Η Αλίσια Ε. Στόλινγκς είναι αμερικανίδα ποιήτρια, κριτικός και μεταφράστρια. Ζει στην Ελλάδα από το 1999. Συνεργάζεται ευρύτατα με περιοδικά όπως το Atlantic Monthly, το Poetry, το Poetry Review (Ηνωμένο βασίλειο), το New Yorker, και το TLS. Το βιβλίο της Hapax έλαβε το βραβείο Τhe Poets’ Prize και η πιο πρόσφατη συλλογή της Olives, ήταν στην τελική λίστα για το βραβείο τού Τhe National Book Critics’ Circle. Είναι μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Γραμμάτων και Επιστημών και έχει κερδίσει υποτροφίες από τα ιδρύματα Guggenheim, MacArthur και United States Artists Foundation.
A. E. Stallings is an American poet, critic, and translator who has lived in Greece since 1999. She publishes widely in such journals as the Atlantic Monthly, Poetry, Poetry Review (U.K.), the New Yorker, and the TLS. Her book Hapax received the Poets’ Prize, and her most recent collection, Olives, was a finalist for the National Book Critics’ Circle award. She is a member of the American Academy of Arts and Sciences, and has received fellowships from the Guggenheim, MacArthur, and United States Artists Foundation.
ΕΛΙΕΣ
nbsp;
Κάποτε-κάποτε μια δίψα γι’ αλάτι, όχι κάτι γλυκό,
Καρπούς διατηρημένους σαν τουρσιά στην άλμη
Σ’ ένα πιθάρι δάκρυα – Δίψα για κάτι
Κρεατωμένο, πλούσιο, σκουρωπό. Αδιάρρηκτο
Γύρω απ’ τον πυρήνα του – θέλει κάτι με μύτη
nbsp;
Μπορεί οδοντογλυφίδες, κάτι θαμμένο κάτω από
Κύματα βότκας και βερμούτ,
Που ταλαντεύεται στα ύφαλα ενός ρηχού,
Φαρδιού, με ψηλό πόδι ποτηριού, ευγενική κυρά,
Ή χωριάτισσα, σε πιάτο με ραγίσματα
nbsp;
Όπως δόντι. Σύμμεικτες αποχρώσεις ταπεινές
Ή επώνυμες θαμπές –
Καφετιά πράσινα και βυσσινιά καφέ, μαύρα και μπλε
Χαρτογραφούν αργές χρωματικές μωλώπων μεταλλάξεις –
Συνοδευμένη από βαρελίσιο αψύ, γουλιές
nbsp;
Πληγές στον ουρανίσκο σαν πευκοβελόνες.
Να υπενθυμίζουνε το μάζεμα, τους κόπους του.
Δίχτυα απλωμένα κάτω από δέντρα ασημιά
Καθρέφτες στο διαυγές γαλάζιο τ’ ουρανού το φθινόπωρο –
δεμάτια φως της μέρας μες στους πλούτους του λαδιού.
nbsp;
Και καλοκαίρια υποδειγματικά που αργοκυλάνε,
Αρχαϊκά ονόματα ιδιόρρυθμα. Σε οπισθοχώρηση
Τάγματα των ωρών. Αυτοί οι καρποί μου ανήκουν –
Με τους πυρήνες τους, μικρούς, πικρούς,
Ξέχειλους από παρελθόν χρυσό, μες στη λατρεία της άρμης.
nbsp;
OLIVES
nbsp;
Sometimes a craving comes for salt, not sweet,
For fruits that you can eat
Only if pickled in a vat of tears—
A rich and dark and indehiscent meat
Clinging tightly to the pit—on spears
nbsp;
Of toothpicks maybe, drowned beneath a tide
Of vodka and vermouth,
Rocking at the bottom of a wide,
Shallow, long-stemmed glass, and gentrified,
Or rustic, on a plate cracked like a tooth,
nbsp;
A miscellany of the humble hues
Eponymously drab—
Brown greens and purple browns, the blacks and blues
That chart the slow chromatics of a bruise—
Washed down with swigs of barrel wine that stab
nbsp;
The palate with pine-sharpness. They recall
The harvest and its toil,
The nets spread under silver trees that foil
The blue glass of the heavens in the fall—
Daylight packed in treasuries of oil,
nbsp;
Paradigmatic summers that decline
Like singular archaic nouns, the troops
Of hours in retreat. These fruits are mine—
Small bitter drupes
Full of the golden past and cured in brine.
nbsp;
Κάποτε-κάποτε μια δίψα γι’ αλάτι, όχι κάτι γλυκό,
Καρπούς διατηρημένους σαν τουρσιά στην άλμη
Σ’ ένα πιθάρι δάκρυα – Δίψα για κάτι
Κρεατωμένο, πλούσιο, σκουρωπό. Αδιάρρηκτο
Γύρω απ’ τον πυρήνα του – θέλει κάτι με μύτη
nbsp;
Μπορεί οδοντογλυφίδες, κάτι θαμμένο κάτω από
Κύματα βότκας και βερμούτ,
Που ταλαντεύεται στα ύφαλα ενός ρηχού,
Φαρδιού, με ψηλό πόδι ποτηριού, ευγενική κυρά,
Ή χωριάτισσα, σε πιάτο με ραγίσματα
nbsp;
Όπως δόντι. Σύμμεικτες αποχρώσεις ταπεινές
Ή επώνυμες θαμπές –
Καφετιά πράσινα και βυσσινιά καφέ, μαύρα και μπλε
Χαρτογραφούν αργές χρωματικές μωλώπων μεταλλάξεις –
Συνοδευμένη από βαρελίσιο αψύ, γουλιές
nbsp;
Πληγές στον ουρανίσκο σαν πευκοβελόνες.
Να υπενθυμίζουνε το μάζεμα, τους κόπους του.
Δίχτυα απλωμένα κάτω από δέντρα ασημιά
Καθρέφτες στο διαυγές γαλάζιο τ’ ουρανού το φθινόπωρο –
δεμάτια φως της μέρας μες στους πλούτους του λαδιού.
nbsp;
Και καλοκαίρια υποδειγματικά που αργοκυλάνε,
Αρχαϊκά ονόματα ιδιόρρυθμα. Σε οπισθοχώρηση
Τάγματα των ωρών. Αυτοί οι καρποί μου ανήκουν –
Με τους πυρήνες τους, μικρούς, πικρούς,
Ξέχειλους από παρελθόν χρυσό, μες στη λατρεία της άρμης.
nbsp;
OLIVES
nbsp;
Sometimes a craving comes for salt, not sweet,
For fruits that you can eat
Only if pickled in a vat of tears—
A rich and dark and indehiscent meat
Clinging tightly to the pit—on spears
nbsp;
Of toothpicks maybe, drowned beneath a tide
Of vodka and vermouth,
Rocking at the bottom of a wide,
Shallow, long-stemmed glass, and gentrified,
Or rustic, on a plate cracked like a tooth,
nbsp;
A miscellany of the humble hues
Eponymously drab—
Brown greens and purple browns, the blacks and blues
That chart the slow chromatics of a bruise—
Washed down with swigs of barrel wine that stab
nbsp;
The palate with pine-sharpness. They recall
The harvest and its toil,
The nets spread under silver trees that foil
The blue glass of the heavens in the fall—
Daylight packed in treasuries of oil,
nbsp;
Paradigmatic summers that decline
Like singular archaic nouns, the troops
Of hours in retreat. These fruits are mine—
Small bitter drupes
Full of the golden past and cured in brine.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου