Ο ποθητότερος συνομιλητής
…μόλις δοθεί μια ευκαιρία, τα τοπία της παιδικότητάς μας γίνονται, στα χέρια παραγωγού με υψηλή την αίσθηση της οικονομίας, ετοιμοπαράδοτα σκηνικά για τα όνειρα της ωριμότητάς μας…[σ. 163]
Στα προλεγόμενα της αμερικανικής έκδοσης του 1967 ο συγγραφέας μας δίνει τις ακριβείς χωροχρονικές συντεταγμένες των προσωπικών του ενθυμήσεων: Αγία Πετρούπολη – Σαιν Ναζαίρ, 1903 – 1940, με λίγες εξαιρέσεις σε κατοπινούς χρόνους και τόπους. Δίπλα στο έτος 1903 τώρα γράφεται μια φράση: η γένεση της αισθητήριας ζωής. Η περίλαμπρη στρατιωτική στολή του πατέρα του, έστω και φορεμένη χάριν αστεϊσμού, ταυτίστηκε με την πρώτη του αναλαμπή ολοκληρωμένης συνείδησης. Αλλά τι υπήρχε πριν από αυτήν, στην προγενέθλια άβυσσο; Ο χρονοφοβικός νεαρός ακόμα θυμάται τον πανικό του όταν είδε οικογενειακές ταινίες γυρισμένες λίγες βδομάδες πριν την γέννησή του: εκεί βρισκόταν ένας κόσμος απαράλλαχτος αλλά χωρίς εκείνον. Στην αρχή δεν είχε σαφή αντίληψη του γεγονότος ότι ο χρόνος, τόσο απέραντος εκ πρώτης όψεως, ήταν φυλακή.
Ο Ναμπόκοφ επιχειρεί την απόλυτη διείσδυση στο αρχέγονο σπήλαιο του παρελθόντος του για να θυμηθεί ένα μεγάλο ντιβάνι, μια μαρμάρινη προτομή της Άρτεμης, ένα κρυστάλλινο αυτό ξεχασμένο από κάποιο Πάσχα και το αιώνιο παιχνίδι, που κάθε πρωί σήκωνε τα σκεπάσματα ψηλά κι έμπαινε από κάτω για να παίξει «χιλιάδες αξεδιάλυτα παιχνίδια». Κι ύστερα ο μεγάλος σιδηροδρομικός σταθμός, τα ξύλινα βαγόνια, η πρώτη του κουκέτα. Παραδέχεται πως έχει υπέρμετρη αδυναμία στις πάμπρωτές του εντυπώσεις αλλά τους χρωστάει ευγνωμοσύνη: τον οδήγησαν στην Εδέμ του βλέμματος και της αφής. Τολμάει μάλιστα και μια απρόσμενη γενίκευση: εκείνη η δυνατότητα αποθησαύρισης τέτοιων εντυπώσεων για τα Ρωσσόπουλα της γενιάς του πιθανώς αποτελούσε ένα παιχνίδι της μοίρας, για να αντισταθμιστεί ο καταποντισμός που έμελλε να απαλείψει ολοκληρωτικά εκείνο τον κόσμο.
Βιογράφος της απώτερης ζωής του, απαρνείται την αυστηρή γραμμικότητα για να αφηγηθεί τα πρώιμα αυτά χρόνια με βάση «θεματικούς σχηματισμούς», που κατά τη γνώμη του αποτελούν τον «αληθινό προορισμό της αυτοβιογραφίας». Aντιλαμβάνεται κανείς ότι ακριβώς αυτό το ατέλειωτο πανηγύρι των αισθήσεων αποτελεί τον κορμό της μνήμης που επιχειρεί να αιχμαλωτίσει σε αυτά τα γραπτά. Το παράθυρο του δωματίου του ως παραλληλόγραμμο του πλαισιωμένου ήλιου, τα βιβλία της μητέρας του, ξυλογραφίες και γκραβούρες ζώων, τα αυτοσχέδια παιχνίδια, το σκάκι, η ποδηλασία, όλα αποτελούν οργανικά κομμάτια μιας διαρκώς παλλόμενης ζωής. Η έλξη για την επιστήμη της συστηματικής, κοινώς την ιεραρχημένης ταξινόμησης των οργανισμών βρισκόταν ήδη προ των πυλών. Ο συγγραφέας ανακαλύπτει στη φύση τις μη ωφελιμιστικές χαρές που έψαχνε στην τέχνη.
Όταν ένα ταξιδιωτικό γραφείο στην λεωφόρο Νιέφκσι εκθέτει στην βιτρίνα του την μακέτα μιας διεθνούς κλινάμαξας, ο συγγραφέας μόλις γνώριζε τον μαγικό κόσμο του ταξιδιού με τραίνο. Ανάμεσα στις εικόνες που διατηρεί αναλλοίωτες είναι η αντανάκλαση του ήλιου στις κλειδαριές μιας βαλίτσας, που βλέπει ξανά να λάμπουν δεκαετίες μετά στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου, όταν η εβδομηντάχρονη πλέον αποσκευή έχει αφήσει τις ακριβές της θήκες σε κάποιο ενεχυροδανειστήριο. «Η απώλεια αυτή αντισταθμίστηκε, ωστόσο, από τα τριάντα χρόνια που ταξίδεψε μετά μαζί μου – από την Πράγα στο Παρίσι, από το Σαιν Ναζαίρ στη Νέα Υόρκη – μέσα στους καθρέφτες διακοσίων και βάλε δωματίων μοτέλ και ενοικιαζόμενων σπιτιών σε σαράντα έξι πολιτείες. Και λογικό και συμβολικό: ο πιο σθεναρός επιζών της ρωσσικής μας κληρονομιάς αποδείχτηκε μια ταξιδιωτική αποσκευή». [σ. 177]
Αλλά η σκέψη αυτού του διανοούμενου παιδιού δεν περιορίζεται μόνο στα απτά και τα ορατά. Όταν η μνήμη εκτείνεται σε πρόσωπα, εκείνος βρίσκεται σ’ έναν κυκεώνα μια σχεδόν ολιστικής αντίληψης των πάντων. Κάθε φορά που αναλογίζεται ότι αγαπά κάποιο πρόσωπο, σχεδιάζει ακτίνες που ξεκινούν από «την εστία της αγάπης, τον τρυφερό προσωπικών υποθέσεων», κοινώς την καρδιά και τον τραβούν «προς τερατωδώς απόμακρα σημεία του σύμπαντος». Εκεί κάτι τον ωθεί να μετρήσει την συνειδητότητα της αγάπης του «απέναντι σε πράγματα ασύλληπτα και απροσμέτρητα, όπως […] οι τρομερές παγίδες της αιωνιότητας, το άγνωρο πέρα από το άγνωστο, η απελπισία, η παγωνιά, οι ιλιγγιώδεις περιελίξεις και αλληλοδιεισδύσεις του χώρου και του χρόνου». Ένα συνήθιο ολέθριο, κάτι «σαν το ανεξέλεγκτο τίναγμα, σε νύχτα αϋπνίας…». Κάθε χώρος και κάθε χρόνος πρέπει να μετέχουν στο συναίσθημά του, στην αγάπη που μπορεί να είναι θνητή, μήπως και αμβλυνθεί ακριβώς αυτή η θνητότητα και καταφέρει να αντιπαλέψει την γελοιότητα και τη φρίκη του «να έχεις αναπτύξει μιαν απεραντοσύνη αισθήσεως και στοχασμού μέσα σε ύπαρξη πεπερασμένη». [σ. 354, 355]
Καθώς η συναρπαστική αυτή αισθητηριακή αφήγηση αφιερώνεται αποκλειστικά στον θαυμαστό κόσμο του εκκολαπτόμενου συγγραφέα, η απουσία του φόρτου των δεδομένων της δημόσιας ιστορίας καλύπτεται με ένα αναπάντεχο εμβόλιμο κεφάλαιο, που γράφτηκε αργότερα, μια …τριτοπρόσωπη κριτική της αυτοβιογραφίας του, επιβεβαιώνοντας μια από τις μεγαλύτερες έξεις του: το ίδιο το παιχνίδι της λογοτεχνίας και με την λογοτεχνία.
Η Μνημοσύνη, πρέπει να το παραδεχτούμε, έχει αποδειχτεί κοπέλα πολύ απρόσεκτη, γράφει ο Ναμπόκοφ, καθώς διχάζεται ανάμεσα στην ακρίβεια του βιωμένου γεγονότος ή την πιστότητα της αναπαράστασής του. Σε αυτή την Αναζήτηση του Χαμένου Χρόνου συγκρούονται δυο αλήθειες, η γραφή και μεταγραφή μιας ζωής που αναζητάει τις λέξεις για να ξαναζήσει. Η ίδια η συγγραφή άλλωστε υπήρξε η μόνη δυνατή θεραπεία απέναντι στο τραυματικό ξερίζωμα και στην νοσταλγία μιας χαμένης ζωής, αλλά και η μόνη αυταπάτη επαναφοράς του θαυμαστού κόσμου των αισθήσεων.
Άκου «αγώνας για τη ζωή! Η κατάρα της μάχης και του μόχθου στέλνει τον άνθρωπο πίσω στην κατάσταση του αγριόχοιρου, στα γρυλίσματα των θηρίων που δεν ξέρουν άλλο από ξέφρενο κυνήγι της τροφής. Την παρατηρήσαμε πολλές φορές οι δυο μας τη μανιακή εκείνη γυαλάδα στο ραδιούργο βλέμμα της νοικοκυράς που κατοπτεύει τα τρόφιμα στο μπακάλικο ή διερευνά το νεκροτομείο του χασάπη. Δουλευτές του κόσμου, διαλυθείτε! Λάθος λένε τα παλιά βιβλία. Ο κόσμος πλάστηκε μια Κυριακή. [σ. 356]
2
3, μτφ. Γιώργος Βάρσος, πρόλογος Μισέλ Φάις, σελ. 401. Περιλαμβάνεται δωδεκασέλιδο με μαυρόασπρες φωτογραφίες και επεξηγηματικά κείμενα. Το Παράρτημα πρωτοδημοσιεύτηκε στο τεύχος της 28.12.1998 /4.1.1999 του New Yorker. [Vladimir Nabokov, Speak, memory, 1947].
Υπό δημοσίευση: περιοδικό (δε)κατα, τεύχος 40 (χειμώνας 2014).
Το έργο τέχνης του Jean-Michel Folon (1972) μου φάνηκε ταιριαστό ως εικόνα και ως τίτλος: I write you from a distant country.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου