Κοιτάζω
μες στο σούρουπο του ορίζοντα το βάθος,
βλέπω
της πόλης τα θαμπά περιγράμματα,
τ’
αναμμένα φώτα τρυπούν τα σωθικά της∙
βλέπω
μορφές να χάνονται με απαλά βήματα,
βλέπω
σιδερένια στόματα, που τραγουδούν κι αστράφτουν,
ακούω
τον αρχέγονο ρυθμό της μακρόσυρτης μελωδίας τους ∙
Η
καρδιά μου παύει να χτυπάει ρυθμικά,
μπροστά
μου ζωντανεύει ένας πανάρχαιος μύθος.
Θυμάμαι
μιαν άλλη πόλη παλαιά, σκαρφαλωμένη
σε
καταπράσινο βουνό πανάρχαιο, σαν να’ ναι εντοιχισμένη∙
κι
εγώ διαβάτης, θυμάμαι, ν’ ανεβαίνω ατέλειωτα δρομάκια φιδωτά,
κι
η σελήνη να ρίχνει ριπές τ’ ασημένια της βλέμματα∙
-χαμόγελα
της Φύσης-, και ο Αποσπερίτης άγρυπνος μαντατοφόρος.
Ανέβαινα,
να συναντήσω τον μυθικό φύλακα των ονείρων μου, μονάχη,
τον
βάρβαρο πύργο τον γυάλινο, κι Αυτήν.
Δίπλα
στον πύργο μια πηγή κι ένας δράκος κονταροφόρος
–πάντα
υπάρχει ένας δράκος που φυλάει πύργους και πηγές∙
Σ’
αυτόν τον πύργο έδεναν τις ψυχές τους οι ποιητές,
πλοία
σε αγκυροβόλιο∙ το αίνιγμα του κόσμου να φυλάξουν.
Βλέπω,
πίσω απ’ του πύργου τα βουβά παράθυρα, να βαδίζουν
αλαφροπάτητες
σκιές: ο Πόε, ο Έλιοτ, ο Σεφέρης, κι ο
Καβάφης
με
αινιγματικό χαμόγελο, κι αίφνης
οι
άλλες σκιές κάνουν υπόκλιση και μουρμουρίζουν
τη
μελωδία τη μακρόσυρτη με τον αρχέγονο ρυθμό.
Κι
εγώ φύλλο τρεμάμενο ψελλίζω άρρυθμα
ποιήματα
σαν εκείνα που με αυθάδεια το μέτρο σπάζουν.
Τότε
η σκιά του Πόε πλησιάζει μ’ ένα κοράκι στον ώμο, με χλευάζει.
Ο Έλιοτ τους ξεφτισμένους στίχους των Cantos μού
χαρίζει,
ο Σεφέρης έναν ήλιο μού δείχνει, με αγκάθια κόκκινα,
ασπιδοφόρο,
κι
ο Καβάφης, με τρόπο ηδυπαθή, μού τείνει ένα κλειδί.
«Ξεκλείδωσε
το αίνιγμα του κόσμου» λέει.
Κι
εγώ ξεκλειδώνω κι ο βάρβαρος γυάλινος
πύργος θρυμματίζεται
μες
στη βοή της πόλης που τα φώτα τρυπούν τα
σωθικά της.
Δεν
παύω ν’ ακούω από την άσφαλτο μακριά σε άλλη γη
εκείνη
τη μελωδία τη μακρόσυρτη με τον αρχέγονο ρυθμό.
Βλέπω
θολά περιγράμματα μορφών στο φως της αυγής,
Και
την Ποίηση να στέκει εκεί, λευκό ντελικάτο μυστήριο.
Το ποίημα αυτό υποβλήθηκε ως εργασία για το ΜΠΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου