γράφει ο Μιχάλης Μοδινός*
Αναδημοσίευση από: Τα ΝΕΑ / ΒΙΒΛΙΟΔΡΟΜΙΟ
Η Μάργκαρετ Ντραμπλ (1939- ) έχει συμπληρώσει μισό αιώνα ανελλιπούς παρουσίας στα βρεττανικά γράμματα. Παρά το ότι έχει «καταπιεί» τα μοντερνιστικά και μεταμοντερνικά κινήματα, θεωρείται ένα είδος κλασσικής εν ζωή συγγραφέως στα χνάρια ας πούμε της Τζωρτζ Έλλιοττ και της Τζέην Ώστιν. Η ίδια δεν αποποιείται τον χαρακτηρισμό της κλασσικής. Με ήρεμη, αυτοκυριαρχημένη, ειρωνική και διορατική πρόζα αποτυπώνει συνήθως την μακροπερίοδη ζωή των γυναικών εν μέσω των δραματικών μεταπτώσεων στη ζωή τους αλλά και των κοσμογονικών αλλαγών που συντελούνται γύρω τους. Οι άντρες πάνε και έρχονται, αφήνουν τα ίχνη τους στη ζωή των γυναικών (μια ραγισμένη καρδιά, ένα σπίτι, μια πνευματική κληρονομιά, ενίοτε ένα παιδί), συχνά την καθορίζουν, αλλά σπανίως βρίσκονται στο επίκεντρο της αφήγησης. Η Ντραμπλ, μακριά από τα φεμινιστικά κελεύσματα που επιπόλαια της έχουν αποδοθεί, επικεντρώνεται στην ανθρωπολογία των σύγχρονων γυναικών και στις ιδεολογικές, επιστημονικές και φιλοσοφικές παραδοχές που διέπουν την ύπαρξή τους στον σύγχρονο κόσμο.
Έτσι και σ΄αυτό το 18ο βιβλίο της. Η κεντρική ηρωίδα, η Τζες, είναι κοινωνική ανθρωπολόγος. Ενηλικιώνεται στο κυοφορούμενο πολυπολιτισμικό Λονδίνο της δεκαετίας του ’60 που αποκτά χρώμα με το ροκ-εντ–ρολ, τις νέες μόδες της απελευθέρωσης και κριτικής προς τη βιομηχανική κοινωνία, της αλληλεγγύης στον Τρίτο Κόσμο και των αντιαποικιακών κινημάτων. Είναι μάλλον προνομιούχο κορίτσι και οι παρέες της περιλαμβάνουν διανοούμενους, καλλιτέχνες και ανθρώπους των επιστημών. Στο μοναδικό της ερευνητικό ταξίδι στην Αφρική υπό τον καθηγητή της, έρχεται σε επαφή με μια φυλή στη Βόρεια Ζάμπια που τα παιδιά της πάσχουν από εκτρωδακτυλία, μια ασθένεια κληρονομική όπου τα δάχτυλα των χεριών ή ποδιών είναι ενωμένα. Τα παιδάκια είναι ωστόσο προσαρμοσμένα στην πάθησή τους, σπρώχνουν τα μονόξυλά τους στις φυτικές στοές της Λίμνης Μπανγκουέουλου όπου και πέθανε ο ιεραπόστολος/ εξερευνητής Ντέηβιντ Λίβινγκστοουν, ζουν φυσιολογικά. Η επαφή αυτή δρα πάνω στην Τζες ως προδρομική αποκάλυψη μέχρι να γεννήσει την εξώγαμη κόρη της, ένα χρυσαφένιο μωρό μονίμως γελαστό που πάσχει ωστόσο από νοητική υστέρηση: η Άννα είναι καταδικασμένη να παραμείνει σε όλη της τη ζωή σε νηπιακή πνευματική κατάσταση παρά την κοινωνικότητά της, την αγάπη προς τους γύρω και την λεπτότητα με την οποία αρνείται να μεταφέρει στους άλλους τα προσωπικά της βάρη, το άχθος και τον πόνο...
Η έννοια της προαναγγελίας έρχεται επανηλειμμένα στο βιβλίο ως ένα είδος προφητείας, ως πρόδρομη έκφραση της μοίρας – αυτού που θα 'ρθει έτσι κι αλλιώς αν και δεν είμαστε σε θέση να το αποκωδικοποιήσουμε εγκαίρως. Ίσως μάλιστα να πρόκειται για το κεντρικό θέμα του βιβλίου, ταυτόχρονα με την ολισθηρότητα της έννοιας του χρόνου, το γεγονός δηλαδή ότι όσο περνούν τα χρόνια, παρελθόν, παρόν και μέλλον συντήκονται. Με την έννοια αυτή η προδρομικότητα μπορεί να μεταβληθεί σε αναχρονισμό, ένα αναδρομικό ξανακοίταγμα του παρελθόντος με τους όρους και τα εργαλεία του παρόντος. Και αυτό πράγματι γίνεται στο βιβλίο καθώς οι πρωταγωνιστές διερωτώνται τι πράγματι γνώριζαν και τι αγνοούσαν, ποια ακριβώς χρονική στιγμή, και τι θα συνέβαινε αν η στερνή γνώση ερχόταν πρώτη.
Η αφηγήτρια, η Έλεανορ δεν μας αποκαλύπτει το όνομά της παρά προς το τέλος ενώ αποκρύπτει τα γεγονότα της ζωής της σαν να είναι ασήμαντα: ένας σύζυγος, παιδιά, μια καριέρα σε φιλανθρωπικές και Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις για την οποία δεν μαθαίνουμε πολλά πέρα από τις οξυδερκέστατες παρατηρήσεις της για την κερδοφορία όσων πουλάνε φιλανθρωπία με το κιλό. Καταλαβαίνουμε όμως όσα χρειάζονται: πρόκειται για νεανική φίλη της Τζες, μια γυναίκα με οξύτατη παρατηρητικότητα, εξαίσιο χιούμορ και ενσυναίσθηση, που αναλαμβάνει να ανασυστήσει την ιστορία της Τζες και της κόρης της Άννας, του χρυσαφένιου μωρού. Η ιστορία είναι λοιπόν μακροπερίοδη και καλύπτει τον τελευταίο μισό αιώνα μαζί με τους κοινωνικούς μετασχηματισμούς που συμβαίνουν στην Αγγλία και αλλού. Η παρέα των νεαρών κοριτσιών που πρωτοβρίσκονται σε μια γειτονιά του βόρειου Λονδίνου εξακολουθούν να είναι φίλες και σήμερα, όμως το κύριο ενδιαφέρον της αφήγησης επικεντρώνεται στην σχεδόν ηρωική αφοσίωση με την οποία η Τζες προσκολλάται στην καθυστερημένη κόρη της απαρνούμενη τις πολλές ερωτικές δραστηριότητες και την καριέρα. Τρυφερότητα, πίστη και αφοσίωση αναδεικνύονται σε ακρογωνιαίους λίθους της ηθικής επιλογής της Τζες αλλά και της αφηγήτριας.
Διάφορα επεισόδια της ερωτικής και οικογενειακής ζωής της Τζες και των λοιπών της παρέας περιγράφονται (συχνά σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο) παράλληλα με τις κοινωνικές, θεσμικές και τεχνολογικές εξελίξεις του τελευταίου μισού αιώνα, και ταυτόχρονα με εύστοχους δοκιμιακούς θύλακες για την ανθρωπολογία, την εκπαίδευση, την ιατρική και την τέχνη (έξοχες στοχασμός για τα γερατειά και όχι μόνο οι σελίδες που αφορούν τον Ωγκύστ Ροντέν και την Καμίλ Κλωντέλ). Η Ντραμπλ κάνει όμως κάτι παραπάνω από την ανάπτυξη μιας εσωτερικής πλοκής και πέραν της όποιας δράσης που έτσι κι αλλιώς είναι ελάχιστη. Καταγράφει με αγγλοσαξωνική ακρίβεια και επάρκεια την εξέλιξη των απόψεών μας για τις ψυχικές ασθένειες, μέχρι την σύγχρονη πολιτική ορθότητα, την γενετική και τις νευροεπιστήμες, για να αμφισβητήσει από επιστημολογική άποψη την πρόοδο στις ουσιώδεις γνώσεις μας και τις προσφερόμενες αγωγές. Στο πλαίσιο αυτό, ένας αριθμός από τους δευτερεύοντες ήρωές της είναι είτε άτομα με ειδικές ανάγκες όπως θα λέγαμε σήμερα, είτε επιστήμονες, δάσκαλοι και επαγγελματίες που ασχολούνται με τα ζητήματα αυτά. Η Τζες, φέροντας το φορτίο και την μέριμνα για την Άννα έχει εξελιχθεί έτσι κι αλλιώς σε άτυπη ειδικό για την ψυχική υγεία και τις δυσλειτουργίες του νευρικού συστήματος και του εγκεφάλου. Επισκέπτεται ιδρύματα και πρώην άσυλα, πάει σε συνέδρια και σεμινάρια, κάνει φιλίες και ερωτικές σχέσεις με ομοιοπαθείς γονείς – και με ένα πάσχοντα, Σουδανό που την επανασυνδέει με την Αφρική- παρακολουθεί διά μέσου των δεκαετιών άτομα που βίωσαν εξαιρετική πρόοδο έτσι ώστε σήμερα να διάγουν «μια φυσιολογική ζωή» έως και περιπτώσεις όπως η Άννα όπου οποιαδήποτε πρόοδος είναι ανέφικτη. Στην πορεία αυτή η συγγραφέας δεν φείδεται κόπων προκειμένου να αποδώσει με λεπτομέρεια την αρχιτεκτονική και την χωρική οργάνωση παλαιών αρχοντικών κατοικιών και πύργων που έχουν μετατραπεί σε ιδρύματα, και με την ευκαιρία μας δίνει εξαιρετικές πινελιές της αγγλικής υπαίθρου αλλά και της υποχώρησής της υπέρ των αυτοκινητοδρόμων και των εμπορικών κέντρων. Αυτή η «ενεργός πολεοδομία» ζωντανεύει το βιβλίο και μας διδάσκει πολλά.
Εντέλει η Τζες θα ξαναεπισκεφθεί την Αφρική με την Άννα και τον επ’ ολίγον σύζυγό της -τώρα καλό της φίλο και θαυμάσιο θετό πατέρα για το παιδί-, για να ζήσει άλλη μία προδρομική αποκάλυψη. Η Άννα που έχει μόλις αναρρώσει από επώδυνη ασθένεια θα εισπράξει θετικά τα έλη και τους βάλτους, τον φαλαινοκέφαλο πελαργό και τις αμφίβιες αντιλόπες, τα ντροπαλά μαυράκια και τα νέφη των κουνουπιών. Οι δυο γυναίκες θα συνεχίσουν τη ζωή τους. Η Έλεανορ τις περιμένει έτσι κι αλλιώς στο Λονδίνο για να ακούσει την αφήγησή τους. Και η αφηγήτριά μας θα μονολογήσει πως ίσως δεν είχε δικαίωμα να γράψει αυτή την ιστορία. Έμμεσα δηλαδή μας λέει, τέρμα οι θεωρίες για τον θάνατο του συγγραφέα και την αυτονομία του κειμένου, παιδιά. Ό,τι διαβάσατε τώρα μόλις υπάρχει στο χαρτί επειδή εγώ και μόνο εγώ το αποφάσισα, πέραν των ηθικών αμφιβολιών μου και παρά τον μόχθο μου.
Είναι για αυτό το λόγο που η Μάργκαρετ Ντραμπλ παραμένει εξαιρετικά σύγχρονη, και πολύ πέραν του μοντερνισμού. Επιπλέον καταφέρνει να ξορκίσει για τα καλά ένα από τη φύση του δύσκολο και απωθητικό θέμα, θυμίζοντάς μας ότι κεντρικός ρόλος της λογοτεχνίας είναι η παγίδευση του κακού και η μετατροπή του σε λέξη. Δηλαδή η μαγεία.
Θαυμάσια μεταφρασμένο και υπομνηματισμένο το βιβλίο σε υποχρεώνει, ταυτόχρονα με τις οφειλές στην κα Ντραμπλ, να καταθέσεις τις αντίστοιχες στην μεταφράστρια Κατερίνα Σχινά.
Περιβαλλοντολόγος, γεωγράφος και μηχανικός ο Μιχάλης Μοδινός γεννήθηκε στην Αθήνα το 1950. Θεωρητικός και ακτιβιστής του οικολογικού κινήματος, συνεργάστηκε με διεθνείς οργανισμούς, δίδαξε σε ακαδημαϊκά ιδρύματα ανά τον κόσμο, ενώ υπήρξε ιδρυτής και εκδότης της Νέας Οικολογίας, πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Περιβάλλοντος και διευθυντής του Διεπιστημονικού Ινστιτούτου Περιβαλλοντικών Ερευνών. Στο δοκιμιακό - ερευνητικό του έργο περιλαμβάνονται τα βιβλία "Μύθοι της ανάπτυξης στους τροπικούς" (Στοχαστής), "Από την Εδέμ στο καθαρτήριο" (Εξάντας), "Τοπογραφίες" (Στοχαστής), "Το παιγνίδι της ανάπτυξης" (Τροχαλία) και "Η αρχαιολογία της ανάπτυξης" (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης). Από το 2005 στράφηκε συστηματικά στην λογοτεχνία και την κριτική της.
Από τις εκδόσεις Καστανιώτη έχουν κυκλοφορήσει τα μυθιστορήματά του "Χρυσή ακτή", 2005, "Ο μεγάλος Αμπάι", 2007, "Επιστροφή", 2009 (βραβείο Ιδρύματος Πέτρου Χάρη Ακαδημίας Αθηνών) "Η σχεδία", 2011 (Διάκριση της Επιτροπής Κρατικών Βραβείων και υποψήφιο για το Ευρωπαϊκό Λογοτεχνικό Βραβείο) και "Άγρια Δύση - μια ερωτική ιστορία", 2013.
To τελευταίο του βιβλίο "Τελευταία έξοδος: Στυμφαλία" (2014) κυκλοφορεί από το Βιβλιοπωλείο της Εστίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου