Αλλά δε θέλει να λησμονηθεί, γιατί κανείς, κα-
νείς δεν θέλει να τον λησμονούνε, και να θυμίζει
θέλει μια φορά, που τρυφερή κορόνα τους την εί-
χαν, κι α πότε, βγάνοντας την κεφαλή στις ερη-
μιές, τα χέρια ξάφνου τής λευκαίνονται, και πώς,
τους χαραγμένους της καρπούς βυζαίνει, συσπών-
τας το γλυκό της στόμα βύζαινε, η λύσσα λεγεών
και αγέλη, τη μάταιη αυτοχειρία επαναλαμβά-
νοντας, το θάνατο που δίχως λόγο ξεθυμαίνει, μες
στη σιωπή που παραδέρνει ασάλευτη, σιωπή του
νου, απέραντη σαν τρέλα, σαν αραιό αφιόνι μαύ-
λιζε, και δεν τολμά, μόλις μαντεύοντας τα κυανά
παθήματα των βυθοδρόμων, τη θεία νόσο που εν-
δοστρέφει ακάλεστη, κι από μαράζι ξάσπριζε τα
χείλη, κι α πότε βγάνει, ο πόνος, πόνοι διάττον-
τες, βραχνάς ο αέρας σκίζοντας το στήθος, αέρας
πόνος πλημμυρίζοντας σπλάχνα στεγνά, τα μάτια
ξάφνου τής λευκαίνονται, και πώς, η νεκροφά-
νεια σαν λαγνεία την καθήλωνε, σαν πυρετός, σαν
πρωτούπνι στο υγρό της μέτωπο, μ’ ένα στεφάνι
φως που ζώνει τους ταξιδεμένους, όταν σηκώνον-
ται αταξίδευτοι στα σκοτεινά, σε μέρη απόσκια
και στ’ ανεσκαμμένα, κι όταν ταράζοντας τη γη
προβαίνουν άλιωτοι, μ’ ένα στεφάνι φως, και ξε-
ματώνει γλείφοντας τους χαρακωμένους της
καρπούς, παραλογίζεται πως θα γινόταν άλλη, ά-
νασσα στο βαθύ παλάτι των αγρών, αθλία φλώρα
τ’ όνομά της, σαρακήνα, σαν βλασφημία, μενεξέ-
νη, άσβεστος, με το κακό του φεγγαριού αφρίζει,
κι α ποτέ, γέρνει το κορμάκι της στις εξοχές, σαν
ημισέληνος ωχρή ξεφέγγει, μικρή γυναίκα, γυ-
ναικίτσα, βάρβαρη, καλεί τον θάνατο, καλεί, που
ήταν καλός, από μακριά σού μήνυσα, του λέει,
ακραία κόρη και βαλεριανή, από μακριά, κι ετοι-
μαζότουν να φωνάξει δυνατά, και δε φωνάζει,
δε λαλεί, δεν κλαίει.
Τζένη Μαστοράκη, Μ’ ένα στεφάνι φως, σελ. 47-48, Κέδρος 1989