυμένη με κοκκινόχωμα νερομπογιά, που αχνοφέγγιζε σαν εικονοστάσι στο λουλακί και στην ώχρα του σοβά. Ηταν ένα μενταγιόν περηφάνιας και οξύμωρου ναρκισσισμού σε μια γειτονιά με αστικά και λαϊκά σπίτια, ισόγεια ή διώροφα σχεδόν όλα, με λίγα τρίπατα πού και πού.

Στάθηκα όμως στο «οικόσημο», αυτόν τον αναγεννησιακό θυρεό στο σπιτάκι της οδού Φυλής, που αίφνης έφερνε εικόνες χαράς ή πένθους από την Πομπηία ή την Αντιόχεια. Θα μπορούσε να είναι θραύσμα από κάποιο ρωμαϊκό σπίτι στο Ερκουλάνεουμ, ή μια φαντασία κάποιου μάστορα στην Αθήνα του 1910. Η αθηναϊκή τερακότα φάνηκε σαν σπάραγμα από αρχαία ζωγραφική.

Μαρσέλ Προυστ – "Αναζητώντας το Χαμένο Χρόνο"



“Tόσες φορές στη ζωή μου, η πραγματικότητα με είχε απογοητεύσει, γιατί τη στιγμή που την συνελάμβανα, η φαντασία μου, που ήταν το μόνο όργανό μου για να χαρώ την ομορφιά, δεν μπορούσε να επικοινωνήσει μαζί της, σύμφωνα με τον αδήριτο νόμο που λέει πως δεν μπορεί κανείς να φαντάζεται παρά μόνον αυτό που είναι απόν.
Και να που ξαφνικά το αποτέλεσμα αυτού τού σκληρού νόμου βρέθηκε εξουδετερωμένο, από ένα υπέροχο τέχνασμα τής φύσης, που έκανε να φαντάζει μια αίσθηση - ο θόρυβος τού πιρουνιού και τού σφυριού, ο ίδιος τίτλος βιβλίου κ.λ.π. -ταυτοχρόνως στο παρελθόν, πράγμα που επέτρεπε στη φαντασία μου να το γευτεί, και στο παρόν, όπου η πραγματική ενεργοποίηση των αισθήσεών μου από τον θόρυβο, την επαφή με το ύφασμα κ.λ.π. είχε προσθέσει στα όνειρα τής φαντασίας αυτό που συνήθως τούς λείπει, την ιδέα τής ύπαρξης, και χάρη σ’ αυτήν την υπεκφυγή είχε επιτρέψει στον εαυτό μου να αποκτήσει, να απομονώσει, να ακινητοποιήσει - για το διάστημα μιας αστραπής - αυτό που δεν συλλαμβάνει ποτέ: ένα κομμάτι καθαρού χρόνου.

Το ον που αναγεννήθηκε μέσα μου, όταν με τέτοια ανατριχίλα χαράς είχα ακούσει τον θόρυβο, κοινό και για το κουτάλι που ακουμπάει στο πιάτο και για το σφυρί που χτυπάει τον τροχό, όταν είχα νοιώσει την ανισότητα των βημάτων μου πάνω στα σκαλοπάτια τής αυλής των Γκερμάντ και τού βαπτιστηρίου τού Αγίου Μάρκου, αυτό το ον δεν τρέφεται παρά με την ουσία των πραγμάτων, μόνο σ’ αυτήν βρίσκει την επιβίωσή του, τις απολαύσεις του. Μαραίνεται στην παρατήρηση τού παρόντος, το οποίο δεν μπορούν να τού προσφέρουν οι αισθήσεις, στην αντιμετώπιση ενός παρελθόντος, το οποίο η ευφυία του αποστεγνώνει, στην αναμονή ενός μέλλοντος, το οποίο η θέληση κατασκευάζει με τα θραύσματα τού παρόντος και τού παρελθόντος, από την πραγματικότητα των οποίων και πάλι αφαιρεί, κρατώντας από αυτά ό,τι ταιριάζει στον ωφελιμιστικό σκοπό, στενά ανθρώπινο, που τούς αποδίδει.

Αλλά αρκεί ένας θόρυβος, μια μυρουδιά, που ακούστηκε ή μυρίστηκε κάποτε, να παρουσιαστούν ξανά, ταυτοχρόνως μέσα στο παρόν και μέσα στο παρελθόν, πραγματικοί χωρίς να είναι επίκαιροι, ιδανικοί χωρίς να είναι αφηρημένοι, ώστε αμέσως η διαρκής και συνήθως κρυμμένη ουσία των πραγμάτων να βρεθεί ελεύθερη και ο πραγματικός εαυτός μας, που ενίοτε για καιρό έμοιαζε νεκρός, αλλά δεν ήταν τελείως, να ξυπνήσει, να ζωντανέψει δεχόμενος την θεία τροφή που τού προσφέρεται. Ένα λεπτό απελευθερωμένο από την τάξη τού χρόνου επαναδημιούργησε μέσα μας, για να μπορέσει αυτός να το νοιώσει, τον άνθρωπο απελευθερωμένο από την τάξη τού χρόνου. Και γι αυτό είναι κατανοητό να εμπιστεύεται τη χαρά του, ακόμα κι αν η γεύση απλώς ενός μπισκότου δεν μπορεί να περικλείει τις αιτίες αυτής τής χαράς, είναι κατανοητό η λέξη “θάνατος” να μην έχει νόημα γι’ αυτόν. Αφού βρίσκεται έξω από τον χρόνο, τι μπορεί να φοβάται από το μέλλον; Σ’ αυτήν την στοχαστική παρατήρηση τής ουσίας των πραγμάτων ήμουν τώρα αποφασισμένος να προσκολληθώ, να την αποτυπώσω, αλλά πώς; Με ποιo μέσο;
“Δεν ήθελα πια να αφήσω το εαυτό μου σε ψευδαισθήσεις για άλλη μια φορά, γιατί επρόκειτο να γνωρίσω πλέον, αν ήταν πράγματι δυνατόν να πετύχω αυτό που, πάντοτε απογοητευμένος όπως ήμουν απ’ την παρουσία των τόπων και των ανθρώπων, είχα (μολονότι για μια φορά ένα κομμάτι μουσικής τού Βεντέιγ πήγε να με πείσει για το αντίθετο) πιστέψει ως ακατόρθωτο. Δεν επρόκειτο λοιπόν να πειραματιστώ και πάλι προς την κατεύθυνση που από καιρό ήξερα πως δεν οδηγεί πουθενά. Εντυπώσεις σαν αυτές που γύρευα να αποτυπώσω δεν μπορούσαν παρά να εξαφανιστούν, αν ερχόντουσαν σε επαφή με μιαν άμεση απόλαυση που υπήρξε ανίκανη να τις γεννήσει. Ο μόνος τρόπος να τις γευτώ περισσότερο, ήταν να προσπαθήσω να τις γνωρίσω περισσότερο εκεί όπου βρισκόντουσαν, δηλαδή μέσα μου, να τις αποσαφηνίσω μέχρι τα βάθη τους...


“Διότι οι αλήθειες τις οποίες η ευφυία συλλαμβάνει ευθέως, στο ξέφωτο τού κόσμου, έχουν κάτι το λιγότερο βαθύ, το λιγότερο αναγκαίο από αυτές που η ζωή, άσχετα από εμάς, μάς μετέδωσε μέσα σε μιαν εντύπωση, υλική αφού μπήκε από τις αισθήσεις μας, τής οποίας όμως μπορούμε να ανασύρουμε το πνεύμα. Στο κάτω-κάτω και στη μια και στην άλλη περίπτωση, είτε πρόκειται για εντυπώσεις σαν κι αυτές που μούχε δώσει η θέα των καμπαναριών τής Μαρτενβίλ, είτε για υποσυνείδητες μνήμες σαν την ανισότητα των σκαλοπατιών ή σαν την γεύση των μπισκότων, έπρεπε να προσπαθήσω να τις ερμηνεύσω σαν σημεία ισάριθμων νόμων και ιδεών, επιχειρώντας να σκεφτώ, δηλαδή να βγάλω απ’ το σκοτάδι, αυτό που είχα νοιώσει, να το μετατρέψω σε ένα πνευματικό αντίστοιχο. Άρα, αυτό το μέσον που μού φαινόταν το μοναδικό, τι άλλο ήταν από το να κάνω ένα έργο τέχνης;
“Όσο για το εσωτερικό βιβλίο με τα άγνωστα σημεία (σημεία ανάγλυφα, τα οποία η προσοχή μου ερευνώντας το ασυνείδητό μου, επρόκειτο να ερευνήσει, σαν ένας δύτης που ψάχνει) για την ανάγνωση των οποίων κανένας δεν μπορούσε να με βοηθήσει με κάποιον κανόνα, αυτή η ανάγνωση συνιστούσε μια πράξη δημιουργίας όπου κανείς δεν μπορεί να μάς υποκαταστήσει, ούτε ακόμα και να συνεργαστεί μαζί μας. Γι αυτό πόσοι δεν αποφεύγουν το γράψιμο! Πόσες υποχρεώσεις δεν αναλαμβάνουν για να αποφύγουν αυτήν! Κάθε γεγονός, είτε είναι η υπόθεση Ντρέυφους είτε ο πόλεμος, είχε προσφέρει νέες δικαιολογίες στους συγγραφείς για να μην αποκρυπτογραφήσουν αυτό το βιβλίο. Ήθελαν να εξασφαλίσουν τον θρίαμβο τού Δικαίου, να ξανακάνουν την ηθική ενότητα τού Έθνους, δεν είχαν καιρό να σκεφτούν τη λογοτεχνία. Αλλά δεν ήταν παρά δικαιολογίες, γιατί δεν είχαν, ή δεν είχαν πια, ιδιοφυία, δηλαδή ένστικτο. Διότι το ένστικτο υποδεικνύει το καθήκον και η ευφυία προσφέρει τις δικαιολογίες για να το αποφεύγουμε. Μόνο που οι δικαιολογίες δεν υπάρχουν στην τέχνη, οι προθέσεις δεν μετράνε...


“Και ίσως να είναι πιο πολύ η ποιότητα τής γλώσσας παρά το είδος τής αισθητικής που μας κάνει και μπορούμε να κρίνουμε τον βαθμό τον οποίο έφτασε η καλλιτεχνική και ηθική δουλειά. Αλλά, και αντιθέτως, αυτή η ποιότητα τής γλώσσας, που οι θεωρητικοί νομίζουν ότι μπορούν να αγνοήσουν, δεν αποδεικνύει, για τους θαυμαστές των θεωρητικών, μεγάλη καλλιτεχνική αξία, αξία που για να την καταλάβουν έχουν ανάγκη να την δουν να εκφράζεται απευθείας και στην οποία δεν οδηγούνται από την ομορφιά μιας εικόνας. Eξ ου και ο χονδροειδής πειρασμός για τον συγγραφέα να γράφει έργα διανοουμενίστικα. Μεγάλη έλλειψη λεπτότητας. Ένα έργο όπου υπάρχουν θεωρίες είναι σαν ένα αντικείμενο πάνω στο οποίο ξέχασαν την ετικέτα με την τιμή αγοράς του. Κάνουν λογικές κατασκευές, δηλαδή αλητεύουν, κάθε φορά που δεν έχουν τη δύναμη να πιεστούν να οδηγήσουν μιαν εντύπωση από όλα τα διαδοχικά στάδια που θα καταλήξουν στην αποτύπωση της, στην έκφρασή τους...
“Ακόμα και μέσα στις καλλιτεχνικές χαρές, που αναζητεί κανείς για την εντύπωση που δίνουν, καταφέρνουμε όσο γίνεται γρηγορότερα να παραμερίσουμε, ως μη δυνάμενο να εκφραστεί, αυτό ακριβώς που είναι η ίδια αυτή η εντύπωση, και να προσκολληθούμε σ’ αυτό που μας επιτρέπει απλώς να νοιώσουμε την απόλαυση, χωρίς να την γνωρίσουμε εις βάθος, και να νομίζουμε ότι το μεταδίδουμε σε άλλους εραστές τής τέχνης, με τούς οποίους ο διάλογος θα είναι εφικτός, μια και θα τούς μιλάμε για ένα πράγμα που είναι το ίδιο και γι αυτούς και για μάς, αφού προηγουμένως θα έχουμε αφαιρέσει την προσωπική ρίζα τής ίδιας τής εντύπωσής μας.
Και στις στιγμές που είμαστε οι πλέον ανιδιοτελείς θεατές τής φύσης, τής κοινωνίας, τού έρωτα και αυτής τής τέχνης, όπως κάθε εντύπωση είναι διπλή, μισοχωμένη στο αντικείμενο, με το άλλο μισό να συνεχίζει μέσα μας, το οποίο μόνον εμείς οι ίδιοι θα μπορούσαμε να γνωρίσουμε, βιαζόμαστε να παραμελήσουμε αυτό το δεύτερο, το μόνο στο οποίο θάπρεπε να προσκολληθούμε, και δεν υπολογίζουμε παρά το άλλο μισό, το οποίο επειδή δεν μπορεί να ερευνηθεί σε βάθος, αφού είναι εξωτερικό, δεν θάναι για μας αιτία καμιάς κόπωσης: το μικρό αυλάκι που η θέα ενός λουλουδιού ή μιας εκκλησίας χάραξε μέσα μας, βρίσκουμε πως είναι πολύ δύσκολο να επιχειρήσουμε να το διακρίνουμε. Αλλά ξαναπαίζουμε το μουσικό κομμάτι, ξαναγυρνάμε να δούμε την εκκλησία, έως ότου -μέσα σ’ αυτή τη φυγή μακριά απ΄ την ίδια τη ζωή μας που δεν έχουμε το θάρρος να αντικρίσουμε και που ονομάζεται πολυμάθεια - τα μάθουμε τόσο καλά, όσο ο πιο σοφός εραστής τής μουσικής ή τής αρχαιολογίας.
Έτσι, πόσοι περιορίζονται σ’ αυτό χωρίς να βγάζουν τίποτα από την εντύπωσή τους, και γερνούν άχρηστοι και ανικανοποίητοι σαν εργένηδες τής Τέχνης. Έχουν τις λύπες πούχουν οι παρθένες και οι τεμπέληδες, τούς οποίους θα γιάτρευε η γονιμοποίηση και η εργασία. Είναι πιο ενθουσιασμένοι για τα έργα τέχνης από τους πραγματικούς καλλιτέχνες, γιατί ο ενθουσιασμός τους με το να μην είναι προϊόν μιας σκληρής εργασίας εμβάθυνσης, ξεχύνεται προς τα έξω, ανάβει τις συζητήσεις τους, κοκκινίζει τα πρόσωπά τους. Νομίζουν ότι εκπληρούν μια πράξη ουρλιάζοντας με όλη τους τη δύναμη: “Μπράβο, μπράβο” μετά την εκτέλεση ενός έργου που αγαπούν……………….. Εν τούτοις όσο γελοίοι κι αν είναι δεν είναι τελείως για περιφρόνηση. Είναι οι πρώτες δοκιμές τής φύσης που θέλει να δημιουργήσει τον καλλιτέχνη, εξίσου άμορφες, εξίσου καταδικασμένες όσο τα πρώτα ζώα που προηγήθηκαν των σημερινών ειδών και που δεν ήταν φτιαγμένα για να διαρκέσουν... Όσο για την απόλαυση που δίνει σε ένα πραγματικά σωστό πνεύμα, σε μια πραγματική ζωντανή καρδιά, η ωραία σκέψη ενός μεγάλου, είναι δίχως άλλο τελείως υγιής, αλλά, όσο πολύτιμοι κι αν είναι οι άνθρωποι που τη γεύονται πραγματικά (πόσοι τέτοιοι υπάρχουν μέσα σε είκοσι χρόνια;) τούς περιορίζει εντούτοις στο να μην είναι παρά η πλήρης συνείδηση κάποιου άλλου...

“Το μεγαλείο τής αληθινής τέχνης είναι να ξαναβρούμε, να ξανακερδίσουμε, να μάς κάνει να γνωρίσουμε, αυτήν την πραγματικότητα μακριά από την οποία ζούμε, από την οποία απομακρυνόμαστε όλο και περισσότερο, στο βαθμό που διογκώνεται και αδιαβροχοποιείται η συμβατική γνώση που βάζουμε στη θέση της, αυτήν την πραγματικότητα που κινδυνεύουμε να πεθάνουμε χωρίς να έχουμε γνωρίσει, και που πολύ απλά είναι η ζωή μας...
“Το ύφος είναι για τον συγγραφέα, όπως και το χρώμα για τον ζωγράφο, θέμα όχι τεχνικής, αλλά οράματος. Είναι η αποκάλυψη, που θάταν αδύνατη με μέσα ευθέα και συνειδητά, τής ποιοτικής διαφοράς που υπάρχει ανάμεσα στο πώς στον καθένα μας παρουσιάζεται ο κόσμος, διαφορά που αν δεν υπήρχε η τέχνη, θα έμενε το αιώνιο μυστικό τού καθενός μας. Μόνο με την τέχνη μπορούμε να βγούμε από τον εαυτό μας, να γνωρίσουμε αυτό που βλέπει ένας άλλος από αυτόν τον κόσμο που δεν είναι ίδιος με τον δικό μας, και τού οποίου τα τοπία θα μάς έμεναν για πάντα το ίδιο άγνωστα μ’ αυτά που μπορεί να υπάρχουν στη σελήνη. Χάρη στην τέχνη αντί να βλέπουμε έναν μόνο κόσμο, τον δικό μας, τον βλέπουμε να πολλαπλασιάζεται, και όσοι πρωτότυποι καλλιτέχνες υπάρχουν, τόσους κόσμους έχουμε στη διάθεσή μας, πιο διαφορετικούς μεταξύ τους από αυτούς που βρίσκονται στο σύμπαν, και πολλούς αιώνες μετά που έσβησε η εστία από όπου έφεγγαν, είτε λέγονταν Ρέμπραντ είτε Βέρμερ, μάς στέλνουν ακόμα την ειδική ακτίνα τους...
“Και όπως η τέχνη επανασυνθέτει ακριβώς τη ζωή, γύρω απ΄ τις αλήθειες στις οποίες φτάσαμε μέσα μας θα κινείται πάντα μια ατμόσφαιρα ποίησης, η γλυκύτητα ενός μυστηρίου που δεν είναι παρά τα ερείπια τής σκιάς που χρειάστηκε να διασχίσουμε, η ένδειξη, σημειωμένη με ακρίβεια, όπως με ένα βαθύμετρο, τού βάθους τού έργου...

“Είναι τα πάθη μας που σχεδιάζουν τα βιβλία μας, η ενδιάμεση ανάπαυλα που τα γράφει...
“Η φαντασία, η σκέψη μπορούν μα είναι από μόνες τους αξιοθαύμαστες μηχανές, αλλά μπορεί να μένουν αδρανείς. Όταν υποφέρεις μπαίνουν μπρος...
“Αυτός ο συγγραφέας ………………θάπρεπε να ετοιμάσει το βιβλίο του με προσοχή, με συνεχείς ανασυγκροτήσεις δυνάμεων, όπως σε μιαν επίθεση, να το υπομένει όπως μια κούραση, να το δέχεται όπως έναν κανόνα, να το κατασκευάζει όπως μιαν εκκλησία, να το ακολουθεί όπως μια δίαιτα, να το υπερνικά όπως ένα εμπόδιο, να το κατακτά όπως μια φιλία, να το θρέφει όπως ένα παιδί, να το δημιουργεί όπως έναν κόσμο, χωρίς να παραβλέψει αυτά τα μυστήρια που δεν έχουν την εξήγησή τους παρά σε άλλους κόσμους, των οποίων η προαίσθηση είναι αυτό που μάς συγκινεί στη ζωή και στην τέχνη. Και μέσα σ’ αυτά τα μεγάλα βιβλία, υπάρχουν τμήματα που δεν υπήρξε χρόνος παρά μόνον για να σχεδιασθούν, και που πιθανόν δεν θα τελειώσουν ποτέ εξαιτίας τού ίδιου τού εύρους των σχεδίων τού αρχιτέκτονα. Πόσες μεγάλες εκκλησίες δεν έμειναν ημιτελείς! Το θρέφουμε, τού ενισχύουμε τα αδύνατα σημεία, το συντηρούμε, αλλά ύστερα, αυτό είναι που μεγαλώνει, που υποδεικνύει τον τάφο μας, τον προστατεύει από τις φήμες και για λίγο χρόνο από τη λήθη. Αλλά, για να ξαναγυρίσω στον εαυτό μου, σκεφτόμουνα πιο ταπεινά το βιβλίο μου, και θάταν ανακρίβεια να πω ότι σκεφτόμουνα αυτούς που θα το διάβαζαν, τούς αναγνώστες μου. Γιατί δεν θα ήταν κατ’ εμέ, αναγνώστες μου, αλλά οι ίδιοι οι αναγνώστες τού εαυτού τους, αφού το βιβλίο μου δεν είναι τίποτε άλλο από ένα είδος μεγεθυντικού φακού, όπως αυτός που πουλούσε ο οπτικός τού Κομπραί. Το βιβλίο μου χάρη στο οποίο θα τούς έδινα το μέσον να διαβάσουν εντός τους...
“Οι πιο μεγάλοι μας φόβοι, όπως οι πιο μεγάλες μας ελπίδες, δεν ξεπερνούν τις δυνάμεις μας, και μπορούμε να καταφέρουμε να κυριαρχήσουμε πάνω στους πρώτους και να πραγματοποιήσουμε τις δεύτερες...
“Είχα ζήσει όπως ένας ζωγράφος που ανεβαίνει ένα μονοπάτι πάνω από μια λίμνη, τής οποίας τη θέα τού κρύβει ένα παραπέτασμα βράχων και δέντρων. Από ένα άνοιγμα την αντικρίζει, την έχει όλη μπροστά του, παίρνει τα πινέλα του. Αλλά ήδη έρχεται η νύχτα και δεν μπορεί πια να ζωγραφίσει και δεν θα ξημερώσει ποτέ πια...
“Ήξερα πολύ καλά ότι το μυαλό μου ήταν ένα πλούσιο σε κοιτάσματα μεταλλείο, όπου υπήρχε μια μεγάλη έκταση από διάφορα πολύτιμα μέταλλα. Θάχα όμως τον καιρό να τα εκμεταλλευτώ; Ήμουνα ο μόνος ικανός να το κάνω. Για δύο λόγους: με τον θάνατό μου θα χανόταν όχι μόνον ο μοναδικός εργάτης ικανός να εξορύξει τα μεταλλεύματα, αλλά και το ίδιο το κοίτασμα...
“Χωρίς αμφιβολία όταν κάποιος είναι ερωτευμένος με ένα έργο τέχνης θάθελε να κάνει κάτι ολόιδιο. Πρέπει όμως να θυσιάζει τον έρωτα εκείνης τής στιγμής, να μη σκέπτεται το γούστο του, αλλά μιαν αλήθεια που δεν μάς ζητάει τις προτιμήσεις μας και που μας απαγορεύει να τις σκεφτόμαστε. Και μόνον αν την ακολουθήσεις θα συναντήσεις μερικές φορές αυτό που εγκατέλειψες.”
Αποσπάσματα από το πολύτομο έργο του Μάρσελ Προυστ, "Αναζητώντας το Χαμένο Χρόνο" και συγκεκριμένα από τον τελευταίο τόμο, " Ο Ανακτηθείς Χρόνος"