Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2015

K.Π. Kαβάφης "Άννα Κομνηνή"

Πηγή:http://latistor.blogspot.gr/2011/06/blog-post_25.html



Στον πρόλογο της Aλεξιάδος της θρηνεί,
για την χηρεία της η Άννα Κομνηνή.

Εις ίλιγγον είν’ η ψυχή της. «Και
ρείθροις δακρύων», μας λέγει, «περιτέγγω
τους οφθαλμούς..... Φευ των κυμάτων» της ζωής της,
«φευ των επαναστάσεων». Την καίει η οδύνη
«μέχρις οστέων και μυελών και μερισμού ψυχής».

Όμως η αλήθεια μοιάζει που μια λύπη μόνην
καιρίαν εγνώρισεν η φίλαρχη γυναίκα·
έναν καϋμό βαθύ μονάχα είχε
(κι ας μην τ’ ομολογεί) η αγέρωχη αυτή Γραικιά,
που δεν κατάφερε, μ’ όλην την δεξιότητά της,
την Βασιλείαν ν’ αποκτήσει· μα την πήρε
σχεδόν μέσ’ απ’ τα χέρια της ο προπετής Ιωάννης.
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984) 


Η Άννα Κομνηνή (1083-1148 μ.Χ.) ήταν κόρη του Αυτοκράτορα Αλέξιου Α΄ Κομνηνού (περίοδος διακυβέρνησης 1081-1118 μ.Χ.) και της Ειρήνης Δούκαινας.
Η Άννα Κομνηνή σε μικρή ηλικία αρραβωνιάστηκε με τον Κωνσταντίνο Δούκα, τον οποίο ο πατέρας της Αλέξιος είχε ανακηρύξει συναυτοκράτορα μέχρι τη στιγμή που ο Αλέξιος απέκτησε γιο και διάδοχο, τον Ιωάννη Β΄. Ο γάμος του Κωνσταντίνου με την Άννα δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, καθώς ο Κωνσταντίνος πέθανε. Αργότερα, ο Αλέξιος θα παντρέψει την Άννα με τον Νικηφόρο Βρυέννιο, στον οποίο θα δώσει τον τίτλο του Καίσαρα.
Η μεγαλύτερη επιθυμίας της Άννας ήταν να κατακτήσει το θρόνο της αυτοκρατορίας και για το λόγο αυτό, όταν ο πατέρας της πέθανε (1118), προσπάθησε σε συνεργασία με τη μητέρα της Ειρήνη να οργανώσει συνομωσία εις βάρος του αδερφού της και νόμιμου διαδόχου Ιωάννη Β΄ Κομνηνού. Η Άννα θέλησε να προωθήσει στο θρόνο το σύζυγό της Νικηφόρο, αλλά ο ίδιος, μένοντας πιστός στον Ιωάννη, δε δέχτηκε να συμμετάσχει στα σχέδια της φιλόδοξης συζύγου του.
Η αποτυχία της συνομωσίας θα οδηγήσει την Άννα μαζί με τη μητέρα της σε απομόνωση, στην Ιερά μονή της Κεχαριτωμένης στην Κωνσταντινούπολη, όπου η Άννα θα αξιοποιήσει τις γνώσεις της για να συγγράψει την ιστορία του πατέρα της. Η «Αλεξιάδα», το ιστορικό αυτό έργο της Άννας Κομνηνή, αποτελεί μια σημαντική πηγή πληροφοριών για τα χρόνια της διακυβέρνησης του Αλέξιου Α΄ και συνάμα ένα εξαιρετικό λογοτέχνημα, μιας και η Άννα είχε βαθιά καλλιέργεια και, όπως φαίνεται, σημαντικές συγγραφικές ικανότητες.

Αλέξιος Α΄ Κομνηνός: Ο πατέρας της Άννας, Αλέξιος Α΄, από τη στιγμή που ανέλαβε την αυτοκρατορία (1081) είχε να αντιμετωπίσει πολλαπλούς κινδύνους, καθώς η αυτοκρατορία απειλούνταν από τους Νορμανδούς, από τους Σελτζούκους Τούρκους, αλλά και από τους Πετσενέγους. Με έντονη διπλωματική δραστηριότητα και με συνεχείς πολεμικούς αγώνες ο Αλέξιος κατόρθωσε να προφυλάξει την αυτοκρατορία, αντιμετωπίζοντας νικηφόρα τους αντιπάλους του. Στα χρόνια του, μάλιστα, πραγματοποιήθηκε και η Α΄ Σταυροφορία, η οποία σκοπό είχε να συνδράμει τον Αλέξιο στην προσπάθειά του να κατανικήσει τους εχθρούς του, όταν όμως οι Σταυροφόροι κατέφτασαν στην Κωνσταντινούπολη ο Αλέξιος είχε ήδη αντιμετωπίσει τους εξωτερικούς κινδύνους, γι’ αυτό και ο αυτοκράτορας, διατηρώντας συνετή στάση, αξιοποίησε τους Σταυροφόρους στέλνοντάς τους στη Μικρά Ασία να ανακαταλάβουν για λογαριασμό του εδάφη που είχαν κατακτηθεί από τους Τούρκους. Οι Σταυροφόροι με σκληρές μάχες θα επιτύχουν μέχρι και την κατάληψη της Ιερουσαλήμ, απελευθερώνοντας έτσι τους Αγίους Τόπους. Εντούτοις, ενώ αρχικά παραχωρούσαν στον Αλέξιο τα εδάφη που κατακτούσαν, την Αντιόχεια και την Ιερουσαλήμ θα τις κρατήσουν υπό τον έλεγχό τους, δημιουργώντας έτσι έναν επιπλέον κίνδυνο για τον αυτοκράτορα. Ο Αλέξιος, βέβαια, εκμεταλλευόμενος τις αδυναμίες των Σταυροφόρων θα κατορθώσει να εξουδετερώσει και αυτόν τον κίνδυνο, ενισχύοντας ακόμη περισσότερο τη δύναμη της αυτοκρατορίας.

Το ποίημα του Καβάφη

Στον πρόλογο της Aλεξιάδος της θρηνεί,
για την χηρεία της η Άννα Κομνηνή.

Στον πρόλογο της Αλεξιάδας η Άννα Κομνηνή παρουσιάζει συνοπτικά τη δικής της ιστορία, αλλά και του συζύγου της, Νικηφόρου Βρυέννιου, ο οποίος ήταν εξαιρετικά μορφωμένος και ικανότατος στρατηγός. Η Άννα μιλά με θαυμασμό για την ευγένεια του συζύγου της, για την ασυνήθιστη ομορφιά του, αλλά και για το συγγραφικό του έργο, δηλώνοντας πόσο μεγάλη απώλεια υπήρξε ο θάνατός του τόσο για την ίδια όσο και για την αυτοκρατορία που έχασε έναν τόσο σημαντικό πολίτη.


Εις ίλιγγον είν’ η ψυχή της. «Και
ρείθροις δακρύων», μας λέγει, «περιτέγγω
τους οφθαλμούς..... Φευ των κυμάτων» της ζωής της,
«φευ των επαναστάσεων». Την καίει η οδύνη
«μέχρις οστέων και μυελών και μερισμού ψυχής».

Στη δεύτερη στροφή του ποιήματος ο Καβάφης παρουσιάζει τον πόνο της Άννας Κομνηνή για το χαμό του άντρα της, παραθέτοντας μάλιστα αυτούσιες φράσεις από τον πρόλογο της Αλεξιάδας.
 Σε κατάσταση ιλίγγου βρίσκεται η ψυχή της και ποτάμια δακρύων κυλούν από τα μάτια της. Αλίμονο στις διακυμάνσεις που είχε η ζωή της και αλίμονο στις επαναστάσεις που τη σημάδεψαν. Ο πόνος που αισθάνεται για το χαμό του άντρα της την καίει μέχρι τα οστά της, μέχρι το μεδούλι των οστών της, και σχίζει την ψυχή της στα δύο.
Η Κομνηνή γράφει στον πρόλογο της Αλεξιάδας ότι παρά το γεγονός ότι ήταν πορφυρογέννητη κόρη ενός αυτοκράτορα, η ζωή της δεν υπήρξε εύκολη και όσοι νομίζουν ότι η καλή και ευγενική της γενιά σήμαινε κι ευτυχία, κάνουν λάθος. Υπέφερε πολλά και η ζωή της είχε πολλές εναλλαγές κι ενώ η ίδια θεωρούσε ότι είχε ήδη πονέσει αρκετά, αποδείχτηκε πως όλα όσα είχε ζήσει μέχρι τότε δεν ήταν παρά το προοίμιο για τον μεγαλύτερο πόνο που έμελλε να βιώσει, τον θάνατο του συζύγου της.
Η Κομνηνή αποδίδει στον Νικηφόρο εξαιρετικές αρετές, τόσο για το χαρακτήρα του και την εξωτερική του ομορφιά, όσο και για τις στρατηγικές και συγγραφικές του ικανότητες και παρουσιάζει τον εαυτό της βυθισμένο στο θρήνο για την απώλεια του υπέροχου αυτού συζύγου.

Όμως η αλήθεια μοιάζει που μια λύπη μόνην
καιρίαν εγνώρισεν η φίλαρχη γυναίκα·
έναν καϋμό βαθύ μονάχα είχε
(κι ας μην τ’ ομολογεί) η αγέρωχη αυτή Γραικιά,
που δεν κατάφερε, μ’ όλην την δεξιότητά της,
την Βασιλείαν ν’ αποκτήσει· μα την πήρε
σχεδόν μέσ’ απ’ τα χέρια της ο προπετής Ιωάννης.

Κι ενώ η Κομνηνή στον πρόλογο του βιβλίου της μοιάζει να μην μπορεί να ξεπεράσει το χαμό του άντρα της, ο Καβάφης στην τρίτη στροφή του ποιήματος έρχεται να μας αποκαλύψει πως άλλος είναι ο πραγματικός καημός της. Η Κομνηνή δεν πονά που έχασε τον άντρα της, αλλά που παρά τις προσπάθειές της δεν κατόρθωσε να κατακτήσει το θρόνο της αυτοκρατορίας και η εξουσία πέρασε στον αδερφό της, τον αυθάδη, όπως τον χαρακτηρίζει εκ μέρους της Κομνηνή ο ποιητής, Ιωάννη Β΄.
Παρά το γεγονός ότι ο Νικηφόρος Βρυέννιος υπήρξε πράγματι χαρισματικός, η Κομνηνή δεν εκτίμησε στο βαθμό που έπρεπε τις αρετές του κι αυτό γιατί ο Νικηφόρος δεν θέλησε να τη βοηθήσει να πραγματοποιήσει τα σχέδιά της. Ο θρήνος, επομένως, που περιγράφεται στον πρόλογο της Αλεξιάδας, αποδίδει επί της ουσίας τα συναισθήματα που θα έπρεπε να έχει η Κομνηνή και όχι τα συναισθήματα που εν τέλει είχε.
Ο πόνος της Κομνηνή έχει να κάνει με την ανατροπή που επήλθε στα σχέδιά της και με το γεγονός ότι ενώ θα μπορούσε να πάρει την εξουσία, δεν το κατόρθωσε. Ο Καβάφης, επομένως, παρά τις διαβεβαιώσεις της Άννας Κομνηνή για το πώς αισθάνεται, αναζητά βαθύτερα την απογοήτευσή της και δε διστάζει να αποκαλύψει τα αληθινά συναισθήματά της. Ο ποιητής, βέβαια, δεν είναι επικριτικός απέναντι στην ξεχωριστή αυτή γυναίκα, και μάλιστα πίσω από το χαρακτηρισμό «η αγέρωχη αυτή Γραικιά», μπορούμε να διακρίνουμε το θαυμασμό του για τη δυναμική αυτή Ελληνίδα.
Ο Καβάφης δεν επιχειρεί να κρίνει την Κομνηνή για τη φιλοδοξία της, ενδιαφέρεται περισσότερο να τονίσει τη δυναμικότητά της και να εκφράσει έτσι το θαυμασμό του για μια γνήσια Ελληνίδα, που ήταν πρόθυμη ακόμη και τον αδερφό της να υποσκελίσει προκειμένου να βρεθεί η ίδια στο θρόνο. Άλλωστε, η Κομνηνή -παρόλο που δεν έγινε αυτοκράτειρα- συνθέτοντας την «Αλεξιάδα», κατόρθωσε να κερδίσει μια σημαντική θέση στην ιστορία των ελληνικών γραμμάτων και να διαφυλάξει την υστεροφημία της στις επόμενες γενιές. Όπως γράφει η ίδια στον πρόλογο του έργου της, ο χρόνος που περνά βυθίζει στην αφάνεια κάθε τι σημαντικό, και η Κομνηνή θέλησε να διασώσει όχι μόνο τη μνήμη του πατέρα της Αλέξιου Α΄, αλλά και τη δική της.

Βασικό στοιχείο του ποιήματος είναι η ειρωνεία που διατρέχει του στίχους του, καθώς ο Καβάφης φροντίζει αρχικά να παρουσιάσει τα συναισθήματα της Κομνηνή, όπως τα καταγράφει η ίδια στον πρόλογο της Αλεξιάδας, κι αμέσως μετά να μας αποκαλύψει τις πραγματικές της σκέψεις -όπως αυτές προκύπτουν από τις πράξεις της για την διεκδίκηση του θρόνου-, υπονομεύοντας έτσι την ειλικρίνεια της Κομνηνή. Η εναλλαγή αυτή ανάμεσα στο πώς παρουσιάζει τα πράγματα η Κομνηνή και στο πώς είναι στην πραγματικότητα, δημιουργεί έντονη δραματική ειρωνεία.
Η Κομνηνή προτίμησε να αποκρύψει τη μεγάλη της απογοήτευση για το γεγονός ότι απέτυχε να πάρει την εξουσία στα χέρια της, και μάλιστα εξαιτίας της απροθυμίας του συζύγου της να τη βοηθήσει -του ίδιου εκείνου συζύγου που με τόση ένταση θρηνεί. Ο Καβάφης, όμως, θεωρεί ότι η αλήθεια των γεγονότων δεν μπορεί πια να αμαυρώσει την εικόνα της Κομνηνή, η οποία αν μπορεί να κατηγορηθεί για κάτι είναι ο πόθος της για την εξουσία και το θάρρος της να διεκδικήσει αυτό που ήθελε, παρόλο που ήταν γυναίκα. Αυτό, δηλαδή, που η Κομνηνή θέλει να αποκρύψει, αποτελεί, κατά τη γνώμη του ποιητή, πηγή μεγαλείου για την αγέρωχη αυτή Ελληνίδα που δεν δίστασε να αψηφήσει τη φύση της και να στοχεύσει στην κορυφή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

Ο Καβάφης, μάλιστα, αποκαλεί τον Ιωάννη «προπετή», αυθάδη, χρησιμοποιώντας λεκτική ειρωνεία, η οποία εντοπίζεται κυρίως στη διπλή ανάγνωση της λέξης. Από την οπτική των αναγνωστών η λέξη αυτή είναι ειρωνεία εις βάρος της Άννας Κομνηνή, υπό την έννοια ότι ο Ιωάννης ήταν ο νόμιμος διάδοχος του θρόνου, οπότε εκείνη που φέρθηκε με αυθάδεια ήταν η Κομνηνή που δε φάνηκε να λογαριάζει την ιεραρχία της αυτοκρατορίας. Από την οπτική όμως της Κομνηνή ο χαρακτηρισμός αυτός δεν απέχει πολύ από το πώς έβλεπε τον αδερφό της, καθώς η ίδια ως το πρώτο παιδί του Αλέξιου είχε χρηστεί συμβασίλισσα και θα διαδεχόταν τον πατέρα της στο θρόνο, γεγονός που άλλαξε με τη γέννηση του αδερφού της. Η Κομνηνή, παρά την αλλαγή στη σειρά διαδοχής, δεν έπαψε ποτέ να θεωρεί τον εαυτό της ως πρώτο διάδοχο του θρόνου, κάτι που θα ήταν πραγματικότητα, αν δεν υπήρχε αυτή η διάκριση εις βάρος των γυναικών.

Κωνσταντίνος Καβάφης «Ο Ιωάννης Καντακουζηνός υπερισχύει»




Τους κάμπους βλέπει που ακόμη ορίζει
με το σιτάρι, με τα ζώα, με τα καρποφόρα
δένδρα. Και πιο μακρυά το σπίτι του το πατρικό,
γεμάτο ρούχα κ’ έπιπλα πολύτιμα, κι ασημικό.

Θα του τα πάρουν — Ιησού Χριστέ! — θα του τα πάρουν τώρα.

Άραγε να τον λυπηθεί ο Καντακουζηνός
αν πάει στα πόδια του να πέσει. Λεν πως είν’ επιεικής,
λίαν επιεικής. Aλλ’ οι περί αυτόν; αλλ’ ο στρατός;—
Ή, στην κυρία Ειρήνη να προσπέσει, να κλαυθεί;

Κουτός! στο κόμμα να μπλεχθεί της Άννας —
που να μην έσωνε να την στεφανωθεί
ο κυρ Aνδρόνικος ποτέ. Είδαμε προκοπή
από το φέρσιμό της, είδαμε ανθρωπιά;
Μα ως κ’ οι Φράγκοι δεν την εκτιμούνε πια.
Γελοία τα σχέδια της, μωρά η ετοιμασία της όλη.
Ενώ φοβέριζαν τον κόσμο από την Πόλι,
τους ρήμαξεν ο Καντακουζηνός, τους ρήμαξε ο κυρ Γιάννης.

Και που το είχε σκοπό να πάει με του κυρ Γιάννη
το μέρος! Και θα τόκαμνε. Και θάταν τώρα ευτυχισμένος,
μεγάλος άρχοντας πάντα, και στεριωμένος,
αν ο δεσπότης δεν τον έπειθε την τελευταία στιγμή,
με την ιερατική του επιβολή,
με τες από άκρου εις άκρον εσφαλμένες του πληροφορίες,
και με τες υποσχέσεις του, και τες βλακείες. 



Ιστορικό πλαίσιο
Ο Ιωάννης ΣΤ΄ Καντακουζηνός, γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, υπήρξε ένας από τους πιο έμπιστους και αφοσιωμένους συνεργάτες του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Γ΄ Παλαιολόγου. Όταν τον Ιούνιο του 1341 πέθανε ο Ανδρόνικος Γ΄, χωρίς να έχει ορίσει διάδοχο, ο Ιωάννης Καντακουζηνός ανέλαβε ανεπισήμως την αντιβασιλεία, με την πρόθεση να διαφυλάξει τα δικαιώματα του ανήλικου Ιωάννη Ε΄, γιου του Ανδρόνικου.
Ο Καντακουζηνός δε θέλησε να ανακηρυχθεί αυτοκράτορας εκείνη την εποχή, θεωρώντας ίσως πως δεν συνέτρεχαν ικανοί λόγοι που να δικαιολογούν μια τέτοια απόφαση. Ωστόσο, όταν τον αμέσως επόμενο μήνα κι ενώ ο ίδιος απουσίαζε σε στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Θράκη έγινε μια συντονισμένη προσπάθεια καθαίρεσής του από άλλους διεκδικητές της αντιβασιλείας, ο ικανός αυτός στρατηγός αποφάσισε πως έπρεπε να υπερασπιστεί τη θέση του.
Οι άμεσοι ανταγωνιστές του Καντακουζηνού ήταν: ο Ιωάννης ΙΔ΄ Καλέκας, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος θεωρούσε εύλογη την κατοχή του Πατριαρχικού και του βασιλικού αξιώματος από το ίδιο πρόσωπο, ο επί κεφαλής του Βυζαντινού στόλου Αλέξιος Απόκαυκος, ο οποίος αν και προερχόμενος από ταπεινή καταγωγή είχε κατορθώσει να πλουτίσει λαμβάνοντας ολοένα και υψηλότερα αξιώματα, και η μητέρα του ανήλικου Ιωάννη, η Άννα της Σαβοΐας. Η Άννα, που ανήκε στον τότε ισχυρό οίκο της Σαβοΐας -η οικογένειά της ήλεγχε μια ευρύτατη περιοχή μεταξύ της σημερινής Ιταλίας και Γαλλίας-, επηρεασμένη από τον Πατριάρχη Καλέκα θεώρησε πως ο Καντακουζηνός αποτελούσε σημαντική απειλή για τα δικαιώματά της, γεγονός που την ώθησε να αξιοποιήσει τη δύναμη που της παρείχε η θέση της για να πολεμήσει τον μέχρι πρότινος στενό συνεργάτη του συζύγου της.
Η διεκδίκηση της αντιβασιλείας κλιμακώθηκε γρήγορα σ’ έναν καταστροφικό εμφύλιο πόλεμο που διήρκησε από το 1341 μέχρι το 1347 και έληξε με την επικράτηση του Ιωάννη Καντακουζηνού. Το Μάιο του 1347 ο Καντακουζηνός θα στεφθεί στην Κωνσταντινούπολη συναυτοκράτορας του Ιωάννη Ε΄, σε μια τελετή που θα φανερώσει την πλήρη εξαθλίωση στην οποία είχε φτάσει η αυτοκρατορία θέμα που πραγματεύεται ο Καβάφης στο ποίημά του «Από υαλί χρωματιστό».
Ο Ιωάννης Καντακουζηνός θα διατηρήσει τη θέση του για μόλις επτά χρόνια, αφού το Δεκέμβρη του 1354 θα αναγκαστεί να παραιτηθεί υπέρ του νόμιμου διαδόχου Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου. Παρά την έως ένα βαθμό πραγματική αφοσίωση του Καντακουζηνού στον Ιωάννη Ε΄, τον οποίο μάλιστα είχε παντρέψει με την κόρη του Ελένη, τόσο οι προστριβές του νεαρού Παλαιολόγου με το γιο του Καντακουζηνού Ματθαίο, όσο κι οι μεταξύ των δύο αυτοκρατόρων αντιπαλότητες έφεραν την αυτοκρατορία και πάλι στα πρόθυρα του εμφυλίου πολέμου με τους δύο αυτοκράτορες να εμπλέκουν στις εχθροπραξίες τους ξένες δυνάμεις. Στην πρόσκληση του Ιωάννη Ε΄ στους Σέρβους για να τον βοηθήσουν, ο Ιωάννης ΣΤ΄ απαντά με πρόσκληση των Τούρκων.
Η συνεργασία του Καντακουζηνού με τους Τούρκους είχε άλλωστε ξεκινήσει ήδη από την περίοδο του πολυετούς εμφυλίου πολέμου (1341-1347), κατά την οποία ο επίδοξος αυτοκράτορας είχε αποταθεί τόσο στον εμίρη του Αιδινίου Ουμούρ -με τον οποίο συνεργαζόταν παλιότερα και ο Ανδρόνικος Γ΄-, όσο και στον σουλτάνο Ορχάν, τον οποίο και πάντρεψε με την κόρη του Θεοδώρα. Οι συνεργασίες αυτές, αν και προσέφεραν βοήθεια στον Καντακουζηνό επιτρέποντάς του να κυριαρχήσει έναντι των εσωτερικών του αντιπάλων, έφεραν εντούτοις τους Τούρκους στη Θράκη και τους προσέφεραν την ευκαιρία μιας καταστροφικής λεηλασίας της περιοχής.
Η σκέψη πως η έντονη επιθυμία του Ιωάννη Καντακουζηνού να καταλάβει το βυζαντινό θρόνο στάθηκε αφορμή να περάσουν οι Τούρκοι στη Θράκη και στη Μακεδονία είχε διατυπωθεί ήδη από εκείνα τα χρόνια, κι είχε λάβει ως απάντηση, από τον ίδιο τον Καντακουζηνό πως η δική του συνεργασία με τους Τούρκους ήρθε κατ’ ανάγκη ως απάντηση στη συνεργασία των αντιπάλων του με τους Σέρβους και τους Βουλγάρους.
Ο Ιωάννης Καντακουζηνός μετά την παραίτησή του από το Βυζαντινό θρόνο θα περάσει τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του ως μοναχός (πεθαίνει το 1383), συνεχίζοντας όμως να ασκεί επιρροή στον Ιωάννη Ε΄ ως σύμβουλός του.

Το ποίημα
Η επιλογή του Κωνσταντίνου Καβάφη να αφιερώσει δύο από τα ποιήματά του («Ο Ιωάννης Καντακουζηνός υπερισχύει» και «Από υαλί χρωματιστό») στον Ιωάννη Καντακουζηνό φανερώνει από μόνη της μια συμπάθεια του ποιητή προς τον βυζαντινό αυτοκράτορα. Παρά το γεγονός πως η δράση του είχε και σημαντικά αρνητικές επιπτώσεις για την καταρρέουσα αυτοκρατορία, οι στρατηγικές ικανότητές του, η αφοσίωσή του στον Ανδρόνικο Γ΄, αλλά και εν μέρει στον Ιωάννη Ε΄, κι η επίμονη άρνησή του να αφήσει τον έλεγχο στα χέρια της πολιτικά αδέξιας Άννας της Σαβοΐας, συνθέτουν το προφίλ ενός ανθρώπου που είχε υπό προϋποθέσεις τη δυνατότητα να ευνοήσει σε μεγάλο βαθμό την αυτοκρατορία.
Ο ποιητής, στο αφηγηματικό αυτό ποίημα, αποφεύγει τις λεπτομέρειες της επικράτησης του Καντακουζηνού στον ολέθριο εμφύλιο πόλεμο και παρουσιάζει το γεγονός της νίκης του μέσα από τα μάτια ενός πλούσιου γαιοκτήμονα που παρασυρμένος απ’ το δεσπότη της περιοχής του συντάχθηκε την τελευταία στιγμή με την παράταξη της Άννας της Σαβοΐας.
Το ποίημα, άλλωστε, λειτουργεί κυρίως ως ένα ειρωνικό σχόλιο για τους ανθρώπους εκείνους που σε κάθε πολιτική αναμέτρηση αποζητούν τρόπο για να τεθούν με το μέρος των νικητών. Πολίτες χωρίς κανένα εσωτερικό έρεισμα που ενδιαφέρονται αποκλειστικά και μόνο για το προσωπικό τους συμφέρον. Λαμβάνοντας ελάχιστα ή καθόλου υπόψη τους το ποιος θα εξυπηρετούσε καλύτερα τις ανάγκες της πολιτείας, αποφασίζουν με βασικό κριτήριο το ποιος έχεις τις περισσότερες πιθανότητες να επικρατήσει, ώστε να πάρουν το δικό του μέρος και άρα να έχουν την ελπίδα μιας μελλοντικής εύνοιας.

Τους κάμπους βλέπει που ακόμη ορίζει
με το σιτάρι, με τα ζώα, με τα καρποφόρα
δένδρα. Και πιο μακρυά το σπίτι του το πατρικό,
γεμάτο ρούχα κ’ έπιπλα πολύτιμα, κι ασημικό.

Θα του τα πάρουν — Ιησού Χριστέ! — θα του τα πάρουν τώρα.

Παρόλο που ο Καβάφης δεν αναφέρεται στις πολύ αρνητικές πτυχές της εμφύλιας διαμάχης, εντούτοις δεν αντικρίζει το γεγονός με την αθώα ή ρομαντική σκέψη πως ο Καντακουζηνός είναι εντελώς άδολος και πως μπήκε σ’ αυτό τον πόλεμο με αγαθές μόνο προθέσεις. Από τις πρώτες κιόλας στροφές του ποιήματος γίνεται σαφές πως οι αντίπαλοι του νέου αυτοκράτορα θα υποστούν τις συνέπειες της λανθασμένης επιλογής τους. Όσοι πήραν το μέρος της Άννας, θα χάσουν τις περιουσίες τους, όπως αντίστοιχα στην αρχή της σύρραξης, οι πλούσιοι υποστηρικτές του Καντακουζηνού έχασαν τις δικές τους. Ας σημειωθεί άλλωστε πως οι βασικοί υπέρμαχοί του ήταν οι αριστοκράτες, οι οποίοι στις μεγάλες πόλεις και ιδίως στη Βασιλεύουσα ήρθαν αντιμέτωποι με το μένος του πλήθους.

Άραγε να τον λυπηθεί ο Καντακουζηνός
αν πάει στα πόδια του να πέσει. Λεν πως είν’ επιεικής,
λίαν επιεικής. Aλλ’ οι περί αυτόν; αλλ’ ο στρατός;—
Ή, στην κυρία Ειρήνη να προσπέσει, να κλαυθεί;

Η αναφορά στην επιείκεια του Καντακουζηνού είναι βέβαια ένα φανέρωμα της εύνοιας του ποιητή απέναντι στον ισχυρό αριστοκράτη και ιστορικό που έφτασε να γίνει αυτοκράτορας του Βυζαντίου, δεν απέχει όμως πολύ από την αλήθεια, καθώς ο Καντακουζηνός επέδειξε σε αρκετές περιπτώσεις ανωτερότητα στην αντιμετώπιση των εχθρών του, με σαφέστερο παράδειγμα το γεγονός ότι δεν έλαβε κανένα εκδικητικό μέτρο απέναντι στην Άννα της Σαβοΐας. Ο πολιτικός του αντίπαλος λοιπόν, έντονα φοβισμένος για το μέλλον της περιουσίας του, σκέφτεται να πέσει στα πόδια του και να τον παρακαλέσει για έλεος. Σκέφτεται εντούτοις πως ο αυτοκράτορας δεν αποφασίζει πάντοτε μόνος του καθώς υπάρχουν γύρω του οι σύμβουλοί του, οι άνθρωποι που τον έχουν στηρίξει και τώρα έχουν μερίδιο στη λήψη αποφάσεων, αλλά και ο στρατός που αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη επιρροή, ιδίως στην προκειμένη περίπτωση που ο αυτοκράτορας έλαβε το θρόνο μέσα από συνεχείς πολεμικές αναμετρήσεις.
Η εξάρτηση του εκάστοτε αυτοκράτορα και πολιτικού ηγέτη από τους ανθρώπους του περιβάλλοντός του είναι δεδομένη, μιας και η απόκτηση της εξουσίας δεν επιτυγχάνεται ποτέ απ’ το μεμονωμένο άτομο, αλλά από μια ομάδα στενών συνεργατών, οι οποίοι εύλογα διεκδικούν και αποκτούν λόγο στα της διακυβέρνησης. Σε ό,τι αφορά μάλιστα την εποχή του Βυζαντίου, βασικό ρόλο διαδραμάτιζε πολύ συχνά και η σύζυγος του αυτοκράτορα, η οποία ανήκε συνήθως σε κάποια σημαντική οικογένεια και είχε έτσι όχι μόνο τη δυνατότητα επιρροής ως γυναίκα, αλλά και ως εκπρόσωπος κάποιας άλλης πηγής εξουσίας και δύναμης. Εν προκειμένω η σύζυγος του Ιωάννη Καντακουζηνού, η Ειρήνη, ήταν κόρη του Ανδρόνικου Ασάν που είχε οριστεί ως επίτροπος της Πελοποννήσου και είχε κατορθώσει να επαναφέρει υπό τον έλεγχο του Βυζαντίου πολλές από τις εκεί περιοχές. Πολύ περισσότερο η Ειρήνη ήταν εγγονή του Ιωάννη (Ιβάν) Ασάν του Γ΄, τσάρου των Βουλγάρων.

Κουτός! στο κόμμα να μπλεχθεί της Άννας —
που να μην έσωνε να την στεφανωθεί
ο κυρ Aνδρόνικος ποτέ. Είδαμε προκοπή
από το φέρσιμό της, είδαμε ανθρωπιά;
Μα ως κ’ οι Φράγκοι δεν την εκτιμούνε πια.
Γελοία τα σχέδια της, μωρά η ετοιμασία της όλη.
Ενώ φοβέριζαν τον κόσμο από την Πόλι,
τους ρήμαξεν ο Καντακουζηνός, τους ρήμαξε ο κυρ Γιάννης.

Ο πλούσιος γαιοκτήμονας αγανακτεί με τον εαυτό του και την επιλογή του να πάει με το μέρος της Άννας της Σαβοΐας, της γυναίκας του Ανδρόνικου Γ΄ και μητέρας του Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου. Μετανιώνει κυρίως γιατί η παράταξή της ηττήθηκε, αλλά και κατά δεύτερο λόγο γιατί η ίδια δεν υπήρξε ποτέ ένα άτομο αρκετά αξιόλογο.
Η Άννα δεν κατόρθωσε να κερδίσει την απόλυτη εκτίμηση των Βυζαντινών διότι ερχόμενη έφερε μαζί της μια μεγάλη συνοδεία δυτικών και μαζί τους πολλές από τις συνήθειες της πατρίδας της, χωρίς ποτέ η ίδια να υιοθετήσει πλήρως τους ελληνικούς τρόπους. Παρέμεινε ελλιπώς εξελληνισμένη μεν, αλλά σταδιακά έχασε και την εκτίμηση των δυτικών διότι δεν κατόρθωσε να εξυπηρετήσει τα σχέδια της Δυτικής Εκκλησίας για τον προσεταιρισμό του συζύγου της Ανδρόνικου Γ΄. Αντιθέτως, η Άννα της Σαβοΐας βρέθηκε να προσφέρει οικονομική ενίσχυση σε ορθόδοξες εκκλησίες, επιβεβαιώνοντας έτσι τη ρήση του Πάπα Ιωάννη ΚΒ΄ ότι είναι πιο πιθανό να ασπασθεί η γυναίκα τη θρησκεία του συζύγου της, και όχι το αντίστροφο.
Η Άννα της Σαβοΐας προκειμένου να αντιμετωπίσει επιτυχώς τον Ιωάννη Καντακουζηνό στράφηκε για βοήθεια προς τους Σέρβους, τους Βούλγαρους και τους Τούρκους, δεν κατόρθωσε όμως να δημιουργήσει τόσο ισχυρές συμμαχίες όσο ο αντίπαλός της. Έτσι, παρά τις πιθανές διαβεβαιώσεις πως θα κατορθώσει να επικρατήσει έναντι του Καντακουζηνού, εκείνος με τη βοήθεια κυρίως των Τούρκων ρήμαξε τους αντιπάλους του –ρήμαξε ωστόσο και τους αγρότες της Θράκης.
Η αρνητική εικόνα που αποδίδεται στην Άννα της Σαβοΐας οφείλεται ως ένα βαθμό και στην υπέρμετρη προσπάθεια που κατέβαλε η αυτοκράτειρα για τη διατήρηση της εξουσίας όσο διαρκούσε η σύγκρουσή της με τον Ιωάννη Καντακουζηνό. Χαρακτηριστικό ως προς αυτό είναι το ακόλουθο χωρίο από την Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους του GOstrogorsky:
«Σίγουρος για τη νίκη του ο Καντακουζηνός στέφθηκε αυτοκράτορας στην Αδριανούπολη στις 21 Μαΐου 1346. Η στέψη αυτή, που τέλεσε ο πατριάρχης Ιεροσολύμων, είχε σκοπό να νομιμοποιήσει την αναγόρευση του Διδυμοτείχου, η οποία είχε γίνει αφορμή για να εκραγεί ο εμφύλιος πόλεμος το 1341. Η εξουσία της αυτοκράτειρας Άννας είχε περιορισθεί στην πρωτεύουσα και στα περίχωρά της. Ωστόσο η φιλόδοξη αυτή γυναίκα δεν εγκατέλειψε τον αγώνα. Οι διαπραγματεύσεις της με τους Τούρκους έφεραν τελικά αποτέλεσμα και το καλοκαίρι του 1346 εμφανίστηκαν 6.000 Σελτζούκοι από το εμιράτο του Saruchan. Αντί όμως να στραφούν εναντίον του Καντακουζηνού εισέβαλαν στη Βουλγαρία, όπου τους περίμενε πλουσιότερη λεία από όσο στη λεηλατημένη Θράκη, και στην επιστροφή τους κατέστρεψαν και λεηλάτησαν τα περίχωρα της Κωνσταντινουπόλεως. Δεν έφερε επίσης κανένα αποτέλεσμα και η στροφή της αυτοκράτειρας την τελευταία στιγμή προς τους ησυχαστές, με την απομάκρυνση του πατριάρχη Ιωάννη Καλέκα (στις 2 Φεβρουαρίου του 1347), την αποφυλάκιση του Παλαμά και την άνοδο στον πατριαρχικό θρόνο του οπαδού του Ισιδώρου. Στις 3 Φεβρουαρίου 1347 άνοιξαν στον Καντακουζηνό οι πύλες της Κωνσταντινουπόλεως. Η φρουρά της πόλεως τάχθηκε μαζί του και η αυτοκράτειρα αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τον αγώνα.»

Και που το είχε σκοπό να πάει με του κυρ Γιάννη
το μέρος! Και θα τόκαμνε. Και θάταν τώρα ευτυχισμένος,
μεγάλος άρχοντας πάντα, και στεριωμένος,
αν ο δεσπότης δεν τον έπειθε την τελευταία στιγμή,
με την ιερατική του επιβολή,
με τες από άκρου εις άκρον εσφαλμένες του πληροφορίες,
και με τες υποσχέσεις του, και τες βλακείες. 

Στην καταληκτική στροφή του ποιήματος κορυφώνεται η ειρωνεία του ποιητή απέναντι στον πλούσιο γαιοκτήμονα, ο οποίος παρουσιάζεται εκ των υστέρων να παραδέχεται πως μέχρι και την τελευταία στιγμή είχε σαφή πρόθεση να πάει με το μέρος του κυρ Γιάννη. (Η λαϊκή αυτή προσφώνηση του αυτοκράτορα έρχεται να δείξει την οικειότητα που αισθάνονταν οι πολίτες απέναντί του, τον οποίο σε αντίθεση με την ξενόφερτη αυτοκράτειρα Άννα τον εκλαμβάνουν ως δικό τους άνθρωπο.)
Ο λόγος που άλλαξε γνώμη κι έχασε έτσι την ευκαιρία να έχει εγγυημένη τη διατήρηση της περιουσίας του ήταν η παρέμβαση του δεσπότη, ο οποίος έχοντας τάχα σίγουρες πληροφορίες για την επικράτηση της Άννας και με διάφορες άλλες υποσχέσεις, τον έκανε τελικά να αγνοήσει την αρχική του πρόθεση. Η παρέμβαση του κληρικού, οι υποσχέσεις και οι «βλακείες» που με τόση ευκολία δίνονται όσο ακόμη η διαμάχη είναι αμφίρροπη, αντανακλούν μια διαχρονική κατάσταση στα πολιτικά πράγματα. Η διεκδίκηση της εξουσίας δε βασίζεται στην πραγματική προσφορά και στο ουσιαστικό όφελος που έχει κάποιος να προσφέρει στην πολιτεία, αλλά στη δυνατότητα δελεασμού όσο το δυνατόν περισσότερων υποστηρικτών, πάντοτε με ανταλλάγματα και υποσχέσεις.
Η πρόθεση του ποιητή να στηλιτεύσει το ευμετάβολο των καιροσκόπων πολιτών που στρέφονται κατά περίσταση προς τη μεριά του πιθανότερου διεκδικητή της εξουσίας, εξυπηρετεί συνάμα και τη θέλησή του να μνημονεύσει τον Ιωάννη Καντακουζηνό. Με δεδομένο πως μια τέτοια συμπεριφορά θα μπορούσε να αντληθεί από οποιαδήποτε ιστορική συγκυρία, η επιλογή της συγκεκριμένης περιόδου αποκτά μεγαλύτερη σημασία. Ο Καβάφης θέλγεται απ’ την προσωπικότητα του δυναμικού διεκδικητή του βυζαντινού θρόνου και του αφιερώνει τον έμμεσο αυτό έπαινο με τη μνεία της επικράτησής του.

Από υαλί χρωματιστόΑναγνωρισμένα
Εκτύπωση
Πολύ με συγκινεί μια λεπτομέρεια
στην στέψιν, εν Βλαχέρναις, του Ιωάννη Καντακουζηνού
και της Ειρήνης Aνδρονίκου Aσάν.
Όπως δεν είχαν παρά λίγους πολυτίμους λίθους
(του ταλαιπώρου κράτους μας ήταν μεγάλ’ η πτώχεια)
φόρεσαν τεχνητούς.  Ένα σωρό κομμάτια από υαλί,
κόκκινα, πράσινα ή γαλάζια. Τίποτε
το ταπεινόν ή το αναξιοπρεπές
δεν έχουν κατ’ εμέ τα κομματάκια αυτά
από υαλί χρωματιστό. Μοιάζουνε τουναντίον
σαν μια διαμαρτυρία θλιβερή
κατά της άδικης κακομοιριάς των στεφομένων.
Είναι τα σύμβολα του τι ήρμοζε να έχουν,
του τι εξ άπαντος ήταν ορθόν να έχουν
στην στέψι των ένας Κυρ Ιωάννης Καντακουζηνός,
μια Κυρία Ειρήνη Aνδρονίκου Aσάν.
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984) 


Σταυρούλα Δημητρίου, Η ψυχή του καθρέφτη (πεζογράφημα)



Σταυρούλα Δημητρίου, Η ψυχή του καθρέφτη (πεζογράφημα)
εκδ. οίκος Α.Α. Λιβάνη, 2009, σσ. 175

Ό,τι είχε παρατηρηθεί ως ιδιαιτέρως αξιοθαύμαστο, μεταξύ άλλων, στο συνταρακτικό χρονικό (μυθιστόρημα) της Σταυρούλας Δημητρίου Η χώρα του κασσίτερου, το προηγούμενο πεζογράφημά της, που είχε κυκλοφορήσει επίσης από τις εκδόσεις Α.Α. Λιβάνη (2005) και το είχε αγκαλιάσει μ’ ενθουσιασμό η κριτική, ήταν ο εμβληματικός γλωσσικός πλούτος, η απολύτως ευπρόσδεκτη καίτοι χωρίς γλωσσάρι και συγχρόνως αναπάντεχα παραγωγική γλωσσική βαβέλ, στο μέτρο ενός συμφυρμού κοινωνιών και θρησκειών, Χριστιανών και Μουσουλμάνων, Ελλήνων και Τσάμηδων, Εβραίων και γύφτων, Τούρκων και Βλάχων…
Κάτι ανάλογο σ’ ό,τι αφορά τη γλώσσα, αλλά και αντίστοιχες ιδιότητες και πλεονεκτήματα του προηγούμενου έργου (βιωματική σύνδεση με τη Θεσπρωτία και επίκεντρο τους Φιλιάτες –τη γενέθλια γη της Σταυρούλας Δημητρίου–, σύνδεση ιστορίας και μυθοπλασίας, αριστοτεχνική εξέλιξη του μύθου, επικός βηματισμός της αφήγησης), μπορεί να παρατηρηθεί και στο ανά χείρας πεζογράφημα. Αν αλλάζει κάτι, αυτό είναι ο χρόνος.
Στο νέο, «γοτθικό» πεζογράφημα της Σταυρούλας Δημητρίου ο χρόνος δεν τοποθετείται στις παραμονές του πολέμου του ’40 μέχρι και τον Εμφύλιο, αλλά έναν αιώνα και αρκετά περισσότερο πιο πίσω, στο σωτήριο έτος 1814 (σημ.: έτος Εγίρας 1229, όπου για τους Μουσουλμάνους η Εγίρα, η ημέρα της εξόδου του Προφήτη προς τη Μεδίνα, έτος 622, αποτελεί αρχή χρονολογίας), στο Φιλάτ (ίσως αρχαιοτάτη ονομασία των Φιλιατών), στην πόλη-μυστήριο στο χωροχρόνο της «Χερσαίας Δυτικής Αρβανιτίας», με πρωταγωνιστές Φράγκους, Μωαμετάνους, βαφτισμένους, κρυπτοχριστιανούς, Οβριούς… και μ’ ένα γλωσσάρι δώδεκα μόνο απαραίτητων λέξεων, καθώς και με λίγες υποσημειώσεις με ερμηνείες φράσεων τούρκικων ή αρβανίτικων και με πραγματολογικά στοιχεία.
[…]
Η εξαιρετικά χαρισματική, δραματική, επιβλητική και σπαρακτικά ειλικρινής γραφή της Σταυρούλας Δημητρίου (αναφέρομαι τώρα και στα δύο πεζογραφήματά της) αποτελεί ένα παράδοξο, γοητευτικό και σχεδόν αυτόνομο λογοτεχνικό και γλωσσικό εργαστήριο, που δεν ανησυχεί στη σύγκριση με ό,τι καλύτερο έχει να επιδείξει η σύγχρονη πεζογραφία μας. Με αφηγηματική και γλωσσική δεξιοτεχνία, με στιβαρό μπαρόκ ύφος, το οποίο ισορροπεί απόλυτα με την τρυφερότητα και με τους κραδασμούς των συναισθημάτων, η Χώρα του κασσσίτερου και η Ψυχή του καθρέφτη μας βοηθούν ν’ αποκρυπτογραφήσουμε πειστικά τουλάχιστον μερικά απ’ τ’ ανομολόγητα πάθη της ανθρώπινης ψυχής και μερικές απ’ τις ανθρώπινες νευρώσεις, ιδίως όταν ένας τόπος στενάζει για κάποιο συγκεκριμένο λόγο (πόλεμος στο πρώτο μυθιστόρημα, λοιμός στο δεύτερο).
Καθώς όσο περνούν τα χρόνια όλο και πιο δύσκολα με «κρατούν» τα περισσότερα βιβλία, οφείλω να ομολογήσω ότι η πεζογραφία της Σταυρούλας Δημητρίου μ’ έχει συναρπάσει, και το γράφω αληθινά.
Η Σταυρούλα Δημητρίου γεννήθηκε στους Φιλιάτες Θεσπρωτίας. Από τις εκδόσεις Α.Α. Λιβάνη έχουν κυκλοφορήσει επίσης δύο ποιητικές συλλογές της.

Δημήτρης Κονιδάρης

Η Σταυρούλα Δημητρίου γεννήθηκε στη Θεσπρωτία, μεγάλωσε και σπούδασε στην Αθήνα. Απόφοιτος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, εισήχθη το 1983 στο Δικαστικό Σώμα. Από τότε υπηρετεί στο Πρωτοδικείο Αθήνας κατέχοντας σήμερα το βαθμό του Προέδρου Πρωτοδικών. Η ενασχόλησή της με την Ποίηση ξεκινάει από τα φοιτητικά της χρόνια. Θεωρεί ότι η Ποίηση δεν είναι υπόθεση ιδιωτική και μάλιστα, όπως λένε, αποσυρμένη. Είναι η προσέγγιση στα ορώμενα και στα δρώμενα μέσα από τη μέθοδο της παρατήρησης, η οποία εκφράζεται με το φιλοτεχνημένο λόγο. Γι' αυτό η Ποίηση πρέπει και να λέγεται και να γράφεται. Όσο για τη Δικαιοσύνη και την Ποίηση, αρχέγονες έννοιες και οι δύο, η ίδια πιστεύει πως οι δρόμοι τους πολλές φορές συγκλίνουν.

Παρουσίαση της ποιητικής συλλογής του Μανόλη Πολέντα "Βροχή στο Ναύπλιο και άλλα ποιήματα"



Ο ρ/σ 105,5 Στο Κόκκινο και οι εκδόσεις Ταξιδευτής σας προσκαλούν στην παρουσίαση της ποιητικής συλλογής του Μανόλη Πολέντα "Βροχή στο Ναύπλιο και άλλα ποιήματα"

Την Κυριακή 22 Νοεμβρίου στις 7 μ.μ στο polis art café, Στοά Πεζμαζόγλου
Για το σύνολο του έργου του ποιητή θα μιλήσει ο κριτικός λογοτεχνίας, Σάββας Μιχαήλ

Για τον ποιητή θα μιλήσει ο συγγραφές Βαγγέλης Ραπτόπουλος
Εισηγητής και συντονιστής ο κριτικός λογοτεχνίας, Νίκος Κουρμουλής
Στην εκδήλωση θα εκτεθεί και η σειρά με τους πίνακες του Μίλτου Μιχαηλίδη, ένας εκ των οποίων κοσμεί το εξώφυλλο του βιβλίου και θα προβληθούν βίντεο με τον ποιητή να διαβάζει ποίηση δημοσίως.

Ο βιρτουόζος της κλασσικής κιθάρας Γιώργος Τοσικιάν θα παίξει μικρές συνθέσεις του Yann Tiersen και του Γιώργου Βαρσαμάκη.