Τέσσερα
ποιήματα από ανέκδοτη (once
again…, as always…,
) ομώνυμη ποιητική «συλλογή». Of
course
οι… εκδόται έχουν
σπουδαιότερα έργα να εκδώσουν και με
τόνους καθημερινού πολτού ν’ ασχοληθούν διαφημιστικά, εξαγγελτικά και φωταγωγικά
τόσο, ώστε, υποθερμαντικά ασφαλώς και επιμόνως, να …ψυχαγωγήσουν. Όσο για τους αναγνώστες,
ακολουθούν κατά πόδας και αγεληδόν τα εκτυφλωτικά βήματα των εκδοτικών συρμών,
πιστοί πιστών εκτυφλωτικής και διαλαλητικής φωταγωγίας…
Έξ ερήμου βοώντας χαιρετώ, έρρωσθε άπαντες !
ΣΤΑΘΗΣ
ΚΟΜΝΗΝΟΣ
Ι
Μες στο
τετράγωνο μια αυλακιά
Κάτι
κυρτό στο τρίγωνο
Στον
κύκλο μια ρυτίδα
Βαθιά
Σαν ορεσίβια
Μοίρα
Αμετανόητη
του αναγραμματισμού
Άσπρα
μαλλιά στο ρόμβο
Τ’
άθρυπτα μπαϊράκια τους να μπήγουν στις ελιές
Ο κόμπος
στην ευθεία
Γωνίες
ιδρωμένες πανικό
Κυλινδρικοί
σταυροί κατρακυλούν ισόβια
(νόμιμα δήθεν
ημερονύκτια
φιλήσυχα,
που βράζουν λάχανα
με μια
μπουκιά μπομπότα,
ένα
σπυρί λαδάκι
κι ένα
κλωνί ελίτσες,
να
χύνονται σαν κωφάλαλος καταρράκτης
στο πορνείο
της φυσικής Ειρήνης)
Γεωμετρία να δείχνει μονάχα κύρτωση
Αφού με
τις πανάρχαιες ρυτίδες της
κυκλοφορεί
η πάντοτε εικοσάρα
Αφού το
σχήμα δίκοπο από καταβολής του.
ΙΙ
Φυλλομαντούσε
η Μέρα
Κι
αλυσωμένο χέρι έδινε στη Νύχτα
Που
μύριζε γαζία και νυχτολούλουδο και αλμυρό φεγγάρι
Κήρυκες με
μάτια γουρλωτά
ασθμαίνοντας
κραυγάζανε
« Δεν δίνεται
στο Σχήμα μονοφόρι ! »
« Δεν
δίνεται στο Σχήμα μονοφόρι ! »
«
Ακούστε ακούστε χωριανοί και στήστε μιαν απόσταση
στο
πλάτος ενός μέρμηγκα για να φανεί ο Κόσμος »
« Δεν
δίνεται στο Σχήμα μονοφόρι ! »
«
Προσέξτε τα αμφίπλευρα ! »
« Δεν
έχουνε τα Σχήματα Θεό, αλλά μυριάδες »
«Καραδοκεί
ο Θάνατος σε φώτα κήπων
και στης
βραδινής εστίας το μειλίχιο»
« Δεν
είν’ το Σχήμα βράχος, μόνο νερό αμφίρρυτο
και
συνουσία δίκοπη »
Με μόνο μια πατημασιά στης μέλισσας το
πλάτος
Πίσω βηματάκι ένα
Αρκούσε ο Κόσμος να φανεί
Και τρύπες αρχαγγελικές το Χώμα να γεμίσει
Όπου των σπλάγχνων μας ο ελευθέριος Κούρος
Θα ’κανε πατινάζ
Σκορπώντας δώρα έλκηθρα
Ρολάροντας μαϊστρους
Μα ήδη
στο κεφαλόσκαλο λεωφορεία-λεωφορεία οι χωριανοί
Σημάδευαν
τον ύπνο
Γιομάτοι
από μανταρινιές και σύκα στα φύλλα της καρδιάς
Ίδιοι
ομηρικά νησιά χαιρέταγαν
Κασσάνδρες
που γκαρίζανε λευκά
Και
δυο-τρεις άλλοι δημοπλόκοι
Από τη
μήτρα ορκισμένοι ακόλουθοί τους ( ! )
Σαν
καμικάζι των Χωμάτων σημαιοφόροι
Τους αμνήστευαν
!
Μα οι
μονόγλωσσοι αυτοί των καϊκιών
Νοθεύαν
τα χορτάρια
Και των
αμνάδων τα μαστάρια μονοχόρδιζαν
Καθώς
δεν παραδέχονταν του Σχήματος το δικέφαλο
Απλώνεται
σα φύλλο η Κόλαση
Κι όπως
το κλήμα τρώγεται
ΙΙΙ
Ζούνε
αθόρυβα τα Σχήματα.
Προϊστορικές
αμεριμνησίες.
Μαγνητίζει
την κατηφοριά της η Λήθη
Πάντα
αθωωμένη
Ολόσαρκη
Μαντιλοφορεμένη
Κουδουνίζει
γλυκά του κουταλιού
Σιροπιάζοντας
καλοκαίρια τη Σκέψη
Φωτιά
ίσον κλειδί
Άλεσμα
ίσον Κατακλυσμός
Ζύμωμα
ίσον χωριάτικος Μεγάκοσμος
Σαν βόας
σφίγγεται το Σχήμα τόσο
Που
σκάει τον εαυτό του
’πομένοντας αχνός
Και ίνα
Ήχος
Λέξη
Και καβαλίνα έγκριτη
Που σε ΣΥΝΕΧΕΙ !
Ανεπίστρεπτα
Πάντα
από χώμα η κόλαση
ΙV
Κι ως
έβλεπα σκεφτόμουν
«Κι αν
άπλωσες την Κόλαση σαν λεωφόρο
Ξέρω
Μέσ’ απ’
τα μπλε και τα σταχτιά
του
Παραδείσου κονιάματα
Γεννήθηκε
Γεννιέται
Ίδιο
γαλάκτωμα
Κι
αυτό είναι η Νίκη
Μια που
οι θύρες μένουν ανοιχτές
Στα
δίκοπα σπαθιά του Ατείχιστου».
Είν’ οι Κυκλάδες πάντα όψεως διπλής
Και των γραμμών τους
η πυρηνική Σαρακοστή
η πασχάλια
ο ίδιος πάντα Κύκλος
Έν ’ αεράγημα διατοπικό
Που αντηχεί στο Βίκο
Αφού
ιδού !
Πομπηίες
βροντούν στον ασβέστη
Που την
κοιλιά σημαδεύουν των δελφινιών
Και στην
ποδιά τής γιαγιάς μάγματα αυτισμών
Που
ζυμωτό ψωμί μοσχομυρίζουν
Και τόσο
γλυκόπιοτο κρασί
Που να
μυρίζει κάγκελα κι αχνιστά στρατόπεδα
Κι είν’
η μπόλια της με στήλες πυροκλαστικές ξομπλιασμένη
Και
κουδουνιστούς Βεζούβιους που σκαν
Όταν εσένα
τον κουφό αγκαλιάζει
Μια που
τα Σχήματα μυρίζουν θειάφι
Απ’ την
πλευρά του χώματος και των νεροσυρμών
Κι η
Δήλος πάντα Μ[ή]λο να δηλώνει
Και
φτερωτές πειρατικές
Κι η
Τήνος είναι πάντα για να τείνεται
Τεντώνεται
Και να
γεννά Διονύσους
Μέσα
στην
ΑΠΟΛΗΣΜΟΝΙΑ
Μα όλα αυτά γιατί ρωτάς ;
Γιατί ;
Ω αρχάριε της Κόλασης
Δεν ένιωσες ποτέ πως
Όταν
το Σχήμα παίρνεις των Στοιχειων
Αμφίπλευρο
σε αποκαθιστούν Παράδεισο
Κι έτσι
…Στοιχειώνεσαι ;
Πάντα
από χώμα η κόλαση
© ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου