In seinem Sessel, behaglich dumm…
Ό,τι ακολουθεί είναι ένα μικρότατο
απόσπασμα από ανέκδοτη μελέτη μου, με τίτλο ΚΑΡΛ ΜΑΡΞ, η οποία συνοδεύεται κι από μιαν ανθολόγηση τού ποιητικού
του έργου
ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ
In seinem Sessel
In seinem Sessel, behaglich dumm,
Sitzt schweigend das deutsche Publikum.
Braust der Sturm herüber, hinüber,
Wölkt sich der Himmel düster und trüber,
Zwischen die Blitze schlängelnd hin,
Das rührt es nicht in seinem Sinn.
Doch wenn sich die Sonne hervorbeweget,
Die Lüfte säuseln, der Sturm sich leget,
Dann hebt´s sich und macht ein Geschrei,
Und schreibt ein Buch: "der Lärm ist vorbei."
Fängt an darüber zu phantasieren,
Will dem Ding auf den Grundstoff spüren,
Glaubt, das sie doch nicht die rechte Art,
Der Himmel spaße auch ganz apart,
Müsse das All systematischer treiben,
Erst an dem Kopf, dann an den Füßen reiben,
Gebärd´t sich nun gar, wie ein Kind,
Sucht nach Dingen, die vermodert sind,
Hätt´indessen die Gegenwart sollen erfassen,
Und Erd´und Himmel laufen lassen,
Gingen ja doch ihren gewöhnlichen Gang,
Und die Welle braust ruhig den Fels entlang.
Sitzt schweigend das deutsche Publikum.
Braust der Sturm herüber, hinüber,
Wölkt sich der Himmel düster und trüber,
Zwischen die Blitze schlängelnd hin,
Das rührt es nicht in seinem Sinn.
Doch wenn sich die Sonne hervorbeweget,
Die Lüfte säuseln, der Sturm sich leget,
Dann hebt´s sich und macht ein Geschrei,
Und schreibt ein Buch: "der Lärm ist vorbei."
Fängt an darüber zu phantasieren,
Will dem Ding auf den Grundstoff spüren,
Glaubt, das sie doch nicht die rechte Art,
Der Himmel spaße auch ganz apart,
Müsse das All systematischer treiben,
Erst an dem Kopf, dann an den Füßen reiben,
Gebärd´t sich nun gar, wie ein Kind,
Sucht nach Dingen, die vermodert sind,
Hätt´indessen die Gegenwart sollen erfassen,
Und Erd´und Himmel laufen lassen,
Gingen ja doch ihren gewöhnlichen Gang,
Und die Welle braust ruhig den Fels entlang.
Karl Marx
ΚΑΡΛ
ΜΑΡΞ
Στην πολυθρόνα του
Στην
πολυθρόνα του, άνετα ηλίθιο
Το σιωπηλό
κάθεται γερμανικό κοινό
Μανιάζει
ολόγυρα η θύελλα
Σύννεφα
γεμάτος ο ουρανός, όλο θολούρα και σκοτεινιά
Κι αστραπές
ξεσπούν και τα σπλάχνα του αυλακώνουν,
Μα τίποτε
τίποτε τη μακάρια σκέψη τού κοινού δεν ενοχλεί.
Κι όταν ο
ήλιος πάλι ξαναβγαίνει λαμπερός
Κι οι
άνεμοι σιγοψιθυρίζουν, κι η θύελλα κοπάζει
Τότε
ανασηκώνεται και βγάζει μια κραυγή
Κι ένα
βιβλίο γράφει: « επέρασεν ο θόρυβος ».
Αρχίζει
πάνω σ’ αυτό να φαντασιώνεται
Πως τα
πράγματα στην πιο βαθιά τους φύση θα τα νιώσει
Νομίζει
πως δεν είναι διόλου ο τρόπος ο σωστός
Ο ουρανός
έτσι, «κομψά» έστω, ν’ αστειεύεται,
Θα πρέπει
όλα συστηματικά να τα χειρίζεται
Πρώτα την
κεφαλή να τρίψει κι έπειτα τα ποδάρια…
Όπως παιδάριο
συνεχίζει να συμπεριφέρεται
Και πράγματα
ανασκαλεύει μουχλιασμένα
Αντί στο
μεταξύ ν’ αδράχνει το παρόν
Και ν’
αφήσει γη κι ουρανός να κάνουν τα δικά τους,
Το συνηθισμένο
δρόμο τους πάντοτε να πορεύονται
Και το
κύμα ήσυχα να φλοισβίζει γύρω από το βράχο.
Μετάφραση
:
© ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ
Απόσπασμα από την ανέκδοτη μελέτη μου με τίτλο ΚΑΡΛ ΜΑΡΞ. Στη
μελέτη εξετάζεται η πιθανή σχέση της μαρξικής θεωρίας με την μαρξική ποίηση και
πιθανολογείται η γέννηση της πρώτης από τη δεύτερη.
Ευτυχώς που συχνά οι στεριές,
την ύψιστη δείχνοντας ανυπακοή στον βαρβαρικό τεμαχισμό τού κόσμου που
επαγγέλλονται οι γνήσιοι και πολλαχώς επιβραβευόμενοι καταναλωτές/αλλοιωτές
του, ερωτεύονται τις θάλασσες και εισδύουν μέσα τους, μετατοπίζοντας στην
επικράτεια τού
Κυμαινόμενου, τού Ρευστού, τού
Ευμετάβολου, τής Ροής, τα «σύνορα» τού κόσμου. Ευτυχώς που και οι θάλασσες
πράττουν το ίδιο, δίχως λογαριασμό. Αλληλοεισδύουν ανεξουσίαστα, τελικώς, τα
όντα και θρυμματίζονται οι τεχνητές έτσι κι αλλιώς στεγανοποιήσεις, οι βωμοί
αυτοί της αυθαιρεσίας, οι καταπιεστές αυτοί ιερείς αλληλουχιών απελευθερωτικών,
οι ορκισμένοι αυτοί εραστές υποδουλωτικών μονοπωλίων, οι μονομανείς αυτοί
τροχονόμοι τής φυσικής λαϊκής κυκλοφορικής ορμής. Ευτυχώς που το Υπάρχον
διαψεύδει τούς αλλοιωτές/χρήστες του, που ακούν στο όνομα των
«αλληλοαποκλειόμενων πεδίων» (!!!), γνωσιακά και όχι μόνον, των
«ασύγκριτων και άσχετων μεγεθών», των «καθαρολογικών οριοθετήσεων», τής
αποσυναγωγής του Όλου. Άλλο Ποίηση (φιλοσοφία, θεολογία, Τέχνη κλπ) σού λένε οι
χασάπηδες τής ζωής, οι κρεοπώλες τής απάτης, με τα αλλοιωμένα κρέατα που
διαρκώς πλασάρουν εφησυχασμένοι κι άλλο οικονομία ή πολιτική ή θεσμοί ή
πολίτευμα. Και προπαντός : άσχετα μεταξύ τους, αδιαλόγητα, αμίλητα προς άλληλα,
ανύμφευτα. Και πάλι : το ένα είναι η
… «πραγματική» ζωή (οικονομία, πολιτική και λοιπά συναφή παρόμοια…), όπως λέμε
στις μέρες μας και εκστομίζουμε τη βλασφημία… «πραγματική οικονομία», λες και
διακηρύσσουμε επισήμως πως θύουμε σε νεφελώματα !, εμείς οι λάγνοι δήθεν τού
πραγματισμού, εμείς οι ενήλικοι αστυνόμοι και δεσμοφύλακες των παραμυθιών,
εμείς οι… «ρεαλιστές» (ας καγχάσω ηχηρότατα !), και το άλλο είναι η… φαντασία, η φανταστική και ανυπόστατη,
ουσιαστικά (!), ζωή, το επιπρόσθετο και φαντασιώδες καρύκευμα, το ανεκτό
πλεοναστικό στοιχείο τού βίου μας που μάς διασκεδάζει και ραπίζει για λίγο, και
ξεκομμένα πάντα από την «πραγματική» πραγματικότητα, την πλήξη μας (ποίηση,
μουσική, τέχνες και λοιπά συναφή παρόμοια…).
Κάθε
στάση, φυσικά, έχει και τους θιασώτες της. Οι πιστοί αναπαραγωγοί αυτής τής
α-νοησίας, αυτού τού επικίνδυνου και αλλοιωτικού τής Πραγματικότητας
μανιχαϊσμού, είναι φυσικά τα πονηρά,
κρετινικά όσο και, κατά ευθεία αναλογία, στρεβλωτικά, μεροληπτικά,
χειραγωγούμενα και εξωνημένα ΜΜΕ (γενικευτικά η «πληροφόρηση», η «ελεύθερη»
διαμόρφωση γνώμης (ευφημισμός αντί του ψέματος, απάτης, σκοταδισμού, απόκρυψης,
αποσιώπησης, στρεβλωτικής επιλογής πτυχών τού γεγονότος τής ζωής, ενορχηστρωμένου
συντονισμού μαζικής καθυπόταξης, φασισμού κοντολογίς…), η «ανάλυση» και
«παρουσίαση» των γεγονότων) και πάντοτε, ασφαλώς, η λογής ανεγκέφαλη ως
παιδάριο Εξουσία, που τα ελέγχει και αρέσκεται, για να επιβιώνει φυσικά, στις
διχοστασίες και στους αποκλεισμούς, καθότι οι αποκλεισμοί αυτοί βουλώνουν,
πρόσκαιρα πάντα (σκιτζής γαρ συνηθέστατα η εξουσία), τις τρύπες απ’ όπου θα
μπορούσε να επέλθει η
διάβρωση και διάλυσή της, μια
που οι αλληλουχίες δεν ελέγχονται, είναι ανεξουσίαστες και εξόχως αστάθμητες.
Επίσης, προκλητικές κι επιπλέον συνιστούν πάντοτε προτάσεις εξόδου, κι αυτό είναι το μέγιστο ωφέλημά τους. Μα το κακό
είναι πως η εξουσία είναι εκ προοιμίου κουφή σε προτάσεις, απλά και μόνο διότι
γνωρίζει πως ενδέχεται να τής προτείνουν να σηκώσει τα πισινά της από τη θέση
που στρογγυλοκάθεται, να ξεβολευτεί, να χάσει την πιπίλα της, που τής χαρίζει
ψευδαίσθηση ταυτότητας και «προσώπου», και να πάει στα τσακίδια, όπερ
αδιανόητον ! Φυσικά, ή εξουσία είναι εξουσία και καταδέχεται να είναι εξουσία,
διότι εκλύει αβυθομέτρητες ποσότητες ηλιθιότητας/δολιότητας (πάνε μαζί αυτά και
επιπλέον… ομοιοκαταληκτούν), που ακριβώς επιβεβαιώνουν την ταυτότητά της :
εξουσία, που εξίσου ομοιοκαταληκτεί με την α-νοησία.
Μιλώ
για επικινδυνότητα. Νομίζω είναι προφανές : αν η λεγομένη Πραγματικότητα
αποτελείται από 2 τουλάχιστον αλληλοπεριχωρούμενα και αλληλένδετα στοιχεία και
για να αποτελέσει αντικείμενο μέθεξης και ανασύστασης απαιτείται η πρόσληψη
(ασχέτως πώς) αμφοτέρων (κάτι ξέρει η Ποίηση γι αυτό…), τότε ο κρετίνος και
ουσιαστικά αιθεροβάμων εκείνος που θα τα αποσυνέδεε και θα τα διαχώριζε
καισαρικά για να συστήσει… «πραγματική» πρόταση για τα πράγματα του βίου, όχι
μόνο θα στρέβλωνε το Πραγματικό, αλλά θα οδόστρωνε, παράλληλα, τη λεωφόρο τής
κόλασης και των βασάνων μας για τόσο καιρό όσο θα απαιτείτο μέχρι να τον
πιάσουμε από τ’ αυτί και να τού δώσουμε ένα πολύ γερό μάθημα. Κι αν το λογής
μαρτύριο αθώων είναι απευκταίο και εφιαλτικό, τότε είναι προφανές όχι μόνο το
αληθές αυτής τής επικινδυνότητας, ο ακραιφνής ρεαλιστικός δηλαδή χαρακτήρας
της, μα και το γεγονός
πως ενδέχεται να
συνιστά μια από τις αιτίες τής κολάσεως που ακούει στο όνομα
Ιστορία. Ας θέσουμε, λοιπόν, ένα ερώτημα που από την απάντησή του πιθανώς να
εξαρτώνται πολλά για τη βελτίωση των συνθηκών τού βίου μας και το πιο ευτυχές,
αν και λιγόχρονο, πέρασμά μας από τον κόσμο : Πόσα οφείλει η μαρξική θεωρία, η χροιά της, τα χαρακτηριστικά τού
προσώπου της, το ποιόν τής ιδιοσυστασίας της, ο τόνος και το χρώμα της, αλλά
και κάποτε αυτές καθαυτές οι θέσεις της, το αρμολόγημά της, η σύσταση και η
σύλληψή της, στην ποιητική φλέβα που
επέδειξε ο Μαρξ, ακριβώς όπως θα λέγαμε ρωτώντας για μια ακόμη φορά πόσα
οφείλει η δομή, σύνθεση και χροιά τού πλατωνικού διαλόγου, η ίδια η πλατωνική
φιλοσοφία στην ποιητική ιδιοσυγκρασία τού Πλάτωνα και στην αρχική του επιλογή
να τραγωδιογραφεί. Τονίζω, πως δεν θέτω έτσι απλά το ερώτημα, ούτε προς χάριν
παιδειάς. Το θέτω με τον αυστηρότερο και πλέον αδυσώπητο θετικισμό απ’ τον οποίο
θα μπορούσε να εμφορείται κάποιος. Εννοώ ότι προσδοκώ μιαν απάντηση που θα
στοιχειοθετείται αμείλικτα με ολότελα ρεαλιστικούς όρους, όπως μια χημική
σύσταση. Επιτέλους, ας το αποπειραθούμε, ας το εξετάσουμε και ας το
αποτιμήσουμε. Ας προσπαθήσουμε να οδηγηθούμε σε συμπεράσματα, απροκατάληπτα,
που θα διορθώνουν πιθανόν στην τελική το βίο μας κι αυτό μετρά.
Λοιπόν, εντελώς οικονομιστικά αν
θέλετε, ξαναρωτώ : Πόσα οφείλει η μαρξική θεωρία στην μαρξική Ποίηση ; Ιδού,
πεδίον δόξης λαμπρόν. Κι αν κανείς ακριτολόγος σκεφτεί, προπετώς, να πει ότι
αυτά είναι ερωτήματα άξια περιφρόνησης, τότε πριν ξεστομίσει την ανοησία του ας
θυμηθεί πως τώρα πια και η αποχαλινωμένη χρηματιστηριακή/ εταιρειοκρατική/ αεριτζήδικη/
πτωχοτραπεζοκρατική καπιταλιστική θεωρία, κάνει λόγο για… ψυχολογία (η
ψυχολογία των αγορών…) τής αγοράς, μιλώντας με καθαρά όρους ανθρωπιστικών
σπουδών (!), που μάλιστα επενεργούν στο επίκεντρο τής …θετικής οικονομικής
«πραγματικότητας»
και την επηρεάζουν.
Ως φαίνεται, ακόμη και στις σύγχρονες αποχαλινωμένες, σαρκοβόρες και κοινωνικά
φυγόκεντρες «αγορές» (ευφημισμός για το «συνασπισμός πτωματοφάγων όρνεων»)… ο
Όμηρος δεν πεθαίνει. Ούτε και πρόκειται στον αιώνα τον άπαντα. Αλλιώς, θα είχε
οριστικοποιηθεί το οντολογικό αδιέξοδο και ο νοών νοείτω.
© ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου