Τους κάμπους βλέπει που ακόμη ορίζει
με το σιτάρι, με τα ζώα, με τα καρποφόρα
δένδρα. Και πιο μακρυά το σπίτι του το πατρικό,
γεμάτο ρούχα κ’ έπιπλα πολύτιμα, κι ασημικό.
Θα του τα πάρουν — Ιησού Χριστέ! — θα του τα πάρουν τώρα.
Άραγε να τον λυπηθεί ο Καντακουζηνός
αν πάει στα πόδια του να πέσει. Λεν πως είν’ επιεικής,
λίαν επιεικής. Aλλ’ οι περί αυτόν; αλλ’ ο στρατός;—
Ή, στην κυρία Ειρήνη να προσπέσει, να κλαυθεί;
Κουτός! στο κόμμα να μπλεχθεί της Άννας —
που να μην έσωνε να την στεφανωθεί
ο κυρ Aνδρόνικος ποτέ. Είδαμε προκοπή
από το φέρσιμό της, είδαμε ανθρωπιά;
Μα ως κ’ οι Φράγκοι δεν την εκτιμούνε πια.
Γελοία τα σχέδια της, μωρά η ετοιμασία της όλη.
Ενώ φοβέριζαν τον κόσμο από την Πόλι,
τους ρήμαξεν ο Καντακουζηνός, τους ρήμαξε ο κυρ Γιάννης.
Και που το είχε σκοπό να πάει με του κυρ Γιάννη
το μέρος! Και θα τόκαμνε. Και θάταν τώρα ευτυχισμένος,
μεγάλος άρχοντας πάντα, και στεριωμένος,
αν ο δεσπότης δεν τον έπειθε την τελευταία στιγμή,
με την ιερατική του επιβολή,
με τες από άκρου εις άκρον εσφαλμένες του πληροφορίες,
και με τες υποσχέσεις του, και τες βλακείες.
Ιστορικό πλαίσιο
Ο Ιωάννης ΣΤ΄ Καντακουζηνός, γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, υπήρξε ένας από τους πιο έμπιστους και αφοσιωμένους συνεργάτες του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Γ΄ Παλαιολόγου. Όταν τον Ιούνιο του 1341 πέθανε ο Ανδρόνικος Γ΄, χωρίς να έχει ορίσει διάδοχο, ο Ιωάννης Καντακουζηνός ανέλαβε ανεπισήμως την αντιβασιλεία, με την πρόθεση να διαφυλάξει τα δικαιώματα του ανήλικου Ιωάννη Ε΄, γιου του Ανδρόνικου.
Ο Καντακουζηνός δε θέλησε να ανακηρυχθεί αυτοκράτορας εκείνη την εποχή, θεωρώντας ίσως πως δεν συνέτρεχαν ικανοί λόγοι που να δικαιολογούν μια τέτοια απόφαση. Ωστόσο, όταν τον αμέσως επόμενο μήνα κι ενώ ο ίδιος απουσίαζε σε στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Θράκη έγινε μια συντονισμένη προσπάθεια καθαίρεσής του από άλλους διεκδικητές της αντιβασιλείας, ο ικανός αυτός στρατηγός αποφάσισε πως έπρεπε να υπερασπιστεί τη θέση του.
Οι άμεσοι ανταγωνιστές του Καντακουζηνού ήταν: ο Ιωάννης ΙΔ΄ Καλέκας, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος θεωρούσε εύλογη την κατοχή του Πατριαρχικού και του βασιλικού αξιώματος από το ίδιο πρόσωπο, ο επί κεφαλής του Βυζαντινού στόλου Αλέξιος Απόκαυκος, ο οποίος αν και προερχόμενος από ταπεινή καταγωγή είχε κατορθώσει να πλουτίσει λαμβάνοντας ολοένα και υψηλότερα αξιώματα, και η μητέρα του ανήλικου Ιωάννη, η Άννα της Σαβοΐας. Η Άννα, που ανήκε στον τότε ισχυρό οίκο της Σαβοΐας -η οικογένειά της ήλεγχε μια ευρύτατη περιοχή μεταξύ της σημερινής Ιταλίας και Γαλλίας-, επηρεασμένη από τον Πατριάρχη Καλέκα θεώρησε πως ο Καντακουζηνός αποτελούσε σημαντική απειλή για τα δικαιώματά της, γεγονός που την ώθησε να αξιοποιήσει τη δύναμη που της παρείχε η θέση της για να πολεμήσει τον μέχρι πρότινος στενό συνεργάτη του συζύγου της.
Η διεκδίκηση της αντιβασιλείας κλιμακώθηκε γρήγορα σ’ έναν καταστροφικό εμφύλιο πόλεμο που διήρκησε από το 1341 μέχρι το 1347 και έληξε με την επικράτηση του Ιωάννη Καντακουζηνού. Το Μάιο του 1347 ο Καντακουζηνός θα στεφθεί στην Κωνσταντινούπολη συναυτοκράτορας του Ιωάννη Ε΄, σε μια τελετή που θα φανερώσει την πλήρη εξαθλίωση στην οποία είχε φτάσει η αυτοκρατορία∙ θέμα που πραγματεύεται ο Καβάφης στο ποίημά του «Από υαλί χρωματιστό».
Ο Ιωάννης Καντακουζηνός θα διατηρήσει τη θέση του για μόλις επτά χρόνια, αφού το Δεκέμβρη του 1354 θα αναγκαστεί να παραιτηθεί υπέρ του νόμιμου διαδόχου Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου. Παρά την έως ένα βαθμό πραγματική αφοσίωση του Καντακουζηνού στον Ιωάννη Ε΄, τον οποίο μάλιστα είχε παντρέψει με την κόρη του Ελένη, τόσο οι προστριβές του νεαρού Παλαιολόγου με το γιο του Καντακουζηνού Ματθαίο, όσο κι οι μεταξύ των δύο αυτοκρατόρων αντιπαλότητες έφεραν την αυτοκρατορία και πάλι στα πρόθυρα του εμφυλίου πολέμου με τους δύο αυτοκράτορες να εμπλέκουν στις εχθροπραξίες τους ξένες δυνάμεις. Στην πρόσκληση του Ιωάννη Ε΄ στους Σέρβους για να τον βοηθήσουν, ο Ιωάννης ΣΤ΄ απαντά με πρόσκληση των Τούρκων.
Η συνεργασία του Καντακουζηνού με τους Τούρκους είχε άλλωστε ξεκινήσει ήδη από την περίοδο του πολυετούς εμφυλίου πολέμου (1341-1347), κατά την οποία ο επίδοξος αυτοκράτορας είχε αποταθεί τόσο στον εμίρη του Αιδινίου Ουμούρ -με τον οποίο συνεργαζόταν παλιότερα και ο Ανδρόνικος Γ΄-, όσο και στον σουλτάνο Ορχάν, τον οποίο και πάντρεψε με την κόρη του Θεοδώρα. Οι συνεργασίες αυτές, αν και προσέφεραν βοήθεια στον Καντακουζηνό επιτρέποντάς του να κυριαρχήσει έναντι των εσωτερικών του αντιπάλων, έφεραν εντούτοις τους Τούρκους στη Θράκη και τους προσέφεραν την ευκαιρία μιας καταστροφικής λεηλασίας της περιοχής.
Η σκέψη πως η έντονη επιθυμία του Ιωάννη Καντακουζηνού να καταλάβει το βυζαντινό θρόνο στάθηκε αφορμή να περάσουν οι Τούρκοι στη Θράκη και στη Μακεδονία είχε διατυπωθεί ήδη από εκείνα τα χρόνια, κι είχε λάβει ως απάντηση, από τον ίδιο τον Καντακουζηνό πως η δική του συνεργασία με τους Τούρκους ήρθε κατ’ ανάγκη ως απάντηση στη συνεργασία των αντιπάλων του με τους Σέρβους και τους Βουλγάρους.
Ο Ιωάννης Καντακουζηνός μετά την παραίτησή του από το Βυζαντινό θρόνο θα περάσει τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του ως μοναχός (πεθαίνει το 1383), συνεχίζοντας όμως να ασκεί επιρροή στον Ιωάννη Ε΄ ως σύμβουλός του.
Το ποίημα
Η επιλογή του Κωνσταντίνου Καβάφη να αφιερώσει δύο από τα ποιήματά του («Ο Ιωάννης Καντακουζηνός υπερισχύει» και «Από υαλί χρωματιστό») στον Ιωάννη Καντακουζηνό φανερώνει από μόνη της μια συμπάθεια του ποιητή προς τον βυζαντινό αυτοκράτορα. Παρά το γεγονός πως η δράση του είχε και σημαντικά αρνητικές επιπτώσεις για την καταρρέουσα αυτοκρατορία, οι στρατηγικές ικανότητές του, η αφοσίωσή του στον Ανδρόνικο Γ΄, αλλά και εν μέρει στον Ιωάννη Ε΄, κι η επίμονη άρνησή του να αφήσει τον έλεγχο στα χέρια της πολιτικά αδέξιας Άννας της Σαβοΐας, συνθέτουν το προφίλ ενός ανθρώπου που είχε υπό προϋποθέσεις τη δυνατότητα να ευνοήσει σε μεγάλο βαθμό την αυτοκρατορία.
Ο ποιητής, στο αφηγηματικό αυτό ποίημα, αποφεύγει τις λεπτομέρειες της επικράτησης του Καντακουζηνού στον ολέθριο εμφύλιο πόλεμο και παρουσιάζει το γεγονός της νίκης του μέσα από τα μάτια ενός πλούσιου γαιοκτήμονα που παρασυρμένος απ’ το δεσπότη της περιοχής του συντάχθηκε την τελευταία στιγμή με την παράταξη της Άννας της Σαβοΐας.
Το ποίημα, άλλωστε, λειτουργεί κυρίως ως ένα ειρωνικό σχόλιο για τους ανθρώπους εκείνους που σε κάθε πολιτική αναμέτρηση αποζητούν τρόπο για να τεθούν με το μέρος των νικητών. Πολίτες χωρίς κανένα εσωτερικό έρεισμα που ενδιαφέρονται αποκλειστικά και μόνο για το προσωπικό τους συμφέρον. Λαμβάνοντας ελάχιστα ή καθόλου υπόψη τους το ποιος θα εξυπηρετούσε καλύτερα τις ανάγκες της πολιτείας, αποφασίζουν με βασικό κριτήριο το ποιος έχεις τις περισσότερες πιθανότητες να επικρατήσει, ώστε να πάρουν το δικό του μέρος και άρα να έχουν την ελπίδα μιας μελλοντικής εύνοιας.
Τους κάμπους βλέπει που ακόμη ορίζει
με το σιτάρι, με τα ζώα, με τα καρποφόρα
δένδρα. Και πιο μακρυά το σπίτι του το πατρικό,
γεμάτο ρούχα κ’ έπιπλα πολύτιμα, κι ασημικό.
Θα του τα πάρουν — Ιησού Χριστέ! — θα του τα πάρουν τώρα.
Παρόλο που ο Καβάφης δεν αναφέρεται στις πολύ αρνητικές πτυχές της εμφύλιας διαμάχης, εντούτοις δεν αντικρίζει το γεγονός με την αθώα ή ρομαντική σκέψη πως ο Καντακουζηνός είναι εντελώς άδολος και πως μπήκε σ’ αυτό τον πόλεμο με αγαθές μόνο προθέσεις. Από τις πρώτες κιόλας στροφές του ποιήματος γίνεται σαφές πως οι αντίπαλοι του νέου αυτοκράτορα θα υποστούν τις συνέπειες της λανθασμένης επιλογής τους. Όσοι πήραν το μέρος της Άννας, θα χάσουν τις περιουσίες τους, όπως αντίστοιχα στην αρχή της σύρραξης, οι πλούσιοι υποστηρικτές του Καντακουζηνού έχασαν τις δικές τους. Ας σημειωθεί άλλωστε πως οι βασικοί υπέρμαχοί του ήταν οι αριστοκράτες, οι οποίοι στις μεγάλες πόλεις και ιδίως στη Βασιλεύουσα ήρθαν αντιμέτωποι με το μένος του πλήθους.
Άραγε να τον λυπηθεί ο Καντακουζηνός
αν πάει στα πόδια του να πέσει. Λεν πως είν’ επιεικής,
λίαν επιεικής. Aλλ’ οι περί αυτόν; αλλ’ ο στρατός;—
Ή, στην κυρία Ειρήνη να προσπέσει, να κλαυθεί;
Η αναφορά στην επιείκεια του Καντακουζηνού είναι βέβαια ένα φανέρωμα της εύνοιας του ποιητή απέναντι στον ισχυρό αριστοκράτη και ιστορικό που έφτασε να γίνει αυτοκράτορας του Βυζαντίου, δεν απέχει όμως πολύ από την αλήθεια, καθώς ο Καντακουζηνός επέδειξε σε αρκετές περιπτώσεις ανωτερότητα στην αντιμετώπιση των εχθρών του, με σαφέστερο παράδειγμα το γεγονός ότι δεν έλαβε κανένα εκδικητικό μέτρο απέναντι στην Άννα της Σαβοΐας. Ο πολιτικός του αντίπαλος λοιπόν, έντονα φοβισμένος για το μέλλον της περιουσίας του, σκέφτεται να πέσει στα πόδια του και να τον παρακαλέσει για έλεος. Σκέφτεται εντούτοις πως ο αυτοκράτορας δεν αποφασίζει πάντοτε μόνος του καθώς υπάρχουν γύρω του οι σύμβουλοί του, οι άνθρωποι που τον έχουν στηρίξει και τώρα έχουν μερίδιο στη λήψη αποφάσεων, αλλά και ο στρατός που αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη επιρροή, ιδίως στην προκειμένη περίπτωση που ο αυτοκράτορας έλαβε το θρόνο μέσα από συνεχείς πολεμικές αναμετρήσεις.
Η εξάρτηση του εκάστοτε αυτοκράτορα και πολιτικού ηγέτη από τους ανθρώπους του περιβάλλοντός του είναι δεδομένη, μιας και η απόκτηση της εξουσίας δεν επιτυγχάνεται ποτέ απ’ το μεμονωμένο άτομο, αλλά από μια ομάδα στενών συνεργατών, οι οποίοι εύλογα διεκδικούν και αποκτούν λόγο στα της διακυβέρνησης. Σε ό,τι αφορά μάλιστα την εποχή του Βυζαντίου, βασικό ρόλο διαδραμάτιζε πολύ συχνά και η σύζυγος του αυτοκράτορα, η οποία ανήκε συνήθως σε κάποια σημαντική οικογένεια και είχε έτσι όχι μόνο τη δυνατότητα επιρροής ως γυναίκα, αλλά και ως εκπρόσωπος κάποιας άλλης πηγής εξουσίας και δύναμης. Εν προκειμένω η σύζυγος του Ιωάννη Καντακουζηνού, η Ειρήνη, ήταν κόρη του Ανδρόνικου Ασάν που είχε οριστεί ως επίτροπος της Πελοποννήσου και είχε κατορθώσει να επαναφέρει υπό τον έλεγχο του Βυζαντίου πολλές από τις εκεί περιοχές. Πολύ περισσότερο η Ειρήνη ήταν εγγονή του Ιωάννη (Ιβάν) Ασάν του Γ΄, τσάρου των Βουλγάρων.
Κουτός! στο κόμμα να μπλεχθεί της Άννας —
που να μην έσωνε να την στεφανωθεί
ο κυρ Aνδρόνικος ποτέ. Είδαμε προκοπή
από το φέρσιμό της, είδαμε ανθρωπιά;
Μα ως κ’ οι Φράγκοι δεν την εκτιμούνε πια.
Γελοία τα σχέδια της, μωρά η ετοιμασία της όλη.
Ενώ φοβέριζαν τον κόσμο από την Πόλι,
τους ρήμαξεν ο Καντακουζηνός, τους ρήμαξε ο κυρ Γιάννης.
Ο πλούσιος γαιοκτήμονας αγανακτεί με τον εαυτό του και την επιλογή του να πάει με το μέρος της Άννας της Σαβοΐας, της γυναίκας του Ανδρόνικου Γ΄ και μητέρας του Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου. Μετανιώνει κυρίως γιατί η παράταξή της ηττήθηκε, αλλά και κατά δεύτερο λόγο γιατί η ίδια δεν υπήρξε ποτέ ένα άτομο αρκετά αξιόλογο.
Η Άννα δεν κατόρθωσε να κερδίσει την απόλυτη εκτίμηση των Βυζαντινών διότι ερχόμενη έφερε μαζί της μια μεγάλη συνοδεία δυτικών και μαζί τους πολλές από τις συνήθειες της πατρίδας της, χωρίς ποτέ η ίδια να υιοθετήσει πλήρως τους ελληνικούς τρόπους. Παρέμεινε ελλιπώς εξελληνισμένη μεν, αλλά σταδιακά έχασε και την εκτίμηση των δυτικών διότι δεν κατόρθωσε να εξυπηρετήσει τα σχέδια της Δυτικής Εκκλησίας για τον προσεταιρισμό του συζύγου της Ανδρόνικου Γ΄. Αντιθέτως, η Άννα της Σαβοΐας βρέθηκε να προσφέρει οικονομική ενίσχυση σε ορθόδοξες εκκλησίες, επιβεβαιώνοντας έτσι τη ρήση του Πάπα Ιωάννη ΚΒ΄ ότι είναι πιο πιθανό να ασπασθεί η γυναίκα τη θρησκεία του συζύγου της, και όχι το αντίστροφο.
Η Άννα της Σαβοΐας προκειμένου να αντιμετωπίσει επιτυχώς τον Ιωάννη Καντακουζηνό στράφηκε για βοήθεια προς τους Σέρβους, τους Βούλγαρους και τους Τούρκους, δεν κατόρθωσε όμως να δημιουργήσει τόσο ισχυρές συμμαχίες όσο ο αντίπαλός της. Έτσι, παρά τις πιθανές διαβεβαιώσεις πως θα κατορθώσει να επικρατήσει έναντι του Καντακουζηνού, εκείνος με τη βοήθεια κυρίως των Τούρκων ρήμαξε τους αντιπάλους του –ρήμαξε ωστόσο και τους αγρότες της Θράκης.
Η αρνητική εικόνα που αποδίδεται στην Άννα της Σαβοΐας οφείλεται ως ένα βαθμό και στην υπέρμετρη προσπάθεια που κατέβαλε η αυτοκράτειρα για τη διατήρηση της εξουσίας όσο διαρκούσε η σύγκρουσή της με τον Ιωάννη Καντακουζηνό. Χαρακτηριστικό ως προς αυτό είναι το ακόλουθο χωρίο από την Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους του G. Ostrogorsky:
«Σίγουρος για τη νίκη του ο Καντακουζηνός στέφθηκε αυτοκράτορας στην Αδριανούπολη στις 21 Μαΐου 1346. Η στέψη αυτή, που τέλεσε ο πατριάρχης Ιεροσολύμων, είχε σκοπό να νομιμοποιήσει την αναγόρευση του Διδυμοτείχου, η οποία είχε γίνει αφορμή για να εκραγεί ο εμφύλιος πόλεμος το 1341. Η εξουσία της αυτοκράτειρας Άννας είχε περιορισθεί στην πρωτεύουσα και στα περίχωρά της. Ωστόσο η φιλόδοξη αυτή γυναίκα δεν εγκατέλειψε τον αγώνα. Οι διαπραγματεύσεις της με τους Τούρκους έφεραν τελικά αποτέλεσμα και το καλοκαίρι του 1346 εμφανίστηκαν 6.000 Σελτζούκοι από το εμιράτο του Saruchan. Αντί όμως να στραφούν εναντίον του Καντακουζηνού εισέβαλαν στη Βουλγαρία, όπου τους περίμενε πλουσιότερη λεία από όσο στη λεηλατημένη Θράκη, και στην επιστροφή τους κατέστρεψαν και λεηλάτησαν τα περίχωρα της Κωνσταντινουπόλεως. Δεν έφερε επίσης κανένα αποτέλεσμα και η στροφή της αυτοκράτειρας την τελευταία στιγμή προς τους ησυχαστές, με την απομάκρυνση του πατριάρχη Ιωάννη Καλέκα (στις 2 Φεβρουαρίου του 1347), την αποφυλάκιση του Παλαμά και την άνοδο στον πατριαρχικό θρόνο του οπαδού του Ισιδώρου. Στις 3 Φεβρουαρίου 1347 άνοιξαν στον Καντακουζηνό οι πύλες της Κωνσταντινουπόλεως. Η φρουρά της πόλεως τάχθηκε μαζί του και η αυτοκράτειρα αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τον αγώνα.»
Και που το είχε σκοπό να πάει με του κυρ Γιάννη
το μέρος! Και θα τόκαμνε. Και θάταν τώρα ευτυχισμένος,
μεγάλος άρχοντας πάντα, και στεριωμένος,
αν ο δεσπότης δεν τον έπειθε την τελευταία στιγμή,
με την ιερατική του επιβολή,
με τες από άκρου εις άκρον εσφαλμένες του πληροφορίες,
και με τες υποσχέσεις του, και τες βλακείες.
Στην καταληκτική στροφή του ποιήματος κορυφώνεται η ειρωνεία του ποιητή απέναντι στον πλούσιο γαιοκτήμονα, ο οποίος παρουσιάζεται εκ των υστέρων να παραδέχεται πως μέχρι και την τελευταία στιγμή είχε σαφή πρόθεση να πάει με το μέρος του κυρ Γιάννη. (Η λαϊκή αυτή προσφώνηση του αυτοκράτορα έρχεται να δείξει την οικειότητα που αισθάνονταν οι πολίτες απέναντί του, τον οποίο σε αντίθεση με την ξενόφερτη αυτοκράτειρα Άννα τον εκλαμβάνουν ως δικό τους άνθρωπο.)
Ο λόγος που άλλαξε γνώμη κι έχασε έτσι την ευκαιρία να έχει εγγυημένη τη διατήρηση της περιουσίας του ήταν η παρέμβαση του δεσπότη, ο οποίος έχοντας τάχα σίγουρες πληροφορίες για την επικράτηση της Άννας και με διάφορες άλλες υποσχέσεις, τον έκανε τελικά να αγνοήσει την αρχική του πρόθεση. Η παρέμβαση του κληρικού, οι υποσχέσεις και οι «βλακείες» που με τόση ευκολία δίνονται όσο ακόμη η διαμάχη είναι αμφίρροπη, αντανακλούν μια διαχρονική κατάσταση στα πολιτικά πράγματα. Η διεκδίκηση της εξουσίας δε βασίζεται στην πραγματική προσφορά και στο ουσιαστικό όφελος που έχει κάποιος να προσφέρει στην πολιτεία, αλλά στη δυνατότητα δελεασμού όσο το δυνατόν περισσότερων υποστηρικτών, πάντοτε με ανταλλάγματα και υποσχέσεις.
Η πρόθεση του ποιητή να στηλιτεύσει το ευμετάβολο των καιροσκόπων πολιτών που στρέφονται κατά περίσταση προς τη μεριά του πιθανότερου διεκδικητή της εξουσίας, εξυπηρετεί συνάμα και τη θέλησή του να μνημονεύσει τον Ιωάννη Καντακουζηνό. Με δεδομένο πως μια τέτοια συμπεριφορά θα μπορούσε να αντληθεί από οποιαδήποτε ιστορική συγκυρία, η επιλογή της συγκεκριμένης περιόδου αποκτά μεγαλύτερη σημασία. Ο Καβάφης θέλγεται απ’ την προσωπικότητα του δυναμικού διεκδικητή του βυζαντινού θρόνου και του αφιερώνει τον έμμεσο αυτό έπαινο με τη μνεία της επικράτησής του.
Από υαλί χρωματιστό | Αναγνωρισμένα |
Πολύ με συγκινεί μια λεπτομέρεια στην στέψιν, εν Βλαχέρναις, του Ιωάννη Καντακουζηνού και της Ειρήνης Aνδρονίκου Aσάν. Όπως δεν είχαν παρά λίγους πολυτίμους λίθους (του ταλαιπώρου κράτους μας ήταν μεγάλ’ η πτώχεια) φόρεσαν τεχνητούς. Ένα σωρό κομμάτια από υαλί, κόκκινα, πράσινα ή γαλάζια. Τίποτε το ταπεινόν ή το αναξιοπρεπές δεν έχουν κατ’ εμέ τα κομματάκια αυτά από υαλί χρωματιστό. Μοιάζουνε τουναντίον σαν μια διαμαρτυρία θλιβερή κατά της άδικης κακομοιριάς των στεφομένων. Είναι τα σύμβολα του τι ήρμοζε να έχουν, του τι εξ άπαντος ήταν ορθόν να έχουν στην στέψι των ένας Κυρ Ιωάννης Καντακουζηνός, μια Κυρία Ειρήνη Aνδρονίκου Aσάν. |
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984) |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου