Κυριακή 21 Ιουνίου 2020

Δημήτρης Πολυχρονάκης , "Ο κριτικός ιδεαλισμός του Ιάκωβου Πολυλά. Ερμηνευτική παρουσίαση του αισθητικού και του γλωσσικού του συστήματος"

   

Αναδημοσίευση από: http://www.potheg.gr

Σήμερα ο Ιάκωβος Πολυλάς αναγνωρίζεται ως «ο γενάρχης της νεοελληνικής λογοτεχνικής κριτικής» ή ως «ο πατέρας της ελληνικής κριτικής σκέψης». Είναι γεγονός ότι πολύ πριν αποσαφηνιστεί και καθιερωθεί ο όρος «λογοτεχνία» στα νεοελληνικά γράμματα, ο Πολυλάς προσέγγισε το λογοτεχνικό κείμενο με έναν τρόπο που ούτε το εξαρτούσε από στενά ηθικιστικά κριτήρια (λόγου χάριν, τη χρηστοήθειά του), ούτε το αξιολογούσε στη βάση των γλωσσικών (γραμματικο-συντακτικών) επιδόσεών του, όπως συνέβαινε στην περίπτωση της πανεπιστημιακής κριτικής. 
Η κλασικιστική αντιμετώπιση της λογοτεχνίας ως μιας κατηγορίας που συνδυάζει το «τερπνόν» μετά του «ωφελίμου» παύει να έχει ισχύ στην περίπτωση του Πολυλά, ο οποίος αντικρίζει στην ποίηση την έκφραση ενός αυτοΰπαρκτου κόσμου με εγγενή κριτήρια και εσωτερικές αρχές. Κάτι τέτοιο δεν σημαίνει ότι η λογοτεχνία αποκόπτεται από το ηθικό αίτημα της αναμόρφωσης και του εξευγενισμού του σύγχρονου αλλοτριωμένου ανθρώπου. 
Αν, όπως διαπιστώσαμε στο πρώτο κεφάλαιο της παρούσης εργασίας, «η πολιτική δεν πλάττει τους ανθρώπους, αλλά τους μεταχειρίζεται ως τους ευρίσκει φκιαγμένους από τη φύση», τότε η αισθητική καλλιέργεια είναι εκείνη που μπορεί να ανυψώσει τον άνθρωπο από το επίπεδο της φύσης στο επίπεδο της ηθικότητας, χωρίς να ζημιώσει την αισθητή φύση του (όπως στην περίπτωση της επιστήμης ή της φιλοσοφίας). Μια τέτοια ανάταση δεν εντοπίζεται στα άμεσα ηθικά περιεχόμενα ή μηνύματα των ποιημάτων, αλλά στο συνολικό μορφοπλαστικό εγχείρημα του ποιητή, ήτοι στην «υπόταξη» της θεματικής ή περιεχομενικής «ύλης» στη «μορφή» (στο «καθαρό κάλλος της πλαστικής μορφής»).  
Στην κριτική σκέψη του Πολυλά, η τέχνη δεν μπορεί να συγκροτηθεί ούτε ως μια «τέχνη για την τέχνη», ήτοι ως κενός αισθητισμός που αποστερεί τη λογοτεχνία από το ηθικό της υπόστρωμα, ούτε όμως και ως «στρατευμένη» τέχνη, που τη μετατρέπει σε μέσον για κάτι άλλο εκτός του ίδιου του εαυτού της. Μόνο ως αυτοσκοπός δύναται η λογοτεχνία να αποτελέσει μέσον ή όχημα της ηθικής ανάπλασης του ανθρώπου.
                Ασφαλώς οι κριτικές προσεγγίσεις του Πολυλά δεν έχουν σχέση με το «μορφολογισμό» της νεότερης «κειμενικής» ανάλυσης. Αυτή η διαπίστωση, ωστόσο, δεν αναιρεί σε τίποτα το οξυμμένο μορφολογικό κριτήριο του Πολυλά. Όταν ο Πολυλάς κρίνει «ανάξια», κατά τη γνώμη του, ποιήματα, όπως στις περιπτώσεις του Ζαμπέλιου, του Βαλαωρίτη ή των Ραγκαβήδων, τότε ακολουθεί την οδό μιας σχολαστικής ανάλυσης η οποία αισθητοποιεί εναργέστερα τη φιλολογική του κατάρτιση. Σε αυτές τις αρνητικές κρίσεις, ο Πολυλάς ελέγχει τα προσωδιακά σχήματα και την καταλληλότητά τους. το ύφος του λόγου με βάση τα ρητορικά και ποιητικά σχήματα, την επάρκεια των λεκτικών σχημάτων και επινοήσεων, τον τρόπο με τον οποίο ο ποιητής μεθοδεύει τη νοηματική αλληλουχία και την αναφορική πιστότητα των λεγομένων του. Στις περιπτώσεις των ποιητικών επικρίσεων, λοιπόν, αποδεικνύεται ότι ο Πολυλάς έχει μια οξυμμένη αίσθηση του λογοτεχνικού ύφους και μια ιδιαίτερη ευαισθησία ως προς τη μορφική οργάνωση του ποιητικού λόγου. Το γεγονός ότι ο Πολυλάς αποφεύγει αυτόν τον τύπο της λεπτομερούς υφολογικής ανάλυσης στις αναγνώσεις του Σολωμού ή του Shakespeare είναι ευεξήγητο. Όταν ο Πολυλάς κρίνει έργα που δεν ικανοποιούν το αισθητικό του κριτήριο, τότε μεταχειρίζεται σχολαστικές μεθόδους για να τα απογυμνώσει από κάθε είδος πνευματικότητας· με βάση την ορολογία της επίκρισης του Βαλαωρίτη, θα λέγαμε ότι σε αυτές τις περιπτώσεις ο Πολυλάς παραμένει εσκεμμένα στην «επιφάνεια» της ποιητικής «ουσίας» και αρνείται να εισέλθει στο αντίστοιχο «βάθος» της, διότι απώτερος στόχος του είναι να αντιμετωπίσει τα συγκεκριμένα ποιητικά έργα ως μηχανικές κατασκευές που μπορούν να αναλυθούν στα στοιχεία από τα οποία έχουν συντεθεί. Όταν όμως ο Πολυλάς αντιμετωπίζει υψηλά ποιητικά έργα, τότε η «εκ του σύνεγγυς» ανάγνωση και η λεπτή υφολογική ανάλυση υποχωρεί, καθώς υπερισχύει η ρομαντική λογική της οργανικότητας που δεν επιτρέπει την αντιμετώπιση του λογοτεχνικού έργου ως «αντικειμένου». Σε αυτές τις περιπτώσεις, πρυτανεύει ένας τύπος «θεματικής» κριτικής, όπως τον σχηματοποιήσαμε στο πρώτο κεφάλαιο της παρούσης εργασίας· το λογοτεχνικό έργο, δηλαδή, θεωρείται ως «απάντηση» σε ένα ευρύτερο ανθρωπολογικό «ερώτημα» —όπως, λόγου χάριν, είναι η προβληματική της αναγνώρισης του ηθικού λόγου στην αυθαιρεσία της φύσης—, το οποίο δεν εξαρτάται ούτε από την ατομική στοχοθεσία ή τις προθέσεις του καλλιτέχνη, ούτε από τα μεμονωμένα ενδιαφέροντα ή προτιμήσεις του αναγνώστη, αλλά είναι όρος για την ίδια την ύπαρξη του αισθητικού φαινομένου, είτε ως καλλιτεχνικής δημιουργίας, είτε ως αναγνωστικής ανταπόκρισης. Αν και η ρομαντική αισθητική έχει θεωρηθεί υπεύθυνη για ένα είδος κριτικού «ιμπρεσιονισμού», ήτοι για ένα είδος μυσταγωγικής ή μεθεκτικής συνεύρεσης του αναγνώστη με τον εσωτερικό κόσμο του δημιουργού, εντούτοις, όπως αναγνωρίζει ο Abrams, στην περίπτωση του γερμανικού ρομαντισμού (αρχής γενομένης από την καντιανή θεώρηση του ωραίου ως μιας «σκοπιμότητας χωρίς σκοπό»), κυριαρχεί ένα είδος «απρόσωπης» προσέγγισης του έργου που το αφήνει να υπάρξει στην αυτοτέλειά του, χωρίς να το εξαρτά από οτιδήποτε εξωτερικό, είτε αυτό είναι η εμπειρική προσωπικότητα του δημιουργού, είτε το κοινό γούστο, είτε η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, είτε οι ηθικοί κώδικες μιας ορισμένης εποχής.
                Σε μια εποχή, όπου ο όρος «κριτική» είναι συνδεδεμένος με την έκδοση των αρχαίων κειμένων, διατηρώντας ακόμη το νόημα είτε της αντιβολής και διόρθωσης των διαθέσιμων γραφών της χειρόγραφης παράδοσης, είτε τον γραμματικό υπομνηματισμό των εκδόσεων, η κριτική θεωρία και πρακτική του Πολυλά προσεγγίζει σε μεγάλο βαθμό τη νεότερη αντίληψη περί της λογοτεχνικής κριτικής. Αν και προηγήθηκαν του Πολυλά μεμονωμένα κείμενα, τα οποία ανταποκρίνονται στα χαρακτηριστικά της νεότερης λογοτεχνικής κριτικής (επί παραδείγματι, η κριτική του Λάμπρου από τον Στάη το 1853), γεγονός είναι ότι ο Πολυλάς συστηματοποίησε αυτόν τον τύπο προσέγγισης των κειμένων πολύ πριν εμφανιστεί στον ορίζοντα ο Κωστής ΠαλαμάςO ίδιος ο Παλαμάς, άλλωστε, το 1891 θεωρούσε τον Πολυλά ως «ξεχωριστόν όλως κι αξιοθαύμαστον φαινόμενον εν τη φιλολογία της νεοτέρας Ελλάδος» που έδωσε ένα διαφορετικό και συνάμα πιο αυθεντικό νόημα στον όρο «κριτική»: «Ο Πολυλάς είναι κριτικός, κατά την ευρυτάτην σημασίαν της λέξεως· κατέχει το δώρον του συλλαμβάνειν τας γενικάς εννοίας των πραγμάτων και η εργασία του δεν είναι ή υψηλή τις απόπειρα προς εφαρμογήν αυτής». Αντίστοιχα, ο Κ.Θ. Δημαράς υπογράμμισε το 1939 ότι τα πολυλαϊκά «Προλεγόμενα» του 1859 υπήρξαν το «όριο της νεοελληνικής συστηματικής κριτικής».
                Ωστόσο, η υψηλή εκτίμηση για τα «πρωτεία» και την αξία του κριτικού έργου του Πολυλά δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ήταν εξαρχής αυτονόητη ή δεδομένη, καθώς ως άποψη άρχισε να διαμορφώνεται σταδιακά μόλις στα τελευταία χρόνια της ζωής του. Όπως ο ίδιος εξομολογήθηκε στον Παλαμά το 1893: «εργάσθηκα σχεδόν μισόν αιώναν αφανής». Στο πλαίσιο του παρόντος και τελικού κεφαλαίου της εργασίας μας θα επιχειρήσουμε να δώσουμε ένα ιστορικό διάγραμμα της συγκεκριμένης «αφάνειας».
                Η μετάφραση της Τρικυμίας το 1855 συνιστά την πρώτη αυτοτελή έκδοση μετάφρασης ολόκληρου σαιξπηρικού έργου στην Ελλάδα. Υπ' αυτή την έννοια, ο Πολυλάς θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένας πρωτοπόρος όχι μόνο στην υπόθεση της συστηματικής ανάγνωσης του Σολωμού αλλά και της εμφάνισης του σαιξπηρισμού στην Ελλάδα. Κι ωστόσο η αποτυχία στην εξεύρεση συνδρομητών για την έκδοση της μετάφρασης δείχνει ότι η υποδοχή της θα πρέπει να υπήρξε μάλλον ισχνή και χλιαρή, ματαιώνοντας έτσι και το σχέδιο του Κερκυραίου κριτικού για μια μελλοντική μετάφραση του Μάκβεθ. Θα πρέπει, ωστόσο, να επισημανθεί ότι οι μεταφραστικές εργασίες του Πολυλά (και ιδιαίτερα οι σαιξπηρικές) δεν πέρασαν απαρατήρητες στο εξωτερικό, προκαλώντας μάλιστα το ενδιαφέρον της Επετηρίδας της Γερμανικής Σαιξπηρικής Εταιρείας. Έτσι το 1877, ο Wilhelm Wagner, αν και επεσήμαινε τα μεταφραστικά λάθη ή την ανεπάρκεια του πεζού λόγου και της ιδιωματικής δημοτικής στη μετάφραση απαιτητικών κειμένων όπως η Τρικυμία, εντούτοις εγκωμίαζε το συνολικό εγχείρημα του Πολυλά ως «μιαν αρκετά αξιοσέβαστη και αξιόλογη εργασία», θεωρώντας ότι με την Τρικυμία «αφυπνίστηκε το ενδιαφέρον του ελληνικού κοινού για τον Shakespeare» και ότι «έκτοτε οι μεταφράσεις σαιξπηρικών έργων άρχισαν να διαδέχονται γρήγορα η μια την άλλη». Αρκετά πιο ενθουσιώδης από τον συγκαταβατικό Wagner ήταν ο August Boltz, ο οποίος το 1883 επεσήμανε ότι με τη χρήση της «χαριτωμένης και της παντού κατανοητής λαϊκής γλώσσας της ιονικής διαλέκτου», η μετάφραση της Τρικυμίας παρέμενε παραδειγματική, καθώς «ακόμη και μετά από τριάντα σχεδόν χρόνια μεγαλύτερης πνευματικής κίνησης, καμία ανάλογη εργασία, ακόμη και αυτές που γράφτηκαν στη λόγια γλώσσα (Hochsprache), δεν μπόρεσε να την αντικαταστήσει». Ωστόσο, παρά τον έπαινο, ο Πολυλάς δεν θα συμμεριζόταν τον αφελή δημοτικισμό του Boltz και μάλιστα σε ένα κείμενο το οποίο ήταν σχεδόν εξ ολοκλήρου αφιερωμένο στον Δημήτριο Βικέλα ως τον «κατεξοχήν μεταφραστή του Shakespeare στην Ελλάδα». Η αφάνεια, την οποία ο Πολυλάς επεκαλείτο στον Παλαμά, δεν αφορούσε μόνο τη φήμη ή την αποδοχή του, αλλά πολύ περισσότερο την ορθή κατανόηση του έργου του. Υπ' αυτή την έννοια, ο Καλοσγούρος το 1890 απέρριπτε ως απλοϊκή την άποψη του Boltz ότι η πολυλαϊκή μετάφραση του Αμλέτου ήταν γραμμένη σε μικτή γλώσσα ή ότι το πολυλαϊκό γλωσσικό σύστημα ήταν διαλεκτικό.
                Ωστόσο αν υπάρχει ένα κείμενο στο οποίο ο Πολυλάς οφείλει την κριτική του φήμη και υπόσταση, αυτό ασφαλώς δεν είναι άλλο από τα «Προλεγόμενα» της έκδοσης του 1859. Είναι γνωστό όμως ότι τα Ευρισκόμενα στην εποχή τους αντιμετωπίστηκαν με αμηχανία, επιφυλακτικότητα και άρνηση, καθώς τα αποσπασματικά έργα του ώριμου Σολωμού διέψευσαν οικτρά τις ελπίδες και τις προσδοκίες του έθνους. Υπ' αυτή την έννοια, τα ερμηνευτικά σχήματα του Πολυλά για την «αδιάκοπη πρόοδο» του ποιητή και για την «επιμονή του εις την τελειοποίησιν των πλασμάτων της έμπνευσης» καταδικάστηκαν για μια τριακονταετία σχεδόν στην «αφάνεια». Ο τρόπος κατανόησης του σολωμικού έργου και οι αισθητικές αρχές του Πολυλά ήταν διαφορετικές από εκείνες των συγχρόνων του, και αυτό δεν επιβεβαιώνεται μόνο στην περίπτωση ενός παραδοσιακού «εχθρού», όπως ήταν η καθαρολογική σχολή των Αθηνών, όπου το όνομα του Πολυλά δεν μνημονεύεται καθόλου (λόγου χάριν στην Ιστορία της Νεοελληνικής Φιλολογίας του Ραγκαβή), αλλά και στην περίπτωση κριτικών οι οποίοι ήταν ευνοϊκά διακείμενοι απέναντι στον Σολωμό. Το κριτικό κύρος του Πολυλά, άλλωστε, είχε υπονομευθεί σχεδόν ταυτόχρονα με την εμφάνιση των Ευρισκομένων από έναν Επτανήσιο κριτικό και αλλοτινό μαθητή του Σολωμού, τον Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο, ο οποίος τον χαρακτήρισε «πανηγυριστή» του Σολωμού και το κείμενό του «βιογραφικά επιτηδεύματα και τεχνάσματα». Έτσι, επί μία τριακονταετία (μέχρι την εμφάνιση του Καλοσγούρου το 1890), ακόμη και στις πιο ευνοϊκές κρίσεις για τον Σολωμό, το όνομα του Πολυλά, είτε δεν αναφέρεται καθόλου, είτε εμφανίζεται σε κριτικά συμφραζόμενα, που ο ίδιος ούτε θα αναγνώριζε, ούτε θα επιδοκίμαζε.
                Η επιρροή του Ζαμπέλιου ήταν εμφανής στην έκθεση του Δημήτριου Βερναρδάκη για τον ποιητικό διαγωνισμό του 1863· περιορίζοντας την ποίηση στα στενά όρια της «καθαράς», «άμικτης» και «γνήσιας δημοτικής γλώσσας», της οποίας το «μυστήριον» μόνο ο Γ. Ζαλοκώστας είχε «ανακαλύψει», ο Βερναρδάκης αντιτάχθηκε σε κάθε υπόθεση αναβιβασμού της δημώδους γλώσσας με νοήματα και περιεχόμενα, τα οποία δεν ήταν «ανάλογα και ομογενή προς την μορφήν ταύτην». Για τον Βερναρδάκη, οι επίδοξοι μιμητές του Σολωμού ως «Πήγασοι αιθεροβάμονες και ανεμοτραφείς, πώλοι του Chateubriand, του Λαμαρτίνου, του Hugo ή του Goethe και Schiller θέλωσιν να εισβιάζωσιν εις την πτωχήν και απλοϊκήν γλώσσαν του ελληνικού έθνους τον Μομφρέδον του Byron ή την μεταφυσικήν ποίησιν του Scelley», χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι «η τοιαύτη γλώσσα καταντά δεινόν καποφώλιον τέρας, χίμαιρα ανύπαρκτος» και ότι «διά τούτο δε και τα τοιαύτα ποιήματα, όσον άλλως και αν έχωσιν ύψος, βάθος και πλάτος καταδικάζονται εν τη ανυπαρξία». Από την άλλη πλευρά, ο Δημήτριος Αργυριάδης το 1861, αν και προσπαθούσε να υπερασπίσει τον Σολωμό από τη γνωστή κατηγορία της γλωσσικής ένδειας που του είχε αποδώσει ο Αλέξανδρος Σούτσος, εντούτοις και ο ίδιος υποχρεωνόταν να αναγνωρίσει το «πτωχό ένδυμα» των ποιημάτων του Σολωμού. Περισσότερο χαρακτηριστική όμως ήταν η περίπτωση του Γ.Δ. Κανάλε, ο οποίος με δύο άρθρα του το 1869 και το 1872 προσπάθησε να υπερασπίσει τον Σολωμό από τις αρνητικές κρίσεις που είχε διατυπώσει εναντίον του η Δώρα Δίστρια το 1859 με το βιβλίο της Αι Ιόνιοι νήσοι και η εν αυταίς ελληνική ποίησις. Ήταν χαρακτηριστικό ότι στην υπεράσπισή του, ο Κανάλε, προσπαθώντας να πείσει για την ποιητική αξία του Σολωμού, επεκαλείτο μια σειρά από κείμενα και μαρτυρίες που περιελάμβαναν τον Κοραή, τον Φαρμακίδη, τον Ψύλλα, τον Π. Σούτσο, τον Αντωνιάδη, τον Στρατούλη, τον Fauriel, τον Φέλτων, κ.ά. Η απουσία οποιασδήποτε αναφοράς στον Πολυλά ή έστω στον Τυπάλδο ήταν βεβαίως ένα δείγμα της φθοράς που είχε υποστεί από τον Ζαμπέλιο ο σολωμικός κύκλος ως μια ολιγαρχική συμμορία μυστικοπαθών μεμυημένων. Ωστόσο η απλοϊκότητα της υπερασπιστικής γραμμής του Κανάλε είναι κάτι παραπάνω από εμφανής, όταν προσπαθεί να πείσει για την καλλιέργεια του Σολωμού επικαλούμενος μαρτυρίες περί της «αρχαιογνωσίας» του. Οι απολογητικοί τόνοι στην υπερασπιστική γραμμή του Κανάλε ήταν από μόνοι τους καταδικαστικοί για τον Σολωμό, κι ασφαλώς σε μια τέτοιου τύπου επιχειρηματολογία ο Κανάλε δεν θα μπορούσε να προσφύγει στα «Προλεγόμενα» ακόμη κι αν το επιθυμούσε, καθώς η τάση του να θεωρεί τον Ύμνο εις την Ελευθερίαν «εξ όλων των ποιητικών έργων του Σολωμού ως το αριστούργημά του» ήταν διαμετρικά αντίθετη με τα όσα είχε υποστηρίξει ο Πολυλάς. Αντίστοιχη στάση (αν και σαφώς ωριμότερη από εκείνη του Κανάλε) διαπιστώνει κανείς σε κείμενο της Εστίας το 1879, που αν και ρητώς στηριγμένο στα «Προλεγόμενα» του Πολυλά, εντούτοις συνοψίζει την ποιητική κορύφωση του Σολωμού στον Ύμνο και τον Λάμπρο, ήτοι σε δύο έργα τα οποία ο Πολυλάς τοποθετούσε στην πρώτη και κατ' ουσίαν περισσότερο ατελή και αδιαμόρφωτη ποιητική περίοδο του Σολωμού.
                Το συμπέρασμα που προκύπτει από τη θεώρηση των παραπάνω κρίσεων είναι ότι η «αφάνεια» του Πολυλά οφειλόταν στην αμήχανη απώθηση του αποσπασματικού έργου του ώριμου Σολωμού. Για την εποχή η ποιητική ουσία του Σολωμού συνοψίζεται στον Ύμνο εις την Ελευθερίαν κι όχι στους Ελεύθερους Πολιορκημένους, οι οποίοι αποτελούσαν για τον Πολυλά το «κυριότερον έργον της ζωής» του ποιητή. Η συγκεκριμένη εποχή δεν αναγνωρίζει ούτε το σχήμα της «αδιάκοπης προόδου» του ποιητή, ούτε την «επιμονήν εις την βελτίωσιν των πλασμάτων της εμπνεύσεως» ως ουσία της ποιητικής δημιουργίας. Υπ' αυτή την έννοια, δεν βρίσκεται μόνο σε ευθεία αντίθεση με τον Πολυλά, αλλά συνάμα καταδικάζει και τον Σολωμό ως ποιητή ενός και μόνο έργου. Οσοδήποτε υψηλή εκτίμηση κι αν χαίρει το συγκεκριμένο ποίημα ή οι εν γένει δημιουργικές αρετές του ποιητή, εντούτοις η προβολή ενός ποιητή χωρίς έργο ήταν από μόνη της υποτιμητική κι αυτός ήταν ο κυριότερος λόγος για τον οποίο ο Σολωμός εθεωρείτο ένας ποιητής ισάξιος του Γ. Ζαλοκώστα ή του Αλ. Σούτσου, αλλά σαφώς κατώτερος του Α. Βαλαωρίτη. Σε αυτά τα συμφραζόμενα, η σχέση του ώριμου Σολωμού με τον κριτικό Πολυλά μπορεί να εννοηθεί ως αμφίδρομη. Η αναγνώριση των αποσπασματικών έργων του Σολωμού ως «πολύτιμων συντριμμάτων» προϋπέθετε τη βαθύτερη κατανόηση κι άρα ουσιαστική αποδοχή των πολυλαϊκών «Προλεγομένων». Αντίστροφα, μόνο με την καθιέρωση και αναγνώριση του κριτικού κύρους του Πολυλά μπορούσε να δικαιωθεί και να τύχει συλλογικής αναγνώρισης το αποσπασματικό έργο του ώριμου Σολωμού.
                Η αφάνεια του Πολυλά γίνεται ακόμη πιο απτή στα «Προλεγόμενα» του Σπυρίδωνος Δε Βιάζη το 1880, ήτοι σε ένα κείμενο το οποίο θεωρήθηκε σχεδόν πιστή αντιγραφή και ανάπλαση των πολυλαϊκών «Προλεγομένων» εξαιτίας ακριβώς των εγκωμιαστικών αναφορών του Δε Βιάζη στον Πολυλά αλλά και των συνεχών παραθεμάτων του από το κείμενο του 1859. Κι εντούτοις η εικόνα που αποκομίζει κανείς για τον Σολωμό μέσα από τα «Προλεγόμενα» του Δε Βιάζη είναι εκ διαμέτρου αντίθετη από εκείνη του Πολυλά. Η εμμονή του Δε Βιάζη στον σολωμικό Ύμνο είναι κάτι παραπάνω από εμφανής. Στον πρόλογο του κειμένου του, ο Δε Βιάζης συνδέει τον Ύμνο όχι μόνο με τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων αλλά και με τα ευρωπαϊκά συμφραζόμενα της Γαλλικής Επανάστασης, εξαίροντας έτσι την ιδεολογική και ιστορική σημασία του συγκεκριμένου ποιήματος. Στην καθαυτή και λεπτομερέστατη εργοβιογραφική εξιστόρηση του Σολωμού, ο Δε Βιάζης επιμένει στον Ύμνο αφιερώνοντάς του δεκατέσσερις ολόκληρες σελίδες με εκτενή παραθέματα κι από άλλες επαινετικές κρίσεις του ποιήματος. Το στοιχείο που φαίνεται να εντυπωσιάζει τον Δε Βιάζη είναι ότι ο σολωμικός Ύμνος, σε σχέση με άλλα εθνικοαπελευθερωτικά άσματα του Αγώνα (όπως ο Θούριος του Ρήγα), επέδειξε αξιοσημείωτη αντοχή και επιβίωσε στη συλλογική συνείδηση του έθνους ακόμη και στα τέλη του 19ου αιώνος. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι όταν ο Δε Βιάζης φθάνει στα πρώτα αποσπασματικά έργα του Σολωμού, τον Λάμπρο και τον Κρητικό, διακόπτει την αφήγησή του και επιστρέφει εκ νέου στον Ύμνο και την πρόσληψή του (μεταφράσεις και κριτικές). Η απουσία αναφορών στην κερκυραϊκή περίοδο του Σολωμού δεν θα πρέπει να θεωρηθεί μόνο ως αποτέλεσμα μιας υποβόσκουσας σύγκρουσης της Ζακύνθου και της Κέρκυρας για τη διεκδίκηση της δόξας του Σολωμού. Η αμηχανία του Δε Βιάζη απέναντι στα αποσπασματικά έργα του Σολωμού δεν καταδεικνύεται μόνο από τις λιγοστές, σκόρπιες και αοριστολογικές νύξεις του για τον ώριμο Σολωμό, αλλά από το γεγονός ότι για να δικαιολογήσει το θέαμα της αποσπασματικότητας δεν καταφεύγει στον Πολυλά αλλά σε έναν ανιψιό του τελευταίου, ήτοι τον Γεώργιο Μαρτινέλη και το δοκίμιό του Βραχεία αισθητική εκ παραλλήλου κρίσις περί των τεσσάρων κατ' εξοχήν ποιητών της νεωτέρας Ελλάδος, Χριστοπούλου, Σολωμού, Ζαλοκώστα και Βαλαωρίτου. Ο Μαρτινέλης θεμελιώνει το φαινόμενο των αποσπασμάτων στην ιταλική παιδεία κι άρα στην περιορισμένη γνώση της νεοελληνικής από τον Σολωμό: «Αλλ' ατυχώς ουχί πάντοτε εδύνατο και να εξωτερικεύη καλλιτεχνικός τον χείμαρρον των ιδεών του μεθ' όσης ευκολίας συνελάμβανε, τούτο δε διότι συνήθως δεν εσκέπτετο διά της αυτής γλώσσης εις ην εστιχούργει». Ο Σολωμός αρχικά συλλάμβανε τις ποιητικές εμπνεύσεις του στην ιταλική γλώσσα, έπειτα τις μετέφραζε σε νεοελληνικό πεζό λόγο και εκ των υστέρων επιχειρούσε να μετατρέψει το πεζό μετάφρασμα σε ποίημα· έτσι, όμως, «ο στίχος, ο μετά πολλάς διαδοχικάς κατασκευασθείς, ουχί δε πλέον υπό το κράτος και επιρροήν της πρώτης και αληθούς ψυχικής διαθέσεως, δηλονότι της εμπνεύσεως, δεν δύναται να διατηρήση ει μη ελάχιστον μέρος της αρχικής μορφώσεως της ιδέας. Εις την δυσκολίαν δε ταύτην, την δεινώς τον ποιητήν δεσμεύσασαν, αποδοτέαι αι πλείσται των στίχων και των στροφών παραλλαγαί και οι αέναοι περί την εκλογήν δισταγμοί του». Όσο κι αν ο Δε Βιάζης στη διαμάχη του Πολυλά με τον Ζαμπέλιο τάσσεται με το μέρος του πρώτου, εντούτοις είναι προφανές ότι τα «Προλεγόμενα» του 1880 με την αναπαραγωγή των απόψεων του Μαρτινέλη αποβαίνουν περισσότερο καταδικαστικά για τον ώριμο Σολωμό από ό,τι τα κείμενα του Ζαμπέλιου. Ο Μαρτινέλης φθάνει στο σημείο να εξορίσει τον Σολωμό από τον Ελληνικό Παρνασσό θεωρώντας ότι αν ο ποιητής παρέμενε στην Ιταλία, «η κλεινή Ζάκυνθος θα έδιδε εις την Ιταλίαν και εις τον κόσμον της τον δίδυμον του Φώσκολου». Ό,τι τελικά διασώζει τον Σολωμό ως νεοέλληνα ποιητή είναι ο Ύμνος, καθώς κανένα άλλο σολωμικό έργο «δεν δύναται να παραβληθή προς τον Ύμνο εις την Ελευθερίαν (...) όστις και μόνος ήρκει να τον αποθανατίση». Είναι προφανές ότι ο απλοϊκός ιστοριοδίφης της Ζακύνθου Δε Βιάζης δεν θα μπορούσε να κερδίσει την εκτίμηση του πολυλαϊκού κύκλου, κι αυτό εξηγεί γιατί ο Μαβίλης θεώρησε «μεγάλη οπισθοδρόμηση» το γεγονός ότι ο Παλαμάς στα «Προλεγόμενά» του για τον Σολωμό το 1901 στηρίχτηκε στα αντίστοιχα «Προλεγόμενα» του Δε Βιάζη.
                Ο νεαρός Παλαμάς δεν αποτέλεσε εξαίρεση στο παραπάνω κλίμα, καθώς θεωρούσε και εκείνος τα «παραδεγμένα» και «δημώδη» νεανικά έργα του Σολωμού ανώτερα από τα αντίστοιχα αποσπασματικά της ωριμότητάς του, όπως και τον Βαλαωρίτη ανώτερο ποιητή του Σολωμού. Η στάση του άλλαξε μετά την ανάγνωση των Κριτικών Παρατηρήσεων του Καλοσγούρου, η οποία του επέτρεψε μια πληρέστερη κατανόηση των «Προλεγομένων» του Πολυλά κι άρα του ώριμου Σολωμού. Σύμφωνα με τη δική του ομολογία, «αλλά ενώ τοιουτοτρόπως ήδη εξαίρω το έργον του Πολυλά, ανειλικρινής θα ήμην, αν δεν ομολόγουν ότι ατελή ιδέαν της σημασίας του θα είχα και κατά μέγα μέρος θα παρεγνώριζα τον χαρακτήρα, αν δεν ανεγίγνωσκα τας Κριτικάς Παρατηρήσεις περί της μεταφράσεως του Αμλέτου, τας οποίας έγραψε και εδημοσίευσε προσφάτως ο εν Κέρκυρα λόγιος κ. Γεώργιος Καλοσγούρος», ο οποίος «δεικνύει το μέτρον, εις ο διά του νόμου της εξελίξεως ανυψώθη εν τη Εσπερία η κριτική επιστήμη και οποίον είναι και πρέπει να είναι πράγματι το έργον του κριτικού». Διδασκόμενος από τον Πολυλά και τον Καλοσγούρο «το έργον του κριτικού», ο Παλαμάς μπορούσε πλέον να αναγνωρίσει την ουσιαστική ανωτερότητα έργων όπως οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι και ο Πόρφυρας έναντι της ωδής Εις το θάνατο του Λορδ Μπάιρον και των υπόλοιπων νεανικών δοκιμίων του Σολωμού.
                Ο Καλοσγούρος στο κείμενο του 1890 είχε πιστοποιήσει την «αφάνεια» του ώριμου Σολωμού και του Πολυλά στα προηγούμενα χρόνια ως εξής: «Η υψηλή αύτη εργασία του Σολωμού, η τοσούτον λαμπρώς διαφωτισθείσα υπό του κ. Πολυλά εν τοις Προλεγομένοις της Εκδόσεως, δυστυχώς, αν θα κρίνωμεν εκ των πλείστων των μεταγενεστέρων εν δημοτική γλώσση εργασιών, ούτε εξετιμήθη, ούτε ίσως κατενοήθη ως έδει»· ενώ και σε άλλο σημείο του κειμένου του διαπίστωνε ότι «αι τελευταίαι εργασίαι του Σολωμού και έτι μάλλον αι τολμηρότεραι τούτων του κ. Πολυλά δεν εξετιμήθησαν μέχρι τούδε ως έδει». Αν και στη θετική επαναξιολόγηση του ώριμου Σολωμού και του μεταφραστή Πολυλά είχε προηγηθεί ο Μαβίλης με το κείμενο του 1884 για την πολυλαϊκή μετάφραση της Οδύσσειας, η παρέμβαση του Καλοσγούρου το 1890 υπήρξε πιο καταλυτική, εξαιτίας της μεγάλης απήχησης και επίδρασης που άσκησε το Κριτικοί Παρατηρήσεις στα κριτικά ανακλαστικά της νεότερης αθηναϊκής σχολής. Με ένα νέο κείμενό του για τον Πολυλά το 1892 στην Εστία, ο Καλοσγούρος θεμελίωσε και ισχυροποίησε τη θέση του Πολυλά ως του «προσεκτικότερου από όλους» του σολωμικού κύκλου αναγνώστη του Σολωμού. Χαρακτηριστικό για το κλίμα της συντελούμενης μεταστροφής ήταν και ένα άρθρο στην ανώνυμη στήλη της Εστίας, τον «Αντίλαλο» (τον οποίο στη συγκεκριμένη περίοδο έγραφε μάλλον ο Γρηγόριος Ξενόπουλος): «Η γνωριμία του κ. Πολυλά μάς ενθουσίασε. Τον εύρομεν οίον τον ανεπλάσαμεν εκ των έργων του, οίον μας τον παρουσίασεν ολίγον πρότερον διά της εν τη Εστία σκιαγραφίας του ο κ. Καλοσγούρος [...]. Ηγωνίσθη να αποδείξη και να γνωρίση εις την συνείδησιν του έθνους ο κ. Πολυλάς τον μέγαν ποιητήν (και το γλωσσικόν και ποιητικόν του σύστημα), ο οποίος κοινώς εθεωρείτο μέχρις εσχάτων και θεωρείται ακόμη υπό των μη μελετησάντων αυτόν υπό το φως της κριτικής κατώτερος αν όχι του Σούτσου, αλλά αφεύκτως του Ζαλοκώστα και του Βαλαωρίτου. Διότι ευθύς εξ αρχής η μέθοδος του ποιητή παρεξηγήθη». Γίνεται αντιληπτή στις παραπάνω αράδες η μεταστροφή που έχει συντελεσθεί· η επαναξιολόγηση του κριτικού Πολυλά μέσω του Καλοσγούρου επιδρά και στον θετικό επαναπροσδιορισμό του ώριμου Σολωμού, ο οποίος μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1890 εθεωρείτο ένας ποιητής ισάξιος του Σούτσου ή έστω του Ζαλοκώστα αλλά ασφαλώς κατώτερος του Βαλαωρίτη. Όσο ειρωνικό κι αν μοιάζει, η καθιέρωση του ώριμου Σολωμού —κι άρα η συνολική αποδοχή του ως ποιητή— δεν είναι έργο του Πολυλά αλλά ενός μαθητή του. Για την ακρίβεια μόνο μέσω του Καλοσγούρου στάθηκε δυνατή η καθιέρωση του Πολυλά ως κριτικού, η οποία με τη σειρά της συνέβαλε στον επαναπροσδιορισμό της ποιητικής αξίας του ώριμου Σολωμού.
                Γίνεται, λοιπόν, φανερό ότι η μετάφραση του Αμλέτου και το Κριτικοί Παρατηρήσεις του Καλοσγούρου καθιέρωσαν τον Πολυλά ως κριτικό υψηλού επιπέδου στη συνείδηση του φιλολογικού κόσμου. Η θετικότατη ανταπόκριση των πρωτεργατών της νεότερης αθηναϊκής σχολής (Παλαμάς, Ξενόπουλος, Δροσίνης) προκάλεσε μάλιστα αρκετές αντιδράσεις. Έτσι, ο Αχιλλέας Παράσχος το 1893, αφού χαρακτήρισε τον Πολυλά «σαχλό» και «ηλίθιο», έκανε λόγο για μια «συμμορία» που περιστρεφόταν γύρω από τον Κερκυραίο κριτικό και στην οποία είχε παρασυρθεί και ο Ξενόπουλος. Αντίστοιχα, ο Ιωάννης Πολέμης έκρινε ότι αν και ο Γ. Δροσίνης είναι «ο μόνος Ρωμιός που έχει γούστο», εντούτοις δυστυχώς και αυτός «ξιπάζεται με τους Πολυλάδες», ενώ και ο Γ. Στρατήγης θεώρησε ότι τόσο ο Πολυλάς όσο και ο Καλοσγούρος (ιδιαίτερα μετά τη θετική κριτική του τελευταίου για τα Μάτια της Ψυχής μου του Παλαμά) είχαν συγκροτήσει μαζί με τους υπόλοιπους της Εστίας μια φιλολογική «κλίκα». Στο πλαίσιο της αντιπαράθεσης προς τη νεότερη αθηναϊκή σχολή (και ιδιαιτέρως προς τον Παλαμά) θα πρέπει να ενταχθεί και η δυσπιστία του Κ.Π. Καβάφη απέναντι στον Πολυλά. Ως γνωστόν, ο Καβάφης, όχι μόνο τήρησε αποστάσεις από την πολυλαϊκή προσωδία, αλλά, επιπρόσθετα, μεταφράζοντας μια εγκωμιαστική κρίση του Άγγλου κριτικού SBlackie για τον πολυλαϊκό Αμλέτο, θεώρησε σκόπιμο να απαλείψει όλα τα χωρία στα οποία αναφερόταν το όνομα του Πολυλά. Οι παραπάνω αρνητικές αντιδράσεις αισθητοποιούν, ωστόσο, την αποδοχή του Πολυλά από τη νεότερη αθηναϊκή σχολή. Έτσι, ο Ξενόπουλος χαρακτήρισε τον Πολυλά «λαμπρό κριτικό», ο Καρκαβίτσας αναφέρθηκε στη «μεγάλην εργασία που έχει κάμει», ενώ ο Παλαμάς το 1896 θεώρησε τα «Προλεγόμενα» ως «αριστούργημα κριτικής εν ταυτώ αναλύσεως (...) το περιφανέστερον μέχρι τούδε πνευματικόν μνημείον το ανεγερθέν προς δόξαν του Σολωμού». Πέραν όμως των αρνητικών ή θετικών αντιδράσεων που προκάλεσαν ο Αμλέτος και η κριτική του Καλοσγούρου, θα μπορούσε κανείς —κρίνοντας εκ των υστέρων— να ισχυριστεί ότι το πιο σπουδαίο κληροδότημα του Πολυλά στα νεοελληνικά γράμματα μετά την κριτική διάσωση του σολωμικού έργου ήταν ο δεκατρισύλλαβος. Ο συγκεκριμένος στίχος —έτσι όπως διαμορφώθηκε από τον Πολυλά—, έχει μιαν αξιοσέβαστη παρουσία στη μακρόχρονη ιστορία του νεοελληνικού λυρισμού, καθώς δεν αποτέλεσε όχημα έκφρασης μόνο για τους Επτανήσιους (Μαβίλης, Καλοσγούρος, Κογεβίνας) ή για τους εκπροσώπους της νεότερης αθηναϊκής σχολής, αλλά και για τους συμβολιστές του Μεσοπολέμου (με χαρακτηριστικότερο εκπρόσωπο τον Καρυωτάκη), όπως, επίσης, και για τους «προσωδιακούς» ποιητές της σύγχρονης εποχής (Καψάλης, Κοροπούλης, Λάγιος).
                Ενδεικτική της κριτικής καθιέρωσης του Πολυλά ήταν η αντίδραση που προξένησε τόσο στην Αθήνα όσο και στην Επτάνησο η απόφαση του Παλαμά να συγγράψει δικά του «Προλεγόμενα» στην έκδοση των Απάντων του Σολωμού από τη Βιβλιοθήκη Μαρασλή το 1901. Οι αμφιβολίες του Παλαμά για την «αντικειμενικότητα» των πολυλαϊκών «Προλεγομένων», αλλά και ενθουσιώδεις κρίσεις σαν κι εκείνες του Γρηγόριου Ξενόπουλου, ο οποίος θεωρούσε τον Παλαμά ως τον «μόνο ειδικό και μόνο ενδεδειγμένο μελετητή» του Σολωμού, αντιμετωπίστηκαν από την εποχή σαν ένα είδος αντιποίησης των κριτικών σκήπτρων και πρωτείων που έχαιρε στην ανάγνωση του Σολωμού ο Πολυλάς. Έτσι την ίδια χρονιά (1901) το περιοδικό Διόνυσος σε μια προφανή κίνηση αντιπερισπασμού προς την έκδοση Μαρασλή προχώρησε στην αναδημοσίευση των πολυλαϊκών «Προλεγομένων», την πρώτη μετά το 1859, πιστοποιώντας έτσι μεταξύ άλλων και τον δυσεύρετο χαρακτήρα της κερκυραϊκής έκδοσης σαν συνέπεια της πολυλαϊκής αφάνειας. Ο κύριος συντάκτης του Διονύσου Δημήτριος Χατζόπουλος κατακεραύνωσε το κριτικό σύστημα του Παλαμά συγκρίνοντάς το με το αντίστοιχο του Πολυλά: «Μετά τα «Προλεγόμενα» παρά του Ιακώβου Πολυλά εις την έκδοσιν των ποιημάτων του Σολωμού το 1859 τα προλεγόμενα αυτά δεν προσθέτουν διά το πνεύμα του ποιητού κανένα νέον ορίζοντα, υπολείπονται μάλιστα της κριτικής σκέψεως του Πολυλά εις κατασταλάγματα ορισμένων αντιλήψεως και εννοιών». Οι επικλήσεις στον Σολωμό και τον Πολυλά ως αντίβαρο στον ρητορικό μεγαλοϊδεατισμό του Παλαμά εντάθηκαν τα αμέσως επόμενα χρόνια (με κύριο εκφραστή τον Κ. Χατζόπουλο), με αποτέλεσμα μια δεκαετία μετά την ενθουσιώδη κριτική υποδοχή του Πολυλά από τον Παλαμά ο τελευταίος να θεωρείται πλέον «προδότης» του πρώτου. Παραμένει, ωστόσο, ένα ερώτημα αν αυτή η αντίδραση των νεοτέρων Αθηναίων λογίων προερχόταν από μια βαθύτερη κατανόηση και αποδοχή του Πολυλά ως κριτικού ή υπαγορευόταν απλώς από την ανάγκη της αποδέσμευσής τους από τη βαριά σκιά και τον ρητορικό μεγαλοϊδεατισμό του Παλαμά. Στην περίπτωση των Επτανησίων κριτικών το θέμα έμοιαζε να τίθεται με στενά τοπικιστικά κριτήρια και όρους διαχείρισης της σολωμικής κληρονομιάς. Ο Θ. Μακρής το 1908 με αφορμή την άρτια έκδοση του Βαλαωρίτη από τις εκδόσεις Μαρασλή επιτέθηκε στον Παλαμά για την έκδοση του 1901, όπου «ο κ. Παλαμάς επέταξεν, ενώ κάλλιστα ημπορούσε να την αφήσει, την εμβριθή και ωραίαν αισθητικήν μελέτην του Πολυλά επί του έργου του Σολωμού και αντ' αυτής έθεσεν ίδιον πρόλογον από τον οποίον ο Σολωμός δεν μας παρουσιάζεται, όπως τον γνώρισε και τον εννόησεν ο Πολυλάς, ικανός προς τούτο υπό πάσα άποψιν». Από τη στιγμή που ο Παλαμάς διέθετε επιστολές του Πολυλά, με τις οποίες ο τελευταίος τον ευγνωμονούσε για τη συμβολή του στην πρόσληψη του Σολωμού, θεώρησε ως αγνωμοσύνη και αχαριστία την επιθετική στάση των νεότερων κριτικών εναντίον του. Στην απάντηση του στον Μακρή, επανέλαβε την εκτίμηση του για τα πολυλαϊκά «Προλεγόμενα», αλλά υπερασπίστηκε και την αυτονόητη αλήθεια ότι η οπτική του Πολυλά το 1859 δεν θα έπρεπε να δεσμεύει εσαεί τη νεοελληνική φιλολογία κι ότι ήταν προφανές δικαίωμα για όποιον αισθανόταν «ικανός» να επιχειρήσει τη δική του ανάγνωση του Σολωμού· θεώρησε τέλος την αγιοποίηση του Πολυλά ως κριτικού του Σολωμού αταίριαστη και άδικη για τον ίδιο τον Πολυλά, του οποίου «δεν του χρειάζεται το μάρμαρο, αλλά το βιβλίο».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου