γράφει η Νότα Χρυσίνα*
Η φιλολογική έρευνα
καθοδηγείται από ένα «Παράδειγμα» το
οποίο εγκαταλείπεται όταν δεν ικανοποιεί τις απαιτήσεις που θέτουν οι
φιλολογικές σπουδές. Αντικαθίσταται από ένα νέο Παράδειγμα», περισσότερο
κατάλληλο και ανεξάρτητο από το παλαιότερο μοντέλο και αντικαθιστά την
αναχρονιστική προσέγγιση της λογοτεχνίας ώσπου να ξεπεραστεί και αυτό με την
σειρά του.
Κάθε «Παράδειγμα» δεν
καθορίζει μόνο τις αποδεκτές μεθόδους με τις οποίες προσεγγίζουν τη λογοτεχνία
οι κριτικοί αλλά και τον αποδεκτό λογοτεχνικό κανόνα. Δημιουργεί δηλαδή τόσο
τις τεχνικές ερμηνείας όσο και τα αντικείμενα που πρόκειται να ερμηνευτούν.
Σύμφωνα με τον Jauss μετά την «προεπιστημονική» φάση της φιλολογίας
αναδύθηκε ένα «κλασικό- ανθρωπιστικό
Παράδειγμα». Αυτό το μοντέλο της λογοτεχνικής κριτικής περιελάμβανε μια
διαδικασία σύγκρισης των έργων με τα καταξιωμένα πρότυπα των αρχαίων. Αποδεκτά
θεωρούνταν όσα έργα μιμούνταν με επιτυχία τους κλασικούς. Τα άλλα που έρχονταν
σε σύγκρουση με τις συμβάσεις θεωρούνταν ανεπαρκή. Αποστολή του κριτικού ήταν
να εκτιμήσει τα σύγχρονα έργα βάσει καθορισμένων κανόνων, να κρίνει δηλαδή αν
ικανοποιούν καθιερωμένες ποιητικές πρακτικές.
Ο
Μπουαλώ μετέφρασε το «Περί Ύψους» του Λογγίνου 17ος αιώνας
Το «κλασικό- ανθρωπιστικό
Παράδειγμα» καταρρέει τον 18ο και 19ο αιώνα εξαιτίας της «επιστημονικής
επανάστασης» του ιστορικισμού που
εκδηλώθηκε ως επακόλουθο της δημιουργίας εθνικών κρατών. Η λογοτεχνία θεωρήθηκε
ιδανική ευκαιρία εθνικής νομιμοποίησης. Κατά συνέπεια, η έρευνα επικεντρώθηκε
στη μελέτη των πηγών, στην προσπάθεια να ανασυγκροτηθεί η προϊστορία των
καταξιωμένων μεσαιωνικών κειμένων και στην επιμέλεια των κριτικών εκδόσεων
έργων της εθνικής παράδοσης. Η θετικιστική
προσέγγιση αυτού του παραδείγματος παρήγαγε τις περίφημες εθνικές ιστορίες
της λογοτεχνίας των Gervinus,
Scherer,
De Sanctis και
Lanson.
Μεθολογικά, η «ιστορική-θετικιστική»
προσέγγιση ταυτίζεται με μια μηχανική προσέγγιση των λογοτεχνικών κειμένων
και περιορισμένη σχεδόν εθνικιστική οπτική. Αν και υπάρχει ακόμη και σήμερα ως
προσέγγιση ολοκλήρωσε την προσφορά της στην φιλολογική έρευνα μέχρι τον Πρώτο
Παγκόσμιο Πόλεμο.
Το τρίτο «Παράδειγμα» αποκαλείται από τον Jauss «αισθητικό – φορμαλιστικό».
Με αυτό σχετίζονται διαφορετικές προσεγγίσεις, όπως οι υφολογικές μελέτες του Leo Spitzer και «η ιστορία των ιδεών» του Oscar Walzel, ο ρωσικός φορμαλισμός και η Νέα
Κριτική. Αυτό που συνδέει τους τόσο διαφορετικούς κριτικούς
είναι η στροφή από τις ιστορικές και αιτιακές ερμηνείες στο ενδιαφέρον για το
ίδιο το έργο.( λογοτεχνικά τεχνάσματα, σύνθεση και δομή, τροπικότητα της
γλώσσας). Το λογοτεχνικό έργο
αναδείχθηκε ως αυτόνομο αντικείμενο έρευνας.
Το νέο «Παράδειγμα»,
σύμφωνα με τον Jauss,
θα πρέπει να ερμηνεύσει και να καταστήσει κατανοητή και επίκαιρη την τέχνη του
παρελθόντος.(«Το ιδιαίτερο επίτευγμα ενός
λογοτεχνικού Παραδείγματος [….] είναι η ικανότητά του να αποσπά τα έργα τέχνης
από το παρελθόν προτείνοντας νέες ερμηνείες, να τα επανατοποθετεί σε ένα
καινούργιο παρόν, να ξανακάνει προσιτές τις εμπειρίες που διαφυλάσσει η τέχνη
του παρελθόντος. Ή με άλλα λόγια, να θέτει ερωτήματα που τίθενται εκ νέου από
κάθε γενιά και στα οποία η τέχνη του παρελθόντος μπορεί να ανταποκριθεί και να
μας δώσει ξανά απαντήσεις»).
Κάθε νέο «Παράδειγμα»
οφείλει να συμπεριλάβει μεθόδους για να αντιμετωπίσει ένα πλήθος απρόβλεπτα έως
τώρα «αισθητικά και ημι-αισθητικά» φαινόμενα
εξαιτίας και της αυξανόμενης σημασίας των μέσων
μαζικής επικοινωνίας.
Ο Jauss λαμβάνοντας
υπόψη αυτούς τους παράγοντες σκιαγραφεί τρεις μεθολογικές προϋποθέσεις για το
τέταρτο «Παράδειγμα»:
1.
«Προσέγγιση
της αισθητικής/μορφικής με την ιστορική
ανάλυση που προσανατολίζεται στην πρόσληψη του έργου, και η οποία
περιλαμβάνει τις σχέσεις με την τέχνη, την ιστορία και την κοινωνική
πραγματικότητα».
2.
«Σύνδεση
των δομικών με τις ερμηνευτικές μεθόδους»
(στις αμοιβαίες ερευνητικές διαδικασίες και στα αποτελέσματα των οποίων έχει
δοθεί ελάχιστη σημασία).
3.
«Αναζήτηση
μιας αισθητικής θεωρίας της εντύπωσης (Wirkung), η οποία δεν θα είναι απλά
περιγραφική και μιας νέας ρητορικής, η οποία θα μπορεί να προσεγγίζει εξίσου
καλά την υψηλού και χαμηλού επιπέδου
λογοτεχνία, καθώς και τα φαινόμενα των μέσων μαζικής επικοινωνίας».
Η θεωρία της πρόσληψης
αντιμετωπίζει το δίλημμα γύρω από τον κανόνα με δύο τρόπους- οι οποίοι
κατέληγαν συχνά σε αντιφατικά συμπεράσματα. Από τη μια πλευρά, ήταν η μέθοδος
που εξέταζε με νέο τρόπο τον παλιό
κανόνα, προβαίνοντας σε επανεκτίμηση του παρελθόντος, διασώζοντας έτσι τα
παλιά πρότυπα. Από την άλλη πλευρά, προσέφερε τη βάση για την ανάλυση έργων που παραδοσιακά αποκλείονταν
από τον κανόνα καθώς και τους λόγους γι’ αυτές τις παραλείψεις.
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Βιβλιογραφία
1. Robert C. Holub, "Θεωρία της πρόσληψης", μετφρ. Κ. Τσακοπούλου, επιμ. Α, Τζούμα, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2004
2. Hans Robert Jauss, "Η θεωρία της πρόσληψης", μετφρ. Μ. Πεχλιβάνος, εκδ. Εστία, Αθήνα 1995
* Η Νότα Χρυσίνα είναι μεταφράστρια, πολιτισμολόγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου