γράφει και επιμελείται η Διώνη Δημητριάδου
Μια προσέγγιση στο
μυθιστόρημα «Μάρμαρα στη μέση» του Δημήτρη Νόλλα,
εκδόσεις Ίκαρος
Η αληθοφάνεια της
μυθοπλασίας είναι ένας στόχος προς επίτευξη για κάθε εργάτη της λογοτεχνίας,
στην προσπάθεια να ισοσταθμιστεί ο μύθος με την αλήθεια, το ψέμα με τη ρεαλιστική απεικόνιση της ζωής. Υπάρχουν
οπωσδήποτε πολλοί τρόποι να αποτυπωθεί αυτή η μεταμόρφωση του επινοημένου σε
φαινομενικά υπαρκτό. Άλλοτε είναι διακριτά τα ρούχα της μεταμφίεσης άλλοτε πιο
δυσδιάκριτα. Πόσο σπάνια, όμως, συναντάμε την αρχική πρόθεση του συγγραφέα
-εκεί στις αρχικές αράδες- πως πρόκειται «για την αληθοφάνεια και το ρεαλισμό»;
Κι αν αυτή η δήλωση κρύβει κάτι το κοινότοπο για τον
προσεκτικό αναγνώστη της λογοτεχνίας, μια κοινή παραδοχή, ας πούμε, ένα κοινό
μυστικό, που του επιτρέπει να βυθίζεται στις σελίδες ενός μυθιστορήματος με την
ψευδαίσθηση της επινοημένης αλήθειας των
γεγονότων, πόσο θα ξαφνιαστεί στην προκειμένη περίπτωση, όταν στις πρώτες δέκα
σελίδες θα μείνει εκστατικός μπροστά στη περιγραφή μιας τοιχογραφίας, που
ξεδιπλώνει τις απίστευτες λεπτομέρειές της σε διαστάσεις έξι μέτρα πλάτος, τρία
ύψος; Μια αφηγημένη πλοκή που μοιράζεται στα δύο, απεικονίζοντας στο ένα μέρος
το κίνημα των Ζηλωτών, στη Θεσσαλονίκη(1342-1349), και στο άλλο το κίνημα των
Αναβαπτιστών, στα 1535. Δύο στασιαστικά κινήματα, με θεολογική αφορμή και
κοινωνικές διαστάσεις. Ποια ενδόμυχη σκέψη του καλλιτέχνη τον ώθησε στο
ταυτόχρονο της παρουσίας αυτών των δύο σκηνών (με πρόταξη μάλιστα του
υστερόχρονου κινήματος των Αναβαπτιστών, σαν να θέλει να τονίσει τον κάπως
πρωτόγονο χαρακτήρα του σε σχέση με αυτό των Ζηλωτών), γιατί όλο αυτό να
απαθανατιστεί στον τοίχο μιας ταβέρνας στο Μύνστερ της Γερμανίας;
Έχει νόημα εδώ να ανιχνεύσουμε την αλήθεια των πραγμάτων
πίσω από τις ζωγραφικές απεικονίσεις που επιχείρησε ο δημιουργός αυτής της
τοιχογραφίας, ο Αρίστος Καραμπίνης; Ο συγγραφέας θα μας προλάβει:
«Ο δημιουργός τους
είχε αποφασίσει να ζωγραφίσει και να αναδείξει πράγματα και ανθρώπους, όχι όπως
ήταν, αλλά όπως θα έπρεπε να ήταν, προκειμένου να χρησιμεύσουν ως υπόδειγμα
αρετής των επερχομένων. Αρκεί το έργο να μην ξεπέσει σε μαλθακό κι ακαλλιέργητο
αναγνώστη…
…η τέχνη της αλήθειας,
όπως και η αληθινή ζωή, απεχθάνονται το στερεότυπο»
Έτσι μας ανοίγει τον κόσμο του νέου του βιβλίου «Μάρμαρα στη
μέση» ο Δημήτρης Νόλλας, δεύτερου μέρους (μετά το «Ταξίδι στην Ελλάδα») μιας
τριλογίας υπό τον γενικό τίτλο «Δύσκολοι καιροί».
Ο ήρωας αυτού του δεύτερου μέρους, ο Αρίστος Καραμπίνης, ζωγράφος της επιβλητικής
τοιχογραφίας αλλά και συγγραφέας ενός μυθιστορήματος με τον παράδοξο τίτλο
«999», που αποτυπώνει τις μέρες που χρειάστηκε για να το γράψει. Μέσα απ’ αυτό
θα δούμε τον «βίο και την πολιτεία» των υπολοίπων προσώπων που δένουν τη ζωή
τους με τη δική του. Διαβάζουμε έτσι ένα μυθιστόρημα μέσα σ’ ένα άλλο. Κι αυτή
είναι άλλη μια υπονόμευση της αληθοφάνειας από τον συγγραφέα. Σαν να μας
αποκαλύπτει ότι όλα όσα γράφονται από το λογοτεχνικό του ετερώνυμο είναι
απολύτως μυθοπλαστικά. Το μυθιστόρημα απεκδύεται το αληθοφανές του περίβλημα.
Μπορεί ένα λογοτεχνικό είδος να υπεισέρχεται μέσα σ’ ένα
άλλο; Πώς ο μυθιστοριογράφος χειρίζεται το θέμα του δοκιμιακά ξεφεύγοντας από
το πλαίσιο της πλοκής για να σχολιάσει τα πρόσωπα, την ιστορία αλλά και τη
γραφή του την ίδια; Αυτό ακριβώς γίνεται σε μερικά σημεία της ιστορίας, εκεί
που ο συγγραφέας παρεμβαίνει και από παντογνώστης αφηγητής μετατρέπεται σε υπερκειμενικό
πρόσωπο υποδεικνύοντας, φωτίζοντας, εξηγώντας και καθοδηγώντας τον αναγνώστη.
Τα πρόσωπα που
μπερδεύουν τις προσωπικές τους ιστορίες με τα κοσμοϊστορικά γεγονότα στην
Ευρώπη στα τέλη της δεκαετίας του 1990, συνιστούν ένα θίασο απίθανων
χαρακτήρων, ο μικρόκοσμος των οποίων παλεύει να συνταιριάξει τα βήματά του με
τον κόσμο που καταρρέει. Οι επιδιώξεις τους, οι διαμάχες τους, οι απατεωνιές
τους, οι μηχανορραφίες τους, η αλήθεια του καθενός απ’ αυτούς σε αρμονία με την
απώλεια του ονείρου στον σοσιαλιστικό κόσμο, με την αυγή μιας άλλης
πραγματικότητας που καταξιώνει τη μικρότητα και την κουτοπονηριά. Πρώην
κομμουνιστές, μαφιόζοι τώρα, ο Κοζάκος-Καζάκος που για όλα έχει μια τιμή, η
Ουρανία που θα αναζητήσει τη λύτρωση σε φιλανθρωπίες και μοναστήρια,
απογοητευμένη από την υποκρισία των άλλων και διεκδικώντας τη διαφορετικότητά
της, μέσα από διαχρονικές αλήθειες.
«τα λόγια εκείνου του
παραγνωρισμένου σοφού της Ανατολής από μάνα Αρμένισσα και κατά το ήμισυ Έλληνα
απ’ την πλευρά του Πόντιου πατέρα του, που δίδασκε πως ό,τι δωρίζεις είναι δικό
σου για πάντα και πως ό,τι δικό σου κρατάς σφιχτά προόρισται να πεθάνει μαζί
σου. Αυτό που χάρισες θα μνημονεύει το όνομά σου εις τον αιώνα, διότι αυτός που
το αποδέχτηκε το κουβαλάει πάνω του σαν μυστικό τρομερό που όσο βαθιά κι αν το
καταχωνιάζει δεν μπορεί ποτέ να το ξεχάσει. Ακόμη και εκείνοι που ευεργετήθηκαν
και δεν μπόρεσαν να το αντέξουν, ακόμη κι από αυτών την αχαριστία αδιακόπως
επιβεβαιώνεται η αλήθεια των λόγων του Γκουρτζίεφ: χάρισε και ποτέ δεν θα
ξεχαστείς, αφού ό,τι χαρίζεις παραμένει δικό σου για πάντα.»
Και μέσα σε όλα αυτά
μια παρτίδα ελληνικού μάρμαρου που περιφέρεται απούλητο και διεκδικούμενο, για
να καταλήξει στην τελευταία σκηνή αυτού του βιβλίου να στέκει ακριβώς στη μέση
ενός πασχαλιάτικου πανηγυριού. Αψευδής μάρτυρας της ευτέλειας των σημείων, με
τα οποία οι άνθρωποι γύρω του ορίζουν την αισθητική τους και την ιδεολογία
τους.
Ένα βιβλίο δομημένο πάνω στην αντίθεση: ο ευτελής κόσμος των
ηρώων απέναντι στο μεγάλο σκηνικό που καταρρέει αποκαλύπτοντας με τη σειρά του τα
αδύναμα θεμέλιά του, που κάποτε φάνταζαν ισχυρά.
Νιώθεις τελειώνοντάς το πως θέλεις να ξαναδιαβάσεις εκείνες
τις εξαιρετικές δέκα πρώτες σελίδες. Πόσο τώρα τα πράγματα αποδιώχνουν τις
σκιές τους και φανερώνουν την εικόνα πιο καθαρή, με την πολυμορφία των προσώπων
να υποδεικνύει και έναν τρόπο ανάγνωσης.
Ως εδώ, όμως. Ο συγγραφέας δεν προτίθεται να αποκαλύψει
περισσότερα για την ερμηνεία των σημείων του. Αυτό αφορά πλέον τον αναγνώστη,
σ’ αυτόν τον ‘άγνωστο’ για τον οποίο θα έπρεπε «να ενσελιδιστεί μια αναθυμητική πλακέτα ‘τω αγνώστω αναγνώστη’».
Αυτός θα πρέπει να προσέξει «συντασσόμενος στο ίδιο παραμύθι μαζί με την ιστορία» να συνεχίσει
με το «περισκόπιο υψωμένο», ανοιχτό
σε ερμηνείες και ενδοσκοπήσεις αναπόφευκτα. Είναι μια πρόταση ανάγνωσης της
λογοτεχνίας αυτή που μας προτείνει ο Δημήτρης Νόλλας. Να το εννοήσουμε: δεν
αφορά τον αναγνώστη που βολεύεται με τις εύκολες, έτοιμες αναλύσεις. Ο αναγνώστης
εδώ εισέρχεται στον κόσμο του συγγραφέα μέσα από τα ίχνη που βλέπει από την
πρώτη σελίδα μέχρι την τελευταία, διάσπαρτα μέσα από εικόνες και λόγια. Η
τοιχογραφία στον τοίχο της ταβέρνας στο Μύνστερ και το μάρμαρο με τον λευκό του
όγκο μες στη μέση. Η αρχή και το τέλος της ιστορίας. Σε αναμονή για τη
ολοκλήρωση της τριλογίας.
Διώνη Δημητριάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου