Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2015

Cesar Baltag, Το πρόσωπο του μονόκερου

| μετφ: Δημήτρης Κανελλόπουλος

Πηγή:https://fteraxinasmag.wordpress.com/


roma
Μια πόρτα, περίπου ούτε η πόρτα, μόνο το κατώφλι,
μόνο το κενό αυτής της πόρτας μέσα σε ένα άδειο πεδίο.
Όποιος περνά μέσα από αυτό διασπάται, μισά φαντάσματα τον διαπερνούν.
Ο κόσμος είναι ένα πιρούνι με δύο τεράστια δόντια.
Εδώ είναι ο τόπος όπου γεννήθηκε η δίδυμη σφαίρα. Όλοι οι δρόμοι χωρίζουν.
Η φωτιά όταν χωρίζει από σένα μπορεί να είναι μεθυσμένη.
Το ψωμί όταν χωρίζεται στα δυο, γίνεται αλμυρό.
Η εικόνα παρατηρεί. Η εικόνα παρατηρείται.
Ήχος, ας πάμε πιασμένοι απ’ το χέρι! Ο καθρέφτης χώρισε τον κόσμο.

[από την συλλογή: Ο Μονόκερος στον καθρέφτη]
***
Ξενοδοχείο
Δωμάτιο 3210. Ορίστε το κλειδί, παρακαλώ.
Πάρτε τον αριστερό ανελκυστήρα
Καλησπέρα σας, κύριε
Καλησπέρα, κύριοι
Εγώ ανεβαίνω στο δωμάτιο για να ξεκουραστώ λιγάκι.
Θα είμαι κάτω σε δεκαπέντε λεπτά.
Θα ιδωθούμε κάτω. Θα ιδωθούμε πάνω.
Δεν θα ξαναϊδωθούμε ποτέ.

Τέλος. Έκλεισε η πόρτα καλά;
Μια πόρτα
Δεν κλείνει πίσω
απ’ αυτόν τον κόσμο

Ο γείτονας από δεξιά κατέβηκε
ούτε στο δωμάτιο αριστερά
υπάρχει κάποιος άλλος. Από
αυτό το πάτωμα όλοι
έχουν φύγει

Ε, ρεσεψιόν! Πού πήγαν όλοι;
Υπάρχει καμιά σύσκεψη κάπου εδώ
απόψε;

Μόλις πριν από λίγο ο διάδρομος
ήταν
ασφυκτικά γεμάτος από ανθρώπους.
Κύριε,
το ξενοδοχείο είναι άδειο

Πάμε έξω. Και η πόλη είναι έρημη.
Πώς πέρασε ο καιρός, κύριε,
Δεν στάθηκα ούτε δέκα λεπτά
και άρχισαν
οι διακοπές.
Ναι, οι διακοπές. Μπορεί επιτέλους
αναπνέουμε.
Έφυγε κι ο Θεός για διακοπές

Αντίο, Κύριε. Θα ιδωθούμε σε μια άλλη
σε μια άλλη διάσταση
Αντίο.
Ο κόσμος είναι σε διακοπές.
Ο κόσμος ήταν.
Κάτι ήταν σε κάθε περίπτωση.
Ήταν με σιγουριά κάτι
Σ’ όλο το διάστημα αυτό.

Ω, αν μπορούσαμε να θυμηθούμε
ό, τι…
Διάλογος στην ακτή

Ιδού, σου δίνω μια λέξη
Και μ’ αυτήν σού χαρίζω τον κόσμο
Και δεν σου ζητώ τίποτα
μονάχα
να θυμάσαι την Λέξη.
Μόνο.

Σου δίνω την γνώση
για να ανακτήσεις όλα όσα θα χαθούν
εσύ δώσε μου το γέλιο
σου
για πάντα

Έτσι όπως οι μέρες
ξαφνικά θα αρχίσουν να πετούν
έτσι όπως
το σμήνος
θα βρίσκεται όλο πάνω από όλα

Σου δίνω τις φτερούγες
να το ακολουθήσεις
εσύ δώσε μου μονάχα το τελευταίο σου
δάκρυ.

Μονάχα
Τώρα τέλος.
Έφτασα στο τελευταίο σκαλοπάτι.

Θα σου την νύχτα του κόσμου.
Εσύ δώσε μου μόνο την μεγάλη σου
κούραση.

Μόνο.
Σου δίνω τη φλόγα
εσύ δώσε μου μονάχα τον τελευταίο χτύπο
της καρδιάς σου.
Θα σου δώσω πίσω τον κόσμο
που έχεις χάσει.
Εσύ πες μου μόνο
την Λέξη
που σε πείθει.
Την Λέξη
μόνο.

[από τη συλλογή: Ακτή Διαλόγου, 1985]
***
Ο πόνος που είχαμε ξεχάσει
Ονειρεύτηκα κύματα ουρλιάζοντας, φίδια
σηκώνοντας και το κεφάλι
όπως κι όταν θα ‘θελα να μαντέψω αμέσως
όπως
περιστρέφεται η γη
ανάμεσα στα αστέρια.
Τα άλογα των δασών χαμογελούν.
Οι λόφοι στο κατώφλι το απόβραδο.
Τα ρείκια ικετευτικά
σε μια γλώσσα σε μας παραδομένη
εδώ, στη γη.
Ρίζες πίνοντας την οργή
δάκρυα των βράχων
τα μυρμήγκια παίρνοντας στις γνάθους των
πυρακτωμένα άχυρα της θέλησής των
αδυσώπητα
και εξαφανίζονται.
Ονειρεύτηκα τις πέτρες τρέχοντας
και μιλώντας,
τα βότανα σταματώντας κλάμα
τα αστέρια ανερχόμενα σιωπώντας,
σε σύγχυση πουλιά
αίφνης εγκαταλελειμμένα
από την πτήση, η ελαφίνα επιβραδύνοντας έκπληκτη το κυνήγι
και αναμένοντας.
Ονειρεύτηκα αράχνες φλεγόμενες.
Την αμνησία του ήλιου. Ο κρίνος
ανάμεσα στα ζώδια ουρλιάζοντας,
η τελευταία πτώση των ροδοπέταλων
η φευγαλέα στιγμή.
Ονειρεύτηκα ρωτώντας τα δέντρα.
Κι ένας κορυδαλλός πετώντας
μέσα στο ίδιο του το σώμα
σαν μέσα σε μια πυρκαγιά
πέρα απ’ τη λέξη
ολόκληρος εισβάλλει μέσα στο τραγούδι
κατεβαίνοντας μαζί του προς το έδαφος.
Και ξύπνησα απότομα
όπως θα θυμούνται
πριν φτάσει στο έδαφος
κι έτσι, όπως μου ερχόταν στο μυαλό η θύμηση
από έναν τεράστιο πόνο που είχα ξεχάσει.
Κραυγή αητού το λιόγερμα.
Τα μάτια της Σιωπής
Δεν σε καλώ με το αίμα. Με το φως μου
όχι με το στόμα.
Όχι με λόγια, αλλά με την σιωπή των κόσμων σε καλώ.
Με τα μάτια της σιωπής σε βλέπω ακόμη.
Τη λάμψη της σιωπής
κατευθύνω προς εσένα
με μια κραυγή
και σου λέω: γεννήσου και φώτισε
κι ό,τι φωτίσεις μία φορά, θα λάμπει
για πάντα
και σ’ όποιον ρίξεις το βλέμμα
δεν θα σβήσει ποτέ.

[από το περιοδικό Româniă Literară, 1990]

[Ο CEZAR BALTAG (Mălineşti Hotin 26 Ιούλίου 1939-Βουκουρέστι 26 Μαΐου 1997): Ρουμάνος ποιητής, δοκιμιογράφος και ερμηνευτής σύγχρονων πολιτιστικών ρευμάτων. Υπήρξε γιος της Margareta Baltag (Alexandrescu) και του ιερέα Porfirie Baltag. Ένας από τους σπουδαιότερους εκπροσώπους της αναβίωσης του ρεύματος του «παράδοξου» στην Ρουμανική Λογοτεχνία, παράλληλα με τους Nichita Stanescu, Marin Sorescu, Ioan Alexandru, Adrian Paunescu κ.α.]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου